Pages

21.2.10

Πρώτα ως Alef και μετά ως Ελένη Γκίκα... για τη Λεβάντα της Άτκινσον

“Δεν εννοώ αυτό ακριβώς, μα το ότι το δεξί μου χέρι παίζει άλλη μουσική κι άλλη το αριστερό μου”
“Όλα γίνονται, όλα μπορούν να συμβούν... Σημασία έχει τι εσύ επιτρέπεις, σε ποιες σκέψεις αφήνεσαι, σε ποιες ορμές υποκύπτεις, ποια όνειρα παρηγορείς και... Σκηνοθεσία όλα. Όλα ζωή”.
“ΛΕΒΑΝΤΑ ΤΗΣ ΑΤΚΙΝΣΟΝ” του Μάνου Κοντολέων. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 296, € 15.50



“... Και καθώς είναι έτοιμος να συγκρίνει το φιλί αυτό με το πρώτο, το αλλοτινό πρώτο φιλί τους, ξαφνικά συνειδητοποιεί πως έχει επέμβει στη μνήμη και πως ό,τι τόσα χρόνια είχε κρατήσει ως- αδέξιο έστω- φιλί πάθους, δεν ήταν παρά ένα φιλί άμυνας... Ω, μα είναι σίγουρος πως και τότε έτσι είχε συμβεί- τα χείλη της κλειστά. Τη φίλησε, μα εκείνη... Σίγουρος! Σίγουρος; Όταν για χρόνια έχεις αποδεχθεί κάτι, πώς ξαφνικά να έχεις το σθένος να ομολογήσεις πως ήταν πλάνη... ΄Η μήπως δεν ήταν;”
“Το άτιμο το παρελθόν! Τόσο ιδιοτελώς διαμορφωμένο. Κι αυτός έχει αποφασίσει να του εμπιστευθεί το μέλλον!”
Το καινούργιο μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων “Λεβάντα της Άτκινσον”, μια ιστορία σχέσεων που βαδίζει... ανάποδα!
Αντί να εξελίσσεται γραμμικά προς το μέλλον, γυρίζει αναπλάθοντας το παρελθόν, αφαιρεί παρανοήσεις, άλλοθι, και ξαναπιάνει το νήμα. Το παρελθόν, εξάλλου, χρόνος που αλλάζει ανάλογα με το παρόν, τη ματιά και τη στάση μας. Το παρελθόν, σε απόλυτη συνάρτηση με το εκάστοτε παρόν μας.
Κι αντί να προκύπτει από διήγημα ή από νουβέλα, ένα θεατρικό, όπως είθισται (τουλάχιστον το συνήθιζε ο Τέννεσι Ουίλλιαμς), ο συγγραφέας εδώ τολμά το ακριβώς αντίθετο! Από το θεατρικό του “Η τέταρτη εποχή” να ανασυνθέσει ένα μυθιστόρημα σχέσεων με αλήθειες και ψέματα, σιωπές κι εντάσεις.
“Εκείνος ήθελε το έργο- παιχνίδι πιο σωστά- στο οποίο το είναι και το φαίνεσθαι να το χαρακτηρίζει ένα άρωμα βιομηχανοποιημένου αποστάγματος λεβάντας, η λεβάντα της Άτκινσον.
Η Κλέα προτιμούσε να μην υπάρχουν μυρωδιές – πάντα δεσμεύει αυτή η μανία της όσφρησης να ενεργοποιεί μνήμες και συναισθήματα”.
Κεντρικά πρόσωπα, ο Μενέλαος και η Κλέα, τριάντα τόσα χρόνια παντρεμένοι. Κι ανάμεσά τους, δυο παιδιά, η Αντιγόνη και ο Δήμος, το αδιέξοδο παρόν, το χθες που αλλάζει όψη έχοντας όμως πάντοτε την ίδια μυρωδιά: Λεβάντα της Άτκινσον.
Να υπερβαίνει την φθορά ακόμα και τον Χρόνο.
Αν και όλα φαίνονται κατ' αρχάς, δυσοίωνα. Η απόφαση σχεδόν ειλημμένη. Το μόνο που μένει είναι η ανακοίνωση. Αυτό που δεν είχαν υπολογίσει, είναι η αναδρομή. Ο,τι αξίζει που έχει ρίζες βαθιές, κουβαλά σταθερές κι αφήνει σημάδια.
Ο συγγραφέας το αντιμετωπίζει ψυχαναλυτικά με ικανότητα... χειρούργου! Οι φόβοι του, οι φόβοι της. Οι ελπίδες του, οι ελπίδες της. Οι παρανοήσεις του και οι δικές της. Οι επιδιώξεις και των δύο. Ο τρίτος που είναι και δεν είναι, η αγάπη που είναι πράξη και το παιχνίδι που αποδεικνύεται σοβαρό και λυτρωτικό εντέλει. Το παρελθόν που σώζει. Όλα τα αναπλάθει, και το χαμένο στήθος εκείνου του κοριτσιού με την Λεβάντα της Άτκινσον που σήμερα πια κανείς δεν την αναζητά αλλά και δεν την πουλάει!
“Πού πας;” με ένταση ρωτάει και το δεξί του χέρι αγκιστρώνει το αριστερό δικό της. Δέκα δάχτυλα μπλεγμένα στον ιστό μιας ζωής,- έτσι αυτός τα βλέπει κι ακόμα ξεχωρίζει τις πρώτες καφετιές κηλίδες που σκιάζουν τις έξω πλευρές τους”.
Εκείνος κι εκείνη, ζευγάρι πια, δυο αλλιώτικοι αλλά κι ένα αδιαίρετο που ακρωτηριάζεται αν ξαναγίνουν δυο!
Ζωντανός οργανισμός, εξάλλου, ακόμα και το κοινό σπίτι: “Μόνο όταν αδειάσει ένα σπίτι δείχνει τα πάθη που πρώτα το φτιάξανε και μετά το στόλισαν. Όσον καιρό τα έπιπλα είναι στη θέση τους, τα φώτα κρεμασμένα, οι πίνακες διακοσμούν τους τοίχους, τα χρώματα μεταλλάσσονται ανάλογα με τις οσμές των φαγητών, και σκόνες σχέσεων τρυπώνουν στις ρωγμές των πατωμάτων' όσον καιρό όλα αυτά συντελούνται, το σπίτι ζει το σήμερα και την καθημερινότητά του, δεν αναπολεί, δεν συλλογάται, δεν αυτοελέγχεται, δεν συμβιβάζεται, δεν επαναστατεί. Υπάρχει μόνο.
Η μετακόμιση είναι η ψυχανάλυση του σπιτιού”.
Ερωτηματικά όπως “τι μας συμβαίνει; είμαι και πάλι διαθέσιμη να αφεθώ σε ό,τι αγάπησα, σε ό,τι με κούρασε, στα όσα υπήρξα...” και “Ποτέ δεν είναι αργά για όσους ζήσανε και θέλουν να ξαναζήσουν. Για όσους τώρα ξεκινούν τη ζωή;” βρίσκουν όλες τις πιθανές απαντήσεις σε ένα βιβλίο- ζωής όπου ο αφηγητής – συγγραφέας σαν σκηνοθέτης ξαναβάζει παρελθόν και παρόν, τον βασιλιά και την βασίλισσα στη σκακιέρα. Μετρώντας τετραγωνάκια, σιωπές, ανατροπές και ανάσες.
Το αποτέλεσμα ένα σύνθετο μυθιστόρημα σχέσεων που επανατοποθετείται σ' αυτό καθ' εαυτό το παιχνίδι της ύπαρξης. Που αναπτύσσεται διπλά και τριπλά: σκέψεις, κινήσεις, συναισθήματα, παρελθόντος και παρόντος χρόνου. Με δυο τεράστιους βασικούς ήρωες, σχεδόν αρχετυπικούς, την Κλέα και τον Μενέλαο, δηλαδή το... ζευγάρι. Μότο που μας προετοιμάζει, αυτό του Φίλιπ Ροθ απ' τον “Καθηγητή του πάθους”: “Νομίζεις πως η Βενετία βυθίζεται στ' αλήθεια; Δεν βλέπω να 'χει αλλάξει από την τελευταία φορά που ήμουν εδώ”. Αλλά όλο το σασπένς είναι κρυμμένο στη διαδρομή, που είναι αντίστροφη, όπως το μέλλον που αποτελεί καθρέφτη παρελθόντος. Τολμηρό συγγραφικό πείραμα που γοητευτικά πέτυχε. Ο Κοντολέων εξάλλου έχει αποδειχθεί αριστοτέχνης στις ψυχολογικές, υπαρξιακές ακροβασίες (θυμηθείτε το παιχνίδι εξουσίας στην “Ιστορία Ευνούχου”, τον καταλυτικό έρωτα στην “Ερωτική αγωγή” κι εκείνην την άγρια εσωτερική αναμέτρηση στο αριστουργηματικό “Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο”).


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Μάνος Κοντολέων γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, θέατρο, μικρές ιστορίες και παραμύθια.
Παράλληλα, ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Συνεργάτης περιοδικών, εφημερίδων, καθώς και του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
Έργα του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία, στη Γερμανία και στην Ταιλάνδη.
Ανάμεσα στις πολλές διακρίσεις με τις οποίες έχει τιμηθεί είναι ένα Κρατικό Βραβείο και η υποψηφιότητά του το 2002 για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν.
Είναι αντιπρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Unicef, μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, Πρόεδρος της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων Κύπρου, ενώ κατά διαστήματα υπήρξε και μέλος των επιτροπών Ελληνικών Κρατικών Βραβείων και του περιοδικού Διαβάζω.
Ανάμεσα στα βιβλία του και τα:
Μυθιστορήματα:
“Ένα κι ένα κάνουν όσα θες” (μαζί με την Τιτίνα Δανέλλη), Εκδόσεις Καστανιώτη, 1981
“Αφήγηση”, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1981
“Με στοιχεία προσωπικών συνεντεύξεων”, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1984- Εκδ. Πατάκη, 1996
“Τα Φώτα! Είπε”, Εκδ. Καστανιώτη, 1986
“Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο”, Εκδ. Ρόπτρον, 1989, Εκδ. Δελφίνι, 1993, Εκδ. Πατάκη, 2002
“Ιστορία Ευνούχου”, Εκδ. Πατάκη, 2000
“Ερωτική Αγωγή”, Εκδ. Πατάκη, 2003
Διηγήματα:
“Η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δύο”, Εκδ. Καστανιώτη, 1982
“Ερωτικές ιστορίες μιας παιδικής ηλικίας”, Εκδ. Πατάκη, 1992
“Σχεδόν έρωτας”, Εκδ. Πατάκη, 2006
Θέατρο:
“Η τέταρτη εποχή”, Εκδ. Πατάκη, 2005

ΥΓ1: “Τα σώματα ακόμα κι όταν γερνούνε, ακόμα κι όταν τα σημαδεύει το νυστέρι, ανήκουν πάντα στον ίδιο άνθρωπο. Αν κάποτε τον αγάπησες, μπορείς να πάψεις να τον αγαπάς επειδή γέρασε και σημαδεύτηκε;
Όλα γίνονται, όλα μπορούν να συμβούν... Σημασία έχει τι εσύ επιτρέπεις, σε ποιες σκέψεις αφήνεσαι, σε ποιες ορμές υποκύπτεις, ποια όνειρα παρηγορείς και... Σκηνοθεσία όλα. Όλα ζωή”.
“... Οι άνθρωποι γερνάνε και πεθαίνουν. 'Οχι τα έργα τους μήτε και η ίδια η Φύση... Κοίτα το Κάστρο...”
(αποσπάσματα από την “Λεβάντα της Άνκινσον”)

ΥΓ2: Ο τίτλος του ποστ, συγγραφική επισήμανση στο βιβλίο, από το μυθιστόρημα της Πόλυς Μηλιώρη “Συμφωνία σε απαίτηση ελάσσονα” (εκδ. Πατάκη, 1997).

http://alefmoha.blogspot.com
Αναρτήθηκε από alef στις 6:00 μ.μ. 10/02/2010

και δημοσιεύτηκε από την Ελένη Γκίκα στο Εθνος της Κυριακής, 21/2/2010

“Η λογοτεχνία δεν δίνει πληροφορίες αλλά προσφέρει αναλύσεις”

Συνέντευξη στην εφημερίδα "Πατρίς" του Ηρακλείου Κρήτης
19/2/2010


Ο γνωστός συγγραφέας Μάνος Κοντολέων μιλά για τα 30 χρόνια παρουσίας του στα ελληνικά γράμματαΤο πολυσχιδές λογοτεχνικό έργο του έχει πολλάκις αποσπάσει διακρίσεις και επιδοκιμαστικά σχόλια τόσο από την κριτική, όσο και από το αναγνωστικό κοινό. Ο λόγος για τον πολυγραφότατο συγγραφέα Μάνο Κοντολέων, ο οποίος τη φετινή χρονιά συμπληρώνει 30 χρόνια πολύτιμης προσφοράς στην ελληνική λογοτεχνία. Με αφορμή την παρουσίαση του μυθιστορήματός του «Λεβάντα της Άτκινσον» απόψε στις 7 μ.μ. στο βιβλιοπωλείο «Αναλόγιο», μας παραχώρησε συνέντευξη στην οποία καταθέτει, μεταξύ άλλων, τις σκέψεις του για την πολυετή λογοτεχνική του διαδρομή και την ιδιαίτερη επικοινωνία που αναπτύσσει με το αναγνωστικό του κοινό όλων των ηλικιών. Ο συγγραφέας μάς αποκαλύπτει τους λόγους για τους οποίους γράφει, σχολιάζει την κοινωνική διάσταση και τη χρησιμότητα της λογοτεχνίας στη σύγχρονη εποχή, και βεβαίως, αναφέρεται στο τελευταίο μυθιστόρημά του, καθώς και στη σχέση του με το νησί μας.

Τη φετινή χρονιά συμπληρώνετε τριάντα χρόνια συνεισφοράς στα ελληνικά γράμματα. Πώς αισθάνεστε έχοντας διανύσει μια λογοτεχνικά παραγωγική ομολογουμένως διαδρομή, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από σαράντα έργα;

Τριάντα χρόνια -και μάλιστα όταν αυτά καλύπτουν μια περίοδο που ξεκίνησε όταν ήμουνα τριάντα χρονών και κλείνει τώρα που έχω πατήσει τα εξήντα- είναι στην ουσία μια ζωή. Και μέσα σε μια ζωή έχεις δώσει πολλά και έχεις πολλά πάρει, έχεις τελικά σχηματίσει μια ολοκληρωμένη ταυτότητα. Αυτό με χαροποιεί, με κάνει να αισθάνομαι υπερήφανος, αλλά και με τρομάζει. Γιατί θέλω να πιστεύω –μάλλον είμαι σίγουρος πως έχω πολλά ακόμα να προσφέρω και πως η ταυτότητά μου δεν μπορεί να θεωρηθεί ακόμα ολοκληρωμένη.

Εκτός από το ότι είστε από τους πλέον πολυγραφότατους Έλληνες λογοτέχνες, εκείνο που αξίζει να σημειώσουμε είναι ότι τα έργα σας απευθύνονται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες αναγνωστών: σε παιδιά, σε νέους και σε ενήλικες. Πώς καταφέρνετε κάθε φορά να προσαρμόζετε τη γραφή σας, έτσι ώστε ο λόγος σας να φθάνει με την ίδια ευκολία στα χέρια ενός τόσο διαφοροποιημένου ηλικιακά αναγνωστικού κοινού;

Πολύ απλό εμένα μου φαίνεται και κάθε φορά που κάποιος με ρωτά, ξαφνιάζομαι. Η επικοινωνία με ένα παιδί σε τίποτε δεν μοιάζει με την προσπάθεια να φορέσεις ένα παπούτσι σε νούμερο που φορά ένας δεκάχρονος. Κρατάς την δική σου γνώση και αφού θέλεις να επικοινωνήσεις με ένα παιδί και να μοιραστείς μαζί του τόσο τη δική σου εμπειρία όσο και τη δική του, δεν έχεις παρά να σκύψεις, να φτάσεις στο ύψος του και να το ακούσεις την ίδια ώρα που κι αυτό θα ακούει εσένα. Γράφω για παιδιά ή για εφήβους, γιατί εξακολουθώ να ακούω το παιδί και τον έφηβο που κάποτε υπήρξα εγώ…

Έχετε απαντήσει στο ερώτημα για ποιον ή για ποιους λόγους γράφετε; Η συγγραφή για εσάς αποτελεί συνειδητή επιλογή ή έσωθεν επιβεβλημένη ανάγκη;

Αυτό θα έπρεπε να το απαντούσα όταν ξεκινούσα. Τώρα πια είναι αργά και δεν έχει νόημα να το ψάξω. Με αυτό έμαθα να ζω και δεν υπάρχει χρόνος να μάθω άλλον τρόπο. Αλλά φαντάζομαι πως όλα ξεκίνησαν από μια δική μου εσωτερική ανάγκη που με τα χρόνια άρχισε να αποκτά και συνειδητές ηθικές και καλλιτεχνικές συνιστώσες.

Πιστεύετε στην κοινωνική διάσταση της τέχνης; Είναι εφικτό, κατά την προσωπική σας εκτίμηση, ένας λογοτέχνης να συγγράφει ερήμην της κοινωνίας, μέσα στην οποία ζει;

Εφικτό; Αν σε κάποιους κάτι τέτοιο συμβαίνει, τότε γι’ αυτούς είναι εφικτό. Αλλά σε εμένα προσωπικά δεν νομίζω πως ισχύσει κάτι τέτοιο. Ζω μέσα σε μια κοινωνία και σε μια εποχή και αυτήν την κοινωνία και αυτήν την εποχή περιγράφω, εξυμνώ, καταγγέλλω, ανατρέπω ή υποστηρίζω με τα γραπτά μου.Βέβαια κάθε λογοτέχνης είναι μια ξεχωριστή προσωπικότητα, πράγμα που σημαίνει πως με διαφορετικό τρόπο αντιδρά στα κοινωνικά ερεθίσματα. Γι αυτό έχουμε και τόσο διαφορετικά βιβλία. Με ποιους τρόπους πιστεύετε ότι η λογοτεχνία μπορεί να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τις παγιωμένες πεποιθήσεις του για τη ζωή και τα στερεότυπα που δεσμεύουν τη σκέψη του, προτείνοντάς του διαφορετικούς τρόπους θέασης της πραγματικότητας;Δεν είμαι και τόσο σίγουρος πως στην εποχή μας η λογοτεχνία έχει μια τέτοια δύναμη. Σήμερα ο μέσος άνθρωπος από άλλες πηγές αντλεί τα στοιχεία εκείνα που διαμορφώνουν τις πεποιθήσεις του. Ζούμε σε μια εποχή κατανάλωσης, πράγμα που σημαίνει πως ο μέσος άνθρωπος (δηλαδή ο μέσος αναγνώστης που συνάμα είναι και μέσος θεατής και τηλεθεατής και ακροατής) υποκύπτει σε τρόπους σκέψης απόλυτα συγκεκριμένους και σε συναισθήματα σε μεγάλο βαθμό προβλέψιμα. Ο σημερινός άνθρωπος είναι ο άνθρωπος της πληροφορίας. Η λογοτεχνία δεν δίνει πληροφορίες, αλλά προσφέρει αναλύσεις.

Διατηρείτε προσωπικό ιστολόγιο στο Διαδίκτυο, μέσα από το οποίο ο αναγνώστης μπορεί να αντλήσει πληροφορίες για τη ζωή και το έργο σας, ενώ παράλληλα έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει γραπτά τα όποια σχόλια ή τις σκέψεις του. Μιλήστε μας για τη διαδικτυακή σχέση που οικοδομείται μεταξύ του σύγχρονου συγγραφέα και του αναγνωστικού του κοινού.

Ναι, έχω ένα ιστολόγιο, έχω και σελίδα στο Facebook… Δεν ξέρω όμως αν αυτά όλα υποκαθιστούν την επαφή που έχω με τους αναγνώστες μου μέσω των βιβλίων μου. Ο συγγραφέας έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τον αναγνώστη. Μια σχέση περίεργη που τις περισσότερες φορές δεν θα γίνει ποτέ γνωστή στον ίδιο τον συγγραφέα. Αλλά που εκείνος το ξέρει πως υπάρχει… Ή τουλάχιστον ζει –θέλει να ζει – με αυτήν την βεβαιότητα.

Τις λιγοστές ημέρες διαμονής σας στο Ηράκλειο, σάς δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθείτε σχολεία και να συνομιλήσετε με μαθητές όλων των ηλικιών. Πόσο εύκολο είναι, κατά την άποψή σας, να ασχοληθεί ένα παιδί σήμερα με την ανάγνωση λογοτεχνικών έργων, δεδομένης της αποπροσανατολιστικής δύναμης που ασκεί επάνω του η καταιγιστική προβολή πάσης φύσεως εικόνων από τα σύγχρονα μέσα;

Ναι, είναι γεγονός πως το σημερινό παιδί υφίσταται μια έντονη πίεση από πληροφορίες που φτάνουν σε αυτό μέσω εικόνων –την τηλεόραση, τα εικονογραφημένα έντυπα, το Ίντερνετ… Αλλά, από την άλλη, η ανάγκη που κάθε άνθρωπος έχει για μια εσωτερική ενδοσκόπηση πάντα υπάρχει και πάντα η λογοτεχνία θα προσφέρεται για μια επαρκή κάλυψή της.Δεν ξέρω, όλα αυτά έχουν κυρίως να κάνουν με την παιδαγωγική και την ψυχολογία. Εγώ, ως συγγραφέας, το μόνο που έχω να κάνω είναι να προσπαθώ να γράφω όσο πιο καλά έργα μπορώ…

Ποια είναι η σχέση σας με την Κρήτη; Μιλήστε μας για εκείνα που σας κάνουν εντύπωση στο νησί μας.

Στην Κρήτη έχω έρθει πολλές φορές. Και για παρόμοιες επισκέψεις σε βιβλιοπωλεία και σχολεία, αλλά και για διακοπές. Στην Κρήτη έχω κάνει και ένα μέρος της στρατιωτικής μου θητείας. Είναι ένα νησί με πολλά πρόσωπα και πολλές ομορφιές. Με ιστορία και παρόν. Και πάνω απ΄ όλα, με πολύ, μα πολύ φιλόξενους κατοίκους. Όλα αυτά με κάνουν να την αγαπώ…

Απόψε στις 7 μ.μ. παρουσιάζετε στο βιβλιοπωλείο «Αναλόγιο» το τελευταίο μυθιστόρημά σας με τον τίτλο «Λεβάντα της Άτκινσον» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Στο εν λόγω έργο σας πραγματεύεστε το θέμα του «ώριμου» έρωτα, καθώς και τα αδιέξοδα ενός φαινομενικά επιτυχημένου γάμου. Πιστεύετε ότι υπάρχει τρόπος να αντισταθούμε στη φθορά που προκαλεί ο χρόνος στα σώματα και τις ψυχές μας;

Στο μυθιστόρημα αυτό είναι αλήθεια πως με απασχολεί η σχέση ενός ζευγαριού μετά από μια μακρόχρονη κοινή ζωή. Ναι, είναι μια μορφή ώριμου έρωτα, όπως το χαρακτηρίζετε, αλλά ο γάμος τους πιστεύω πως δεν ήταν φαινομενικά επιτυχημένος, αλλά αληθινά. Γι’ αυτό και αντιμετωπίζει μια κρίση. Κρίση έχουμε μόνο σε υγιείς οργανισμούς. Σε μη υγιείς έχουμε αδιαφορία και μόνο.Με απασχολεί, λοιπόν, το θέμα της φθοράς και αναζητώ τρόπους αντιμετώπισής της. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα νομίζω πως προτείνω κάποιους –από τη μια να αναγνωρίσουμε πως φθορά υπάρχει και από την άλλη, αυτή τη νέα φθαρμένη μορφή του άλλου να ερωτευθούμε και πάλι. Άλλωστε το ίδιο ζητάμε να κάνει κι ο σύντροφός μας για μας. Κάποιοι ίσως το πούνε κάτι τέτοιο συμβιβασμό. Αλλά κάθε ανθρώπινη σχέση έχει μέσα της στοιχεία συμβιβασμού… Και ψευδαίσθησης, αν θέλετε. Ο έρωτας μια ψευδαίσθηση δεν είναι, τάχα; Κι όμως με αυτόν δημιουργούμε, ζούμε… Κάθε ηλικία έχει δικαίωμα στον έρωτα. Κι όσο οι άνθρωποι μεγαλώνουν και πλησιάζουν προς τον θάνατο, τόσο και πιο πολύ έχουν ανάγκη τις ψευδαισθήσεις. Η ζωή είναι μια συνεχής ψευδαίσθηση. Η μόνη πραγματικότητα, ο θάνατος. Μια μοναδική πραγματικότητα που ο μόνος που μπορεί να της αντισταθεί είναι ο έρωτας. Γι’ αυτό οφείλουμε στους εαυτούς μας να διατηρούμε την ερωτική μας ζωή ενεργή. Έστω και με ψευδαισθήσεις.

Μυρωδιά λεβάντας στο Ηράκλειο



Κείμενο παρουσίασης του μυθιστορήματος
«Λεβάντα της Άτκινσον»
του Μάνου Κοντολέων

Ειρήνη Σπυριδάκη, Φιλόλογος – Εικαστικός

Βιβλιοπωλείο “Αναλόγιο”
19 Φεβρουαρίου 2010, Ηράκλειο Κρήτης


Είναι μεγάλη μας χαρά και τιμή που φιλοξενούμε σήμερα στην πόλη μας έναν πολυδιάστατο συγγραφέα, με πολυετή προσφορά στα ελληνικά γράμματα, τον Μάνο Κοντολέων. Κι επειδή ό,τι είμαστε εξαρτάται από τα έργα μας, είναι σκόπιμο, πριν απ’ όλα, να ειπωθούν δυο λόγια για το έργο του συγγραφέα.
Ο Μάνος Κοντολέων εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1979, χαρίζοντάς μας βιβλία για παιδιά: «Κάποτε στην Ποντικούπολη», «Η Γη, το σπίτι μου - 'Εξι Παραμύθια για το περιβάλλον», «Ο Φωκίων ήταν ελάφι». Η παιδική ηλικία, οι μνήμες, οι μυρωδιές, οι ήχοι και τα χρώματα που αποθηκεύουμε μέσα μας από την εποχή που ήμασταν παιδιά οιστρηλάτησαν από πολύ νωρίς το λογοτεχνικό ενδιαφέρον του συγγραφέα. Από την εποχή αυτή, έχει συγγράψει πολυάριθμα βιβλία για τους μικρούς αναγνώστες, όπως και πέντε βιβλία για εφήβους και νέους: «Οι δυο τους κι άλλοι δύο», «Μαγική Μητέρα», «Γεύση Πικραμύγδαλου», «Μάσκα στο φεγγάρι», «Ροκ ρεφρέν».
Ο συγγραφέας γνωρίζει καλά ότι οι βάσεις της οικοδόμησης της ταυτότητάς μας τίθενται στα πρώτα χρόνια της ζωής. Για το λόγο αυτό τα παιδικά βιώματα εξακολουθούν να αποτελούν ένα κεντρικό άξονα των ενδιαφερόντων του που διαπερνά όλο του το συγγραφικό έργο. Σε αυτό περιλαμβάνονται μυθιστορήματα, όπως είναι ενδεικτικά: «Ένα κι ένα κάνουν όσα θες», «Αφήγηση», «“Τα φώτα”, είπε», «Με στοιχεία προσωπικών συνεντεύξεων», «Αποφάσισα να σκοτώσω τον Ερμόλαο», «Ιστορία Ευνούχου», «Ερωτική Αγωγή», αλλά και διηγήματα, όπως «Κι η σιδερώστρα έκοβε την τηλεόραση στα δυο», «Ερωτικές ιστορίες μιας παιδικής ηλικίας», «Σχεδόν Έρωτας».
Θεματολογικά, το ενδιαφέρον του Μάνου Κοντολέων συνοψίζεται στις επίμονες αναζητήσεις του ανθρώπου να ανακαλύψει την ταυτότητά του, μέσα από πνευματικές διαδρομές, διανθρώπινες και διαπροσωπικές συναναστροφές. Η εμμονή στις αναζητήσεις του εγώ καταδεικνύει την αγωνία του συγγραφέα να διεισδύσει στο βάθος της ύπαρξης, αλλά την ίδια στιγμή υποδηλώνει την νεανική ορμή ενός ανθρώπου που επιζητά διαρκώς την αλήθεια. Μια ορμή που, επειδή ακριβώς είναι νεανική, παρά τα λεγόμενα του Αριστοτέλη, στον Μάνο Κοντολέων δεν καταλαγιάζει εύκολα.
Ως συγγραφέας, αρέσκεται σε πειραματισμούς σε ό, τι αφορά τη φόρμα των κειμένων του, γεγονός που υποδηλώνει την αγωνιώδη προσπάθειά του να συνθέσει εκ νέου το μύθο από διαφορετική οπτική. Θα έλεγε κανείς ότι επιχειρεί, με το πάθος που χαρακτηρίζει τη γραφή του, να εξαντλήσει κάθε του αθέατη πλευρά. Το σημείο αυτό επαληθεύεται και από το συγγραφικό του εγχείρημα να μεταπλάσσει ένα θεατρικό του έργο, την «Τέταρτη Εποχή» σε μυθιστόρημα. Αναφέρομαι βεβαίως στη «Λεβάντα της Άτκινσον».
Ο συγγραφέας έχει το ιδιαίτερο χάρισμα να διαλέγεται με ευχέρεια με αναγνώστες όλων των ηλικιών, ξεδιπλώνοντάς σε εκείνους την οπτική του γύρω από το θέμα με το οποίο κάθε φορά καταπιάνεται σε μια προσπάθεια να συναντήσει την οπτική όλου του εύρους του αναγνωστικού κοινού.
Το έργο του Μάνου Κοντολέων έχει αποσπάσει πολλάκις επαινετικές κριτικές και διακρίσεις, ενώ αρκετά από τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί στο εξωτερικό. Τη φετινή χρονιά ο συγγραφέας συμπληρώνει 30 χρόνια συγγραφής. Με αφορμή μάλιστα την επέτειο αυτή εξέδωσε πριν λίγο καιρό το βιβλίο «Πολύτιμα Δώρα». Εμείς του ευχόμαστε να είναι δημιουργικός και να μας προσφέρει κι άλλες ευχάριστες αφορμές για ανάγνωση.
Η αφορμή της σημερινής μας συνάντησης είναι η παρουσίαση του μυθιστορήματος του Μάνου Κοντολέων «Λεβάντα της Άτκινσον».
Τι σχέση μπορεί να έχει ένα άρωμα με την πολυετή ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων; Πόσο μακριά μπορεί να οδηγήσει ο έρωτας; Τι θα συμβεί όταν δύο άνθρωποι έχουν χάσει την επικοινωνία τους, τόσο που κι οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους; Άραγε θα κατορθώσουν να σωθούν, όσο μπορούν ακόμη να μιλήσουν; Ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει; Δύο συν δύο πρόσωπα σε μια παράξενη, αλλά όχι αδιέξοδη ιστορία. Άνθρωποι που χάνουν το παιχνίδι και άνθρωποι που χτίζουν νέους κανόνες.
Μυθιστόρημα ψυχολογικό, υπαρξιακό ή ίσως και τα δύο μαζί. Που πονάει, αλλά και ανακουφίζει. Παίζει με τον χρόνο, δημιουργεί ερωτήματα, ανατρέπει. Πραγματεύεται την ανθρώπινη επικοινωνία μέσα από λεπτά σκηνοθετικά τεχνάσματα που άλλοτε ξαφνιάζουν κι άλλοτε συγκινούν…
Η «Λεβάντα της Άτκινσον» χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον συγγραφέα ως «ένα μυθιστόρημα αρκούντως κλειστό, ιδιαιτέρως αυτοαναιρούμενο και έντονα ψυχογραφικό… Ένα μυθιστόρημα φθοράς του έρωτα όσο και επαναπροσδιορισμού του. Ακριβώς όπως είναι, μα και πρέπει να είναι, η ερωτική σχέση δύο ανθρώπων που τους συντροφεύει από την νεότητά τους έως την ωριμότητά τους».
Για ποιο λόγο άραγε ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στη φθορά του έρωτα επιλέγεται να είναι κλειστό; Μήπως επειδή ο επαναπροσδιορισμός του επιβάλλει κατ’ ανάγκη την απομόνωση, τη στροφή προς τα έσω, προς την πηγή του φωτός, σύμφωνα με τον πλατωνικό μύθο της σπηλιάς; Κι έπειτα, πόσο υγιής είναι η ερωτική σχέση που χρήζει επαναπροσδιορισμού;
Το μυθιστόρημα «Λεβάντα της Άτκινσον» πραγματεύεται το θέμα της ανθρώπινης επικοινωνίας στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής ζωής. Όσο υπάρχει ακόμα το δικαίωμα στην επικοινωνία, οι ήρωες θα έχουν τη δυνατότητα να οικοδομήσουν νέους κανόνες, ώστε να επανασυγκροτήσουν τη ζωή τους. Η επικοινωνία καθίσταται βασικός παράγοντας της διαρκούς αλλαγής που απαιτείται για την ύπαρξη. Η μη επικοινωνία, η μη αλλαγή, είναι ασθένεια. Η φυσική πορεία του ανθρώπου, είναι η εξέλιξη. Η πλοκή του μυθιστορήματος ίσως μας οδηγήσει στο συμπέρασμα (ίσως, γιατί κάθε αναγνώστης μπορεί να βρει τις δικές του ερμηνείες) ότι το κλειδί της εξέλιξης είναι η επικοινωνία. Η πνευματική, η ψυχική, η σωματική.
Μια πρωτότυπη δομή, μια αφήγηση που δεν αφήνει κενά, όπου όλα συμπληρώνονται κι αλληλοεξαρτώνται, με εκπλήξεις και ανατροπές. Ένα ψυχογραφικό μυθιστόρημα που ενεργοποιεί το συναίσθημα. Η ιστορία εξελίσσεται μέσα σε λιγοστές ημέρες, οι οποίες είναι αρκετές για να φέρουν αλλαγές στις ζωές των ανθρώπων.
Οι πρωταγωνιστικοί ήρωες είναι τέσσερις. Ένας επιτυχημένος μεσήλικας άνδρας, ο Μενέλαος. Η γυναίκα του, η Κλέα, η οποία φέρεται να υποφέρει σε έναν γάμο πληκτικό και μονότονο. Και τα δύο παιδιά τους η εικοσιεπτάχρονη Αντιγόνη και ο εικοσιδυάχρονος Δήμος.
Εκ πρώτης, τα ονόματα των ηρώων αλιεύτηκαν εμφανώς από την ελληνική αρχαιότητα. Πόσο τυχαία μπορεί να είναι μια τέτοια επιλογή; Το όνομα Μενέλαος σηματοδοτεί τον εγκαταλελειμμένο σύζυγο της Ελένης που πήρε την αιφνίδια απόφαση να ακολουθήσει, από έρωτα, τον Πάρη. Ο Μενέλαος του μυθιστορήματος έχει ανάλογη τύχη με τον ήρωα της ελληνικής μυθολογίας; Το όνομα Κλέα συγγενεύει ετυμολογικά με το κλέος, την ηρωική πράξη των ανδρών, όπως εκδηλώνεται στην πρώιμη αρχαϊκή εποχή του Ομήρου. Τι είδους ηρωική πράξη θα μπορούσε να αναλάβει μια ώριμη παντρεμένη γυναίκα στην εποχή μας; Το όνομα της Αντιγόνης παραπέμπει στην τραγική ηρωίδα του Σοφοκλή που επέλεξε να αψηφήσει τους γραπτούς νόμους της άρχουσας τάξης, επειδή ο άγραφος νόμος της αδελφικής αγάπης τής επέβαλλε να μεριμνήσει για τον ενταφιασμό του νεκρού αδελφού της. Τι είδους συναισθήματα τρέφει η Αντιγόνη στο μυθιστόρημα για τον μικρότερο αδελφό της; Τέλος, το όνομα Δήμος μάς οδηγεί στην αρχαιοελληνική έννοια του συνόλου των ελεύθερων πολιτών που εμπνέονται και τηρούν τις αρχές της δημοκρατίας. Άραγε ο Δήμος στο μυθιστόρημα είναι ο εκφραστής της κοινής γνώμης που απαιτεί τη δικαιοσύνη, η οποία διασφαλίζει, βεβαίως, την κοινωνική ισορροπία;
Οι ήρωες αποφασίζουν να αναζητήσουν τις λύσεις, στρέφοντας το φακό στον εαυτό τους, στην προσπάθειά τους να λύσουν όλων των ειδών τους γόρδιους δεσμούς. Καταβάλλοντας προσπάθεια, αποφεύγουν να προβάλλουν τα αδιέξοδά τους στους άλλους και εστιάζουν στο πώς οι ίδιοι θα μειώσουν το κόστος της θέσης που πήραν στην οικογενειακή σκακιέρα και κατ' επέκταση στη ζωή. Μέσα από μια βαθύτερη εξερεύνηση του εαυτού και της σχέσης του με τη ζωή, αργά αλλά σταθερά, δύο άνθρωποι διευρύνουν τους ορίζοντές τους και ελευθερώνουν το δυναμικό τους. Συνειδητοποιούν ότι όσα είχαν μάθει για να επιβιώσουν, δεν τούς αρκούν για να ζήσουν. Μαθαίνουν να παίρνουν την ευθύνη του εαυτού τους στα χέρια τους. Αντιλαμβάνονται ότι, αντί να θυσιάζουν τη δική τους ζωή για τους ανθρώπους που αγαπούν, μπορούν να τους βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά, αν προηγουμένως βοηθήσουν τον ίδιο τους τον εαυτό, αφουγκραζόμενοι τις ανάγκες του. Μέσα από αυτή την ενορχηστρωμένη διαδικασία, μαθαίνουν ότι την πραγματική ελευθερία τη βρίσκεις μέσα στις ίδιες τις δεσμεύσεις σου. Οι αντιστροφές, οι ανατροπές και οι ανακατατάξεις πραγματικά φέρνουν ίλιγγο.
Όλα τα βασικά ερείσματα του γάμου και της σχέσης του ζευγαριού, όπως την ξέραμε, γκρεμίζονται ένα προς ένα, για να επανιδρυθούν. Οι επιπτώσεις που βιώνουν, όσο επώδυνες κι αν είναι, ωθούν τους δύο συντρόφους να περάσουν μέσα από το τούνελ των προσωπικών αναζητήσεων - μέσα από βαθύτερα στρώματα της υπαρξιακής και βιολογικής τους υπόστασης - για να οδηγηθούν σε μια πιο συνθετική ταυτότητα.
Η δυναμική των οικογενειακών σχέσεων απαιτεί αλλαγές τόσο στο επίπεδο των ρόλων (τι κάνω, πώς ενεργώ), όσο και στο επίπεδο της ταυτότητας (ποιος είμαι) ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα. Όταν η συμβίωση παύει να καλύπτει τις ανάγκες του ενός ή του άλλου, όταν οι δύο σύζυγοι νιώσουν μετέωροι, θα χρησιμοποιήσουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, όποια μέσα μπορούν για να επιβιώσουν, πληρώνοντας, όπως επιβάλλεται, το ανάλογο κόστος. Άνδρας και γυναίκα ψάχνουν, αγωνιούν και ματώνουν, αλλά σιγά - σιγά συνειδητοποιούν ότι δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις και ότι σίγουρα αυτές δεν θα έρθουν απ’ έξω.
Ο συγγραφέας, γλιστρώντας συνεχώς από το ρεαλισμό του εξωτερικού στο εσωτερικό των συνειδήσεων των ηρώων και αντίστροφα, ανατέμνει το καθημερινό, μικροσκοπεί στιγμιότυπα της κοινωνικής πραγματικότητας, αναδεικνύει ανδρικές και γυναικείες στάσεις, διαγράφει χαρακτήρες, δίνοντας μια οξεία, διαπεραστική ανάλυση των ανθρώπινων σχέσεων αλλά και των αδικιών σε κοινωνικό - οικογενειακό επίπεδο. Οι αντιδράσεις των προσώπων συντάσσουν τον πίνακα των κοινωνικών ηθών και των παραβάσεών τους.
Η αφήγηση συγκροτεί ένα πίνακα ρεαλισμού με πολλές κοινωνικές και ηθογραφικές πινελιές, στον οποίο τα πρόσωπα ξεδιπλώνουν τη σχέση τους με τον τόπο, τον κόσμο και τα άλλα πρόσωπα. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση λειτουργεί σε αρκετά σημεία ως εσωτερικός μονόλογος των ηρώων, ξεδιπλώνοντας μια σειρά από πληροφορίες για τη ζωή τους, αλλά και μια σειρά από σκέψεις που την ανατέμνουν και προσπαθούν να την υπερβούν. Έτσι η διήγηση παίρνει τη μορφή μιας «εσωτερικής ροής» που διαπερνά τη συνείδηση των ηρώων.
Στο μυθιστόρημα «Λεβάντα της Άτκινσον» ψυχογραφείται με μοναδική μαεστρία η γυναίκα. Η γυναίκα που αναδύει νέες πτυχές του εγώ της, αντιλαμβανόμενη τα θέλω της και αποφασισμένη να τα μετουσιώσει σε πράξη. Η γυναίκα που καταθέτει με θάρρος το ψυχικό σθένος της να διεκδικήσει και να δρομολογήσει τις αλλαγές στη ζωή της και βεβαίως στη ζωή των γύρω της.
Κι ενώ για τη γυναίκα η διεύρυνση της ταυτότητάς τής προσθέτει στοιχεία συνυφασμένα με τη δύναμη και την αποτελεσματικότητα, για τον άνδρα η αντίστοιχη διεργασία απαιτεί την παραδοχή της ευάλωτης πλευράς του εαυτού του. Κάτω από τη σκληρή αρρενωπή πανοπλία του, κρύβεται ένα περίπλοκο και επώδυνο συναισθηματικό υπόβαθρο. Εκεί έχει συσσωρευτεί οργή και θλίψη που πηγάζει από τον τρόμο της απώλειας. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι κυριαρχεί ένα τόσο βαθύ συναίσθημα αδυναμίας στους άνδρες. Μοιάζει σχήμα οξύμωρο το ότι ο άνδρας θα πρέπει να δεχτεί την αδυναμία του για να βρει τη δύναμή του.
Χρονικά, το μυθιστόρημα ξεκινά ένα απόγευμα μέσα στον οικιακό χώρο μιας αστικής οικογένειας. Ο αφηγητής στο πρώτο κεφάλαιο συντάσσεται με την οπτική του Μενέλαου, αποκαλύπτοντας τις μύχιες σκέψεις και επιθυμίες του. Η γραφή είναι ευαίσθητη στη διεργασία της ανάμνησης και του αναστοχασμού, στον τρόπο με τον οποίο οι ήρωες απηχούν τα γεγονότα της ζωής, τους τόπους, τους ανθρώπους και τις καταστάσεις.
Ο Μενέλαος, συνειδητοποιώντας το αδιέξοδο που βιώνει η γυναίκα του έπειτα από 38 χρόνια κοινής συζυγικής διαδρομής, έχει αποφασίσει να επενδύσει το μέλλον των δύο στο κοινό τους παρελθόν. Όπως θα έκανε ένας άνδρας προκειμένου να σώσει τη σχέση του με τη γυναίκα του και έχοντας γνώση των τεχνικών με τις οποίες γράφεται, σκηνοθετείται και ερμηνεύεται το θέατρο της ζωής, σκηνοθετεί διαδρομές στα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους, στα πρώτα τους ραντεβού, προκειμένου να ανακινήσει μνήμες, πόθους και συναισθήματα. Οι μνήμες του παρελθόντος παρελαύνουν σε μια γραμμική διαδρομή της αφήγησης.
Η Κλέα, καταλογίζοντάς του ότι θυμάται τα πράγματα όπως ο ίδιος τα θέλει ή όπως ο ίδιος τα σχεδίασε, αποποιείται το παρελθόν και επιμένει να επαναφέρει τη συζήτηση στο τώρα: «Όχι δεν μένει μόνο στο παρελθόν, αυτό εκφράζει: καθόλου με το παρελθόν δεν θέλει να ασχοληθεί. Στο τώρα αναφέρεται. Του δείχνει πως αρκετά παίξανε με τις σκιές, τα φαντάσματα και τις χαμένες ή όχι ευκαιρίες. Για το παρόν τους μιλά και επιμένει ότι καμιά ενοχή δεν αποδέχεται» (σελ. 51).
Ο Μενέλαος, θυμωμένος, αποφασίζει να της μιλήσει για τον τρίτο άνθρωπο που η γυναίκα του άφησε να μπει ανάμεσά τους. Η αντίδραση της Κλέας είναι άμεση – διεκδικεί με τόλμη την αυτοδιάθεση και την αυτοδιαχείριση: «Δεν είμαι πια εκείνο το κοριτσάκι…». Και λίγο πιο μετά: «Δεν ξέρω πόσα χρόνια ακόμα θα ζήσω…» (σελ. 53).
Ο πρωταγωνιστής αισθάνεται ότι απέναντί του έχει όχι πια την Κλέα που γνώριζε, αλλά μια άλλη γυναίκα αποφασιστική, διεκδικητική ενός μέλλοντος που επιθυμεί να το σκηνοθετήσει η ίδια, σύμφωνα με τη δική της βούληση και τις προσωπικές της επιθυμίες. Εκείνες που νιώθει ότι οφείλει επιτέλους να εκπληρώσει…Ο αφηγητής αναλαμβάνει να μας μεταφέρει αυτά που ο Μενέλαος αισθάνεται: «Αλλά βαθιά μέσα του έχει σχεδόν αποδεχτεί ότι η Κλέα δεν υπακούει σε κανόνες που η ίδια δεν θέλει πλέον να ισχύουν. Ίσως – μια άλλη σκέψη αυτή-, ίσως πάλι να θέλει να πάρει επάνω της όλη την ευθύνη της κρίσης. Γυναίκα δεν είναι; Και οι γυναίκες συνήθως θεωρούν πως το πρόβλημα στη σχέση από αυτές προέρχεται –έχουν χάσει ίσως τη γοητεία τους, δεν καταφέρνουν να παραπλανούν ή να πείθουν το σύντροφό τους. Με δυο λόγια, αναλαμβάνουν εξολοκλήρου την ευθύνη της ρήξης, ακόμα κι όταν δεν τους αναλογεί παρά ένα μικρό ποσοστό της. Μια στάση που έχει να κάνει, βέβαια, με την ταύτισή τους με ρόλους μάρτυρα – η εκδίκηση του καταπιεσμένου, ας πούμε. Ακριβώς, δηλαδή, το ανάποδο από αυτό που συνήθως συμβαίνει στους άντρες. Αυτοί αγνοούν τα πάντα, και όταν τα πάντα γίνουν φανερά, τότε ξαφνιάζονται, τα χάνουν, καταρρέουν, δεν αποδέχονται μερίδιο ενοχής – ποτέ ο κυρίαρχος δεν αποδέχεται ότι έχει κάνει λάθος’ προτιμά τη ρετσινιά του ανέμελου» (σελ. 58).
Ο Μενέλαος απευθύνει την κατηγορία στη γυναίκα του ότι διάλεξε τη συντροφιά ενός ομοφυλόφιλου άνδρα, προκειμένου να μπορεί να τον ελέγχει. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο συγγραφέας επιλέγει να μην μας μεταφέρει (ούτε δια στόματος της Κλέας) το πώς ο νεαρός άνδρας που έβγαινε με την ηρωίδα αισθανόταν απέναντί της. Μήπως άραγε επιχειρεί, με τον τρόπο αυτό, να υποβαθμίσει τον ρόλο του, ως καταλύτη, της προϋπάρχουσας κρίσης στη σχέση των δύο συζύγων; Μήπως στοχεύει στην ανάδειξη του ότι η πηγή των όποιων προβλημάτων πηγάζει από τα δύο συμβαλλόμενα πρόσωπα και μόνο;
Φθάνοντας στα όρια του παραλογισμού, ο Μενέλαος επιχειρεί να την κάνει να παραδεχτεί ότι θα ήθελε κάτι περισσότερο από μια απλή παρέα με τον νεαρό. Η αντίδραση της Κλέας αποδεικνύει και πάλι την αμετάκλητη απόφασή της να αλλάξει ζωή: «Μέχρι και πριν από λίγο έτσι ήταν. Ναι πάντα σκεφτόμουνα τους άλλους…» - μα αν μαζί του συμφωνεί, τότε θα διαφωνεί με τα όσα κάποτε είχε κάνει; «Ήμουνα η σεμνή κόρη που δεν έπρεπε να εκθέτει την οικογένειά της», με τα δάχτυλα μετρά τις αρετές που καταπιέζανε, «η σύζυγος που δεν έπρεπε να δίνει δικαιώματα να τη σχολιάζουν, η μητέρα που έπρεπε να φροντίζει τα παιδιά της να μην τους λείπει τίποτε…» τα δάχτυλα παύουν να παίζουν το ρόλο του άβακα, από κάπου προσπαθούν να γραπωθούν, «στον εαυτό μου τίποτε δεν έδινα…Δεν τον άκουγα καν!» το σώμα της έχει τεντωθεί επικίνδυνα, «ως εδώ!» εκτονώνεται, «τώρα τον ακούω…Ναι!» στρέφεται προς το μέρος του. Το πρόσωπό της λες και θέλει να πέσει πάνω στο δικό του. «Το καταλαβαίνεις; Δεν έχει να κάνει με σένα…Μ’ εκείνον… Με μένα έχει να κάνει!» ουρλιάζει, ξεσπά, εκρήγνυται, «με μένα γαμώτο!» κραυγάζει και τα χέρια της αναζητούν την ελευθερία καθώς χώνονται μέσα στα μαλλιά της»…(σελ. 78).
Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου ο αφηγητής παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την Κλέα αυτή τη φορά. Έτσι κι εμείς, ως αναγνώστες, παρακολουθούμε την εύθραυστη ψυχολογία και τις εκρήξεις μιας γυναίκας που μπροστά στον άντρα της είχε συνηθίσει να σιωπά, καθώς ο λόγος της ακυρωνόταν από το λόγο εκείνου. Η μειονεκτική της θέση μέσα στην οικογένεια δεν της επέτρεπε κατά το παρελθόν έντονες αντιδράσεις, γι’ αυτό και συνήθως εξέφραζε την αντίθεση ή τη διαφωνία της, κλεισμένη σε μια πεισματική σιωπή. Φτάνοντας όμως στα όρια της αγανάκτησης, η Κλέα αποκτά την κυριότητα του λόγου και, υπερβαίνοντας κοινωνικές νόρμες και γλωσσικά στερεότυπα, αντιμετωπίζει με δυναμισμό τον αποδέκτη των λόγων της. Παραδέχεται ότι δεν ήταν παρά «Ένας ψυχικά ευνουχισμένος άνθρωπος» (σελ. 85). Να προσθέσω στο σημείο αυτό ότι η ηρωίδα είναι και σωματικά ευνουχισμένη, καθώς έχει υποβληθεί σε μαστεκτομή.
Η Κλέα αγωνίζεται να ανακτήσει το δικαίωμα της ερωτικής επιθυμίας και της συντροφικότητας. Χωρίς να εκφέρει ένα «στρατευμένο» λόγο, εξερευνά μια άλλη δυνατότητα του γυναικείου γίγνεσθαι. Επιθυμεί να διαχειρίζεται τη μοίρα της, αντί να την υφίσταται. Τα θέματα που συνθέτουν το σύμπαν των περισσότερων αφηγήσεων είναι οι τόποι της παιδικής ηλικίας, οι οικογενειακές και κοινωνικές συγκρούσεις, τα κοινωνικά κλισέ και στερεότυπα, η ερωτική επιθυμία, οι κοινωνικοί μύθοι για τη γυναίκα και τον άντρα, η σχέση με τα γονεϊκά πρόσωπα, μικρά δηλαδή χρονικά της ζωής, που διαπερνούν όμως σαν ρίγος την επιφάνεια των πραγμάτων.
Η παρουσία της γυναίκας, ως υποκειμένου, εκτός από τα ψυχικά του σημεία, πολλές φορές εισάγει και την παρουσία του σώματος στο κείμενο. Το γυναικείο σώμα αποδεικνύεται ερωτογενές, γι’ αυτό και η ηρωίδα διεκδικεί το δικαίωμα της ερωτικής και σεξουαλικής επιθυμίας έξω από τις κοινωνικές συμβάσεις. Η Κλέα, αποποιούμενη τους παραδοσιακούς ρόλους της στο ενδοικογενειακό πλαίσιο, το ρόλο της συζύγου, της μητέρας, της νοικοκυράς (άλλωστε έχει αποκτήσει πολυετή εμπειρία, υποδυόμενή τους ρόλους αυτούς για χρόνια) διεκδικεί τώρα αποκλειστικά το ρόλο της ερωμένης. Αρνείται την ενασχόλησή της με τις επαναλαμβανόμενες αλλοτριωτικές οικιακές εργασίες. Η στάση της απέναντι στον εαυτό της, τους ανθρώπους και τη ζωή αλλάζει με την προοπτική ότι έχει κι αυτή μερίδιο στον έρωτα: «Κάποιος έπρεπε να φροντίζει αυτό το σπίτι!» - θυμάμαι τις στοίβες των ρούχων που έπρεπε να πλυθούνε, να σιδερωθούν, τα χειμωνιάτικα που έπρεπε να αεριστούν, τις λαϊκές που με κάνανε φορτωμένο γαϊδούρι. Κι όλα τα φαγητά που ήθελα – τρομάρα μου! – να είναι πάντα προσεγμένα και νόστιμα, Να μου λέει πρώτα πως είμαι καλή μαγείρισσα και στη συνέχεια να θέλει να σκιρτώ μέσα στην αγκαλιά του, όταν από μαγείρισσα έπρεπε να μετατραπώ σε ερωμένη… Ναι, αυτό ακριβώς! Μια ερωμένη θέλω να’ μαι, μια αιώνια ερωμένη. Ερωμένη και μόνο. Όχι άλλο ρόλο – με κούρασαν οι άλλοι ρόλοι. Τους φοβάμαι πια! Τους άλλους ρόλους μια γυναίκα μπορεί να τους παίζει σε κάθε ηλικία. Ο ρόλος της ερωμένης απαιτεί νεότητα…»(σελ. 87).
Ο ρεαλισμός του κοινωνικού χώρου και των σχέσεων επιχειρεί να επαναδομήσει μια τάξη πραγμάτων, να ανασύρει ψυχικά ίχνη και συγκρούσεις. Έτσι η διήγηση, ενώ προσπαθεί να αποδώσει το ρεαλισμό, ταυτόχρονα επιχειρεί να επιλύσει την κρίση της ταυτότητας του αφηγηματικού εγώ, κατοικημένου από αμφιβολίες και να ιχνογραφήσει τη διαφορετικότητα. Μ’ αυτό τον τρόπο, η γραφή επιδιώκει να εγκαταστήσει μια συνείδηση, δηλαδή ένα τρόπο του υπάρχειν του γυναικείου υποκειμένου μέσα στον κόσμο σε σχέση με τους άλλους, ώστε να τον αισθάνονται από κοινού και ο αφηγητής και ο αναγνώστης. Μ’ άλλα λόγια, ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι η αφήγηση δεν αφορά μόνο σ’ ένα πρόσωπο και τις σχέσεις που αυτό συγκροτεί, αλλά ότι μέσα από αυτό το πρόσωπο και τη δράση του, τίθενται οι όροι μιας γενικότερης προβληματικής.
Η Κλέα, ως σύζυγος, έως τώρα, αντλούσε το κοινωνικό της κύρος από τον Μενέλαο, έναν δυναμικό άντρα, επαγγελματικά επιτυχημένο και κοινωνικά αποδεκτό. Ήταν, ομολογουμένως ετερόφωτό του. Ζούσε και κινούνταν στη σκιά του: «Κι εσύ να λάμπεις…Ο γνωστός διανοούμενος, ο γοητευτικός άντρας, ο επιτυχημένος» - ναι, έτσι ήταν, είχα βρεθεί να ζω στη σκιά του…Δεν με ξέρανε ως Κλέα, αλλά ως γυναίκα του. Η παρουσία του ήταν και δικιά μου παρουσία. Αν αυτός χανόταν, εγώ θα εξαφανιζόμουν…»(σελ. 105).
Η αφήγηση, μέσα από τα γεγονότα της εσωτερικής και εξωτερικής ζωής της ηρωίδας, ξεδιπλώνει την προσωπική της πορεία προς την ανακάλυψη του εαυτού της. Παράλληλα αποκαλύπτει και μια σειρά από γυναικεία και αντρικά πρόσωπα που κινούνται γύρω της, των οποίων οι μικρές ‘εγκιβωτισμένες’ ιστορίες ζωής αποκαλύπτουν αντρικές και γυναικείες στάσεις, εμποτισμένες από τα διαδεδομένα στερεότυπα της κοινωνίας της εποχής. Ορισμένα από αυτά είναι η μητρική και προστατευτική γυναικεία φιγούρα, η γυναίκα - θύμα, η γυναίκα που αφιερώνεται στους άλλους, η ευαίσθητη και γενναιόδωρη, η γυναίκα νοικοκυρά. Όλες οι στερεοτυπικές εικόνες της γυναίκας εμφανίζονται είτε ως αναπαραστάσεις των ανδρών αποτυπωμένες σε συζητήσεις μεταξύ τους είτε ως στάσεις διαφόρων γυναικείων τύπων μέσα στις ‘εγκιβωτισμένες’ ιστορίες στην ιστορία της κύριας αφήγηση: «Οι άντρες μόνο για τις επιδόσεις μου στη μαγειρική είχαν να λένε- δεν με ρώτησαν ποτέ ποια γνώμη μπορεί κι εγώ να είχα για τις πολιτικές αλλαγές και για τα νέα κινήματα στο χώρο της Τέχνης…Και οι γυναίκες της συντροφιάς μήτε καν τη συνταγή μου ζητούσανε, απλά και μόνο μου κάνανε παράπονα πως είχα τάχαμου βάλει σκοπό να τις παχύνω…Και τότε δεν θα αρέσανε!...» (σελ. 106).
Η θετική αύρα που απέπνεε ο Μενέλαος είχε ως αποτέλεσμα τον θαυμασμό, ενίοτε και το φλερτ, των γυναικών που βρίσκονταν στην παρέα του. Η Κλέα τολμά να αναφέρει το όνομα της Έλλης που φέρεται ότι φλέρταρε τον Μενέλαο μέσα στο σπίτι τους, γεγονός που ικανοποιούσε τον τελευταίο, όπως τουλάχιστο εκείνος παραδέχεται. Και η Κλέα όμως είχε τις κατακτήσεις της. Μάλιστα είχε τολμήσει να εκμυστηρευτεί στον Μενέλαο, ότι είχε στο παρελθόν γοητευθεί από τον Χριστόφορο, με τον οποίο γνωρίστηκε σε διακοπές στο Πήλιο. Για το λόγο αυτό ζήτησε από τον Μενέλαο τότε να τη βοηθήσει, αφού τον διαβεβαίωσε ότι επρόκειτο για φυγή και όχι για έρωτα. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα φαίνεται πως είναι διαφορετικά: «Μα δεν είναι το ίδιο τώρα!» - μέχρι πότε θα διαμαρτύρομαι και θα ζητώ να αποδεχτεί τη νέα συνθήκη; Ωραία, λοιπόν, ας ξεκινήσουμε και πάλι από την αρχή αυτή τη σκηνή. Ο σκηνοθέτης εδώ παρουσιάζεται αδιάβαστος. «Τώρα εγώ ξέρω πως δεν ζω πια στη σκιά σου», του εξηγώ τον άξονα του ρόλου της πρωταγωνίστριας. Ίσως περισσότερο αναλυτικά πρέπει να το κάνω: «Δεν είμαι η γυναίκα του Μενέλαου, μα η Κλέα…» - ναι αυτό ακριβώς. Α, και κάτι ακόμα να μην το ξεχάσω… Συμπληρώνω: «Κι αυτός… δεν είναι Χριστόφορος» (σελ. 113).
Στο μυθιστόρημα του Κοντολέων, παράλληλα με τις στάσεις που οι άλλοι προόριζαν για τη γυναίκα, προβάλλονται κυρίως οι στάσεις που επιθυμεί η ίδια η γυναίκα. Έτσι, η γραφή επιτρέπει στο γυναικείο πρόσωπο να κοιταχτεί και σε άλλους καθρέφτες, αναπροσδιορίζοντας το αρσενικό και το θηλυκό και εγκαινιάζοντας μια άλλη αναπαράσταση σχέσεων ανάμεσά τους. Επίσης θέτει το πρόβλημα της ταυτότητας και του αυτοπροσδιορισμού του γυναικείου υποκειμένου και των σχέσεών του με τον άλλο, ως αντικείμενο επιθυμίας. Απομένει στον αναγνώστη να ανακαλύψει τα διάσπαρτα κομμάτια του εγώ, στην προσπάθειά του να ψηλαφήσει μια συνεκτική αναπαράσταση του γυναικείου προσώπου. Μέσα από τις φωνές των ηρώων, ο συγγραφέας αναδεικνύει τα στοιχεία που συγκροτούν την γυναικεία ταυτότητα, η οποία δεν αποδέχεται πια ένα «παγωμένο πεπρωμένο» αλλά υιοθετεί μια αυτόνομη γυναικεία φωνή. Η συνομιλία των δύο συζύγων, στην οποία παρεμβάλλονται οι σκέψεις της ηρωίδας, είναι άκρως αποκαλυπτική:
«Έχουμε κοινά ενδιαφέροντα…»…
«Μα έχει την ηλικία σχεδόν της κόρης σου!»…» Θα μπορούσε να είναι γιος σου!»
Από πότε διαλέγουμε τους φίλους μας σύμφωνα με την ηλικία τους; …
«Ξέρεις πόσοι θα είναι αυτοί που θα σε σχολιάζουν;»- τώρα, αν νομίζει ότι η παλιά μου εκείνη διάθεση να είμαι αρεστή και μη σχολιάσιμη από τους άλλους εξακολουθεί να με καταδυναστεύει, είναι γελασμένος. Η εποχή των καλομαγειρεμένων φαγητών και της υποταγής στα γούστα των άλλων έχει τελειώσει. Μα δεν καταλαβαίνει πως ακριβώς το αντίθετο με ελκύει; Να προκαλώ, να σοκάρω, να φέρνω σε δύσκολη θέση… Να μπερδεύω τις σκέψεις τους, τις θέσεις τους, τις ταξινομήσεις τους.
«Αδιαφορώ για τους άλλους!» …». Είναι συνεργάτης μου», του υπενθυμίζω…»(σελ. 118).
Ο νεαρός άνδρας είναι πράγματι συνεργάτης της Κλέας, η οποία διατηρεί κατάστημα με αντίκες. Η Κλέα, αρνούμενη να αποκλείσει το νεαρό άνδρα από τη ζωή της και υπερασπιζόμενη ότι δεν έχει απομακρυνθεί από το σύζυγό της, οδηγεί τις εξελίξεις στην κοινή απόφαση του χωρισμού.
Το τρίτο κεφάλαιο εμπλουτίζεται με την παρουσία της Αντιγόνης και του Δήμου, των δύο μαρτύρων της κρίσης. Η Αντιγόνη, πιο ώριμη και συγκροτημένη, επιχειρεί αφενός να συμπαρασταθεί στον αδελφό της και αφετέρου να διαγνώσει αν ο χωρισμός είναι η τελευταία λέξη των γονιών της. Ο Δήμος εμφανίζεται περισσότερο αδιάλλακτος απέναντι στο ενδεχόμενο χωρισμού των γονιών του. Ντρέπεται να το αποκαλύψει στους φίλους του και συναισθηματικά νιώθει ανέτοιμος να αντιμετωπίσει μια τέτοια κατάσταση. Η ατμόσφαιρα στο σπίτι ηλεκτρίζεται. Τα δύο παιδιά με θάρρος, και ενίοτε με ωμότητα, αποκαλύπτουν στους γονείς τους στιγμιότυπα από το καθεστώς ανασφάλειας μέσα στο οποίο μεγάλωσαν. Της ανασφάλειας των ίδιων τους των γονιών.
Στο παιχνίδι της οικογενειακής επιβίωσης, διανέμονται ρόλοι. Του πατέρα που διεκδικεί τη γυναίκα του, της μητέρας που διεκδικεί μια νέα ζωή, και των δύο παιδιών που διεκδικούν την αλήθεια: «Κάθε παιχνίδι κι ένα θεατρικό έργο είναι. Με πλοκή, ρόλους, ηθοποιούς και σκηνοθέτη. Παιχνίδι και η ζωή; Αν ναι, τότε ζω σημαίνει υποδύομαι. Κι έχω επιλέξει έναν κάποιο ρόλο’ ένα όνειρο –είμαι αυτός που φαίνομαι. Και επιλέγω τι από εμένα θα φανεί- σαν να λέμε, διαλέγω τον τρόπο που θα υποδυθώ τον ρόλο.
Διαλέγω ή άλλοι με επέλεξαν. Και η ερμηνεία μου απόλυτα συνυφασμένη με το εύρος του ταλέντου μου» (σελ. 198).
Οι δύο γονείς συνομιλούν κατ΄ ιδίαν με τα δύο παιδιά τους. Ο Μενέλαος με το Δήμο και η Κλέα με την Αντιγόνη. Θα μείνω στη συζήτηση της Κλέας με την Αντιγόνη. Η Κλέα, συζητώντας με την κόρη της, της εκμυστηρεύεται την ανάγκη της να υιοθετήσει ένα νέο ρόλο, τον οποίο φαίνεται διατεθειμένη να υποδυθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η αποφασιστικότητά της ενισχύεται από την αίσθηση ότι γερνάει: «Είσαι πολύ νέα ακόμα για να καταλάβεις τι μπορεί να σημαίνει να γερνάς…» -στην κόρη της απευθύνεται η Κλέα, μα στη συνέχεια στον ίδιο της τον εαυτό: «Και να μην το θες…Να το φοβάσαι!»(σελ. 211).
Η Αντιγόνη της επιρρίπτει κατηγορίες. Ότι μια ζωή φοβόταν και ότι έδειχνε να μην έχει εμπιστοσύνη στις δυνατότητες των άλλων: «Δεν μπορεί μια ολόκληρη ζωή να φοβάσαι κάτι! Άλλοτε τις ευθύνες, άλλοτε τις απόψεις των άλλων, άλλοτε την αρρώστια. Τώρα τα γηρατειά… Αύριο…» - οι φράσεις της προσπαθούν να συνενώσουν χάσματα χρόνου και σχέσεων»(σελ. 211). Και λίγο παρακάτω: «Όταν προλαβαίνεις τις επιθυμίες των άλλων, μπορεί και να σημαίνει ότι εσύ ο ίδιος δεν τολμάς να τους εμπιστευτείς» (σελ. 219).
Οι πρωταγωνιστές της σύγκρουσης τελικά αποφασίζουν να δώσουν άλλη μια ευκαιρία στη σχέση τους, επιχειρώντας μια απόδραση από την Αθήνα. Το τελευταίο κεφάλαιο περιέχει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προς τα έσω ταξιδιωτικές περιγραφές: «Μέσα στον χρόνο ταξιδεύουν οι άνθρωποι. Ταξίδια σε άλλους τόπους, μα ταξίδια και στην ίδια πάντα γειτονιά- απλώς από τη μια γωνία στην άλλη, από τον ένα δρόμο, στη στροφή του επόμενου. Ίσως και στο ίδιο πάντα σπίτι’ ταξίδι από δωμάτιο σε δωμάτιο…
Μέσα στον χρόνο ταξιδεύουν οι άνθρωποι κι άλλους ανθρώπους γνωρίζουν. Μένουν μαζί τους για μια στιγμή, μέρα, εβδομάδα…Μήνες, χρόνια…Και ταξιδεύουν μέσα στο κορμί των άλλων και μέσα στις σκέψεις τους. Στα όνειρα, στα σχέδια, στις μάχες, στις συμφιλιώσεις, στους συμβιβασμούς…
Μέσα στον χρόνο ταξιδεύουν οι άνθρωποι και ο ίδιος τους ο εαυτός αλλάζει –γερνά, ωριμάζει, αυτοαναιρείται, επιβεβαιώνεται, παραπλανάται, ανασυντάσσεται…
Μέσα στον χρόνο ταξιδεύουν οι άνθρωποι κι αυτό το ταξίδι το λένε ζωή – ζωή δική τους, ζωή του άλλου… Οι ζωές ταξίδια είναι» (σελ. 282).
Η Κλέα αναγνωρίζει, στο τέλος, ότι το δικαίωμά της στη ζωή επηρεάζει τις ζωές όσων βρίσκονται γύρω της. Το γυναικείο υποκείμενο έχει επιβεβαιώσει τελικά την ταυτότητά του σε σχέση και σε αντίθεση με τρεις δυνάμεις : την οικογένεια, τον άντρα και την κοινωνία. Ομολογεί ότι διατίθεται και πάλι να αφεθεί σε ό, τι αγάπησε, σε ό, τι την κούρασε, στα όσα υπήρξε.
Η κοινή παραδοχή τους ότι ξεχάστηκαν, ενδυναμώνει την επιθυμία των δύο συζύγων να ξεκινήσουν και πάλι, πιο δυνατοί αυτή τη φορά. Ο φόβος όμως που τους συντρόφευε σε όλη τη διαδρομή, τι απέγινε άραγε; Ο Ζαν Ανούιγ στην Ευρυδίκη γράφει: «Οι άνθρωποι πιστεύουν πως τις ρυτίδες πάνω στα πρόσωπα τις χαράζει ο τρόμος του θανάτου. Τι λάθος! Τις χαράζει ο τρόμος της ζωής!».
Με διεισδυτική ματιά στη γυναικεία ψυχοσύνθεση, ο συγγραφέας βάζει την ηρωίδα του να εξομολογηθεί: «Δεν έχω πάψει να φοβάμαι…» αισθάνομαι την ανάγκη να του εξομολογηθώ την αγωνία μου πως κάποια στιγμή μπορεί και πάλι να αναζητήσω υποκατάστατα και ψευδαισθήσεις» (σελ. 289).
Στην εξομολόγηση της πιο ουσιαστικής φοβίας της Κλέας μήπως ο φόβος γίνει και πάλι αβάσταχτος, ο Μενέλαος καθησυχάζει τη γυναίκα του, υποσχόμενος ότι θα σκεφτούν νέους ρόλους και θα σκηνοθετήσουν νέα έργα.
Το επιλογικό μέρους του μυθιστορήματος καθαίρει τον αναγνώστη από τη βασανιστική διαδρομή των δύο ηρώων προς την αυτογνωσία και τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης τους.
Θα κλείσω την παρουσίαση παραθέτοντας ορισμένες σκέψεις του ίδιου του συγγραφέα αναφορικά με το μυθιστόρημά του. Σε συνέντευξή του, η οποία φιλοξενείται σήμερα στην εφημερίδα «ΠΑΤΡΙΣ», ο Μάνος Κοντολέων σχολιάζει την πολυετή σχέση των δύο συζύγων. Μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Ο γάμος τους πιστεύω πως δεν ήταν φαινομενικά επιτυχημένος, αλλά αληθινά. Γι’ αυτό και αντιμετωπίζει μια κρίση. Κρίση έχουμε μόνο σε υγιείς οργανισμούς. Σε μη υγιείς έχουμε αδιαφορία και μόνο. Με απασχολεί, λοιπόν, το θέμα της φθοράς και αναζητώ τρόπους αντιμετώπισής της.
Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα νομίζω πως προτείνω κάποιους –από τη μια να αναγνωρίσουμε πως φθορά υπάρχει και από την άλλη, αυτή τη νέα φθαρμένη μορφή του άλλου να ερωτευθούμε και πάλι. Άλλωστε το ίδιο ζητάμε να κάνει κι ο σύντροφός μας για μας. Κάποιοι ίσως το πούνε κάτι τέτοιο συμβιβασμό. Αλλά κάθε ανθρώπινη σχέση έχει μέσα της στοιχεία συμβιβασμού… Και ψευδαίσθησης, αν θέλετε. Ο έρωτας μια ψευδαίσθηση δεν είναι, τάχα; Κι όμως με αυτόν δημιουργούμε, ζούμε… Κάθε ηλικία έχει δικαίωμα στον έρωτα. Κι όσο οι άνθρωποι μεγαλώνουν και πλησιάζουν προς τον θάνατο, τόσο και πιο πολύ έχουν ανάγκη τις ψευδαισθήσεις. Η ζωή είναι μια συνεχής ψευδαίσθηση».
Το άρωμα της «Λεβάντας της Άτκινσον», ως φαίνεται, δεν θα πάψει να αποτελεί το σήμα κατατεθέν της σχέσης ανάμεσα στον Μενέλαο και την Κλέα. Ευχόμαστε ότι και το άρωμα αυτής της συνάντησης θα μείνει στις μνήμες μας, ως ανάμνηση περισυλλογής, συγκίνησης και προβληματισμού.

13.2.10

Τα είπαμε ευπώλητα και λύσαμε το πρόβλημα



"Ποιος ο λόγος να δημοσιεύονται οι κατάλογοι με τα βιβλία που πουλάνε περισσότερο;" ρωτούσα -χρόνια πριν- το φίλο μου Γιώργο Γαλάντη, εκδότη και τότε όπως και τώρα του "Διαβάζω", αλλά εκείνη την περίοδο και διευθυντή του.
"Μα είναι μια πληροφορία που αναδημοσιεύουν όλες οι εφημερίδες και τα άλλα διάφορα έντυπα κι έτσι έμμεσως διαφημίζεται και το περιοδικό μας" μου είχε απαντήσει.
Σωστή εμπορική κίνηση. Κι αν τους καταλόγους με τα best sellers δεν τους είχε ξεκινήσει το "Διαβάζω" κάποιο άλλο έντυπο θα είχε βρεθεί να φέρει και στην Ελλάδα μια αμερικάνικη, στην αρχή, ευρωπαϊκή και παγκόσμια, στη συνέχεια, συνήθεια.
Αλλά εγώ, τόσα χρόνια τώρα, εξακολουθώ να αναρωτιέμαι ποιος ο λόγος ύπαρξης αυτών των καταλόγων.
Ως σύμβουλος εκδοτικού οίκου με ενδιαφέρει πολύ να γνωρίζω και το τρόπο που το κοινό αντιδρά στις επιλογές μας.
Αν ήμουνα, δε, και ο ίδιος εκδότης, ασφαλώς και θα ήθελα σε κάποιο συρτάρι του γραφείου μου να έχω αναφορές για τα γούστα της αγοράς. Μα κάτι τέτοιο θα το ήθελα ακόμα κι αν δεν ήμουνα παραγωγός βιβλίων, αλλά και του όποιου άλλου προϊόντος.
Όμως ως αναγνώστης -που σημαίνει ως ένα μέλος αυτού του μεγάλου και ανώνυμου κοινού- δεν θα ήθελα μια τέτοια ενημέρωση.
Δεν θα την ήθελα γιατί έχω μάθει στη λογοτεχνία να θεωρώ πως σημασία δεν έχει η γνώμη των πολλών, αλλά των λίγων και ίσως ούτε καν αυτών των ελαχίστων, μα η δικιά μου και μόνο.
Μετά από κάποια χρόνια, μας έπιασε η μανία μας με την ελληνικότητα και μεταφέραμε τον όρο στη δική μας γλώσσα -Ευπώλητα, τα είπαμε.
Αλλά είτε με την ξενόφερτη ονομασία, είτε με την ελληνική, το φαινόμενο έχει κάνει τη ζημιά του.
Οι αναγνώστες έχουν μετατραπεί σε καταναλωτές και οι συγγραφείς (στην πλειονοτητά τους) αναζητούν με χτυποκάρδι να δούνε αν το τελευταίο τους βιβλίο μπαίνει ή δεν μπαίνει στη λίστα. Κι όταν μπαίνει παριστάνουν τους αδιάφορους μεν, μα θετικά προσκείμενους στο φαινόμενο κι όταν δεν μπαίνει παριστάνουν πάλι τους αδιάφορους, μα τώρα αρνητικά προσκείμενους.



Και στα βιβλιοπώλεια (που όλο πληθαίνουν τα γιγάντια και όλο λιγοστεύουν τα μικρά) μόλις ο υποψήφιος αναγνώστης - αγοραστής εισέλθει, βομβαρδίζεται με τις στοίβες των βιβλίων που είναι στις πρώτες θέσεις κάποιας λίστας ευπωλήτων.
Και σε κάποια, μάλιστα, βιβλιοπωλεία απ΄ όπου περνούν πολλοί υποψήφιοι αγοραστές μυθιστορημάτων, βιβλία που δεν έχουν ένα μίνιμουμ αριθμό πωλήσεων σε συγκεκριμμένο χρονικό διάστημα, αμέσως φεύγουν από τα ράφια.
Ομολογώ πως με τα τούτα και με τα κείνα οι πωλήσεις των βιβλίων έχουν αυξηθεί. Μα πόσο πια σπάνια ανακαλύπτουμε βιβλία νέα που δείχνουν πως προορίζονται να αγνοήσουν το στοίχημα της επικαιρότητας και να αποκτήσουν μια διαχρονική αξία! Κι αν υπάρχουν, αν γράφονται (γιατί στ΄ αλήθεια ακόμα γράφονται) κάτι τέτοια έργα, αδύνατον να τα ανακαλύψεις εύκολα. "Το κακό νόμισμα διώχνει το καλό" έλεγε ένα παλιός φίλος. Και στη εποχή μας με τα έντονα οικονομικά προβλήματα, τον θυμήθηκα και με τρόμο αναλογίστηκα μήπως και "...το κακό βιβλίο διώχνει το καλό;"

11.2.10

Αναζητώντας στον σπαρμένο βάλτο

Η ελληνόγλωσση πεζογραφική αφήγηση στον 19o και στον 20ό αιώνα:

ο προγραμματικός αναχρονισμός και οι φυγόκεντρες αποκλίσεις




ΚΥΚΛΟΣ ΣΕΜΙΝΑΡΙΩΝ από τον Θανάση Τριαρίδη
http://www.triaridis.gr/keimena/keimE031.htm


Θεσσαλονίκη, Φεβρουάριος-Μάρτιος 2010





Έχουν προηγηθεί την τελευταία τριετία (από το φθινόπωρο του 2007) άλλοι εφτά κύκλοι σεμιναρίων με θέματα ευρωπαϊκού πολιτισμού και ελληνικής λογοτεχνίας (η ιταλική αναγέννηση * η ενοποιητική αφήγηση της Δύσης * η τραγωδία * η πορνογραφική αφήγηση στη Δύση * η ελληνική ποίηση στον 20ο αιώνα).



Και αυτός ο κύκλος σεμιαναρίων διοργανώνεται από το βιβλοπωλείο ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ (Γιώργος Αλισάνογλου, Εθν. Αμύνης 14, τηλ. 2310 220545) και θα γίνει επί 6 συνεχόμενες Τετάρτες (24 Φεβρουαρίου * 3 Μαρτίου * 10 Μαρτίου * 17 Μαρτίου * 24 Μαρτίου * 31 Μαρτίου 2010) στις 7.00 με 9.00 μμ, στο CAFÉ-BAZAAR στην Πλατεία Άθωνος (Παπαμάρκου 34, τηλ. 2310 241817), στη Θεσσαλονίκη.



Η τιμή συμμετοχής (περιλαμβάνει και τα 6 σεμινάρια και, όπως πάντα, δίνεται απόδειξη) είναι 100 ευρώ – για φοιτητές-σπουδαστές 50 ευρώ – κι αν κάποιος δεν έχει, δεν πειράζει.



Μπορείτε να δηλώσετε συμμετοχή στα τηλέφωνα 6937 160705, 2310 232058, 2310 220545 να μου στείλετε e-mail στο thanasis@triaridis.gr



Ακολουθεί το πρόγραμμα των σεμιναρίων και ένα (μάλλον φλύαρο) συνοδευτικό κείμενό μου…





***



Αναζητώντας στον σπαρμένο βάλτο



Η ελληνόγλωσση πεζογραφική αφήγηση στον 19o και στον 20ό αιώνα:

ο προγραμματικός αναχρονισμός και οι φυγόκεντρες αποκλίσεις





(6 δίωρα σεμινάρια)





1. Ο προγραμματικός αναχρονισμός ως αγωνία αυτοκατάφασης και ως αφηγηματικός Κανόνας.

Η ηθογραφία ως επιλογή φόβου και ως τεκμήριο «ελληνικότητας».



2. Η ελληνόγλωσση αφήγηση στον 19ο αιώνα: σποριές σε κινούμενη άμμο.

(Από τον Ροΐδη μέχρι τον Παπαδιαμάντη)



3. Μια προκάτ αστική «επανάσταση» και οι τυφλές αποκλίσεις.

(Από τον Θεοτόκη ώς τη Γενιά τού ’30)



4. Η λογοτεχνία του βιώματος: ο ατομικός σπασμός πέρα από την ηθογραφία.

(Τσίρκας, Μπεράτης, Χατζής, Φραγκιάς, Ταχτσής, Ιωάννου, Χάκκας)



5. Σύνθεση και αποδόμηση: Μια αφηγηματική παροχέτευση.

(Εμπειρίκος, Πεντζίκης, Καχτίτσης, Γονατάς, Βασιλικός, Μπακόλας, Χειμωνάς, Αλεξάνδρου)



6. Επίλογος: Αναζητώντας στον σπαρμένο βάλτο.



***





Στον κύκλο σεμιναρίων θα εξεταστούν πτυχές και τάσεις της ελληνικής πεζογραφικής αφήγησης από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού. Κεντρικός άξονας η αυτοπεριχαράκωση του ελληνικού αφηγηματικού λόγου τα τελευταία διακόσια χρόνια σε έναν προγραμματικό (ηθογραφικό) αναχρονισμό και η συνακόλουθη αδυναμία του να παραγάγει οποιαδήποτε αφηγηματική πρωτοπορία ή έστω να παρακολουθήσει έγκαιρα και γόνιμα τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές νεωτερικές αφηγηματικές απόπειρες και κατακτήσεις.



Πιο συγκεκριμένα: Ο ελληνικός ποιητικός λόγος τούς δύο τελευταίους αιώνες, πέρα από τους προφανείς εθνοκεντρικούς αναχρονισμούς, είχε να επιδείξει έναν τουλάχιστον πρωτότυπα νεωτερικό (σε παγκόσμιο επίπεδο) ποιητή (Καβάφης), έναν (το ολιγότερο) update ρομαντικό (Σολωμός), έναν ιδιότυπο όσο και μοναδικό επίγονο του σπληνικού μηδενισμού (Καρυωτάκης) και τουλάχιστον τέσσερις μείζονες ποιητές που μπόρεσαν να παρακολουθήσουν έγκαιρα και εξαιρετικά γόνιμα τις ποιητικές πρωτοπορίες (Σεφέρης, Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Ελύτης). Το αποτέλεσμα είναι πως το ελληνόγλωσσο ποιητικό σώμα των τελευταίων δύο αιώνων, παρά το ότι σαφώς χειραγωγήθηκε προς τη δημιουργία «εθνικού ποιήματος», «εθνικής ποίησης» και «ελληνικής ποίησης», κατάφερε να δώσει υψηλότατα δείγματα γραφής, ιδίως όταν επέλεξε τις προσωπικές ιστορίες έναντι της καθολικής ιστορίας και τα μεικτά ήδη έναντι της φορμαλιστικής νομιμότητας.



Αντίθετα, ο ελληνικός πεζός λόγος βρέθηκε εξαρχής εγκλωβισμένος σε έναν προγραμματικό ηθογραφικό αναχρονισμό – και, σε αντίθεση με τον ποιητικό λόγο, δεν υπήρξε ένας πραγματικά μείζων νεωτερικός πεζογράφος που να μπορέσει να αλλάξει την κατεύθυνση, ή να καταθέσει με το έργο του μια βιώσιμη αντιπρόταση. Το αποτέλεσμα ήταν η ελληνόγλωσση αφήγηση να μη μπορεί καν να ανεχτεί τις (έτσι κι αλλιώς επισφαλείς) απόπειρες αφηγηματικής πρωτοπορίας. Όπως κάθε θρησκόληπτη, φοβική και βαθιά συντηρητική κοινωνία, η Ελλάδα επικέντρωσε την πεζογραφική της παραγωγή στην ηθογραφία, γυρεύοντας να επιβεβαιώσει την κατασκευασμένη αυτοεικόνα της – και από αυτό το στάδιο δεν ξεκόλλησε ποτέ. Η έλλειψη ουσιαστικής αστικής τάξης (που αναμφίβολα γεννά την ενοποιητική αφήγηση της Δύσης), η ασύνδετη κοινωνία, η έλλειψη ουσιαστικής παιδείας και η υποκατάστασή της από τη θρησκευτική παρα-λογική, η επί αιώνες και δεκαετίες (ή και μέχρι σήμερα) θλιβερή έλλειψη σοβαρών μεταφράσεων μεγάλων αφηγηματικών έργων της δυτικής γραμματείας (ενδεικτικά: Αυγουστίνος, Δάντης, Βοκάκιος, Ραμπελέ, Αρετίνος, Θερβάντες, Σαντ, Πόε, Προυστ, Τζόις), μπορούν να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα ετούτου του αναχρονισμού, όχι όμως και να τον δικαιολογήσουν – πόσο μάλλον να τον δικαιώσουν…



Αυτός ο προγραμματικός αναχρονισμός, συνδυασμένος με τον κυρίαρχο εθνικισμό, με τις στρεβλώσεις και τα τέρατα που αυτός γεννά, εγκλώβισαν την ελληνική πεζογραφία στην αυτιστική αγωνία της ανατροφοδοτούμενης αυτοκατάφασης και της αυτοεκπληρούμενης «ελληνικότητας». Είναι χαρακτηριστικό πως η Γενιά τού ’30, προσπαθώντας να δει το παρελθόν του νεοελληνικού πεζού λόγου, δε θέλησε να βάλει στην αφετηρία του την από κάθε άποψη νεωτερική Γυναίκα της Ζάκυθος, αλλά επέλεξε ως προγραμματική αφετηρία την αφόρητη και φτηνής ποιότητας ηθικολογία των απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη.



Ο κάθε αναχρονισμός γεννά έναν επόμενο, ακόμη πιο θεριεμένο, που θα επιβεβαιώσει τον προηγούμενο και θα δικαιώσει τις παρωπίδες όσων προσφεύγουν σε αυτόν. Στη νεοελληνική πεζογραφία κυριάρχησε, περίπου ως απαράβατος Κανόνας, η ηθογραφία της αυτοκατάφασης, εξοβελίζοντας από την ελληνόγλωσση λογοτεχνική παραγωγή κάθε μορφή ριζικής φαντασίας. Για την ελληνική λογοτεχνία, δικαιωμένη αφήγηση λογαριάζονταν (και λογαριάζεται ακόμη) ό,τι επιβεβαιώνει την αυτοκατάφαση του αναγνώστη, ό,τι τον νανουρίζει, και επ’ ουδενί αυτό που μπορεί να τον ταράξει και να του χαλάσει τον ύπνο. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως, τον ίδιο καιρό που ο Κάφκα γράφει τη Μεταμόρφωση και τη Δίκη, στην Ελλάδα πεζογραφική πρωτοπορία είναι ο Πατούχας και το Όταν Ήμουν Δάσκαλος (θα μπορούσε να ήταν απλώς κωμικό, αν δεν ήταν πρωτίστως απελπιστικό). Αυτός είναι και ο λόγος που είδη τα οποία ανθούν εδώ και αιώνες στη λογοτεχνία της Δύσης όπως η πορνογραφία, η λογοτεχνία του τρόμου, η λογοτεχνία του φανταστικού, η επιστημονική φαντασία είναι περίπου ανύπαρκτα (ή και υπό διωγμόν) από τους κυρίαρχους κανόνες της υπερσυντηρητικής («αστικής» και «αριστερής») κριτικής.



Έτσι, η υστέρηση (συνδυασμένη συνήθως με τον στείρο και κακοχωνεμένο μιμητισμό) έγινε ο μόνιμος κανόνας του επίσημου Κανόνα της ελληνικής αφήγησης. Ενδεικτικά παραδείγματα: η αστική ηθογραφία του Μπαλζάκ περνάει (όπως και όσο) στην ελληνική πεζογραφία με καθυστέρηση ενός (!) αιώνα, ο νατουραλισμός του Ζολά καταγράφεται μετά από πενήντα χρόνια, ενώ ο μποβαρισμός του Φλομπέρ θα χρειαστεί εβδομήντα (και μόνο για όσο διαπερνά τα πρώτα μυθιστορήματα του Καραγάτση). Την ίδια ώρα ο Πόε θεωρείται παρακμιακός, το ίδιο και ο Ουάιλντ, ο Ντοστογιέφσκι ζωογονεί κάποιες από τις πιο σκοτεινές πτυχές του Παπαδιαμάντη και μετά πέφτει στο κενό (όπως στο κενό έπεσαν και αντίστοιχες παπαδιαμαντικές εξάρσεις, σκεπασμένες από την κοπριά της ηθογραφίας και την αποκρουστική αγιοποίηση), ο Ανατόλ Φραντς, ο Αντρέ Ζιντ, ο Τόμας Μαν είναι ανύπαρκτοι, ο Προυστ παραμένει αδιάβαστος μέχρι τις μέρες μας, και ο Τζόυς φτάνει (όσο φτάνει) στην ελληνόγλωσση αφήγηση με καθυστέρηση σαράντα χρόνων (και μόνο χάρη στην ιδιοφυΐα του Ν. Γ. Πεντζίκη). Κάτι από τον Κάφκα διαβάζουμε μόλις τέσσερις δεκαετίες μετά τον Κάφκα, στις πεζογραφικές δοκιμές του Ε.Χ. Γονατά και του Καχτίτση – για να θεωρηθούν κι αυτές ουσιαστικά «περιθωριακές» και να βρουν συνεχιστές ανάμεσα στους ομοτέχνους τους μόλις στο τέλος του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου…



Στον κύκλο σεμιναρίων θα προσπαθήσουμε να δούμε την ελληνική αφήγηση από το 1850 μέχρι το 1975 εγκλωβισμένη στο τέλμα του προγραμματικού ηθογραφικού αναχρονισμού. Συνάμα θα επιχειρήσουμε να δούμε τις (συνήθως) ασυναίσθητες και (σχεδόν πάντοτε) τυφλές αφηγηματικές αποκλίσεις της περιόδου αυτής ως σπασμούς νεωτερικής έκφρασης μέσα στον κυρίαρχο αισθητικό και ιδεολογικό Κανόνα. Έτσι, εκφάνσεις (προσοχή στη λέξη: εκφάνσεις και όχι το σύνολο) του έργου του Ροΐδη, του Βιζυηνού, του Μητσάκη, του Παπαδιαμάντη, του Θεοτόκη, του Μυριβήλη, του Καραγάτση, του Δούκα, του Βουτυρά, του Εμπειρίκου, του Πολίτη, του Τσίρκα, του Πεντζίκη, του Μπεράτη, του Φραγκιά, του Καχτίτση, του Γονατά, του Χειμωνά, του Χατζή, του Ταχτσή, του Βασιλικού, του Ιωάννου, του Μπακόλα, του Χάκκα, του Αλεξάνδρου και άλλων θα επισημανθούν ως απόπειρες διαφυγής ή παροχέτευσης – ενδεχομένως και ως βάσιμη ελπίδα.



Έτσι ο συγκεκριμένος κύκλος σεμιναρίων μπορεί να παραλληλιστεί με την περιγραφή (: την ιστορία) ενός βάλτου – αλλά και με το κυνήγι ενός θησαυρού μέσα σε αυτόν.

9.2.10

Τα Πολύτιμα Δώρα του Μάνου





Χτες ήταν -8 Φεβρουαρίου 2010. Στο νέο κτήριο (πρώην Γαλλικό Ινστιτούτο Πειραιά)του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη.
Χτες ήταν που με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου μου "Πολύτιμα Δώρα" (Εικόνες: Ρίτα Τσιμόχαβα, Εκδ. Πατάκη, 2009), γιορτάστηκαν τα 30 χρόνια συγγραφικής μου παρουσίας.
Ανάμεσα στους ομιλητές και η Αγγελική Γιαννικοπούλου, Καθηγήτρια ΤΕΠΑΕΣ Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Ήταν εκείνη που παρουσίασε αναλυτικά τη πιο πρόσφατη συλλογή... Παραμυθιών ή φανταστικών διηγημάτων;


ΤΑ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΔΩΡΑ
Το καινούργιο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων τα Πολύτιμα Δώρα είναι ένα εικονογραφημένο βιβλίο που περιλαμβάνει τρία έντεχνα παραμύθια, τρεις πολύτιμες ιστορίες. Τα Πολύτιμα Δώρα τόσο εξαιτίας της φόρμας τους –ανήκει στην ευρύτατη κατηγορία των εικονογραφημένων βιβλίων– όσο και με βάση ειδολογικά κριτήρια –είναι μια συλλογή παραμυθιών– ανήκουν στα βιβλία για παιδιά. Και πραγματικά είναι για παιδιά, αφού η ύπαρξη εικόνων, η έντονη μυθοπλασία και η γλαφυρότητα της αφήγησης το κάνουν ‘παιδικό’.
Όμως, όποιος διάβασε έστω και ένα μικρό απόσπασμα από τα Πολύτιμα Δώρα ευθύς εξ αρχής, από την πρώτη πρώτη παράγραφο, νιώθει να παρασύρεται σε ένα συναρπαστικό αναγνωστικό ταξίδι, καταλαβαίνει ότι κρατά στα χέρια του ένα βιβλίο που θέλει να διαβάσει, ένα βιβλίο που απευθύνεται (και) στον ενήλικο.
Τι πράγματι συμβαίνει; Και τα δύο. Γιατί το βιβλίο ανήκει στη ‘δύσκολη’, θα λέγαμε, κατηγορία των cross-over, δια-συγγραφή, δια-ανάγνωση θα το μεταφράζαμε σε ‘άτσαλα’ ακόμη ελληνικά, αφού το βασικό τους στοιχείο είναι ότι είναι δι-ηλικιακά, καταφέρνουν δηλαδή την ίδια στιγμή που απευθύνονται στον ανήλικο, να μιλούν και στον ενήλικο αναγνώστη. Σε μια προσπάθεια γεφύρωσης δυσθεόρατων χασμάτων το ίδιο βιβλίο κατορθώνει να πραγματοποιήσει μια παραδοξότητα· να ικανοποιήσει εξίσου ένα ιδιαίτερα διευρυμένο ακροατήριο, που εκτείνεται από το μικρό παιδί μέχρι τον έμπειρο ενήλικο. Έτσι ο ενήλικος αναγνώστης διαβάζει χωρίς να νιώθει ότι υποτιμάται ή συγκαταβατικά αποδέχεται κάτι που γράφτηκε για κάποιον, μικρό και άπειρο, αλλά και ο μικρούλης δεν αισθάνεται ότι το βιβλίο δεν είναι ακόμη για αυτόν.
Άλλωστε ο Κοντολέων είναι ένας συγγραφέας ανέκαθεν πολύγραφος (polygraphy), με την έννοια ότι κάποια από τα βιβλία του απευθύνονται σε μικρούς, άλλα σε πολύ μικρούς και άλλα σε ενήλικους. Αυτή τη φορά όμως μας δίνει ένα βιβλίο που διαβάζεται από ένα διττό ακροατήριο ανηλίκων και ενηλίκων αναγνωστών, με κάθε ηλικιακή ομάδα να προσεγγίζει το ίδιο βιβλίο με τρόπο διαφορετικό και λειτουργώντας σε ένα άλλο επίπεδο. Με μια προσέγγιση που θα μπορούσαμε να την πούμε προσέγγιση του κρεμμυδιού κάθε αναγνώστης ‘εισχωρεί’ σε όποιο βάθος επιθυμεί και δύναται σε ένα βιβλίο που εξαιτίας των πολλαπλών επιπέδων του ενθαρρύνει πολλές διαφορετικές αναγνώσεις.
Όμως παρόλο που η σχετική ορολογία crossover είναι τωρινή, η ύπαρξη παρόμοιων βιβλίων δεν είναι σημερινή. Ακόμη και παλιότερα κάποια βιβλία ‘διέσχισαν’ τα σύνορα και ενώ γράφτηκαν για παιδιά έγιναν αποδεκτά και από ενήλικους και τώρα διαβάζονται και αγαπιούνται από όλους. Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και ο πολύ αγαπημένος Μικρός Πρίγκιπας απευθύνονται συγχρόνως σε ένα διττό ακροατήριο ενηλίκων και παιδιών, κάτι που στην περίπτωση του τελευταίου φαίνεται να υποστηρίζεται και εκδοτικά, κλασική έκδοση για μεγαλύτερους και η πιο πρόσφατη pop up κυρίως για μικρότερους.




Τι είναι όμως αυτό που κάνει τα Πολύτιμα Δώρα μια κλασική περίπτωση δι-ηλιακιακού βιβλίου, ένα αδιαμφισβήτητο crossover:
♦ Καταρχήν θα έλεγα ότι σε αυτό συντελεί το υψηλό επίπεδο αισθητικής του βιβλίου που σέβεται και ικανοποιεί κάθε αναγνώστη. Και αυτό είναι φανερό σε όλα του τα στοιχεία: Από τη φροντισμένη έκδοση και την εικονογράφηση που αντλεί τη χρωματική της παλέτα από τις λάμψεις των πολύτιμων λίθων –φως διαμαντιών στην πρώτη ιστορία, μαργαριταρένια τρυφερότητα στη δεύτερη και σμαραγδένιες στάλες θάλασσας στην τρίτη– μέχρι τη μαγεία και τη δύναμη του λόγου. Σαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια οι λέξεις των παραμυθιών κλείνουν μέσα την ομορφιά ακέριων των νοημάτων και τη δύναμη των πιο έντονων συναισθημάτων. Γιατί ακόμη και όταν οι φράσεις του δημιουργού έχουν την ίδια (χημική) σύσταση με τις δικές μας, εκείνες κατορθώνουν να κρυσταλλώνονται σε μεγάλο βάθος και αντί για ταπεινός γραφίτης τα λόγια του ποιητή γίνονται πολύτιμα διαμάντια.
♦ Από την άλλη και η εικονογράφηση συντέλεσε στη δημιουργία ενός δι-ηλικιακού αναγνώσματος, ενός βιβλίου της κατηγορίας των crossovers. Τα παιδιά αγαπούν τα βιβλία με εικόνες και αν πιστέψουμε την Αλίκη των Θαυμάτων «τι αξία έχει ένα βιβλίο χωρίς εικόνες;». Αλλά και στην κοινή πρακτική συνήθως κατατάσσουμε ένα βιβλίο ως παιδικό και μάλιστα για παιδιά μικρότερων ηλικιών με κυρίαρχο κριτήριο την ύπαρξη, ή όχι ,πολλών, μεγάλων και πολύχρωμων εικόνων.
Όμως, αν φυλλομετρήσουμε τα Πολύτιμα Δώρα, θα δούμε ότι η εικονογράφησή του εκτός από την υψηλή της αισθητική που ικανοποιεί και έναν απαιτητικό (ενήλικο) αναγνώστη-θεατή, προσφέρει τη δική της εκδοχή των παραμυθικών ιστοριών, επιτείνοντας με τη ομορφιά των χρωμάτων τη μαγεία των λεκτικών κειμένων.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το πρώτο παραμύθι-πολύτιμο δώρο που αναφέρεται στη συγκλονιστική ιστορία μιας μάνας που γέννησε δυο γιους και μια νύχτα πολέμου έχασε τον πρωτότοκό της. Ο μικρός περιμένει να μεγαλώσει για να πάει να της τον φέρει. Η μάνα υπομένει και περιμένει. Όμως ο δεύτερος γιος γύρισε μόνος και το σπίτι, που δεν έγινε για μισο-χαρές αλλά για την ευτυχία ολόκληρη, αποδώ και πέρα θα παραμείνει άδειο. Η μάνα θα ανηφορίσει στο κοιμητήρι κι ο γιος ο μικρός θα φύγει για πάντα, αφού πρώτα φυλάξει κάτω από το μαξιλάρι δυο πέτρες σκληρές και αστραφτερές, δυο διαμάντια, τα πετρωμένα δάκρυα της μάνας.
Τα Διαμάντια αναφέρονται στην αγάπη της μάνας, μια αγάπη ανεκτίμητη, πολύτιμη όσο και αυτά. Αναφέρονται ακόμη και στη μοίρα. Μια μοίρα σκληρή και κοφτερή σα διαμάντι, που πέφτει πάνω στους ανθρώπους και με την ψυχρή της λάμψη διαπερνά τη ζωή τους και σκορπίζει τον πόνο.
Οι εικόνες στα Διαμάντια έχουν ενδιαφέρον έτσι όπως αυστηρές και επιβλητικές σκιαγραφούν, στους χρωματικούς τόνους του διαμαντιού, τις τραγικές φιγούρες της ιστορίας με κυρίαρχη εκείνη της μητέρας. Η πρώτη ολοσέλιδη εικόνα καταλαμβάνεται από μια μνημειακή απεικόνιση της μάνας-Εστίας, της μάνας που προσφέρει στέγη στους γιους της, πρώτα μες στο κορμί της, μετά στο σπίτι που φτιάχνει και για τους δυο τους, και πάντα μες στην ψυχή της. Κρατά τα χέρια σταυρωμένα παραδομένη στο πεπρωμένο και τα μάτια σφαλιστά για να μη δει τη μαύρη μοίρα που ως προάγγελος κακών έχει ήδη καθίσει στον ώμο της. Στις εικόνες αφθονούν οι οπτικές αναφορές στη μοίρα, άλλοτε με τη μορφή μαύρου πουλιού, άλλοτε ως μια αρμαθιά κλειδιά που ξεκλειδώνουν το πεπρωμένο κι άλλοτε ως το πικρό ποτήρι που κάποιο άγνωστο χέρι κερνά. Και ακόμη κλεψύδρες ως το κλασικό σύμβολο ενός χρόνου που κυλά συνεχώς προς τα εμπρός σηματοδοτούν το σκληρό βέλος του χρόνου που πάντοτε προχωρά και ποτέ δε σταματά, ούτε κείνες τις στιγμές που τους πρέπει η αιωνιότητα. Σαν την ευλογημένη ώρα που μια μητέρα καμαρώνει τους δυο της γιους να παίζουν χαρούμενοι στην αυλή του σπιτιού τους.

♦ Και τα τρία παραμύθια-πολύτιμα δώρα λειτουργούν σε πολλά επίπεδα και επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις. Και αυτό είναι που τα κάνει ένα διηληκιακό ανάγνωσμα. Έτσι την ίδια ώρα που τα παιδιά γοητεύονται από μια παραμυθική ιστορία και χαίρονται την παρουσία του υπερφυσικού στοιχείου παραμένοντας στο επίπεδο μιας άρτιας μυθοπλασίας, ο ενήλικος αναγνώστης επιχειρεί καταβάσεις στα βάθη της ψυχής του και περιπλανήσεις στις ομορφιές του κόσμου σε ένα αναγνωστικό ταξίδι που τον μαγεύει και τον ανταμείβει.
Σαν τα πολύτιμα διαμάντια που αφήνουν να τα διαπερνά το λευκό φως για να το γυρίσουν πίσω πολύχρωμο ουράνιο τόξο, έτσι και αυτό το ομώνυμο παραμύθι κλείνει μέσα του κείμενα και μοτίβα γνωστών ακουσμάτων. Οι χαρακτήρες του παραμυθιού, που παρά τη συντομία του, φαντάζουν ολοκληρωμένοι και ολοζώντανοι, φέρνουν ακέρια πάνω τους τα διαμάντια μιας μακράς λογοτεχνικής παράδοσης. Η υπόσχεση στη μάνα, ο αδερφός που αναζητά τον αδερφό αντανακλούν την καθάρια λάμψη των δημοτικών τραγουδιών –πόσο πολύ μας θυμίζει το Τραγούδι του νεκρού αδερφού, όπου ούτε ο θάνατος δεν εμπόδισε τον Κωνσταντή να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε στη μάνα του. Άλλα μήπως και τα πρόσωπα της ιστορίας, έτσι όπως έχουν δεθεί με μια μοίρα σκληρή, άτεγκη, δεν μας φέρνουν πίσω στην αρχαία τραγωδία; Καθώς με τραγική αξιοπρέπεια υπομένουν τη σκληρότητα της μοίρας, ακόμη και όταν συντρίβονται κάτω από το βάρος του απόλυτου πόνου, εξακολουθούν να παραμένουν ορθοί και θαυμαστοί, ακόμη ωραίοι, βιώνοντας μια αγάπη που νικήθηκε χωρίς ποτέ να αποτύχει.
Αλλά και τα Μαργαριτάρια επιδέχονται και ενήλικες αναγνώσεις-ερμηνείες πέρα από το πρώτο επίπεδο μιας όμορφης ιστορίας. Τα παιδιά συνήθως παραμένουν σε μια αφήγηση που μιλά για ένα μουσικό που αφουγκραζόταν τους ψιθύρους της φύσης και τους μετέτρεπε σε μουσική, μαργαριτάρια πολύτιμα για τους ανθρώπους.
Τα Μαργαριτάρια μιλούν για την αγάπη. Ο ίδιος ο Μάνος Κοντολέων φαίνεται να υποστηρίζει (σε ένα είδος επιλόγου) ότι πρόκειται για μια αγάπη, απλή, ήσυχη, ανυστερόβουλη, την αγάπη για τον άλλο, τον άνθρωπο που μοιράζεται μαζί μας την ομορφιά της ίδιας πόλης, της κοινής γης. Την αγάπη της κάθε μέρας, της κάθε στιγμής, την αγάπη μιας όμορφης, επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας. Την αγάπη εκείνη που «σα γύρη του κόσμου» οι φίλοι τη συλλέγουν μέσα στην ξεχασμένη ομορφιά των χιλιοϊδωμένων απλών πραγμάτων.
Όμως, τα Μαργαριτάρια μιλούν για τις ξεχασμένες μελωδίες της φύσης που γίνονται χρώματα στα χέρια του ζωγράφου, μουσική στο δοξάρι του καλλιτέχνη και ολοστρόγγυλες, γυαλιστερές λέξεις στα βιβλία των ποιητών, και όλα μαζί γιορντάνια πολύτιμα στην ψυχή των αναγνωστών.
Διαβάζοντας τα Μαργαριτάρια ένιωσα ότι σε μένα μίλησαν για την αγάπη του δημιουργού, του κάθε καλλιτέχνη. Αγάπη δυνατή και οπωσδήποτε διττή. Γιατί ο δημιουργός, από τη μια αγαπά τον άνθρωπο, τον καθένα χωριστά, τον αναγνώστη, το θεατή. Γι’ αυτό και του προσφέρει να μοιραστεί μαζί του ό,τι πιο πολύτιμο κρατά κρυμμένο μες στην ψυχή του. Από την άλλη είναι η αγάπη του δημιουργού για τον κόσμο γύρω του, ακόμη και για την πιο μονότονη καθημερινότητα, που, καθώς την αφουγκράζεται, νιώθει τη λησμονημένη ομορφιά της και την μεταπλάθει σε τέχνη. Και τότε γίνεται το θαύμα: Το στρείδι ανοίγει και το μαργαριτάρι φανερώνεται, πολύτιμο δώρο για τον αναγνώστη.

Με το σημερινό βιβλίο ο Μάνος μάς χαρίζει για άλλη μια φορά Πολύτιμα Δώρα, όπως άλλωστε το συνηθίζει τα 30 αυτά χρόνια που γράφει για μας, παιδιά και μεγάλους ή ακόμη και παιδιά που τώρα πια μεγαλώσαμε και μεγαλώνουμε τα δικά μας παιδιά. Για όλα αυτά τα δώρα των 30 χρόνων, τα πιο πολύτιμα από τα πολύτιμα, για τις ανεκτίμητες ώρες που τα κρατήσαμε στα χέρια μας, αλλά και για τις χιλιάδες ευλογημένες στιγμές που τα κλείσαμε μέσα στην ψυχή μας. Μάνο Σε Ευχαριστούμε.

7.2.10

Η αρχή
























Αύριο, σε χώρους της Βιβλιοθήκης Λασκαρίδη, θα γιορταστούν -με την ευκαιρία της έκδοσης της συλλογής μου "Πολύτιμα Δώρα" - τα τριάντα χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο.
Αλλά σήμερα, θέλησα να θυμηθώ μια άλλη επέτειο -εκείνο το κείμενο από το οποίο όλα ξεκινήσανε.
Πενήντα χρόνια από εκείνη την πρώτη μου εμφάνιση...
Το μοιράζομε μαζί σας.

Στο μικρό γατάκι

Είχα ένα όμορφο γατάκι με δύο όμορφα ματάκια.
Το τρίχωμά του είχε τέτοιες αποχρώσεις, που έμοιαζε σαν ένα παιχνιδιάρικο τιγράκι.
Συχνά κοιμότανε στην αγκαλιά μου ευτυχισμένο από τα χάδια μου, ή έπαιζε μαζί μου χαρούμενο.
Μια μέρα αδιαθέτησε λιγάκι κι έχασε το κέφι του. Και είπαμε όλοι στο σπίτι: «Οι γάτες είναι εφτάψυχες, ας μη φοβόμαστε».
Μα οι μέρες περνούσαν και το γατάκι όλο χειροτέρευε.
Άρχισα τότε να ανησυχώ. Προσπαθήσαμε με διάφορα γιατρικά να το σώσουμε, αλλά ήταν πια αργά. Ώσπου μια μέρα, με τη λύπη ζωγραφισμένη στα ματάκια του, άφησε να πετάξει η ψυχούλα του.
Με πόνο το έθαψα στον κήπο του σπιτιού μου και από πάνω έβαλα μια γλάστρα με βασιλικό για να θυμάμαι το μέρος όπου κείται το μικρό κορμάκι του.
Είμαι τόσο λυπημένος που δε θα ξανακούσω την περίεργη φωνούλα του και δε θα ξαναδώ τα πράσινα ματάκια του!
Όλοι θα σε θυμόμαστε, μικρό μου γατάκι, καλέ μου Ποκοπίκο.


(Περιοδικό Διάπλασις των Παίδων, τ. 25, 21/5/1960, ψευδώνυμο Αρχιδούξ)

"Η κόρη του λοχαγού"





Α. Πούσκιν
Η κόρη του λοχαγού

μετάφραση από το ρωσσικό: Νίκου Σ. Αλεξίου
Κέδρος, Αθήνα 1955


Εδώ και κάποια χρόνια ανήκω σε μια λέσχη ανάγνωσης.
Τη χρονιά αυτή αποφασίσαμε να διαβάσουμε (κάποιοι από εμάς θα ξαναδιαβάζαμε) έργα κλασικά, από αυτά που λέμε πως είναι σταθμοί της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κι έτσι στις δεκαπενθήμερες συγκεντρώσεις μας βρεθήκαμε να συζητάμε άλλοτε για τον Ντοστογιέφσκι, άλλοτε για τον Ντίκενς και για τον Κάφκα, τον Σταντάλ, τον Καμύ...
Πέρα από τις επί μέρους παρατηρήσεις μας, σε εκείνο που όλοι λίγο πολύ συμφωνήσαμε ήταν πως κάποια έργα κλασικά μπορεί σήμερα να δείχνουν γερασμένα, αλλά το ότι την εποχή που γράφτηκαν ήταν πρωτοπορειακά, αυτό τα κάνει να διατηρούν μια αξία ακόμα και μέχρι τις μέρες μας.
Αλλά πέρα από αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να δει κανείς πως τα κλασικά μυθιστορήματα διαθέτουν μια κλασική δομή ανάπτυξης του μύθου τους και μια κάπως ουμανιστική ανάλυση των χαρακτήρων των κεντρικών προσώπων τους.
Αυτά τα δυο στοιχεία τα κάνουν να κρατάνε ακόμα και σήμερα το ενδιαφέρον του αναγνώστη τους.
Μέσα στο κλίμα αυτό, λοιπόν, βρήκα κάπου καταχωνιασμένο στη βιβλιοθήκη μου το μυθιστόρημα του Πούσκιν "Η κόρη του λαχαγού" και ξεκίνησα να το διαβάζω. Δεν το άφησα από τα χέρια μου έως ότου να φτάσω στην τελευταία του σελίδα.
Ομολογώ πως δε θυμάμαι να το είχα στο παρελθόν διαβάσει, μήτε και κανένα άλλο έργο του ρώσσου αυτού συγγραφέα.
Τί ήταν αυτό που με κέρδισε;
Πρώτα απ΄ όλα η πλοκή -α, ναι τα μυθιστορήματα θέλουν δράση, τελικά.
Ο ιδεαλισμός των ηρώων -μήπως έχουμε, στη σημερινή εποχή, ανάγκη από μεγάλες ίδέες; Μεγάλες όχι ως εθνικές αλλά ως ανθρώπινες.
Η απόφαση του συγγραφέα να φωτίζει πολυδιάστατα τους ηρωές του - ο κακός δεν είναι πάντα και δίχως αξιοπρέπεια, ο ηρωϊκός τύπος κάπου , κάπου γίνεται ανθρώπινος και σπάει.
Πίσω από τα γεγονότα τα πολιτικά ζητήματα υπάρχουν -μακρινά πια για ένα σημερινό αναγνώστη, αλλά δοσμένα με τέτοιο τρόπο που να μπορεί να κατανοήσει όχι τόσο την εποχή, όσο τις αντιδράσεις των ανθρώπων.
Να σταθώ και στη μετάφραση- μεστά ελληνικά.
Πούσκιν, λοιπόν... Αλήθεια, πόσοι από τους νέους φίλους της λογοτεχνίας των ενθέτων και των εκθέσεων, ασχολούνται μαζί του;

ΠΟΥΣΚΙΝ ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΣΕΡΓΚΕΓΕΒΙΤΣ Ο μεγαλύτερος Ρώσος ποιητής. Γεννήθηκε το 1799 στη Μόσχα. Σπούδασε στο αυτοκρατορικό λύκειο Τσαρσκόγιε Σελό και αμέσως μετά διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο φιλελεύθερος χαρακτήρας του ποιητή τον μετέτρεψαν σε κύριο εκφραστή της επαναστατημένης αριστοκρατίας. Τα σατιρικά του συγγράμματα κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι και από την σάτιρα του δεν ξέφυγε ούτε ο ίδιος ο Τσάρος. Όλα αυτά είχαν ως συνέπεια να απομακρυνθεί από τη Μόσχα και να πάει στο Αικατερινοσλάβ. Μιά περιπέτεια με την υγεία του, τον έφερε γιά νοσηλεία στην Κριμαία και τον Καύκασο. Στη συνέχεια πήρε μετάθεση στην Οδησσό γιά να καταλήξει στο χωριό Μιχαϊλόφσκογε. Το 1826 επέστρεψε στη Μόσχα και από το 1831 και μετά εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη. Θαυμαστής του Μπάυρον επηρεάστηκε από το πνεύμα του ρομαντισμού σε όλη την συγγραφική του πορεία. Τις πρώτες του ποιητικές συλλογές τις εξέδωσε την περίοδο της θητείας του στο Υπουργείο Εξωτερικών. Αναγένννηση, Ντορίντα, Ωδή στην λευτεριά, Χωριό, Ο Ρουσλάν και η Λιουντμίλα, κ.α. Την περίοδο της συνεχής μετακίνησης του από το Αικατερινοσλάβ εώς την Οδησσό γράφει: Το στιλέτο, Τους αδερφούς ληστές, Τους Τσιγγάνους και τον Αιχμάλωτο του Καυκάσου. Όταν επέστρεψε στη Μόσχα το 1826 έγραψε τις Στροφές, Στους φίλους μου, το μήνυμα στη Σιβηρία και το Ταξίδι στο Ερζερούμ. Ακολούθησαν τα: Οι δαίμονες, Ο φιλάργυρος Ιππότης, ο Πέτρινος μουσαφίρης, Το αριστούργημα του, Η κόρη του λοχαγού, Ο μπρούντζινος καβαλάρης, Φθινόπωρο και Ευγένιος Ονιέγκιν (η συγγραφή του κράτησε οκτώ χρόνια), κ.α. Πέθανε το 1837 στην Πετρούπολη. Σκοτώθηκε κατά την διάρκεια μονομαχίας του με θαυμαστή της γυναίκας του.

5.2.10

Κρατικά Βραβεία Παιδικής Λογοτεχνίας

Τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας Παιδικού Βιβλίου ανακοίνωσε την Τετάρτη το υπουργείο Πολιτισμού.

Το βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου απονέμεται φέτος εξ ημισείας:
· ομόφωνα στην Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου για το βιβλίο της Η προφητεία του κόκκινου κρασιού (εκδ. Πατάκη) και

· κατά πλειοψηφία στην Φωτεινή Φραγκούλη για βιβλίο της Εφτά ορφανά μολύβια... εφτά ιστορίες (εκδ. Ελληνικά Γράμματα).



Το Βραβείο Εικονογράφησης Παιδικού Βιβλίου απονέμεται κατά πλειοψηφία εξ ημισείας:
· ομόφωνα στην Κατερίνα Βερούτσου για το βιβλίο Νεράιδα πάνω στο Έλατο του συγγραφέα Μάνου Κοντολέων (εκδ. Πατάκη) και


· κατά πλειοψηφία στον Θανάση Δήμου για το βιβλίο Μια χειμωνιάτικη ιστορία (εκδ. Πατάκη).






Το Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων για παιδιά απονέμεται:
κατά πλειοψηφία στον Σάκη Σερέφα για το βιβλίο του Ένας δεινόσαυρος στο μπαλκόνι μου (εκδ. Πατάκη)

4.2.10

Συνάντηση 3η

Bernini

Παιδί κιόλας τού υποτάχθηκα.
Μ'όλα του αινίγματος τα αιμοφόρα αγγεία.

Αθηνά Παπαδάκη

3.2.10

Εύα και Έρση














Έρση Σωτηροπούλου
"Εύα"

Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη

Πριν από κάποια χρόνια –τότε που η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα στη Διεθνή
Έκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης- μια ομάδα ελλήνων συγγραφέων, κριτικών και δημοσιογράφων είναι μέσα στο πούλμαν που τους μεταφέρει από το ξενοδοχείο στην Έκθεση.
Κουβέντες διάφορες ακούγονται μέσα στο αυτοκίνητο γύρω από βιβλία και εκδοτικά γεγονότα, όταν ένας κριτικός (γνωστός για τις κάπως εξεζητημένες απόψεις του) απευθύνεται σε συγγραφέα (από αυτές που είναι γνωστές για την κάπως τολμηρή χρήση της γλώσσας) και της λέει: «Γράφεις καλά, αλλά το πρόβλημα με σένα είναι πως δεν έχεις τι να πεις!»
Αυτή η στιχομυθία μου ήρθε στο νου όταν βρέθηκα ανάμεσα σε δυο αναγνώστες του μυθιστορήματος «Εύα» της Έρσης Σωτηροπούλου, που συζητούσαν γι αυτό και εξέφραζαν δυο διαφορετικές απόψεις.
Η Σωτηροπούλου –δήλωνε ο ένας- ξέρει να χειρίζεται με μεγάλη μαεστρία τη γλώσσα, ξέρει να περιγράφει σύνθετες καταστάσεις και υπαρξιακά αδιέξοδα. Στήνει ατμόσφαιρα. Ανακαλύπτει ευρήματα –όπως εδώ την τόσο δυνατή περιγραφή της σχέσης της ηρωίδας με τον κλέφτη της τσάντας της.
Αλλά –τον διέκοψε ο δεύτερος- όλα αυτά μένουν κάπως μετέωρα, χωρίς να καταφέρνουν να ενώσουν το κεντρικό πρόσωπο με αυτόν που διαβάζει την εξιστόρηση της ζωής του.
Κι αυτό –συνέχισε ο μη ικανοποιημένος αναγνώστης- γιατί τα όσα η Έρση Σωτηροπούλου περιγράφει λες και δεν έχουν παρελθόν, αλλά από κάποιο απλώς δηλωμένο χτες φτάνουν σε ένα άλλο δηλωμένο τώρα.
Μια και βέβαια κάτι τέτοιο ισχύει –ο πρώτος αναγνώστης πήρε και πάλι τον λόγο- και ισχύει μετά από απόφαση της ίδιας της συγγραφέα, μιας και με αυτόν τον τρόπο ίσως να καταγράφεται αποτελεσματικότερα η αποσπασματικότητα που διέπει τις σημερινές σχέσεις και κατ΄ επέκταση τον κάθε σημερινό άνθρωπο. Η αποσπασματικότητα, λοιπόν, της αφήγησης συνοδεύει μια αντίστοιχη αλλοτρίωση συναισθημάτων.
Δεν θέλησα να πάρω αμέσως θέση. Δυο αναγνώσεις, λοιπόν, του ίδιου έργου; -αναρωτήθηκα. Γιατί όχι;
Προσωπικά, πάντως, οφείλω να ομολογήσω, πως κινήθηκα ανάμεσα και στις δυο απόψεις. Η Εύα ήταν στιγμές που με τράβαγε κοντά της κι ήταν πάλι άλλες που λες και με έσπρωχνε έξω από τη ζωή της. Εντούτοις δεν μπόρεσα για μια ακόμα φορά να μη θαυμάσω το ταλέντο της Έρσης Σωτηροπούλου –εκείνες τις περιγραφές του νοσοκομείου, από τη μια αποστασιοποιημένες και από την άλλη σπαραχτικές, δεν τις συναντά κανείς εύκολα σε σημερινά μυθιστορήματα.
Όσο, δε, αφορά, τις απόψεις και τις κρίσεις των δυο αναγνωστών που, σχεδόν, μου τις εξομολογήθηκαν…
Τους χαμογέλασα και «Από ένα σημείο και πέρα όλα υποκειμενικά στη λογοτεχνία», τους είπα.
Ελπίζω να τους έπεισα.