Pages

15.6.09

Τα νέα της Πόλυς Μηλιώρη



Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Πατάκη, 2009


Η Πόλυ Μηλιώρη έχει μια πολύπλευρη και μακρόχρονη σχέση με τον γραπτό λόγο.
Για χρόνια διευθύντρια και αρθρογράφος του περιοδικού ‘Πάνθεον’, από την αρχή της δεκαετίας του ’80, στρέφεται και στην πεζογραφία και μέχρι τώρα έχει κυκλοφορήσει οκτώ μυθιστορήματα, δυο μυθιστορήματα για νέους, μια συλλογή χρονογραφημάτων, ένα χρονικό του ελληνικού περιοδικού τύπου και ένα βιβλίο σχετικό με την δημιουργική γραφή.
Στα πρώτα της έργα, η δημοσιογραφική ματιά της συνδυαζότανε με την εσωτερική ενατένιση της πεζογράφου, μα σταδιακά το δημοσιογραφικό στοιχείο υποχωρεί και στα τελευταία της
πλέον έργα, η μυθιστοριογράφος μένει μόνη για να χειριστεί με –συχνά- εργαστηριακές τεχνικές τον κόσμο και τα πρόσωπα που πάνω τους θα στηρίξει κάθε φορά το έργο της.
Το μυθιστόρημα «Εγώ θα κλείσω την αυλαία» κλείνει μια τριλογία -οι άλλοι δυο τίτλοι είναι: «Ο κλήρος πέφτει στην Αρήτη» (1999) και «Η Νανά των ανοιχτών λογαριασμών» (2003). Τίτλος της τριλογίας : «Στο θέατρο των ανιόντων»
Μέσα από τα τρία αυτά μυθιστορήματα η Πόλη Μηλιώρη ανατέμνει τον 20ο αιώνα, έτσι όπως
αυτός εκφράστηκε από μια μερίδα ελλήνων –αναφέρομαι στους μικρασιάτες πρόσφυγες και την άνοδό κάποιων από αυτούς, από την χορεία των προσφύγων στην τάξη των μεγαλοαστών.
Μέσα από τα πρόσωπα μιας οικογένειας με μικρασιατική καταγωγή, ο αναγνώστης της τριλογία
ς θα πλησιάσει και θα κατανοήσει διαπροσωπικές σχέσεις, οικογενειακά μυστικά και επιχειρηματικές επεμβάσεις.
Η Μηλιώρη χρησιμοποιεί διαφορετικές τεχνικές αφήγησης στο κάθε μυθιστόρημα της τριλογίας.
Το πρώτο στηρίζεται σε μονολόγους των ηρώων. Το δεύτερο έχει κτιστεί πάνω σε μια τριτοπρό
σωπη αφήγηση με παρεμβολές αφηγήσεων της κεντρικής ηρωίδας.
Στο τρίτο –στο «Εγώ θα κλείσω την αυλαία» - η αφήγηση είναι από την πλευρά ενός μόνο προσώπου και μόνο σε κάποια σημεία ακούγονται οι φωνές κάποιων τρίτων, φωνές που απλώς επιβεβαιώνουν τις απόψεις και της βασικής αφηγήτριας.
Το κάθε μυθιστόρημα λειτουργεί ως αυτοτελές κείμενο, αλλά η συγγραφέας φροντίζει να προσφέρει στοιχεία που ενώνουν το ένα με τα υπόλοιπα.
Ο μυθιστορηματικός άξονας που διαπερνά και τα τρία κείμενα είναι οι σχέσεις δυο αδελφών – μια που ξεκινά από τις αρχές του αιώνα και μια άλλη που τον κλείνει.
Εκείνο που διαφο
ροποιεί τις δυο αυτές σχέσεις είναι και ότι διαφοροποιεί το τέλος από την αρχή του 20ου αιώνα. Αναφέρομαι όχι στην ποιότητα του δεσμού, αλλά στον τρόπο που αυτός εκφράζεται.
Αλλά δεν θα πρέπει να μην τονισθεί πως η τριλογία έχει και την κεντρική ηρωίδα της. Η Νανά Τρανού –που το όνομά της αναφέρεται στον τίτλο του δεύτερου μέρους της τριλογίας- στην ουσία πρωταγωνιστεί και στα άλλα δύο μυθιστορήματα.
Από τα πλέον σύνθετα πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας, είναι στιγμές που αγγίζει τα όρια μιας τραγικής ηρωίδας της εποχής μας. Τραγικής όσο και αρνητικής.
Μένοντας, πάντως, στο τρίτο και τελευταίο μυθιστόρημα, μπορούμε να ισχυριστούμε πως ίσως είναι το μοναδικό κείμενο της νεοελληνικής λογοτεχνίας μας, το οποίο περιγράφει την πτώση μιας τάξης επιχειρηματιών –αυτούς που έφτιαξαν την αυτοκρατορία τους αμέσως σχεδόν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια πτώση που δημιουργείται καθώς το κοινωνικό και οικονομικό ήθος μεταλλάσσεται και στη θέση της ατομικότητας βλέπουμε να εισβάλλει η κλίκα –ή αν προτιμάτε τα διάφορα καρτέλ.
Μα μια τέτοια κατάσταση επιδρά και στις διαπροσωπικές σχέσεις, καταρρακώνει και οικογενειακούς δεσμούς. Η Πόλυ Μηλιώρη πάνω σε αυτήν την καταρράκωση στέκεται και αναλύ
ει με ρυθμούς αγχωτικούς τα μικρά και μεγάλα δράματα που κρύβονται μέσα στα μεγαλοαστικά σπιτικά.
Και έτσι βέβαια δικαιολογεί και την απόφασή της να χρησιμοποιήσει την υποκειμενικότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Από τη συνολική ματιά της προσφυγιάς, στην αντικειμενικότητα της οικονομικής αυτάρκειας και τέλος στην υποκειμενικότητα της διαπραγμάτευσης αξιών και συναισθημάτων.
Το μυθιστόρημα «Εγώ θα κλείσω την αυλαία» είναι και περισσότερο φιλόδοξο σε σχέση με τα άλλα δύο της τριλογίας. Κι αυτό γιατί παράλληλα με την αφήγηση των μυθιστορηματικών συμβάντων, η Μηλιώρη θέτει ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη σχέση πραγματικής ζωής και μυθιστορηματικής. Καθώς η βασική αφηγήτρια είναι και η ίδια συγγραφέας θεατρικών έργων, αναζητά τα όρια ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη.
Έργο κι αυτό –όπως και τα άλλα δύο- πολυπρόσωπο. Αλλά η συγγραφέας –και πάλι- με άνεση και ευαισθησία περιγράφει επαρκέστατα κάθε χαρακτήρα, ενώ οι γειτονιές και τα
προάστια της Αθήνας, οι μονοκατοικίες και τα διαμερίσματά της δίνουν και αυτά το στίγμα τους σ
το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, που δεν είναι άλλο από εκείνο της αναπαράστασης του τέλους μιας εποχής.
Έργο εν τέλει πικρό καθώς κλείνει την αυλαία μιας εποχής και μιας οικογένειας, αλλά και τρυφερό μιας και συμπάσχει με τον κάθε θύτη, ξέροντας πως θα είναι ο ίδιος και θύμα του
εαυτού του.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ,Ιούνιος, 2009)




«Πάντοτε είναι αργά»


Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Ψυχογιός


Οι περισσότεροι συγγραφείς διαθέτουν ένα λίγο πολύ συγκεκριμένο στίγμα.
Αναφέρομαι στην περιοχή απ΄ όπου αντλούν τα θέματά τους και στη συνέχεια αυτήν την ίδια περιοχή στην πιο απλή περίπτωση καταγράφουν και στην πλέον σύνθετη
ανιχνεύουν και ερμηνεύουν.
Κάπως έτσι μπορούμε να δούμε συγγραφείς που ασχολούνται με ιστορικά θέματα, άλλους με ζητήματα του έρωτα, άλλους με εκφράσεις της πολιτικής και βέβαια πάμπολλους που έλκονται από την τάση να ψυχαναλύουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Η Πόλυ Μηλιώρη έχει κι αυτή το δικό της συγγραφικό στίγμα.
Μόνο που το δικό της αν και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον και ακόμα περισσότερο σημαντικό, λίγοι, ελάχιστοι, ίσως και ουδείς άλλος το διαθέτει.
Το συγγραφικό στίγμα της Πόλυ Μηλιώρη είναι οι νεοέλληνες αστοί.
Λέγοντας νεοέλληνες αστοί, έχω στο νου εκείνους τους έλληνες που από τα μέσα περίπου του 1920 έως και λίγο πριν το τέλος του 20ου αιώνα, κατάφεραν να αναρριχηθούν κοινωνικά και οικονομικά και στην πλειοψηφία τους να αποτελέσουν τη δεξαμενή από όπου βγήκαν επιστήμονες, έμποροι , επιχειρηματίες και καλλιτέχνες.
Η τάξη αυτή –έτσι όπως τουλάχιστον την ορίζω- σήμερα δεν υπάρχει. Όσοι την εκπροσωπούν είναι οι τελευταίοι –και ίσως φθαρμένοι πλέον- απόγονοι των πρώτων νεοελλήνων αστών.
Οι κοινωνικές δομές αλλάζουν, οι οικονομίες διαφοροποιούνται και οι ταξικές διαφορές ολοένα και περισσότερα δείχνουν να μην έχουν λόγο ύπαρξης.
Αλλά ο κόσμος που εμείς γνωρίσαμε, η ελληνική κοινωνία που εμείς μέσα της μεγαλώσαμε, ήταν γεμάτοι από εκπροσώπους των αστών. Από τον Ωνάση στον Θεοφανίδη, από την Κυβέλη στην Βουγιουκλάκη –άντρες και γυναίκες που διαμόρφωσαν μια κοινωνική δομή –αρχές, αξίες, απαξίες, οράματα και αδιέξοδα.
Η Πόλυ Μηλιώρη εκπροσώπους αυτών των αστών έχει ως ήρωες στα περισσότερα βιβλία της. Και από την εποχή της παντοδυναμίας τους και από τη σημερινή εποχή των τελευταίων αδύναμων επιγόνων τους.
Και με ιδιαίτερη παρατηρητικότητα περιγράφει τους χώρους μέσα στους οποίους ζούνε και εργάζονται.
Στο τελευταίο της μυθιστόρημα –«Πάντοτε είναι αργά», κεντρικά πρόσωπα είναι δυο γυναίκες. Μάνα και κόρη.
Και οι δυο από εκείνους, που πιο πάνω λέγαμε, τους επιγόνους των αστών των μέσων του 20ου.
Η μάνα χήρα συμβολαιογράφου, με κάπως ταπεινή καταγωγή που όμως γρήγορα και αποτελεσματικά εντάχθηκε στην ανώτερη τάξη του συζύγου.
Η κόρη συμβολαιογράφος, μια γυναίκα που πλησιάζει τα σαράντα, όσο κι αν έχει λιγότερο εμφανή τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής ομάδας του πατέρα της, εντούτοις με σαφήνεια εκφράζει τα τελευταία κατάλοιπά τους.
Το μυθιστόρημα στηρίζεται πάνω σε ένα οικογενειακό μυστικό.
Η κόρη σε πολύ νεαρά ηλικία –μαθήτρια της τελευταίας τάξης του σχολείου- είχε μείνει έγκυος μετά από μια τυχαία ερωτική της συνεύρεση με γάλλο φοιτητή.
Αποτέλεσμα εκείνης της ερωτικής της πρώτης εμπειρίας ήταν να μείνει έγκυος, ενώ μήτε το επίθετο του περαστικού εραστή της δεν ήξερε.
Η ίδια με το πάθος της επανάστασης του νέου της δεκαετίας του ’80 , είχε αποφασίσει να κρα-
τήσει το παιδί.
Αλλά η μητέρα με τη κοινωνική γνώση μιας γυναίκας που μεγάλωσε αμέσως μετά από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και που χρησιμοποίησε το άσπιλο κορμί της για να ανέβει την κοινωνική κλίμακα, δεν μπορεί κάτι τέτοιο να το επιτρέψει.
Ότι σχεδίασε και εφάρμοσε δείχνει πως για είκοσι χρόνια λειτούργησε. Αλλά καθώς ο νέος αιώνας έχει μπει, οι νέες συνθήκες που έχουν επιβληθεί θα επαναφέρουν στο προσκήνιο εκείνη την κρυφή πράξη και θα προκαλέσουν μια καθυστερημένη εκτόνωσή της.
Μια ιστορία που όλοι γνωρίζουμε πως παρόμοιες έχουν συχνά συμβεί –η αστική τάξη ήξερε να σχεδιάζει επιθέσεις και άμυνες για να επιβιώνει.
Μια ιστορία που εύκολα θα μπορούσε να υλοποιηθεί συγγραφικά με τέτοιο τρόπο ώστε το αποτέλεσμά της να χαρακτηρισθεί ως ένα κοινωνικό ρομάντζο.
Αλλά η Μηλιώρη δεν κάνει ροζ λογοτεχνία, κάνει λογοτεχνία κοινωνικών τομών και ψυχογραφικών ανιχνεύσεων.
Η ανεπιθύμητη γέννα θα της προσφέρει την αφορμή να φωτίσει προσωπικότητες και σχέσεις –κυρίως τη σχέση κόρης και μάνας, αλλά και να διεισδύσει στις ψυχολογικές καταστάσεις δυο γυναικών έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται από τις ηλικίες που η κάθε μια τους διανύει.
Μάνα και κόρη ή δυο γυναίκες που η μια τελειώνει το βίο της και η άλλη κάπως καθυστερημένα προσπαθεί να τον ολοκληρώσει.
Η Μηλιώρη δεν γνωρίζει μόνο τα μυστικά των γυναικών ως γυναίκα και η ίδια, μα ξέρει αυτά τα μυστικά να τα φωτίζει με τέτοιο τρόπο ώστε από ατομικές στιγμές να μετατρέπονται σε υπαρξιακές καταθέσεις.
Αλλά οι γυναίκες δεν αυτοπροσδιορίζονται μόνο βλέποντας η μια την άλλη. Μα και μέσα από τον τρόπο που συνυπάρχουν με τους εκπροσώπους του άλλου φύλου.
Ο άντρας ως σύζυγος, ο άντρας ως εραστής, ο άντρας ως συνεταίρος, ο άντρας ως γιος.
Η Μάρθα και η Αφροδίτη –η μάνα και η κόρη- ζούνε δίπλα σε άντρες. Συνυπάρχουν δημιο
υργούν μαζί τους, η μια από αυτές άντρα γέννησε.
Η Πόλυ Μηλιώρη δεν καταγράφει μόνο το πως οι γυναίκες επηρεάζονται από τους άντρες της ζωής τους. Μα και το πως αυτές μπορούν και διαμορφώνουν τα όνειρα όσων αντρών τις πλησιάζουν.
Ένα μυθιστόρημα που περιγράφει καταστάσεις και ψυχογραφεί αντιδράσεις, ασφαλώς πρέπει να δείχνει και την εποχή μέσα στην οποία τα πρόσωπα ζούνε.
Το σήμερα των ημερών μας έχει τη στάμπα μιας τηλεοπτικής επέμβασης.
Δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως η τηλεόραση πολλαπλά παρεμβαίνει στη ζωή μας.
Αυτή την παρέμβαση η Πόλυ Μηλιώρη με ένα ακόμα εύρημα της την υλοποιεί, και μάλιστα τόσο εύστοχα ώστε αφήνει στο, κατά κάποιο τρόπο ανοιχτό, τέλος να διαφανεί πως μέσα από μια τηλεοπτική εκπομπή θα ολοκληρωθεί η διαφάνεια των σχέσεων και θα αποδοθούνε οι ευθύνες.
Μυθιστόρημα λοιπόν που φλερτάρει με το ύφος και το περιεχόμενο τηλεοπτικών εκπομπών, την ίδια τη στιγμή που πηγαίνει λες πίσω από τα σκηνικά των reality show
και αναδεικνύει τα ανθρώπινα πάθη και –για να επιστρέψουμε εκεί απ΄ όπου αρχίσαμε- υπογραμμίζει πως η αστική τάξη μεταλλάχτηκε ήδη, από φορέας
ανάπτυξης και αλλαγών, έγινε αποδέκτης καταναλωτικών μηνυμάτων και εκχώρησης συναισθηματικών δικαιωμάτων.
(κείμενο παρουσιάσης του έργου στον ΙΑΝΟ, 16/6/2009)