Pages

23.9.12

Το αγγελόκρουσμα

Θωμάς Κοροβίνης
"Το αγγελόκρουσμα"
Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου

Εκδόσεις Άγρα



Μέσα στο καλοκαίρι που μας πέρασε ήταν όταν ο Θωμάς Κοροβίνης μας χάρισε -σε μια από τις φορές που συναντιόμαστε στην ταβέρνα της Φρόσως, στον Άγιο Λαυρέντιο Πηλίου- ένα από τα αντίτυπα του τελευταίου του βιβλίου, που μόλις του το είχε στείλει ο εκδότης.
Κάτι γι αυτό είχα ακούσει,κάτι περισσότερο μου είχε πει ο ίδιος, καθώς με αγωνία περίμενε να το κρατήσει στα χέρια του. Ήξερα πως είχε να κάνει με την τελευταία νύχτα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Το ίδιο εκείνο βράδυ ξεκίνησα να το διαβάζω. Ολιγοσέλιδο βιβλίο -όλες κι όλες 33 οι σελίδες του.
Αλλά εγώ εκείνο το βράδυ αν και το ξεκίνησα, δεν θέλησα να το τελειώσω.
Μέσα στην μποέμικη ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στον Άγιο Λαυρέντιο τα καλοκαίρια, πως ήταν δυνατόν να μπορέσω να επικοινωνησω με τις σκέψεις ενός ετοιμοθάνατου Παπαδιαμάντη;
Το άφησα στο κομοδίνο και αποφάσισα πως στο Πήλιο κάποια στιγμή θα το διάβαζα -άλλωστε από την αυλή μου μπορώ να διακρίνω τα βουνά της Σκιάθου.
Επιστρέψαμε στην Αθήνα, μπλεχτήκαμε στις προετοιμασίες του χειμώνα, αλλά προχτές καταφέραμε να βρούμε τέσσερις μέρες ελεύθερες για να τρέξουμε πίσω, στο βουνό που φλερτάρει με τη θάλασσα και έτσι όπως οι μέρες μικραίνουν, αφήνεται στα νταχνταρντίσματα όσων στ΄ αλήθεια το αγαπούνε.
Το ολιγοσέλιδο βιβλίο πάντα στο κομοδίνο μου και αποφάσισα πως μέσα σε ένα πρωινό θα το τέλειωνα και μετά -το βραδάκι της ίδιας μέρας- καθώς θα συναντούσα το Θωμά, θα του έλεγα τη γνώμη μου, τις απόψεις μου... Πάντα πίνοντας κρασάκι στο ταβερνάκι της Φρόσως.
Και πάλι όμως δεν πρόλαβα.
Το χωριό όλο συγκλονίστηκε από τον ξαφνικό θάνατο ανθρώπου, ιδιαιτέρως αγαπητού και τόσο νέου.
Όταν βλέπεις τον θάνατο, δεν αντέχεις παράλληλα και γι αυτόν να διαβάζεις.
Πρότεινα στο Θωμά σε άλλο χωριό να συναντηθούμε, κι έτσι κι έγινε. Για πολλά άλλα μιλήσαμε -πότε θα βγούνε τα νέα μας βιβλία, αν θα αντέξουμε να ζήσουμε τα νέα μέτρα, κρίναμε και σχολιάσαμε άλλους συγγραφείς... Δεν είπα τίποτε για τις τελευταίες ώρες του κυρ -Αλέξανδρου.
Εκεί στο κομοδίνο μου πάντα μένανε.
Κι έπειτα, την άλλη μέρα, καθώς όλο το χωριό -άνθρωποι, σπίτια και φύση- προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τον άδικο θάνατο, εγώ άρχισα την ανάγνωση.
Και με την Τέχνη ξόρκισα το κακό!
"Το αγγελόκρουσμα" με την ήρεμη γλώσσα του, την βύθισή του στα κείμενα μα και στη σκέψη του Παπαδιαμάντη, λειτούργησε ως μια σύγχρονη λειτουργία αποχαιρετισμού σε έναν άνθρωπο...
Ίσως όμως και σε μια Φύση... Που οδεύει προς το θάνατό της -είναι τόσο υπέροχα θλιμμένα τα φθινοπωρινά ηλιοβασιλέματα στο Πήλιο!
Είναι σκληρός, είναι ασήκωτος για μας ο ντουνιάς ετούτος  -παρατηρεί ο Παπαδιαμάντης μέσα από τη σκέψη του Κοροβίνη.
Αλλά κάποτε, κάποτε η Τέχνη τον απαλύνει.   

19.9.12

Γκασταρμπαίτερ η οδυνηρή φυγή

Έλενα Αρτζανίδου


"Γκασταρμπάιτερ, η οδυνηρή φυγή"


Manus Scripta

ΓΚΑΣΤΑΡΜΠΑΪΤΕΡ, Η ΟΔΥΝΗΡΗ ΦΥΓΗ
Εκπαιδευτικός η Έλενα Αρτζανίδου, με μια αξιόλογη πορεία στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας, δείχνει πως την ενδιαφέρει πλατύτερα η συγγραφή και η όποια παρέμβαση μπορεί μέσω της λογοτεχνίας να υλοποιηθεί, κι έτσι με το βιβλίο της αυτό –δεύτερο στον τομέα της λογοτεχνίας ενηλίκων– έρχεται να αποδείξει πως πίσω από το κάθε λογοτεχνικό πόνημα υπάρχει πάντα μια ιδεολογική –και γι’ αυτό εντέλει και πολιτική– θέση.

Μοιάζει κάπως ετεροχρονισμένη η διάθεση ενός συγγραφέα του σήμερα να γράψει για κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν πριν από 50 περίπου χρόνια. Αναρωτιέται ο σημερινός αναγνώστης τι άραγε θα τον ενδιέφερε να αναζητήσει στην ιστορία κάποιων ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας του 1960, που η φτώχεια και τα πολιτικά πάθη τούς οδήγησαν στο να μεταναστεύσουν. Σήμερα που τα χωριά σε τίποτε δε μοιάζουν με αυτό που κάποτε ήταν, που ο χωροφύλακας δεν κρατά στα χέρια του την τύχη κάθε απλού πολίτη που τυχαίνει να έχει διαφορετικά πολιτικά πιστεύω, σήμερα που η ανεργία έχει μπει σχεδόν σε κάθε αστική οικογένεια, γιατί θα πρέπει να διαβάζουμε τα πάθη και τις αγωνίες τεσσάρων-πέντε ανθρώπων –νέων αντρών και γυναικών– που βρέθηκαν να εργάζονται σε γερμανικά εργοστάσια ως ανειδίκευτοι εργάτες;

Κάπως έτσι ήταν οι πρώτες μου σκέψεις όταν ξεκίνησα την ανάγνωση του μυθιστορήματος της Αρτζανίδου.

Εγώ ο ίδιος, ως γνήσιο παιδί και έφηβος της πρωτεύουσας, στην ουσία έμαθα για το κύμα μετανάστευσης από την ελληνική ύπαιθρο στις βιομηχανικές πόλεις της Γερμανίας, εκεί γύρω στη δεκαετία του ’80, μέσα από τις σημαντικές μελέτες του Γιώργου Μαντζουράνη –συγγραφέα και δημοσιογράφου– που μελέτησε και ανέλυσε το φαινόμενο και όσους το ζήσανε. Και είχα σχηματίσει μια λίγο-πολύ συγκεκριμένη ιδέα για το πώς ήταν η ζωή των Ελλήνων εργατών σε πόλεις της κεντρικής Ευρώπης. Μια άποψη βασισμένη σε μια αριστερή ανάλυση και καταγγελία.

Και αυτή την ανάλυση και καταγγελία ήμουνα έτοιμος να αντιμετωπίσω ξανά, καθώς θα διάβαζα το μυθιστόρημα της Έλενας Αρτζανίδου. Αλλά όταν τελείωσα την ανάγνωση, η άποψη αυτή είχε κάπως διαφοροποιηθεί. Κάπως, αλλά σε ουσιαστικό βαθμό.

Γιατί η Έλενα Αρτζανίδου, παιδί η ίδια μεταναστών, καθώς έγραψε το μυθιστόρημά της πενήντα και βάλε χρόνια ύστερα από τότε που συνέβησαν όσα εντός του έργου περιγράφονται, διαθέτει από τη μια την πάντα εν ισχύ θέση των μελετών του Μαντζουράνη, αλλά και από την άλλη έχει τη γνώση όσων μεσολάβησαν και των αλλαγών που από τότε μέχρι σήμερα ζήσανε εκείνοι οι φτωχοί κάτοικοι της ελληνικής υπαίθρου. Κι έτσι, οι ήρωές της πέρα από τη φτώχεια και τη βίαιη αποχώρηση από τον τόπο καταγωγής τους, εκφράζουν και μια καθημερινότητα στον νέο τόπο εργασίας, μια καθημερινότητα που δείχνει να έχει όλα τα στοιχεία μιας μετατόπισης από τον άνθρωπο της υπαίθρου στον άνθρωπο της πόλης.

Η μετανάστευση παραμένει ένα τραύμα, από την άλλη όμως: «Σήμερα κλείνω έντεκα μήνες παραμονής στον ξένο τόπο. Τριακόσιες τριάντα πέντε μέρες είμαι κάτοικος αυτής της νέας χώρας που μας χάρισε δουλειά και μας χόρτασε ψωμί. Το δεύτερο ρούχο το γνώρισα εδώ, μαζί και το γεμάτο πορτοφόλι. Με τις οικονομίες μας καταφέραμε τις πρώτες καταθέσεις, χωρίς να στερούμε τη μηνιαία επιταγή στους γονείς μου». Μια θέση της κεντρικής αφηγήτριας που τελικά όχι μόνο διαπερνά όλο το έργο, αλλά και φωτίζει ένα κοινωνικό γεγονός με το φως μιας άλλης πηγής. Και λίγο πιο πριν, μια περιγραφή –«Ομοιόμορφα, περιποιημένα δίπατα σπίτια στολίζουν κάθε δρόμο που τυχαίνει να είναι στον προορισμό μας. Ψάχνω για την ατέλεια, τη λάσπη, τη σκόνη και τη φτώχεια. Αυτός ο τόπος μοιάζει να συνήλθε τόσο γρήγορα από τη φωτιά του πολέμου»– δίνει ίσως μια απάντηση σε γεγονότα που σήμερα μας ταλανίζουν.

Να λοιπόν που ανιχνεύω το ενδιαφέρον που έχει αυτό το μυθιστόρημα. Δεν αναμασά ό,τι ήδη ξέρουμε, αλλά προτείνει μια νέα μείξη συστατικών οικονομίας, πολιτικής, σχέσεων.

Θα ήθελα ακόμα να σταθώ στον απλό τρόπο με τον οποίο είναι γραμμένο το έργο. Στη γλώσσα που ξέρει με ακρίβεια να περιγράφει και στην έντονη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Από τον πλέον ηρωικό έως τον πιο αριβίστα, από την πιο προσγειωμένη έως την πλέον ανερμάτιστη, τον κάθε άντρα και την κάθε γυναίκα που η Έλενα Αρτζανίδου έβαλε μέσα στο μυθιστόρημά της, τους είδε όλους και όλες με αγάπη και διάθεση κατανόησης.

15.9.12

Στου Χατζηφράγκου



Κοσμάς Πολίτης
"Στου Χατζηφράγκου"
Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας

Μυθιστόρημα

(Εκδόσεις -τότε- Α. Καραβία - Αθήνα)

Το 1963 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα "Στου Χατζηφράγκου"
Νομίζω το τελεταίο που ο Κοσμάς Πολίτης κυκλοφόρησε, όσο ακόμα ζούσε.
Και μάλλον το καλύτερό του. Και μάλλον ένα από τα πιο καλά νεοελληνικά μυθιστορήματα.
Μόλις έχουν κλείσει 40 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης και ο Κοσμάς Πολίτης που αν και δε γεννήθηκε στη Σμύρνη, έζησε όμως εκεί όλα παιδικά, εφηβικά και πρώτα ώριμα χρόνια του, γράφει από τον Μάιο του 1962 έως τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς (μάλιστα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα!) το έργο του αυτό και οδηγεί την πρωτεύουσα της Μικρασίας μέσα στο πάνθεον των πρωταγωνιστών της ελληνικής λογοτεχνίας.
Γιατί το "Στου Χατζηφράγκου" είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο μια πολιτεία πρωταγωνιστεί. Αλλά όχι η όποια πόλη, μα μια "ντελμπεντέρισα πολιτεία", μιας πολιτεία που ο ουρανός της κάθε Καθαρή Δευτέρα γέμιζε "τσερκένια, που κορωνίζανε, ψηλά, χωμένα μέσα στο γαλάζιο".
Είμαι από πατέρα και μάνα Σμυρνιός.
Μεγάλωσα μέσα στην ανάμνηση αυτής της πόλης, μέσα στον τρόπο με τον οποίο η ίδια και οι κάτοικοί της βλέπανε τη ζωή. Μικρασιατής και δη Σμυρνιός είναι ένα τρόπος ζωής, μια στάση ζωής.
Διάβαζα με μανία κάθε τι που αφορούσε την πόλη - θρύλο.
Και ήταν φυσικό, έτσι καθώς έκλεινα τα 19 μου χρόνια να πάω να αγοράσω το μυθιστόρημα που είχε μάλιστα κερδίσει και το Κρατικό Βραβείο.
Θυμάμαι πάντα το βιβλιοπωλείο Καραβία, εκεί στη γωνία Ακαδημίας και Ιπποκράτους.
Πάντα, όταν με έφερνε από εκεί ο δρόμος μου, σταματούσα στη βιτρίνα του και χάζευα τα βιβλία, ονειρευόμουνα κάποια στιγμή να δω ανάμεσά τους κι ένα δικό μου.
Από εκεί αγόρασα το μυθιστόρημα που αφηγείτο τη λαμπρή περίοδο της πόλης -τη χρονιά του 1902- όχι όμως περιγράφοντας κυρίως τα αρχοντικά τα σπιτικά και τα σαλόνια, αλλά τη ζωή κάποιων απλών,  φτωχών Σμυρνιών που ζούσανε στη λαϊκή συνοικία Χατζηφράγκου.
Ο Κοσμάς Πολίτης χωρίς μεγάλα λόγια έπειθε για τις ιδέες του και έκανε εμένα τον επίδοξο λογοτέχνη να πιστεύω πως μπορεί κανείς να συνδυάσει τη νοσταλγία για το παλιό με την υποστήριξη του νέου.
Το μόνο που θυμάμαι από εκείνη την πρώτη ανάγνωση ήταν μια γενική θετική γνώμη που είχα σχηματίσει. Και βέβαια ποτέ δεν ξέχασα την περιγραφή του ουρανού της Σμύρνης κάθε Καθαρή Δευτέρα, όταν τα τσερκένια λες και πέρνανε μαζί τους, ανάμεσα στα συννεφάκια σπίτια και ανθρώπους. Άλλωστε πάντα κάτι πολύ γλυκό με δένει με τον σμυρναίικο χαρταετό - ο πατέρας κάθε χρόνο μου έφτιαχνε από ένα και μαζί τον αμολούσαμε στα ξέφωτα του Σκοπευτήριου.
Αυτά, λοιπόν, είχαν μείνει στη μνήμη μου από εκείνη την ανάγνωση και άφηνα το βιβλίο πάντα σε περίοπτη θέση στα ράφια της βιβλιοθήκης μου.
Ώσπου εφέτος, καθώς γιορτάζονται τα ενενηντάχρονα της χαμένης πολιτείας, σκέφτηκα να διαβάσω ξανά ότι γράφτηκε  για τα σαραντάχρονά της.
Φοβόμουνα πως ο Πολίτης θα είχε γεράσει. Θα τον είχε ξεπεράσει στην κρίση μου η γραφή πιο σύγχρονων λογοτεχνών -μάλιστα πήρα να τον διαβάζω αμέσως μετά από τη "Γιορτή του τράγου" του Λιόσα.
Και ναι, στις πρώτες σελίδες, κάπου η γλώσσα με απωθούσε. Με κράταγε μακριά της. Κάπου οι περιγραφές... Φλύαρες;...
Αλλά αργά, μα σταθερά η καθαρή λογοτεχνική γραφή του Κοσμά Πολίτη άρχισε να ξεπλένει από πάνω μου τα σημάδια μιας αφήγησης του σήμερα.
Και όταν, στη σελίδα 17, εκεί στο τέλος, διάβασα..."κ'  η λάμπα γίνηκε φεγγάρι στον ουρανό της θάλασσας και μες στο φεγγαρόφωτο γελάει ένα δελφίνι βγάζοντας μπουρμπουλήθρες, κ΄ η κοπέλα σήκωσε τα μπράτσα της να φτιάξει κόστσο τα ξέμπλεκα μαλλιά της, φύσηξε με το στόμα της κι έσβησε το φεγγάρι... και κοριτσίστικες φωνές όξω απ΄ το παράθυρο, στο δρόμο", τότε πια κατάλαβα πως η γραφή και η ματιά και η θέση του Κοσμά Πολίτη παραμένανε σύγχρονες, δυνατές, ολοζώντανες.
Πολλά έχουν γραφτεί και για τον συγγραφέα και για το συγκεκριμένο του μυθιστόρημα. Δεν θέλω έγω τίποτε άλλο να προσθέσω.
Μόνο πως μέσα από τις περιγραφές που αφορούν δυο από τα κεντρικά πρόσωπα του έργου -δυο αγόρια- ο Πολίτης έχει καταγράψει ότι πιο άρτιο, ότι πιο σύγχρονο μπορεί κανείς να διαβάσει κάτω από την ετικέτα 'παιδική λογοτεχνία'.
Αποδεικνύοντας έτσι πως όρια ηλικιακά στη λογοτεχνία δεν υπάρχουν. Παρά μόνο τα κείμενα από τη μια και οι αναγνώστες από την άλλη.

Και μια προσθήκη:
Οι γραμμές με τις οποίες τελειώνει το μυθιστόρημα
Κάποιες φορές, τη νύχτα, σηκώνεις τη ματιά σου κι αγναντεύεις τ'  'αστρα, περιμένοντας μήπως σταλάξουνε κάποιο βάλσαμο, κάποια παρηγοριά ή ελπίδα. Μα εκείνα λάμπουνε παγερά κι ατσαλένια.
Ωστόσο, κοίτα, να! χάραξε κιόλα η ανατολή κι έρχεται κύματα κύματα το φως για μια παγκόσμια ελπίδα.

Γραφτήκανε τον Σεπτέμβριο του 1962.
Τις αντιγράφω τον Σεπτέμβριο του 2012.
Ποιος λέει πως οι συγγραφείς πεθαίνουν;