Pages

7.3.13

Η όποια συγγραφή συνιστά πολιτική πράξη.




1.     Από πού κατάγεστε και τι είναι  αυτό που σας έχει σημαδέψει από  τα παιδικά σας χρόνια;

Γεννήθηκα και ζω στην Αθήνα. Οι γονείς μου από τη Σμύρνη. Κι αν κάτι με σημάδεψε από τα παιδικά μου χρόνια είναι η έννοια της οικογένειας. Μια έννοια άλλοτε προστατευτική, άλλοτε ίσως καταπιεστική, σίγουρα όμως πάντα έννοια που ταυτίζεται με την αγάπη

2.     Ξεκινήσατε από πολύ μικρός να γράφετε. Πως έγινε το ξεκίνημα; Υπήρξαν πραγματικά εμπόδια ή εσωτερικές αμφιβολίες εκ του… εξωτερικού περιβάλλοντος ορμόμενες που θέλησαν να σας αλλάξουν πορεία;

Ναι, γράφω από τα παιδικά μου χρόνια. Και δημοσίευα στο περιοδικό «Διάπλαση». Μικρές καθημερινές στιγμές τα πρώτα μου ερεθίσματα. Και η αγωνία να δω αν θα δημοσιευθούν ή όχι. Μα πάντα είχα δίπλα μου τους δικούς μου να με ενθαρρύνουν. Τους γονείς μου πρώτα, μετά τη σύντροφό μου, τα παιδιά μου αργότερα.

3.     Ποια ήταν η πρώτη σας πράξη αντίστασης-αντίδρασης;

Λοιπόν, τώρα που με ρωτάτε συνειδητοποιώ πως ποτέ μου δεν αντιστάθηκα, ποτέ μου δεν αντέδρασα σε κάτι. Αλλά επίσης συνειδητοποιώ πως όσο γράφω αντιστέκομαι και αντιδρώ. Όσο γράφω και όσο διαβάζω.

4.     Μου πήρε πολλά χρόνια ώστε να καταφέρω να τελειώσω το πρώτο μου βιβλίο, το May Day από τις Εκδόσεις Libro. Τώρα, αγκομαχώ στο δεύτερο που όπως και στο πρώτο, προσπαθώ να εξελίξω σε μυθοπλασία, πραγματικά γεγονότα: ένας συνδυασμός δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας ίσως (βαρύς μου πέφτει ο όρος καθώς δεν είμαι συγγραφέας μα δημοσιογραφίας). Το μόνο που ουδέποτε θα αποτολμούσα; Να γράψω για παιδιά. Πως μπορεί ένας συγγραφέας να μιλά για απόλυτες αλήθειες σε ένα παιδί; Μπορεί; Αν ναι, πώς το κάνει με δεδομένο ότι τα παιδιά είναι ίσως το πιο δύσκολο αναγνωστικό κοινό από την άποψη ότι έχουν την πιο αγνή σκληράδα στην κριτική τους;

Τίποτε δεν είναι εύκολο, μήτε και τίποτε είναι ακατόρθωτο. «Γράφω για παιδιά» σημαίνει «γράφω ΚΑΙ για παιδιά». Ως ενήλικος γράφω και ποτέ δεν αποποιούμαι την ηλικία μου και τη γνώση μου. Μα και όταν θέλω να συνομιλήσω  μέσα από ένα κείμενο ΚΑΙ με ένα παιδί, ψάχνω να βρω τον τρόπο εκείνο που θα είναι μεν ενιαίος, αλλά που διαφορετικό τρόπο θα στέλνει το μήνυμα του στον μικρό και με διαφορετικό στον μεγάλο αναγνώστη του. Με άλλα λόγια ο συγγραφέας είναι ένας. Το κείμενο επίσης ένα. Ο αναγνώστης είναι που διαφοροποιείται.

5.     Η επικοινωνία με τα παιδιά είναι εύκολη ή δύσκολη;

Μα όλοι μας κάποτε υπήρξαμε παιδιά. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τον τρόπο που επικοινωνούσαμε με τους άλλους και επίσης και κυρίως τον τρόπο που θέλαμε οι άλλοι να επικοινωνούν μαζί μας. Η επικοινωνία έτσι κι αλλιώς είναι δύσκολη υπόθεση. Αλλά όχι για ηλικιακούς λόγους, μα για λόγους διάθεσης.

6.     Πόσο «κοστίζει» η δημιουργία ενός
 συγγραφέα, πόσο η αποτύπωσή της στο χαρτί και πόσο η ανάγνωση της; Ένα βιβλίο δικό σας που έχω στη βιβλιοθήκη μου μήπως το αγόρασα πολύ φθηνότερα απ’ ότι πραγματικά «κόστισε» σε εσάς;
Δεν κοστολογούνται οι ώρες που αφιερώνεις στο γράψιμο. Θέλω –και πιστεύω πως είναι σωστό και δίκαιο- ένας συγγραφέας να κερδίζει χρήματα από τα βιβλία του. Αλλά αυτό το άλλο, το πλέον εσωτερικό που ο ίδιος κερδίζει όταν γράφει, μήτε μπορεί να πουληθεί, μήτε και έχει νόημα κανείς να το αγοράσει.

7.     Η συγγραφή ενός παιδικού-εφηβικού βιβλίου συνιστά θέμα πολιτικής πράξης;

Η όποια συγγραφή συνιστά πολιτική πράξη.

8.     Πως μπορούν να υπάρχουν οι… «ελάχιστοι» σε μία κοινωνία-πολιτεία που επιβραβεύει ως «φυσιολογικό» το «Υπέρ» το κάθε «Υπέρ» στις διάφορες εκφάνσεις του, και ασχέτως αν αυτό το «Υπέρ» ενδεχομένως να παραπέμπει σε μία κατάσταση που καμία ουσία δεν έχει ως υπόβαθρο ή σε έναν άνθρωπο που το «Υπέρ Εγώ»  του καταφέρνει να επιβάλλεται κοινωνικά ή ηθικά;

Κοινωνία – πολιτεία λέτε. Αλλά τέτοια κοινωνία έχουμε; Σε μια κοινωνία καταναλωτών δεν διαφημίζεται το υπόβαθρο, αλλά η επιφάνεια.

9.     9. Εμείς οι της δεκαετίας του ’70 μεγαλώσαμε ακούγοντας συχνά πως «τα σκατά επιπλέουν». Η φράση αυτή λες και πέρασε στο υποσυνείδητο μιας γενιάς και κατόπιν μεταμορφώθηκε σε μία κοινωνία αν όχι «καμπινέ», ή στο άλλο άκρο, του απόλυτου υποχονδρισμού, σε μια κοινωνία που μία φράση συνήθειας τη μετέτρεψε σε συνθήκη ζωής. Εκτιμάτε πως στην Ελλάδα της κρίσης, τελειώσαμε μ’ αυτήν την κακιά συνήθεια του παρελθόντος ή ότι επιμένει να διαφεντεύει τις ζωές μας;

Μα και ασφαλώς τη διαφεντεύει. Δεν έχω καμιά ελπίδα πως αυτή η κρίση θα μας κάνει καλύτερους. Μάλλον πιο άγριους, πιο άπληστους, πλέον εγωπαθείς.

110. Ποιο θεωρείτε  το μεγαλύτερο σας ελάττωμα;

Νομίζω πως οι δικοί μου με κατηγορούν για τάσεις επέμβασης στη ζωή τους. Εγώ αναγνωρίζω πως έχω την τάση να προστατεύω αυτούς που αγαπώ.

111.  Πόσες ώρες δουλεύετε;

Η συγγραφή δεν έχει ωράριο. Ζεις παράλληλες ζωές και έχεις παράλληλους ύπνους. Η καθημερινότητα σου και η καθημερινότητα των ηρώων σου.

112.  Έχετε χωρίσει  τις μέρες σε καλές και κακές;  Για παράδειγμα, η Δευτέρα είναι  για εσάς μια καλή μέρα;

Όχι. Όλες οι μέρες είναι ίδιες. Συχνά μπερδεύω ποια μέρα έχουμε. Το καλό να μην έχεις μα εξαρτημένη εργασία. Για χρόνια εργαζόμουνα ως υπάλληλος. Και τώρα χαίρομαι ακριβώς αυτό –πως δε με ενδιαφέρει ποια μέρα είναι.

113.  Πως πενθείτε  τις απώλειες σας;

Θρηνώ πρώτα και για καιρό πολύ. Μετά συνηθίζω να μετατρέπω την απώλεια σε ιστορία. Και να πως την αναιρώ.

114.  Πότε παύει ο  άνθρωπος να ερωτεύεται;

Ο έρωτας είναι μια στάση ζωής. Στάση δημιουργικής ζωής. Ρωτάτε ένας συγγραφέα πότε ο άνθρωπος παύει να ερωτεύεται; Μα είναι σα να με ρωτάτε πότε θα σταματήσω να γράφω. Και δεν θέλω ούτε να τη φανταστώ εκείνη τη μέρα.

115.  Αν σας σταματούσε  ένας άγνωστος στο δρόμο και  σας ρωτούσε ποιος είστε, τι  θα   του απαντούσατε;

Πως με λένε Μάνο Κοντολέων. Κάθε άνθρωπος έχει ένα όνομα. Και του κάθε ανθρώπου το όνομα, εγώ τουλάχιστον, το σέβομαι. Λογικό να σέβομαι και το δικό μου.

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 3/3/2013
Γεωργία Λινάρδου