Pages

6.11.12

Η μικρή Ελένη για το "Κόκκινο καραβάκι, κόκκινο ποδήλατο"




(αναδημοσίευση από το http://miaforakienankairoimikrieleni.blogspot.gr/ )

Όταν ξεκίνησα να διαβάζω παιδικά βιβλία πριν απο τρία χρόνια, δεν αισθάνθηκα ούτε στιγμή ότι αποσυρόμουν σ' ένα απάνεμο λιμάνι αναγνωστικής αγρανάπαυσης, αλλά ότι έβαζα πλώρη για νέες περιπέτειες, ίσως όχι σε τρικυμισμένα νερά δύσβατων αφηγηματικών αναζητήσεων, πάντως σίγουρα σε ανεξερεύνητα μυθικά θαλασσινά βασίλεια. Ενδεχομένως η μοναδική μου επιθυμία στο ξεκίνημα αυτού του ταξιδιού να ήταν η αναβίωση του παιδικού μου ονείρου να ανακαλύψω τη χαμένη Ατλαντίδα. Ενός ονείρου που πάντως δε θα ξαναρχόταν στην επιφάνεια αν δεν του το επέβαλλαν, σχεδόν διά της βίας, τα ίδια τα βιβλία. Αυτά που αποτελούν το αδιάσειστο πειστήριο των ανεξάντλητων δημιουργικών αποθεμάτων της παιδικής λογοτεχνίας. Αυτά που δε σου επιτρέπουν να τα περιχαρακώσεις ηλικιακά, να τα ερμηνεύσεις σχηματικά, να τα αντιμετωπίσεις ως απλοϊκά, μονοσήμαντα λογοτεχνικά προϊόντα.

Το πιο πρόσφατο βιβλίο που μας έδωσε ο Μάνος Κοντολέων αποτελεί μια τέτοια περίπτωση. Μπορεί το καραβάκι του τίτλου να μη μας πηγαίνει σε μυθικά, παραμυθένια βασίλεια, μας ταξιδεύει όμως στον εύθραυστο συναισθηματικό κόσμο ενός μικρού παιδιού. Του μικρού Μάνου, ο οποίος, παραμονές Χριστουγέννων, αισθάνεται παραμελημένος και μόνος - πιθανότατα επειδή η μαμά περιμένει αδερφάκι κι ο ίδιος φοβάται ότι το νέο μέλος της οικογένειας θα του κλέψει την αγάπη και το ενδιαφέρον των δικών του. Αναζητώντας ένα στολίδι για το δέντρο της τάξης του, πέφτει πάνω σ' ένα χάρτινο καραβάκι με κόκκινα πανιά, που στο παιδικό μυαλό του γίνεται σύμβολο της δικής του μοναξιάς και θλίψης. Και, σε μια κρίση θυμού, δηλώνει ότι δε θέλει το καραβάκι του να δοθεί μαζί με τ' άλλα στολίδια του δέντρου της τάξης σε φτωχές οικογένειες. Θέλει να το κρατήσει για πάντα δικό του, ωστόσο κανείς δε φαίνεται να τον καταλαβαίνει. Έσχατο καταφύγιο του μικρού Μάνου ο μεγάλος Μάνος, ο παραμυθάς παππούς, που εμφανίζεται την ημέρα των Χριστουγέννων παρέα με την καινούρια του ιστορία, αληθινή, όπως λέει ο ίδιος, κι ωστόσο ημιτελή. Θα είναι ο μικρός Μάνος αυτός ο οποίος θα κληθεί να τη διαβάσει πρώτος και θα αναλάβει να της δώσει τον τίτλο και το φινάλε που ο ίδιος θα αποφασίσει, όταν παρέα με τον παππού θα επισκεφτεί έναν καταυλισμό προσφύγων, όπου το χαμένο κόκκινο καραβάκι του θα τον οδηγήσει, σαν άλλος μίτος της Αριάδνης, σ' ένα μονοπάτι ανθρωπιάς, δοσίματος και αναπάντεχης χαράς.
Σε μια σχηματική, περιχαρακωμένη αφήγηση, εγκλωβισμένη στις αναιμικές γραμμές μιας ιστορίας προορισμένης να λειτουργήσει ως παράδειγμα προς διδαχή, ο μικρός Μάνος θα ήταν ένα κακότροπο, κακομαθημένο παιδί που, αδιαφορώντας για τη φτώχεια και την ανέχεια που το περιβάλλει, δε θα ήξερε τι θέλει και θα βασάνιζε τους δικούς του με παράλογες, εξωφρενικές απαιτήσεις. Το Κόκκινο καραβάκι, κόκκινο ποδήλατο αρνείται τέτοιους απλουστευτικούς αφορισμούς, συνθέτοντας με λεπτές κλωστές ένα πολύχρωμο υφαντό συναισθημάτων που από σελίδα σε σελίδα αποκαλύπτει διαφορετικές ψυχικές διακυμάνσεις και αποχρώσεις. Ο Μάνος μπορεί να το έχει κάπως παρακάνει, να αρνείται πεισματικά να συνεργαστεί με το περιβάλλον του, δεν παύει ωστόσο να είναι ένα ευαίσθητο παιδάκι, φορτωμένο με όλες τις ανασφάλειες, τα άγχη και τους προβληματισμους της ηλικίας του. Τη φτώχεια και την ανέχεια τις έχει ακουστά, δεν έχει όμως πλήρη συναίσθηση του ότι αυτός ο άλλος, ο πρακτικά αφανής κόσμος ανασαίνει αθόρυβα κάπου παραδίπλα του. Είναι το προστατευμένο παιδί που, έχοντας μόνο "εγκυκλοπαιδική" γνώση της δύσκολης πλευράς της ζωής, φοβάται μη χάσει όσα δικαιωματικά κι αυτονόητα του ανήκουν: την αγάπη, τη φροντίδα, το ενδιαφέρον, την ασφάλεια. Ενδεχομένως οι φόβοι του να αποδεικνύονται υπερβολικοί και σίγουρα βρίσκεται σε ασφαλέστερη και πλεονεκτικότερη θέση έναντι άλλων, λιγότερο ευνοημένων από τη μοίρα παιδιών. Μπορεί όμως να του απαγορεύσει κανείς να αισθάνεται πόνο, λύπη, αγωνία, θυμό, τη στιγμή μάλιστα που τα πράγματα δεν είναι εντελώς ξεκάθαρα στο κεφάλι του; Πόσο θεμιτό είναι να βάζεις κοινωνικά και εισοδηματικά κριτήρια στα παιδικά συναισθήματα;
Από τη δύσκολη θέση τον Μάνο θα τον βγάλει ο παραμυθάς παππούς του, η καταλυτική παρουσία του οποίου στην ιστορία υπαγορεύεται από δύο βασικές ιδιότητές του: Από τη μια είναι ο φυσικός του ρόλος, αυτός του παππού, που του προσδίδει μια σχέση συνωμοτικής οικειότητας με τον εγγονό. Ο μεγάλος Μάνος είναι εκείνος που καταλαβαίνει καλύτερα απ' όλους τον μικρό, που τον υποστηρίζει χωρίς επικρίσεις ή επιπλήξεις. Άλλωστε εγγονός και παππούς μοιάζουν, μοιράζονται τον ίδιο χαρακτήρα, τις ίδιες προτιμήσεις. Ο μεγάλος Μάνος είναι η αναφορά, το έρεισμα του μικρού Μάνου στο παρελθόν, ο μικρός, πάλι, είναι για τον μεγάλο Μάνο η προβολή του δικού του εαυτού στο μέλλον.
Βέβαια, ο συγκεκριμένος παππούς έχει κι ένα δεύτερο ρόλο, αυτόν του παραμυθά, του αφηγητή ιστοριών. "Ψεύτη παππού" τον λέει κάθε λίγο και λιγάκι ο εγγονός του, ο οποίος δεν είναι αφελής: Ο παππούς μπορεί να τον παρηγορεί με τις ιστορίες του, ωστόσο η επίγνωση ότι πολλά απ' αυτά που του ιστορεί είναι επινοήσεις της φαντασίας του επαναφέρει συχνά την τρυφερή μομφή στα χείλη του μικρού. Κι όμως, θα είναι ακριβώς η ιδιότητα αυτή του παππού ως δημιουργού ιστοριών που θα αποτελέσει την αφετηρία για την ίαση του μικρού Μάνου από τις ανασφάλειες και τους φόβους. Ή μάλλον για την αυτο-ίαση, αφού ο μικρός θα πάρει τη σκυτάλη της αφήγησης, συμπληρώνοντας ο ίδιος το τέλος της μισοφτιαγμένης ιστορίας που του δίνει ο παππούς να διαβάσει. Με τον τρόπο αυτό, με την εισαγωγή δηλαδή μιας δεύτερης αφήγησης μέσα στην αρχική -και μάλιστα μιας δεύτερης αφήγησης η οποία μας πηγαίνει στο δικό του μακρινό, έστω και πλασματικό, παρελθόν-, ο παραμυθάς παππούς καθορίζει αποφασιστικά την εξέλιξη της πλοκής. Όχι επιβάλλοντας τη λύση, αλλά στήνοντας τον καμβά κι αφήνοντας τον μικρό πρωταγωνιστή του να φιλοτεχνήσει με τα δικά του χρώματα το τέλος.
Ένα τέλος που δεν κινείται σε λογικές ελεημοσύνης: Όσο ανάγλυφα κι αν παρουσιάζεται στο κείμενο η φτώχεια στον καταυλισμό των προσφύγων, οι άνθρωποι που συναντάει ο μικρός Μάνος, με τα σημάδια της βίας και της ανάγκης αποτυπωμένα στα πρόσωπά τους, δεν είναι στερημένοι από αξιοπρέπεια, γενναιοδωρία και αγάπη. Μπορεί ο πιτσιρικάς μας φτάνοντας στον καταυλισμό να μην τυχαίνει της διθυραμβικής υποδοχής που θα περίμενε βασισμένος στα λόγια του παππού, πάντως, πριν ακόμα αποφασίσει να δώσει, παίρνει ο ίδιος ένα καλό μάθημα αδερφικής αγάπης, που θα σηματοδοτήσει και τη δική του συναισθηματική μεταστροφή.
Το κείμενο, λιτό, χαμηλότονο, χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις και διάθεση για στράτευση, χτίζει μέσα από τη διαδοχή σκηνών και γεγονότων, υπομονετικά και πειστικά, την κλιμάκωση των συναισθημάτων του μικρού πρωταγωνιστή, και με τους ίδιους ρυθμούς αποτυπώνει τη σταδιακή αποφόρτισή του. Το χιούμορ δε λείπει, δοσμένο μέσα από μια παιδική οπτική -π.χ. στο σημείο που εύχονται στην έγκυο μαμά "Καλή λευτεριά" ο μικρός Μάνος, όπως κάθε φυσιολογικό παιδάκι, αναρωτιέται πότε σκλαβώθηκε η μανούλα-, σ' ένα κείμενο που θα μπορούσε -ή, καλύτερα, θα επιβαλλόταν- να διαβαστεί και από ενήλικες. Όχι μόνο γιατί, όπως και άλλα βιβλία του συγγραφέα, διαρρηγνύει τα στεγανά ηλικιακών οριοθετήσεων, αλλά και επειδή πολλοί από μας θα αναγνωρίσουμε στο μικρό Μάνο τα δικά μας παιδιά, συνειδητοποιώντας τα λάθη μας, τις αβλεψίες μας ή τις εσφαλμένες εκτιμήσεις μας, που συχνά μάς οδηγούν στην υπερπροστασία, στην αποκοπή από την πραγματικότητα, στην υιοθέτηση λογικών θερμοκηπίου.
Όσο για τις ζωγραφιές της Μυρτώς Δεληβοριά, αποδεικνύουν διά της παρουσίας τους ότι η εικονογράφηση ενός παιδικού βιβλίου δεν είναι μια συμπληρωματική, διακοσμητική εργασία, αλλά ένα εικαστικό γεγονός. Εικόνες λιτές, που με τις απλές γραμμές τους και ντυμένες στο κόκκινο, στο θαμπό χρυσό και στ' άλλα χρώματα των Χριστουγέννων, χαρίζουν στον αναγνώστη κάτι από την άδολη, παιδική ματιά του μικρού Μάνου. Με το χάρτινο καραβάκι να επανέρχεται διαρκώς και σε διάφορες παραλλαγές, ως υπόμνηση της μοναξιάς και της θλίψης του μικρού αλλά και ως θεμελιακό στοιχείο της πλοκής.

Πάει μία εβδομάδα από τη μέρα που διάβασα για πρώτη φορά το Κόκκινο καραβάκι, κόκκινο ποδήλατο, κι όταν αναζητάω το αποτύπωμά του μέσα μου, η εικόνα που σχεδόν αυτόματα αναδύεται στο μυαλό μου είναι αυτή του μικρού προσφυγόπουλου στον καταυλισμό που κρατάει στην αγκαλιά του το αδερφάκι του. Μια εικόνα που λειτουργεί ως συνδετική γραμμή με τις αφηγήσεις των γιαγιάδων μου και του πατέρα μου για το πώς τα μεγαλύτερα παιδιά των πολυμελών, φτωχών οικογενειών της Κατοχής, του Εμφυλίου και του μεταπολέμου μεγάλωναν τα μικρότερα αδέρφια τους. Και καθώς η εικόνα αυτή επανέρχεται στο μυαλό μου, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ πώς ένα σημαντικό κομμάτι αυτού του λαού με την τόσο πρόσφατη κι οδυνηρή θητεία στον πόλεμο, στην προσφυγιά και στη μετανάστευση μπόρεσε μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να απολέσει την ικανότητα να αναγνωρίζει στα πρόσωπα των άλλων τα ίδια εκείνα σημάδια και τις ουλές που άφησε η ιστορία στις μορφές και των δικών του γονιών και παππούδων. Κι αν κάτι προσδοκώ από αυτό το βιβλίο, είναι το ίχνος στο χιόνι από το χάρτινο καραβάκι του μικρού και του μεγάλου Μάνου να οδηγήσει εμάς, τους αναγνώστες του, στη συμφιλίωση με το βολικά ξεχασμένο χτες μας, στη συνειδητοποίηση του σήμερα που επιμένουμε να αγνοούμε και στο αύριο που θα θέλαμε να καθρεφτίζεται στα μάτια των παιδιών μας.