Pages

27.12.11

Η ξεριζωμένη καρδιά

...Ίσως ό,τι πιο επικαίρο γι αυτές τις τελευταίες μέρες του '11 και τις πρώτες του '12


Κάποτε, εκείνος που ονόμαζε τον εαυτό του γιο του ανθρώπου, συνάντησε έξω από τη Χεβρώνα ένα μεγάλο καραβάνι με άντρες και γυναικόπαιδα που 'χαν σταματήσει σε μια πηγή με λιγοστό νερό। Τα μωρά έκλαιγαν, καθώς τα στήθη των μανάδων τους είχανε ξεραθεί, τα παιδιά ήταν σκελετωμένα, τα μάτια των αντρών είχαν αδειάσει απ' την απόγνωση. Κι όταν ο γιος του ανθρώπου πήγε να πιει λίγο νερό περνώντας απ' ανάμεσά τους, ούτε ένας δεν του 'δωσε σημασία, μήτε καν έστρεψε κανείς το βλέμμα προς το μέρος του· τότε εκείνος ρώτησε κάποιον γέρο που ξαπόσταινε κοντά στην πηγή, γιατί ξενιτεύτηκαν απ' τον τόπο τους. Ο γέρος άρχισε να του μιλά αργά και κομπιάζοντας: «Αν είχες νιώσει, ξένε, εκείνο το φριχτό μούδιασμα που φέρνει στη ραχοκοκαλιά η πείνα, δεν θα ρωτούσες... Δυο χρονιές τώρα ο Θεός μάς στέρησε το νερό του ουρανού, τα χωράφια μας ξεράθηκαν, τα ζώα μας ψόφησαν από ανεξήγητους πυρετούς, κι όσα άντεξαν τα σφάξαμε, για να χορτάσουμε για λίγο την πείνα μας. Κάποτε άρχισαν να αρρωσταίνουν τα παιδιά κι οι γεροντότεροι σαν και του λόγου μου· κι όποιος αρρώσταινε, σε έναν μήνα το πολύ πέθαινε. Δεν περνούσε μέρα που να μην κλείνουμε κι από έναν τάφο. Έτσι, όσοι απομείναμε πήραμε την απόφαση να φύγουμε από το χωριό μας μήπως και βρούμε άλλον τόπο να ζήσουμε· βαδίζουμε δέκα μέρες μες την έρημο και τρώμε σαύρες της άμμου. Ήδη στο δρόμο χάσαμε εννιά ψυχές· μα κι οι υπόλοιποι πόσο θ' αντέξουμε ακόμη; – ίσαμε να γεμίσει το μισό φεγγάρι θα 'μαστε όλοι μας τροφή για τα κοράκια...» Όταν ο γέρος απόσωσε τη διήγησή του και αδιάφορος για απάντηση, έγειρε εξαντλημένος στο πλάι, προσπαθώντας να ξεγελάσει τον ύπνο, ο γιος του ανθρώπου είπε κοιτώντας στο κενό: «Όσοι πεινάσατε ώς τούτη την ώρα, αύριο θα είστε χορτασμένοι...». Στο άκουσμα αυτών των λόγων ένα παλικαράκι που ξάπλωνε λίγο πιο πέρα, θα 'ταν δεν θα 'ταν δεκαοχτώ χρονών, μισοσηκώθηκε στους αγκώνες του και, ρίχνοντάς του μια απερίγραπτα περιφρονητική ματιά, έφτυσε στο χώμα και του είπε με θυμό: «Λες ψέματα...» Τότε ο γιος του ανθρώπου σηκώθηκε όρθιος και με σταθερή φωνή ζήτησε ένα μαχαίρι και έναν τσίγκινο δίσκο, κι ήτανε τόσο υποβλητικά γαλήνια η μορφή του, ωστόσο σχεδόν αμέσως κάποιος άντρας, που τον κρατούσαν ακόμη κάπως τα πόδια του, πήγε ώς την καρότσα με τα λιγοστά σκεύη και του 'φερε ό,τι ζήτησε. Εκείνος γύμνωσε το στήθος του κι ευθύς έμπηξε δυο μαχαιριές στην ίδια του τη σάρκα σε σχήμα Χι κι έπειτα μπροστά στα έκπληκτα μάτια των πεινασμένων έβαλε το δεξί του χέρι βαθιά μες στην πληγή και, τραβώντας το απότομα, ξερίζωσε την καρδιά του. Κι αφού απόθεσε και την καρδιά και το μαχαίρι στον τσίγκινο δίσκο, πήγε ώς την πηγή και έπλυνε τα χέρια του απ' το αίμα. Οι πεινασμένοι πάλι, βλέποντας ένα κομμάτι σπλάχνου μες στο δίσκο, συγκέντρωσαν και την τελευταία ικμάδα της δύναμής τους, κι έχοντας στα μάτια τους μία λάμψη που δεν θύμιζε τίποτε το ανθρώπινο, όρμησαν στα μουγγά να το φάνε· κι ο καθένας έκοβε ένα κομμάτι της καρδιάς με το μαχαίρι και το έτρωγε ωμό, μα η καρδιά δεν λιγόστευε, έμενε πάντοτε η ίδια, όσα κομμάτια κι αν κόβονταν. Κι έτσι χόρτασε όλο το καραβάνι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, την πείνα τόσων ημερών και η καρδιά ήταν ολόκληρη στον τσίγκινο δίσκο. Τότε αυτοί που πριν από λίγο ήταν πεινασμένοι, με πρόσωπα που 'χαν πάρει και πάλι ανθρώπινη έκφραση, πλησίασαν με βήμα διστακτικό προς εκείνον που καθόταν πλάι στην πηγή, και το παλικάρι, που λίγο πριν τον είχε βρίσει για ψεύτη, προχώρησε και γονάτισε μπροστά του και του είπε με λυγμούς: «Συγχώρεσέ με, κύριε· εσύ είσαι στ' αλήθεια αυτός που είσαι...» Και εκείνος που ονόμαζε τον εαυτό του γιο του ανθρώπου πάλεψε να σηκώσει όρθιο το παλικάρι, άγγιξε με το δάχτυλό του τα χείλη του, το μάγουλό του που ξάναψε από το άγγιγμα. Τότε ένας ψίθυρος γέμισε τον αέρα – κάτι σαν «γκάβλα, γκάβλα, γκάβλα»· το αγόρι δεν ήταν βέβαιο αν μίλησε εκείνος που είχε βγάλει την καρδιά του ή ήταν ένα φτερούγημα του νου, μια ανάσα του ανέμου. Κατόπιν ο ξένος σηκώθηκε όρθιος, πήρε απ' το χώμα ένα μικρό κομμάτι ξεραμένου ξύλου, που ποιος ξέρει πώς είχε βρεθεί εκεί πέρα, και με το δεξί του χέρι το έμπηξε μες στην πληγή του, στη θέση της ξεριζωμένης του καρδιάς. Κι έπειτα έφυγε δίχως να κοιτάξει πίσω...

(Απόσπασμα από "Τα Μελένια Λεμόνια" - Εκδόσεις Τυπωθήτω- του Θανάση Τριαρίδη)

Ο χορός της νύφης
















Τηλέμαχος Κώτσιας

«Ο χορός της νύφης»
Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2011

Ο Τηλέμαχος Κώτσιας με το τελευταίο του μυθιστόρημα επιχειρεί να αποδείξει πως το γεγονός που κάποτε γέννησε έναν θρύλο, μπορεί και σήμερα να επαναληφθεί μόνο που πια δεν θα πρόκειται για κάτι που θα αφορά μια κοινωνική ομάδα, αλλά δυο, το πολύ τρία άτομα. Στην ουσία το μυθιστόρημα στηρίζει λογοτεχνικά τη μετατροπή του συλλογικού σε ατομικό και κατ΄ επέκταση σχολιάζει τις διαφοροποιήσεις που έχουν συντελεστεί στον τρόπο που οι άνθρωποι βιώνουν τη σχέση του ατόμου με τους άλλους.
Ο παλιός θρύλος, που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, μιλά για μια νέα γυναίκα που τη μέρα του γάμου της πεθαίνει πάνω στο γαμήλιο γλέντι και θα είναι ένα κλαρίνο που θα παίξει δίπλα στο αυτί της τον θρήνο του, αυτό που και τελικά θα την αναστήσει.
Όπως κάθε θρύλος έχει την εξήγησή του, που η λαϊκή διάθεση αποφάσισε να καλύψει πίσω από μια ερμηνεία υπερβατική.
Η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Βίκυ, όταν θα φτάσει στο μέρος που είχε συμβεί το γεγονός το οποίο μετατράπηκε σε θρύλο, θα μπορέσει να δώσει μια λογική εξήγηση. Αλλά προτού οδηγηθεί σε αυτήν, θα έχει βιώσει η ίδια την προσωπική της υπέρβαση.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος εξελίσσεται εκεί γύρω στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90.
Η Βίκυ από την εφηβεία της είχε δείξει τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της που και θα καθόριζαν την μετέπειτα ζωή της. Ο έντονος ερωτισμός της αποκτά τις διαστάσεις σύνθεσης της ίδιας της ζωής της. Μέσα από την σεξουαλική έλξη που άλλοτε προκαλεί κι άλλοτε η ίδια υφίσταται, αναζητά επιβεβαίωση για το ποια μπορεί να είναι και ακόμα για το τι ίσως θέλει από τους άλλους.
Με ένα τολμηρό τρόπο πρωτογνωρίζει την ερωτική πράξη, με σαφή προκλητικότητα ερευνά το τι οι άντρες αισθάνονται όταν την βλέπουν και σχεδόν φοιτήτρια ακόμα, θα μπλεχτεί με ένα νερό συμφοιτητή της, θα τον παντρευτεί και θα τον ακολουθήσει σε απόμερο νησί όπου αυτός διορίζεται.
Αλλά για τη Βίκυ η σεξουαλικότητα δεν έχει να κάνει μόνο με τον τρόπο που δυο σώματα συνομιλούν. Έχει, κυρίως, να κάνει με το πως εκείνη η ίδια θα τοποθετήσει τον εαυτό της μπροστά στους άλλους άντρες, αλλά και στις άλλες γυναίκες.
Λογικό είναι πως κάτω από μια τέτοια πίεση, ο όποιος γάμος θα οδηγείτο σε διάλυση και έτσι η Βίκυ θα επιστρέψει στο πατρικό τη σπίτι αποφασισμένη να βρει κάποια στιγμή τον δρόμο της.
Και ο δρόμος της αυτός θα την φέρει σε επαφή με το δεύτερο κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, τον Θανάση, ελληνικής καταγωγής βαλκάνιο καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Από το σημείο αυτό και μετά, ο Τηλέμαχος Κώτσιας, με ακρίβεια χειρούργου καταγράφει το ερωτικό – σεξουαλικό παιχνίδι ανάμεσα σε μια γυναίκα και σε έναν άντρα. Από τη μια έχουμε το θηλυκό που σχεδόν αγνοεί τη γυναικεία κοινωνική της υπόσταση και με απόλυτη συνειδητοποίηση αναζητά τον κυνηγό του και που όταν τον βρει τον προκαλεί και από την άλλη το αρσενικό που ενώ θέλει να κυνηγήσει, την ίδια ώρα δε ξεχνά πως από αρσενικό της φύσης έχει μετατραπεί σε άντρα της κοινωνίας.
Πίσω από αυτή την διαφορετική τοποθέτηση των δυο κεντρικών προσώπων του έργου, νομίζω πως ο συγγραφέας θέλει να τονίσει το πόσο εν τέλει η νέα κατάσταση πραγμάτων που διέπει τις σχέσεις των δύο φύλων έχει προκαλέσει ανατροπές παραδοσιακών συμπεριφορών και έχει δημιουργήσει περιπλοκές που μπορεί να οδηγήσουν στην αποξένωση και στην αλληλοεξόντωση.
Αλλά η νύφη εκείνου του θρύλου λες και καραδοκεί. Και έλκει με το μυστήριο μιας πράξης της τη γυναίκα του σήμερα που θέλει να διαλευκάνει συνθήκες και συναισθήματα.
Από την απόλυτη σεξουαλική ελευθερία του καλοκαιριού σε κάποιο μικρό νησί του Αιγαίου, στην απόλυτη ένωση δυο σωμάτων κάπου στα απομακρυσμένα χωριά της Ηπείρου.
Ο Θανάσης μπορεί να μην καταφέρνει να ερμηνεύσει το ρόλο του πρωτόγονου κυνηγού, αλλά η παιδεία του νέου άντρα θα αναζητήσει βοήθεια από την παράδοση. Και έτσι θα φέρει το αντικείμενο του πόθου του στο μέρος όπου πριν από εκατό και βάλε χρόνια μια άλλη γυναίκα είχε φτάσει στο θάνατο και από εκεί στη ανάσταση μέσω της απόρριψής και στη συνέχεια της αποδοχής του έρωτα.
Αλλά το παιχνίδι είναι χαμένο.
Γιατί ότι κάποτε συνέβηκε, δεν μπορεί πανομοιότυπα να συμβεί και πάλι.
Η Βίκυ θα επαναλάβει ότι ο θρύλος περιγράφει, αλλά αυτό που θα κερδίσει δεν θα είναι η ελευθερία να επιλέξει το σύντροφο που της ταιριάζει, αλλά η μοναξιά μιας γυναίκας που ξόδεψε την επανάστασή της.
Ο ίδιος ο Θανάσης, πάλι, δεν θα σταθεί ικανός σαν γίνει ήρωας ενός νέου θρύλου. Εγκλωβισμένος στις κοινωνικές συνθήκες, θα προτιμήσει την αξιοπρέπεια της διακοπής του δεσμού.
Μέσα σε αυτόν τον καμβά γεγονότων και τοποθετήσεων, ο Τηλέμαχος Κώτσιας κινείται με αξιοθαύμαστη ευχέρεια. Και μάλιστα αυτήν του την άνεση αφήγησης θα την εξασκήσει σε δυο διαφορετικά συγγραφικά πεδία απαιτήσεων.
Οι σεξουαλικές περιγραφές θα ήταν άδικο να χαρακτηριστούν μόνο με αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνονται να είναι –τολμηρές. Είναι σαφώς κάτι παραπάνω. Είναι η ανάγκη ενός σύγχρονου ανθρώπου να κρατηθεί από ότι αληθινό του έχει απομείνει μέσα σε συνθήκες ζωής που ολοένα και περισσότερο τον απομακρύνουν από τη φυσική του κατάσταση.
Η μέχρι τα όρια της μονομανίας σεξουαλική διάθεση της Βίκυ, εκφράζει μια κραυγή -την κραυγή αγωνίας μιας γυναίκας που δεν ξέρει ποια μπορεί να είναι η φυλετική της ταυτότητα.
Και η ντροπή του Θανάση να εκφράσει δημόσια το πάθος του για μια σεξουαλική και μόνο πράξη, περιγράφει στην ουσία τον ευνουχισμό του αρσενικού μέσα σε μια κοινωνική συνθήκη που παραποιεί τη δική του φυλετική ταυτότητα.
Αυτά όσον αφορά τη μια απαίτηση περιγραφών.
Με την άλλη, ο Κώτσιας αποδεικνύει πως η καταγωγή του δεν είναι μόνο εγγεγραμμένη σε κάποια μητρώα, αλλά στα ίδια του τα κύτταρα.
Η χρήση στοίχων δημοτικών τραγουδιών της Ηπείρου, οι περιγραφές της μουσικής των ηπειρώτικων τραγουδιών , μα και τελικά η ανάθεση σε αυτά να οδηγήσουν στην εξήγηση του θρύλου και να κάνουν την γυναίκα του σήμερα να βιώσει, έστω και πρόσκαιρα, ότι είχε βιώσει η γυναίκα του παρελθόντος, γίνονται με αψεγάδιαστη συγγραφική τεχνική και γνήσιο πάθος.
Κι όλα αυτά με μια γλώσσα λιτή, με φράσεις κοφτές και με περιγραφές που πέφτουν κατευθείαν σε αυτό που θέλουν να περιγράψουν.