Pages

27.11.13

Σκανταλιές κι Ανοησίες...





Μπήκα για μάθημα πρώτη ώρα στα υπέροχα πεμπτάκια του 6ου Νέας Ιωνίας. Χαμογελαστά, γλυκύτατα, ευγενικά παιδιά. Αγαπημένα μου… και το ξέρουν. Σε ένα θρανίο απλωμένα μερικά βιβλία
- «Παιδιά, τι είναι αυτά;»
- «Κυρία κάνουμε «φιλαναγνωσία» με την κυρία μας.»
- «Δηλαδή;»
- «Φέρνουμε βιβλία από το σπίτι μας και τα διαβάζουμε στην τάξη!»
- «Αααα!» 

Το μάτι μου παίρνει ένα που δεν έχω διαβάσει: Μάνος Κοντολέων, «Σκανταλιές κι ανοησίες για ένα …γλυκό κεράσι». Χμ… γνωστή στις απανταχού βιβλιοθήκες, στα Χανιά μα και σε όλες τις πόλεις που έχω ζήσει…. το μάτι μου γυαλίζει…:
- Να δανειστώ παιδιά αυτό το βιβλίο; Μπορώ;
- «Ναι κυρία, πάρτε το.» Λέει γενναιόδωρα η ιδιοκτήτρια του βιβλίου, η γλυκιά μου Μαρία, και συνεχίζει: «τώρα διαβάζουμε το «Μάγκα», έχουμε πολλές σελίδες ακόμη…»

Το βιβλίο στα χέρια μου, το μάθημα ξεκίνησε…

Το απόγευμα, μόνοι με τον τρίχρονο Μάνο, συνονόματο του συγγραφέα, μα και του μικρού ήρωα του βιβλίου, 2 οι στόχοι: Να απασχολήσω το μικρό μου, μα να διαβάσω και το βιβλίο! Η εικονογράφηση του Σπύρου Γούση πλούσια και διάσπαρτη μέσα στο βιβλίο βοηθάει και ξεκινάω την ανάγνωση δυνατά με το μικρό, σχολιάζοντας τις εικόνες…

Ποια είναι η διαφορά της σκανταλιάς από την ανοησία; Γιατί ένα παιδάκι να θέλει να βάλει τέλος στη ζωή του; Και ποιο παιδί δεν το έχει σκεφτεί στο φόβο της τιμωρίας για μια σκανδαλιά που έκανε;

Είναι απίστευτη απόλαυση κάθε φορά που διαβάζω ένα βιβλίο για παιδιά, που το κείμενό του σέβεται το παιδί και δεν βυθίζεται στους κυκεώνες του διδακτισμού. Η ιστορία σε ταξιδεύει, σε ένα χωριό, σε ένα σπίτι που κάθε παιδί θέλει να έχει, με αυλή, κήπο, οικόσιτα μικρά ζώα, δέντρα, και ειδικά μια κερασιά! Μια κερασιά, που είναι η αφορμή όχι μόνο για γλυκό κεράσι, μα και για πολλές συζητήσεις ανάμεσα στους δύο συνονόματους, παππού και εγγονό. Πως θα μπορούσε να πει καλύτερα ένας συγγραφέας ότι η μαμά, η κάθε μαμά πάνω από όλα βάζει στη ζωή της το παιδί της; Ότι ο φόβος για τιμωρία μπορεί να οδηγήσει το παιδί σε πράξεις απρόβλεπτες και άκρως επικίνδυνες για τον εαυτό του; Και όλα αυτά δίχως να μιλάει σε κανένα σημείο διδακτικά, απλώς σκιαγραφώντας και διασαφηνίζοντας τις δύο έννοιες: σκανδαλιά και ανοησία. Ποια η βαρύτητα του ενός και ποια του άλλου…

Και θα συμφωνήσω: τόσο ως άνθρωπος που ασχολείται με τα «γράμματα» όσο και ως μαμά. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο …

Το βιβλίο, πέραν των πολύ σημαντικών προαναφερθέντων, είναι μία ζωγραφιά χρωματισμένη από τη σχέση παππού-εγγονού σε ένα ειδυλλιακό χωριό του Πηλίου. Η αξία του παππού και της γιαγιάς φαίνεται πολύτιμη στο βιβλίο, όπως όντως είναι στην σύγχρονη οικογένεια, που και σήμερα «εξαρτάται» με τον έναν ή τον άλλον τρόπο από τους παππούδες, δεδομένο πάντα ότι πιο σημαντική η βοήθεια που προσφέρουν από αυτήν που παίρνουν. Η ζωή τους με το εγγόνι προσφέρει διασκέδαση και στις δυο πλευρές, διδάσκει, και κάνει το παιδί να σκεφτεί.

Ωραία ανάγνωση, ευχάριστο βιβλίο, με ιδιαίτερο νόημα και βαρύτητα, καθόλου κουραστικό, το διαβάσαμε απνευστί! Αύριο θα επιστραφεί για να συνεχίσει το ωραίο και χρήσιμο ταξίδι του ...

Αργυρώ Μουντάκη
Συγγραφέας

26.11.13

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΚΑΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ


 «Αυτά που ζείτε υπάρχουν μέσα σε αυτά που γράφετε ή αυτά που γράφετε επηρεάζουν όσα ζείτε;»

Αυτή την ερώτηση μου έκανε, πριν από μερικά χρόνια, μαθητής Δευτέρας  Τάξης Γυμνασίου, κάπου στην Κοζάνη.

Την πιο ουσιαστική τοποθέτηση πάνω στο τι είναι η συγγραφική πράξη, την διατύπωσε ένας έφηβος που μάλιστα είχε πιο πριν δηλώσει πως η ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων δεν είναι η πιο αγαπημένη του δραστηριότητα. «Προτιμώ να παίζω!» -με θάρρος είχε τονίσει.

Ένα αγόρι, λοιπόν, που προτιμά το παιχνίδι και ίσως να βαριέται την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος, κατάφερε να μπει στα υπόγεια  διαμερίσματα της ψυχής ενός συγγραφέα. Στους χώρους όπου το φανταστικό πρέπει να μετουσιωθεί σε πραγματικό και η αλήθεια να μετατραπεί σε σύμβολο.

Προτιμώ να παίζω…  είχε δηλώσει το αγόρι και κανείς δεν του είχε πει πως και η ανάγνωση της λογοτεχνίας (όπως και η συγγραφή της) εν τέλει ένα παιχνίδι είναι. Ένα παιχνίδι αλλαγών ρόλων. Το αγόρι, όμως, εκείνο,  με το ένστικτό του, το είχε συλλάβει.

Κι αν βρεθεί ένας συγγραφέας που θα θελήσει να κάνει ήρωα σε ένα του έργο κάποιο παρόμοιο έφηβο, τότε ο συγγραφέας αυτός θα πρέπει να εξηγήσει –πρώτα στον εαυτό του και μετά στους αναγνώστες του- το πώς κάτι τέτοιο συμβαίνει. Με άλλα λόγια να ξεχάσει τις όποιες δικές του ιδέες και απόψεις και να ψαχουλέψει μέσα στις ιδιομορφίες μιας άλλης ψυχής.

Αυτή η μεταπήδηση από το «εγώ» στο «εσύ» είναι που προσωπικά με συναρπάζει ως συγγραφέα. Έχει κάτι το μαγικό.

Με θεωρούν βιωματικό συγγραφέα. Ναι, σε πολλά βιβλία μου πάνω σε δικά μου βιώματα στηρίχτηκα. Μα και επίσης σε πολλά άλλα αποφάσισα να αποκτήσω τα βιώματα ενός άλλου, να τα κάνω δικά μου  και με νέα ταυτότητα να περιγράψω συναισθήματα, πάθη, αντιδράσεις.

Στη ζωή μου υπήρξα ένας απλός καθημερινός άνθρωπος –εργαζόμουνα, έφτιαξα οικογένεια, πένθησα το θάνατο του πατέρα μου, γιόρτασα τη γέννηση του γιου μου. Μα μέσα στα βιβλία μου άλλοτε γινόμουνα παθιασμένος επαναστάτης, άλλοτε   απελπισμένος ηγέτης, άλλοτε ζηλιάρης σύζυγος, άλλοτε ένας ηθοποιός που ζούσε μέσα από τους ρόλους του, άλλοτε νέα γυναίκα που τη βιάσανε, άλλοτε επιτυχημένη επιχειρηματίας που  τρέμει μπροστά στην υποταγή του έρωτα…

Πόσα από τα πρόσωπα αυτά είμαι εγώ και πόσες φορές εγώ έγινα εκείνα;

Ο συγγραφέας και γράφει ένα ρόλο και τον ερμηνεύει συνάμα. Ή πιο σωστά ο συγγραφέας γράφει όλους τους ρόλους του έργου και όλους τους ρόλους τους ερμηνεύει.

Προσωπικά αν το «εγώ» μου δεν υποχωρήσει στο «εγώ» του πλάσματος που εγώ ο ίδιος πλάθω, δεν μπορώ τίποτε να περιγράψω.

Κι όμως υπήρξαν δυο φορές που τόλμησα να καταγράψω την πορεία των ηρώων, προσπαθώντας να κρατηθώ σε απόσταση. Και στις δυο περιπτώσεις και στα δυο μυθιστορήματα το θέμα είχε να κάνει με μια αρρώστια.

Μπορεί να μη φοβάμαι να βιώσω το τι αισθάνεται το θύμα ενός φόνου, μπορεί να αντέχω να ταυτιστώ με τη ψυχοσύνθεση ενός  βιαστή, αλλά … Ναι, η αρρώστια με απωθεί.

Δεν είναι ο θάνατος, δεν είναι πόνος… Είναι… Ναι, πιστεύω πως η αρρώστια σε κάνει αναξιοπρεπή… Όχι απέναντι των άλλων –προς θεού, όχι! Μα απέναντι του ίδιου σου του εαυτού.

Και αυτή την αίσθηση πολύ δύσκολα μπορώ να την επωμιστώ και στη συνέχεια ως βίωμα να την καταγράψω συγγραφικά.

Σε δυο, όμως, έργα μου το τόλμησα.

Το ένα –πάνε κοντά είκοσι χρόνια που το έγραψα- είναι το «Γεύση Πικραμύγδαλου». Τότε –διανύοντας τη πιο χρυσή περίοδο της ζωής ενός άντρα-  μπήκα με τόλμη στο βούρκο μιας ασθένειας (το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος ήταν φορέας του Aids) και για να μπορέσω να ξεπεράσω τον όποιο μελοδραματισμό θα μπορούσε να με οδηγήσει ο αποτροπιασμός μπροστά σε τέτοια μοίρα ενός νέου ανθρώπου, σκέφτηκα να περιγράψω όχι μόνο του κεντρικού προσώπου τις αντιδράσεις, αλλά και όλων των κοντινών δικών του. Του πατέρα, της μητέρας, της φίλης του, των γονιών αυτής, του δικού του φίλου, της κοπέλας που είχε σταθεί η αιτία να βρεθεί κι εκείνος μέσα σε μια τέτοια τραγική κατάσταση.

Με άλλα λόγια το ένστικτό μου με οδήγησε να απλώσω το ατομικό δράμα μέσα στην οικογένεια και στη συνέχεια μέσα στην κοινωνία.

Η αρρώστια έτσι έπαυε να προκαλεί τον οίκτο του άλλου, αλλά γινότανε κοινωνικό θέμα. Και ως τέτοιο πλέον αποκτούσε άλλες διαστάσεις.

Άλλωστε γι αυτό είχα αποφασίσει να ασχοληθώ με το θέμα τούτο –ο έρωτας που σκοτώνει. Με τρόμαζε και με τρομάζει μια κοινωνία που έχει θεμελιωθεί σε μια τέτοια άποψη.

Αυτά τότε –μέσα της δεκαετίας του ’90 κι εγώ να χαίρομαι τη δύναμη των σαράντα χρόνων μου.

Όμως εφέτος…  Εφέτος και μετά από είκοσι περίπου χρόνια από τότε, να που και πάλι με την αρρώστια καταπιάστηκα και πάνω, τώρα, σε ζήτημα μεταμόσχευσης οργάνου στήριξα το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά μου.

Νωπό ακόμα είναι στη σκέψη και στο νου μου. Ακόμα δεν το θεωρώ πως είναι τελειωμένο… Συγγραφικές ανασφάλειες. Το «Δυο φορές Άνοιξη» μπορεί να είναι ακόμα στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή μου, αλλά ήδη μιλώ με τον εκδότη μου για το πότε θα κυκλοφορήσει και ποιο θα είναι το πλέον αρμόζον εξώφυλλο.

Και σκέφτομαι πως και πάλι την αρρώστια περιφερειακά την αντιμετώπισα. Και πάλι από μια κατάσταση ατομική, θέλησα να την μετατρέψω σε κάτι γενικότερο. Μόνο που τώρα –ίσως γιατί δεν είμαι πια σαράντα χρονών- στη θέση των κοινωνικών σχέσεων, έχουν μπει οι διαπροσωπικές και μάλιστα με έντονο το ερωτικό στοιχείο να τις χαρακτηρίζει.

Όπως στο «Γεύση Πικραμύγδαλου» η αρρώστια και ο έρωτας συνυπάρχουν, έτσι και τώρα στο «Δυο φορές Άνοιξη». Και στα δυο βιβλία είναι ο έρωτας που τιμωρεί αυτούς που τον υπηρετήσανε.

Αλλά ενώ στο πρώτο αυτός που πρωταγωνιστεί στην ερωτική πράξη είναι και ένα από τα θύματα, στο δεύτερο, οι ερωτικοί σύντροφοι δεν ασθενούν, μα κληροδοτούν ασθένεια.

Γιατί το έκανα αυτό;

Νομίζω πως ο λόγος είναι απλός, όσο και έντονα εγωκεντρικός.

Καθώς γερνώ φοβάμαι πως αφήνω βαριά κληρονομιά στους διαδόχους μου. Κληρονομιά που θα τους ταλαιπωρήσει.

Κι αυτόν τον φόβο μου δεν τόλμησα να τον εκφράσω στη δική μου καθημερινότητα, προτίμησα να τον δω να υλοποιείται με μυθιστορηματική πλοκή.

Το δικό μου βίωμα το έκανα πρόβλημα χάρτινων ηρώων.

Αλλά… Α, ναι, δεν ξέχασα μήτε την παντοδυναμία μου ως συγγραφέα – πλάστη ανθρώπων, μήτε και το ήθος μιας ζωής. Κι έτσι αυτόν που  άφησε κληρονομιά βαριά, αποφάσισα να του δώσω την ευκαιρία να επανορθώσει –όσο επανορθώνονται τα λάθη- και να προσφέρει λύση –αν λύση λέγεται κάτι το ημιτελές.

«Αυτά που ζείτε υπάρχουν μέσα σε αυτά που γράφετε ή αυτά που γράφετε  επηρεάζουν όσα ζείτε;» -με είχε ρωτήσει εκείνο το αγόρι στην Κοζάνη.

Δεν σας είπα αν του απάντησα και τι του είπα, τότε. Αλλά εδώ, μέσα σε αυτό το κείμενο, φανερώνω το μονοπάτι που χαράζουν τα βιβλία μου.

 Δε θέλω ρεαλισμό, μαγεία θέλω…  λέει η Μπλανς Ντυμπουά, στο ¨Λεωφορείο ο Πόθος¨  του Τενεσσύ  Ουίλιαμς και αμέσως μετά θα προσθέσει:  Δεν τους λέω την αλήθεια, αλλά αυτό που θα έπρεπε να είναι αλήθεια!…


Λοιπόν, μιας και τώρα δεν απευθύνομαι σε παιδιά Γυμνασίου, αλλά σε  ενήλικες και μάλιστα γιατρούς μπορώ να δηλώσω κι εγώ πως…  Δεν σας γράφω την αλήθεια, αλλά αυτό που θα έπρεπε να είναι αλήθεια… Γιατί… Γιατί δε θέλω ρεαλισμό, μαγεία θέλω!

(αναρτήθηκε στο ιστολόγιο του Συλλόγου Νέων Γιατρών http://manoskontoleon.sni.gr/?p=24)

25.11.13

Η Αθηνά Μπίνιου για το "Μανόλο και Μανολίτο"



Στο νέο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων,΄΄Μανόλο και Μανολίτο΄΄ η παρέα με τα παιδιά αποδεικνύεται καθημερινή μαγεία. Όλο θέλουν να ρωτούν πράγματα, για τα οποία υποψιάζονται τις απαντήσεις, αλλά επιμένουν να δοκιμάσουν τους μεγάλους, να εξερευνήσουν το άγνωστο, που τα τραβάει, κι ούτε περνάει από το ανήσυχο μυαλό τους ο φόβος για το κακό. Αφήνονται ελεύθερα στην επαφή με τη σοφία της ψυχής τους, η οποία αργότερα, θα μπει σε κοινωνικά καλούπια και θα χάσει τη δύναμή της.
Ο Μανολίτο κάνει το Μανόλο να καρδιοχτυπά και η αγωνία του να χτυπάει κόκκινο στις πρωτοβουλίες του μικρού. Ο συγγραφέας, πολύ παραστατικά και πειστικά, μεταφέρει στις περιπλανήσεις του με τον μικρό σύντροφο, τις δυνατότητες που έχει η φύση να μας καθοδηγεί, όπως και το σκυλάκι τους, η Νύχτα με τα χαρίσματα της.
Ο Μανολίτο πλούτισε τη ζωή του Μανόλο, οδηγώντας τον σε εξερευνήσεις, με την περιέργεια και την τόλμη  να κυλά μέσα του, δείχνοντας δρόμο για το δεύτερο μέρος του βιβλίου.
Εκτός από το καταπληκτικό κείμενο και το χαριτωμένο παιδί, μεγαλούργησε και η εικονογράφος, τόσο ως μητέρα του μικρού ήρωα μέσα στην ιστορία, με την ψυχραιμία και την αυτοπεποίθηση που εμπνέει στο παιδί της, στον άντρα της και στον μεγάλο φίλο του γιου της, όσο και με τις μαγευτικές, ονειρικές  ζωγραφιές. 
Οι μικροί και μεγάλοι αναγνώστες έχουν να χαρούν πολλά πράγματα μέσα στο βιβλίο του Μάνου (Μανόλο) Κοντολέων

Αθηνά Μπίνιου

( Η Αθηνά Μπίνιου είναι συγγραφέας βιβλίων για παιδιά. Το τελευταίο της βιβλίο είναι το:  
Νικηφόρος Βρεττάκος: Το παιδί που έγινε ποιητής, Εκδόσεις Πατάκη)

16.11.13

Η Μικρή Ελένη συνάντησε τους Μανόλο και Μανολίτο



Το καινούριο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων είναι ένα μυθιστόρημα σε δύο μέρη και με πρωταγωνιστές δυο φίλους πολύ αλλιώτικους μεταξύ τους: τον Μανόλο, ενήλικα, πολυδιαβασμένο συγγραφέα, και τον Μανολίτο, έναν πιτσιρικά γεμάτο απορίες. Οι δυο τους, στις κοινές τους περιπλανήσεις δίπλα στο ποτάμι της γειτονιάς τους παρέα μ’ ένα σκύλο, θα ανταμώσουν ένα πλήθος από θαυμαστά και παράδοξα και θα ανακαλύψουν ιστορίες αγάπης που θα φωτίσουν αλλιώς τόσο τον κόσμο γύρω τους όσο και τη δική τους ζωή.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, τις «4 εποχές», οι ιστορίες αγάπης που θα τους αφηγηθεί η μυστηριακή, αρχετυπική γυναίκα, η Κυρά η Φύση, η οποία θα εμφανιστεί αναπάντεχα μπροστά τους μια μέρα, θα χρωματίσουν με τρόπο απρόσμενο τις τέσσερις εποχές του χρόνου: άλλοτε θα ’ναι οι πεταλούδες της άνοιξης που κουβαλάνε τα όνειρα των παιδιών· ή ο επίπονος μόχθος της επιβίωσης σ’ ένα ξερό και άνυδρο καλοκαιρινό τοπίο· κάποτε η λαχτάρα για περιπέτεια και η ελπίδα του καινούριου που κυοφορείται στην καρδιά του φθινοπώρου· και, τέλος, όλη η ομορφιά του χειμώνα που κουβαλάει σαν ανάμνηση ένα και μόνο δεντράκι.

Βέβαια, η συγγραφή δεν είναι ζήτημα συμμετρίας, αναλογίας, αντιστοιχίας, ούτε καν ισορροπίας. Δεν είναι πρόσθεση, αράδιασμα γεγονότων, αλλά η διαπλοκή τους. Γι' αυτό λοιπον κι εδώ το πρώτο μέρος, φτιαγμένο από απλά υλικά –έναν άντρα, ένα παιδί, ένα σκύλο, μια γυναίκα, μια γειτονιά με ένα ποτάμι–, είναι το γόνιμο έδαφος που, μπολιασμένο από τις αφηγήσεις αγάπης της μυστηριώδους γυναίκας, επιτρέπει να ανθίσει, να απλωθεί, η μία και μοναδική ιστορία αγάπης που θα απασχολήσει εν είδει μυστηρίου τους δυο φίλους στο δεύτερο μέρος.

Εξάλλου, σ’ αυτό το δεύτερο μέρος, με τον τίτλο «36 αμυγδαλιές», τα πάντα επικεντρώνονται με μεγαλύτερη ευκρίνεια σε πρόσωπα και γεγονότα· γίνονται πιο συγκεκριμένα: Ο Μανόλο κι ο Μανολίτο, πρώτα και κύρια, αποκτούν απτά χαρακτηριστικά. Μαθαίνουμε γι’ αυτούς, για τη ζωή τους, για τις συνήθειές τους, για την οικογένεια του Μανολίτο. Ο χώρος δράσης οριοθετείται κι αυτός πιο αυστηρά: Το κέντρο του ενδιαφέροντος είναι ένα έρημο σπίτι με ξεραμένα δέντρα – αυτό το έρημο σπίτι που έχει στοιχειώσει και ξεσηκώσει τη φαντασία κάθε ανθρώπου που υπήρξε κάποτε παιδί. Μια γυναικεία μορφή κυριαρχεί κι εδώ – κι ας μην είναι πια η μυστηριακή θεότητα που, παράδοξα παρούσα, επιβάλλει, ή έστω υποβάλλει, καθοδηγεί το θαύμα, αλλά η θλιβερά απούσα φθαρτή ύπαρξη που θα το κυνηγήσει, έστω και μάταια.

Έπειτα, αν στο πρώτο μέρος ο Μανόλο, ο ενήλικας, ο συγγραφέας, ο –προνομιακός– αφηγητής της ιστορίας, είναι αυτός που –νομίζει, ή μας κάνει να νομίζουμε, ότι– εξηγεί, ερμηνεύει, καθοδηγεί, στο δεύτερο απλώς ακολουθεί ασθμαίνοντας τον Μανολίτο στην αναζήτηση της αλήθειας που κρύβει το ερειπωμένο σπίτι με τα ξερά δέντρα. Όχι, δεν πρόκειται ακριβώς για ανατροπή, αλλά για το ξεσκέπασμα μιας απλής οφθαλμαπάτης: Οι «4 εποχές» κρατούν βαθιά μέσα τους όλα τα μυστικά: Μην ξεχνάμε, στο πρώτο μέρος ο Μανολίτο ήταν εκείνος που άκουσε όλες τις ιστορίες της Φύσης, τη στιγμή που ο Μανόλο τη συνάντησε μονάχα τρεις φορές. Τυχαίο; Μάλλον όχι. Όπως διόλου τυχαία δεν είναι κι η αναφορά που κάνει η Κυρά η Φύση στην πρώτη, την ανοιξιάτικη ιστορία της, στα όνειρα των παιδιών. Γιατί ο Μανολίτο, όπως μαθαίνουμε στις «36 αμυγδαλιές», είναι πλασμένος από το υλικό των ονείρων. Όνειρα που γεννούν οι ζωγραφιές της μαμάς του και που ζωντανεύουν τα ξύλινα κουκλάκια του μπαμπά του.

Όπως και να ’χει, αυτό που θα ανακαλύψουν οι δυο φίλοι ανοιξιάτικα, την εποχή της ανθοφορίας των δέντρων και των ονείρων, είναι μια πικρή ιστορία αγάπης κι ενός θαύματος που δε συντελέστηκε. Ο Μανολίτο θα αντιληφθεί επιπλέον ότι αυτό που τον σπρώχνει επίμονα να φωτίσει το μυστήριο του έρημου σπιτιού δεν είναι μόνο ο παιδικός του ενθουσιασμός, αλλά και η δική του, προσωπική ιστορία, αυτή που κυλά στο αίμα του και ορίζει την ύπαρξή του, αφού στα λείψανα που άφησε πίσω της η ματαιωμένη ιστορία αγάπης που κρύβει το ερειπωμένο σπίτι με τα ξερά δέντρα εδράζεται η δική του ονειρική υπόσταση.

Το βιβλίο δεν τελειώνει εδώ: Όπως μια ιστορία δεν υπάρχει χωρίς αναγνώστη, έτσι κι ένα θαύμα δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς ένα θεματοφύλακα που θα το περιμένει υπομονετικά όσο χρειαστεί. Ο ένας απ’ τους δυο φίλους δε θα εγκαταλείψει την προσπάθεια. Ο ένας απ’ τους δυο φίλους θα πιστέψει. Κι επειδή εκεί που ανταμώνουν οι ιστορίες με τα όνειρα γεννιούνται τα θαύματα, έστω κι ετεροχρονισμένα, ο Μανόλο κι ο Μανολίτο θα δουν τα γυμνά δέντρα του έρημου σπιτιού ν’ ανθίζουν…

Ένα μαγικό βιβλίο, όπου πρόσωπα, γεγονότα και ιστορίες, όμορφα φιλοτεχνημένα από την Ίριδα Σαμαρτζή, θυμίζουν κινούμενες ψηφίδες απ’ το συνδυασμό των οποίων αναδύονται διαρκώς νέες εικόνες κι απρόσμενες διασυνδέσεις. Ένα σχόλιο πάνω στη δύναμη της αγάπης και της φύσης, αλλά και πάνω στη διαδικασία της γραφής, της έμπνευσης και της δημιουργίας. Ένας συγγραφέας-αφηγητής που, αυτοϋπονομευόμενος, απολαμβάνει την ήττα του, η οποία δεν είναι άλλο από τον ολοκληρωτικό θρίαμβο της τέχνης του. Ένας πιτσιρικάς ονειρικός, κινητήριος μοχλός και ταυτόχρονα αποδέκτης της ιστορίας. Κι ένα θαύμα, που, όσο κι αν, στο επίπεδο της μυστηριώδους ιστορίας που βιώνουν Μανόλο και Μανολίτο, φαντάζει μεταφυσικό, στη σφαίρα της καθημερινότητάς τους υλοποιείται με τρόπο ολωσδιόλου φυσικό: στο πρόσωπο του ίδου του Μανολίτο, όπως τον έφτιαξαν από τα ανασυνθεμένα κομμάτια μιας άλλης, κατεστραμμένης ζωής οι υπέροχοι γονείς του, ακολουθώντας την προαιώνια κι αναλλοίωτη συνταγή της Φύσης!

Δημοσιεύθηκε:
http://miaforakienankairoimikrieleni.blogspot.gr/2013/11/blog-post_2222.html

11.11.13

Έχω - πάντα - δικαίωμα



    

       Δέκα διηγήματα
 γραμμένα από δέκα συγγραφείς
                    και
χαρισμένα στα παιδιά του κόσμου                                                                    ------στα παιδιά της Unicef---------        



Φιλομήλα Βακάλη - Συρογιαννοπούλου /  Αγγελική Βαρελά /                                          Γαλάτεια Γρηγοριάδου - Σουρέλη / Ελένη Δικαίου / 
Βαγγέλης Ηλιόπουλος / Σοφία Μαντουβάλου /  
Λότη Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου / Ελένη Πριοβόλου /
Ναννίνα Σακκά - Νικολακοπούλου / Λίτσα Ψαραύτη

       Εκδόσεις Έναστρον


Ήταν το 1990.
Το τότε Εκτελεστικό Συμβούλιο της Ελληνικής Επιτροπής Συνεργασίας με τη Unicef,  μου έκανε την τιμή να μου ζητήσει να είμαι ένας από τους δέκα συγγραφείς που θα γράφανε από ένα διήγημα βασισμένο στα δικαιώματα των παιδιών.
Το σχέδιο ήταν να δημιουργηθεί ένας τόμος με διηγήματα γραμμένα από έλληνες λογοτέχνες που το καθένα τους με κάποιον τρόπο θα στηριζότανε στον Χάρτη Δικαιωμάτων των Παιδιών, έτσι όπως τον έχει συντάξει η Unicef.
Μέσα από τη δύναμη της λογοτεχνίας οι αναγνώστες –μικροί και μεγάλοι- θα γνωρίζαν το πόσο σημαντικό είναι για το κάθε παιδί να ζει μέσα σε ένα κόσμο ασφάλειας και αγάπης.
Να, λοιπόν, πως φτιάχτηκε ο τόμος «Έχω Δικαίωμα» και να πως έγινε κι εγώ βρέθηκα να δραστηριοποιούμε μέσα στο ελληνικό τμήμα της Unicef.
Ήταν μια πρόταση που άλλαξε τη ζωή μου –την έκανε πιο μεστή, πιο ουσιαστική, καθώς ένωσε τη μεγάλη μου αγάπη για τη λογοτεχνία με την επίσης μεγάλη μου αγάπη για τα παιδιά.
Και σκέφτομαι πως εκείνος ο τόμος –ακόμα κυκλοφορεί- ίσως να άλλαξε και τον τρόπο σκέψης άλλων ανθρώπων. Παιδιών, γονιών και εκπαιδευτικών  που διάβασαν και διαβάζουν εκείνα τα κείμενα.
Από τότε έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια.
Πολλά έχουν γίνει για να προστατεύονται τα παιδιά. Μα και πολλά ακόμα πρέπει να γίνουν.
Η λογοτεχνία δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλά αλλάζει τον άνθρωπο.
Η Unicef δεν μπορεί να εξαλείψει την αδικία από τον παιδικό κόσμο, μπορεί όμως να σώσει κάποια –πολλά, πάρα πολλά- παιδιά.
Κι έτσι σκέφτηκα να προτείνω στην Ελληνική Επιτροπή Συνεργασίας με τη Unicef,που τώρα είμαι μέλος του Δ. Σ. της, να δημιουργηθεί ένας ακόμα τόμος με διηγήματα.
Ο πρώτος είχε τον τίτλο «Έχω Δικαίωμα»
Ο δεύτερος έχει τον τίτλο «Έχω –πάντα- Δικαίωμα»
Στον πρώτο 10 σημαντικοί έλληνες συγγραφείς προσφέραν από ένα διήγημα.
Τώρα, στον δεύτερο αυτόν τόμο, άλλοι 10 το ίδιο σημαντικοί λογοτέχνες μας χάρισαν τα έργα τους.
Όπως και τότε, έτσι –δυστυχώς- και τώρα πολλά, πάρα πολλά παιδιά στον κόσμο δεν θα αξιωθούνε να πιάσουν στα χέρια τους ένα βιβλίο που να μπορούν να το διαβάσουν. Δεν θα έχουν την τύχει κάποιος να τους διδάξει γράμματα.
Αλλά το κάθε δικαίωμα ξεκινά από τη Γνώση κι αυτή πάνω στα βιβλία στηρίζεται και απλώνεται.
Για να προστατευθούν τα Δικαιώματα των Παιδιών όπου καταπατούνται, θα πρέπει η άγνοια να μειωθεί και η ευαισθησία να τονωθεί. Και σε αυτό πολλά έχει να προσφέρει η λογοτεχνία.
Να, λοιπόν, γιατί δημιουργήθηκαν οι δυο αυτές συλλογές  διηγημάτων.
Ο πρώτος τόμος ξεκινούσε με ένα ποίημα του Αντώνη Σαμαράκη –του έλληνα συγγραφέα που ήταν πιο κοντά από κάθε άλλο λογοτέχνη δίπλα στο Ελληνικό Τμήμα της Unicef.
Στον δεύτερο, εγώ προλογίζω με αυτό το σημείωμα, όχι γιατί πιστεύω πως έχω πάρει τη θέση του μεγάλου μας Σαμαράκη, αλλά γιατί εδώ και είκοσι χρόνια η επαφή μου με την Unicef έχει επηρεάσει τη συγγραφική μου ματιά.
Κι έτσι με την ευκαιρία αυτής της έκδοσης θέλησα να εκφράσω και από εδώ το πόσο πολύ πιστεύω σε ένα καλύτερο κόσμο –για παιδιά και μεγάλους- και πόσο για ένα τέτοιο όνειρο αξίζει να στεκόμαστε δίπλα στην Unicef και στο  έργο της.


1.11.13

«Μέλι κόλλησε στα χείλη», στο Liberty




Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου

Η ιστορία σας ξεκινάει από το καλοκαίρι του 1998 και τελειώνει στο καλοκαίρι του 2006 Δεν επιλέξατε τυχαία αυτή την περίοδο;
Καθόλου τυχαία. Η περίοδος αυτή είναι εκείνη που η Ελλάδα έζησε την ψευδαίσθηση  μιας ποικιλόμορφης άνθησης και –κυρίως- θήτευσε στις αρχές μιας ανοργάνωτης κατανάλωσης. Πιστεύω πως τα σημερινά αδιέξοδά μας, σ΄ εκείνα τα χρόνια θεμελιώθηκαν.
Η Μέλω αυτό το ατίθασο κινηματογραφικό κορίτσι που ο κόσμος όλος δεν το χωρά ,αυτό που δεν μπορεί να ξεπεράσει  τελικά μήπως δεν είναι η μικρή ασφυκτική κοινωνία αλλά ο ίδιος  ο εαυτός της;
Αν θελήσουμε να ξεφύγουμε από τη μυθιστορηματική πλοκή και να δούμε τι μπορεί να συμβολίζει το κάθε πρόσωπο του έργου και κυρίως η ηρωίδα του, τότε νομίζω πως είναι καθαρό το ότι η Μέλω εκφράζει το άτομο που αναζητά λάθος πράγματα σε λάθος τόπο και με λάθος τρόπο.
Οι δυο  άντρες γύρω της όμως είναι  λίγοι. Κι ό πρώτος έρωτας ο Αργύρης με τους κλειστούς ορίζοντες και ο Ελληνάρας σύζυγος .Τόσο υπαρκτά πρόσωπα όμως γύρω μας Σαν να τους βλέπεις δίπλα σου .
Χαίρομαι που διαπιστώνετε κάτι τέτοιο. Θέλω πάντα να χαρίζω ζωντάνια στους ήρωες των έργων μου. Να είναι πρόσωπα αναγνωρίσιμα, διπλανά μας. Χαρακτηρίζετε τους δυο αυτούς άντρες ως λίγους. Φαντάζομαι πως εννοείτε ότι δεν ήταν αυτοί που θα μπορούσαν να βοηθήσουν καίρια την ηρωίδα μου. Ναι, έτσι είναι. Όμως ας στραφούμε και προς αυτήν και ας την ρωτήσουμε γιατί με τόση απρονοησία τους επέλεξε; Η Μέλω δεν υπήρξε μόνο θύμα των άλλων, μα και του ίδιου της του εαυτού… Όπως πολλοί από εμάς.
Όσο για τον Λαέρτη Αν κι αυτός δεν είχε ακολουθήσει τη μοίρα της φυλής του και αυτόν δεν θα εγκατέλειπε η Μέλω;
Μπορεί… Ο Λαέρτης είναι ο καλλιτέχνης που δημιουργεί την ομορφιά, την προσφέρει στους άλλους, αλλά κρατά για τον εαυτό του την ίδια του την ψυχή. Λάθος επιλογή της Μέλως κι αυτός; Δεν ξέρω… Και για μένα η σχέση Μέλω – Λαέρτη παραμένει μια σχέση που δεν ξέρω αν θα μπορούσε κάπου να οδηγούσε. Με άλλα λόγια, μέσα από αυτήν τη σχέση θέλω να καταθέσω μια ερώτηση –πόσο τελικά ισχυρή είναι η Τέχνη απέναντι στην ίδια τη Ζωή;
Λίγο πολύ συμπαθείς -αντιπαθείς οι χαρακτήρες σας είναι θύτες και θύματα μαζί Μόνο η μάνα του Σήφη είναι φτιαγμένη από κακή στόφα.
Είναι η κλασική συντηρητική μάνα των αρσενικών. Θύμα όσο και θύτης κι αυτή. Ο καταπιεσμένος που αντί να δημιουργεί τον επαναστάτη, φτιάχνει τον νέο καταπιεστή.
Η μάνα του Σήφη από τη μια και η μάνα της Μέλως από την άλλη. Κι οι δυο γυναίκες κι οι δυο μάνες. Το ότι η μια γέννησε αγόρι και η άλλη κορίτσι, δεν άλλαξε τη μοίρα τους ως γυναίκες.  Άλλαξαν μόνο οι εξωτερικές συνθήκες ζωής τους.
Σε ποιο σημείο του γραψίματος σας αποφασίσατε ότι η μελένια αυτή ιστορία θα μετατρεπόταν σε «θρίλερ»;
Από την αρχή. Προτού ξεκινήσω ένα μυθιστόρημα, φτιάχνω το γενικό πλαίσιο στο οποίο θα κινηθώ. Αλλαγές κάνω, αλλά δεν ξεφεύγω από τον αρχικό σχεδιασμό και στόχο μου. Μια ιστορία αθωότητας που μετατρέπεται σε ιστορία ενοχών. Αυτό έζησα –ζήσαμε- εκείνη την περίοδο. Αυτό θέλησα και να καταγράψω με τη μορφή ενός μυθιστορήματος.
Βάζοντας τελεία στο Μέλι. Η Μέλω βγήκε ολοκληρωτικά από το μυαλό σας;
Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να την αποχωριστώ…
Έργα σας κυκλοφορούν  εκτός από ευρωπαϊκές χώρες και στην Ταϊλάνδη. Δεν είναι παράξενο  πχ  πως ένας Ταϊλανδός θα μπορέσει να μπει στον κόσμο ενός πανέμορφου χωριού του Πηλίου και στον ιδιαίτερο κόσμο του;
Μα ένα από τα δώρα της λογοτεχνίας είναι να μας ταξιδεύει. Όχι τουριστικά, αλλά με συναίσθημα και βαθιά γνώση. Γνωρίζουμε λκαούς και τόπους και μέσα από ένα μυθιστόρημα.
Στο κέντρο της Αθήνας βιβλιοπωλεία με μεγάλη ιστορία βάζουν λουκέτο ,εκδοτικοί οίκοι πλέουν τα λοίσθια .Τι  θα γίνει στη χώρα μας όλα θα καταρρεύσουν η υπάρχει μια μικρή ελπίς;
Αν απαντήσω με το κλίμα του μυθιστορήματός μου θα έλεγα πως υπάρχει ελπίδα να βρούμε μια σανίδα σωτηρίας, αφού πρώτα όμως συνειδητοποιήσουμε το τι κάναμε και φτάσαμε ως εδώ. Μα οι απώλειες στο μεταξύ θα είναι –είναι- πολλές και πονάνε.
Κλείνοντας: Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο ;
Θα κυκλοφορήσει ένα ιδιαιτέρως αισθαντικό κείμενό μου – «Μανόλο και Μανολίτο». Θα ανήκει στη παιδική λογοτεχνία, αλλά έτσι όπως εγώ την βλέπω και την υπηρετώ. Ως λογοτεχνία της φανερής αθωότητας και των κρυμμένων ενοχών. Η παιδική ηλικία είναι η καταγωγή όλων μας. Η πατρίδα μας. «Γράφω για παιδιά» σημαίνει «Γράφω για τον τόπο που με έθρεψε»