Pages

22.9.08

Δροσουλίτες



Όταν το ιστορικό γεγονός συναντά τη σύγχρονη καθημερινότητα

Άννα Γκέρτσου - Σαρρή

"Δροσουλίτες"

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Κέδρος

Η Άννα Γκέρτσου - Σαρρή είναι μια συγγραφέας που διαθέτει μια εντελώς προσωπική παρουσία στο χώρο της σύγχρονης λογοτεχνίας μας.
Ξεκίνησε τη συγγραφική της καριέρα με έργα για παιδιά, γρήγορα προχώρησε σε μια λογοτεχνία για εφήβους και στη συνέχεια πέρασε σε μυθιστορήματα για ενήλικες αναγνώστες.
Αν εξαιρέσει κανείς τα πρώτα της έργα όλα τα υπόλοιπα έχουν να κάνουν με θέματα ιστορικά ή και της μυθολογίας.
Στα έργα της Σαρρή, η ιστορία σπάνια παραμένει στο χώρο μιας ιστορικής περιγραφής. Αντίθετα αποτελεί το έδαφος που μέσα του φυτρώνουν προσωπικές ιστορίες του χτες και του σήμερα.
Αυτά και στο μυθιστόρημά της <<Δροσουλίτες>> που κυκλοφορεί εδώ και κάποια χρόνια από τις εκδόσεις Κέδρος.

********


Μια γυναίκα, κάπου στα σαράντα της χρόνια, δημοσιογράφος, με σταθερό δεσμό και συγκεκριμένες ιδεολογικές απόψεις, ξαφνικά συνειδητοποιεί πως ότι πάνω του στήριξε τη ζωή της (σχέσεις, ιδέες, οράματα) καταρρέει, μέσα στα πλαίσια μιας γενικότερης έκπτωσης ηθών και απόψεων.
Η ευκαιρία που της δίνεται να κάνει ένα ρεπορτάζ πάνω στο ιστορικό πρόσωπο εκείνο που στη συνέχεια πέρασε στη μεριά του μύθου, καθώς έγινε ο αρχηγός των Δροσουλιτών (τον Ηπειρώτη αγωνιστή Χατζημιχάλη Νταλιάνη), είναι μια καλή αφορμή για την ίδια όχι μόνο να επανεξετάσει τις απόψεις της, αλλά και να δει κατά πόσο μπορεί κανείς να στηριχτεί στο χτες για να στήσει το όραμα ενός μέλλοντος.
Καθώς πηγαίνει στην Κρήτη, κρατά μαζί της ένα βιβλίο που αναφέρεται στον Νταλιάνη και ενώ το καράβι διασχίζει τη θάλασσα, εκείνη έκπληκτη ανακαλύπτει πως ένας ακόμα Νταλιάνης μπαίνει στη ζωή της –ένας συνταξιδιώτης (συνονόματος του ήρωα) που η έντονη γοητεία του θα την βοηθήσει να εισέλθει όχι μόνο πιο άνετα, αλλά και κυρίως πιο βαθιά στην ατμόσφαιρα ενός τόπου που μπορεί να φιλοξενεί το όραμα ενός μύθου.
Στο μυθιστόρημα της Σαρρή κυριαρχεί ο τόνος μιας κοφτής ματιάς πάνω στο ανίερο σήμερα, μαζί με μιαν άλλη, εκείνη την ιερή που μπορεί να φωτίσει με τέτοιο τρόπο της κρητική γη ώστε να σαρκώσει το ανεξήγητο συμβάν.
Στην ουσία έχουμε τη μάχη δυο ιδεολογιών. Και η ηρωίδα καθώς μονίμως κινείται στα όρια τους, φτάνει στη στιγμή εκείνη όπου οι αντοχές της την αφήνουν και εισέρχεται στην πανδαισία της απόλυτης αναγνώρισης του θαύματος.
Μα τα θαύματα τα συνειδητοποιούμε όχι την ώρα που τα ζούμε, αλλά στη συνέχεια, όταν πια η μνήμη στηρίζεται πάνω τους και τα μετατρέπει σε σύμβολα.
Ότι η νεαρή γυναίκα θα ζήσει στην Κρήτη Δε θα είναι μόνο η συμμετοχή σε ένα ομαδικό όραμα, ούτε η παρακολούθηση ενός ιστορικού συμβάντος που αγνόησε τη λήθη. Θα είναι κυρίως η γνώση του ίδιου της του εαυτού, η γνώση του αδιέξοδου που έχει φτάσει η γενιά της και βέβαια ο τρόπος που σε ατομικό επίπεδο μπορεί να αγγίξει τη λύτρωση.
Στην ουσία οι Δροσουλίτες είναι ένα πολιτικό βιβλίο –όπως άλλωστε οφείλει να είναι το κάθε ολοκληρωμένο λογοτεχνικό έργο.
Η Σαρρή αποφασίζει να καταγγείλει. Το κάνει όμως με τρόπο διακριτικό, με τρόπο υπόγειο –τελικά με τρόπο περισσότερο αποτελεσματικό.
Αλλά είναι και βιβλίο ερωτικό –ακριβώς γιατί περιγράφει τον έρωτα με μία σκιά. Ο μεγαλύτερος εραστής μας είναι πάντα εκείνος που πλάθεται από την άλλη πλευρά του χαρακτήρας μας.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διατηρεί όλες τις παραμέτρους ενός λόγου καθημερινού μα και ευαίσθητου. Εναλλάσσεται με αποσπάσματα από το ιστορικό κείμενο για τον Ηπειρώτη αγωνιστή και ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την ικανότητα της συγγραφέως να χειρίζεται με τρόπο αποτελεσματικό τη γλώσσα.


7.9.08

Το τίμημα του έρωτα και της εξουσίας




ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ

Ιστορία ευνούχου

«ΠΑΤΑΚΗΣ»


Ποια τα όρια και οι δυνατότητες ενός αρσενικού ευνουχισμένου; Ποια η κοινωνική θέση και η προοπτική του στην τρυφερότητα και το πάθος μιας γυναίκας. Το άτομο το χτυπημένο από τέτοια συμφορά καταφεύγει στην άρνηση, γίνεται ο άνθρωπος του Δεν. Ο ευνούχος, ανίκανος να συνουσιαστεί, να κάνει παιδιά, αποφεύγει τη διαπραγμάτευση, φύλακας και τιμωρός εναντιώνεται και πολύ συχνά αγγίζει το απάνθρωπο. Ωστόσο διατηρεί το πλεονέκτημα της απόστασης, συχνά με ισορροπίες τρόμου.Ο Μάνος Κοντολέων στην «Ιστορία ευνούχου» επιχειρεί μια προσέγγιση ιδιαίτερη απέναντι στη διαστρεβλωμένη φύση. Ο ήρωάς του παιδί της Ανατολής, από φτωχή οικογένεια, αγόρι ερωτεύσιμο, μαγεύει στο παζάρι τον πρώτο αξιωματικό του κραταιού αφέντη. Γίνεται εραστής του για χρόνια και μαθαίνει τη ζωή των στρατοπέδων και με ήπια βία την ερωτική ιδιαιτερότητα του αξιωματούχου. Κάποτε ο στρατηλάτης επιστρέφει στην πατρίδα δοξασμένος, αλλά θανατώνεται και η χήρα του εκδικούμενη τη συζυγική απιστία ευνουχίζει τον Ελενο, όνομα δοσμένο από τον άντρα της, αφού και η ίδια πρώτα γεύεται την ομορφιά του. Το ορμέμφυτο του νέου χτυπιέται θανάσιμα και ως μόνη διέξοδος εμφανίζεται το πνεύμα, με το κίτρινο ράσο του μεγάλου ευνούχου. Ο Ελενος ζει πια ως σύμβουλος, ως μοχλός εξουσίας στα ιδιαίτερα δωμάτια της πανέμορφης αρχόντισσας Ονορίας. Επίσης γίνεται κάτοχος, μέσω ενός γέροντα, βαθύτερης γνώσης και παιδείας.Ολη η πλοκή του μυθιστορήματος, αφηγημένη σε πρώτο πρόσωπο από τον ίδιο, που γράφει το ημερολόγιό του μέχρι την τελευταία του στιγμή. Αποποιούμενος το πάθος της Ονορίας, τι ιδιαίτερος ερωτισμός ανάμεσα σε ανάπηρο με την προσωπίδα του ανυποχώρητου και της γυναίκας που στοιχηματίζει να εισχωρήσει στο άβατο και απαραβίαστο του βαθύτερου των τραυμάτων. Επιτέλους φτάνει η στιγμή του αρσενικού ν' αποκαταστήσει τη φύση του βιασμένη από έναν άντρα μα και κατεστραμμένη από τη σύζυγό του. Ο Ελενος αποφασίζει τότε τον επίπονο δρόμο της ισχύος και του μυαλού. Το τίμημα της εξουσίας καθώς χάνει το κορμί. Η ώρα της πληρωμής έχει φτάσει και αρνούμενος την πρόσκληση για της σάρκας τη γιορτή αυτοτιμωρείται. Πλαστογραφώντας την υπογραφή της Ονορίας αποφασίζει ο ίδιος τη θανατική καταδίκη του. Περιμένοντας το τέλος, τέλος και του βιβλίου, σημειώνει: «Ονορίνα... Εσύ μη φορέσεις ποτέ το κίτρινο... Νομίζω πως ακούω την πόρτα... Δεν γυρίζω το κεφάλι... Συνεχίζω να γράφω... Τίποτε από εμένα δεν φαίνεται... Εγραψα το παρελθόν μου... Γράφω το παρόν... Το μέλλον μου... Οι βελόνες...».Η τακτική του ασυγκίνητου στον Ελενο, τόσο σωματικής όσο και πνευματικής υφής, περιγράφεται από τον Κοντολέοντα με τρόπο λιτό, αποστασιοποιημένο σχεδόν, ενταγμένο στον κανόνα του ήρωα. Το δισυπόστατο αρσενικό ακρωτηριασμένο, αλλά δυνατό, της εξουσίας. Ο Ελενος δοξάστηκε ως ισχυρός άντρας, δεν μπορεί να ταπεινωθεί στα μάτια της γυναίκας. Αποχρωματίζει λοιπόν τον πόθο, δεν προδίδει το σχεδιασμό της ζωής του και αυτοκτονεί, ασκητής ευνούχος.Στο βιβλίο ο έρωτας έχει δύο όψεις. Μυθοποιείται και ταυτόχρονα απομυθοποιείται. Στην πρώτη περίπτωση, η έλξη περιβάλλεται ως μαγεία του απραγματοποίητου πάθους, του ανέφικτου, μόνο με το όνειρο μπορεί να συνδιαλλαγεί. Στη δεύτερη, η δύναμη και η ρώμη της απόφασης και της νόησης κυριαρχούν στο ευκαιριακά σαρκικό.Ο Ελενος φέρνει τη σφραγίδα της σταυρικής ζωής. Ακολουθεί ό,τι θεωρεί αυτοδημιούργητη μοίρα, δεν παρεκκλίνει. Χαρακτηρίζει όμως την ανθρώπινη απόφαση τέτοια ακαμψία; Ο Κοντολέων με το ακραίο παράδειγμά του πιστεύει πως ναι, άλλωστε η ζωή του Ελενου έχει μονοδρομηθεί σχεδόν ερήμην του. Ωστόσο ο έρωτας είναι πανταχού παρών στις σελίδες, μάλιστα ο συγγραφέας θέλοντας να προσδώσει στη δόξα του φτερωτού θεού διαχρονικότητα και παγκοσμιότητα τοποθετεί κείμενα που διαταράσσουν την ισορροπία και τη συνοχή του έργου, από τους Καβάφη, Τ. Ουίλιαμς, Ευριπίδη, Τσέχοφ, Σολομώντα, Στρίντμπεργκ. Με την «ιστορία ευνούχου» ο Κοντολέων ισοζυγιάζει την καταγραφή της ψυχρότατης εξουσίας με την πυρετική αγρύπνια του πάθους. Κι όσο κι αν ο ήρωας ζει σε παλαιότερες πολιτισμικές στιγμές, η περίπτωσή του χαρακτηρίζει τις ημέρες μας. Σύμβολο του ανίκανου πνευματικού και πολιτικού δεσπότη, κατακλύζει το παρόν μας, καθώς η ωραιότητα του έρωτα εμποδίζεται, σχεδόν περιθωριοποιείται από σκοπιμότητες, ανταγωνισμούς, πλέγματα, στόχους, βία. Αν και το μυθιστόρημα εντρυφεί στην πληγή του αρσενικού, περιέχει και τα δύο φύλα, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό το βιβλίο σύγχρονο.
ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 04/05/2001

5.9.08

Βίλα Κομπρέ


Αλέξης Σταμάτης
«Βίλα Κομπρέ»
μυθιστόρημα
Εκδόσεις Καστανιώτη

Με το έβδομο αυτό μυθιστόρημά του, ο Αλέξης Σταμάτης επιβεβαιώνει όλα τα θετικά και όλα τα αρνητικά στοιχεία της μυθιστορηματικής τεχνικής του.
Ως θετικά αναφέρω την έντονη πλοκή, την ευέλικτη γλώσσα, την παραστατική περιγραφή των τόπων δράσης.
Ως αρνητικά θεωρώ την παρέμβαση του ίδιου του συγγραφέα στις αντιδράσεις των προσώπων του έργου.
Και γίνομαι πλέον σαφής.
Ο Σταμάτης διαθέτει μια εκρηκτική φαντασία, μια ικανότητα να αφηγείται ιστορίες περίπλοκες. Έτσι όμως λες και παρασύρεται ο ίδιος από τις ικανότητές του αυτές και ξεχνά πως τις περιπέτειες που καταγράφει τις ζούνε πρόσωπα που, όπως όλες οι μυθιστορηματικές περσόνες το ίδιο κι αυτά, αναπνέουν και παθιάζονται όχι γιατί απλώς το θέλει ο δημιουργός τους, αλλά γιατί τους το επιβάλει από τη μια η ανθρώπινη φύση τους έτσι όπως αντιδρά στα γεγονότα και από την άλλη η ψυχική τους ιδιαιτερότητα έτσι όπως στον καθένα διαφορετικά είναι διαμορφωμένη.
Αυτά ως γενικές παρατηρήσεις.
Στο μυθιστόρημα αυτό, ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει την πορεία προς την αυτογνωσία του 28χρονου Θάνου, καθώς θα αναζητεί το μυστικό που έκρυβε ο πρόσφατα πεθαμένος πατέρας του (η αναζήτηση αυτού του είδους είναι μια από τις αγαπημένες μυθιστορηματικές αφετηρίες του Αλέξη Σταμάτη).
Ο ίδιος ο Θάνος έχει φύγει από το χωριό του, εκεί κοντά στα είκοσί του χρόνια και μη έχοντας τίποτε επιτύχει στην πρωτεύουσα μπορεί να θεωρηθεί ως ένας αποτυχημένος κοινωνικά και υπαρξιακά νέος άντρας. Εκείνος όμως άλλα πίστευε –‘Τίποτε από εμένα δε φαίνεται, ήθελε να νομίζει’, σημειώνει ο συγγραφέας.
Αυτό εκείνος πίστευε –ή μάλλον ο συγγραφέας του θέλει να κάνει τον αναγνώστη του να το νομίζει. Ο ίδιος ο Θάνος έχει συνειδητοποιήσει το ότι είναι ένας τριαντάρης σε πλήρη αδιέξοδο και για να βρει σκοπό στη ζωή του ξεκινά μια περιπέτεια αναζήτησης που θα τον φέρει από μια παράξενη βίλα προαστίου της Αττικής έως στα βάθη της αφρικάνικης ζούγκλας.
Τελικά μέσα από πλάνες, φόνους, ενοχές, έρωτες και πάθη –τόσο άλλων όσο και δικών του- θα συμφιλιωθεί με την ανάμνηση του πατέρα του, αλλά και ο ίδιος θα μπορέσει να χαρεί τον απλό έρωτα και τη απλή ζωή.
Μέσα σε αυτόν τον καμβά εξιστόρησης ο Αλέξης Σταμάτης βρίσκει τρόπους να παρασύρει τον αναγνώστη του στα ενδότερα μιας αθηναϊκής βίλας που μας παραπέμπει με το όνομά της στον Προυστ, ενώ οι βασικοί της ένοικοι έντονα θυμίζουν τις ηρωίδες του Ντίκενς από το «Μεγάλες Προσδοκίες», στα στέκια του αθηναϊκού λούμπεν, στις ίντριγκες των μεγαλοαστών, αλλά και στα όσα μπορεί να σου δώσει ένα ταξίδι μέσα στη αφρικάνικη ζούγκλα.
Μάστορας της αφήγησης, ξέρει να στολίζει τη δράση με υπαρξιακούς προβληματισμούς. Αλλά δεν την ενώνει με αυτούς.
Ως παράδειγμα γι αυτή την άποψη μου, αναφέρω τη χρήση της φράσης ‘τίποτε από εμένα δε φαίνεται’. Πρόκειται για φράση που ο Γιώργος Χειμωνάς βάζει στα χείλια του Άμλετ, στην ελεύθερη και τόσο γοητευτική απόδοση του έργου του Σαίξπηρ. Ο Αλέξης Σταμάτης θεμελιώνει το χαρακτήρα του ήρωά του πάνω σε αυτή τη δήλωση. Αλλά λόγια που εκφράζουν μια βαθιά αυτογνωσία δεν μπορούν να προϋπάρχουν της πορείας προς αυτήν. Και, εν τέλει, δεν είναι ο Θάνος που μας πείθει πως ‘τίποτε από εκείνον δε φαίνεται’, αλλά μάλλον ο Πολύβιος, ο πατέρας του, που αν και βιολογικά απών από τη δράση του έργου καταφέρνει να είναι το μυθιστορηματικό πρόσωπο με τις πιο κρυμμένες πτυχές της προσωπικότητάς του.
Ο Αλέξης Σταμάτης με σταθερούς βηματισμούς και όχι και τόσο αργούς, μπορεί να θεωρηθεί πως κατάφερε να γίνει μάλλον ο πλέον επιτυχημένος μυθιστοριογράφος της γενιάς του. Δικαιολογημένη η επιτυχία. Η στέρεη δομή, ο καταιγισμός γεγονότων, οι ζωντανές περιγραφές, οι παθιασμένες αντιδράσεις και μια κινηματογραφική ματιά τη δημιούργησαν.
Θάλεγα πως ο Σταμάτης μοιάζει να διεκδικεί τη θέση που ο Καραγάτσης είχε στη γενιά του 30. Και πιστεύω πως μπορεί να την κατακτήσει.
Φτάνει μόνο να προσέξει αυτό που ο ίδιος γράφει σε μια από τις τελευταίες σελίδες της ‘Βίλας Κομπρέ’ – ‘Ο άνθρωπος αληθεύει απ΄ τη στιγμή που έχει να μεταβιβάσει ένα μήνυμα σ΄ εκείνον που έρχεται ύστερα απ΄ αυτόν. Ένας πατέρας είναι υπεύθυνος για την αφήγηση που θα παραδώσει στο γιο του…’.
Ναι, έτσι ακριβώς. Όπως άλλωστε και ένας συγγραφέας είναι υπεύθυνος για την αφήγηση που θα παραδώσει στον αναγνώστη του.
(Το κείμενο αυτό γράφτηκε για να δημοσιευθεί στο Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ. Λόγοι ... "γραφιοκρατικοί" οδήγησαν τελικά στη μη δημοσιευσή του και στη θέση του τυπώθηκε η κριτική του Κώστα Κατσουλάρη)