Ισίδωρος Ζουργός
«Η Αηδονόπιτα»
Εκδόσεις Πατάκη
Το πέμπτο του μυθιστόρημα κυκλοφόρησε ο Ισίδωρος Ζουργός, ένας συγγραφέας που μόλις με το προηγούμενό του –το «Η Σκιά της Πεταλούδας»- έγινε γνωστός σε ένα αληθινά ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Σε κάποιο προηγούμενο τεύχος του ΔΙΑΒΑΖΩ, στα πλαίσια ενός άρθρου μου σχετικού με τον τρόπο που εξασκείται η κριτική στην Ελλάδα, είχα χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα άδικης αποσιώπησης εκ μέρους των κριτικών και των διαφόρων επιτροπών λογοτεχνικών βραβείων , την περίπτωση της «Πεταλούδας»
Αλλά το αναγνωστικό κοινό το ανακάλυψε και πάνω από δυο χρόνια το έφερνε –και το φέρνει ακόμα- ανάμεσα στα μυθιστορήματα εκείνα που αναγράφονται στους καταλόγους των ευπώλητων βιβλίων.
Κι ενώ η κριτική παράμεινε σιωπηλή, ο Ζουργός έγραψε ένα ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα, αυτό με τον περίεργο τίτλο «Η Αηδονόπιτα»
Τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του δεν ήταν ιστορικά, αλλά διέθεταν –το καθένα με τον τρόπο του- στοιχεία που αναζητούσαν την ταυτότητα του ατόμου άλλοτε μέσα από τον έρωτα, άλλοτε μέσα από την ανίχνευση της παιδικής ηλικίας κι άλλοτε μέσα από διαχρονικούς θρύλους και μύθους.
Αυτοί οι προσανατολισμοί παραμένουν και στα δυο τελευταία, μόνο που ο θεσσαλονικιός συγγραφέας δείχνει πως θέλει πλέον να τα τοποθετεί σε συγκεκριμένους ιστορικούς χρόνους και γεωγραφικούς τόπους.
Από την άποψη αυτή, λοιπόν, τόσο η «Πεταλούδα», όσο και η «Αηδονόπιτα» δεν είναι γνήσια ιστορικά μυθιστορήματα –για τον Ζουργό δεν είναι το ιστορικό συμβάν που καθορίζει την εσωτερική εξέλιξη των ηρώων του, αλλά αντιθέτως είναι το άτομο που αναζητά τον εαυτό του μέσα σε μια εποχή και σε ένα τόπο.
Αν η «Πεταλούδα» είχε πολλά θετικά στοιχεία που αποδείκνυαν πως ο συγγραφέας της διαθέτει και σημαντικότατο ταλέντο και γνήσια συγγραφικά οράματα, το νέο αυτό μυθιστόρημα επιβεβαιώνει όλα αυτά, τα διευρύνει, μα και σε κάποια σημεία τα απαρνείται.
Στο προηγούμενο του έργο ο Ζουργός είχε ασχοληθεί με την ιστορία της Μακεδονίας. Τώρα στρέφεται προς την εποχή του 1821 και εστιάζεται κυρίως στα όσα έχουν να κάνουν με την πολιορκία του Μεσολογγίου.
Κεντρικός ήρωας ένας αμερικάνος φιλέλληνας. Ο Γκάμπριελ, νόθος γιος πλούσιου αμερικάνου γαιοκτήμονα, αφήνει την πατρίδα του καθώς διαπιστώνει πως είναι αδύνατον να μπορέσει να ενωθεί με την αγαπημένη του Ελίζαμπεθ.
Διαθέτοντας μια γερή κλασσική παιδεία, αποφασίζει να φτάσει στην Ελλάδα για να βοηθήσει τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων.
Μέσα από ένας είδους ημερολογίου – ανεπίδοτων επιστολών προς την αγαπημένη του, ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει ένα μεγάλο μέρος τόσο της ιστορίας των μυθιστορηματικών προσώπων, όσο και κάποιων ιστορικών γεγονότων. Το υπόλοιπο μέρος δίνεται μέσα από μια τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Ο Γκάμπριελ αφού περιπλανηθεί πρώτα σε λιμάνια της Μεσογείου, θα φτάσει σε μια κατακρεουργημένη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1821, θα γνωριστεί με την οικογένεια ενός έλληνα προύχοντα που έχει χάσει την περιουσία του, και στη συνέχεια θα ακολουθήσει την βιασμένη από τους Τούρκους κόρη του άρχοντα και τον ξεπεσμένο οπλαρχηγό άντρα της στην πορεία τους προς αναζήτηση των ελλήνων επαναστατών της κεντρικής Ελλάδας.
Πολύ γρήγορα γίνεται σαφές στον αναγνώστη πως ο Γκάμπριελ έχει αντικαταστήσει τον έρωτά του προς την αμερικανίδα παιδική του φίλη με αυτόν προς την Λαζαρίνα, την παραμελημένη γυναίκα του οπλαρχηγού.
Από εκεί και πέρα το ερωτικό πάθος θα ταυτιστεί με το πάθος για αυτογνωσία και οι δυο εραστές θα βρεθούνε αποκλεισμένοι στο Μεσολόγγι.
Το μυθιστόρημα αφιερώνει αναλογικά το μεγαλύτερο μέρος του στην εξιστόρηση της ζωής μέσα στην ψυχορραγούσα πολιτεία. Και αμέσως μετά την πτώση και την έξοδο, οι κεντρικοί του ήρωες θα ανακαλύψουν την δική τους προσωπική κάθαρση.
Σε ένα πολυσέλιδο, όπως η «Αηδονόπιτα», μυθιστόρημα, θα περίμενε κανείς από τη μια να έχανε σε κάποια σημεία ο συγγραφέας τον έλεγχο της γλώσσας και από την άλλη να δημιουργούσε δομικές παλινδρομήσεις.
Ο Ζουργός ούτε σε μια σελίδα από τις 590 του έργου δεν χάνει τον έλεγχο πάνω στην γλωσσική του έκφραση –ο λόγος τους είναι άψογος, ελληνικά που δείχνουν και καλή παιδεία και πολύ κόπο και μεγάλη έμπνευση –πχ «Όσο πλησίαζαν τους πρόποδες του μεγάλου βουνού, ένιωθαν πως ο ήλιος που τους έλουζε ήταν σακάτης» ή «Όλη τη νύχτα οι τρύπες της στέγης φανέρωναν μάτια σκόρπια εδώ κι εκεί, άστρα που κρυφοκοίταγαν μέσα στο στάβλο»
Αλλά στον τομέα της δομής, η ίδια του η έμπνευση τον παρασύρει –κάτι που το είχε αποφύγει στην σχεδόν εξ΄ ίσου πολυσέλιδη «Πεταλούδα».
Οι σελίδες που αφορούν την πολιορκία, αν και μεγίστου γλωσσικού κάλλους και με πληθώρα καλοχωνεμένων ιστορικών και λαογραφικών πληροφοριών, σαφώς είναι περισσότερες του δέοντος. Και υπάρχει και το τέταρτο μέρος του έργου, που μας μεταφέρει από το 1826 στο 1869 και που θέλοντας να μας δώσει στοιχεία για την τύχη των κεντρικών προσώπων μέσα στα χρόνια που μεσολάβησαν, στην ουσία αποδυναμώνει αυτό που ο ίδιος ο Ζουργός ήθελε να υπηρετήσει, εκείνο το «Τι είναι αυτό που στις αρχαίες μακάριες ακτές με καθηλώνει» του Χαίλντερλιν και το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα σε κάποιο κεφάλαιο.
Η «Αηδονόπιτα» σε αντίθεση με την «Πεταλούδα» δεν είναι μυθιστόρημα χαρακτήρων, όσο τόπων και γεγονότων. Τα τέσσερα, πέντε βασικά άτομα που πάνω τους στηρίζεται η πλοκή μπορεί να γίνονται αρκούντως γνωστά στον αναγνώστη, αλλά δεν γίνονται οικεία.
Αλλά θεωρώ πως τελικά η «Αηδονόπιτα», κυρίως με την άψογη γλώσσα της και με την παραστατική περιγραφή μιας εποχής, είναι ένα σκαλί πιο πάνω στη συγγραφική πορεία του Ζουργού και σαφώς μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα πλέον σημαντικά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων, καθώς περιγράφει μια εποχή με τρόπο που ενώ απόλυτα δείχνει πως σέβεται και αποδέχεται την εικόνα της έτσι όπως μας έχει κληρονομηθεί, δε διστάζει παράλληλα και να την περιγράψει με έναν σχεδόν ανατριχιαστικό ρεαλισμό.
Ο Ισίδωρος Ζουργός είναι ένας συγγραφέας με ταυτότητα και οράματα. Ένας γραφιάς που δεν φοβάται τον κόπο της γραφής. Κλασικός και έλληνας σε μια εποχή μοντερνισμού και διεθνισμού. Και με τον δικό του ευαίσθητο όσο και υπεύθυνο τρόπο, προτείνει να ξαναδούμε την ιστορία μας όχι ανατρέποντάς την, αλλά και όχι στολίζοντάς την με …το αίσθημα εκείνο της μελαγχολικής αυτοπαρηγορίας (λόγια του Παπαδιαμάντη, κι αυτά χρησιμοποιούμενα κάπου μέσα στην «Αηδονόπιτα», ως προμετωπίδα)
«Η Αηδονόπιτα»
Εκδόσεις Πατάκη
Το πέμπτο του μυθιστόρημα κυκλοφόρησε ο Ισίδωρος Ζουργός, ένας συγγραφέας που μόλις με το προηγούμενό του –το «Η Σκιά της Πεταλούδας»- έγινε γνωστός σε ένα αληθινά ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Σε κάποιο προηγούμενο τεύχος του ΔΙΑΒΑΖΩ, στα πλαίσια ενός άρθρου μου σχετικού με τον τρόπο που εξασκείται η κριτική στην Ελλάδα, είχα χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα άδικης αποσιώπησης εκ μέρους των κριτικών και των διαφόρων επιτροπών λογοτεχνικών βραβείων , την περίπτωση της «Πεταλούδας»
Αλλά το αναγνωστικό κοινό το ανακάλυψε και πάνω από δυο χρόνια το έφερνε –και το φέρνει ακόμα- ανάμεσα στα μυθιστορήματα εκείνα που αναγράφονται στους καταλόγους των ευπώλητων βιβλίων.
Κι ενώ η κριτική παράμεινε σιωπηλή, ο Ζουργός έγραψε ένα ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα, αυτό με τον περίεργο τίτλο «Η Αηδονόπιτα»
Τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του δεν ήταν ιστορικά, αλλά διέθεταν –το καθένα με τον τρόπο του- στοιχεία που αναζητούσαν την ταυτότητα του ατόμου άλλοτε μέσα από τον έρωτα, άλλοτε μέσα από την ανίχνευση της παιδικής ηλικίας κι άλλοτε μέσα από διαχρονικούς θρύλους και μύθους.
Αυτοί οι προσανατολισμοί παραμένουν και στα δυο τελευταία, μόνο που ο θεσσαλονικιός συγγραφέας δείχνει πως θέλει πλέον να τα τοποθετεί σε συγκεκριμένους ιστορικούς χρόνους και γεωγραφικούς τόπους.
Από την άποψη αυτή, λοιπόν, τόσο η «Πεταλούδα», όσο και η «Αηδονόπιτα» δεν είναι γνήσια ιστορικά μυθιστορήματα –για τον Ζουργό δεν είναι το ιστορικό συμβάν που καθορίζει την εσωτερική εξέλιξη των ηρώων του, αλλά αντιθέτως είναι το άτομο που αναζητά τον εαυτό του μέσα σε μια εποχή και σε ένα τόπο.
Αν η «Πεταλούδα» είχε πολλά θετικά στοιχεία που αποδείκνυαν πως ο συγγραφέας της διαθέτει και σημαντικότατο ταλέντο και γνήσια συγγραφικά οράματα, το νέο αυτό μυθιστόρημα επιβεβαιώνει όλα αυτά, τα διευρύνει, μα και σε κάποια σημεία τα απαρνείται.
Στο προηγούμενο του έργο ο Ζουργός είχε ασχοληθεί με την ιστορία της Μακεδονίας. Τώρα στρέφεται προς την εποχή του 1821 και εστιάζεται κυρίως στα όσα έχουν να κάνουν με την πολιορκία του Μεσολογγίου.
Κεντρικός ήρωας ένας αμερικάνος φιλέλληνας. Ο Γκάμπριελ, νόθος γιος πλούσιου αμερικάνου γαιοκτήμονα, αφήνει την πατρίδα του καθώς διαπιστώνει πως είναι αδύνατον να μπορέσει να ενωθεί με την αγαπημένη του Ελίζαμπεθ.
Διαθέτοντας μια γερή κλασσική παιδεία, αποφασίζει να φτάσει στην Ελλάδα για να βοηθήσει τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων.
Μέσα από ένας είδους ημερολογίου – ανεπίδοτων επιστολών προς την αγαπημένη του, ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει ένα μεγάλο μέρος τόσο της ιστορίας των μυθιστορηματικών προσώπων, όσο και κάποιων ιστορικών γεγονότων. Το υπόλοιπο μέρος δίνεται μέσα από μια τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Ο Γκάμπριελ αφού περιπλανηθεί πρώτα σε λιμάνια της Μεσογείου, θα φτάσει σε μια κατακρεουργημένη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1821, θα γνωριστεί με την οικογένεια ενός έλληνα προύχοντα που έχει χάσει την περιουσία του, και στη συνέχεια θα ακολουθήσει την βιασμένη από τους Τούρκους κόρη του άρχοντα και τον ξεπεσμένο οπλαρχηγό άντρα της στην πορεία τους προς αναζήτηση των ελλήνων επαναστατών της κεντρικής Ελλάδας.
Πολύ γρήγορα γίνεται σαφές στον αναγνώστη πως ο Γκάμπριελ έχει αντικαταστήσει τον έρωτά του προς την αμερικανίδα παιδική του φίλη με αυτόν προς την Λαζαρίνα, την παραμελημένη γυναίκα του οπλαρχηγού.
Από εκεί και πέρα το ερωτικό πάθος θα ταυτιστεί με το πάθος για αυτογνωσία και οι δυο εραστές θα βρεθούνε αποκλεισμένοι στο Μεσολόγγι.
Το μυθιστόρημα αφιερώνει αναλογικά το μεγαλύτερο μέρος του στην εξιστόρηση της ζωής μέσα στην ψυχορραγούσα πολιτεία. Και αμέσως μετά την πτώση και την έξοδο, οι κεντρικοί του ήρωες θα ανακαλύψουν την δική τους προσωπική κάθαρση.
Σε ένα πολυσέλιδο, όπως η «Αηδονόπιτα», μυθιστόρημα, θα περίμενε κανείς από τη μια να έχανε σε κάποια σημεία ο συγγραφέας τον έλεγχο της γλώσσας και από την άλλη να δημιουργούσε δομικές παλινδρομήσεις.
Ο Ζουργός ούτε σε μια σελίδα από τις 590 του έργου δεν χάνει τον έλεγχο πάνω στην γλωσσική του έκφραση –ο λόγος τους είναι άψογος, ελληνικά που δείχνουν και καλή παιδεία και πολύ κόπο και μεγάλη έμπνευση –πχ «Όσο πλησίαζαν τους πρόποδες του μεγάλου βουνού, ένιωθαν πως ο ήλιος που τους έλουζε ήταν σακάτης» ή «Όλη τη νύχτα οι τρύπες της στέγης φανέρωναν μάτια σκόρπια εδώ κι εκεί, άστρα που κρυφοκοίταγαν μέσα στο στάβλο»
Αλλά στον τομέα της δομής, η ίδια του η έμπνευση τον παρασύρει –κάτι που το είχε αποφύγει στην σχεδόν εξ΄ ίσου πολυσέλιδη «Πεταλούδα».
Οι σελίδες που αφορούν την πολιορκία, αν και μεγίστου γλωσσικού κάλλους και με πληθώρα καλοχωνεμένων ιστορικών και λαογραφικών πληροφοριών, σαφώς είναι περισσότερες του δέοντος. Και υπάρχει και το τέταρτο μέρος του έργου, που μας μεταφέρει από το 1826 στο 1869 και που θέλοντας να μας δώσει στοιχεία για την τύχη των κεντρικών προσώπων μέσα στα χρόνια που μεσολάβησαν, στην ουσία αποδυναμώνει αυτό που ο ίδιος ο Ζουργός ήθελε να υπηρετήσει, εκείνο το «Τι είναι αυτό που στις αρχαίες μακάριες ακτές με καθηλώνει» του Χαίλντερλιν και το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα σε κάποιο κεφάλαιο.
Η «Αηδονόπιτα» σε αντίθεση με την «Πεταλούδα» δεν είναι μυθιστόρημα χαρακτήρων, όσο τόπων και γεγονότων. Τα τέσσερα, πέντε βασικά άτομα που πάνω τους στηρίζεται η πλοκή μπορεί να γίνονται αρκούντως γνωστά στον αναγνώστη, αλλά δεν γίνονται οικεία.
Αλλά θεωρώ πως τελικά η «Αηδονόπιτα», κυρίως με την άψογη γλώσσα της και με την παραστατική περιγραφή μιας εποχής, είναι ένα σκαλί πιο πάνω στη συγγραφική πορεία του Ζουργού και σαφώς μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα πλέον σημαντικά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων, καθώς περιγράφει μια εποχή με τρόπο που ενώ απόλυτα δείχνει πως σέβεται και αποδέχεται την εικόνα της έτσι όπως μας έχει κληρονομηθεί, δε διστάζει παράλληλα και να την περιγράψει με έναν σχεδόν ανατριχιαστικό ρεαλισμό.
Ο Ισίδωρος Ζουργός είναι ένας συγγραφέας με ταυτότητα και οράματα. Ένας γραφιάς που δεν φοβάται τον κόπο της γραφής. Κλασικός και έλληνας σε μια εποχή μοντερνισμού και διεθνισμού. Και με τον δικό του ευαίσθητο όσο και υπεύθυνο τρόπο, προτείνει να ξαναδούμε την ιστορία μας όχι ανατρέποντάς την, αλλά και όχι στολίζοντάς την με …το αίσθημα εκείνο της μελαγχολικής αυτοπαρηγορίας (λόγια του Παπαδιαμάντη, κι αυτά χρησιμοποιούμενα κάπου μέσα στην «Αηδονόπιτα», ως προμετωπίδα)
(Δημοσιεύτηκε στο Ε. Τ. της Κυριακής 14/12/2008)