Pages

28.10.12

Το μυστικό της Έλλης



Θεόδωρος Γρηγοριάδης



«Το μυστικό της ‘Ελλης»

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Πατάκη

  Εννέα μυθιστορήματα και δύο συλλογές διηγημάτων έχουν σταθεί υπέρ αρκετά στο να υπάρχει ένα σαφέστατο πλέον συγγραφικό προφίλ του Θεόδωρου Γρηγοριάδη.
Ο Γρηγοριάδης πάντως από τα πρώτα κιόλας έργα αυτό το προφίλ έδειξε πως και θέλει και ξέρει να το υποστηρίζει.
Γράφω προφίλ αν και το πλέον σωστό θα ήταν τα χρησιμοποιούσα την αγαπημένη μου έκφραση με την οποία περιγράφω την διαδρομή κάθε συγγραφέα σε συγκεκριμένους θεματικούς άξονες.
Εμμονές –αυτή είναι η λέξη που μου αρέσει να χρησιμοποιώ, ίσως γιατί κατά βάθος πιστεύω πως αυτή η ίδια η συγγραφική πράξη μια μεγάλη εμμονή είναι.
Αλλά δεν είναι του παρόντος να ανασκαλεύω τέτοιες απόψεις. Άλλοτε, ίσως…
Η βασική, λοιπόν, συγγραφική εμμονή του Γρηγοριάδη είναι, κατά την άποψή μου, το κάθε μορφής περιθώριο -κοινωνικό, γεωγραφικό, διαπροσωπικών σχέσεων, σεξουαλικών και ερωτικών εκφράσεων.
Και όταν λέω περιθώριο δεν εννοώ αυτό που οι τρίτοι μας ορίζουν ως τέτοιο και σε σχέση πάντα με την δική τους ζωή και άποψη, αλλά αυτό που τα ίδια τα άτομα –στην περίπτωσή μας, οι ήρωες του Γρηγοριάδη- τοποθετούν τους εαυτούς τους.
Λογικό είναι μια τέτοια συγγραφική εμμονή να ανακαλύπτει τους χώρους που θα υλοποιηθεί άλλοτε σε γεωγραφική μεθόριο και άλλοτε σε αντίστοιχη αστική. Μια από αυτές τις τελευταίες και η περιοχή Ρουφ, Κεραμικού, Βοτανικού.
Περιοχή που και σε άλλα έργα του συγγραφέα έχει γίνει ο χώρος που αναπτύσσεται η μυθιστορηματική δράση και ξετυλίγονται τα ανθρώπινα πάθη.
Αυτό που συμβαίνει όμως με τα κείμενα του Γρηγοριάδη είναι πως με θαυμαστή μαεστρία η χρήση της γλώσσας υποβάλλει ακόμα περισσότερο αυτή την επιλογή του περιθωρίου.
Όχι, δεν έχουμε μια γλώσσα που χρησιμοποιεί περιθωριακές εκφράσεις. Αντίθετα, πρόκειται για γλώσσα με ιδιαίτερη μελέτη στη δομή και προσωπικό ύφος που φανερώνει παιδεία και ένστιχτο. Απλούστατα, όπως οι ήρωες που θα περιγράψει τις ζωές και τις πράξεις του, έτσι και αυτή σε μια περιθωριακή ή αν θέλετε περιμετρική στάση καταλήγει.

«Η μπάρα στη διάβαση είχε κατέβει γιατί περνούσε μια εμπορική αμαξοστοιχία, βαριά, σκονισμένη, σαματατζίδικη, όχημα μιας αλλοτινής εποχής. Ύστερα το κινούμενο εμπόδιο άφησε χώρο να περάσει, να διέλθει τα σιδερένια πέλματα της γης, να ακουμπήσει στα ταλαιπωρημένα δεντράκια της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Αντώνης στεκόταν στην αρχή του πεζόδρομου* όρθιος, αξύριστος, όμορφος. Τι περίμενε από αυτή;…»

Το δέκατο –αν μετρώ σωστά- μυθιστόρημα του Γρηγοριάδη είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα και παράλληλα είναι ένα μυθιστόρημα που μιλά για την κατάπτωση μιας χώρας, μιας τάξης, ενός ψευτο-ονείρου, αλλά και που προτείνει την αντίδραση σε όλα αυτά, αντίδραση βασισμένη στο ένστιχτο, στην κατανόηση, στην προσφορά.
Η Έλλη είναι μια πενηντάρα καθηγήτρια Γαλλικών, ανύπαντρη –ισχυρίζεται- εκ πεποιθήσεως, ίσως όμως και λόγω υποσυνείδητου φόβου μιας ουσιαστικής δέσμευσης.
Ο Αντώνης άντρας γύρω στα τριάντα, άνεργος εργάτης, παντρεμένος με παιδί. Και αποφασισμένος να κυλήσει έτσι μονοσήμαντα τη ζωή του ως το τέλος.
Η κρίση θα βγάλει στην επιφάνεια τη δική του ανάγκη να γνωρίσει το τι μπορεί να σημαίνει μητρική αγκαλιά και ερωτική προσφορά. Αλλά και τη δική της να ξεφύγει από το κλειστό εγωκεντρικό μικρόκοσμό της και να χαρεί –να πάρει και να δώσει- χωρίς υπολογισμό και ηθικές που στηρίζονται σε συμβάσεις.
Οι ζωές τους ασφαλώς και δε θα αλλάξουν. Η ρότα του καθενός θα συνεχιστεί πάνω στα αχνάρια που οι ίδιοι από τη μια και η οικονομική κρίση από την άλλη είχαν χαράξει.
Οι ζωές τους δε θα αλλάξουν. Μα στο ενδιάμεσο θα έχουν εκείνοι αλλάξει.
Το περιθώριο στο οποίο είχαν από μόνοι τους τοποθετηθεί, θα σπάσει τα όριά του.
Και από ατομικό περιθώριο θα γίνει εναλλακτική πρόταση ζωής.
Μυθιστόρημα χαμηλών τόνων, με ταυτοποίηση χώρου και ανθρώπων. Λογοτεχνία.

25.10.12

Το ρόδο της Κυζίκου

Το ρόδο της Κυζίκου

Του Σταμάτη Τσαρουχά
Εκδ. Ανάπλους


«… Μια ιστορία, που μαζί με τις χιλιάδες των άλλων ανωνύμων Ελλήνων, συνθέτουν την Ιστορία αυτής της Χώρας. Την Ιστορία μας που δεν πρέπει να λησμονούμε»
Αυτές είναι οι τελευταίες φράσεις του βιβλίου ‘Το ρόδο της Κυζίκου’ του Σταμάτη Τσαρουχά.
Κι εγώ τις διάβασα ένα βράδυ του περασμένου Αυγούστου… Βράδυ μιας μέρας καύσωνα κι εγώ είχα καταφέρει να ανακαλύψω λίγη δροσιά καθώς καθόμουνα στη σεζ λονγκ μέσα στην αυλή του σπιτιού μου στο Πήλιο.
Πήγα να κλείσω το βιβλίο με συναισθήματα έντονης νοσταλγίας –πολλά από αυτά που διάβασα αγγίζανε και δικές μου εμπειρίες. Παιδί σμυρνιών είμαι.
Έκλεινα το βιβλίο αλλά πάντα κάτι μέσα μου υπήρχε που με έκανε άβολα να αισθάνομαι. Κι όμως μου άρεσε. Τις τρεις μέρες που κράτησε η ανάγνωσή του, έψαχνα να βρω το χρόνο για να το συνεχίσω. Τα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας που ο συγγραφέας μου είχε αφηγηθεί, μου ήταν πλέον οικεία… Είχαν το καθένα και το όνομά του….
Μα αυτό ακριβώς ήταν! Ναι, αυτό ήταν που με είχε κάνει να αισθάνομαι κάπως άβολα. Τα πρόσωπα είχαν όνομα –κάθε άνθρωπος έχει ένα όνομα. Χιλιάδες άνθρωποι, μα ο καθένας καταγράφεται ως μοναδική οντότητα μέσα από το όνομά του. Πώς, λοιπόν, να δεχτώ αυτό το ‘ανωνύμων Ελλήνων’;
Καταλάβαινα, καταλαβαίνω τι εννοεί ο συγγραφέας. Αναφέρεται σε εκείνους που περάσανε χωρίς να εγγραφούνε με το όνομά τους στα κιτάπια της Ιστορίας. Αλλά…
Αλλά εγώ άφησα το σώμα μου να ξαπλώσει στη σεζ λονγ και ανατρίχιασα από το αγκάλιασμά της. Ήταν της γιαγιάς μου της Ασημίνας η καρέκλα.
Από τα προσφυγικά του Βύρωνα τώρα σε μια αυλή σπιτιού στο Πήλιο.
Και στην κρεβατοκάμαρα του ίδιου ατού σπιτιού, έχω την δική της τη ντουλάπα. Κι όταν τη μεταφέραμε από την αποθήκη της Αθήνας και για τις ανάγκες της μετακίνησής της την έλυσε ο ανεψιός μου, «Θείε, έλα να δεις τι γράφει στο εσωτερικό!» με φώναξε και εγώ με συγκίνηση διάβασα -με μελανί μολύβι πάνω στο ξύλο τα γράμματα της γιαγιάς μου «Απρίλιος του 1924 –Πήρα τη νέα μου ντουλάπα»
Λοιπόν, συμφωνώ με τον Σταμάτη Τσαρουχά – απλώς αλλάζω μια λέξη στις φράση του.
«… Μια ιστορία, που μαζί με τις χιλιάδες των άλλων απλών Ελλήνων, συνθέτουν την Ιστορία αυτής της Χώρας»
Και ασφαλώς αυτή είναι η Ιστορία μας που δεν πρέπει να λησμονούμε.
Η σεζ λονκ και η ντουλάπα της γιαγιάς μου.
Το φυλακτό του παππού στο Φροσί.
Ο καφενές τα χρόνια του Μεταξά.
Ένα σύνθημα γραμμένο σε τοίχο από χέρι εφηβικό.
Το όραμα κάποιων κοριτσιών που έφερε ευημερία σε μια πολιτεία.
Η βόλτα στο παραλιακό δρόμο και το πρώτο ερωτικό κάλεσμα να φωλιάζει στις βλεφαρίδες.
Γι αυτά μας μιλά το βιβλίο τούτο. Μαζί με κι άλλα –πιο τραγικά γεγονότα. Λευκές πορείες, Θανάτους από πείνα και στερήσεις. Αγώνες να στεριώσει μια νέα πατρίδα. Κι ακόμα πάθη περισσότερο προσωπικά, σχέσεις γονιών με παιδιά, αδελφών, συζύγων…
Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας –νομίζω πως τούτος είναι ο πιο σημαντικός στοίχος του Ελύτη.
Αλλά ας δούμε κάπως περισσότερο κοντά τούτο το έργο.
Και βεβαια, ας θυμηθούμε, πως το συγκεκριμένο βιβλίο είναι η πρώτη λογοτεχνική προσπάθεια ενός σκηνοθέτη.
Μυθιστόρημα, λοιπόν; Ή μήπως μαρτυρία -κάτι σαν χρονικό, ας πούμε;
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως είναι μυθιστόρημα. Άλλωστε στο τέλος ο συγγραφέας μας φανερώνει πως έχει επέμβει στις ζωές των ανθρώπων που απετέλεσαν την πρώτη ύλη του. Η κεντρική ηρωίδα –και σε ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου και αφηγήτρια- έζησε περισσότερα χρόνια από τη μητέρα του κ. Τσαρουχά που η ζωή της υπήρξε η αφορμή να γραφτεί το βιβλίο.
Αλλά ένας άλλο πάλι θα απαντούσε πως όχι δεν είναι μυθιστόρημα μιας και ακολουθεί τα γεγονότα των ανθρώπων που στηρίζουν τη δράση, χωρίς να τα ερμηνεύει. Απλώς τα παραθέτει.
Άρα ανήκει στην κατηγορία της μαρτυρίας ή του χρονικού.
Προσωπικά θεωρώ πως η επιλογή του συγγραφέα ήταν να ακολουθήσει μια μεικτή τακτική. Μένει με τη διάθεση να καταγράψει, αλλά τα πρόσωπα σε πολλές σελίδες ξεφεύγουν από τον έλεγχο των ερευνών και αναμνήσεών του και μιλάνε με τη δική τους μυθιστορηματική οντότητα.
Οι σελίδες 98 έως 104, για παράδειγμα, όπου περιγράφεται το περιστατικό με το φονικό του Ιορδάνη και της γυναίκας του της Σουλτάνας , ξεφεύγουν από τα όρια μιας μαρτυρίας και διεκδικούν με απόλυτη ευστοχία την ένταξή τους σε άρτια μυθιστορηματική έκφραση.
Άλλοτε πάλι, για παράδειγμα στις σελίδες όπου περιγράφεται η περιπέτεια του Γιάννη, πατέρα του συγγραφέα, στη θάλασσα, οι πληροφορίες οι σχετικές με το ψάρεμα έχουν την τάση να ενταχθούν στη κατηγορία της μαρτυρίας. Ενώ όταν περιγράφεται το στήσιμο του νέου οικισμού, κάλλιστα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι έχουμε νε κάνουμε με ένα χρονικό.
Μεικτό, λοιπόν το είδος στο οποίο υλοποιήθηκε το έργο.
Αλλά έτσι αποκτά ένα δικό του ενδιαφέρον. Από τη μια συγκινεί και από την άλλη πληροφορεί.
Και η πιο καλή γνώση μεταφέρεται μέσω συναισθημάτων.
Όπως και να είναι το ιστορικό λογοτεχνικό έργο είναι απεικόνιση της ζωής των ατόμων –και μεμονωμένα και ομαδικά- κατά μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Εκείνο που το διαφοροποιεί από την όποια άλλη ιστορικής υφής συγγραφή είναι το ανθρωποκεντρικό του στοιχείο.
Κι εδώ, στο Ρόδο της Κυζίκου, το ανθρωποκεντρικό στοιχεία πρωταγωνιστεί. Οι ήρωες του που φωτίζουν με τα πάθη τους τα αποτελέσματα πολιτικών αποφάσεων. Λένε πως η εποχή στην οποία θα αναφέρεται ένα ιστορικό μυθιστόρημα, θα πρέπει να απέχει τουλάχιστον πενήντα χρόνια από τότε που το συνέγραψε ο δημιουργός του.
Δε συμφωνώ με την άποψη αυτή. Τις αποστάσεις καλό θα είναι να τις κρατά η επιστημονική έρευνα. Η λογοτεχνία θέλει προσεγγίσεις και αναλύσεις εν βρασμώ –με πάθος, ίσως ακόμα και με μεροληψία.
Ο Σταμάτης Τσαρουχάς προσπαθεί να μη μεροληπτεί.
Κάποια στιγμή η αφηγήτρια αναφέρεται και στις αγριότητες του ελληνικού στρατού.
Ενώ στη σελίδα 227 η ίδια πάλι σχολιάζει καθώς έχει αρχίσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος
«Τότε σκέφτηκα πόσο άδικο είναι να χάνονται τόσα νέα παιδιά στο άνθος της νιότης τους κι είπα ότι είναι σωστό να υπερασπιζόμαστε την πατρίδα, όταν αυτή κινδυνεύει κι αν χρειαστεί να θυσιαζόμαστε για αυτήν, αλλά να μην παρασυρόμαστε μόνο από το συναίσθημα της νίκης που μας μεθά, μα να λογαριάζουμε ότι σε κάθε νίκη υπάρχουν και θύματα και θρήνοι κι από τις δυο πλευρές»
Μου αρέσει να ψάχνω τις αιτίες και τους λόγους που ένας συγγραφέας αποφασίζει να ασχοληθεί με ένα συγκεκριμένο θέμα και να το μετατρέψει σε μυθιστορία, να ζωντανέψει με λέξεις ανθρώπινα πάθη και όνειρα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως δεν χρειάστηκε να ψάξω.
Ο συγγραφέας από τη εισαγωγή είχε φανερώσει τις προθέσεις του –« Το συγκεκριμένο πόνημα σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί επιστροφή σε παρελθοντολογικές λογικές. Κουβαλώντας όμως επί χρόνια αυτήν την ‘προίκα’, θεώρησα χρέος να τη φέρω στο φως, αποδίδοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ένα μικρό φόρο τιμής σ΄ όλες τις ανώνυμες τυραγνισμένες ελληνικές ψυχές»
Αλλά η εκδότρια του βιβλίου, προσθέτει ένα ακόμα λόγο για την ανάγκη όχι πια της συγγραφής και μόνο, μα και της έκδοσης του πονήματος.
Σημειώνει, λοιπόν, στο δικό της προλογικό σημείωμα – «Η συναισθηματική φόρτιση ενός σημερινού μετανάστη ή πρόσφυγα από οποιαδήποτε χώρα σε μια άλλη είναι η προβολή της αλήθειας του παρελθόντος που έτσι γίνεται διαχρονική»
Ακριβώς έτσι είναι.
Πάντα –δυστυχώς ή ευτυχώς, αδιάφορο για την Ιστορία- θα υπάρχουν γυναίκες που θα σημειώνουν τη χρονολογία που απέκτησαν μια νέα ντουλάπα στο νέο τόπο που τις έριξε ο άνεμος της Ιστορίας.
Και είναι τόσο αισιόδοξο, κάτι ακόμα πιο σημαντικό –τόσο ανθρώπινο!- να διαβάζεις την προίκα που η μάνα κάποιου του άφησε, χωμένος σε πολυθρόνα που σου κληρονόμησε η δικιά σου η γιαγιά.

(το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα -24/10/2012)

20.10.12

Χειμωνιάτικη πόλη



Καιρό το είχα το μικρό αυτό βιβλίο -γύρω στις 110 είναι οι σελίδες του- στη βιβλιοθήκη μου.

Θυμάμαι πως το είχα διαλέξει όταν πήγα να αλλάξω ένα λεύκωμα που μου είχαν κάνει δώρο.
Στο βιβλιοπωλείο δεν υπήρχαν οι δυο, τρεις τίτλοι που είχα κατά νου να πάρω κι έτσι άρχισα να ψάχνω στα ράφια του για να ανακαλύψω κάποια άλλα μυθιστορήματα που τυχόν θα με ενδιέφεραν.
Ο τίτλος ήταν το πρώτο στοιχείο που τράβηξε την προσοχή μου -"Χειμωνιάτικη πόλη". Όπως και να το δει κανείς είναι τίτλος που σου δημιουργεί τη διάθεση να αφεθείς σε μια υπόγεια διαδρομή.
Μετά ήταν ο εκδότης του. Οι "Ροές" είναι ένα μικρός εκδοτικός οίκος -και μου αρέσει να υποστηρίζω τους μικρούς σε κάθε κοινωνική, καλλιτεχνική, εμπορική απόφασή μου.
Κι άλλωστε η φίλη και καλή ποιήτρια και συγγραφέας παιδικών ιστοριών Παυλίνα Παμπούδη, κάπου εκεί μέσα στις "Ροές" κατοικοεδρεύει.
Και βέβαια ήταν το θέμα του -η ζήλια μέσα στο γάμο. Έχω κι εγώ ασχοληθεί με αυτό το θέμα. Το τελευταίο μυθιστόρημά μου που, μέχρι τα τώρα, κυκλοφόρησε, το "Λεβάντα της Άτκινσον" με ένα τέτοιο θέμα ασχολείται.
Άρα μου κέντρισε το ενδιαφέρον να δω πως το ίδιο αυτό θέμα το χειρίζεται ένας συγγραφέας από τον μακρινό Ισημερινό (κάποτε αυτή τη χώρα, στα επιτραπέζια παιχνίδια της παιδικής μου ηλικίας, τη λέγανε Εκουαντόρ). Και μάλιστα ένας συγγραφέας σχεδόν συνομήλικός μου.
"Η προέλευση του βιβλίου ενέχει στοιχεία εξωτισμού" σημείωνε ο Νίκος Βατόπουλος στην κριτική που είχε δημοσιεύσει στην Καθημερινή.
Αλλά στο τέλος θα ομολογήσει πως "Είναι μια κανονική ιστορία με κανονικούς ήρωες"
Κι έτσι είναι.
Ό,τι περιγράφεται μέσα στο μυθιστόρημα όχι μόνο έχει μια διαχρονική επικαιρότητα, αλλά παραπέμπει σε αυτά που κι εμείς, εδώ, στον ευρωπαϊκό νότο, ζούμε... Ζούμε ή αν θέτε ζήσαμε. Σκεφτόμαστε ή αν θέτε σκεφτήκαμε. Αντιμετωπίζουμε ή αν θέτε αντιμετωπίσαμε.
Η δεκαετία του '70 στον Ισημερινό, πόσο μοιάζει με τη δική μας δεκαετία του '90.
Κι αν είχε διαβάσει κανείς το τι έγινε μετά το '70 στον Ισημερινό, θα μπορούσε ίσως να μάντευε το τι θα συνέβαινε στην Ελλάδα του 2000.
Ένα από τα πράγματα που με γοητεύουν στη λογοτεχνία, είναι κι αυτό...
Πίσω από μια ιστορία οικογενειακής ζήλιας, να ανακαλύπτεις πολιτικές αποφάσεις και κοινωνικές αναταράξεις.
Το μυθιστόρημα μου άρεσε. Αλλά μου μένει πάντα μια νοσταλγία... Το Εκουαντόρ των επιτραπέζιων παιχνιδιών της παιδικής μου ηλικίας, δεν επιστρέφει πια.
Στη θέση του μια άλλη γοητευτική ονομασία -Χειμωνιάτικη πόλη.
Αλλά - το ξέρω και το αποδέχομαι- όλες οι γοητείες δεν είναι ίδιες.
Τι κρίμα!

14.10.12

Με στοιχεία κοσμοπολιτισμού – η περίπτωση του Δημήτρη Στεφανάκη



Κάθε άνθρωπος έχει μια καταγωγή και μια ταυτότητα.

Κάθε συγγραφέας το ίδιο.
Καταγωγή του είναι η χώρα όπου ζήσανε εκείνοι οι συγγραφείς που τον μεγαλώσανε. Ίσως η ίδια με αυτήν που θα ζήσουν όσοι νέοι συγγραφείς θα μεγαλώσουν από τα δικά του έργα.
Η ταυτότητα ενός συγγραφέα είναι οι εμμονές του.
Ίσως ακουστεί ως μια ρήση αρκούντως περίεργη έως και εξεζητημένη. Αλλά εγώ πιστεύω πως ο κάθε συγγραφέας άσχετα κι αν έχει γράψει πολλά ή λίγα βιβλία, στην ουσία πάντα ένα βιβλίο γράφει, πάντα μια ή έστω δυο είναι οι συγγραφικές εμμονές του.
Οι συγγραφικές εμμονές είναι τα αποτυπώματα των συγγραφέων. Η ταυτότητά τους. Με αυτήν ξεκινά και με αυτήν πεθαίνει.
Κι όμως, την ίδια ώρα που λέω αυτές τις απόψεις, είμαι μπροστά στην πρόκληση να παρουσιάσω το στίγμα, το αποτύπωμα, την ταυτότητα ενός συγγραφέα που δείχνουν να μη φανερώθηκαν από το πρώτο ή και το δεύτερο έστω βιβλίο του.
Για τον Δημήτρη Στεφανάκη, μιλώ.
Επτά μέχρι τώρα τα βιβλία του.
Όλα μυθιστορήματα –να ένα πρώτο στοιχείο του προσωπικού του αποτυπώματος. Μυθιστοριογράφος.
Και μάλιστα, όχι μυθιστοριογράφος γιατί αυτά που γράφει απλώνονται σε πολλές σελίδες. Αλλά κυρίως γιατί πλησιάζουν με σύνθετο τρόπο θέματα και χαρακτήρες.
Στο σύνολο των νέων ελλήνων μυθιστοριογράφων εντάσσεται, λοιπόν, ο Στεφανάκης.
Πριν όμως θελήσουμε να δούμε με ποιους ίσως άλλους συγγραφείς συνδέεται, από ποιους κατάγεται, ας δούμε από λίγο πιο κοντά τα δικά του χαρακτηριστικά.
Ομολογώ πως ο Δημήτρης Στεφανάκης ενώ από το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα έδειξε τη στόφα του μυθιστοριογράφου ότι κατέχει, αν δούμε σήμερα τα πρώτα του έργα –και κυρίως τα τρία πρώτα, θα πρέπει να σημειώσουμε πως το προσωπικό του στίγμα δεν είναι τόσο απτό.
Ναι κυκλοφορεί σε χώρους φορτισμένους –πόλη σαν την Αθήνα, νησί όπως η Μύκονος, γειτονιά σταμπαρισμένη από μνήμες εφηβείας- και –ναι!- κάποιοι από τους χαρακτήρες τους δείχνουν μια έντονη αρρενωπότητα αν είναι άντρες ή μια έντονη θηλυκότητα αν είναι γυναίκες, αλλά…
Λοιπόν, είναι παράξενο και – σε σχέση με το σημερινό εντόνως συγκεκριμένο συγγραφικό προφίλ του Στεφανάκη- μη ερμηνεύσιμο, αλλά τα τρία του πρώτα έργα δεν έχουν μεταξύ τους πολλά κοινά στοιχεία ούτε στη θεματική, μήτε στο χώρο.
Ή μάλλον έχουν κάτι κοινό. Μια δισταχτικότητα… Μια προσπάθεια αναζήτησης –κάπως έτσι προτιμώ να το διατυπώσω- του προσωπικού συγγραφικού αποτυπώματος.
Από το τέταρτο και μετά βιβλίο, το στίγμα αρχίζει να διαφαίνεται. Πιο σωστά θεμελιώνεται. Ακόμα πιο σωστά -επιτίθεται.
Ναι, επτά χρόνια μετά από την κυκλοφορία του πρώτου μυθιστορήματος και μόλις τρία από την εμφάνιση του τρίτου, το τέταρτο μυθιστόρημα του Δημήτρη Στεφανάκη, φωτίζει δυνατά μια συγγραφική ταυτότητα –πρόκειται για το «Μέρες Αλεξάνδρειας».
Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο αυτό.
Η κοσμοπολίτικη ματιά και ο έντονος, συχνά αμοραλιστικός και πάντα ιδιαιτέρως ερωτικός, χαρακτήρας του κεντρικού προσώπου.
Θα ακολουθήσει το «Συλλαβίζοντας το Καλοκαίρι», όπου ο Στεφανάκης λες και θέλει να δει αν μπορεί να πειραματιστεί με ότι θεμελίωσε στις «Μέρες Αλεξάνδρειας», και χρησιμοποιεί ως ήρωά του ένας υπαρκτό πρόσωπο –θρύλο του πρόσφατου λογοτεχνικού παρελθόντος και τον πηγαίνει με ανορθόδοξο τρόπο στη Μύκονο (νησί που και σε προηγούμενο έργο του είχε ο ίδιος καταφύγει). Ο Καμύ και η Μύκονος κυριαρχούν στο έργο –έργο απρόσμενα ευφάνταστο- αλλά προσωπικά πιστεύω πως ο Στεφανάκης πολύ γρήγορα διαπίστωσε το αδιέξοδο που το εγχείρημά του αυτό δημιουργούσε. Ο σουρεαλισμός ή με άλλη διατύπωση ο φανταστικός ρεαλισμός δεν μπορούν να υπηρετήσουν τα οράματά του.
Και κάτω από μια τέτοια διαπίστωση ίσως να ξαφνιάστηκε, θα αποπροσανατολίστηκε και έτσι καταφεύγει σε ένα άλλο εμβόλιμο αρσενικό πρόσωπο της ιστορίας –τον Λεωνίδα- και γράφει ένα υπαρξιακών ανιχνεύσεων και ιδιότυπα αντιηρωικό μυθιστόρημα.
Όμως, το συμπαγές αρρενωπό που εκφράζει η προσωπικότητα του σπαρτιάτη βασιλιά δεν νομίζω πως μπορούσε να βοηθήσει τον Στεφανάκη να εδραιώσει μήτε το κοσμοπολίτικο στοιχείο, μήτε και τον έντονο αρσενικό ερωτισμό που σαφέστατα είχε αρχίσει να στοιχειώνει τη γραφή και τους αναγνώστες του.
Αλλά ο Στεφανάκης είναι ένας έξυπνος συγγραφέας. Μαθαίνει από τις διαδρομές που δεν τον έφεραν στο ποθούμενο αποτέλεσμα. Κι έτσι έρχεται, επανέρχεται πιο σωστά στο δρόμο της Αλεξάνδρειας και μας χαρίζει το «Φιλμ Νουάρ» κι ένα επίσης ιστορικής προέλευσης μυθιστορηματικό χαρακτήρα* τον Βασίλειο Ζαχάρωφ.
Τώρα το κοσμοπολίτικο στοιχείο ξεκινά από τη πόλη – σύμβολό του. Και ο μυθιστορηματικός χρόνος κυλά πάνω στα μονοπάτια του τέλους και της αρχής δυο κοσμοπολίτικων αιώνων.
Με βάση στέρεη της μιας εμμονής μου, μπορεί και βιογραφεί με μυθιστορηματική ελευθερία το τύπο του αρσενικού που τόσο τον ελκύει –η δεύτερη συγγραφική εμμονή συμπρωταγωνιστεί.
Δεν είναι στόχος αυτού του σημειώματος η αναλυτική αναφορά μήτε στο «Μέρες Αλεξάνδρειας», μήτε και στο «Φιλμ Νουάρ».
Εδώ προσπαθώ να ανιχνεύσω το σημείο στο οποίο στέκεται ένας σύγχρονος έλληνας συγγραφέας –ο Δημήτρης Στεφανάκης.
Αν βασιζόμουνα στα επτά μέχρι σήμερα μυθιστορήματά του θα εξέφραζα μια ερώτηση –Ποιο μπορεί να είναι το όγδοο;
Ο Καμύ, ο Λεωνίδας και ο Βασίλειος Ζαχάρωφ είναι πολύ δυνατές προσωπικότητες, αλλά και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους που πώς να υποψιαστεί κανείς ποιος από τους τρεις θα είναι εκείνος που θα εξαναγκάσει το συγγραφέα να επιλέξει το μελλοντικό του ήρωα;
Αλλά αν βασιστώ στον τρόπο που ο ίδιος ο συγγραφέας δείχνει την προτίμησή του σε δυο από τα επτά του μυθιστορήματα , τότε αισθάνομαι μια σιγουριά όταν καταθέτω την υπόνοια πως ο Δημήτρης Στεφανάκης μπορεί να είναι ένα νέος Τάσος Αθανασιάδης –οι «Πανθέοι» αυτού του συγγραφέα περιέγραψαν την ελληνική ιστορία και κοινωνία με μια τάση κοσμοπολιτισμού- αλλά και ένας μακρινός, έστω, συνεχιστής της ματιάς του Καραγάτση –αξίζει να σκεφτούμε κάποια στιγμή
τις αναλογίες του Γιούγκερμαν με τον Ζαχάρωφ.
Δεν ξέρω αν το σκέφτηκε κανείς, αλλά εγώ θεωρώ πως με τη δική του Αλεξάνδρεια ο Στεφανάκης δε συνέχισε την ιστορία της πόλης από εκεί που την άφησε ο Τσίρκας. Αλλά ούτε και συγγένειες μπορώ να βρω με την τριλογία του Θέμελη.
Ο δημιουργός της «Λέσχης» έχει διαφορετικές πολιτικές αναζητήσεις και ο συγγραφέας της «Αναζήτησης» γράφει ως βαλκάνιος συγγραφέας. Και βέβαια, απέχει η ματιά του Στεφανάκη από αυτήν του Ισίδωρου Ζουργού.
Ο Ζουργός περιγράφει το ελληνικό πάθος έχοντας επιλέξει να σταθεί σε ελληνικό τόπο. Ο Στεφανάκης το ίδιο αν θέλετε πάθος περιγράφει, αλλά δέστε τον, τόπο εκτός ελληνικής επικράτειας έχει αυτός διαλέξει.
Μα μήπως λέγοντας κοσμοπολίτικη ματιά, κάτι τέτοιο δε θέλουμε να περιγράψουμε;
Η γραφή του Δημήτρη Στεφανάκη –στέρεη και κλασική- δεν προτείνει μια άλλη ανάγνωση της ιστορίας. Προτείνει μια πλέον ανοιχτή προσέγγισή της. Κι αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο κοσμοπολιτισμού.


Τα βιβλία του Δημήτρη Στεφανάκη
Φρούτα εποχής, 2000
Λέγε με Καΐρα, 2002
Το μάτι της επανάστασης έχει αχρωματοψία, 2004
Μέρες Αλεξάνδρειας, 2007
Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι, 2009
Θα πολεμάς με τους θεούς, 2010
Φιλμ νουάρ, 2012

11.10.12

Κόκκινο καραβάκι, κόκκινο ποδήλατο




Έχω γράψει πάνω από 60 βιβλία. Και πιστέψτε με, το καθένα από αυτά σηματοδοτεί μια μεγάλη στιγμή της ζωής μου. Στιγμή δημιουργίας.
Αλλά δεν μπορώ παρά να ξεχωρίσω κάποια, για κάποιους πολύ ειδικούς λόγους.
Μιλώ για τα βιβλία μου εκείνα με τα οποία αποχαιρέτησα ή υποδέχτηκα πρόσωπα σημαντικά στη ζωή μου.
Αποχαιρέτησα με βιβλία τον πατέρα και τη μητέρα μου, έναν καλό φίλο.
Υποδέχτηκα στη ζωή μου και πάλι με βιβλία τη σύντροφό μου, τα δυο παιδιά μου... Τον εγγονό μου τώρα.
Με τούτη εδώ την ιστορία που έγραψα, οι ήρωες των βιβλίων μου υποδέχονται ένα νέο τους σύντροφο.
Είναι μια ιστορία απλή, μα και τόσο ασυνήθιστη.
Γιατί -όπως λέω και στην αφιέρωση: Με τις ιστορίες ποτέ δεν πρέπει να είναι κανείς σίγουρος* παίζουν διάφορα παιχνίδια...
Ας είναι...
Όπως και κάποτε, πριν από χρόνια, έτσι και μέσα στο βιβλίο αυτό όλα ξεκινάνε...
Παραμονές Χριστουγέννων και ο επτάχρονος Μάνος στολίζει μαζί με τους γονείς του το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η μητέρα του Μάνου είναι έγκυος και ο Μάνος φοβάται πως ο ερχομός μιας αδελφούλας θα κάνει τους γονείς του να πάψουν να τον αγαπούν. Μα όταν τη μέρα της μεγάλης γιορτής θα επισκεφθεί ένα καταυλισμό προσφύγων, τότε ένα χάρτινο καραβάκι και ένα κόκκινο ποδήλατο θα του μάθουνε πως όσο πιο μεγάλη αγάπη δώσει κάποιος, τόσο πιο πολλή αγάπη θα πάρει.


Δεν είναι βιβλίο για τα Χριστούγεννα και μόνο.
Μιλά για μια στάση ζωής που στις μέρες μας δέχεται πολλές επιθέσεις.
Ίσως γι αυτό οι τόσο τρυφερές ζωγραφιές της Μυρτώς Δεληβοριά να διαθέτουν και ένα στοιχείο κοινωνικής τοποθέτησης.
Ίσως και γι αυτό κι εγώ να θελησα να συνδέσω αυτή την έκδοση με το έργο της Unicef.
Όπως και να είναι, τώρα πια... ένα καραβάκι ταξιδεύει μέσα στο χρόνο.
Καλοτάξιδο!

8.10.12

«Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένε» - το mal aime μυθιστόρημα μου


Από το 1979 που κυκλοφόρησαν τα πρώτα μου βιβλία μέχρι σήμερα, έχουν περάσει 33 χρόνια κι εγώ έχω δει πάνω από 60 έργα μου να εκδίδονται.

Παραμύθια, διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά.

Άλλα για παιδιά, άλλα για νέους, άλλα για ενήλικες.

Πιστεύω πως ο κάθε συγγραφέας, ασχέτως αν έχει γράψει λίγα ή πολλά βιβλία, στην ουσία ένα μόνο θέμα συνεχώς τον απασχολεί. Λες και μόνο για ένα θέμα γράφει.

Αυτό είναι κάπως δύσκολο να το κατανοήσει ένας μέσος αναγνώστης. Και είναι ακόμα πιο δύσκολο να το δει και ένας πλέον εξειδικευμένος μελετητής της λογοτεχνίας, αν μένει στην επιφάνεια όσων κάθε φορά ένας συγγραφέας εξιστορεί και δεν προσπαθεί να βρει τον μικρό, συχνά πολύ καλά κρυμμένο πυρήνα του κάθε έργου.

Αλλά ας μην επεκταθώ σε θέματα θεωρητικά.

Μένω σε δικές μου εμπειρίες και μόνο.

Αν κοιτάξω με τάση εμβάθυνσης τα παιδικά μου βιβλία θα διαπιστώσω πως η βασική εμμονή μου που πυροδότησε την ύπαρξή τους ήταν η έννοια της ταυτότητας.

Αν στραφώ στα έργα μου που απευθύνονται σε ενήλικες, θα πρέπει να ομολογήσω πως το ερωτικό στοιχείο ως τρόπος έκφρασης του ανθρώπου υπήρξε η γενεσιουργός αφορμή να γραφούνε.

Αλλά στα μυθιστορήματά μου για νέους, η συγγραφική διάθεσή μου δεν είναι μία και μόνη. Μα δύο.

Μέσα στη δεκαετία του 1990 έγραψα τρία μυθιστορήματα για εφήβους –«Γεύση Πικραμύγδαλου», «Μάσκα στο Φεγγάρι», «Ροκ Ρεφρέν».

Τρία εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους έργα που όμως μπορώ εγώ να διαβεβαιώσω πως αυτό το κοινό που τα διαπερνά και τα έκανε να γεννηθούνε είναι η προσπάθεια του νέου ανθρώπου να εντάξει τον εαυτό του σε μια ομάδα –οικογένεια, φίλους, συναδέλφους. Να κοινωνικοποιηθεί, με άλλα λόγια.

Μέσα στα επόμενα χρόνια –από το 2000 έως σήμερα- έγραψα άλλα τρία νεανικά μυθιστορήματα –«Μια ιστορία του Φιοντόρ», «Ανίσχυρος άγγελος», «Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένε»

Αν τα τρία της δεκαετίας του 90 ήταν πολυσέλιδα, αυτά είναι σαφώς ολιγοσέλιδα.

Και κάτι τέτοιο δεν θα είχε ίσως τόση σημασία αν δεν φώτιζε ακόμα πιο έντονα την μετατόπιση από την κοινωνικοποίηση στην πολιτικοποίηση.

Με ωριμότητα συγγραφική ή με ανθρώπινο θυμό, άφησα τις σύνθετες συνθέσεις και προσπάθησα να γράψω ιστορίες που μόνο με μια πολιτική ματιά μπορούν να ερμηνευθούνε.

Στο πρώτο –«Μια ιστορία του Φιοντόρ»- ασχολήθηκα με την οικονομική μετανάστευση… Προσφυγιά, πιο σωστά.

Στο δεύτερο – «Ανίσχυρος άγγελος»- στάθηκα στην ανακάλυψη της έννοιας της ευθύνης, που η ανάληψή της θα μετατρέψει τον νέο άνθρωπο από εγωκεντρικό ον σε υπεύθυνο πολίτη.

Και τα δυο αυτά έργα διακρίθηκαν. Βραβεύτηκαν και συζητήθηκαν. Σχολιάστηκαν.

Δεν έμελλε να συμβεί (προς το παρόν, τουλάχιστον;) κάτι παρόμοιο και με το τρίτο.

Το «Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένε» ασχολείται με την σεξουαλική εκμετάλλευση των νέων και τοποθετεί αυτήν την κατάσταση τόσο σε ανελεύθερα καθεστώτα όσο και δημοκρατικά. Ακριβώς γιατί στο ζήτημα αυτό φαίνεται ξεκάθαρα πόσο και η δημοκρατία στην εποχή μας έχει εξασθενήσει και έχει εξαναγκασθεί να απαρνηθεί αρχές και αντιστάσεις της.

Με ένα περίεργο τρόπο, για κάποιους ανεξήγητους λόγους, το μυθιστόρημα αυτό δεν φαίνεται να θέλουν οι αναγνώστες να το αγαπήσουν.

Γιατί όμως με ξαφνιάζει μια τέτοια αντιμετώπιση;

Ξέρω πως αυτή η σιωπηλή αντιμετώπισή του δεν έχει να κάνει με τον τρόπο που το έγραψα.

Κάτι άλλο έχει συμβεί. Κάθε τι που έχει να κάνει με την υπόγεια, την βρώμικη έκφραση της σύνδεσης σεξουαλικότητάς και νέων, ως άτομα αλλά και ως κοινωνική ομάδα δε θέλουμε να το προσεγγίσουμε περισσότερο από μια καταγγελτική είδηση.

Η όποια ανάλυσή του μας κάνει να αισθανθούμε συνυπεύθυνοι περισσότερο από ότι επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να επωμιστούν.

Οι βρώμικες νύχτες στις πλατείες δεν μας αφορούν.

Τα πλάσματα που ένα σύστημα τα μετατρέπει σε εμπορεύματα δεν είναι άτομα που έχουν να κάνουν με τη δική μας ζωή, με τους δικούς μας ανθρώπους.

Κι άλλοτε μου έτυχε να δω να κυκλοφορούν έργα μου που το κοινό δεν ήταν έτοιμο να τα αποδεχτεί κι έπρεπε τόσο εκείνα όσο κι εγώ ο ίδιος να περιμένουμε να φτάσει μια πιο ώριμη στιγμή συνειδητοποίησης εκ μέρους των αναγνωστών όσων περιγράφονταν στα έργα αυτά ή όπως περιγράφονταν (κάποιες φορές και η φόρμα αφήγησης μπορεί να μην γίνεται αποδεχτή από την εποχή όπου πρωτοπαρουσιάζεται).

Με το «Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένε» δεν πιστεύω πως κάτι παρόμοιο θα επαναληφθεί.

Η φόρμα του είναι απλή και περιγραφή των γεγονότων τόσο διακριτική που περισσότερη διακριτικότητα αν είχε θα έπαυε να είναι τραγική και θα γινότανε ψεύτικη.

Όχι – τούτο το μυθιστόρημα δεν θα αγαπηθεί.

Όπως δεν αγαπιέται ποτέ η αμαρτία μας. Ακόμα περισσότερο –ότι ξεσκεπάζει την κοινωνική μας υποκρισία και την πολιτική μας ανυποληψία.