Από τα τέλη της δεκαετίας του 70, μια ομάδα νέων συγγραφέων παιδικής λογοτεχνίας, μαζί με κάποιους δασκάλους που οραματιζόντουσαν μιας διαφορετικής ποιότητας πρωτοβάθμια εκπαίδευση, άρχισαν να επιδιώκουν την πραγματοποίηση επισκέψεων συγγραφέων σε σχολεία.
Παράλληλα, η όλη αυτή προσπάθεια υποστηρίχτηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (που είναι το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα).
Μια τέτοια παράπλευρη συγγραφική δραστηριότητα δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο εκείνη την εποχή και ασφαλώς υπήρχαν πολλοί εκπαιδευτικοί, μα και γονείς, που θεωρούσαν την επίσκεψη ενός συγγραφέα σε μια τάξη ως ένα τρόπο προώθησης των βιβλίων του επισκέπτη – συγγραφέα.
Κάποια στιγμή, το Υπουργείο Παιδείας, επείσθη να εκδώσει σχετική εγκύκλιο που συνιστούσε στους διευθυντές των σχολείων να προσκαλούν συγγραφείς στις τάξεις , κυρίως όμως γύρω από τη μέρα που εορτάζεται παγκοσμίως το Παιδικό Βιβλίο (2 Απριλίου).
Κάπως έτσι πέρασε όλη η δεκαετία του 80, και μέσα στα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα, οι πόρτες των σχολείων άνοιγαν ολοένα και πιο άνετα για να υποδεχτούν συγγραφείς και εικονογράφους.
Οι εκδοτικοί οίκοι, τα βιβλιοπωλεία, κάποιοι πολιτιστικοί φορείς, συχνά οι ίδιοι οι γονείς μέσα από τους συλλόγους κηδεμόνων διοργανώνανε εκδηλώσεις για το παιδικό βιβλίο και αναλαμβάνανε να καλύπτουν τα αναγκαία έξοδα.
Τα τελευταία χρόνια, οι επισκέψεις συγγραφέων στα σχολεία εντάσσονται σε πρόγραμμα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), και έτσι πλέον οι εκδηλώσεις αυτές απλώνονται όχι μόνο στην πρωτεύουσα και σε μερικά μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και σε πόλεις μικρότερες, ακόμα και σε χωριά. Και βέβαια, δεν περιορίζονται μόνο στα δημοτικά, μα διοργανώνονται και από φιλολόγους σε γυμνάσια κυρίως, μα και σε λύκεια.
Ο θεσμός, λοιπόν, έχει εδραιωθεί. Τα αποτελέσματά του, όμως και μετά από τόσα χρόνια εφαρμογής του, δεν είμαι σίγουρος αν είναι αυτά που κάποιος θα ανέμενε.
Ποιος είναι ο λόγος που ένας συγγραφέας επισκέπτεται μια τάξη;
Η προσωπική παρουσία του δημιουργού τονώνει το ενδιαφέρον των παιδιών για την ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων –πάνω σε αυτό το σκεπτικό πρόσωπα και φορείς του χώρου της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους διοργανώνουν τέτοιας μορφής εκδηλώσεις.
Μα από ένα σημείο και μετά η φιλαναγνωσία για να αποκτά ουσιαστική έννοια, θα πρέπει να στηρίζεται όχι μόνο στη συνάντηση του αναγνώστη με τον δημιουργό ενός μυθιστορήματος, αλλά θα πρέπει προηγουμένως να έχει γίνει η γνωριμία εκ μέρους του αναγνώστη με όλο ή μέρος του έργου του συγγραφέα.
Αυτό το γεγονός καταγράφεται στις οδηγίες που τόσο το ΕΚΕΒΙ, όσο και οι ίδιοι συγγραφείς δίνουν ή συζητούν με τους διοργανωτές.
Αλλά τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει γνωριμία εκ μέρους του αναγνώστη με το έργο ενός συγγραφέα;
Η ανάγνωση και μόνο, από τους μαθητές μιας ομάδας, ενός ή περισσοτέρων βιβλίων δεν είναι αρκετή. Θα πρέπει ο εκπαιδευτικός να βοηθήσει τα παιδιά ή τους εφήβους να «ξεκλειδώσουν» τα μυστικά, τα τεχνάσματα, τις συχνά κρυμμένες ιδέες που ο συγγραφέας έχει τοποθετήσει μέσα στο μυθιστόρημά του, για παράδειγμα, ή στα παραμύθια ή στα διηγήματα μιας συλλογής.
Τα παιδιά, συνήθως, τα κρατά η πλοκή. Αλλά στη λογοτεχνία μεγαλύτερη σημασία από το τι λέγεται, έχει το πως αυτό λέγεται.
Η πλοκή από μόνη της δεν αποτελεί στοιχείο μιας καλής λογοτεχνίας. Το καλό λογοτεχνικό βιβλίο το χαρακτηρίζει η γλώσσα με την οποία έχει γραφτεί, το πως έχουν ολοκληρωθεί οι χαρακτήρες, ποιες θέσεις προβάλλονται, ποιοι εσωτερικοί σύνδεσμοι, εν τέλει, δημιουργούνται ανάμεσα στη ψυχοσύνθεση του κάθε αναγνώστη με το έργο.
Σήμερα, όταν ένας συγγραφέας συζητά με τα παιδιά μας ομάδας, που έχουν διαβάσει τα περισσότερα ή έστω κάποια από αυτά, βιβλία του, δέχεται βασικά ερωτήσεις όπως : «Γιατί ο ήρωας έκανε αυτό και όχι κάτι άλλο;»
«Πώς σας έρχεται η έμπνευση να γράψετε μια ιστορία;»
«Θα συνεχίσετε να γράφετε βιβλία;»
«Πώς λεγότανε το πρώτο σας βιβλίο;»
«Πώς αισθάνεστε που είστε διάσημος;»
«Πώς περνάτε τις ελεύθερες ώρες σας;»
«Πόσα χρήματα κερδίζετε από αυτή τη δουλειά;»
Όπως όλες οι ενασχολήσεις του ανθρώπινου νου για να αποκτήσουν μια ουσιαστική οντότητα και ένα περιεχόμενο χρειάζονται μια εκπαίδευση, έτσι και η δραστηριότητα της ανάγνωσης λογοτεχνικών κειμένων, θέλει κι αυτή για να την κατακτήσουμε να ακολουθήσουμε κάποια βήματα εκμάθησης της.
Μόνο το ένστιχτο δεν είναι αρκετό να προχωρήσει τα πράγματα πιο πέρα από το «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε».
Ασφαλώς και το πρώτο πράγμα που ένας αναγνώστης (και μάλιστα όταν είναι παιδί ή έφηβος) επιζητά είναι η δράση, η πλοκή. Και στην περίπτωση της παιδικής/ εφηβικής λογοτεχνίας, οι συγγραφείς αυτή την ανάγκη του αναγνώστη τους φροντίζουν να την καλύπτουν.
Αλλά δράση υπάρχει όχι μόνο όταν δυο άτομα με κάποιο τρόπο συγκρούονται σωματικά, μα και όταν συγκρούονται και κοινωνικά και πολιτικά και ιδεολογικά και συναισθηματικά. Κα δράση προκύπτει ακόμα και μέσα από τη σύγκρουση του ήρωα με τον ίδιο του τον εαυτό.
Το ζητούμενο είναι να μάθουν οι νεαροί και νέοι αναγνώστες την ποιοτική διαφορά κάθε μορφής σύγκρουσης και να ανακαλύπτουν σταδιακά τις διαφορετικές αποχρώσεις.
Ιδιαίτερη αξία για την συνειδητή και επαρκή αναγνωστική ταυτότητα ενός ανθρώπου έχει και η γνώση των τεχνικών αφήγησης και γενικότερα οι τρόποι χρησιμοποίησης της γλώσσας.
Ανάμεσα στο δημοσιογραφικό «Ο δεκαοχτάχρονος οδηγούσε την μοτοσικλέτα του με υπερβολική ταχύτητα» και στο λογοτεχνικό «Οδηγούσε με ταχύτητα την μοτοσικλέτα του. Πρόλαβα να ξεχωρίσω τα μακριά, μαύρα του μαλλιά…» υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά.
Στη μια περίπτωση υπάρχει η ενημέρωση, στην άλλη μια επαφή.
Στα πλαίσια αυτού του κειμένου δεν έχω τη δυνατότητα να επεκταθώ σε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικές με τις επισκέψεις συγγραφέων σε σχολεία.
Θα ήθελα πάντως να δηλώσω πως ασφαλώς και είμαι υπέρμαχος τέτοιων προγραμμάτων, αλλά επίσης θεωρώ πως η παρουσία του συγγραφέα όσο και αποτελεσματική κι αν είναι, πάντα θα είναι και πεπερασμένη αν παράλληλα δεν συμβαίνουν και κάποιες άλλες συνθήκες μέσα στη σχολική τάξη.
Και γίνομαι πλέον σαφής.
Στα μεν δημοτικά θα πρέπει η λογοτεχνία να ενταχθεί στο Ωρολόγιο και στο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών. Υπάρχουν ειδικότεροι από εμένα που έχουν καταθέσει τις προτάσεις τους για το πώς μια τέτοια ένταξη μπορεί να υλοποιηθεί.
Αλλά αν συμβεί κάτι τέτοιο κι αν λειτουργήσει έστω και επαρκώς, τότε η επίσκεψη του συγγραφέα θα είναι ενταγμένη μέσα σε ένα πρόγραμμα που θα βοηθά τα παιδιά να αποκτούν επαρκή και ευαισθητοποιημένη λογοτεχνική αναγνωστική ταυτότητα.
Στα δε γυμνάσια και λύκεια καλό θα ήταν οι φιλόλογοι να γνωρίσουν πρώτα αυτοί και στη συνέχεια να φέρουν μέσα στην τάξη και στο μάθημα της λογοτεχνίας, κείμενα που ανήκουν στην κατηγορία «για νεαρούς ενήλικους αναγνώστες».
Πρόκειται για ολοκληρωμένα λογοτεχνικά έργα (κυρίως μυθιστορήματα) που αυτό που τα εντάσσει σε μια κάπως διακριτή κατηγορία είναι το ότι εστιάζουν την προσοχή τους στον τρόπο που ο έφηβος ζει και βιώνει την ίδια του την εφηβεία τόσο μέσα στο ίδιο του το σώμα και την ψυχή, όσο και μέσα στην οικογένεια, την κοινωνία γενικότερα. Αλλά έτσι ο έφηβος αναγνώστης ανακαλύπτει στον έφηβο λογοτεχνικό ήρωα στοιχεία κοινά και εξερευνά πιθανές απαντήσεις στα ερωτήματά του.
Ο καλύτερος τρόπος για να πείσεις κάποιον να αγαπήσει τη λογοτεχνία είναι να τον κάνεις να δει πως ο ίδιος του ο εαυτός υπάρχει μέσα στα λογοτεχνικά έργα.
Μου έχει τύχει –για να επανέλθω στην παρουσία συγγραφέων στα σχολεία- να συζητήσω με παιδιά του δημοτικού και εφήβους του γυμνασίου / λυκείου και οι συζητήσεις εκείνες έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μου. Πάντα δίπλα σ΄ εκείνα τα παιδιά υπήρχαν δάσκαλοι που είχαν καταφέρει να φέρουν, έστω και υπόγεια, τη λογοτεχνία μέσα στην εκπαιδευτική τους καθημερινότητα και πάντα δίπλα στους εφήβους υπήρχαν φιλόλογοι που είχαν ανακαλύψει τα βιβλία εκείνα που μέσα στις σελίδες τους οι μαθητές τους αισθάνονταν πως οι ίδιοι κυκλοφορούσαν.
Παράλληλα, η όλη αυτή προσπάθεια υποστηρίχτηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (που είναι το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα).
Μια τέτοια παράπλευρη συγγραφική δραστηριότητα δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο εκείνη την εποχή και ασφαλώς υπήρχαν πολλοί εκπαιδευτικοί, μα και γονείς, που θεωρούσαν την επίσκεψη ενός συγγραφέα σε μια τάξη ως ένα τρόπο προώθησης των βιβλίων του επισκέπτη – συγγραφέα.
Κάποια στιγμή, το Υπουργείο Παιδείας, επείσθη να εκδώσει σχετική εγκύκλιο που συνιστούσε στους διευθυντές των σχολείων να προσκαλούν συγγραφείς στις τάξεις , κυρίως όμως γύρω από τη μέρα που εορτάζεται παγκοσμίως το Παιδικό Βιβλίο (2 Απριλίου).
Κάπως έτσι πέρασε όλη η δεκαετία του 80, και μέσα στα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα, οι πόρτες των σχολείων άνοιγαν ολοένα και πιο άνετα για να υποδεχτούν συγγραφείς και εικονογράφους.
Οι εκδοτικοί οίκοι, τα βιβλιοπωλεία, κάποιοι πολιτιστικοί φορείς, συχνά οι ίδιοι οι γονείς μέσα από τους συλλόγους κηδεμόνων διοργανώνανε εκδηλώσεις για το παιδικό βιβλίο και αναλαμβάνανε να καλύπτουν τα αναγκαία έξοδα.
Τα τελευταία χρόνια, οι επισκέψεις συγγραφέων στα σχολεία εντάσσονται σε πρόγραμμα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), και έτσι πλέον οι εκδηλώσεις αυτές απλώνονται όχι μόνο στην πρωτεύουσα και σε μερικά μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και σε πόλεις μικρότερες, ακόμα και σε χωριά. Και βέβαια, δεν περιορίζονται μόνο στα δημοτικά, μα διοργανώνονται και από φιλολόγους σε γυμνάσια κυρίως, μα και σε λύκεια.
Ο θεσμός, λοιπόν, έχει εδραιωθεί. Τα αποτελέσματά του, όμως και μετά από τόσα χρόνια εφαρμογής του, δεν είμαι σίγουρος αν είναι αυτά που κάποιος θα ανέμενε.
Ποιος είναι ο λόγος που ένας συγγραφέας επισκέπτεται μια τάξη;
Η προσωπική παρουσία του δημιουργού τονώνει το ενδιαφέρον των παιδιών για την ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων –πάνω σε αυτό το σκεπτικό πρόσωπα και φορείς του χώρου της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους διοργανώνουν τέτοιας μορφής εκδηλώσεις.
Μα από ένα σημείο και μετά η φιλαναγνωσία για να αποκτά ουσιαστική έννοια, θα πρέπει να στηρίζεται όχι μόνο στη συνάντηση του αναγνώστη με τον δημιουργό ενός μυθιστορήματος, αλλά θα πρέπει προηγουμένως να έχει γίνει η γνωριμία εκ μέρους του αναγνώστη με όλο ή μέρος του έργου του συγγραφέα.
Αυτό το γεγονός καταγράφεται στις οδηγίες που τόσο το ΕΚΕΒΙ, όσο και οι ίδιοι συγγραφείς δίνουν ή συζητούν με τους διοργανωτές.
Αλλά τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει γνωριμία εκ μέρους του αναγνώστη με το έργο ενός συγγραφέα;
Η ανάγνωση και μόνο, από τους μαθητές μιας ομάδας, ενός ή περισσοτέρων βιβλίων δεν είναι αρκετή. Θα πρέπει ο εκπαιδευτικός να βοηθήσει τα παιδιά ή τους εφήβους να «ξεκλειδώσουν» τα μυστικά, τα τεχνάσματα, τις συχνά κρυμμένες ιδέες που ο συγγραφέας έχει τοποθετήσει μέσα στο μυθιστόρημά του, για παράδειγμα, ή στα παραμύθια ή στα διηγήματα μιας συλλογής.
Τα παιδιά, συνήθως, τα κρατά η πλοκή. Αλλά στη λογοτεχνία μεγαλύτερη σημασία από το τι λέγεται, έχει το πως αυτό λέγεται.
Η πλοκή από μόνη της δεν αποτελεί στοιχείο μιας καλής λογοτεχνίας. Το καλό λογοτεχνικό βιβλίο το χαρακτηρίζει η γλώσσα με την οποία έχει γραφτεί, το πως έχουν ολοκληρωθεί οι χαρακτήρες, ποιες θέσεις προβάλλονται, ποιοι εσωτερικοί σύνδεσμοι, εν τέλει, δημιουργούνται ανάμεσα στη ψυχοσύνθεση του κάθε αναγνώστη με το έργο.
Σήμερα, όταν ένας συγγραφέας συζητά με τα παιδιά μας ομάδας, που έχουν διαβάσει τα περισσότερα ή έστω κάποια από αυτά, βιβλία του, δέχεται βασικά ερωτήσεις όπως : «Γιατί ο ήρωας έκανε αυτό και όχι κάτι άλλο;»
«Πώς σας έρχεται η έμπνευση να γράψετε μια ιστορία;»
«Θα συνεχίσετε να γράφετε βιβλία;»
«Πώς λεγότανε το πρώτο σας βιβλίο;»
«Πώς αισθάνεστε που είστε διάσημος;»
«Πώς περνάτε τις ελεύθερες ώρες σας;»
«Πόσα χρήματα κερδίζετε από αυτή τη δουλειά;»
Όπως όλες οι ενασχολήσεις του ανθρώπινου νου για να αποκτήσουν μια ουσιαστική οντότητα και ένα περιεχόμενο χρειάζονται μια εκπαίδευση, έτσι και η δραστηριότητα της ανάγνωσης λογοτεχνικών κειμένων, θέλει κι αυτή για να την κατακτήσουμε να ακολουθήσουμε κάποια βήματα εκμάθησης της.
Μόνο το ένστιχτο δεν είναι αρκετό να προχωρήσει τα πράγματα πιο πέρα από το «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε».
Ασφαλώς και το πρώτο πράγμα που ένας αναγνώστης (και μάλιστα όταν είναι παιδί ή έφηβος) επιζητά είναι η δράση, η πλοκή. Και στην περίπτωση της παιδικής/ εφηβικής λογοτεχνίας, οι συγγραφείς αυτή την ανάγκη του αναγνώστη τους φροντίζουν να την καλύπτουν.
Αλλά δράση υπάρχει όχι μόνο όταν δυο άτομα με κάποιο τρόπο συγκρούονται σωματικά, μα και όταν συγκρούονται και κοινωνικά και πολιτικά και ιδεολογικά και συναισθηματικά. Κα δράση προκύπτει ακόμα και μέσα από τη σύγκρουση του ήρωα με τον ίδιο του τον εαυτό.
Το ζητούμενο είναι να μάθουν οι νεαροί και νέοι αναγνώστες την ποιοτική διαφορά κάθε μορφής σύγκρουσης και να ανακαλύπτουν σταδιακά τις διαφορετικές αποχρώσεις.
Ιδιαίτερη αξία για την συνειδητή και επαρκή αναγνωστική ταυτότητα ενός ανθρώπου έχει και η γνώση των τεχνικών αφήγησης και γενικότερα οι τρόποι χρησιμοποίησης της γλώσσας.
Ανάμεσα στο δημοσιογραφικό «Ο δεκαοχτάχρονος οδηγούσε την μοτοσικλέτα του με υπερβολική ταχύτητα» και στο λογοτεχνικό «Οδηγούσε με ταχύτητα την μοτοσικλέτα του. Πρόλαβα να ξεχωρίσω τα μακριά, μαύρα του μαλλιά…» υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά.
Στη μια περίπτωση υπάρχει η ενημέρωση, στην άλλη μια επαφή.
Στα πλαίσια αυτού του κειμένου δεν έχω τη δυνατότητα να επεκταθώ σε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικές με τις επισκέψεις συγγραφέων σε σχολεία.
Θα ήθελα πάντως να δηλώσω πως ασφαλώς και είμαι υπέρμαχος τέτοιων προγραμμάτων, αλλά επίσης θεωρώ πως η παρουσία του συγγραφέα όσο και αποτελεσματική κι αν είναι, πάντα θα είναι και πεπερασμένη αν παράλληλα δεν συμβαίνουν και κάποιες άλλες συνθήκες μέσα στη σχολική τάξη.
Και γίνομαι πλέον σαφής.
Στα μεν δημοτικά θα πρέπει η λογοτεχνία να ενταχθεί στο Ωρολόγιο και στο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών. Υπάρχουν ειδικότεροι από εμένα που έχουν καταθέσει τις προτάσεις τους για το πώς μια τέτοια ένταξη μπορεί να υλοποιηθεί.
Αλλά αν συμβεί κάτι τέτοιο κι αν λειτουργήσει έστω και επαρκώς, τότε η επίσκεψη του συγγραφέα θα είναι ενταγμένη μέσα σε ένα πρόγραμμα που θα βοηθά τα παιδιά να αποκτούν επαρκή και ευαισθητοποιημένη λογοτεχνική αναγνωστική ταυτότητα.
Στα δε γυμνάσια και λύκεια καλό θα ήταν οι φιλόλογοι να γνωρίσουν πρώτα αυτοί και στη συνέχεια να φέρουν μέσα στην τάξη και στο μάθημα της λογοτεχνίας, κείμενα που ανήκουν στην κατηγορία «για νεαρούς ενήλικους αναγνώστες».
Πρόκειται για ολοκληρωμένα λογοτεχνικά έργα (κυρίως μυθιστορήματα) που αυτό που τα εντάσσει σε μια κάπως διακριτή κατηγορία είναι το ότι εστιάζουν την προσοχή τους στον τρόπο που ο έφηβος ζει και βιώνει την ίδια του την εφηβεία τόσο μέσα στο ίδιο του το σώμα και την ψυχή, όσο και μέσα στην οικογένεια, την κοινωνία γενικότερα. Αλλά έτσι ο έφηβος αναγνώστης ανακαλύπτει στον έφηβο λογοτεχνικό ήρωα στοιχεία κοινά και εξερευνά πιθανές απαντήσεις στα ερωτήματά του.
Ο καλύτερος τρόπος για να πείσεις κάποιον να αγαπήσει τη λογοτεχνία είναι να τον κάνεις να δει πως ο ίδιος του ο εαυτός υπάρχει μέσα στα λογοτεχνικά έργα.
Μου έχει τύχει –για να επανέλθω στην παρουσία συγγραφέων στα σχολεία- να συζητήσω με παιδιά του δημοτικού και εφήβους του γυμνασίου / λυκείου και οι συζητήσεις εκείνες έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μου. Πάντα δίπλα σ΄ εκείνα τα παιδιά υπήρχαν δάσκαλοι που είχαν καταφέρει να φέρουν, έστω και υπόγεια, τη λογοτεχνία μέσα στην εκπαιδευτική τους καθημερινότητα και πάντα δίπλα στους εφήβους υπήρχαν φιλόλογοι που είχαν ανακαλύψει τα βιβλία εκείνα που μέσα στις σελίδες τους οι μαθητές τους αισθάνονταν πως οι ίδιοι κυκλοφορούσαν.
(Δημοσιεύτηκε στο 'Βήμα των Ιδεών' -Παρασκευή, 9 /11/2008)