Pages

25.12.13

Τα δώρα μιας χρονιάς που φεύγει... Οι ελπίδες για εκείνη που έρχεται


                                                                           (δώρο από της Τέσυ Μπάιλα)

24.12.13

Χριστουγεννιάτικο παραμύθι;


(Η ιστορία αυτή περιλαμβάνεται, μαζί με 7 ακόμα ιστορίες άλλων συγγραφέων,  στο βιβλίο "Χριστουγεννιάτικα Καλαντίσματα" που τα Εκπαιδευτήρια Γείτονα τυπώσανε για την ενίσχυση του σχολείου της Ίμβρου)
Η εικόνα είναι της Ειρήνης Κανά

Μια φορά κι ένα καιρό…
Αλλά μήπως δεν ήταν μια φορά κι ένα καιρό, μα μόλις χτες;
Ή μήπως όλα αυτά που θα σας αφηγηθώ γίνανε πριν από λίγα μόνο χρόνια;
Τι να σας πω κι εγώ; Δεν είμαι σίγουρος… μα πάντως σίγουρο είναι πως μια φορά κι ένα καιρό ζούσε ένα αγοράκι που το λέγανε… Ας πούμε Μάρκο.
Ο Μάρκος, λοιπόν, έμενε με τη μητέρα και τον πατέρα του  -αδέλφια ο Μάρκος δεν είχε- σ΄ ένα όμορφο σπίτι.
Όμορφο;  Έ, καλά μη φανταστείτε πως ήταν και καμιά βίλα.
Ένα απλό σπίτι ήταν.
Στην πίσω του πλευρά είχε μιαν αυλή  γεμάτη με λουλούδια και μυρωδικά φυτά –τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, χρυσάνθεμα και αγγελικούλες, λουίζες, δάφνες.
Από την μπροστινή πλευρά υπήρχε μια φαρδιά πρασιά – εκεί ήταν φυτεμένα τέσσερα δέντρα. Δυο ακακίες και δυο πιπεριές.
Μέσα στο σπίτι υπήρχε ένα μεγάλο σαλόνι, μια τραπεζαρία, μια κρεβατοκάμαρα, η κουζίνα βέβαια και το μπάνιο. Και ακόμα το δωμάτιο του μικρού Μάρκου. Ένα δωμάτιο γεμάτο με παιχνίδια –ξύλινα αλογάκια, τραινάκια, αυτοκίνητα και επιτραπέζια παιχνίδια.
Μέσα σε αυτό το δωμάτιο ο Μάρκος έπαιζε άλλοτε μόνος, κι άλλοτε με τους φίλους του –αγόρια και κορίτσια της γειτονιάς.
Κι όμως το αγαπημένο του παιχνίδι –τον μαξιλαροπόλεμο-  ο Μάρκος δεν το έπαιζε μέσα στο δικό του δωμάτιο.
Ο Μάρκος, που λέτε, αγαπούσε πολύ τη μητέρα του και το ίδιο πολύ αγαπούσε και τον πατέρα του. Τα κυριακάτικα πρωινά του άρεσε ν τρέχει στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του κι άλλοτε να ακούει τον πατέρα του να τραγουδά με την όμορφη φωνή του κι άλλοτε πάλι ν΄ αρπάζει το μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της μητέρας του και να ξεκινά έτσι ένας θεότρελος μαξιλαροπόλεμος.
Αν δεν το καταλάβατε, να σας το πω πιο ξεκάθαρα. Οι πιο καλοί φίλοι του Μάρκου ήταν οι δυο γονείς του.
Είχαν άλλωστε σχεδόν και τα ίδια γούστα. Τους άρεσαν τα ίδια πάνω – κάτω φαγητά, τα ίδια περίπου βιβλία και τραγούδια, οι ίδιες ταινίες.
Αλλά εκεί που και οι τρεις απόλυτα συμφωνούσαν ήταν σε δυο πράγματα.
Το ένα είχε να κάνει με …τον πασατέμπο –καλοψημένος και με λίγο αλάτι πασπαλισμένος.
Το άλλο είχε να κάνει με το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Όλο το καλοκαίρι κάνανε βόλτες στις γύρω από το σπίτι τους εξοχές και μασουλάγανε πασατέμπο.
Και το χειμώνα περιμένανε πώς και πώς να φτάσουν τα Χριστούγεννα για να στολίσουν το δέντρο τους.
Το δέντρο που στολίζανε ήταν ψεύτικο. Για πολλά χρόνια το ίδιο δέντρο είχανε.
Από τα μέσα του Δεκέμβρη, λοιπόν, ο πατέρας ανέβαινε στο πατάρι και κατέβαζε από εκεί το ψεύτικο ελατάκι.
Το έβαζε πάνω σε ένα τριγωνικό τραπεζάκι και η μητέρα ξεκίναγε αμέσως να του ξεδιπλώνει τα κλαριά.
Μόλις εκείνη τέλειωνε, ο Μάρκος  άρχιζε να διαλέγει το που θα κρεμαστεί η κάθε μπάλα και το κάθε άλλο στολίδι.
Αυτά που του αρέσαν περισσότερο  τα κρεμούσε από την μπροστινή πλευρά του δέντρου. Α λιγότερο όμορφα, στα πλάγια. Για την πίσω πλευρά άφηνε κάτι ξεθωριασμένες μπάλες και κάτι ξεχνουδιασμένα κουκλάκια.
Μόλις εκείνος τέλειωνε με το κρέμασμα των στολιδιών, η μητέρα έπιανε να περνάει ανάμεσα στα κλαριά του έλατου, τ ασημόχρυσες  γιρλάντες  -μπλίρες, τις έλεγε.
Σε αυτή τη δουλειά η μητέρα ήταν άφταστη. Την έκανε γρήγορα και με μοναδικό τρόπο. Όταν τέλειωνε, το ψεύτικο δεντράκι έδειχνε σαν ένα δέντρο φερμένο από κάποιο μακρινό αστέρι.
Μα το στόλισμα δεν είχε τελειώσει.
Τώρα ήταν η σειρά του πατέρα να στολίσει το δέντρο με τα φωτάκια.
Αυτή ήταν η πιο δύσκολη δουλειά, μιας και τα καλώδια που συνδέανε τα πολύχρωμα φωτάκια, πάντα μπερδευόντουσαν  και τον δυσκολεύανε το καημένο τον πατερούλη. Κι αυτός όλο και μουρμούραγε έτσι καθώς προσπαθούσε να βιδώσει κάποια λαμπιόνια που δε λέγανε να ανάψουνε.
Μα στο τέλος τα κατάφερνε και να που όλο πια το έλατο, ντυμένο σε φωτάκια που λαμπυρίζανε ίδια με άστρα, λαμποκοπούσε.
Σειρά του Μάρκου και πάλι –η φάτνη έπρεπε να μπει στη βάση του δέντρου.
Τώρα και οι τρεις –Μάρκος, μητέρα και πατέρας-  στεκόντουσαν γύρω από το μαγικό δεντράκι, το έλατο το χριστουγεννιάτικο.
Η μητέρα έκλεινε τα άλλα φώτα της σάλας. Και όλα εκεί μέσα στο δωμάτιο… αλλάζανε.
Ο καναπές λες και γινότανε  ένα πολύχρωμο σύννεφο από αυτά της δύσης.
Οι πολυθρόνες γινόντουσαν βαρκούλες που αρμενίζανε σε σκουρόχρωμο πέλαγο –το χαλί ήταν.
Κάτι παιδάκια από ένα κάντρο ήταν ίδια με τα αγγελάκια που πετούσαν πάνω από τη φάτνη.
Και να που στο ταβάνι του σαλονιού, εκεί που κρεμότανε ο κρυστάλλινος πολυέλαιος  ερχότανε και κούρνιαζε το αστέρι των μάγων.
Η μητέρα, ο πατέρας και ο Μάρκος πάντα γύρω από το έλατο. Και ξεκινούσανε και οι τρεις να τραγουδάνε τις γλυκιές μελωδίες των Χριστουγέννων –να σαν κι αυτή που λέει για μια Άγια Νύχτα
Άγια Νύχτα
Σε προσμένουν
Με χαρά
Οι Χριστιανοί… 
Όμορφα, σας λέω πως ήτανε. Τόσο μαγευτικά που λες κι όλα είχαν  βγει μέσα από ένα παραμύθι… Πώς ήταν όλα ένα παραμύθι.
Γι αυτό  κι εγώ, τώρα που τα θυμήθηκα όλα αυτά και κάθισα να σας τα αφηγηθώ, ξεκίνησα μ΄ εκείνο το «Μια φορά κι έναν καιρό…»
Αλλά εσείς θα το έχετε καταλάβει πως όλα τούτα μπορεί να γινόντουσαν κάποτε, αλλά παραμύθι δεν είναι σίγουρο πως ήταν…
Ναι, λοιπόν! Δεν είναι παραμύθι. Αλήθεια είναι…
Τα έχω εγώ ο ίδιος ζήσει.


23.12.13

Η Μαρίζα Ντεκάστρο για το "Μανόλο και Μανολίτο" στον "Αναγνώστη"




Το μυθιστόρημα, σε δυο μέρη, ξετυλίγει τη σχέση δυο σχεδόν συνονόματων προσώπων: του ηλικιωμένου συγγραφέα με ένα αγόρι. Η αθωότητα του παιδιού θα δώσει στον ηλικιωμένο κάτι από αυτά που έχασε στην ωριμότητά του και μαζί οι δυο τους θα ζήσουν σαν σε όνειρο τη φύση και τις ομορφιές της, θα ανακαλύψουν μαζί την πραγματικότητα και τις δυσκολίες της. Η ιδέα είναι γνωστή, όμως η τέχνη του Κοντολέων τη μετατρέπει σ’ ένα εξαιρετικά λυρικό κείμενο που χαίρεσαι να το διαβάζεις.

http://www.oanagnostis.gr/

20 Δεκεμβρίου, 2013



14.12.13

Η Λότη Πέτροβιτς στο περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ τ. 112





΄Ενας συγγραφέας, ο Μανόλο, ένα φιλοπερίεργο παιδί που διαρκώς
ρωτάει να μάθει, ο Μανολίτο, κι ένα άσπρο σκυλί που το λένε Νύ-
χτα, είναι οι τρεις βασικοί ήρωες στο νέο μυθιστόρημα φαντασίας
του πολυγραφότατου συγγραφέα Μάνου Κοντολέων. Υπάρχει όμως
και μια παράξενη γυναίκα που τη γνωρίζουν και μιλούν μαζί της
στους νυχτερινούς περιπάτους τους κοντά στην ακροποταμιά. Είναι
μάγισσα; Θεά; ΄Η μήπως η ίδια η Φύση; Πολλά τα μυστήρια που
ζουν κοντά της οι τρεις ήρωες, πολλή και η μαγεία και η σαγήνη της
αφήγησης των παράξενων ιστοριών που θ’ ακούσουν από τα χείλη
της για τις τέσσερις εποχές και το βαθύτερο νόημα της εναλλαγής
τους. Μα πέρα από τη γνωριμία τους με την Κυρά-Φύση, θα ζήσουν
κι άλλες ονειρικές περιπέτειες, θ’ ανακαλύψουν ένα κτήμα με 36
αμυγδαλιές που δεν ανθίζουν, θ’ αναρωτηθούν για το μυστήριο που
τις περιβάλλει και θ’ αποφασίσουν να το λύσουν διαβάζοντας ένα
παλιό μπλε τετράδιο. ΄Εχουμε λοιπόν ένα γοητευτικό βιβλίο γεμάτο
ευωδιές και ψίθυρους της φύσης, που με γλώσσα ποιητική παρου-
σιάζει μια σχέση όλο αγάπη και τρυφερότητα μεταξύ του Μανόλο
και του Μανολίτο, με άλλα λόγια μεταξύ δύο γενεών, φωτίζοντας
ταυτόχρονα την άμεση σχέση του ανθρώπου με τη φύση. ΄Εξοχη η
ασπρόμαυρη εικονογράφηση της ΄Ιριδας Σαμαρτζή.
Λ.Π

11.12.13

Τζ. Μ. Κούτσι «Η παιδική ηλικία του Ιησού»


Συναρπαστική αναγνωστική εμπειρία.
Ο αναγνώστης αυτού του μυθιστορήματος που θα αναζητά μια αφήγηση που θα στηρίζεται σε λογικά ή έστω αναμενόμενα γεγονότα,  πρόκειται να απογοητευθεί.
Ο Κούτσι –έτσι κι αλλιώς ‘κλειστός’ συγγραφέας-  εδώ στήνει το εντελώς δικό του προσωπικό κόσμο. Τον στήνει με απόλυτο ρεαλισμό, μόνο που αυτός ο ρεαλισμός ύπουλα κρύβει την απόλυτη υποταγή του στον συμβολισμό.
Συμβολισμός ακόμα και από τον ίδιο τον τίτλο –Η παιδική ηλικία του Ιησού.
Μα για ποιον Ιησού θα διαβάσουμε;
Το αγόρι που πρωταγωνιστεί είναι ένα πεντάχρονο παιδί που κανείς δεν γνωρίζει το παρελθόν του και που διαθέτει κάποιες περίεργες ικανότητες για ένα φυσιολογικό παιδί…
Όμως ποιος μας λέει πως ο Ιησούς υπήρξε ένα φυσιολογικό παιδί;
Πάντως ο Νταβίντ δεν προσθέτει τα μήλα, μιας και το καθένα το θεωρεί ως μια ξεχωριστή οντότητα, απαιτεί να κατανοούν οι ενήλικες τις δικές του αρχές, επικοινωνεί με τα ζώα και μπροστά σε αυτό που ο ίδιος θεωρεί πως πρέπει να γίνει δε διστάζει να γίνει σκληρός ακόμα και απέναντι αυτών που αγαπά και τον φροντίζουν. Ένα πλάσμα που δηλώνει πως η αλήθεια είναι αυτό το ίδιο.
Λογικό είναι κάποια στιγμή η συντεταγμένη κοινωνία να θελήσει τον περιορισμό του.
Ας είναι! Έχουμε, λοιπόν, ένα αγόρι που θα πρέπει να το αντιστοιχήσουμε με τον Ιησού. Έχουμε και ένα κηδεμόνα του –όχι πατέρα του- που έχει αναλάβει το μέγιστο καθήκον να τον φροντίζει.
Εδώ εύκολα μπορούμε να στραφούμε προς την εικόνα του Ιωσήφ. Μόνο που ο Κούτσι θα του έχει δώσει το όνομα Σιμόν.
Μα το παιδί δεν έχει μητέρα. Οι γονείς του αγνοούνται. Έχουν χαθεί. Δεν υπάρχουν μέσα στο μυθιστόρημα.
Ο Σιμόν θεωρεί απαραίτητο να βρεθεί μια μητέρα για το παιδί. Μια γυναίκα που θα πειστεί πως είναι η πραγματική του μάνα. Μια γυναίκα που θα δεχτεί την ευθύνη της μητρότητας.
Θα την ανακαλύψει στο πρόσωπο της Ινές. Αλλά η Ινές είναι παρθένα.
Θα μπορούσε, λοιπόν, να δούμε στο πρόσωπό της την… Μαρία;
Κι έτσι έχουμε την Οικογένεια.
Μια Οικογένεια που ζει σε τόπο που αν και έχει τάξη και νόμους, δεν έχει μια συγκεκριμένη εθνική ταυτότητα. Σε τόπο που έχουν επιλέξει να μιλάνε γλώσσα που έτσι κι αλλιώς τη μιλάνε πολλά, τα περισσότερα εκατομμύρια των ανθρώπων του Δυτικού Κόσμου.
Τόπος χωρίς εθνική ταυτότητα και με ενιαία γλώσσα… Στο νου μας έρχεται μια αυτοκρατορία. Γιατί όχι η Ρωμαϊκή;
Αν όλα αυτά –συμβάσεις ή ευρήματα- τα αποδεχτούμε, τότε θα μπορέσουμε να ξετυλίγουμε το νήμα της κατανόησης των οραμάτων ενός συγγραφέα που φτάνει στη σημείο να στήνει τον δικό του κόσμο και να φτιάχνει τη δική του Καινή Διαθήκη.
Κι άλλωστε όλο το βιβλίο είναι γραμμένο σε μια γλώσσα απλή, πάρα πολύ απλή –μα και τα Ευαγγέλια σε γλώσσα απλή είναι γραμμένα.
Και τα πρόσωπα που περνάνε μέσα στο βιβλίο, αν και άτομα που ανήκουν στη μεσαία ή και στην εργατική τάξη, εκφέρουν ιδέες σύνθετες, όχι όμως με περίπλοκο τρόπο. Πρόσωπα που τους έτυχε η δωρεά να συνυπάρξουν με κάτι ασυνήθιστο.
Προσπάθησα να ανακαλύψω το κλειδί που ο Κούτσι κάπου μέσα στις αράδες του έργου του έκρυψε.
Δεν θέλω να ισχυριστώ πως είναι το μόνο. Κι αν είναι, πάλι δεν ισχυρίζομαι πως ξεκλείδωσα όλα τα συρτάρια με τα νοήματα και τις παραβολές.  
Αλλά μπορώ να διαβεβαιώσω πως χάρηκα ιδιαιτέρως τη ροή της αφήγησης που με οδηγούσε σε ένα κόσμο τόσο οικείο, όσο και απροσδόκητο.
Και βέβαια –δεν μπορώ να μην το σημειώσω και αυτό- την τεχνική με την οποία κατατίθεται η σχέση που συνδέει τα δυο κεντρικά πρόσωπα.
Σχέση μύησης που και εν τέλει  επανατοποθετεί τη θέση του Ιωσήφ –ενήλικα στην πορεία πνευματικής ωρίμανσης του Ιησού.
Συναρπαστική αναγνωστική εμπειρία!
Ναι –και ας  θυμόμαστε πως ίσως τα πλέον σημαντικά είναι όσα μας αντιστέκονται.


2.12.13

29 λέξεις αργότερα

Μάντυ Σιταρά – Καμπάση
"29 λέξεις αργότερα"
Μυθιστόρημα

Εκδόσεις  Άγκυρα, 2013

Τα βιβλία μοιάζουν με τους ανθρώπους. Όπως σ΄ εκείνους, έτσι και σ΄ αυτά μπορεί να βρεις άλλοτε κάποια να σε ενθουσιάζουν, άλλοτε κάποια να σε απογοητεύουν, άλλοτε κάποια να σε ξαφνιάζουν.
Μου αρέσουν κυρίως τα τελευταία –αυτά που σε ξαφνιάζουν. Άλλωστε και αυτού του τύπου άνθρωποι είναι που συνήθως  με κερδίζουν.
Τη Μάντυ Σιταρά – Καμπάση την γνώρισα πριν από τρία περίπου χρόνια. Ως ένα από τα πλέον  δραστήρια μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης της Βιβλιοθήκης Καίτη Λασκαρίδου, στον Πειραιά.  Είμαι ο υπεύθυνος αυτής της Λέσχης και  η Μάντυ από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις με έκανε να την προσέξω.
Μια νέα γυναίκα με άποψη, λογοτεχνικές και κοινωνικές γνώσεις, φρέσκες ιδέες και διάθεση να τις υπερασπίζεται. Άτομα απόλυτα εξωστρεφές και γι αυτό δεν περίμενα πως θα μπορούσε να αναζητήσει τρόπους έκφρασης μέσα από μια τόσο εσωστρεφή διαδικασία όπως είναι αυτή της συγγραφής ενός μυθιστορήματος.
Αλλά αν με ξάφνιασε με την πρότασή της να διαβάσω το χειρόγραφό της και να της πω την γνώμη μου, ακόμα περισσότερο με ξάφνιασε αυτό το ίδιο το κείμενο που είχε γράψει.
Το μυθιστόρημα «29 λέξεις αργότερα» -και από τον τίτλο κιόλας ο αναγνώστης  υποψιάζεται πως κάτι ασυνήθιστο πρόκειται να διαβάσει- στην ουσία μιλά  για ένα οικογενειακό μυστικό και πολύ εύκολα θα μπορούσε κανείς, αν έμενε σε μια απλή περίληψη των γεγονότων, να το θεωρήσει ως ένα μελό κατασκεύασμα από αυτά που έχουν κατακλίσει προθήκες βιβλιοπωλείων και άλλων χώρων πώλησης λογοτεχνικών έργων.
Αλλά στη λογοτεχνία σημασία δεν έχει πάντα και τόσο το τι λέγεται, αλλά το πώς λέγεται. Και στο μυθιστόρημα αυτό ότι αναφέρεται προσφέρει ανατροπές κατεστημένων αντιλήψεων, εμβαθύνσεις συναισθημάτων και προτάσεις σύνθεσης νέας μορφής σχέσεων.
Τρεις γενιές γυναικών μπλέκονται η μια μέσα στη ζωή της άλλης και  εκείνο που η Μάντυ Σιταρά – Καμπάση προσπαθεί να φωτίσει είναι που τελειώνει το μοιραίο και που αρχίζει η ατομική ευθύνη.
Η γραφή της διαθέτει την αμεσότητα του ξαφνιάσματος : Ο θάνατος μπήκε στο λεξιλόγιό της και στη ζωή της. Δίπλα στη λέξη έρωτας.   Χρησιμοποιεί με ασυνήθιστο τρόπο τα αντικείμενα : Το ταβάνι έρχεται καταπάνω της. Η Κίχλη, πιασμένη από τα κάγκελα της σκάλας, ανεβαίνει αργά τα σκαλοπάτια που οδηγούν στο δωμάτιό της. Και  δεν διστάζει να φτάσει ακόμα και στην υπερβολή για να κυριολεκτήσει: Κολυμπάει σε μια γαλήνια σιωπή, που της αφήνει χώρο να συζητήσει με τον εαυτό της.
Αλλά πέρα από την γλώσσα η Σιταρά – Καμπάση ξέρει και να δομεί το υλικό της με τέτοιο τρόπο ώστε και το αναγνωστικό ενδιαφέρον να μην υποχωρεί, αλλά και το παρελθόν να φωτίζει εκεί που πρέπει και όσο πρέπει το μέλλον.
Οι χαρακτήρες που η νέα συγγραφέας έχει πλάσσει διαθέτουν με πολυσήμαντο φωτισμό αναλύονται  και ξεφεύγουν από στερεοτυπικές προδιαγραφές. Πρόσωπα ζωντανά είναι.
Εν τέλει πρόκειται για μια ιστορία όπου το τυχαίο κονταροχτυπιέται με το προγραμματισμένο και μέσα από αυτή τη σύγκρουση αναδύεται η μοίρα του κάθε ανθρώπου.
Τόσο η Μάντυ –για να επιστρέψω στη σκέψη με την οποία ξεκίνησα αυτό το σημείωμα- όσο και το πρώτο της αυτό μυθιστόρημα με ξαφνιάσανε. Ίσως γιατί  τόσο η προσωπικότητα της συγγραφέα όσο και το ύφος του έργου καταφέρνουν να συνταιριάξουν το παραδοσιακό με το μοντέρνο.

Και τώρα… Σε αναμονή του επομένου.

Από την παρουσίαση του "Μέλι κόλλησε στα χείλη" στο Ηράκλειο Κρήτης, 29/11/2013

Παρουσίασε η Χριστινά Μαρκουλάκη





Θα ξεκινήσω τονίζοντας ότι είναι μεγάλη μου τιμή που σήμερα βάζω το δικό μου λιθαράκι στη παρουσίαση του βιβλίου 'Μέλι Κόλλησε στα Χείλη' στη πόλη μας. Ο Μάνος Κοντολέων υπήρξε αγαπημένος συγγραφέας της εφηβείας μου, ενώ η σημερινή συνάντηση με εκείνον ξύπνησε ξανά εκείνο το μοναδικό -παιδικό σχεδόν- αίσθημα ενθουσιασμού που κάποτε με κατέκλυζε με κάθε γύρισμα της σελίδας ενός από τα πολυάριθμα βιβλία του.

Πρέπει να ήταν κάποιες ήσυχες ημέρες της δεκαετίας του '90 που έκανα την πρώτη γνωριμία μου με τον μαγικό κόσμο του Μάνου Κοντολέων. Ακριβώς την ίδια εποχή που η Μέλω, η ηρωίδα του βιβλίου 'Μέλι Κόλλησε στα Χείλη', αρχίζει να εξερευνά τα όρια του δικού της κόσμου, σύμφωνα με την νέα -τραγικά ρεαλιστική- ιστορία που περίτεχνα πλάθει ο Κοντολέων, θυμίζοντας στον αναγνώστη μια εποχή που πλέον μοιάζει μακρινή.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο 1998 στο μικρό παραδοσιακό χωριό του Νεαρού Αγίου, ένα από τα πιο γραφικά χωριά του Πηλίου το οποίο επισκέπτονται εκατοντάδες προσκυνητές το καλοκαίρι, ανήμερα της γιορτής του Αγίου. Μια πολύ γνώριμη εικόνα και στα χωριά της Κρήτης, όπου η ποικιλομορφία και ο θόρυβος του πλήθους εύκολα ξεσηκώνει τους νέους τους χωριού. Με μια τέτοια σκηνή εισάγεται στο πολύχρωμο κλίμα του πανηγυριού ο αναγνώστης, αφού η δεκαεφτάχρονη Μέλω και η φίλη της, Αναστασία, σεργιανίζουν ανάμεσα στους νεόφερτους προσκυνητές και τουρίστες αυτό το καλοκαίρι του 1998 που όλα μέλλει να τα αλλάξει για τη γλυκιά Μέλω.

Όχι μόνο για τη Μέλω, αλλά για τους περισσότερους πρωταγωνιστές της ιστορίας, μιας και ο καθένας από αυτούς ταλανίζεται από τις δικές του αυταπάτες. Μόλις ένα όνειρο αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά (ένα όνειρο που βασίζεται σε απατηλές προσδοκίες, ένα όνειρο με λάθος στόχο), τότε αυτό ακριβώς το όνειρο που χτίζεται πάνω στην αυταπάτη μετατρέπεται σε σαράκι που κατατρώει τον απογοητευμένο πλέον ονειροπόλο.

Και η Μέλω ζει στην αυταπάτη, όπως αναπόφευκτα πολλοί νέοι κάνουν. Ας μην ξεχνάμε ότι ζει σε μια εποχή πρωτόγνωρης υλικής ευημερίας, όπως ήταν τα χρόνια γύρω από τη νέα χιλιετία, όταν οι επιδοτήσεις έπεφταν βροχή, υπήρχε άφθονη δουλειά για τους νέους και οι προετοιμασίες για τους Ολυμπιακούς Αγώνες αναπτέρωναν το ηθικό. Η καταναλωτική διάθεση διεισδύει ύπουλα μέσα στο παραδοσιακό σκηνικό του ίδιου του χωριού της Μέλως, μεταλλάσσοντας το θρησκευτικό πρόσωπο της κοινότητας σε καταναλωτικό, με πλούσιες βίλες και στυλάτους 'ξένους'.

Στο πλαίσιο αυτό, για να συνδέσουμε το κοινωνικό πράττειν με το ατομικό όνειρο όπως τονίζει στον επίλογό του ο Κοντολέων, η Μέλω θεωρεί ότι το χωριό της είναι η φυλακή της, κοιτώντας την μεγαλύτερη πόλη του Βόλου που βρίσκεται σε μικρή σχετικά απόσταση με λαχτάρα και προσμονή. Νομίζει ότι εκεί θα υπάρξει η λύτρωση μιας πλούσιας ζωής, στην οποία όλα θα παρέχονται στη Μέλω χωρίς ιδιαίτερες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις σε αντίθεση με τον πιεστικά απαιτητικό περίγυρο του χωριού.




Κινητήριος δύναμη της θέλησης αυτής είναι ένα ηχηρό 'φύγε' που της είπε μια τσιγγάνα που 'διάβασε' την παλάμη της μια ζεστή ημέρα του πανηγυριού. Έκτοτε αυτό το 'φύγε' στιγματίζει τη Μέλω, γίνεται φωνή μέσα της που ακούγεται κάθε φορά που η Μέλω δέχεται μια ανεπιθύμητη πίεση. Δεν γνωρίζει, όμως, ότι η φυγή από μια γνώριμη κατάσταση, όσο δυσβάσταχτη κι αν είναι, μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε μια χειρότερη φυλακή: τα κάγκελα που στήνει γύρω μας ο ίδιος μας ο εαυτός λόγω λανθασμένων επιλογών.

Ποιες ήταν οι επιλογές της Μέλως όταν στα 17 της αποφάσισε ότι δεν θέλει να σπουδάσει; Σύμφωνα με τους ψιθύρους που συνηθίζονται σε κάθε χωριό, το σωστό και πρέπον ήταν να συνεχίσει την σχέση της με τον ανηψιό μεγαλοεργολάβου του χωριού, τον Αργύρη, ο οποίος είχε λαμπρό μέλλον στην οικοδομή, άρα και πολλά χρήματα και πρόσφερε άμεση αποκατάσταση με σπίτι που προοριζόταν ειδικά για την, κατά τα άλλα φτωχής οικογενείας, Μέλω. Το είχε δηλώσει άλλωστε: σκόπευε να την κάνει βασίλισσα. Σε μια εποχή που η οικοδομή ανθούσε, ο Αργύρης έμοιαζε για το ιδανικό καταφύγιο, όχι μόνο για την Μέλω, αλλά και για τους γονείς της, οι οποίοι έμεναν σε ένα παλιό σπίτι, με κάποιο μισογκρεμισμένο μάλιστα κομμάτι από παλαιότερο σεισμό. Ναι, ακριβώς σαν εκείνον που έμελλε να χτυπήσει την οικογένεια για άλλη μια φορά. Και αυτός δεν προερχόταν από τον Αργύρη, αλλά από τον Σήφη, την δεύτερη επιλογή της Μέλως.

Ο Σήφης, ένας έμπειρος επαγγελματικά και ερωτικά σαραντάρης, είχε όλα όσα χρειαζόταν για να σαγηνέψει μια δροσερή, αλλά άπειρη σε όλα, δεκαεφτάχρονη κοπέλα. Όσο κι αν είχε προσπαθήσει ο Αργύρης, τα ακριβά δώρα και η τολμηρή ερωτική διάθεση του Σήφη έκαναν εντύπωση στην Μέλω, η οποία δεν γνώριζε τι σημαίνει πραγματικός έρωτας. Επομένως, με συνοπτικές διαδικασίες και με την περήφανη υποστήριξη των γονιών της, βρίσκει τον εαυτό της παντρεμένο με έναν άγνωστο σχεδόν σε εκείνη άνδρα, υπακούοντας πάντα στη φωνούλα που επίμονα της ψιθύριζε 'φύγε'. Και εδώ είναι που η λέξη 'φυγή' μετατρέπεται στο ακριβές αντίθετό της. Και εδώ είναι που η ανάγνωση του βιβλίου αποκτά μια εντελώς διαφορετική αίσθηση, αιφνιδιάζοντας ευχάριστα τον αναγνώστη και ανατρέποντας τα πάντα.




Ο Σήφης θα συνεχίσει να προσφέρει ένα ακριβό lifestyle. Αλλά με ακριβό αντάλλαγμα. Εισάγει την έκπληκτη Μέλω σε ένα κόσμο σκληρού έρωτα, όπως αυτή ποτέ δεν τον βίωσε με τον Αργύρη. Εκείνη μόνο το 'μέλι της ζωής' ήθελε να γευτεί με μια ανέ-μελη διάθεση. Γι'αυτό εξάλλου πάντα αναζητούσε λίγο μέλι, ιδίως στις δύσκολες στιγμές, ηδονικά αφήνοντάς το να κολλάει στα χείλη της, λες κι έτσι άγγιζε την ζωή την ίδια μέσα στην αστείρευτη πηγή της. Το 'μέλι της ζωής', όμως δεν είναι μέσα στην συμφωνία γάμου με τον Σήφη και αυτό η Μέλω θα το καταλάβει μόλις πάψει να τροφοδοτείται από τις αυταπάτες της πλούσιας ζωής. Όταν και ο Σήφης κατανοήσει ότι στο παιχνίδι της ζωής κανείς δεν παραμένει εύκολα ο απόλυτος κυρίαρχος. Όταν και οι γονείς της Μέλως συνειδητοποιήσουν ότι στην ουσία 'πούλησαν' την μονάκριβη κόρη τους, βίαια εξαναγκάζοντας ένα αθώο κορίτσι να γίνει γυναίκα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι πρωταγωνιστές μετατρέπονται άλλοτε σε θύτες και άλλοτε σε θύματα, προσπαθώντας όχι μόνο να επιβιώσουν στη νέα εποχή καταλωτισμού και νεοπλουτισμού, αλλά και να τη βιώσουν στο έπακρο. Η αυταπάτη τους συνίσταται στο ότι όλοι τους νομίζουν ότι θα γευτούν το μέλι της ζωής, ενώ οι επιλογές τους μόνο πίκρα φαίνονται να αποφέρουν. Ή μήπως φταίει η μοίρα, το ταμπλώ όπου παίζεται ένα καλοστημένο παιχνίδι εν αγνοία και εις βάρος των παικτών;

Η προσπάθεια των ηρώων να εξελιχθούν σε κάτι καλύτερο, ανώτερο, διαφορετικό από πριν αποτελεί, άλλωστε, αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Μέσα, όμως, από πικρούς έρωτες και κακές επιλογές, συντελείται τελικά αυτή η ξεχωριστή διαφορά, η υποτιθέμενη φυγή από το τωρινό εγώ μας; Ή μήπως η ζωή είναι αυτή που εντέλει θα πάρει την εκδίκησή της από ανθρώπους που διατελούν ένα είδος 'ύβρεως', προσπαθώντας να αλλάξουν με πενιχρά μέσα και χωρίς την απαραίτητη ωριμότητα που αυτό απαιτεί;

Με αυτά τα ερωτήματα θα έρθουν αντιμέτωποι οι επίδοξοι αναγνώστες του βιβλίου, μέσα σε μια ιστορία περίτεχνα δομημένη από έναν συγγραφέα που ξέρει καλά πώς να περιγράψει με ευαισθησία ακόμα και την πιο σκληρή σκηνή και πώς να πλάσει γλωσσικά καθεμιά ανατροπή. Και υπάρχει άφθονη ευαισθησία και σκληρότητα· ερωτισμός και αποστροφή· φαινομενική ηρεμία και ανατροπή. Περνώντας μέσα από αυτά τα στάδια, η αμοιβή του αναγνώστη σίγουρα θα είναι εκείνο που η Μέλω τόσο επιζητούσε- η γλύκα που αφήνει το μέλι μιας καλογραμμένης ιστορίας όχι μόνο στα χείλη, αλλά στη καρδιά και το μυαλό. 

1.12.13

Διαβάζοντας το Μανόλο Μανολίτο γράφει η Έλενα Αρτζανίδου

«…Κοιτούσε γύρω του ο Μανολίτο…Κοίταξε μετά εμένα.
«Δηλαδή;»κάτι ακόμα ήθελε να μάθει…
«Δηλαδή ό,τι αγαπάμε πάντα έρχεται ξανά! Ό,τι αγαπάμε για πάντα ζει…έτσι δε μας είχε πει- δεν περάσανε και τόσοι μήνες από τότε!- η Κυρά η Φύση;»…
Ένα συγκινητικό, τρυφερό καταπληκτικό βιβλίο, ύμνος για την ζωή και την αγάπη από τον μοναδικό συγγραφέα πολλών άλλων επιτυχιών Μάνο Κοντολέων. Η σχέση ανάμεσα σε ένα παιδί και έναν ενήλικα μαζί με ένα τετράποδο πλάθετε με τη μαστοριά του λόγου, αλλά και της γραφής που πλέον έχει εκλείψει από τη σημερινή βιβλιοπαραγωγή. Έντονα συναισθήματα μαζί με δυνατές εικόνες και συγκίνηση γεννά ο Μάνος Κοντολέων από την πρώτη παράγραφο. Ενώ καταφέρνει να συνδυάσει με επιτυχία το πραγματικό με το φανταστικό δίνοντας μια ιστορία που τιμά τη λογοτεχνία.
Το βιβλίο απευθύνεται σε όλες τις ηλικίες και ιδιαίτερα με αναγνωστική εμπειρία.
«Ένας συγγραφέας -ο Μανόλο- που του αρέσει να περπατά στην ακροποταμιά.
Ένα αγόρι -ο Μανολίτο- που όλο θέλει να ρωτά.
Κι ένα λευκό σκυλί που το φωνάζουνε Νύχτα.
Κι οι τρεις θα γνωρίσουν μια γυναίκα που ισχυρίζεται πως κάποιοι τη νομίζουν για θεά και κάποιοι για μάγισσα...
Κι οι τρεις θα βρεθούν μέσα σε ένα κτήμα με 36 αμυγδαλιές που δεν έχουν βγάλει ποτέ τους μήτε φύλλα μήτε άνθη μήτε καρπούς.Κι οι τρεις τους θα ακούσουν ιστορίες καθημερινού μυστηρίου και καθημερινής μαγείας».

http://filanagnosiaprogram.blogspot.gr/p/blog-page_27.html?showComment=1385919084558