Pages

29.5.16

Μια γάτα στα τείχη





Ντέμπορα Έλις
«Μια γάτα στα τείχη»
Μετάφραση: Κώστια Κοντολέων
Εκδόσεις Ψυχογιός



Η Ντέμπορα Έλλις, καναδή συγγραφέας βιβλίων για νέους και ακτιβίστρια, είναι γνωστή στο ελληνικό κοινό και από κάποια προηγούμενα βιβλία της που περιγράφανε με εντυπωσιακό τρόπο τη ζωή παιδιών και  γυναικών σε χώρες όπως αυτές του Αφγανιστάν ή του Πακιστάν.
Η συγκεκριμένη συγγραφέας συνηθίζει να επισκέπτεται τις χώρες  όπου θα διαδραματιστούν οι ιστορίες των βιβλίων της. Κι έτσι καταφέρνει να παρουσιάσει με  μια κυκλική όσο και αντικειμενική άποψη όλες τις πλευρές των συνθηκών που επικρατούν σε αυτές τις περιοχές.
Το πρόσφατο αυτό μυθιστόρημά της, αφορά την καθημερινότητα στην περιοχή της Βηθλεέμ. Εκεί όπου στρατιωτικές δυνάμεις του Ισραήλ και παλαιστίνιοι κάτοικοι και μαχητές ζούνε μέσα σε μια συνεχή βίαιη αντιπαλότητα.
Η Έλλις περιγράφει δυο μέρες μέσα σε ένα μικρό σπίτι της Βηθλεέμ που το έχουν καταλάβει δυο ισραηλινοί στρατιώτες και το χρησιμοποιούν για να παρακολουθούν τις κινήσεις οπλισμένων ομάδων παλαιστινίων.
Μέσα στο σπίτι αυτό υπάρχει ένα μικρό παιδί και… μια γάτα.
Αυτή η γάτα είναι και η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος.
Μέσα από τη δική της ματιά παρακολουθούμε όλα όσα συμβαίνουν και από τις δυο μεριές του τείχους που χωρίζει την πόλη, μα και τους λαούς.
Μια γάτα όμως ασυνήθιστη. Καθώς –το συγγραφικό εύρημα της Έλλις- μέσα σε αυτό το μικρό αιλουροειδές ζει το πνεύμα και η ψυχή ενός κοριτσιού από την Αμερική.
Η Κλερ –το όνομα του κοριτσιού- είναι μια έφηβη που έχει μια περίεργη αντικοινωνική συμπεριφορά και συναισθήματα προς δικούς και φίλους που συχνά αγγίζουν τα όρια της σκληρότητας.
Ιδιαίτερα μας παρουσιάζεται η αντιπαλότητά της με την δασκάλα της. Σχέσεις καταπίεσης ή επιβολής που τελικά οδηγούν σε μάλλον θανατηφόρο ατύχημα.
Ένα αυτοκίνητο θα χτυπήσει τη μικρή και η ίδια θα βρεθεί ξαφνικά  -ως γάτα πλέον- στη Βηθλεέμ.
Αυτά που παρακολουθεί και αυτά που θυμάται είναι τα δυο κομμάτια του μυθιστορήματος που συνδέονται με ένα ποίημα. Το περίφημο (κυρίως στον δυτικό κόσμο) Desiderata του Max Ehrmann.
Πρόκειται για ποίημα που αναζητά και προτείνει την συνύπαρξη όλων των πλασμάτων που βρίσκονται πάνω στον πλανήτη.
Η Κλερ και η δασκάλα της από τη μια μεριά του κόσμου, το αγόρι στο σπίτι και οι δυο στρατιώτες από την άλλη μεριά θα πρέπει ή να συνυπάρξουν ή να καταστραφούν.
Η γάτα με τη γνώση της ανθρώπινης προηγούμενης ζωής της θα προσφέρει την εκτόνωση.
Η οριστική λύση είναι ευθύνη όλων.
Ένα ιδιαίτερα ασυνήθιστο βιβλίο για εφήβους, με βαθιά γνώση της πολιτικής σκοπιμότητας που επιβάλλει συμπεριφορές, αλλά και με επίσης βαθιά πίστη στο πως μπορεί και πρέπει ο κάτοικος αυτού του πλανήτη να αντιδράσει.
Το τέλος της ιστορίας αφήνεται να καθοριστεί από τις προσλαμβάνουσες του κάθε αναγνώστη.
Μένει αναπάντητο αν η Κλέρ έχει πεθάνει και έχει μετενσαρκωθεί σε γάτα ή μέσα από ένα κώμα ‘μεταφέρεται’ στην Παλαιστίνη.
Θα είχε ενδιαφέρον –και αυτό ας θεωρηθεί ως πρόταση προς τον εκδότη- σε μια πιθανή επανέκδοση του μυθιστορήματος να συμπεριληφθεί μια κατατοπιστική συνέντευξη της Έλλις, όπως και περισσότερα στοιχεία για το ποίημα Desiderata.
Πάντως, προσωπικά χάρηκα το ιδιόμορφο αυτό κείμενο, που πέρα των άλλων αποδεικνύει πως το καλό μυθιστόρημα για παιδιά και εφήβους μπορεί να διαθέτει πολλαπλές αναγνώσεις και σύνθετους προβληματισμούς.



Πρώτη δημοσίευση:
http://www.iporta.gr/politismos/vivlio/item/9274-i-kritiki-mou-gia-to-vivlio-tis-dempora-elis-mia-gata-sta-teixi-tou-manou-kontoleon

13.5.16

Βερολίνο, γεια - Βιώνοντας ένα αύριο ναρκοθετημένο


«Βερολίνο, γεια»
Wolfgang Herrndorf
 Μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός
 Εκδόσεις Κριτική, 2015

 
Ο Βόλφγκανγκ Χέρντορφ γεννήθηκε στο Αμβούργο το 1965 και πέθανε στα 48 του χρόνια, μετά από βαριά και μακρόχρονη ασθένεια.

Παράλληλα με τη συγγραφή ασχολήθηκε και με την ζωγραφική και την εικονογράφηση.

Η μεγάλη επιτυχία ήρθε λίγο πριν το βιολογικό του τέλος.

Το μυθιστόρημα του «Βερολίνο, γεια» (γερμανικός τίτλος Tschick) κυκλοφόρησε το 2010, έγινε best seller, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, κέρδισε σημαντικά βραβεία νεανικής λογοτεχνίας.

Μυθιστόρημα ενηλικίωσης και περιπέτειας, ανακάλυψης του κόσμου και του εαυτού μας, ανίχνευση των νόμων της Φύσης και της κοινωνίας –και όλα αυτά κάτω από μια κλασική συνταγή συγγραφής. Αυτή που έχει δημιουργήσει έργα και ήρωες όπως ο Χωκ Φιν, ο Τομ Σώγιερ, ο Άρχοντας των Μυγών.

Ο Β. Χ. με αφάνταστη μαεστρία και με διαβολεμένο κέφι ακολούθησε τα βήματα των μεγάλων δασκάλων – μυθιστοριογράφων και έστησε ένα σκηνικό μέσα στο κέντρο της πρώην ανατολικής Γερμανίας, κάπου εκεί γύρω στα 2009.

Ένα σκηνικό περιπλάνησης. Με όχημα ένα παλιό Lada Niva. Και με κεντρικά πρόσωπα δυο δεκατετράχρονα αγόρια. Το ένα εκπροσωπεί την μεγαλοαστική τάξη, το άλλο τους οικονομικούς πρόσφυγες.

Η συνύπαρξη μιας κλασικής, παλιάς μεθόδου αφήγησης με σύμβολά όπως ένα σαραβαλιασμένο μα πάντα μάχιμο Lada, ένα αγόρι που η οικογένειά του καρπούται τις δυνατότητες του καπιταλισμού κι ένα άλλο αγόρι που έρχεται από μια κοινωνία που έχει καταρρεύσει, προσδίδει στο μυθιστόρημα μια διάσταση πέραν εκείνης της περιπέτειας και της αναζήτησης του νέου εαυτού. Πίσω από τη δράση, ο σχολιασμός.

Τον υπηρετούν και τα άλλα πρόσωπα που έστω και σε λίγες σελίδες συντροφεύουν τους δυο ήρωες. Το κορίτσι που ζει στον σκουπιδότοπο και που από κάπου, από μέρος της διαλυμένης κεντρικό – ανατολικής Ευρώπης έρχεται* ο παλιός ναζί στρατιώτης που είχε κάποτε προδώσει την κομμουνίστρια αρραβωνιαστικιά του, που θυμάται πάντα με έπαρση τους ρώσους που είχε σκοτώσει στο Ανατολικό Μέτωπο και που τώρα κατοικεί σε ξεχασμένο (ίδια μ΄ αυτόν) χωριό βομβαρδισμένο από τους συμμάχους* οι γιατροί στο νοσοκομείο που φροντίζουν τους ασθενείς με αποστειρωμένη ευσυνειδησία, η χοντρή οδηγός μιας BMW που προσφέρει εθελοντική εργασία, αλλά δεν χαρίζει τη συνέχεια της παρουσίας της* η νεόπλουτη συμμαθήτρια που έλκεται μόνο από όσους τα φώτα της δημοσιότητας φωτίζουν.

Ναι, όλα αυτά, μαζί με μια χώρα όπου λες και οι κάτοικοι της αν και υπάρχουν δεν δηλώνουν την παρουσία τους, όλα αυτά σχολιάζουν ό,τι συμβαίνει στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Και τα σχολιάζουν με φαντασία, ευρηματικότητα. Αλλά και με μια υποδόρια πίκρα, έναν αξιοπρεπή πόνο.

Άρα και πολιτικό έργο; Θα τολμούσα να το ισχυριστώ, αφού όμως πρώτιστα μείνω στην ολοζώντανη χρήση της γλώσσας των νέων (εδώ η μετάφραση του Απόστολου Στραγαλινού έχει πολλά προσφέρει), στα απανωτά ευρήματα και στα ξεκαρδιστικά επεισόδια.

 Τελικά οι δυο έφηβοι -καθώς αισθάνονται αποκομμένοι τόσο από τις οικογένειές τους, όσο και από τους συμμαθητές και φίλους τους- ξεκινάνε να ζήσουν τις καλοκαιρινές διακοπές τους χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Ο δρόμος είναι αυτός που θα τους τον βρει. Στον δρόμο θα βρεθούνε αντιμέτωποι με τις αληθινές αδυναμίες τους, αλλά και θα ενεργοποιήσουν τις γνήσιες δυνάμεις τους. Στο δρόμο θα είναι που θα ανιχνεύσουν την σεξουαλικότητά τους, θα αντιπαρατεθούν με τη φθορά των νιάτων τους, θα παλέψουν με το παρελθόν και θα υποψιαστούν το μέλλον τους.

Μυθιστόρημα, λοιπόν, αυτογνωσίας. Μυθιστόρημα που υποκλίνεται στους προπάτορές του και συνάμα διαφοροποιείται από αυτούς.

Ναι, διαφοροποιείται. Γιατί πίσω από την περιπέτεια, πίσω από το χιούμορ, πίσω από της ανακάλυψη ταυτοτήτων και ορίων, υπάρχει ένας λυγμός.

Ίσως ο λυγμός του νέου ανθρώπου που όχι μόνο ατομικά, αλλά και ως μέλος μιας κοινωνίας καλείται να ζήσει στο αύριο την ίδια στιγμή που υποψιάζεται (ίσως σε κάποιες περιπτώσεις και να το γνωρίζει) πως αυτό το αύριο έχει ναρκοθετηθεί.

Με πόσο πικρή αισιοδοξία τελειώνει:

Ένοιωσα τρομερή χαρά γιατί, σύμφωνοι, δεν γίνεται να κρατήσουμε για πάντα την αναπνοή μας. Μπορούμε όμως για αρκετά μεγάλο διάστημα.

Με δυο λόγια: ένα υπέροχο δείγμα λογοτεχνίας για νέους και -όχι μόνο- αναγνώστες. Ένα σύγχρονο cross over μυθιστόρημα.


 Πρώτη ανάρτηση:


Η πρώτη φλέβα






Από όσο γνωρίζω το συγγραφικό έργο του Γιάννη Μακριδάκη, είναι ένα έργο που ιδιαίτερα βασίζεται, μα και προβάλει, στοιχεία λαϊκού πολιτισμού και τρόπου ζωής και σκέψεων απλών ανθρώπων.

Άλλωστε σημαντικό τμήμα του συγγραφικού έργου του συγκεκριμένου συγγραφέα έχει να κάνει και με έρευνα λαογραφικού υλικού.

Με αυτές τις προϋποθέσεις ολοκλήρωσα την ανάγνωση και τούτου του βιβλίου. «Πρώτη φλόγα» που θα μπορούσε να σημαίνει πρώτη καταγραφή για να αναπτυχθεί (στο μέλλον;) όλο το υλικό που προσφέρεται μέσα από τις δυο πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις –ενός ηλικιωμένου ναυτικού και μιας επίσης ηλικιωμένης πόρνης.

Και οι δυο ΄έδρασαν’ μέσα στην εικοσαετία 1960 – 1980 και οι αφηγήσεις τους έχουν ως κεντρικό τους άξονα τον πληρωμένο έρωτα.

Ο ναυτικός περιγράφει τις διάφορες εκδιδόμενες γυναίκες που γνώρισε στα λιμάνια του κόσμου –από την Ιαπωνία έως τη Βραζιλία- μα παράλληλα φωτίζει και τη ζωή των ναυτικών (κάποιων έστω) κατά τη διάρκεια υπερπόντιων ταξιδιών.

Η πόρνη αναφέρεται στον τρόπο λειτουργίας των ‘σπιτιών’ εκείνης της εποχής, στους πελάτες και γενικά στον κοινωνικό της περίγυρο.

Και οι δυο, τώρα που αφηγούνται το παρελθόν τους, ζούνε μόνοι –ή δεν θέλησαν ή απέτυχαν να φτιάξουν σχέσεις ουσίας και να στήσουν οικογένειες.

Και οι δυο δείχνουν πως ότι ζήσανε και ότι κάνανε υπήρξε μια συνειδητή τους επιλογή κι έτσι θα μπορούσε όλη η νουβέλα να αναγνωστεί και ως ένα ντοκουμέντο αμφισβήτησης της κυρίαρχης μικροαστικής άποψης που εδραιωνότανε εκείνη την εικοσαετία.

Η δομή το έργου αφήνει τμήματα της μιας αφήγησης να εισέρχονται σε τμήματα της άλλης, αλλά στην ουσία η καθεμιά τους υπάρχει ανεξάρτητα και αν κάτι της συνδέει είναι αυτό που πιο πάνω παρατήρησα –η αμφισβήτηση του μικροαστισμού.

Πέρα από αυτό –με την όποια αξία μπορεί να έχει ως αρχειακό υλικό- η νουβέλα αξίζει να διαβαστεί και ως επίτευγμα γλωσσικής ενσάρκωσης προφορικού λόγου δυο διαφορετικών προσωπικοτήτων.

Δεν μπορώ να γνωρίζω (μήτε και ο συγγραφέας προσφέρει αυτή τη πληροφορία) αν οι δυο μονόλογοι στηρίζονται σε αυθεντικές μαρτυρίες, αλλά ακόμα κι αυτό να έχει συμβεί, σε τίποτε δε μειώνεται η ικανότητα του Μακριδάκη να ‘μιμείται’ τη γλώσσα ανθρώπων που στην ουσία έζησαν στο περιθώριο της κεντρικής αστικής νοοτροπίας.

Πέρα, όμως, από αυτό ας μου επιτραπεί να εκφράσω μια απορία.

Γιατί ένα συγγραφέας που όχι μόνο με τα λογοτεχνικά κείμενά του, αλλά και με πολλαπλές άλλες συγγραφικές προτάσεις του παίρνει θέση σε ζητήματα οικολογίας και μιας πλατιάς αντίληψης πολιτικής συνείδησης, στρέφεται στη συγκεκριμένη εποχή που ζούμε όχι στα άμεσα και καίρια και καυτά ζητήματα που απασχολούν το τόπο και τους ανθρώπους του, αλλά στην αναπαράσταση του τρόπου σκέψης ανθρώπων που ίσως πλέον όχι μόνο ως χαρακτήρες, αλλά και ως φορείς ιδεολογίας να μην υπάρχουν;

Να μην υπάρχουν; Μήπως όμως η αντισυμβατικότητά τους να είναι μια πρόταση διεξόδου στο αδιέξοδό μας;


Δεν έχω πειστεί. Παρόλα αυτά … Αναρωτιέμαι.


Πρώτη ανάρτηση:

http://fractalart.gr/prwti-fleva/

8.5.16

Δάχτυλα πάνω στο σώμα της -ένα χρόνο μετά



Δάχτυλα πάνω στο σώμα της -ένα χρόνο μετά


Γράφει ο Κωστής Μακρής στο




… «Και η Λία ανασαίνει ― ανάσες προσμονής μιας ηδονής. Καθόλου αγχωμένες ανάσες. Μήπως είναι η μυρωδιά εσπεριδοειδών που αναβλύζει λες από τα νύχια της Άλκης;
Οσφραίνεται η Λία και δεν μπορεί να είναι σίγουρη αν κάτι τέτοια είναι αυτό που συμβαίνει.
Μα ό,τι κι αν είναι, το σώμα της μπορεί να το εμπιστευτεί. Να του αφεθεί.»
[σελ. 341]
Δεν έχει περάσει χρόνος από τότε που τέλειωσα τη δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου «Δάχτυλα πάνω από το σώμα της» του Μάνου Κοντολέων, από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Από το τότε το ξαναπιάνω συχνά για να καταγράψω κάποιες σκέψεις μου και να κάνω αυτό που κάνω για μερικά βιβλία που μου αρέσουν, να γράψω δηλαδή με περισσότερα λόγια αυτό το απολύτως υποκειμενικό «μου αρέσει». Κάθε φορά όμως που έλεγα να δημοσιοποιήσω τις σκέψεις μου για το βιβλίο, κάτι τύχαινε.

Όχι δικό μου, προσωπικό. Απλώς συνέβαινε να διαβάσω σκέψεις κάποιου ή κάποιας για το βιβλίο αυτό και σκεφτόμουν: «τι διαφορετικό έχω να πω;». Και σε ποιον να το πω; Στον συγγραφέα; Ή στους πολλούς αναγνώστες που το έχουν ήδη διαβάσει;

Έχουν προηγηθεί αρκετές και αρκετοί, αξιότεροι από μένα, που έγραψαν και μίλησαν για το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων.

Σταχυολογώ, με αλφαβητική σειρά, τα ονόματα: Ευάννα Βερνάρδου, Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Στέφανος Δάνδολος, Διονύσης Λεϊμονής, Ηλίας Λαμπρόπουλος, Έλενα Μαρούτσου, Πόλυ Μηλιώρη, Τέσυ Μπάιλα, Ελένη Πριοβόλου, Βασιλική Ρεσβάνη, Μαρία Σκιαδαρέση, Ειρήνη Σπυριδάκη, Μαρία Σφυρόερα, Πασχαλία Τραυλού, Θανάσης Τριαρίδης, Μ. Χαντζή, Γιώργος Χρονάς. Αν ξεχνώ κάποιες και κάποιους ας με συγχωρέσουν και εκείνοι και ο Μάνος Κοντολέων.
 
Ειδικά η ενδελεχής ανάλυση και εργογραφία του Θανάση Τριαρίδη, είχε μπει, κατά τη γνώμη μου, τόσο βαθιά στη «σάρκα» του βιβλίου και του έργου του Μάνου Κοντολέων που αισθανόμουν ―κι ακόμα αισθάνομαι― δέος στη σκέψη ότι έχω κάτι πιο περιεκτικό να πω. Αναφέρω τον Θανάση Τριαρίδη όχι τόσο αξιολογικά, σε σχέση με άλλες εξαιρετικές προσεγγίσεις του βιβλίου, αλλά επειδή ο συγκεκριμένος συγγραφέας έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να «ξεπετσιάζει» τις «πραγματικότητες». Φανταστικές ή μη. Κι αυτό το κάνει μέχρι οι «πραγματικότητες» να ματώσουν.
 
Σήμερα όμως, και με αφορμή την Ημέρα της Μητέρας (Κυριακή 8 Μαΐου 2016) αποφάσισα να γράψω αυτά που σκέφτομαι για «Τα δάχτυλα πάνω στο σώμα της».

Επειδή νομίζω ότι κάτι μπορώ να πω κι εγώ, να προσφέρω μια ίσως λοξή ματιά στον παλαιό ή στον νέο αναγνώστη ενός βιβλίου που δεν ξέρω αν θα είναι best seller αλλά νομίζω ότι θα είναι long seller και σημείο αναφοράς για πολλά χρόνια.

Κατ’ αρχάς ο ανοιχτός τίτλος: «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της».

Ποιανής το σώμα; Ποιανού τα δάχτυλα;

Από τον τίτλο αρχίζει το λογοτεχνικό παιχνίδι του Μάνου Κοντολέων.

Όταν το σχεδόν προφανές γίνεται το μυστικό όχημα για ένα αποκαλυπτικό ταξίδι προς την ελεύθερη σκέψη και το ελεύθερο σώμα.

Τα δάχτυλα πάνω στο σώμα της ιστορίας ανήκουν σε ένα χέρι ικανό να τραβήξει τη σκοτεινή κουβέρτα που σαν νύχτα ή σαν βαθύ σκοτάδι σκεπάζει τις ανθρώπινες σχέσεις και θολώνει την αυτογνωσία και αυτοδιάθεση των σωμάτων.

Διαβάζοντας το κείμενο στο οπισθόφυλλο μαθαίνουμε, πριν αρχίσουμε να διαβάζουμε το βιβλίο, ότι η Λία, η πρωταγωνίστρια, θα έχει έναν λεσβιακό έρωτα.

Αυτό είναι ήδη αρκετά νεωτερικό για την Ελληνική λογοτεχνία. Η προσέγγιση των γυναικείων ομοφυλοφιλικών σχέσεων από έναν άντρα συγγραφέα, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι συνηθισμένη υπόθεση.

Η Λία είναι μια καθημερινή γυναίκα, γυναίκα της «διπλανής πόρτας», όπως συνηθίζεται να περιγράφεται ένα πρόσωπο που δεν είναι «περιθωριακό», δεν είναι «φρικιό» και ούτε χαρακτηρίζεται από μεγάλα πάθη, εξαρτήσεις, κοινωνικές ή άλλες ιδιαιτερότητες και εμμονές.
Είναι μια «γιατρέσσα των δοντιών». Οδοντίατρος. Μεσαία αστική τάξη.
 …
«Ο οδοντογιατρός είναι ένας γιατρός που δε θα παλέψει ποτέ με τον μέγιστο εχθρό ― τον θάνατο» [σελ. 251]
 Η Λία όμως θα παλέψει με άλλους εχθρούς. Εξίσου δυνατούς.

Έχει να αντιμετωπίσει τις προκαταλήψεις, τα κοινωνικά στερεότυπα και οικογενειακά θέσφατα για το τι είναι η γυναίκα, αν και πόσο ελεύθερη είναι να διαχειρίζεται τη σκέψη της, το σώμα της, τις σεξουαλικές της προτιμήσεις.

Ο Μάνος Κοντολέων στήνει μεθοδικά τις συγγραφικές του παγίδες.

Μια από αυτές είναι το ποιητικό στιλ της γραφής του, αυτή η κάπως ιδιόμορφη σύνταξη και η χαρακτηριστική συναρμογή των λέξεων μέσα στην πρόταση που κι αν ακόμα ―εμένα― δεν με ξετρελαίνει στις πρώτες σελίδες, σιγά σιγά με παρασύρει στον ρυθμό της και τη δέχομαι σαν παραμυθία και σαν ένα ανάποδο νανούρισμα που δεν με οδηγεί στον ύπνο αλλά σε μια βαθμιαία αφύπνιση.

Άλλη παγίδα είναι η απουσία υπερβολικής δραματοποίησης εξαιρετικά βίαιων και οδυνηρών καταστάσεων.
 …
 «Η Όλγα λατρεύει τα ζωντανά σκυλιά… Την τρομάζουν τα ψεύτικα!… Το φαντάζεσαι;» κι έπειτα σοβαρεύει, στοχάζεται… «Δεν ξέρω πώς να βλέπω την κόρη μου… Παιδί δεν είναι πια… Είναι γυναίκα;»

Η Λία χαμηλώνει το βλέμμα.

Γυναίκα;…

[σελ. 254]

Η Όλγα τού πιο πάνω αποσπάσματος έχει ―ως παιδί― κακοποιηθεί και βιαστεί από κάποιον άντρα που ―ίσως― χρησιμοποίησε σαν δόλωμα ένα λούτρινο σκυλάκι.

Η Λία, στα μισά του βιβλίου, χαμηλώνει το βλέμμα και ρωτάει ή αναρωτιέται: Γυναίκα;…

Και ο Μάνος Κοντολέων αρχίζει να ακουμπάει τα δάχτυλα πάνω στο σώμα της και στη σκέψη της.

Είναι τα δικά του δάχτυλα που ψηλαφίζουν με την ενσυναίσθηση του καλού συγγραφέα που ξέρει πώς να μεταπλάθει βιώματα ξένα σε δικά του (ποιος είχε πει «τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο»; Νομίζω ο Τερέντιος…), που γράφουν, που πληκτρολογούν και μετρούν τις αντοχές και τις αντιστάσεις της γυναικεία πραγματικότητας όχι μόνο για την Ελλάδα της «κρίσης» αλλά και για την παγκόσμια κρίση σε σχέση με τη θέση της γυναίκας.

Κι εγώ, ο αναγνώστης, αρχίζω και ψυλλιάζομαι ότι μου την έχει στημένη.

Ναι. Με μπέρδεψε λίγο, και με το εξώφυλλο και με το οπισθόφυλλο, αλλά τελικά το αναγνωρίζω…

Δεν είναι «ροζ» το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων «Δάχτυλα πάνω στο σώμα της».

Είναι ερωτικό και κόκκινο.

Κατακόκκινο. Σαν την πρώτη περίοδο των κοριτσιών που γίνονται γυναίκες.

Σαν το αίμα του ξεπαρθενέματος.

Σαν το αίμα που ξεπηδάει μετά από ένα αντρικό χαστούκι σε γυναικείο μάγουλο.

Κόκκινο σαν την επανάσταση των συνειδήσεων.

Κόκκινο σαν τη φωτιά της γνώσης.

Και, τελικά, είναι ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο.

Άλλωστε, δεν υπάρχει καλό ―με τα δικά μου υποκειμενικά κριτήρια για το τι είναι καλό― βιβλίο, που να μην είναι βαθιά και «εκ βαθέων» πολιτικό. Μπορεί βέβαια να φταίω κι εγώ. Που διαβάζω πάντα ανάμεσα στις γραμμές τα πολιτικά μηνύματα. Αν υπάρχουν…

Και το θέμα-σώμα που πιάνει με τα συγγραφικά του δάχτυλα ο Μάνος Κοντολέων, το σώμα του ίδιου του του βιβλίου, είναι η δική του πολιτική και κοινωνική αλήθεια: η πολιτική ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αντίστοιχη διανοητική , σωματική και σεξουαλική ελευθερία.
 …

«Εκείνη θα καθορίσει το δικό της αύριο»
[σελ. 413]
«Όταν με τα δικά της δάχτυλα κρατά την ταυτότητά της»
[σελ. 414]
 ...

Ποια κρατάει την ταυτότητά της;
Η Λία;
Η Ελληνίδα γυναίκα;
Η κάθε γυναίκα;

Ο κάθε άνθρωπος; Όλοι μας;

Αλήθεια… Μπορεί να ξεπεραστεί η κρίση που βιώνουμε ― και ως χώρα αλλά και ως πλανήτης― αν δεν καταφέρουμε να συμφιλιωθούμε με έννοιες όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η ενσυναίσθηση, η ανεκτικότητα και ο σεβασμός του άλλου;
 
Αυτό το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων θα το κρατήσω στη βιβλιοθήκη μας δίπλα σε άλλα που δεν είναι σε ψηλά ράφια, δεν είναι κρυμμένα.

Δεν θα το κρύψω από τις εγγονές μας. Όπως δεν είχαν κρύψει οι γονείς μου πολλά βιβλία που δεν θα τα σύστηνε ποτέ κανένα κατηχητικό σχολείο σε δεκάχρονα ή δωδεκάχρονα παιδιά.

Θα φροντίσω όμως ―όσο περνάει από το χέρι μου― να είναι έτοιμες να το διαβάσουν.

Όταν, με το καλό, θελήσουν να κρατήσουν στα χέρια τους τις δικές τους ταυτότητες.


5.5.16

Στα μονοπάτια της νιότης





Λίτσα Ψαραύτη
«Στα μονοπάτια της νιότης»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη
  

Η Λίτσα Ψαραύτη  παρουσιάζεται στο χώρο της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας το 1980 και από τότε διεκδικεί μια σημαντική θέση ανάμεσα στους συγγραφείς αυτού του λογοτεχνικού είδους που ανανεώνουν παράλληλα και θεματικές περιοχές και τεχνικές αφήγησης.
Η Λίτσα Ψαραύτη –από τους πρωταγωνιστές εκείνης της ομάδας- έχει γράψει τα πάντα. Από μυθιστορήματα μέχρι παραμύθια, από ρεαλιστικά εφηβικά μυθιστορήματα  έως μυθολογικά θέματα.
Πάντα κρατά την επαφή της με την καθημερινότητα, με τον παλμό της κάθε εποχής συμβαδίζουν οι εμπνεύσεις της.
Για τη Λίτσα Ψαραύτη όμως, τίποτε πιο σύγχρονο από την μελέτη της Ιστορίας.
Γιατί πιστεύει –αυτό δείχνουν μερικά από τα πιο σημαντικά της έργα και αυτό έχω και σε προηγούμενες ευκαιρίες επισημάνει - πως η ταυτότητα κάθε ανθρώπου είναι ένα μείγμα ατομικής στάσης και συλλογικής μνήμης.
Και πάνω σε αυτή τη θέση στήριξε και τούτο το μυθιστόρημα – «Στα μονοπάτια της νιότης»
Μα υπάρχει και ένα άλλο θέμα που συχνά έγινε η βάση πολλών μυθιστορημάτων της. Ο έρωτας. Θέμα που αποτελεί το δεύτερο θεμέλιο τούτου του βιβλίου.
Ιστορία, λοιπόν, και έρωτας –οι άξονες της Ψαραύτη.
Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα που αξίζει να σημειώσουμε, προτού ξεκινήσουμε να αντιμετωπίσουμε  τούτο το βιβλίο.
Το ύφος της Λίτσας Ψαραύτη. Αδρή γραφή, αρσενική θα την χαρακτήριζα. Γιατί όχι και κινηματογραφική.
Με λίγες λέξεις, με προσεχτικά φορτισμένες καταγραφές συναισθημάτων, με καίριες περιγραφές τόπων και καταστάσεων ξεδιπλώνει την ιστορία που θέλει να αφηγηθεί.
Κρατά σταθερά την κλωστή της αφήγησης.
Και να –το βλέπουμε και σε αυτό εδώ το βιβλίο- που μέσα σε 122 μόνο  σελίδες εξιστορεί
μια εποχή –Κατοχή και Εμφύλιο- και μια σχέση που κρατά πάνω από μισό αιώνα.
Με περασμένα τα 40 της χρόνια, η Δάφνη –φιλόλογος καθηγήτρια- επιστρέφει για υπηρεσιακούς λόγους  στο νησί όπου γεννήθηκε και έζησε μέχρι την εφηβεία της.
Κουβαλά μαζί της τις αναμνήσεις από τον τόπο αυτόν, που τον άφησε καθώς ξέσπαγε ο εμφύλιος πόλεμος. Και καθώς περνά τις μέρες της στην παραθαλάσσια μικρή πολιτεία της καταγωγής της, ολοένα και περισσότερο βυθίζεται στα ιστορικά γεγονότα που είχαν να κάνουν με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την κατοχή από τους γερμανούς, αλλά και τους τρόπους που οι κάτοικοι ανακάλυπταν για να εκφράσουν την αντίστασή τους στον κατακτητή.
Στις αναμνήσεις της και στα συναισθήματά της πρωταγωνιστεί ο Οδυσσέας –ένας, λίγα χρόνια πιο μεγάλος από αυτήν, έφηβος.
Τα δυο νέα παιδιά είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν πως τα έδενε όχι μόνο μια φιλία, όχι μόνο παράτολμες πράξεις αντίστασης, αλλά και τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα.
Όλα αυτά σταματούν απότομα, καθώς ο εμφύλιος αναγκάζει την οικογένεια της Δάφνης να αναζητήσει στην πρωτεύουσα το μέλλον της.
Και από εκεί και πέρα η ζωή αποφασίζει με τους δικούς της τρόπους.
Η Δάφνη, χήρα πλέον, έχει επιστρέψει στο νησί και η συνάντησή της με τον συμβιβασμένο Οδυσσέα θα είναι κομβική και για το μέλλον των δυο τους.
Αλλά αυτό που η ζωή κάποτε τους το αρνήθηκε, οι ίδιοι τώρα δεν τολμούν να το διεκδικήσουν.
Αυτός είναι σε γενικές γραμμές ο καμβάς της όλης ιστορίας που η Ψαραύτη αποφάσισε να αφηγηθεί σε ένα νεανικό κοινό.
Αναρωτιέται ίσως κανείς γιατί μια τέτοιας υφής σχέση που έδεσε δυο ανθρώπους,  στάθηκε η αφορμή να γραφτεί ένα νεανικό μυθιστόρημα.
Μπορεί ένα μεγάλο μέρος της όλης ιστορίας να έχει να κάνει με τα χρόνια της εφηβείας των ηρώων, αλλά αυτό καθαυτό το έργο πυροδοτείται από τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα ενήλικων ατόμων.
Μα η Λίτσα Ψαραύτη δείχνει να πιστεύει –και κατά την δική μου άποψη καλά κάνει και κάτι τέτοιο και το πιστεύει- πως η λογοτεχνία που απευθύνεται σε νεαρά άτομα αξίζει όχι μόνο να φωτίζει τη δικιά τους ψυχοσύνθεση, αλλά και τα συναισθήματα πλέον ηλικιωμένων ατόμων. Μέσα από τη λογοτεχνία δεν γνωρίζουμε μόνο τον εαυτό μας, αλλά και τον άλλο.
Για να γίνει ευχάριστο ανάγνωσμα τούτη η σχέση δύο ανθρώπων που ξεκινά από το παρελθόν και φτάνει στο μέλλον, που αρχίζει από τα πρώτα παιδικά χρόνια τους και τους ακολουθεί ως την ωριμότητά τους, η Λίτσα Ψαραύτη επέλεξε μια αφήγηση γρήγορη, χωρίς περιττά τερτίπια αναλύσεων, με βασικές παροχές ιστορικών πληροφοριών.
Θεωρώ πως με τον δικό της τρόπο, η συγγραφέας που τόσο έχει αγαπηθεί από ένα νεανικό αναγνωστικό κοινό, καταφέρνει να συνδέσει ιστορικά γεγονότα με ανθρώπινα πάθη. Και ίσως έτσι να πείθει πως εντέλει κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. Οι νέοι πάντα θα ονειρεύονται ένα δικαιότερο κόσμο και θα αναζητούν τις χαρές της αγάπης.
Διατηρώ –ίσως- μια ένσταση. Έχει να κάνει με το τέλος.
Τα δυο κεντρικά πρόσωπα παίρνουν αποφάσεις που θα συντηρήσουν ότι με βίαιο και άδικο τρόπο τους επιβλήθηκε. Δεν τολμούν την κοινωνική ανατροπή. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ίσως το μήνυμα να ήταν περισσότερο ελπιδοφόρο; Πλέον νεανικό;
Πιθανόν. Τώρα βέβαια παραμένει πιο ηθικό. Ίσως και σώφρον.
Η Λίτσα Ψαραύτη, φαίνεται να ακολουθεί τις συμβουλές τη ωριμότητας.
Αναντίρρητα είναι κι αυτές χρήσιμες και αξίζει να γίνονται κατανοητές από τους νέους.


Πρώτη δημοσίευση:
http://www.bookia.gr/index.php?action=Suggestions&book=209019

4.5.16

Μανόλο, Μανολίτο και Μανουήλ στο Fractal, από την Ελένη Δικαίου

Ο Μάνος Κοντολέων είναι γνωστός για την τέχνη με την οποία στήνει τις ιστορίες του. Ο Μανόλο, Μανολίτο και …. Μανουήλ το επιβεβαιώνουν για μια ακόμη φορά. Μια ιστορία μέσα στην ιστορία, κρυφά νοήματα και φανερός λυρισμός. Δυο παππούδες που ονειρεύονται ταξίδια κι ένας τρίτος, ο συγγραφέας, ο οποίος έχει ταξιδέψει αν όχι σ’ όλους εκείνους τους τόπους τους οποίους έχουν ονειρευτεί οι άλλοι δυο, στους τόπους των βιβλίων σίγουρα. Μια αύρα αόρατη τους δένει και τους τρείς σ’ αυτή την ιστορία με τα πολλά νοήματα και τις πολλές αναγνώσεις. Και μέσα σ’ αυτή την αύρα-αγκαλιά τυλίγουν δυο παιδιά, τον μικρό Μανολίτο κι έναν έφηβο τον Μανόλο, για να τους πάρουν μαζί τους και να τους προετοιμάσουν τρυφερά, με αγάπη, με υπομονή, για τον κόσμο των ενηλίκων.


http://fractalart.gr/manolo-manolito/

Ο ένας περνώντας τους μέσα απ’ τα όνειρα για ταξίδια σε χώρες σαν κι εκείνη με τους παγωμένους ανθρώπους ή εκεί όπου ψήνει ο ήλιος το ψωμί, ο άλλος με ιστορίες για την Δάφνη που ερωτεύτηκε ο θεός Απόλλωνας, για τον Κυπάρισσο που σκότωσε κατά λάθος το αγαπημένο του ελάφι και οι θεοί βλέποντας τον θρήνο του τον λυπήθηκαν και τον μεταμόρφωσαν σε δέντρο που «υψώνεται ίσιο προς τον ουρανό και αργά , τρυφερά γέρνει στο φυσηματάκι του ανέμου και είναι σα να παρακαλεί να έρθει κοντά του ξανά ο φίλος του το ελάφι».

Ο τρίτος παππούς, ο Γ. Βιζυηνός, γλιστράει ανάμεσά τους καθώς ο χρόνος χάνει την σημασία του, μένουν τα όνειρα τα οποία είναι πάνω και πέρα απ’ αυτόν, καμιά φορά πάνω και πέρα απ’ τους ανθρώπους. Τα όνειρα και τα ταξίδια τα οποία μπορεί να κάνει κανείς ακόμη κι αν δεν έχει σαλέψει απ’ την κορφή του λόφου, σαν τον παππού του Μανουήλ, αρκεί να θελήσει να παραμερίσει το σκοτεινά υφάδια που μπλέκονται στην ζωή του ανθρώπου ψάχνοντας το φως που υπάρχει ανάμεσά τους.

Λέει ο Μανόλο, ο συγγραφέας: «Κάποια ταξίδια μπορείς να τα κάνεις, για κάποια άλλα μπορείς να διαβάσεις. Κάποια θα τα ονειρευτείς. Όλα το ίδιο θα σε γεμίσουν αν τα αφήσεις μέσα στην ψυχή σου να μπούνε… Διαφορετικά ή τα έκανες ή διάβασες γι αυτά ή κάποια στιγμή τα λαχτάρησες… Όλα τους θα χαθούνε…»


Τι όμορφη και αισιόδοξη θεώρηση όχι μόνο για τα παιδιά τα οποία έχουν πάρει το μονοπάτι της ενηλικίωσης αλλά και για τους ενήλικες, σε ένα έργο όμορφο από κάθε άποψη, κείμενο, ζωγραφιές καθώς η Ίρις Σαμαρτζή έχει δέσει αρμονικά με το κείμενο του Μάνου Κοντολέων τις ζωγραφιές της σ’ ένα βιβλίο που απευθύνεται σε αναγνώστες κάθε ηλικίας.