Pages
▼
18.12.14
12.12.14
Με πολλές αποσκευές στο ταξίδι της ανάγνωσης
της Βασιλικής Ρεσβάνη
Επιτρέψτε μου κατ΄αρχάς να ευχαριστήσω την κα.
Δημοπούλου, την ιδιοκτήτρια του Βιβλιόπολις που μου πρότεινε να παρουσιάσω το
Βιβλίο Δύο φορές Άνοιξη του πολυγραφότατου
συγγραφέα Μάνου Κοντολέων. Είναι ιδιαίτερη τιμή να είμαι εδώ κοντά σας σήμερα
για να παρουσιάσω το βιβλίο ενός συγγραφέα που εκτιμώ το έργο του τόσο πολύ.
Έχω την τάση όταν διαβάζω ένα λογοτεχνικό βιβλίο να επιδιώκω και τελικά να το κάνω, να διαβάζω και άλλα έργα του ιδίου συγγραφέα προκειμένου να έχω μια σφαιρική εικόνα. Είναι αλήθεια ότι διαφορετικά προσεγγίζεις ένα λογοτεχνικό έργο όταν δεν έχεις διαβάσει άλλο. Υπάρχει ίσως μια περιέργεια, μια δισπιστία.
Με το έργο Δύο φορές άνοιξη του Μάνου Κοντολέων δεν είχα αυτή τη δυσπιστία και
αυτό διότι έχω την τύχη να έχω μελετήσει την εργογραφία του Μάνου Κοντολεών για
παιδιά και νέους σχεδόν στο σύνολό της, κάτι που μου δίνει πολλές αποσκευές στο
ταξίδι της ανάγνωσης ενός ακόμη έργου του.
Δεν σας κρύβω πως όταν διάβασα
για πρώτη φορά τον τίτλο κατάλαβα τι περίπου πραγματεύεται, πρέπει να σας πω επιπλέον και τη φράση μιας
συναδέλφου που είπε βγαίνοντας από την παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου τον
προηγούμενο μήνα. «Καλά
γιατί να διαβάσω ένα βιβλίο αφού σε γενικές γραμμές έμαθα για αυτό πριν λίγο
και κατάλαβα και το τέλος. Ξέρετε τι της απάντησα; Τα βιβλία του Μάνου
Κοντολέων είναι σαν μια πάστα σοκολάτας. Μπορεί να ξέρεις τη γεύση, αλλά
πάντοτε θέλεις και πρέπει να επιδιώκεις να γευτείς ακόμη μία και πίστεψέ με δεν
θα σου στερήσει την απόλαυση ενός αριστουργήματος. Κοντολέων είναι αυτός!». Συγχωρέστε την
απλότητα στο λόγο μου αλλά ήταν προφορικός λόγος- απάντηση σε μια έκφραση της
στιγμής.
Στο σημείο αυτό πρέπει να
σημειώσω κάποια στοιχεία από τη βιογραφία του συγγραφέα πριν την παρουσίαση του
βιβλίου που κρατάτε στα χέρια σας.
Ανατρέχοντας
στη βιβλιογραφία και αναζητώντας κάποια φράση για να ξεκινήσω την παρουσίαση
του νέου βιβλίου, στάθηκα πρώτον ότι είναι από τους συγγραφείς της σύγχρονης
λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, όπως σημειώνει η Κανατσούλη στο βιβλίο της…..
και δέυτερον ότι είναι ένας πολυγραφότατος συγγραφέας. Μου έκανε εντύπωση ότι γράφει
άλλοτε για παιδιά, άλλοτε για νέους άλλοτε για ενήλικές. Είναι αξιοσημείωτα
ακόμη τα εξής: έργα του έχουν βραβευτεί και έχουν μεταφραστεί, έχει γράψει κριτικές
και το κυριότερο όλων είναι ότι στα έργα
του διακρίνει κανείς το σήμερα συνδυασμένο με μια διαχρονικότητα. Ο Μάνος
Κοντολέων είναι ένας συγγραφέας που αφουγγράζεται το παρόν, το ζει και
προσπαθεί να το διαμορφώσει με τη δική του δύναμη, αυτή της γραφής.
Ανέφερα παραπάνω το επίθετο
πολυγραφότατος, ο λόγος που το σημειώνω είναι διότι θεωρώ ότι τα 60 και
παραπάνω έργα του συγγραφέα δεν είναι απλώς πολλά, αλλά το κάθε ένα από αυτά
έχει κάτι ξεχωριστό να προσφέρει στον αναγνώστη. Είναι όπως ο γονέας που ενώ
έχει 5 παιδιά εντούτοις κάθε ένα από αυτά είναι ξεχωριστό, ιδιαίτερο, μοναδικό.
Ο Μάνος Κοντολέων έχει
καταπιαστεί με θεματικές δύσκολες και σπάνια εμφανιζόμενες σε άλλους
συγγραφείς. Στους νέους έχει γράψει για θέματα όπως τα ναρκωτικά στο Ταξίδι που σκοτώνει, για το Aids στο Γεύση πικραμύγδαλου αλλά και για τη
μονογονεική οικογένεια, την ετερότητα
στο Μια ιστορία του Φιοντόρ,
το διαζύγιο, την σεξουαλική κακοποίηση στο Δεν
με λένε Ρεγγίνα, Άλεξ με λένε. Ξεχωρίζω αν και ο ίδιος δεν το κάνει διότι
όλα τα έργα του είναι παιδιά του, τον Ανίσχυρο
Άγγελο, Το δύο ιστορίες που ρωτάνε,
αλλά και το Μάσκα στο φεγγάρι .
Ιδιαίτερα όμως όλων το Μανόλο και
Μανολίτο που την προηγούμενη χρονιά ήταν το έργο που επεξεργαστήκαμε με
τους μαθητές της Δευτέρας
τάξης του Δημοτικού κυρίως διότι κάνει τα παιδιά να αγαπήσουν τη φύση διαβάζοντας
για αυτήν.
Υπάρχουν έργα στο Μάνο Κοντολέων
που σε προβληματίζουν, που σε ταξιδεύουν αλλά και που σε συγκινούν. Έχω
διαβάσει πολλά βιβλία στη ζωή μου, αλλά σε κανένα άλλο λογοτεχνικό έργο άλλου
συγγραφέα δεν έχω συγκινηθεί κατά την ανάγνωση.
Με τον Μάνο Κοντολέων έχει
συμβεί. Είναι ο τρόπος που ο συγγραφέας περιγράφει τα γεγονότα και οδηγεί τους
ήρωες, συνδιαλέγεται μαζί τους, αυτοαποκαλύπτεται και παράλληλα δομεί την
ιστορία του έχοντας τους ήρωες δίπλα του, πλάι του να στέκονται και να
περιμένουν ποια θα είναι η κίνησή τους που θα γίνει από όσα αποτυπωθούν στο
χαρτί, από την πένα του συγγραφέα.
Ο Μάνος Κοντολέων είναι από τους συγγραφείς που όταν
διαβάζεις ένα έργο του έχεις την αίσθηση μιας απρόσμενης οικειότητας, μιας
πρωτόγνωρης ανάγκης συμμετοχής στην πλοκή ενός έργου που ακόμη αγνοείς την
πορεία και εξέλιξή του. Δεν σε αφήνει αμέτοχο. Στο βιβλίο του «Δύο φορές
άνοιξη» οι εναλλαγές των εποχών στην εξέλιξη του έργου, με την Άνοιξη να εμφανίζεται
ως σύμβολο ανανέωσης συναισθημάτων, επιθυμιών, ανεκπλήρωτων ονείρων σε
κινητοποιούν. Είναι Φθινόπωρο όταν έρχεται ο έρωτας να πλυμμηρίσει την καρδιά
της Ανθής και θα την κάνει πει: «Μα
την άνοιξη φέρνει μαζί του».
Γνωρίζοντας όμως ότι κρατώ στα
χερια μου ένα έργο του Μάνου Κοντολέων νιώθω ότι ξέρω γιατί «όλες οι δομικές
πληροφορίες» έχουν δωθεί από την αρχή.
Πρόκειται φυσικά για μια ψευδαίσθηση, ένα τέχνασμα. Κεντρική ίσως ιδέα του
έργου δεν είναι η επιθυμία, η αγάπη, τα ανεκπλήρωτα όνειρα. Αντιθέτως,
ένα όνειρο είναι εκείνο που κινεί τον ιστό της ιστορίας, η βροχή που δημιουργεί
τον υδάτινο δρόμο ραγδαίων εξελίξεων στο έργο αλλά και τα αρώματα της Άνοιξης
που σε συνδυασμό με τα χρώματα (κυρίως το μπλε) και τους στίχους της Μαρίας
Πολυδούρη και των τραγουδιών που σημειώνονται, δημιουργούν ένα πολυπρισματικό
αφηγηματικό διαμάντι.
Στο βιβλίο αυτό ο Δημήτρης και η
Ανθή είναι δύο παιδιά με τα φτερά έτοιμα να πετάξουν και συναντιούνται για
πρώτη φορά σε μια ταράτσα, σε ένα υψηλό σημείο, όχι τυχαία, στο καλοσόρισμα των
πρωτοετών της σχολής τους. Οι εικόνες που δημιουργούνται στο μυαλό, η αφήγηση
που τόσο όμορφα ξεδιπλώνεται στις σελίδες συμπορεύεται με μια περιγραφή γεμάτη
χρώματα, αρώματα, ακούσματα.
Ο Δημήτρης είναι και αυτός εκεί
στο πρώτο καλοσόρισμα των πρωτοετών μελλοντικών ανθρώπων που με την τέχνη τους
μπορούσαν να αλλάξουν αυτό που οι άλλοι έβλεπαν, διακοσμητές, φωτογράφοι, μηχανικοί.
Βλέπει την Ανθή, της μιλά πρώυος. Ανθή και Δημήτρης δύο πρόσωπα διαφορετικών προσωπικών
εικόνων και εμπειριών.
Η Ανθή όνομα δηλωτικό της Άνοιξης
καθόλου τυχαία επιλογή για την ηρωίδα του βιβλίου. «Μαλλιά καστανά, ίσια,
που αν τα άφηνε ελεύθερα να σκεπάζουν τους ώμους της, αλλά που προτιμούσε να τα
πιάνει σε μια χαμηλή αλογοουρά - ίσως γιατί έτσι φαινότανε πιο καθαρά ο λαιμός της γραμμωμένος, λαιμός κύκνου». Μετά τη Γαλλική σχολή
με τα όποια κλισέ της, ακολουθεί σπουδές εφαρμοσμένων τεχνών, στην εξέλιξη της
ιστορίας θα βρεθεί αντιμέτωπη με την κα. Έλσα Ζακόμπ που την παγιδεύει, όμως απεγκλωβίζεται
γρήγορα ξεδιπλώνοντας την επιθυμία της να δραπετεύσει….
Η αφήγηση μας οδηγεί παλιότερα όπου
όλα ήταν διαφορετικά. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 90 όπου δεν είχαμε ακόμη «αλλάξει» εποχή. Η τότε
οικονομική κατάσταση, η εικόνα του κέντρου της Αθήνας όπως κάποιοι πρόλαβαν να
την γνωρίσουν, οι ανθρώπινες σχέσεις
έχοντας στο νου το πλαίσιο της εποχής αλλά και ταυτόχρονα τόσο διαχρονικές
συνθέτουν το χωροχρονικό σκηνικό του έργου.
Αριστοτεχνικά δομημένο το κείμενο
που διαβάζουμε με χαρακτήρες που φωτίζονται ιδιαίτερα όπως αυτοί της Ανθής και
του Δημήτρη, αλλά και έμμεσα σε δεύτερο φόντο αλλά ουσιαστικοί για την εξέλιξη, ενεργοποιούν ένα αδρό φως η Αλίκη (η φίλη της
Ανθής), η μητέρα της, αλλά και ο στοργικός, τρυφερός της πατέρας, τα παιδιά
της…. Το φως δυναμώνει ιδιαίτερα σε τόνους του κόκκινου και του έντονου μπλε
όταν ο Μανουήλ θα έρθει στη ζωή της Ανθής να την αλλάξει, είναι ένας χαρακτήρας
που ενώ παίζει σημαντικότατο ρόλο στην εξέλιξη του έργου εντούτοις δε
ξεδιπλώνεται το πλαίσιο της δικής του ζωής αλλά αποκαλύπτονται μόνο όσα
στοιχεία σχετίζονται με την ηρωίδα του βιβλίου. «Τα όνειρα ταξιδεύουν στο χρόνο» θα γράψει
ο συγγραφέας και
για την Ανθή ένα από αυτά γίνεται αληθινό για να δημιουργήσει μια νέα
πραγματικότητα, μια νέα κατάσταση, μια νέα συνθήκη που πρέπει να βρει διέξοδο.
Μπορεί ο Μανουήλ να είναι η
δεύτερη άνοιξη,ο άλλος μεγάλος έρωτας που το όνειρο συμβολικά μαρτυρεί; Ο φωτογράφος,
ο καλλιτέχνης, η ελεύθερη ψυχή που δεν έχει διαμορφώσει τόσο νωρίς τη ζωή του
όσο η Ανθή, μπορεί να άλλαξε την Ανθή να τη γαλήνεψε από την διπλή ζωή του
Δημήτρη αλλά η ίδια η Ανθή δεν
μπορεί και να αφήσει τα παιδιά της, τη ως τώρα ζωή της, για μια άλλη ζωή με αυτόν.
Κάποια πράγματα πρέπει να γίνονται την ώρα που πρέπει… με το χρόνο κάποια άλλα
εξίσου σημαντικά καταλαμβάνουν θέση στην καρδιά μιας γυναίκας και δεν της
αφήνουν χώρο. Ωστόσο, η γιάγιά της την έχει προειδοποιήσει να έχει τα μάτια
ανοικτά και να καταλάβει. «Μη
βιάζεσαι!...Αλλά να ξέρεις πως ο μεγάλος έρωτας μόνο μια φορά περνά από την
πόρτα μας…Κοίτα να είσαι ξύπνια εκείνη τη στιγμή! Διαφορετικά… ». Από τη μια η γιαγιά
τονίζει από την άλλη ένα άλλο στοιχείο, ένα όνειρο κάτι αλλάζει στο μόνο
ένας…..”
Πράγματι αν η Ανθή όταν αισθάνθηκε
ότι είδε το Μανουήλ την πρώτη φορά που πήγε στην έκθεσή του με φωτογραφίες από
τα μέρη μας και ένιωσε κάτι διαφορετικό, ιδιαίτερο, είχε προσπαθήσει να τον
γνωρίσει, τότε ίσως να είχε τον μεγάλο έρωτα ζήσει από την πρώτη στιγμή. Πρέπει
να σημειωθεί εδώ ότι ο Δημήτρης ήταν αυτός που την προσέγγισε, που την είδε και
της μίλησε σε εκείνη τη συνάντηση των πρωτο ετών. Ίσως να ήταν για αυτόν η
πρώτη άνοιξη και η Ανθή να μην κατάλαβε για την ίδια ποια ήταν τελικά. Τα πάντα
πρέπει να γίνονται τη σωστή στιγμή.
Όλα όσα βέβαια σημειώνονται εδώ
είναι σκέψεις από τα σημεία που δίνει το κείμενο. Ο κάθε αναγνώστης βλέπει,
νιώθει διαφορετικά πράγματα, τον αγγίζουν διαφορετικά σημεία του έργου. Το ίδιο
συμβαίνει και με το συγγραφέα μας. Όταν τελείωσε το έργο και κάθισε να το
διαβάσει προσπαθώντας να αποστασιωποιηθεί όσο αυτό είναι δυνατόν, του γεννήθηκε η ανάγκη να σημειώσει στο τέλος
κάποιες σκέψεις για το ίδιο το έργο του. Θέλησε να προστατέψει την Ανθή, το
Δημήτρη που τους αφήνει πλέον από την δική του στοργική αγκαλιά στα χέρια
οποιουδήποτε αναγνώστη. Πρόκειται για ιδιαίτερο μέρος του βιβλίου και
εξαιρετικά πρωτότυπο που μου άρεσε πολύ αλλά που σας προτείνω να το διαβάσετε
και εσείς στο τέλος. Θα σας αποσυμφορίσει από την εξέλιξη και πλοκή του έργου.
Θα ολοκληρώσω την ανάλυση μου με
το όνειρο το οποίο έχω σημειώσει από την αρχή κινεί τα νήματα του έργου. Η Ανθή
γνωρίζει για ένα όνειρο που έχει δει η μητέρα της, ένα όνειρο το οποίο είναι
σαν μια αράχνη που πλέχει καθώς διαβάζει ο αναγνώστης έναν ιστό γνωστό αλλά παράλληλα
πρωτότυπο και ιδιαίτερης τεχνοτροπίας. Δύο γυναίκες δίδυμες (ξέρετε είναι η
πρώτη φορά που σε μυθιστόρημα διαβάζω για δίδυμες) φέρουν ένα μύνημα στο όνειρο
αυτό, ένα ερωτηματικό πλανάται από την
σελίδα 24 ήδη διότι μόνο η μία φέρει λουλούδια, την άνοιξη, η άλλη είναι θλημέννη…. Δεν θα σας αποκαλύψω το γιατί
αλλά δεν μπορώ να μην σας πω ότι όταν η μητέρα της Ανθής συνειδητοποίησε τι
έφερνε η δεύτερη κοπέλα με συγκίνησε ιδιαίτερα.
Ξέρετε όταν διαβάζει ένας αναγνώστης ένα
βιβλίο ξέρει καλά ότι όσα διαβάζει δεν είναι δικές του ιστορίες αλλά όταν κάτι
πάει να του θυμίσει κάτι δικό του, χτυπά ευαίσθητες χορδές της ψυχοσύνθεσης
του. Η ασθένεια με όποιον τρόπο και αν εμφανίζεται, όσο κι αν θεραπεύεται ή όχι
δεν παύει να είναι ένα θέμα που λίγοι συγγραφείς καταπιάνονται και το
παρουσιάζουν τόσο αριστοτεχνικά όπως ο Κοντολέων.
Όπως έχω ήδη πει, ο Κοντολέων το
θέμα της ασθένειας το έχει παρουσιάσει και σε άλλα έργα του, σε αυτό που έχουμε
στα χέρια μας, το ότι το πράγματεύεται κατά τη γνώμη μου, το εξαγνίζει και οι
ήρωες παιρνούν από στάδια αρχαίας τραγωδίας καθώς γίνεται η αποκάλυψη και
επέρχεται η κάθαρση.
Θα ολοκληρώσω της παρουσίαση αυτή
δανειζόμενη τίτλους βιβλίων του Μάνου Κοντολέων και απευθυνόμενη στην Ανθή.
Μα στάθηκες, Ανίσχυρος άγγελος στις επιθυμίες της, Το 33 το αντιμετωπίζεις. Καλέ
πνίγομαι θα πεις κάποια στιγμή μα με μια Μάσκα στο φεγγάρι θα βρεις Το
πρωτο λουλούδι της Άνοιξης, το Δημήτρη σου και θα ζήσεις Μια ιστορία του Φιοντόρ. Ίσως Ελίτσα ή παπaρούνα, Δύο ιστορίες που ρωτάνε θα μπερδευτείς. Μέλι κόλησε στα χείλη και μια Γεύση
πρικραμύγδαλου θα αφήσεις το πρώτο φιλί στο Δημήτρη. Είναι Τα πολύτιμα δώρα, Σκανταλιές
και ανοησίες γύρω από γλυκό κεράσι ή μάλλον Κόκκινο καραβάκι, κόκκινο ποδήλατο. Η Ανθή αποτελεί το κορίτσι με
το κόκκινο μπαλόνι, την αγάπη με όποια μορφή της.
Όμως έχουμε την ευκαιρία να μας ταξιδέψει με
τα λόγια του ο ίδιος ο Μάνος Κοντολέων και έχω την αίσθηση ότι έχω ήδη πει πάρα
πολλά και έχουμε χάσει λεπτά δικής του αφήγησης, προσέγγισης, ανάλυσης. Κύριε
Κοντολέων, σας ευχαριστώ πολύ από καρδιάς για όσα προσφέρετε στα παιδιά, αλλά
και σε εμάς τα μεγαλύτερα παιδιά.
Ρεσβάνη
A. Βασιλική
Εκπαιδευτικός
(κείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Βιβλιόπολις, στην Καλαμάτα 8/12/2014)
10.12.14
...μια συγκινητική ιστορία αγάπης που ξανανθίζει πετυχαίνοντας τελικά το θαύμα.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
«ΜANOΛΟ ΜΑΝΟΛΙΤΟ»
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ, Δευτέρα,
8/12/2014, 12 μ.μ.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ: ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΓΟΝΕΩΝ 24ου
Δ.Σ. και ΒΙΒΛΙΟΠΟΛΙΣ
Καλησπέρα σας,
Είναι μεγάλη χαρά
και τιμή να φιλοξενούμε σήμερα εδώ στην Καλαμάτα, μετά από πρωτοβουλία του
βιβλιοπωλείου «Βιβλιόπολις» και Συλλόγου Γονέων του 24ου Δημοτικού
Σχολείου Καλαμάτας έναν πολυδιαβασμένο και καταξιωμένο συγγραφέα, τον Μάνο
Κοντολέων. Μεγάλη χαρά και τιμή και για εμένα προσωπικά που μου δόθηκε η
ευκαιρία να σας γνωρίσω από κοντά κ. Κοντολέων και να αναφερθώ στο έργο σας και
ειδικότερα στο βιβλίο σας, το «Μανόλο Μανολίτο», ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πατάκη» το 2013.
Ωστόσο θα ήθελα να
σας εκμυστηρευτώ ότι δυσκολεύτηκα πολύ να βρω έναν πρόλογο όχι μόνον αντάξιό
σας αλλά και έστω και λίγο διαφορετικό από τα τόσα πολλά και καλά που έχουν
γραφτεί για σας σε παρόμοιες
παρουσιάσεις από άξιους συναδέλφους τόσο δικούς σας όσο και δικούς μου.
΄Εχοντας την αναγνωστική εμπειρία αρκετών από τα πολλά και εξαιρετικά βιβλία
σας, βιβλία που ξεφυλλίζουν την παιδική και εφηβική ηλικία με έναν ιδιαίτερο
και μοναδικό τρόπο, δε θα μπορούσα παρά να συμφωνήσω με όσα σημαντικά γράφτηκαν
για το έργο σας..
΄Ετσι, θα σταθώ σε κάποια από αυτά που με εκφράζουν και θα ήθελα να τα
ακούσουν οι μικροί και μεγάλοι μας φίλοι:
«Τα βιβλία του
Μάνου Κοντολέοντα- γράφει η
Αλεξάνδρα Ζερβού
Καθηγήτρια
Παιδικής Λογοτεχνίας
στο Πανεπιστήμιο
του Αιγαίου.- είναι κάτι σαν χτύπημα στον ώμο αφυπνιστικό και συνθηματικό, κάτι
σαν επιδέξιο, αποφασιστικό και μετρημένο σπρώξιμο στο κατώφλι της ζωής, ή
μάλλον στον σκοτεινό και δαιδαλώδη διάδρομο της εφηβείας, όπου παραμονεύουν
εμπειρίες τραυματικές, σκιές και φαντάσματα. Είναι μια ώθηση για το ξεκίνημα
και τη συνέχιση τούτης της πορείας που καταλήγει στην ενηλικίωση, την
αυτογνωσία, τη συμφιλίωση με τα πράγματα, με τους άλλους και με τον εαυτό μας,
στην αρχή της ωριμότητας, όχι μόνο της ηλικιακής, αλλά της ωριμότητας μ' όλες
τις έννοιες που μπορεί να πάρει η λέξη»
«Στα έργα του συγγραφέα, - μας λέει
Δημήτρης Γαρουφαλής με τα λόγια ενός δασκάλου - γεμάτα πλήθος σύγχρονων
μηνυμάτων, αγωνία, περιπέτεια, αλλά και πολλές διασκεδαστικές ιστορίες είναι
παντού φανερή η αγάπη και η μόνιμη μέριμνά του για τα παιδιά, και γενικά τους
νέους ανθρώπους. Πηγαίνοντας στην πλευρά των παιδιών πασχίζει να γίνει
εκφραστής των σκέψεών και των συναισθημάτων τους, του μοναδικού συχνά αιτήματος
τους, της αγάπης της κατανόησης και της αληθινής αποδοχής από τους άλλους -
συνομήλικους ή μεγαλύτερους»
Και τώρα ..λίγα βιογραφικά: Ο Μάνος
Κοντολέων με καταγωγή από τη Σμύρνη, γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο
Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα παιδικά του χρόνια,
γράφοντας μυθιστορήματα, διηγήματα, παραμύθια και κριτικά σημειώματα, ενώ συνεργάζεται
ή έχει συνεργαστεί με πολλές εφημερίδες, περιοδικά, τηλεοπτικούς και
ραδιοφωνικούς σταθμούς με πολλά έργα του να έχουν διασκευασθεί για το θέατρο
και την τηλεόραση. Βιβλία του έχουν κατά καιρούς βραβευτεί από την Εταιρεία
Ελλήνων Λογοτεχνών, από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και
περιλαμβάνονται σε διάφορες ανθολογίες πεζογραφίας και δοκιμίου
Έχει τιμηθεί δύο φορές (1997 και
2009) με Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και υπήρξε υποψήφιος για τα Διεθνή Βραβεία
Άντερσεν και Λίνγκστριγκ.
Μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί
και κυκλοφορούν στη Γαλλία στην Γερμανία και στην Ταϊλάνδη. Μέχρι σήμερα έχουν
κυκλοφορήσει πάνω από 60 βιβλία του: άλλα από αυτά ανήκουν στην παιδική
λογοτεχνία, άλλα στην λογοτεχνία για νέους και άλλα στη λογοτεχνία που
απευθύνεται σε ενήλικες αναγνώστες.
Ο Μάνος Κοντολέων ζει σε μια
γειτονιά δίπλα σε ένα ποτάμι και έχει ένα σκυλί, που το λένε Σοκολάτα.
Αυτή λοιπόν ακριβώς η γειτονιά,
παιδιά, μια γειτονιά δίπλα σε ένα ποτάμι αποτελεί και το σκηνικό του βιβλίου
«Μανόλο Μανολίτο» που θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε σήμερα. Είναι αυτό, που
κρατάω στα χέρια μου, με ένα ατμοσφαιρικό εξώφυλλο της ζωγράφου ΄Ιριδας
Σαμαρτζή που της ανήκει άλλωστε και όλη η εικονογράφησή του βιβλίου.. Στο
εξώφυλλο λοιπόν διαγράφονται τρεις φιγούρες, οι τρεις βασικοί μας ήρωες χωμένοι
μέσα στο δάσος να περπατούν δίνοντάς μας μία εντύπωση ότι το εξερευνούν μέσα σε
μιαν ατμόσφαιρα μυστηρίου.
Προχωρώντας στα ..ενδότερα του
βιβλίου ο αναγνώστης μαθαίνει πολύ περισσότερα για τους τρεις αυτούς
πρωταγωνιστές: το Μανόλο, τον ευαίσθητο συγγραφέα ο οποίος και αφηγείται την ιστορία και οποίος
στις εξερευνήσεις του στηρίζεται πάντα
πάνω σ’ ένα ραβδί από ξύλο οξιάς
και το Μανολίτο, ένα αξιολάτρευτο και
πανέξυπνο αγοράκι που αγαπά κι αυτό όπως κι ο Μανόλο, τα βιβλία. Κρίκος μεταξύ
αυτών των δύο η λευκή σκυλίτσα, η Νύχτα που μια νύχτα κούρνιασε στον φιλόξενο
κόρφο του Μανόλο και με το πέρασμα του χρόνου μεγάλωσε μαζί με τους δύο φίλους
συνοδεύοντάς τους στους όλο και πιο μακρινούς περιπάτους τους, στις όχθες ενός
ποταμού , σε μια γειτονιά που στάθηκε η αφετηρία της γνωριμίας τους.
Κι αν μας φαίνεται αρχικά λίγο
αταίριαστη αυτή η σχέση, διαπιστώνουμε τελικά πως ναι, μπορεί να υπάρξει φιλία
και μάλιστα δυνατή, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους τόσο διαφορετικής ηλικίας. Ο
μικρός ρουφάει το απόσταγμα της γνώσης και της πείρας του μεγαλύτερου..ο
μεγαλύτερος απολαμβάνει τη φρέσκια και έκπληκτη ματιά του μικρού μπροστά στον
καινούργιο κόσμο που ανοίγεται μπροστά του , απολαμβάνει τις απορίες του , τα
ερωτήματα που περιμένουν απάντηση.
Όταν έρθει η ΄Ανοιξη και ενώ η σχέση τους
γίνεται όλο και πιο δυνατή, οι δύο φίλοι θα συναντήσουν μία μυστηριώδη γυναίκα,
την αρχετυπική φιγούρα της μάνας γης, της μάνας Φύσης η οποία περιτριγυρισμένη
από πολύχρωμες πεταλούδες μιλάει για την εμπειρία της από τους ανθρώπους:
«Άλλοι από εσάς με προστατεύουν, άλλοι αδιαφορούν για μένα κι άλλοι με
εκμεταλλεύονται» ένας βαθύς αναστεναγμός αναστάτωσε τις πεταλούδες που πήραν να
πετούν ολόγυρά της. «Ξέρω μερικούς» συνέχισε η Κυρά «που με θεωρούν κακιά κι
εκδικητική, μα κι άλλους που λένε για μένα πως έχω μεγάλη καρδιά και όλα τα
συγχωρώ..» κι οι πεταλούδες πήγαν και ακούμπησαν στο φουλάρι της και αυτό
φιλοξένησε τα χρώματά τους πάνω στη λευκή του επιφάνεια»
Κάπως έτσι λοιπόν η Κυρά Φύση θα αρχίσει να αφηγείται τις
ιστορίες της, ιστορίες γεμάτες ευωδιές, ψιθύρους κι αρώματα: τη γέννηση της
΄Ανοιξης με τις πεταλούδες που κουβαλάνε τα όνειρα των παιδιών, την
καλοκαιριάτικη ιστορία σε ένα ξερό και άνυδρο τοπίο, τη φθινοπωρινή ιστορία για
ένα ξερό φύλλο, την ιστορία του χειμωνανθού, που έχει επάνω του την εικόνα και
τη μνήμη της εποχής που μόλις έχει φύγει. Και οι σελίδες αυτές με την ανάγλυφη
παρουσίαση των τεσσάρων εποχών και των βαθιών αλλαγών που καθεμιά τους κρύβει, περιστοιχίζονται
από τις υπέροχες ζωγραφιές της εικονογράφου.
Αλλά το ονειρικό ταξίδι δεν
τελειώνει εδώ. Στο δεύτερο μέρος του
βιβλίου η περιπλάνηση των δύο φίλων γίνεται ακόμη πιο συναρπαστική καθώς ανακαλύπτουν
ένα ερειπωμένο σπίτι και το χωράφι με τα 36 ξερά δέντρα, 36 αμυγδαλιές που δε λένε να
ανθίσουν κι ας είναι άνοιξη.. 36 αμυγδαλιές ..θλιμμένες.. Α ναι..και μια κουτσή
γκρίζα γάτα..
Μανόλο και Μανολίτο θα ξετυλίξουν μαζί το νήμα
του μυστηρίου. Σε αυτό τους βοηθούν ένας ..γερασμένος άγγελος, μία δερμάτινη καφέ σάκα και ένα παλιό μπλε
τετράδιο. Μαζί τους θα ανακαλύψουμε κι εμείς μια συγκινητική ιστορία αγάπης που
ξανανθίζει πετυχαίνοντας τελικά το θαύμα.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου
τόσο φρέσκου όσο κι ο αέρας ένα κρύο ηλιόλουστο πρωινό μέσα στο δάσος, είναι φανερό
πως ο Μάνος-Μανόλο αυτοβιογραφείται καθώς συχνά πυκνά προβληματίζεται για την
επίπονη διαδικασία της έμπνευσης, της γραφής, και της δημιουργίας: «Συγγραφέας
είμαι. Κι αν δε γράφω ιστορίες αστυνομικές, δε σημαίνει πως δε μου αρέσει να
κρατώ ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη μου. Και τον ονειρεύομαι να γυρίζει
με λαχτάρα τις σελίδες μέχρις ότου του αποκαλύψω όχι ποιος ήταν ο κλέφτης ή ο
δολοφόνος, αλλά αυτός που πολύ πόνεσε ή πολύ χάρηκε, αυτός που πολύ αγάπησε,
λαχτάρησε, γέλασε. Αυτός που πολλά γνώρισε και ένιωσε..»
Επίσης δε μας κρύβει, νομίζω, καθόλου,
την ανάγκη του, να επανακαθορίσει τη σχέση του με το παιδί. Ο Μανόλο-συγγραφέας
παίρνει ενέργεια από τη νιότη του μικρού του φίλου Μανολίτο, πλάθοντας εντέλει με απλά υλικά μια ιστορία μέσα από την
οποία αλληλοσυμπληρώνονται -ακόμη και αντιστρέφοντας τους ρόλους- οι εκπρόσωποι
δύο γενεών . «Εγώ, ο σοφός συγγραφέας που ισχυρίζεται πως τα πάντα γνωρίζει και
όλα τα έχει δει… Εγώ λοιπόν, μπροστά σε αυτό το αγόρι γίνομαι συχνά ένα παιδί,
και μάλιστα μικρότερο από εκείνον. Και τον ακολουθώ στα παιχνίδια που αυτός
διαλέγει να παίξουμε. Παρατηρώ το τι θα πει, το τι θα κάνει. Το κάθε τι!» και
σε ένα άλλο σημείο πάλι παρατηρεί: «αν και ενήλικας, αντί να προστατεύσω ένα
παιδί, αφηνόμουνα να με παρασύρει η δική του διάθεση για περιπέτεια και δράση».
Τέλος, με το γνωστό του του
ευρηματικό όσο και γοητευτικό τρόπο ο Μ.
Κοντολέων καταφέρνει να μας μεταδώσει το αισιόδοξο μήνυμα πως, «όπως η φύση ζει
μέσα στον κυκλικό χρόνο, έτσι και οι ηλικίες των ανθρώπων από μικρό, σε
μεγαλύτερο και από εκεί σε μεγάλο και ελεύθερο, ανανεώνουν την ίδια την
ανθρώπινη φύση και δεν την αφήνουν να σβήσει και να χαθεί» επισημαίνει η
Διαμάντη Αναγνωστοπούλου. «Γιατί ό, τι αγαπάμε πάντα έρχεται ξανά! Και πάντα
ζει» είναι το μήνυμα του αγαπημένου μας συγγραφέα.
Αλλά νομίζω πως πολύ μίλησα και αρκετά
πράγματα σας αποκάλυψα από τη μαγεία αυτού του βιβλίου του Μάνου Κοντολέων
«Μανόλο Μανολίτο». Καιρός τώρα να το ζωντανέψουν τα ίδια τα παιδιά..
Eύη Ντινοπούλου,
καθηγήτρια φιλόλογος του Μουσικού
Σχολείου Καλαμάτας
9.12.14
«Ξεκίνησα να γράφω για να αμφισβητήσω τη λήθη»
Εφημερίδα Πελοπόννησος της Κυριακής
23 Νοεμβρίου 2014
Συνέντευξη στην Κρίστυ Κουνινιώτη
O αυθορμητισμός και το ένστικτο τον ώθησαν στην περιπέτεια της γραφής. Έκτοτε κύλησαν τα χρόνια, ήρθαν βιβλία, περί τα εξήντα -για μικρούς και μεγάλους-, βραβεύσεις… Ο Μάνος Κοντολέων, την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου, παρουσίασε στο «Πολύεδρο» το νέο του μυθιστόρημα «Δυο φορές άνοιξη» (εκδ. Πατάκη). Για το ξεκίνημά του, το βιβλίο του και τα θέματα που θίγει μιλάει στην «ΠτΚ». Μοιράζεται τις απόψεις του για τον έρωτα, τις επιθυμίες, την πατρότητα. Τονίζει την ανάγκη για περισσότερη λογοτεχνία και τέχνη στη ζωή μας, αυτοέλεγχο στη χρήση του διαδικτύου, ενώ αρνείται να πιστέψει στο σκοτεινό μέλλον των νέων.
Από μικρός δημοσιεύατε κείμενά σας στη «Διάπλαση των Παίδων». Τι ώθησε το παιδί που ήσασταν να αποφασίσει ότι θα γίνει συγγραφέας;
Όλα ξεκίνησαν όταν ένα μικρό γατάκι που είχα πέθανε. Ηταν η πρώτη φορά που αισθανόμουνα το τι σημαίνει να χάνεις κάτι που αγαπάς και λογικό ήταν να συγκλονιστώ. Και κάτι αυθόρμητο με έκανε να καθίσω και να μεταφέρω πάνω στο χαρτί συναισθήματα και γεγονότα. Και πάλι κάτι αυθόρμητο με ώθησε να το στείλω αυτό το κείμενο για να δημοσιευθεί. Ολα έγιναν, όλα ξεκίνησαν χωρίς κάποιον προγραμματισμό. Αργότερα κατάλαβα σε τι με έσπρωχνε το ένστικτό μου να κάνω. Κι έτσι σήμερα λέω πως ξεκίνησα να γράφω για να αμφισβητήσω τη λήθη. Η Τέχνη πολεμά τον Θάνατο.
«Δυο φορές Ανοιξη» το νέο σας μυθιστόρημα. Ανθή, η ηρωίδα σας, στα 19 ερωτεύεται τον Δημήτρη -μετέπειτα σύζυγό της- και μια 12ετία αργότερα τον φωτογράφο Μανουήλ. Ο πρώτος έρωτας της δημιουργεί μια αίσθηση ότι εκεί έξω υπάρχει και κάτι άλλο που την περιμένει. Συμβαίνει και στη ζωή… Μήπως πρέπει να ακούμε προσεκτικότερα τα εσωτερικά μας «καμπανάκια»;
Να τα ακούμε… Μα πώς θα είμαστε σίγουροι πως μας λένε την αλήθεια; Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα κάτι αναφέρω για τις επιθυμίες… Να τις αφήνουμε να ανθίζουν, προτείνω.
Πράσινα μάτια κι οι δυο. Τρυφερό πράσινο σε απόχρωση ανοιξιάτικου φύλλου του άντρα της, «ίδιο με τη θάλασσα που υπόσχεται ταξίδια-παραδείσια νησιά, λησμονημένα ναυάγια» του Μανουήλ. Είναι αυτή η υπόσχεση του «συναρπαστικού»- που την έλκει και τη συγκρατεί συγχρόνως;
Συχνά όλους μας κάτι μας τραβά στο να ζήσουμε μια περιπέτεια και την ίδια στιγμή μια πιθανή εμπλοκή μας σε κάτι τέτοιο μας τρομάζει. Μας γοητεύει ότι δεν έχουμε κατακτήσει. Μα δεν είναι σίγουρο πως και πάντα θέλουμε να αφεθούμε σε μια τέτοια κατάκτηση.
Η ηρωίδα σας ερωτεύεται ούσα σύζυγος και μάνα. Κατά πόσο δικαιούται να ζήσει ένας άντρας ή μια γυναίκα έναν έρωτα που τον/την ολοκληρώνει, όντας γονιός;
Πάντα πίστευα πως είναι οι σύζυγοι που χωρίζουν και όχι οι γονείς. Οχι, δεν μπορώ να δεχτώ πως η ιδιότητα του γονιού μπορεί να γίνει καταπιεστική. Η ηρωίδα μου με την τελική της απόφαση καθόλου δεν οδηγεί τον εαυτό της σε μια φυλακή. Πράττει ελεύθερα. Παραμένει ο εαυτός της. Αλλά το να μένουμε αυτό που θέλουμε και να είμαστε δεν είναι πάντα γλυκό. Μα και το πικρό μια γεύση προσφέρει.
Ένα έτερο -κοινωνικό- θέμα που θίγετε, είναι η μεταμόσχευση οργάνου, όπως σημειώνετε. Τι σας έκανε να γράψετε γι' αυτό;
Αυτή η, ας πούμε, εμπλοκή στην εξέλιξη της υπόθεσης του έργου, μου έδωσε την ευκαιρία να προεκτείνω τους προβληματισμούς μου πέρα από τη γυναίκα-μάνα ηρωίδα μου και στους άντρες ήρωές μου και να τους βάλω μπροστά στη συνειδητοποίηση του ρόλου του άντρα-πατέρα.
Ελεύθερος σαν το πουλί ο ένας, παιδί ο άλλος -οι άντρες ήρωές σας- αρχικά, για να αποδειχθεί στη συνέχεια η δύναμη του «πατρικού φίλτρου» αμφοτέρων. Κατά πόσο αναγνωρίζεται από την ελληνική κοινωνία η σημασία της πατρότητας και των ευθυνών της και κατά πόσο αυτό επηρεάζει τον άντρα να συνειδητοποιεί τον ρόλο του ως πατέρα;
Ποτέ δε θέλησα να αποποιηθώ όχι μόνο τις ευθύνες της πατρότητας, αλλά και τις χαρές της, Ισως γιατί κάτι παρόμοιο είχε κάνει και ο δικός μου πατέρας. Αλλά αναγνωρίζω το γεγονός πως στην κοινωνία μας αυτός ο ρόλος αν και έχει «αναβαθμισθεί» τόσο από τους ίδιους τους άντρες όσο και από τις συντρόφους τους, ακόμα παραμένει στο επίπεδο του δεύτερου... βιολιού. Ή αν θέλετε να το εκφράσω διαφορετικά, ακόμα τα περισσότερα ζευγάρια προτιμούν να παίζουν με πατροπαράδοτο τρόπο τους γονείς. Εκείνη για το σπίτι, αυτός για την αγορά. Αλλάζουν, βέβαια, οι συνθήκες... Μα αλλάζουν κάπως αργά και σίγουρα επιφανειακά.
Πάμε στα παιδιά. Έχετε γράψει γι' αυτά περί τα 35 βιβλία. Από τις επισκέψεις σας στα σχολεία, ποιες οι εντυπώσεις σας από τους μαθητές αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα σε σχέση με το βιβλίο;
Είναι βέβαιο -το δείχνει η αύξηση των νέων τίτλων που εκδίδονται- πως το παιδικό βιβλίο έχει βρει τον τρόπο να εισχωρεί στην καθημερινότητα των οικογενειών και της σχολικής ζωής. Μα τα παιδιά μας αντιδρούν όπως αντιδρούμε κι εμείς οι μεγάλοι. Αν εμείς καταναλώνουμε τη λογοτεχνία, το ίδιο θα κάνουν κι αυτά. Τώρα για το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είμαι ο ειδικός για να μιλήσω. Συγγραφέας είμαι κι όχι εκπαιδευτικός. Εκείνο, πάντως, που μπορώ να πω είναι πως θα ήθελα η τέχνη γενικότερα και η λογοτεχνία πιο συγκεκριμένα να είχαν ένα πιο δυναμικό παρών στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Αλλά και μέσα σε όλες τις άλλες κοινωνικές μας δραστηριότητες.
Από το 1979, που εκδόθηκε το πρώτο σας βιβλίο, μέχρι σήμερα, έχετε εντοπίσει αλλαγές στο αναγνωστικό κοινό ως προς τα διαβάσματά του;
Κάθε εποχή έχει το δικό της προφίλ σε όλες τις εκφράσεις της καθημερινότητας όσων τη ζούνε. Μα, παράλληλα, μοιάζει σε πολλά και με τις προηγούμενες περιόδους. Οι συγγραφείς πάντα μιλάμε για τα ίδια θέματα, φωτίζοντάς τα άλλοτε διαφορετικά κι άλλοτε παρόμοια με τον τρόπο που τα φώτιζαν οι παλαιότεροι λογοτέχνες. Και το αναγνωστικό κοινό άλλοτε τη νέα συγγραφική ματιά την αποδέχεται κι άλλοτε την αμφισβητεί. Ζούμε σε μια εποχή κατανάλωσης… Λογικό δεν είναι τα μυθιστορήματα που προσφέρονται προς γρήγορη κατανάλωση να έχουν και τη μεγαλύτερη αποδοχή από τους περισσότερους; Μα κάτι τέτοιο δεν μπορώ να πω πως με ενθουσιάζει.
Στην εποχή μας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατέχουν σημαντική θέση στη ζωή ενηλίκων και ανηλίκων. Η άποψή σας για την ανάγκη επικοινωνίας αυτού του είδους;
Την ώρα που τόσες πληροφορίες σχετικά με θέματα άλλοτε σημαντικά κι άλλοτε απλά φτάνουν στον καθένα από εμάς, την ίδια ώρα ο καθένας μας ζει με ένα τρόπο που ολοένα και περισσότερο τον κρατά μακριά από τους άλλους. Αλλά οι άνθρωποι έχουμε την ανάγκη να μοιραζόμαστε με τους άλλους σκέψεις και συναισθήματα. Νομίζω πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυτή την ανάγκη μας καλύπτουν. Αλλά πολύ συχνά το μέσο μετατρέπεται σε σκοπό. Αυτοέλεγχος, λοιπόν. Και ας καταλάβουμε πως το διαδίκτυο έχει πια μπει μέσα στη ζωή μας και ακόμα περισσότερο στη ζωή των παιδιών μας. Οχι να το αγνοούμε ή να το πολεμούμε. Μα να το ελέγχουμε και να το εξανθρωπίζουμε.
Η ιστορία του βιβλίου σας διανύει ένα διάστημα (1986-2012) από τα «πάνω» στα «κάτω» της Ελλάδας. Τα «δείγματα» που βλέπετε σήμερα, σας κάνουν αισιόδοξο ή όχι για τη μελλοντική μας πορεία;
Σε προσωπικό επίπεδο… Δεν σας κρύβω πως φοβάμαι. Αλλά από την άλλη, σκέφτομαι τους γονείς μου που ζήσανε μια προσφυγιά, έναν πόλεμο, μια κατοχή, έναν εμφύλιο… Και μετά στρέφω το βλέμμα στα παιδιά μου, στον εγγονό μου… Δεν μπορώ να πιστέψω πως το μέλλον τους θα είναι τόσο σκοτεινό. Τελικά η ανθρωπότητα έχει κάνει πολλές κατακτήσεις. Δεν γίνεται να πεταχτούν όλες τους στο όνομα μιας ιδεολογίας που βασίζεται μόνο στην οικονομία.
Ετοιμάζετε κάτι άλλο αυτή την εποχή;
Έχω τελειώσει ένα ακόμα μυθιστόρημα που θα κυκλοφορήσει μέσα στην ερχόμενη άνοιξη. Θέμα του… Όχι, δε θα το αποκαλύψω. Όπως δεν θα σας φανερώσω τίποτε και για το τι είναι αυτό που μόλις πριν από λίγες μέρες έχω ξεκινήσει. Έτσι κι αλλιώς, μου αρέσει να ψάχνω νέες καταστάσεις και νέες τεχνικές. Και να ξαφνιάζω… Ελπίζω ευχάριστα.
Ερωτας, επιθυμίες, πολλαπλές ευκαιρίες
Σε όλα σας τα βιβλία πρωταγωνιστεί ο έρωτας. Τι σημαίνει, αλήθεια, για εσάς;
Μα Έρωτας για μένα σημαίνει Ζωή. Πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα, όλοι μας είμαστε ερωτευμένοι με την ίδια τη ζωή μας. Παθιασμένοι, θα έλεγα. Οποιοι δεν αισθάνονται έτσι, ίσως να αναπνέουν, αλλά στην ουσία είναι νεκροί.
«Επιθυμίες -κι αυτές που αργοσβήνουνε κι αυτές που ζητάνε να ανθοφορήσουν». Από τη μια η ικανοποίηση που δίνουν, από την άλλη ο φόβος υποταγής σ' αυτές. Εσείς πώς «λειτουργείτε» με τις επιθυμίες σας;
Λοιπόν… Ναι, δεν το είχα σκεφτεί μέχρι τώρα, αλλά έτσι πρέπει να είναι. Τις περισσότερες από τις επιθυμίες μου κατάφερα να τις δω να ανθίζουν. Αλλά μήπως πάλι -τώρα το σκέφτομαι κι αυτό- επέλεξα επιθυμίες που δεν ήταν και τόσο απαιτητικές;
Δεύτερη άνοιξη, δεύτερη ευκαιρία. Πιστεύετε στις δεύτερες ευκαιρίες;
Μόνο στις δεύτερες;… Σε πολλαπλές ευκαιρίες πρέπει κανείς να πιστεύει. Ή, αν θέλετε, να πιστεύει πως πάντα θα υπάρχει μια διέξοδος. Ακόμα… Και οι βάρβαροι μπορεί να είναι μια λύση (έτσι για να θυμηθώ τον Καβάφη).
Είστε κάτοχος δύο κρατικών βραβείων. Τι σημαίνουν για εσάς και ποια άλλα «δώρα» σάς έχει χαρίσει η πολύχρονη ενασχόλησή σας με τη συγγραφή;
Κάθε βραβείο είναι μια χαρά. Μια αναγνώριση. Αλλά μπορεί αυτό που εσένα χαροποιεί και ικανοποιεί, έναν άλλο να πληγώνει και να απογοητεύει. Γι' αυτό ας σταθούμε πολύ απόμακρα από την όποια βράβευση. Και αν κάτι πρέπει να τονίσουμε είναι η χαρά της δημιουργίας και της επαφής. Η πρώτη έχει να κάνει με τον ίδιο τον συγγραφέα και μόνο. Η δεύτερη συνδέει τον συγγραφέα με τον αναγνώστη του. Και οι δυο είναι μοναδικές και μη διαπλεκόμενες.
Συμφωνείτε με την Μπλανς Ντυμπουά, δηλώνοντας «δεν θέλω ρεαλισμό, μαγεία θέλω!» εξ ου και προσθέτετε «δεν γράφω την αλήθεια, αλλά αυτό που θα έπρεπε να είναι αλήθεια». Η μαγεία είναι συνυφασμένη με τη ζωή ενός συγγραφέα;
Η ζωή ενός συγγραφέα για τον ίδιο μπορεί να είναι σχιζοφρενική. Από τη μια η δική του καθημερινότητα και από την άλλη η καθημερινότητα των ηρώων του. Ζει και στις δυο αυτές συνθήκες. Και κάτι τέτοιο μπορεί να έχει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο. Οπότε ο συγγραφέας αναζητά τον τρόπο να συνδυάσει την αλήθεια με τη φαντασία. Και μέσα σε αυτόν τον τόσο προσωπικό του κόσμο, τοποθετεί δίπλα στους ήρωές του και πρόσωπα της πραγματικής του ζωής. Κι έτσι για τους δικούς του μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που από τη μια τους στηρίζει και από την άλλη τους καταπιέζει. Μα την ίδια τη στιγμή είναι και οι δικοί του που από την μια τον καταπιέζουν κι από την άλλη τον στηρίζουν.
http://www.pelop.gr/?page=article&DocID=210454&srv=26
23 Νοεμβρίου 2014
Συνέντευξη στην Κρίστυ Κουνινιώτη
O αυθορμητισμός και το ένστικτο τον ώθησαν στην περιπέτεια της γραφής. Έκτοτε κύλησαν τα χρόνια, ήρθαν βιβλία, περί τα εξήντα -για μικρούς και μεγάλους-, βραβεύσεις… Ο Μάνος Κοντολέων, την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου, παρουσίασε στο «Πολύεδρο» το νέο του μυθιστόρημα «Δυο φορές άνοιξη» (εκδ. Πατάκη). Για το ξεκίνημά του, το βιβλίο του και τα θέματα που θίγει μιλάει στην «ΠτΚ». Μοιράζεται τις απόψεις του για τον έρωτα, τις επιθυμίες, την πατρότητα. Τονίζει την ανάγκη για περισσότερη λογοτεχνία και τέχνη στη ζωή μας, αυτοέλεγχο στη χρήση του διαδικτύου, ενώ αρνείται να πιστέψει στο σκοτεινό μέλλον των νέων.
Από μικρός δημοσιεύατε κείμενά σας στη «Διάπλαση των Παίδων». Τι ώθησε το παιδί που ήσασταν να αποφασίσει ότι θα γίνει συγγραφέας;
Όλα ξεκίνησαν όταν ένα μικρό γατάκι που είχα πέθανε. Ηταν η πρώτη φορά που αισθανόμουνα το τι σημαίνει να χάνεις κάτι που αγαπάς και λογικό ήταν να συγκλονιστώ. Και κάτι αυθόρμητο με έκανε να καθίσω και να μεταφέρω πάνω στο χαρτί συναισθήματα και γεγονότα. Και πάλι κάτι αυθόρμητο με ώθησε να το στείλω αυτό το κείμενο για να δημοσιευθεί. Ολα έγιναν, όλα ξεκίνησαν χωρίς κάποιον προγραμματισμό. Αργότερα κατάλαβα σε τι με έσπρωχνε το ένστικτό μου να κάνω. Κι έτσι σήμερα λέω πως ξεκίνησα να γράφω για να αμφισβητήσω τη λήθη. Η Τέχνη πολεμά τον Θάνατο.
«Δυο φορές Ανοιξη» το νέο σας μυθιστόρημα. Ανθή, η ηρωίδα σας, στα 19 ερωτεύεται τον Δημήτρη -μετέπειτα σύζυγό της- και μια 12ετία αργότερα τον φωτογράφο Μανουήλ. Ο πρώτος έρωτας της δημιουργεί μια αίσθηση ότι εκεί έξω υπάρχει και κάτι άλλο που την περιμένει. Συμβαίνει και στη ζωή… Μήπως πρέπει να ακούμε προσεκτικότερα τα εσωτερικά μας «καμπανάκια»;
Να τα ακούμε… Μα πώς θα είμαστε σίγουροι πως μας λένε την αλήθεια; Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα κάτι αναφέρω για τις επιθυμίες… Να τις αφήνουμε να ανθίζουν, προτείνω.
Πράσινα μάτια κι οι δυο. Τρυφερό πράσινο σε απόχρωση ανοιξιάτικου φύλλου του άντρα της, «ίδιο με τη θάλασσα που υπόσχεται ταξίδια-παραδείσια νησιά, λησμονημένα ναυάγια» του Μανουήλ. Είναι αυτή η υπόσχεση του «συναρπαστικού»- που την έλκει και τη συγκρατεί συγχρόνως;
Συχνά όλους μας κάτι μας τραβά στο να ζήσουμε μια περιπέτεια και την ίδια στιγμή μια πιθανή εμπλοκή μας σε κάτι τέτοιο μας τρομάζει. Μας γοητεύει ότι δεν έχουμε κατακτήσει. Μα δεν είναι σίγουρο πως και πάντα θέλουμε να αφεθούμε σε μια τέτοια κατάκτηση.
Η ηρωίδα σας ερωτεύεται ούσα σύζυγος και μάνα. Κατά πόσο δικαιούται να ζήσει ένας άντρας ή μια γυναίκα έναν έρωτα που τον/την ολοκληρώνει, όντας γονιός;
Πάντα πίστευα πως είναι οι σύζυγοι που χωρίζουν και όχι οι γονείς. Οχι, δεν μπορώ να δεχτώ πως η ιδιότητα του γονιού μπορεί να γίνει καταπιεστική. Η ηρωίδα μου με την τελική της απόφαση καθόλου δεν οδηγεί τον εαυτό της σε μια φυλακή. Πράττει ελεύθερα. Παραμένει ο εαυτός της. Αλλά το να μένουμε αυτό που θέλουμε και να είμαστε δεν είναι πάντα γλυκό. Μα και το πικρό μια γεύση προσφέρει.
Ένα έτερο -κοινωνικό- θέμα που θίγετε, είναι η μεταμόσχευση οργάνου, όπως σημειώνετε. Τι σας έκανε να γράψετε γι' αυτό;
Αυτή η, ας πούμε, εμπλοκή στην εξέλιξη της υπόθεσης του έργου, μου έδωσε την ευκαιρία να προεκτείνω τους προβληματισμούς μου πέρα από τη γυναίκα-μάνα ηρωίδα μου και στους άντρες ήρωές μου και να τους βάλω μπροστά στη συνειδητοποίηση του ρόλου του άντρα-πατέρα.
Ελεύθερος σαν το πουλί ο ένας, παιδί ο άλλος -οι άντρες ήρωές σας- αρχικά, για να αποδειχθεί στη συνέχεια η δύναμη του «πατρικού φίλτρου» αμφοτέρων. Κατά πόσο αναγνωρίζεται από την ελληνική κοινωνία η σημασία της πατρότητας και των ευθυνών της και κατά πόσο αυτό επηρεάζει τον άντρα να συνειδητοποιεί τον ρόλο του ως πατέρα;
Ποτέ δε θέλησα να αποποιηθώ όχι μόνο τις ευθύνες της πατρότητας, αλλά και τις χαρές της, Ισως γιατί κάτι παρόμοιο είχε κάνει και ο δικός μου πατέρας. Αλλά αναγνωρίζω το γεγονός πως στην κοινωνία μας αυτός ο ρόλος αν και έχει «αναβαθμισθεί» τόσο από τους ίδιους τους άντρες όσο και από τις συντρόφους τους, ακόμα παραμένει στο επίπεδο του δεύτερου... βιολιού. Ή αν θέλετε να το εκφράσω διαφορετικά, ακόμα τα περισσότερα ζευγάρια προτιμούν να παίζουν με πατροπαράδοτο τρόπο τους γονείς. Εκείνη για το σπίτι, αυτός για την αγορά. Αλλάζουν, βέβαια, οι συνθήκες... Μα αλλάζουν κάπως αργά και σίγουρα επιφανειακά.
Πάμε στα παιδιά. Έχετε γράψει γι' αυτά περί τα 35 βιβλία. Από τις επισκέψεις σας στα σχολεία, ποιες οι εντυπώσεις σας από τους μαθητές αλλά και το εκπαιδευτικό σύστημα σε σχέση με το βιβλίο;
Είναι βέβαιο -το δείχνει η αύξηση των νέων τίτλων που εκδίδονται- πως το παιδικό βιβλίο έχει βρει τον τρόπο να εισχωρεί στην καθημερινότητα των οικογενειών και της σχολικής ζωής. Μα τα παιδιά μας αντιδρούν όπως αντιδρούμε κι εμείς οι μεγάλοι. Αν εμείς καταναλώνουμε τη λογοτεχνία, το ίδιο θα κάνουν κι αυτά. Τώρα για το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είμαι ο ειδικός για να μιλήσω. Συγγραφέας είμαι κι όχι εκπαιδευτικός. Εκείνο, πάντως, που μπορώ να πω είναι πως θα ήθελα η τέχνη γενικότερα και η λογοτεχνία πιο συγκεκριμένα να είχαν ένα πιο δυναμικό παρών στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Αλλά και μέσα σε όλες τις άλλες κοινωνικές μας δραστηριότητες.
Από το 1979, που εκδόθηκε το πρώτο σας βιβλίο, μέχρι σήμερα, έχετε εντοπίσει αλλαγές στο αναγνωστικό κοινό ως προς τα διαβάσματά του;
Κάθε εποχή έχει το δικό της προφίλ σε όλες τις εκφράσεις της καθημερινότητας όσων τη ζούνε. Μα, παράλληλα, μοιάζει σε πολλά και με τις προηγούμενες περιόδους. Οι συγγραφείς πάντα μιλάμε για τα ίδια θέματα, φωτίζοντάς τα άλλοτε διαφορετικά κι άλλοτε παρόμοια με τον τρόπο που τα φώτιζαν οι παλαιότεροι λογοτέχνες. Και το αναγνωστικό κοινό άλλοτε τη νέα συγγραφική ματιά την αποδέχεται κι άλλοτε την αμφισβητεί. Ζούμε σε μια εποχή κατανάλωσης… Λογικό δεν είναι τα μυθιστορήματα που προσφέρονται προς γρήγορη κατανάλωση να έχουν και τη μεγαλύτερη αποδοχή από τους περισσότερους; Μα κάτι τέτοιο δεν μπορώ να πω πως με ενθουσιάζει.
Στην εποχή μας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατέχουν σημαντική θέση στη ζωή ενηλίκων και ανηλίκων. Η άποψή σας για την ανάγκη επικοινωνίας αυτού του είδους;
Την ώρα που τόσες πληροφορίες σχετικά με θέματα άλλοτε σημαντικά κι άλλοτε απλά φτάνουν στον καθένα από εμάς, την ίδια ώρα ο καθένας μας ζει με ένα τρόπο που ολοένα και περισσότερο τον κρατά μακριά από τους άλλους. Αλλά οι άνθρωποι έχουμε την ανάγκη να μοιραζόμαστε με τους άλλους σκέψεις και συναισθήματα. Νομίζω πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυτή την ανάγκη μας καλύπτουν. Αλλά πολύ συχνά το μέσο μετατρέπεται σε σκοπό. Αυτοέλεγχος, λοιπόν. Και ας καταλάβουμε πως το διαδίκτυο έχει πια μπει μέσα στη ζωή μας και ακόμα περισσότερο στη ζωή των παιδιών μας. Οχι να το αγνοούμε ή να το πολεμούμε. Μα να το ελέγχουμε και να το εξανθρωπίζουμε.
Η ιστορία του βιβλίου σας διανύει ένα διάστημα (1986-2012) από τα «πάνω» στα «κάτω» της Ελλάδας. Τα «δείγματα» που βλέπετε σήμερα, σας κάνουν αισιόδοξο ή όχι για τη μελλοντική μας πορεία;
Σε προσωπικό επίπεδο… Δεν σας κρύβω πως φοβάμαι. Αλλά από την άλλη, σκέφτομαι τους γονείς μου που ζήσανε μια προσφυγιά, έναν πόλεμο, μια κατοχή, έναν εμφύλιο… Και μετά στρέφω το βλέμμα στα παιδιά μου, στον εγγονό μου… Δεν μπορώ να πιστέψω πως το μέλλον τους θα είναι τόσο σκοτεινό. Τελικά η ανθρωπότητα έχει κάνει πολλές κατακτήσεις. Δεν γίνεται να πεταχτούν όλες τους στο όνομα μιας ιδεολογίας που βασίζεται μόνο στην οικονομία.
Ετοιμάζετε κάτι άλλο αυτή την εποχή;
Έχω τελειώσει ένα ακόμα μυθιστόρημα που θα κυκλοφορήσει μέσα στην ερχόμενη άνοιξη. Θέμα του… Όχι, δε θα το αποκαλύψω. Όπως δεν θα σας φανερώσω τίποτε και για το τι είναι αυτό που μόλις πριν από λίγες μέρες έχω ξεκινήσει. Έτσι κι αλλιώς, μου αρέσει να ψάχνω νέες καταστάσεις και νέες τεχνικές. Και να ξαφνιάζω… Ελπίζω ευχάριστα.
Ερωτας, επιθυμίες, πολλαπλές ευκαιρίες
Σε όλα σας τα βιβλία πρωταγωνιστεί ο έρωτας. Τι σημαίνει, αλήθεια, για εσάς;
Μα Έρωτας για μένα σημαίνει Ζωή. Πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα, όλοι μας είμαστε ερωτευμένοι με την ίδια τη ζωή μας. Παθιασμένοι, θα έλεγα. Οποιοι δεν αισθάνονται έτσι, ίσως να αναπνέουν, αλλά στην ουσία είναι νεκροί.
«Επιθυμίες -κι αυτές που αργοσβήνουνε κι αυτές που ζητάνε να ανθοφορήσουν». Από τη μια η ικανοποίηση που δίνουν, από την άλλη ο φόβος υποταγής σ' αυτές. Εσείς πώς «λειτουργείτε» με τις επιθυμίες σας;
Λοιπόν… Ναι, δεν το είχα σκεφτεί μέχρι τώρα, αλλά έτσι πρέπει να είναι. Τις περισσότερες από τις επιθυμίες μου κατάφερα να τις δω να ανθίζουν. Αλλά μήπως πάλι -τώρα το σκέφτομαι κι αυτό- επέλεξα επιθυμίες που δεν ήταν και τόσο απαιτητικές;
Δεύτερη άνοιξη, δεύτερη ευκαιρία. Πιστεύετε στις δεύτερες ευκαιρίες;
Μόνο στις δεύτερες;… Σε πολλαπλές ευκαιρίες πρέπει κανείς να πιστεύει. Ή, αν θέλετε, να πιστεύει πως πάντα θα υπάρχει μια διέξοδος. Ακόμα… Και οι βάρβαροι μπορεί να είναι μια λύση (έτσι για να θυμηθώ τον Καβάφη).
Είστε κάτοχος δύο κρατικών βραβείων. Τι σημαίνουν για εσάς και ποια άλλα «δώρα» σάς έχει χαρίσει η πολύχρονη ενασχόλησή σας με τη συγγραφή;
Κάθε βραβείο είναι μια χαρά. Μια αναγνώριση. Αλλά μπορεί αυτό που εσένα χαροποιεί και ικανοποιεί, έναν άλλο να πληγώνει και να απογοητεύει. Γι' αυτό ας σταθούμε πολύ απόμακρα από την όποια βράβευση. Και αν κάτι πρέπει να τονίσουμε είναι η χαρά της δημιουργίας και της επαφής. Η πρώτη έχει να κάνει με τον ίδιο τον συγγραφέα και μόνο. Η δεύτερη συνδέει τον συγγραφέα με τον αναγνώστη του. Και οι δυο είναι μοναδικές και μη διαπλεκόμενες.
Συμφωνείτε με την Μπλανς Ντυμπουά, δηλώνοντας «δεν θέλω ρεαλισμό, μαγεία θέλω!» εξ ου και προσθέτετε «δεν γράφω την αλήθεια, αλλά αυτό που θα έπρεπε να είναι αλήθεια». Η μαγεία είναι συνυφασμένη με τη ζωή ενός συγγραφέα;
Η ζωή ενός συγγραφέα για τον ίδιο μπορεί να είναι σχιζοφρενική. Από τη μια η δική του καθημερινότητα και από την άλλη η καθημερινότητα των ηρώων του. Ζει και στις δυο αυτές συνθήκες. Και κάτι τέτοιο μπορεί να έχει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο. Οπότε ο συγγραφέας αναζητά τον τρόπο να συνδυάσει την αλήθεια με τη φαντασία. Και μέσα σε αυτόν τον τόσο προσωπικό του κόσμο, τοποθετεί δίπλα στους ήρωές του και πρόσωπα της πραγματικής του ζωής. Κι έτσι για τους δικούς του μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που από τη μια τους στηρίζει και από την άλλη τους καταπιέζει. Μα την ίδια τη στιγμή είναι και οι δικοί του που από την μια τον καταπιέζουν κι από την άλλη τον στηρίζουν.
http://www.pelop.gr/?page=article&DocID=210454&srv=26
Ένα βιβλίο είναι ένα ερωτικό σώμα, που περιμένει να το ερωτευτούν...
Καλαμάτα, Βιβλιόπολις, 8-12-2014
Είχα την τύχη να
συναντήσω για πρώτη φορά τον Μάνο Κοντολέων πριν μερικά χρόνια, όταν τον είχαμε
καλέσει να μιλήσει στα παιδιά της Λέσχης Ανάγνωσης του 2ου Γυμνασίου. Αυτή ήταν
η πρώτη άνοιξη, του 2011. Τον περασμένο Απρίλιο, ξανασυναντηθήκαμε πάλι στο σχολείο
μου με άλλα παιδιά βέβαια αυτή τη φορά και με άλλο διδακτικό στόχο. Αυτή ήταν η
δεύτερη άνοιξη, του 2014. Ελπίζω ότι δεν προδίδω τις προσδοκίες του αρχίζοντας
με αυτό το μικρό λογοπαίγνιο. Μας ζήτησε ο συγγραφέας να πούμε τις σκέψεις μας
πάνω στο βιβλίο του, και είναι μεγάλη η τιμή αυτή, αλλά θα κάνω μια μικρή
παρασπονδία και θα πω τις σκέψεις που μου γέννησε αυτό το βιβλίο.
Ας πούμε ότι ένα βιβλίο
είναι ένα ερωτικό σώμα, που περιμένει να το ερωτευτούν. Και ο αναγνώστης είναι
ο εραστής που επιθυμεί να κάνει δικό του αυτό το σώμα. Σαν τον Δημήτρη που «δεν
άφησε τα μπράτσα της να καλύψουν ό,τι αυτός ήθελε να απολαύσει», έτσι
επιτίθεται ο αναγνώστης στο βιβλίο. Σαν την Ανθή που «ανασήκωσε την πλάτη από
το χαλί και ζήτησε να δει, να οσμιστεί, να αγγίξει». Ένας πόλεμος ερωτικός
διεξάγεται μεταξύ αναγνώστη και αναγνώσματος, όπου αναζητείς το νόημα κι αυτό
συνέχεια σου ξεγλιστράει μέσα από τα χέρια. Μέχρι που φτάνεις στο σημείο όπου
αντιλαμβάνεσαι ότι το νόημα δεν θα στο προσφέρει το βιβλίο. Εσύ πρέπει να του το
προσφέρεις. Εσύ πρέπει να μπεις μέσα στον κόσμο του, με σεβασμό.
Η Ανθή είναι μερικά
χρόνια νεότερή μου, αλλά η διαφορά δεν είναι σπουδαία. Εγώ και η Ανθή ζήσαμε
τις ίδιες εποχές, τα ίδια τραγούδια, την ίδια ιστορία, την ίδια Ελλάδα. Μαζί
παρακολουθήσαμε τους πρωθυπουργούς να διαδέχονται ο ένας τον άλλον, τους
Ολυμπιακούς του 2004 να αλλάζουν την Αθήνα, τη μόδα των ινδικών επίπλων, τη
σημερινή κρίση. Θα μπορούσε να είναι η φίλη της φίλης ενός φίλου μου. Και όμως
δεν ξέρω αν είδαμε όλη αυτήν την ιστορία με τον ίδιο τρόπο. Για την ακρίβεια,
καθόλου δεν ξέρω πώς είδε αυτή την ιστορία η Ανθή. Ποιες είναι οι πολιτικές της
πεποιθήσεις; Αν έχει. Η πεθερά της πάντως είχε.
Η Ανθή είναι περίπου
συνομήλική μου, αλλά είναι μια γυναίκα της γενιάς μου; Θυμάμαι συμφοιτήτριές
μου που γέννησαν το πρώτο τους παιδί πριν πάρουν πτυχίο, αλλά το πτυχίο το
πήραν. Ξέρω κοπέλες που μικροπαντρεύτηκαν, αλλά δούλεψαν επίσης από μικρές. Δεν
ξέρω γιατί η Ανθή άργησε τόσο πολύ να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Η μάνα
της αναλόγως ήταν πολύ πιο δυνατή. Τότε που έπρεπε, εκείνη διάλεξε τη ζωή της•
στο βαθμό που το μπορούσε. Η κόρη πήρε τη ζωή της μάνας της και τη συνέχισε•
όπως κληρονόμησε και το όνειρό της.
Μου αρέσει που η Ανθή
είναι σιωπηλή. Αυτή η σιωπή προκύπτει από μια ποιότητα εσωτερική. Σκέφτεται
διαρκώς, η μέσα της φωνή είναι πολύ δυνατή τώρα που χάρη στον συγγραφέα την
ακούσαμε. Με εξοργίζει που η Ανθή είναι σιωπηλή. Αυτή η σιωπή είναι αδυναμία. Η
Ανθή πολέμησε σκληρά και με αξιοπρέπεια με τον εαυτό της και με την αδυναμία
της.
Τελικά, όλοι ζούμε τη ζωή
μας μέσα από τις ζωές των άλλων; Η Ανθή πέρασε 40 χρόνια περίπου αναζητώντας το
νόημα ενός οράματος που δεν της ανήκε. Λες και ανομολόγητα είχε πειστεί ότι το
ανθρώπινο ον καθορίζεται μεταφυσικά από μυστηριώδη πεδία υπερφυσικών δυνάμεων.
Υποψιάζομαι όμως ότι στο τέλος, όταν πια παίρνει τον πράσινο μαρκαδόρο για να
γράψει τις ημερομηνίες πάνω στα άλμπουμ με τις φωτογραφίες, αποφασίζει να
κλείσει τον κύκλο δίνοντας η ίδια νόημα στη μυστηριώδη ρήση• έχει πια
αποφασίσει ότι το ανθρώπινο ον καθορίζεται μεταφυσικά από τις επιλογές του και
μόνο.
Σταύρος Αράπογλου, φιλόλογος του 2ου Γυμνασίου Καλαμάτας
30.11.14
Για τη Λότη Πέτροβιτς
Για την Λότη
28/11/2014
Με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση είμαι σήμερα ανάμεσα σε
εκείνους που μιλούν για την Λότη Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου. Για τη συγγραφέα
και για το έργο της.
Και θα ήθελα να ξεκινήσω με μια δήλωση πολύ προσωπική, πολύ φιλική,
πολύ ανθρώπινη και εν τέλει ιδιαιτέρως συγγραφική.
Και τονίζω αυτό το τελευταίο γιατί ακριβώς περί συγγραφής
πρόκειται.
Δυο από τα πιο αγαπημένα τόσο σε μένα, όσο και στους
κριτικούς, αλλά κυρίως στο κοινό έργα μου, οφείλονται σε παρεμβάσεις της Λότης.
Όταν διάβασα «Σπίτι για πέντε» τόσο μαγεύτηκα που θέλησα κι
εγώ κάτι έτσι ασυνήθιστης οικογένειας τα ‘πάθη’ να περιγράψω. Κι έγραψα το «Οι
δυο τους κι άλλοι δύο» που έφτασε μέχρι τη Γαλλία και την Ταϋλάνδη.
Κι ακόμα όταν κάποτε και για μια ανάλογη εκδήλωση , η Λότη
είχε προτείνει στον μικρό τότε γιο μου Δομήνικο να διαβάσει αποσπάσματα πάλι
από το ίδιο εκείνο μυθιστόρημά της, εγώ άρπαξα τις αντιδράσεις του Δομήνικου
και πάνω τους στήριξα την προσωπικότητα του πλέον διάσημου ήρωά μου, του
Αδελφού της Ασπασίας –του Δαμιανού.
Λότη , θέλω για μια ακόμα φορά όχι μόνο να σε ευχαριστήσω,
αλλά να σε συγχαρώ για το ήθος σου. Όταν ένας συγγραφέας δίνει πάτημα σε έναν
άλλον, τότε έχει ήθος συγγραφικό και μεγάλη καρδιά.
Αλλά ας προχωρήσω λίγο ακόμα…
Πολλοί συχνά οι ψυχολόγοι σε όσους τους επισκέπτονται,
δείχνουν μια φωτογραφία και τους ζητούν από τους να γράψουν ή να πουν την πρώτη
λέξη που τους έρχεται στο νου καθώς βλέπουν τη συγκεκριμένη φωτογραφία.
Αν φέρω, λοιπόν, στο νου μου την εικόνα της Λότης, ποια θα
είναι η πρώτη λέξη που περνά από της σκέψη μου;
Συνέπεια –η Λότη αυτό που αναλαμβάνει να κάνει θα το
ολοκληρώσει και πάντα σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό του.
Ευαισθησία –η Λότη αφουγκράζεται τις φωνές των ημερών μας.
Κι όχι μόνο του σήμερα, μα και του χτες και όσες τυχόν θα ακουστούν στο μέλλον.
Κοινωνικοποίηση – η Λότη αισθάνεται πολίτης του κόσμου.
Συμμετέχει στα κοινά ποικιλότροπα. Πάντα βέβαια, με τα μυθιστορήματά της. Αλλά
και με τις ομιλίες της, τα άρθρα της, τις συμμετοχές της σε επιτροπές, συνέδρια
Πρόσφατα με την παρουσία της στο διαδίκτυο
Αγωνιστικότητα – η Λότη δε δειλιάζει. Όταν δει πως κάποιος
αδικείται, όταν πιστέψει πως οι μεγάλες αρχές του πολιτισμού μας κινδυνεύουν,
ορμά να τις υπερασπιστεί.
Μεθοδικότητα – η Λότη υπερασπίζεται αυτό που πιστεύει με
πάθος, αλλά και με μεθοδικότητα. Γι αυτό και η υπεράσπισής της είναι
αποτελεσματική.
Πολιτισμός –η Λότη συμπεριφέρεται πολιτισμένα. Ακόμα κι όταν
διαφωνεί, την ώρα που ρίχνεται στη μάχη, πάντα κρατά της αρχές της αξιοπρέπειας
και του σεβασμού.
Παιδεία – η Λότη είναι άνθρωπος που διαθέτει βαθιά παιδεία.
Ο μορφιά – η Λότη είναι όμορφη τόσο στην ψυχή όσο και στην
όψη.
Φιλία –η Λότη ξέρει να είναι φίλη
Οικογένεια – η Λότη χαίρεται να είναι άλλοτε κόρη, άλλοτε
μάνα, άλλοτε γιαγιά. Ξέρει να είναι σύντροφος.
Όνειρο –η Λότη δεν εγκαταλείπει ποτέ τα όνειρά της. Και
συνεχώς γεννά άλλα.
Φιλοξενία –η Λότη είναι φιλόξενη. Πάντα περνάς καλά όταν την
επισκέπτεσαι ως φίλος στο σπίτι της, ως αναγνώστης στα βιβλία της.
Πλάστης – Η Λότη δεν γράφει μόνο για τα πάθη και τα όνειρα
των ανθρώπων. Πλάθει και η ίδια ολοζώντανα πρόσωπα. Οι μυθιστορηματικοί της
ήρωες συνδέονται μεταξύ τους με πολύμορφες οικογενειακές και άλλες σχέσεις.
Συγγραφέας – η Λότη γεννήθηκε με το ταλέντο του συγγραφέα.
Και συγγραφέας έγινε. Ζητήστε της να σας αφηγηθεί την ιστορία με το στάρι που
γίνεται ψωμί, τον σπόρο που γίνεται δέντρο. Θα καταλάβετε τι λέω…
Χαρά –τελικά είναι μεγάλη η χαρά να είσαι φίλος και
αναγνώστης της Λότης Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου.
Και μια ακόμα φράση –για μια ακόμα φορά:
Η Κώστια κι εγώ σε ευχαριστούμε Λότη για ότι μας έχεις
προσφέρει. Για πολλά ακόμα χρόνια να αξιωθούμε να είμαστε δίπλα σου.
28.11.14
Για την ποιήτρια Αθηνά Παπαδάκη
Να μιλήσω, δυο κουβέντες να
πω μου ζητήθηκε, για την Αθηνά Παπαδάκη.
Την ποιήτρια και τη φίλη.
Μα, ναι… Από το 1979 που
γνωριστήκαμε μέχρι σήμερα, τώρα –πόσα χρόνια !- δεν μπορώ μήτε και θέλω να
ξεχωρίσω τη φίλη από την ποιήτρια.
Γι αυτό και τώρα θα προσπαθήσω
να περιγράψω το τι είναι για μένα η φίλη, μέσα από τα ποιήματα της ποιήτριας.
Αλλά μπορεί να συμβεί και ακριβώς το αντίστροφο. Μέσα από την ποιήτρια να
μιλήσω για τη φίλη.
Ξεφυλλίζω, λοιπόν, ποιητικές
συλλογές, διαβάζω στίχους και διασχίζω τα χρόνια.
1979 – Μπορώ να ταξιδέψω με μια λέξη
Με αυτόν τον στίχο από το
«Αρχάγγελος από μπετόν» η Αθηνά μου συστήθηκε.
Και μετά το 1981, η Αθηνά
καταφέρνει να περιγράψει μέσα στο λαμπερό μεσημέρι της νιότης μας, το μέλλον
που θα μπορούσε να μας περιμένει.
Από την «Αμνάδα των ατμών»,
διαβάζω στίχους για κάποια κυρία Μαίρη:
Αυτή είμαι, της φροντίδα η πυκνότερη.
Αγαπώ τις γωνιές
Όπου
Μοναχικά ψίχουλα τοποθετούν τα μυστικά τους…
… Βλέπεις,
Τα παιδιά μεγάλωσαν, έφυγαν, πού και που, πάω και
Τα
βοηθάω.
Βιαστήκαμε να προεξοφλήσουμε
το μέλλον; Μπορεί. Κι άλλωστε καθώς ωριμάζει η Αθηνά, ωριμάζει και η γενιά της.
Κι έτσι έρχεται μέσα στο
1986, ανάμεσα στις σελίδες του «Γη και πάλι» να θέσει ερωτήσεις –ενότητες
πανάρχαιου πάθους:
Το γάλα πριν γίνει ρευστό που φωλιάζει;
Ποιος στα κελιά των μαστών φυλακίζει τη μάνα;
Τα δαντελένια γάντια στους σεισμούς τι θέση θα πάρουν;
Η αλήθεια αν λυθεί τι ανέμους θ’ αφυπνίσει;
Ερωτήσεις που συμπυκνώνουν
μια αγωνία θα έλεγα. Την αγωνία να ζήσει κανείς τη Ζωή.
Κι άλλωστε στην ίδια πάντα
συλλογή είναι που είχα διαβάσει :
Κοίτα
Έδειξε η γιαγιά
Αυτά που δεν έζησα είναι
Που πιο πολύ μίσησα
Που πιο πολύ εναντιώθηκα…
Πολύ συχνά –τότε- πολλοί ήταν
εκείνοι που θεωρούσαν ότι η Αθηνά Παπαδάκη είναι η ποιήτρια εκείνη που γράφει
για το τι σημαίνει να είσαι γυναίκα.
Δεν έκαναν λάθος. Μόνο που το
να είσαι γυναίκα μέσα από την γυναικεία ματιά της Παπαδάκη σημαίνει πρώτιστα να
είσαι άνθρωπος.
Να –το 1989, στο «Ωχροτάτη
έως του λευκού»- που αν και κρυμμένοι πίσω από τίτλο ποιήματος που παραπέμπει
σε πόρνες, οι παρακάτω στίχοι γεφυρώνουν
την ανθρώπινη μοίρα ανδρών και γυναικών
*Δεν υπάρχουν λάθη* μόνο ζωή
*Κι όπως ο θάνατος δεν ξέρει τη σεμνοτυφία
*Θεοφρούρητη και η κόλαση είναι
Η Αθηνά Παπαδάκη χαράζει την
δική της πορεία.
Με αυτογνωσία όσο και με
άγνοια –έτσι δεν δημιουργούνται όλα τα έργα Τέχνης.
Και ωριμάζει η γενιά μας.
Και καθώς ξεκινά η ακμή της
παρακμιακής πολιτείας μας, έρχεται το 1992 η
«Λέαινα της βιτρίνας» και από εκείνη τη συλλογή διαβάζω :
Ξαφνικά μας εγκαταλείπουν τα κουμπιά
Όπως οι ψευδαισθήσεις.
Όπως το πρέπει –σπάει κάποτε
Γεμίζοντας τη ζωή θρύψαλα.
Για κάθε ευλύγιστο και δίχως αμοιβή
Ραγίζω,
Διασαλεύω την τάξη, άρα υπάρχω.
Α, μα δεν μπορώ να μη θυμάμαι
χρόνια τώρα εκείνο το δίχως αμοιβή
και το τελικά άρα υπάρχω
Ποιητές πρέπει να ήταν και οι
προφήτες.
Έχουμε πια φτάσει στο 1996
και οι πορείες των ανθρώπων της γενιάς μας έχουν καθοριστεί. Που έχει ο καθένας
μας τοποθετηθεί είναι πλέον δεδομένο.
Βέβαια το κλίμα της εποχής δεν
δείχνει πως θα έχουν μέλλον οι ποιητές.
Μα όποιος το υποψιάζεται αν
τολμήσει και το πει, κανείς δε θα τον πιστέψει.
Εγώ όμως έχω εμπιστοσύνη
στους παλιούς καλούς φίλους όπως την
Αθηνά κι έτσι δεν μπορώ παρά να την πιστέψω καθώς στη συλλογή «Η άγρυπνη των
ουρανών» διάβασα:
Είμαι πανάκριβη
Δε εγγυώμαι παρά μόνο τη στάχτη.
Ναι κάποιοι υποψιαζόμαστε και
πρώτη απ΄ όλους τους άλλους υποψιασμένους η Παπαδάκη –ίσως γιατί πολύ συχνά
δηλώνει: Είμαι ποιήτρια- το γράφει κιόλας:
Αρνιότανε να κρατάει ομπρέλα,
Γιατί τα δαχτυλίδια της ήταν μεσημβρινά
Κι ήθελαν ήλιο για να λάμπουν τα όνειρα,
Πολυτελέστερα των κοσμημάτων
Η Αθηνά Παπαδάκη μιλά σιγανά
και γελά δυνατά.
Ίσως και γι αυτό η ποίηση της
να είναι τόσο προσεκτική στη χρήση των λέξεων.
Τίποτε περιττό. Μα και τίποτε
τσιγκούνικο.
Δε με πιστεύετε;
Ακούστε τον στίχο αυτόν:
Αν κάτι παραμένει εντός μου αθάνατο, είναι η ουτοπία.
Η δήλωση αυτή γίνεται το 1998
στη συλλογή «Στη βασιλίδα του εξώστη»
Και στην ίδια συλλογή, λίγες
σελίδες πιο κάτω μια ερώτηση:
Τι παραμένει αδάμαστο κι απ΄ τ΄ όνειρο ακόμα;
Προσπαθούσα να δώσω τη δική
μου απάντηση.
Οι συνθήκες ζωής ολοένα
αλλάζανε κι η Αθηνά έμενε φίλη, αλλά δεν την έβλεπα συχνά.
Μα τους φίλους που γράφουν
ποίηση ακόμα κι αν όχι πολύ συχνά τους βλέπεις, το ξέρεις πως την κατάλληλη
στιγμή θα βρεθούν δίπλα σου για να ερμηνεύσουν το προχώρημα προς ένα αχνό
ακόμα, μα ήδη διακριτό τέλος.
Δεν είναι τίποτε.
Φύση αλλάζεις όταν ερωτεύεσαι,
Αλλά τη φύση του θανάτου
Δεν τη
μεταβάλλεις.
Έχουμε πια φτάσει στα 2001
και σε μια ώριμη στιγμή της Αθηνάς.
Η συλλογή «Ο θάνατος και η
Κόρη» είναι που έχει φιλοξενήσει τους πιο πάνω στίχους.
Μια συλλογή που κάπου στην
αρχή της θέτει το ερώτημα
Μα πού αρχίζει η μοίρα
Πού το λάθος σταματά;
Και που προς το τέλος δίνει
μια κάποια απάντηση:
Δεν είναι μέρα μήτε νύχτα
Και ούτε φανερώνεται σημάδι εποχής.
Μόνο τ΄ αηδόνι της μοίρας
Στο νήμα της ζωής.
Ωριμάζει η γενιά μας Αθηνά γι
αυτό κι εσύ αναγνωρίζεις την εξουσία της μοίρας;
Αυτό αναρωτιόμουνα τότε, αλλά
όλα –μου εξήγησε η Παπαδάκη- δεν είναι κατ΄ ανάγκην και μοιραία.
Γιατί υπάρχουν τα «Φύλλα
Τροφής» του 2005
Εδώ διαλέγει η ποιήτρια το
προσωπείο της πεζογράφου κι με αυτήν την ασφάλεια περιγράφει… Ασφάλεια είπα;
Μήπως θα έπρεπε να έλεγα μια άλλη πλέον σεμνή λέξη;
Με ράθυμο χέρι,
μα με πόση ευκολία αποκτώ, συχνά χαϊδεύω, ότι αξίζει να φαγωθεί.
Μα μπορεί πια –έχει τέτοιας
ποιότητας πορεία διανύσει – που μπορεί πια να ξεστομίσει:
Βαρετό να έχεις πάντοτε ανθρώπους για συνδαιτυμόνες.
Και άλλωστε μήτε η ίδια
αποποιείται αυτή την τάση απομόνωσης
Την ίδια τη χρονιά, με λόγο
και πάλι ποιητικό ανάμεσα σε στίχους που
διαβάσαμε στη συλλογή «Προς άγνωστον» υπάρχει και η διαπίστωση:
Έχοντας περπατήσει επί των υδάτων
Δεν υπάρχει επιστροφή.
Χάθηκαν τα νερά.
Παρατηρώ, καθως τώρα
φυλλομετρώ τις ποιτικές συλλογές της Παπαδάκη πως στις περισσότερες την ίδια
φωτογραφία χρησιμοποιεί.
Όχι, σκέφτομαι τώρα, τυχαία.
Γιατί αυτό που θέλει η
ποιήτρια να τονίσει είναι όχι η ωριμότητα της όψης, αλλά της σκέψης.
2011 και «Με λύχνο και λύκους»
και ακούστε πως το ώριμο αποκτά την εικόνα του ανθρώπινου:
Γυναίκα ριγμένη
Στα ξένα χέρια
Όπως το χαμομήλι
Στο βραστό νερό.
Καταπραϋνει,
Παίρνοντας στ΄ άνθη του
Τον πόνο των άλλων.
Κάτι από μια πρώτη συλλογή της Αθηνάς μου
έρχεται στο νου και ίσως αυτό να είναι που δείχνει την πλήρη ποιητική της
ολοκλήρωση μα και την πληρότητα σκέψεων και συναισθημάτων. Η κυκλική πορεία.
Δεν επιστρέφει. Επανέρχεται.
Έτσι λέω εγώ.
Αλλά η Αθηνά ίσως να διαφωνεί
μαζί μου
Αφού:
Κάθε στιγμή
Με νέα υπογραφή
Η ζωή.
Αυτό έχει γράψει στη συλλογή
αυτής της χρονιάς –«Το κοπάδι»
Τελικά αυτό που λίγο πιο πριν
είπα –πως η Αθηνά μιλά σιγανά, μάλλον είναι σωστό.
Τουλάχιστον εγώ, Αθηνά μου,
έτσι σε ακούω.
Και πολύ σε ευχαριστώ που
έχεις γράψει:
Απ΄ την οχλαγωγία
Ανέρχεται,
Μεσ’ την
ουράνια ακουστική,
Ο ψίθυρος.
Και ακυρώνεται το «φωνή βοώντος εν τη ερήμω»
Καλά να είσαι και πάντα
δημιουργική
Πολλά φιλιά σου δίνω από τον
καιρό του Αρχάγγελου έως την εποχή του Κοπαδιού.
Πάντα φίλος σου θέλω να είμαι.
(Διαβάστηκε σε μια βραδιά αφιερωμένη στην ποιήτρια και φίλη Αθηνά Παπαδάκη - 26/11/2014 στο Floral)
23.11.14
Δυο φορές άνοιξη μες στο φθινόπωρο…
Πάτρα, 14 Νοεμβρίου 2014
Βιβλιοπωλείο "Πολύεδρο"
Δυο φορές
άνοιξη μες στο φθινόπωρο…
Μεγάλη
χαρά και τιμή για μένα, να ‘μαι σήμερα εδώ.
Να μιλώ
και να βρίσκομαι στο ίδιο τραπέζι με το Μάνο.
Όλγα και
Κώστα (Πολύεδρο Πάτρας) σας ευχαριστώ πραγματικά.
Μάνο
Κοντολέων σ’ ευχαριστώ που μ’ εμπιστεύτηκες να μιλήσω για το δημιούργημά σου.
Τιμή και
ευθύνη, αγαπητές φίλες και φίλοι. Γιατί ο Κοντολέων, όπως εύστοχα παρατηρεί η
Τέσυ Μπάιλα «σηματοδότησε τις
αναγνωστικές συνήθειες μιας ολόκληρης εποχής».
Ίσως, εν
μέρει, και να τις διαμόρφωσε, θα πρόσθετα εγώ.
Έρωτας το θέμα μας!
Λοιπόν,
αγαπητοί μου: Ο έρωτας είναι απαιτητικός.
Είναι
πάντα απαιτητικός.
Κι ενώ η
αγάπη «ου ζητεί τα εαυτής», ο έρωτας «ζητεί τα εαυτού».
Διαρκώς
διεκδικεί - Επιτακτικά επιθυμεί.
Θέτει
διλήμματα - Προβάλλει προκλητικά τα θέλω του.
Σωστά
παρατηρεί ένας αναγνώστης:
«Η Ανθή, η
βασική ηρωίδα, διαχωρίζει το αγαπώ από το επιθυμώ. Με το πέρασμα του χρόνου, το
αγαπώ είναι το εύκολο. Το δύσκολο είναι το αγαπώ και επιθυμώ συγχρόνως».
«Άλλο
αγάπη, άλλο επιθυμία», θα πει. Και θα συνεχίσει: «με την πρώτη βλέπεις τον
άλλο, με τη δεύτερη τον εαυτό σου».
Η ιστορία,
όπως καταλαβαίνετε, δεν είναι εύκολη. Όπως και ο Μάνος άλλωστε.
«Ιστορία
ενηλικίωσης των ενηλίκων» τη χαρακτήρισε ο κριτικός Κώστας Τρακόσα.
Σε μένα,
επιπλέον, το βιβλίο άφησε μια αίσθηση κινηματογραφικού έργου.
Σα
σενάριο, που καθοδηγούσε βήμα βήμα το σκηνοθέτη. Δε θα τον άφηνε ούτε στιγμή
μετέωρο.
Διαβάζεις
και λες και είσαι στη μεγάλη οθόνη μπροστά.
Λεπτομερής
και ζωντανή η περιγραφή. Ακόμη και στα δεύτερα πλάνα.
Προδίδει
συγγραφέα παιδικών βιβλίων.
Συγγραφέα
που ξέρει και δουλεύει την εικόνα.
Συγγραφέα
που απονέμει σε παιδί τον κομβικό ρόλο!
Το ρόλο
«καταλύτη» των εξελίξεων - Ρόλο, που βάζει στην άκρη εγωισμούς. Ρόλο, που έχει
τη δύναμη να τροποποιεί συμπεριφορές, να ξεκαθαρίζει (ιδιότυπα) λογαριασμούς
των μεγάλων.
Να
επανακαθορίζει εν τέλει το πλέγμα των σχέσεών τους.
Απλά, για
χάρη του παιδιού, καθένας παίρνει τη θέση του.
Κι αυτό,
πιστέψτε με, δεν είναι καθόλου εύκολο. Δεν είναι καθόλου απλό.
Τελικά,
«ευτυχώς που υπάρχουν λέξεις για όλα»... όπως
λέει ο Ζοζέ Σαραμάγκου. Και συνεχίζει:
«Ευτυχώς
που υπάρχουν αυτές, που φροντίζουν να συστήνουν, πως όποιος οφείλει, πρέπει να
δώσει με τα δυο χέρια, για να μη μείνει σε κανένα απ’ τα δυο, αυτό που
αλλού έπρεπε ν’ ανήκει».
Δυνατές
εικόνες, πλούσια στίξη, ακατάσχετη ροή, συνεχής εναλλαγή ρημάτων.
Ζωντανή
γραφή, καλοδουλεμένη, αλλά όχι επιτηδευμένη. Άμεση, αλλά όχι απλοϊκή.
Σε
μεταφέρει στον κόσμο των πρωταγωνιστών. Σε ταξιδεύει εκεί μαζί τους, στους
ανεκπλήρωτους πόθους τους ή στις επιθυμίες που θέλουν ν’ ανθίσουν.
Είσαι
εκεί. Ψυχή και σώματι.
Δεν
παρατηρείς απλά. Βλέπεις - Δε νιώθεις απλά. Ζεις.
Δεν
αισθάνεσαι απλά. Πάσχεις. Είσαι εκεί με όλες σου τις αισθήσεις.
Όραση,
ακοή, όσφρηση, αφή ακόμα και γεύση…
χρώματα,
ήχοι, μυρωδιές, αγγίγματα, ακόμα και γεύσεις, σε πολιορκούν και τελικά
εισβάλλουν από παντού.
Φροντίζουν
πρώτα να καταστείλουν τις «άμυνες» σου, αναγνώστη, σ’ ένα παιχνίδι εθελούσιας
παράδοσης.
Ολοκληρωτικής
όμως - Απολαυστικής χαλάρωσης.
Παράδοση
σε μια ζωντανή διήγηση ιστορίας, ξεχωριστά ενδιαφέρουσας.
Όμως! Για μια στιγμή, όπως πάντα, έρχονται τα
δύσκολα.
Τα δύσκολα
άλλωστε πάντα παραμονεύουν.
Και τότε…
Τότε
ξυπνούν μέσα σου (σε σένα που είσαι αναγνώστης), ξυπνούν μέσα σου αισθήματα και πάθη που καλείσαι να
διαχειριστείς.
Διλήμματα
που σου ζητούν επιτακτικά να πάρεις θέση.
Και συ δεν
είσαι έτοιμος γι αυτό.
Ανακάθεσαι
στον καναπέ, στριφογυρίζεις στην καρέκλα σου.
Τρόπον
τινά, επανακαθορίζεις και συ τη στάση σου…
Και πριν
δεις καλά καλά τι σου συμβαίνει, μπαίνεις στα βαθιά.
Η γραφή,
σε παρασύρει.
Η ίδια,
που πριν μερικές δεκάδες σελίδων σε ταξίδευε νωχελικά, σε νεανικούς έρωτες και
μετεφηβικά πάθη, η ίδια η γραφή σε παραδίδει σε αλλεπάλληλα διλήμματα και
αναπάντεχες, μάλλον καταιγιστικές εξελίξεις.
Και συ (ο
αναγνώστης) πρέπει να αποφασίσεις…
…με ποιους
θα πας και ποιους θ’ αφήσεις.
Με την
αλήθεια, ή μ’ αυτό που θα ’πρεπε να ναι αλήθεια.
Γιατί ο
Κοντολέων το λέει καθαρά: δε θέλει ρεαλισμό!
Μαγεία θέλει.
Και μαγεία δημιουργεί.
Μαγική
άλλωστε και όχι ορθολογική (ή καλύτερα εκλογικευμένη) είναι και η τελευταία
χαρακτηριστική σκηνή, όπου η πρωταγωνίστρια Ανθή, θα βρεθεί κατά πρόσωπο με το
μεγάλο έρωτά της, που της θέτει πραγματικό ερώτημα ζωής, λέγοντάς της:
«Κάποτε
είχαμε μιλήσει για επιθυμίες... Εγώ είχα πιστέψει πως μπορούσαμε να τις
ικανοποιήσουμε... Εσύ πάντα δίσταζες... Φοβόσουνα μήπως τελικά υποτασσόσουνα σε
αυτές ή πρόδιδες άλλες»
Κι όταν
αυτή του αντιτείνει:
«Ποτέ,
λοιπόν, δε θα καταλάβεις;», εκείνος της απαντά αφοπλιστικά:
«Δεν έχει
νόημα να καταλαβαίνουμε κάτι, όταν το ζούμε...»
Έχει άραγε
…;
Σας
ευχαριστώ!
Ηλίας Γκοτσόπουλος
Δάσκαλος- Δημοτικός Σύμβουλος Πάτρας