Pages

23.3.13

"Μέλι κόλλησε στα χείλη" - 22 Μαρτίου 2013 η μέρα της πρώτης του κυκλοφορίας

Κάποτε, πριν από χρόνια, κάθε φορά που έβγαινε ένα καινούργιο μου βιβλίο, ακουμπούσα ένα αντίτυπό του πάνω στον καναπέ, έβαζα δίπλα του και τα προηγούμενα έργα μου και τα κοιτούσα.
Σε κάθε τίτλο έβλεπα και μια περίοδο της ζωής μου. Είχα μάθει να μετρώ τα χρόνια και τα γεγονότα της ζωής μου με τα βιβλία μου. Καθόμουνα απέναντι, στην πολυθρόνα και αναλογιζόμουνα όσα έζησα και όσα αισθάνθηκα, όσους ανθρώπους γνώρισα και όσους αποχαιρέτησα τις περιόδους που έγραφα το κάθε μου βιβλίο.
Αυτά όλα, τα χρόνια του '80, τα περισσότερα από την δεκαετία του '90. Μετά...
Μετά τα βιβλία γίνανε πολλά... Ακόμα και ο καναπές δε θα τα χωρούσε αν τα τοποθετούσα ένα, ένα στη σειρά...
Αλλά δεν ήταν αυτό. Ήταν γιατί καθώς ο αριθμός των βιβλίων γινότανε όλο και πιο μεγάλος, λιγοστεύανε τα χρόνια που είχα μπροστά μου. Έτσι αισθανόμουνα!
Και γι αυτό προτιμούσα να τα αφήνω στο ράφι της βιβλιοθήκης του γραφείου μου και κάθε φορά μόνο το τελευταίο να το τοποθετώ σε θέση περίοπτη.
Σε θέση περίοπτη και τώρα έχω ακουμπήσει ένα από τα πρώτα αντίτυπα του "Μέλι κόλλησε στα χείλη"
Και δε θέλω να σκεφτώ αν είναι το 60ο ή το 70ο -κάπου τόσοι πρέπει να είναι οι τίτλοι που με το όνομά μου έχουν κυκλοφορήσει.
Κάπου τόσα τα βιβλία που έγραψα... Πόσα, άραγε, τα χρόνια που θα ζήσω;
Το, κοιτώ, λοιπόν το στερνοπαίδι μου,  και θυμάμαι τους μήνες της προηγούμενης χρονιάς που το έγραφα. Τους μήνες που περίμενα να εκδοθεί. Αναλογίζομαι τον τόπο που μου πρόσφερε την έμπνευση να το γράψω. Την αυλή που διάβασα σε στενούς φίλους τις πρώτες σελίδες του. Τις ουσιαστικές λεπτομέρειες που με βοήθησε να διορθώσω πρόσωπο αγαπημένο...
Κάθε βιβλίο έχει το δικό του παρελθόν. Τις περισσότερες φορές είναι ένα παρελθόν που οι αναγνώστες δε θα το μάθουν -κι ίσως δεν έχει νόημα να το μάθαιναν.
Αλλά για τον συγγραφέα... Για μένα τώρα που ξέρω πως η Μέλω -η ηρωίδα του- κυκλοφορεί μόνη της και δίχως τη δική μου πια προστασία θα συναντήσει ανθρώπους που άλλοι θα την καταλάβουν κι άλλοι θα την καταδικάσουν, για μένα το παρελθόν του βιβλίου έχει γίνει δική μου προσωπική ιστορία, μέρος της ζωής της δικής μου. Μέρος από το παρελθόν μου.
Συνήθως τα πρώτα αντίτυπα κάθε βιβλίου μου, τα χάριζα με προσωπική αφιέρωση στους πλέον δικούς μου. Από βιβλίο σε βιβλίο -τα πρώτα χρόνια- αυτοί οι δικοί πληθαίνανε... Ερχόντουσαν τα παιδιά μου. Μετά πήραν να μειώνονται -φύγαν οι άνθρωποι που με αναθρέψανε.
Αλλά να που ξανά ο αριθμός έγινε μεγαλύτερος -πλάσμα που λατρεύεις σαν απόγονο, αλλά δεν είναι παιδί σου.
Το "Μέλι κόλλησε στα χείλη" όμως... Πάλι λιγόστεψαν αυτοί που θα τους το χαρίσω με προσωπική αφιέρωση... Λιγόστεψαν απρόσμενα, αλλόκοτα... Δίχως αιδώ.
Και η Μέλω... Α, η Μέλω!
Μέχρι τα τώρα, ήταν άτομα της αληθινής ζωής που μπαίνανε μέσα στους φανταστικούς κόσμους του μυαλού μου κι άλλο από αυτά περισσότερο, άλλο πάλι λιγότερο, άλλοτε κάποια με αρσενικές μορφές, άλλοτε με γυναικείες, κάποτε ως παιδιά, κάποτε ως ηλικιωμένοι απλώνανε ρίζες, κρυβόντουσαν σε γωνιές, κραυγάζαν ενίοτε την ταυτότητά τους, ενίοτε φορούσαν μάσκες και παραπλανούσαν. 
Μέχρι τα τώρα η αληθινή ζωή έδινε τις λύσεις στα χάρτινα πάθη και όνειρα.
Μα τώρα η Μέλω... Α,  η Μέλω!  
Από το ράφι της βιβλιοθήκης μου και μέσα στο εξώφυλλό της, κοιτά το δάσος που απλώνεται έξω από το παράθυρό της.
Κοιτά -όσοι θα διαβάσουν την ιστορία της θα το καταλάβουν- τον δικό της δρόμο ελευθερίας και μαρτυρίου. Τη δική της απόφαση ατενίζει.
Μα εγώ ξέρω πως και κάτι ακόμα θέλει να δει... Κάποιο άλλο πρόσωπο αναζητά.  Είναι αυτό που με τις αποφάσεις και τις πράξεις του έκανε τον αριθμό των αντιτύπων με την προσωπική μου αφιέρωση να λιγοστέψουν και πάλι.
Και ξαφνικά στρέφει το κεφάλι της η Μέλω και  κοιτά, τώρα, εμένα. Και τότε εγώ κατανοώ τη θέλει να μου φανερώσει. Τα χρόνια που το δικό της δράμα μέρα τη μέρα και χρόνο το χρόνο μεγάλωνε, ήταν τα ίδια χρόνια που μια άλλη γυναίκα προχωρούσε προς τη δικιά της αδιέξοδη έκρηξη...
Χάρτινη ζωή από τη μια. Αληθινή από την άλλη. Και μια προτροπή -ή προσταγή;-να τις συνδέει. Ένα "Φύγε!" που κανείς δεν ξέρει ποιος το είπε και σε ποιον, ποιος πρέπει να το πει και ποιος να το εκτελέσει
Θεέ μου! Δεν είχα καταλάβει πως όταν παρακολουθούσα την ηρωίδα μου να περπατά σε ανηφορικά καλντερίμια, να διασχίζει λεωφόρους και σε ερημικές παραλίες να παίρνει μηνύματα από τα βότσαλα -όχι, δεν το είχα καταλάβει πως στην ουσία η Μέλω με τραβούσε για να προσέξω μιαν άλλη. Μέσα από το χάρτινο αδιέξοδο της, να υποψιαστούμε κάποιο αληθινό που κάλπαζε... Ερχότανε.  
Και στα σπίτια που και οι δυο γυναίκες είχαν αποφασίσει να ζήσουν, δεν θα υπήρχε μήτε ένα τόσο δα μικρό βαζάκι με μέλι... Μέλι να κολλήσει στα χείλη τους.
Λοιπόν, ναι! Τα βιβλία νομίζουμε πως εμείς οι συγγραφείς τα γράφουμε. Μα κάνουμε -καμιά φορά- λάθος. Είναι -έστω σπανίως- τα μυθιστορηματικά πρόσωπα που τα ίδια καταγράφουν τη ζωή τους, ενώ  πίσω από αυτά πάνε και κρύβονται τα πρόσωπα τ΄αληθινά. Πρόσωπα υπαρκτά που ζητάνε να τα βοηθήσουν, να τα προφυλάξουν, να τα ενημερώσουν τα πρόσωπα που πάνω σε οθόνη υπολογιστή γεννήθηκαν και με χάρτινη ενδυμασία κρύβουν τις πληγές τους. Πίσω από το χαρτί η σάρκα. Πίσω από το μελάνι, το αίμα.
Και ο συγγραφές απλώς καταγράφει, ο άνθρωπος απλώς παρακολουθεί... Ανίσχυρες και οι δυο ιδιότητες.
Καλώς ήρθες στον κόσμο μου Μέλω...  
Σ΄ευχαριστώ. 
Χάρτινος ο κόσμος σου, έγινε ο δικός μου χάρτινος κόσμος.  
Χάρτινη ηρωίδα εσύ. Συγγραφέας εγώ -μέσα στο χαρτί καταγράφω επαναστάσεις, δίκες και καταδίκες, προτάσεις, αδιέξοδα... 
Τα δικά σου... Ας, πούμε πως είναι δικά σου, Μέλω μου. Και δικά μου!



Μέσα της δεκαετίας του ’90 σε ένα χωριό του Πηλίου. Ένα κορίτσι, η Μέλω, ψάχνει την ελευθερία, τον έρωτα, την φυγή. Ο μικρός τόπος την πνίγει, τα χείλη της γυρεύουν το μέλι της ζωής, το καρπό του πάθους, μια αίσθηση λύτρωσης από την κλειστή κοινωνία.
Στο πρόσωπο του Σήφη θα βρει το όχημα για το ταξίδι της και μιαν Ελλάδα που στο μεταίχμιο του νέου αιώνα βιώνει τη δική της ουτοπική ευδαιμονία. Μα το ταξίδι της Μέλως θα είναι σκοτεινό, η υποταγή θα της κοστίσει ακριβά στην ψυχή. Γιατί όταν δεν ξέρεις τι είναι αυτό που ζητάς και κυνηγάς το πάθος με λάθος τρόπο, τότε τα χείλη στερεύουν από μέλι, ακολουθεί η ποινή του πεπρωμένου.

Και η ποινή που θα επιβληθεί στη Μέλω και στο Σήφη χρόνια αργότερα, μέσα της δεκαετίας του 2000, θα είναι τραγική, προϊδεάζοντας την ποινή μιας ολόκληρης χώρας που διεκδικεί τα όνειρα με τρόπους που οδηγούν στο αδιέξοδο ενός εφιάλτη.

Ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα, τον σαρκικό πόθο και την μοναξιά.
Ένα μυθιστόρημα χωρίς θύτες και θύματα, μα με ήρωες που παλεύουν να ζήσουν με μοναδικό καύσιμο την ανάγκη απόδρασης από την μοίρα τους.
Μια καλειδοσκοπική ματιά σε  μιαν Ελλάδα που αλλάζει χωρίς να ξέρει πού πάει, για ένα κόσμο που θέλει να γευτεί το μέλι αδηφάγα. Ένα βιβλίο τολμηρό και πέρα για πέρα αληθινό. 

Βίντεο για το βιβλίο:
http://www.youtube.com/watch?v=gXNO5bH9zOw&feature=youtu.be

19.3.13

Στο 3ο Δημοτικό Σχολείο στο Λουτράκι (19/3/2013)

Μα πόση χαρά μπορεί να σου προσφέρουν τα παιδιά και οι δασκάλες τους!


                                             Μια ταπετσαρία από εξώφυλλο βιβλίου μου...


                                                     Μια επιστολή που μου στάλθηκε...


                                                   Πινελιές αγάπης όσα έχω γράψει...


                                                                 Ένα παγκάκι.... 


                                           κι άλλο ένα για να ξεκουράζονται τα βιβλία μου


Σας ευχαριστώ φίλοι μικροί και μεγάλοι, εκεί πέρα στο αγαπημένο μου Λουτράκι

7.3.13

Η όποια συγγραφή συνιστά πολιτική πράξη.




1.     Από πού κατάγεστε και τι είναι  αυτό που σας έχει σημαδέψει από  τα παιδικά σας χρόνια;

Γεννήθηκα και ζω στην Αθήνα. Οι γονείς μου από τη Σμύρνη. Κι αν κάτι με σημάδεψε από τα παιδικά μου χρόνια είναι η έννοια της οικογένειας. Μια έννοια άλλοτε προστατευτική, άλλοτε ίσως καταπιεστική, σίγουρα όμως πάντα έννοια που ταυτίζεται με την αγάπη

2.     Ξεκινήσατε από πολύ μικρός να γράφετε. Πως έγινε το ξεκίνημα; Υπήρξαν πραγματικά εμπόδια ή εσωτερικές αμφιβολίες εκ του… εξωτερικού περιβάλλοντος ορμόμενες που θέλησαν να σας αλλάξουν πορεία;

Ναι, γράφω από τα παιδικά μου χρόνια. Και δημοσίευα στο περιοδικό «Διάπλαση». Μικρές καθημερινές στιγμές τα πρώτα μου ερεθίσματα. Και η αγωνία να δω αν θα δημοσιευθούν ή όχι. Μα πάντα είχα δίπλα μου τους δικούς μου να με ενθαρρύνουν. Τους γονείς μου πρώτα, μετά τη σύντροφό μου, τα παιδιά μου αργότερα.

3.     Ποια ήταν η πρώτη σας πράξη αντίστασης-αντίδρασης;

Λοιπόν, τώρα που με ρωτάτε συνειδητοποιώ πως ποτέ μου δεν αντιστάθηκα, ποτέ μου δεν αντέδρασα σε κάτι. Αλλά επίσης συνειδητοποιώ πως όσο γράφω αντιστέκομαι και αντιδρώ. Όσο γράφω και όσο διαβάζω.

4.     Μου πήρε πολλά χρόνια ώστε να καταφέρω να τελειώσω το πρώτο μου βιβλίο, το May Day από τις Εκδόσεις Libro. Τώρα, αγκομαχώ στο δεύτερο που όπως και στο πρώτο, προσπαθώ να εξελίξω σε μυθοπλασία, πραγματικά γεγονότα: ένας συνδυασμός δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας ίσως (βαρύς μου πέφτει ο όρος καθώς δεν είμαι συγγραφέας μα δημοσιογραφίας). Το μόνο που ουδέποτε θα αποτολμούσα; Να γράψω για παιδιά. Πως μπορεί ένας συγγραφέας να μιλά για απόλυτες αλήθειες σε ένα παιδί; Μπορεί; Αν ναι, πώς το κάνει με δεδομένο ότι τα παιδιά είναι ίσως το πιο δύσκολο αναγνωστικό κοινό από την άποψη ότι έχουν την πιο αγνή σκληράδα στην κριτική τους;

Τίποτε δεν είναι εύκολο, μήτε και τίποτε είναι ακατόρθωτο. «Γράφω για παιδιά» σημαίνει «γράφω ΚΑΙ για παιδιά». Ως ενήλικος γράφω και ποτέ δεν αποποιούμαι την ηλικία μου και τη γνώση μου. Μα και όταν θέλω να συνομιλήσω  μέσα από ένα κείμενο ΚΑΙ με ένα παιδί, ψάχνω να βρω τον τρόπο εκείνο που θα είναι μεν ενιαίος, αλλά που διαφορετικό τρόπο θα στέλνει το μήνυμα του στον μικρό και με διαφορετικό στον μεγάλο αναγνώστη του. Με άλλα λόγια ο συγγραφέας είναι ένας. Το κείμενο επίσης ένα. Ο αναγνώστης είναι που διαφοροποιείται.

5.     Η επικοινωνία με τα παιδιά είναι εύκολη ή δύσκολη;

Μα όλοι μας κάποτε υπήρξαμε παιδιά. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τον τρόπο που επικοινωνούσαμε με τους άλλους και επίσης και κυρίως τον τρόπο που θέλαμε οι άλλοι να επικοινωνούν μαζί μας. Η επικοινωνία έτσι κι αλλιώς είναι δύσκολη υπόθεση. Αλλά όχι για ηλικιακούς λόγους, μα για λόγους διάθεσης.

6.     Πόσο «κοστίζει» η δημιουργία ενός
 συγγραφέα, πόσο η αποτύπωσή της στο χαρτί και πόσο η ανάγνωση της; Ένα βιβλίο δικό σας που έχω στη βιβλιοθήκη μου μήπως το αγόρασα πολύ φθηνότερα απ’ ότι πραγματικά «κόστισε» σε εσάς;
Δεν κοστολογούνται οι ώρες που αφιερώνεις στο γράψιμο. Θέλω –και πιστεύω πως είναι σωστό και δίκαιο- ένας συγγραφέας να κερδίζει χρήματα από τα βιβλία του. Αλλά αυτό το άλλο, το πλέον εσωτερικό που ο ίδιος κερδίζει όταν γράφει, μήτε μπορεί να πουληθεί, μήτε και έχει νόημα κανείς να το αγοράσει.

7.     Η συγγραφή ενός παιδικού-εφηβικού βιβλίου συνιστά θέμα πολιτικής πράξης;

Η όποια συγγραφή συνιστά πολιτική πράξη.

8.     Πως μπορούν να υπάρχουν οι… «ελάχιστοι» σε μία κοινωνία-πολιτεία που επιβραβεύει ως «φυσιολογικό» το «Υπέρ» το κάθε «Υπέρ» στις διάφορες εκφάνσεις του, και ασχέτως αν αυτό το «Υπέρ» ενδεχομένως να παραπέμπει σε μία κατάσταση που καμία ουσία δεν έχει ως υπόβαθρο ή σε έναν άνθρωπο που το «Υπέρ Εγώ»  του καταφέρνει να επιβάλλεται κοινωνικά ή ηθικά;

Κοινωνία – πολιτεία λέτε. Αλλά τέτοια κοινωνία έχουμε; Σε μια κοινωνία καταναλωτών δεν διαφημίζεται το υπόβαθρο, αλλά η επιφάνεια.

9.     9. Εμείς οι της δεκαετίας του ’70 μεγαλώσαμε ακούγοντας συχνά πως «τα σκατά επιπλέουν». Η φράση αυτή λες και πέρασε στο υποσυνείδητο μιας γενιάς και κατόπιν μεταμορφώθηκε σε μία κοινωνία αν όχι «καμπινέ», ή στο άλλο άκρο, του απόλυτου υποχονδρισμού, σε μια κοινωνία που μία φράση συνήθειας τη μετέτρεψε σε συνθήκη ζωής. Εκτιμάτε πως στην Ελλάδα της κρίσης, τελειώσαμε μ’ αυτήν την κακιά συνήθεια του παρελθόντος ή ότι επιμένει να διαφεντεύει τις ζωές μας;

Μα και ασφαλώς τη διαφεντεύει. Δεν έχω καμιά ελπίδα πως αυτή η κρίση θα μας κάνει καλύτερους. Μάλλον πιο άγριους, πιο άπληστους, πλέον εγωπαθείς.

110. Ποιο θεωρείτε  το μεγαλύτερο σας ελάττωμα;

Νομίζω πως οι δικοί μου με κατηγορούν για τάσεις επέμβασης στη ζωή τους. Εγώ αναγνωρίζω πως έχω την τάση να προστατεύω αυτούς που αγαπώ.

111.  Πόσες ώρες δουλεύετε;

Η συγγραφή δεν έχει ωράριο. Ζεις παράλληλες ζωές και έχεις παράλληλους ύπνους. Η καθημερινότητα σου και η καθημερινότητα των ηρώων σου.

112.  Έχετε χωρίσει  τις μέρες σε καλές και κακές;  Για παράδειγμα, η Δευτέρα είναι  για εσάς μια καλή μέρα;

Όχι. Όλες οι μέρες είναι ίδιες. Συχνά μπερδεύω ποια μέρα έχουμε. Το καλό να μην έχεις μα εξαρτημένη εργασία. Για χρόνια εργαζόμουνα ως υπάλληλος. Και τώρα χαίρομαι ακριβώς αυτό –πως δε με ενδιαφέρει ποια μέρα είναι.

113.  Πως πενθείτε  τις απώλειες σας;

Θρηνώ πρώτα και για καιρό πολύ. Μετά συνηθίζω να μετατρέπω την απώλεια σε ιστορία. Και να πως την αναιρώ.

114.  Πότε παύει ο  άνθρωπος να ερωτεύεται;

Ο έρωτας είναι μια στάση ζωής. Στάση δημιουργικής ζωής. Ρωτάτε ένας συγγραφέα πότε ο άνθρωπος παύει να ερωτεύεται; Μα είναι σα να με ρωτάτε πότε θα σταματήσω να γράφω. Και δεν θέλω ούτε να τη φανταστώ εκείνη τη μέρα.

115.  Αν σας σταματούσε  ένας άγνωστος στο δρόμο και  σας ρωτούσε ποιος είστε, τι  θα   του απαντούσατε;

Πως με λένε Μάνο Κοντολέων. Κάθε άνθρωπος έχει ένα όνομα. Και του κάθε ανθρώπου το όνομα, εγώ τουλάχιστον, το σέβομαι. Λογικό να σέβομαι και το δικό μου.

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 3/3/2013
Γεωργία Λινάρδου