Pages

1.11.07

Το νησί


Victoria Hislop
“Το νησί”

Μετάφραση Μιχάλης Δελέγκος
Εκδόσεις Διόπτρα

Είναι απορίας άξιο το ότι η Σπιναλόγκα –το νησί των λεπρών, δεν στάθηκε αφορμή για να στηθεί ένα μυθιστόρημα από έλληνα συγγραφέα.
Από τα όσα γνωρίζω μόνο ο Θέμος Κορνάρος έχει γράψει μια νουβέλα με τίτλο το όνομα του νησιού. Κείμενο σπαραχτικό και απόλυτα εμβαπτισμένο με τις κοινωνικές – πολιτικές του θέσεις.
Αυτό πάντως που δεν επιχειρήθηκε από άλλον έλληνα συγγραφέα (δες ΥΓ), το τόλμησε μια αγγλίδα και μάλιστα –αν κρίνουμε από το ότι και βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα κέρδισε και το μυθιστόρημά της έγινε ένα παγκόσμιο best seller- πρέπει η τόλμη της να ήταν επιτυχής.
Διάβασα το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Και αναγνώρισα όλα εκείνα τα στοιχεία που το έκαναν αγαπητό σε ένα πλατύ και παγκόσμιο κοινό. Εννοώ την εξομάλυνση κάθε ενοχλητικής αλήθειας, την παρουσία μιας βερμπαλιστικής αισιοδοξίας, την αποστειρομένη αναφορά στα συμπτώματα της νόσου του Χάνσεν, τη επιλεκτική ανάμειξη ιστορικών γεγονότων με φανταστικές καταστάσεις, την με τη ματιά του τουρίστα περιγραφή τόπων και ανθρώπων της Κρήτης.
Αναζήτησα στη βιβλιοθήκη μου τη νουβέλα του Κορνάρου. Και με περιέργεια ξεκίνησα την παράλληλη ανάγνωση των δυο κειμένων.
Περιγράφει ο Κορνάρος: <<…Γιώργο! Τ ΄όνομά μου είναι όμορφο… Φτάνει να ξέρεις να το πεις… Να ξέρεις να προφέρεις το «ρ»… Πώς να ΄χω τέτοια απαίτηση από τη λεπρή που κουβεντιάζω τώρα μαζί της, με το σάπιο στόμα που βρωμά και το λουβιασμένο λαρύγγι; Αυτή δεν μπορεί να τα βγάλει όλα τα ψηφία. Μόνο με φωνήεντα μιλάει. Εμένα με λέει «Ι-ω-0»!... Γύρισα και είδα. Σε μια λεπρή πόρτα, μια λεπρή ετοιμόρροπη γυναίκα…. Το κεφάλι της κασιδιασμένο, λέπρα γεμάτο, είχε του χαλασμένου τσίρου το χρώμα. Πρόσωπο δεν ξεχώριζες απ΄ τα πρηξίματα και τις πράσινες κολιτσανισμένες πληγές>>
Μια αντίστοιχη σκηνή, η Hislop την περιγράφει με το δικό της ύφος : <<… Η Ελένη άπλωσε το χέρι της στον άντρα που βγήκε μπροστά για να τους υποδεχτεί. Ήταν μια χειρονομία που έδειχνε την αποδοχή του γεγονότος ότι αυτό ήταν το καινούργιο της σπίτι. Διαπίστωσε ότι θα ερχόταν σε επαφή με ένα χέρι στραβωμένο σαν γκλίτσα βοσκού, τόσο άσχημα παραμορφωμένο πλέον από τη λέπρα, ώστε ο ηλικιωμένος άντρας δεν μπορούσε να πιάσει το τεντωμένο χέρι της Ελένης. Αλλά το χαμόγελό του έλεγε όσα χρειαζόνταν, και η Ελένη ανταποκρίθηκε με μια ευγενική «Καλημέρα»…>>
Ο κρητικός Κορνάρος έγραψε το βιβλίο του το 1933. Η αγγλίδα Hislop το δικό της το 2005. Δεν αλλάζουν μόνο τα καθημερινά ήθη με την πάροδο των χρόνων, αλλά και τα συγγραφικά.
Ότι ενοχλεί πέρα από ένα σημείο πρέπει να απαλείφεται, πιο σωστά να εξωραΐζεται.
Αλλά και καθώς η λογοτεχνία αποκτά ένα πολυπληθές κοινό και μάλιστα παγκόσμιο, η συγγραφή πρέπει να ακολουθεί κάποιους κανόνες, τέτοιους ώστε αν χρειαστεί -για την πλέον συναρπαστική εξέλιξη του μύθου- ακόμα και ιστορικά γεγονότα αλλοιώνονται.
Έτσι ένα μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος της Hislop που αφορά την γερμανική κατοχή του νησιού, αγνοεί το γεγονός πως η Πλάκα (το χωριό απέναντι από τη Σπιναλόγκα) είχε εκκενωθεί από του κατακτητές μιας και θεωρείτο πιθανό σημείο απόβασης των συμμάχων και αντιθέτως γίνεται ο χώρος όπου πολλά από τα πλέον συναρπαστικά πατριωτικά και ερωτικά συμβάντα θα υλοποιηθούνε.
Αγνοούμε την ιστορία αν θέλουμε να τονίσουμε τους χαρακτήρες ;
Ίσως όμως τα αληθινά γεγονότα να είναι και ολίγον ενοχλητικά. Όπως για παράδειγμα ο τριτοετής φοιτητής της Νομικής Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, που το 1936 εντάσσεται ως λεπρός στο νησί και καταφέρνει με τους κοινωνικούς αγώνες του να αλλάξει ριζικά τις συνθήκες διαβίωσης και περίθαλψης των ασθενών, στο παγκόσμιας αναγνώρισης μυθιστόρημα αγνοείται και τη θέση του , αλλά και το έργο του η Hislop το αναθέτει σε μεγαλοαστό αθηναίο δικηγόρο, θύμα κι αυτός της λέπρας, που με τις γνωριμίες του θα πετύχει τη βελτίωση της ζωής στη Σπιναλόγκα.
Αλλά και επειδή τίποτε δεν είναι τυχαίο, οφείλω να αναγνωρίσω πως η νέα αγγλίδα συγγραφέας έγραψε αυτό το πρώτο της μυθιστόρημα αφού πρώτα και στοιχεία συνέλεξε και τους τόπους επισκέφτηκε. Όπως επίσης της αναγνωρίζω την ικανότητα –γιατί κι αυτό για να το κάνεις καλά χρειάζεται και ταλέντο και κόπος- να δημιουργεί έντονες καταστάσεις που κρατούν αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον ενός κοινού που το μόνο που ζητά από το βιβλίο που διαβάζει είναι να το παρασύρει.
Η μετάφραση πρέπει να σεβάστηκε απόλυτα το ύφος του πρωτοτύπου. Κι έτσι η ελληνική απόδοση του κειμένου δεν αποκρύπτει το γεγονός πως την Κρήτη και τους ανθρώπους της τους περιγράφει ένας μη Κρητικός.
Αλλά η απορία με την οποίο ξεκίνησα αυτό το άρθρο παραμένει. Γιατί οι χανσενικοί της Σπιναλόγκας δεν έχουν αξιοποιηθεί από τους έλληνες συγγραφείς;
Ερώτημα που ίσως να έχει πολλές απαντήσεις. Η κάθε μια τους κάτι θα σηματοδοτεί για τα ενδιαφέροντα και τους στόχους της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, η οποία πάντως τα τελευταία χρόνια με πολύ πάθος προσπαθεί να βρει διέξοδο προς το εξωτερικό.
(Δημοσιεύτηκε στο ένθετο για το βιβλίο του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής -28/10/2007)
ΥΓ (10/10/10) Ανθρώπινα όχι μόνο τα λαθη, αλλά και οι παραλείψεις. Ήδη αναγνώστης του blog μου έχει επισημάνει το μυθιστόρημα του Γ. Άμποτ ώς ένα ακόμα ελληνικό έργο που αναφέρεται στη Σπιναλόγκα. Τώρα, και καθως το μυθιστόρημα της Χίσλοπ βγαίνει στις οθόνες, ήρθε στην επικαιρότητα και ένα ξεχασμένο μυθιστόρημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Δεν γνώριζα την ύπαρξή του. Ομολογώ πως έγραψα το άρθρο μου χωρίς να κάνω επισταμένη έρευνα. Αλλά και μετά από τη γνώση που έχω αποκτήσει, πάλι τα ίδια θα έγραφα. Ζητώ, πάντως, συγνώμη για την ελλειπή ενημέρωση.