Pages

25.3.08

Ελίτσα ή Παπαρούνα;



Εκεί που τελειώνανε τα σπίτια άρχιζε το λιβάδι.
Άνοιξη ήταν. Και χλόη πράσινη έχει καλύψει το χώμα. Κι ανάμεσα από τα χορταράκια, οι παπαρούνες. Πολλές. Πάρα πολλές. Κόκκινες πινελιές πάνω σε πράσινο χαλί.
Και κάπου σε μια γωνιά του λιβαδιού το μόνο δέντρο. Μια ελιά.
Το αγόρι κλωτσούσε την μπάλα του –ένα μεγάλο τόπι.
Κι η μπάλα άλλοτε κύλαγε πάνω στο γρασίδι, άλλοτε έπεφτε πάνω στις παπαρούνες κι έκανε τη μία να γέρνει το κοτσανάκι της, κι έκανε μιαν άλλη να χάνει ένα από τα πέταλά της.
Κι έπειτα η μπάλα κύλησε μέχρι εκεί που φύτρωνε η ελιά και ο χοντρός κορμός του δέντρου τη σταμάτησε.
Το αγόρι πλησίασε, έσκυψε να πιάσει το τόπι του, άκουσε έτσι το παραπονιάρικο κλάμα ενός σκύλου. Κλάμα μωρουδίστικο.
Πίσω από τον κορμό της ελιάς, το αγόρι είδε το κουτάβι.
Σκυλάκι λίγο ημερών, με γκρίζο τρίχωμα. Γκρίζο σαν το χρώμα του ξύλου της ελιάς.
Αδύνατο σκυλάκι, με μάτια σκούρα, σκούρα πράσινα. Σαν τους καρπούς του δέντρου.
Το αγόρι πήρε στα χέρια του το σκυλί. Είδε πως ήταν θηλυκό.
Το κουτάβι έγλυψε με την κόκκινη –σα πέταλο παπαρούνας, τόσο κόκκινη- γλωσσίτσα του τα δάχτυλα του παιδιού.
Το αγόρι ανατρίχιασε.
«Να σε λέω Ελίτσα ή Παπαρούνα;» μουρμούρισε και με το σκυλάκι αγκαλιά πήρε να τρέχει προς τα σπίτια, εκεί που ήταν και το δικό του.
Η μπάλα ξεχάστηκε ανάμεσα στις ρίζες της ελιάς.

************
«Θα μένει, όμως, στον κήπο» η μητέρα του αγοριού δεν ήθελε τη σκυλίτσα μέσα στο σπίτι.
Το αγόρι δεν δάκρυσε –είχε μάθει να περιμένει.
«Θα με βοηθήσεις να της φτιάξουμε ένα σπιτάκι;» παρακάλεσε τον παππού του.
Κι όταν το στήσανε το ξύλινο σπιτάκι, ο παππούς ρώτησε το αγόρι
«Και πως θα την πεις;»
«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα… Ελίτσα ή Παπαρούνα;»
«Άστην να το διαλέξει μόνη της» του απάντησε ο παππούς.
Το κουτάβι μπήκε μέσα στο σπιτάκι και το μύριζε.
Το αγόρι γέμισε μια παλιά λεκάνη με νερό.
«Ελίτσα!» φώναξε και η σκυλίτσα βγήκε από το σπιτάκι της και ήπιε το νερό.
Μετά το αγόρι πήγε στην κουζίνα και γέμισε ένα πιάτο με το φαγητό που είχε μείνει από την προηγούμενη μέρα.
Το έβαλε δίπλα στο ξύλινο σπιτάκι και φώναξε
«Παπαρούνα!»
Η σκυλίτσα βγήκε από το σπιτάκι της και έφαγε το φαγητό.
Και μετά τρίφτηκε στα πόδια του αγοριού.
Κι όταν αυτό μπήκε μέσα στο σπίτι, η σκυλίτσα το ακολούθησε.
Το αγόρι κοίταξε γύρω του. Κανείς δεν το έβλεπε.
Άρπαξε το σκυλί στην αγκαλιά του και χώθηκε στο δωμάτιο του.
Την άλλη μέρα το πρωί η μητέρα πήγε να τον ξυπνήσει.
Καθώς έσκυβε πάνω από το κοιμισμένο αγόρι για να του πει την «καλημέρα» της με ένα φιλάκι, μια μουσούδα πρόβαλε μέσα από το σκεπάσματα και της έγλυψε το μάγουλο.
«Τώρα πια εσύ θα με ξυπνάς με ένα φιλί και η Ελίτσα ή Παπαρούνα με ένα άλλο» το αγόρι αγκάλιασε τη μητέρα.
Στην δική της την αγκαλιά χώρεσε ο γιος και το κουτάβι.
Και το ξύλινο σπιτάκι στον κήπο ξεχάστηκε.
«Άδικος ο κόπος μου» μουρμούραγε ο παππούς, αλλά το παχύ, λευκό μουστάκι του δεν μπορούσε να κρύψει το χαμόγελο των χειλιών του.

*************

Το κουτάβι γινότανε σκυλάκι και η Άνοιξη τέλειωσε και ήρθαν οι μέρες που κρατούσανε πολύ. ΄ρθε το καλοαΉ
Ήρθε το καλοκαίρι.
Τα παιδιά της γειτονιάς παίζανε ποδόσφαιρο και η Ελίτσα ή Παπαρούνα με το κεφάλι της πέταγε ψηλά την μπάλα, ψηλά και μακριά και έβαζε το γκολ.
Τα αγόρια γκρινιάζανε, ίσως και να θυμώνανε που ένα θηλυκό πλάσμα κατάφερνε να τους νικήσει.
«Πάρε το σκύλο σου από εδώ» δεν θέλανε να παίξουν άλλο με το παιδί.
Κι έτσι μένανε τα λιβάδια και οι λόφοι και το μικρό το ποταμάκι –εκεί το αγόρι έριχνε το τόπι του μακριά και φώναξε «Πιάστο Ελίτσα» και το σκυλί του το έφερνε πίσω κουνώντας την ουρά του.
Στα λιβάδια, στους λόφους και στο μικρό το ποταμάκι δίπλα, το αγόρι έριχνε μακριά μια βέργα και φώναζε «Πιάστο Παπαρούνα» και το σκυλί του έφερνε πίσω το κλαρί κουνώντας την ουρά του.
«Επιτέλους διάλεξες το όνομα που θάχει;» η μητέρα ρωτούσε το γιο της, όταν πια είχε νυχτώσει και έξω στην αυλή με το γιασεμί να μοσχοβολά και τις ορτανσίες να συναγωνίζονται σε λάμψη το φεγγάρι, το αγόρι είχε αγκαλιά το σκυλί και πάνω στο ξύλινο τραπέζι απλωμένο το βιβλίο με τα παραμύθια που αγαπούσε.
«Μου φαίνεται πως αγαπά και τα δυο ονόματα το ίδιο» έλεγε το παιδί και ο παππούς χαμογελούσε,
«Ωραία, ας κάνουμε υπομονή μέχρι να διαλέξει το ένα» έλεγε.
Κάπως έτσι όλο το καλοκαίρι, μέχρι που οι μέρες πήραν και πάλι να μικραίνουν, και μια ψύχρα άρχισε να πέφτει μαζί με το σούρουπο και όταν ήρθε η μέρα να ανοίξουν τα σχολεία, το αγόρι ήξερε σε πια τάξη θα πήγαινε, αλλά δεν ήξερε ακόμα πως η σκυλίτσα δεν θα προλάβαινε να διαλέξει το όνομά της.

*************

Στη γωνιά του δρόμου, κάθε πρωί στεκότανε το σκυλί και με ένα γλυκό, λίγο θλιμμένο γαύγισμα αποχαιρετούσε το αγόρι που τραβούσε για το σχολείο.
Και στην ίδια τη γωνιά ήταν τα μεσημέρια και με ένα χαρούμενο, βροντερό γαύγισμα υποδεχότανε το αγόρι.
«Αυτό το σκυλί πρώτα θα μάθει τον πολλαπλασιασμό και τη διαίρεση και μετά θα αποφασίσει το πώς θα το λένε» αστειευότανε ο παππούς καθώς έβλεπε τον εγγονό του σκυμμένο πάνω από το τετράδιο να λύνει τις ασκήσει και το σκυλί να παρακολουθεί τη μύτη του μολυβιού να σχεδιάζει του αριθμούς, τα σύμβολα του «συν», του «πλην», του «επί» και του «δια».
«Πάντως από τότε που η Ελίτσα ή Παπαρούνα παρακολουθεί το γιο μου όση ώρα γράφει τις εκθέσεις του, πάντα ο δάσκαλος του βάζει άριστα και δέκα», η μητέρα αγαπούσε πια κι αυτή πολύ τη μικρή, γκρίζα σκυλίτσα που είχε μάτια σαν ελιές και γλώσσα κόκκινη σαν τα πέταλα μιας παπαρούνας.
Το αγόρι έγραφε στις εκθέσεις αυτά που του γνώριζε το σκυλί του –το τι σημαίνει αγάπη και συντροφιά, πρωινό χαδάκι και τρυφερό αποχαιρετισμό. Ξένοιαστο παιχνίδι, ύπνος με καλά όνειρα να σε συντροφεύουν, μοίρασμα της λιχουδιάς και φίλος να μοιράζεσαι μαζί τα μυστικά σου.
Γι αυτά έγραφε και ο δάσκαλος γέμιζε τις σελίδες του τετραδίου με θαυμαστικά και μπράβο.
Όλα έτσι γινόντουσαν τις μέρες που έκανε κρύο κι έριχνε χιόνι, μα ήταν μια μέρα από αυτές που το σκυλί δεν επέστρεψε στο σπίτι από το απογευματινό σουλάτσο του.
Και μέσα στο κρύο και το χιονιά και με φακούς να φωτίζουν το σκοτάδι το αγόρι κι ο παππούς πήραν να φωνάζουν
«Ελίτσα!... Παπαρούνα!...»
Τη βρήκανε να ανασαίνει βαριά, εκεί κάτω από τη μοναχική ελιά, μισοσκεπασμένη με νιφάδες.
Μια πληγή βαθιά στο πόδι κι αίμα που είχε ξεραθεί.
«Κάποιο αγρίμι» μουρμούρισε ο παππούς και η φωνή του είχε τη θλίψη αυτού που γνωρίζει το κακό το τέλος.
Το αγόρι την τύλιξε μέσα στο παλτό του και μέσα στο καλάθι της την σκέπασε με την πιο ζεστή κουβέρτα και δίπλα στο τζάκι το καλάθι έμεινε για όλη την υπόλοιπη τη νύχτα, όλη την άλλη μέρα.
Μέχρις ότου επέστρεψε το αγόρι από το σχολείο
«Η Ελίτσα;… Η Παπαρούνα μου;» ρώτησε από την εξώπορτα κιόλας τη μητέρα κι εκείνη για να μη δει τα δακρυσμένα μάτια της θέλησε γρήγορα, γρήγορα να τον κλείσει μέσα στην αγκαλιά της.
Μα το παιδί έσπρωξε τη μάνα του και έτρεξε στο τζάκι δίπλα. Δίπλα στο τζάκι ο παππούς με βλέμμα σκοτεινό και μέσα στο καλάθι το σκυλί να βαριανασαίνει.
Έσκυψε από πάνω του το αγόρι και το γκρίζο ζωάκι άνοιξε τα μάτια του –ίδια με ελιές που έχουν ζαρώσει- και τον κοίταξε.
Κι η γλωσσίτσα του –κόκκινη σα μαραμένο φύλλο παπαρούνας- θέλησε να του αφήσει ένα φιλί πάνω στα δάχτυλα, να του τα ζεστάνει από τη παγωνιά της χιονισμένης μέρας.
Κι έπειτα… τίποτε. Μήτε ελίτσες μάτια, μήτε γλωσσίτσα σαν πέταλο παπαρούνας.
«Γιατί;…» το αγόρι κοίταζε μια τη μητέρα μια τον παππού, μια το σκυλάκι.
Η μάνα κι ο παππούς δεν είχαν κάτι να του πουν. Το σκυλί δεν γινότανε πια να του προσφέρει την παρηγοριά του.
Μοναχά οι φλόγες στο τζάκι ξαφνικά δυνάμωσαν κι έκαναν το κούτσουρο να βγάλει μια κραυγή καθώς το τυλίγανε και το καίγαν.

*************

Το ίδιο βράδυ σκάψανε ένα λάκκο στη ρίζα τις ελιάς. Και το σκεπάσανε το άψυχο το σώμα με χώμα ποτισμένο με το χιόνι.
Και το χάραμα εκείνης της επόμενης μέρας, προτού ξεκινήσει το παιδί για το σχολειό, κάθισε κι έγραψε σε ένα χαρτί το πόνο του, μα κι όλες τις άλλες τις χαρές που η φιλενάδα του τού είχε χαρίσει.
Η μητέρα διάβασε αυτά που ο γιος της είχε γράψει.
Δάκρυσε και χάρηκε και φώναξε τον παππού να του τα διαβάσει κι εκείνου.
Δάκρυσε και χάρηκε ο παππούς και πήρε το χαρτί με την ιστορία του εγγονού και στη μέση του καφενείου στάθηκε και το διάβασε στους γνωστούς και τους γειτόνους.
Όλοι συγκινηθήκανε –πάει να πει πως και λυπηθήκανε και χαρήκαν- κι έτσι με γεμάτη την καρδιά τους επέστρεψαν στα σπίτια τους και διηγηθήκανε στους άλλους την ιστορία ενός παιδιού κι ενός σκυλιού.
Κι από στόμα σε στόμα η ιστορία αυτή ταξίδεψε όλο τον υπόλοιπο χειμώνα και τις πρώτες μέρες του Μάρτη και όταν πια το λιβάδι το σκέπασε και πάλι το πράσινο χορτάρι και το στόλισαν ξανά οι κόκκινες παπαρούνες και τα φυλλαράκια της ελιάς ασημίζανε στο φως του ήλιου, το αγόρι που καθότανε δίπλα από εκεί που ΄κοιμότανε΄ το σκυλί του, είδε να τον πλησιάζουν άλλα παιδιά, πολλά παιδιά –παιδιά της τάξης του, του δικού του σχολείου, παιδιά από άλλες πολιτείες και άλλα χωριά και το κάθε παιδί κάτι κρατούσε… Μια ζωγραφιά κρατούσε το κάθε παιδί.
Το κάθε παιδί είχε με το δικό του τρόπο ζωγραφίσει την Ελίτσα ή Παπαρούνα, που πάει να πει πως στου κάθε παιδιού την καρδιά είχε χωθεί η ιστορία που είχε γράψει το αγόρι και πως μέσα από αυτήν, η σκυλίτσα για πάντα ζούσε.
Και το αγόρι τότε πρώτα ζήλεψε γιατί δεν ήθελε να μοιράζεται με άλλους μήτε τις χαρές μήτε τις λύπες του.
Αλλά μια παπαρούνα που είχε φυτρώσει ακριβώς κάτω από την ελιά, έγινε ξαφνικά τόσο όμορφη, τόσο έλαμψε, που λες και κάποιο μήνυμα ήθελε να στείλει.
Και το αγόρι τότε κατάλαβε και σηκώθηκε πήρε να μαζεύει όλες τις ζωγραφιές των άλλων των παιδιών και το καθένα το ρωτούσε «Ελίτσα ή Παπαρούνα;… Ελίτσα ή Παπαρούνα;»
Και δεν αποφασίσανε ποτέ για το όνομα. Γιατί πάντα και στον καθένα αρέσει το χρώμα που έχει της ελιάς ο καρπός και πάντα και στον καθένα αρέσει το χρώμα που έχει στα πέταλά της η παπαρούνα.
Πάντα και στον καθένα η σκυλίτσα μέσα στην καρδιά του θα ζούσε. Γιατί είχε γίνει πια ιστορία και ζωγραφιά. Είχε γίνει ανάμνηση και μνήμη.