Pages

31.10.17

Όπως κι αν έρθει αυτό το βράδυ

Διονύσης Μαρίνος
«Όπως κι αν έρθει αυτό το βράδυ»
Διηγήματα
Εκδόσεις Μελάνι
              


                            
Η λογοτεχνία περιγράφει μια εποχή, την ίδια στιγμή που και από την ίδια εποχή επηρεάζεται.
Και νομίζω πως δεν κάνω λάθος όταν σε κείμενα του παρελθόντος αναζητώ να ανακαλύψω τρόπους ζωής και σκέψης όσων τότε ζήσανε, όπως το ίδιο σωστός –νομίζω- πως είμαι καθώς αναλογίζομαι πως μέσα από τη λογοτεχνία της δικής μου εποχής, οι άνθρωποι του μέλλοντος θα προσπαθήσουν να μας κατανοήσουν.
Χρησιμοποίησα τη λέξη ‘παρελθόν’ κι αμέσως μετά έγραψα ‘της δικής μου εποχής’ και όπως κοιτώ αυτές τις δυο αυθόρμητες καταγραφές μου, μάλλον χαμογελώ.  Αμήχανα. Μπορεί και κάπως πικρά.
Μα πόσο γρήγορα περνά ο καιρός!  Και αυτό που είχα στο νου  ως κάτι το περασμένο, το μακρινό,  δεν είναι παρά ένα από τα πρώτα στάδια της ζωής μου. Μέρος δικό μου και τμήμα αυτού που τώρα είμαι.
Κι όμως η λογοτεχνία με την αυστηρότητα ενός ληξιάρχου το τοποθετεί στο χτες, στον προηγούμενο αιώνα…
Κι εγώ –με την έπαρση του μανιώδους αναγνώστη- αναζητώ να συνδέσω ένα συγγραφέα των χρόνων της δεκαετίας του ’60 με ένα άλλον, που γράφει και ζει στη δεύτερη πια δεκαετία του 21ου αιώνα.
Μα καιρός να γίνω σαφής –διάβασα πρόσφατα τη συλλογή διηγημάτων του Διονύση Μαρίνου «Όπως κι αν έρθει αυτό το βράδυ». Και αυτήν τη συλλογή  -σχεδίαζα- να αφορά τούτο το κείμενό μου.
Αλλά έχουν τόσα πολλά πλέον γραφτεί, τόσες σωστές και καίριες επισημάνσεις έχουν κατατεθεί, που ένα ακόμα κριτικό σημείωμα δεν θα είχε νόημα να υπάρξει  και να αναρτηθεί κάπου, μέσα στο χάος της διαδικτυακής κοινότητας.
Ίσως όμως να έχει νόημα να γράψω για το πως αυτή η συλλογή με έκανε να θυμηθώ μια άλλη –συλλογή κι αυτή διηγημάτων ήταν και είχε κυκλοφορήσει μέσα στο 1961.
Αντώνης Σαμαράκης – «Αρνούμαι»
Όχι, δεν έχω σκοπό κι ούτε ο χώρος προσφέρεται για μια αναλυτική συσχέτιση των διηγημάτων που υπάρχουν στα βιβλία από τη μια του Σαμαράκη και από την άλλη του Μαρίνου.
Σε ένα κείμενο από την κάθε συλλογή θα σταθώ και θα προσπαθήσω να αποδείξω αυτό που στην αρχή αυτού του σημειώματος σημείωσα. Πως  η λογοτεχνία περιγράφει μια εποχή, την ίδια στιγμή που και από την ίδια εποχή επηρεάζεται.
Ο Σαμαράκης είχε γράψει ένα διήγημα με τον τίτλο «Μια κάποια περίπτωση»
Ο Μαρίνος έχει γράψει ένα διήγημα με τον τίτλο «Ο Άγιος Βασίλης»
Και στα δυο κείμενα πρωταγωνιστεί ένας άνδρας. Και στα δυο κείμενα οι μέρες που τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα είναι μέρες εορταστικές –Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά.
Και στα δυο διηγήματα ο βασικός χώρος όπου θα γνωρίσουμε τον κάθε ήρωα είναι ένα μεγάλο κατάστημα. Και στα δυο διηγήματα γίνονται αναφορές στις οικογένειες, στα σπίτια…
Και στα δυο κείμενα η μοναξιά είναι η μήτρα μέσα στην οποία σαρκώθηκε η κάθε ιδέα –και του Σαμαράκη και του Μαρίνου.
Αλλά ως εδώ οι ομοιότητες.  Οι δυο διαφορετικές εποχές  -1961 από τη μια, 2017 από την άλλη- επιβάλλουν το δικό τους κλίμα.
Ο ήρωας του Σαμαράκη προφασίζεται πως έχει οικογένεια και μάλιστα πέντε παιδιά. Στο κατάστημα που μπαίνει για να τους αγοράσει τα παιχνίδια τους, η πωλήτρια τον αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη συμπάθεια. Μαζί θα διαλέξουν τα παιχνίδια και η πλήρης και  τρομερή μοναξιά που θα τον περιμένει μέσα στο άδειο σπίτι του, έχει κάπως μετριαστεί από τη συντροφικότητα που του χαρίστηκε από ένα άγνωστο του πρόσωπο. Ακόμα δε και στο τέλος, όταν στο έρημο σαλόνι  θα κουρδίσει τα παιχνίδια να τριγυρνάνε μέσα στην ερημιά, πάλι κάποια ζεστασιά, μια ελπίδα σπαρταράει –το κάθε παιχνίδι έχει αγοραστεί για κάποιο ανύπαρκτο μεν πλάσμα που όμως ο ίδιος του έχει δώσει ένα όνομα –Αλέξανδρος, Δημήτρης, Άρτεμη…
Μια μοναξιά ζεστή –μπορεί στον ώμο της να κλάψεις.
Στο διήγημα του Μαρίνου, ο ήρωας δεν πάει στο κατάστημα για να αγοράσει κάτι. Είναι μακροχρόνια άνεργος, στο σπίτι του τον περιμένει μέρες τώρα η γυναίκα του με την απόλυτη αποξένωσή της και εκείνος δέχεται να γίνει ο ψεύτικος Άγιος Βασίλης –δέχεται για ένα ισχνό μεροκάματο, αλλά ο υπεύθυνός του καταστήματος τον αντιμετωπίζει με σκαιότητα και τα παιδιά που θα έρθουν μαζί με τους γονείς τους δεν είναι πλάσματα που μπορούν να προσφέρουν ψευδαίσθηση συντροφικότητας, αλλά μικροί καταναλωτές –ίδιοι όπως και οι γονείς  του και όλοι τους θέλουν  να καταναλώσουν όχι μόνο παιχνίδια αλλά και ανθρώπους.
Μέσα στο κατάστημα του 2017 δεν κυριαρχεί η συντροφικότητα, αλλά η ανθρωποφαγία. Και δεν υπάρχει κανένας ώμος να ακουμπήσεις πάνω του, δεν υπάρχει κανείς να του ευχηθείς ένα απλό, σκέτο –χωρίς το τυποποιημένο «Χο, χο, χο!» που σου επιβάλουν-  Χρόνια Πολλά.
Δυο διηγήματα, δυο εποχές. Μια χώρα. Μια πορεία –η λογοτεχνία μας τη δείχνει.
Λοιπόν… Ε, ναι νομίζω πως με ένα ανορθόδοξο τρόπο επισήμανα τα αποτυπώματα  του τελευταίου βιβλίου του Διονύση Μαρίνου. Το ένα αφορά το συγγραφικό ήθος. Το άλλο το βαθιά πολιτικό στίγμα.
Τόσο, μα τόσο αξιοπρόσεχτη και αξιέπαινη η συνύπαρξή τους.
ΥΓ Για λόγους όχι μόνο τυπικής ενημέρωσης του αναγνώστη αυτού του κειμένου, αλλά και ουσιαστικής ολοκλήρωσης των σκέψεών μου , θέλω να προσθέσω πως η συλλογή περιλαμβάνει συνολικά 19 σύντομα διηγήματα. Κάποια από αυτά διακρίνονται για το ατομικό υπαρξιακό κενό  των κεντρικών προσώπων τους, σε κάποια άλλα σκιαγραφείται η αδιέξοδος  οδός που βαδίζει  η σύγχρονη οικογένεια και σε κάποια περιγράφεται το  απρόσωπο μιας μεσοαστικής τάξης.
Όλα τους γραμμένα με σύντομες φράσεις, κινούνται κάπου ανάμεσα στον ρεαλισμό, στον συμβολισμό, στο παράδοξο.

Πρώτη ανάρτηση: 



18.10.17

Mια διαρκής στάση ζωής



https://www.literature.gr/i-pedikotita-ine-stasi-zois-grafi-o-manos-kontoleon-istories-sto-taka-takabernar-frio/

Μπερνάρ Φριό
«Ιστορίες στο τάκα τάκα»
Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου
Εκδόσεις Πατάκη


Η Παιδικότητα δεν είναι μόνο ένα στοιχείο  που χαρακτηρίζει την παιδική μας ηλικία.  Είναι και ένας τρόπος να βιώνει κανείς τον γύρω του κόσμο κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του.
Ο αυθορμητισμός, η αφοπλιστική  ειλικρίνεια, ο ενθουσιασμός, η έκπληξη, η ερμηνεία κάθε νέου, η χαρά της ανακάλυψης. Αλλά και η αγωνία, ο φόβος, η ανασφάλεια –όλα αυτά καθώς ο κόσμος των ενηλίκων έρχεται τελεσίδικα να επιβληθεί.
Παιδικότητα –είχε κάποτε δηλώσει ο Μίχαελ Έντε- δεν είναι μια φάση στη ζωή του ανθρώπου, αλλά μια διαρκής  στάση ζωής. Και ακριβώς επειδή προέρχεται από τον τρόπο –τον συχνά πέρα ηθικών αναστολών- που ένα παιδί κρίνει το περιβάλλον του, θεωρήθηκε αρκούντως επικίνδυνη και γι αυτό φροντίζουμε όχι μόνο να την περιορίζουμε στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, αλλά και να αποκρύπτουμε κάθε διάθεσή της προς ανατροπή συμβάσεων και κανόνων.
Η λογοτεχνία για παιδιά από τη φύσης της διακρίνεται από μια αντίφαση.
Ενώ ως μορφή Τέχνης εκφράζει τον εσωτερικό κόσμο των δημιουργών της, από την άλλη απευθύνεται σε αναγνώστες που αυτόν τον εσωτερικό κόσμο του δημιουργού δεν τον έχουν ακόμα προσεγγίσει.
Ως μορφή Τέχνης η λογοτεχνία για παιδιά έχει κανόνες δόμησης της –κανόνες που ασφαλώς είναι γνωστοί σε ενήλικες και μόνο.
Ένα παιδί δεν μπορεί να γράψει ένα λογοτεχνικό κείμενο. Αγνοεί τις αφηγηματικές τεχνικές, δεν γνωρίζει πώς να μεταδώσει με τη βοήθεια του γραπτού λόγου τα συναισθήματά του μετατρέποντάς τα σε έργο Τέχνης .
Αυτό το έργο το έχουν αναλάβει ενήλικοι συγγραφείς .
Οι συγγραφείς των λογοτεχνικών βιβλίων για παιδιά (τονίζω  τον χαρακτηρισμό ‘λογοτεχνικών’)  ανήκουν σε δυο κατηγορίες. Σε εκείνους που γράφουν αναζητώντας να επικοινωνήσουν με ένα παιδί περιγράφοντας τα συναισθήματα του παιδιού – ήρωα της ιστορίας τους-  μέσα από την εμπειρία της ενήλικης  πλέον δικής τους  γνώσης . Και σε κάποιους άλλους που προσπαθούν από την ενήλική εμπειρία τους να κρατήσουν μόνο ότι έχει να κάνει με την τεχνική δόμησης μιας  λογοτεχνικής  εξιστόρησης και όλα τα άλλα –συναισθήματα  και σκέψεις- να τα καταγράψουν ακριβώς  με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούσαν  όταν οι ίδιοι ήταν παιδιά.
Και στις δυο περιπτώσεις μπορεί να έχουμε καλά αποτελέσματα.  Ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσουν όσοι γράφουν με τον τρόπο της πρώτης κατηγορίας είναι να δημιουργήσουν λογοτεχνικά έργα που ενώ περιγράφουν τις ζωές  παιδιών, στην ουσία απευθύνονται κυρίως σε ενήλικους αναγνώστες. Ο κίνδυνος των συγγραφέων της δεύτερης κατηγορίας είναι να συγγράψουν κείμενο που μιμείται την παιδική ματιά –την μιμείται και όχι από αυτήν να έχει δημιουργηθεί.
Είναι γεγονός πως τα περισσότερα κείμενα –τα καλά κείμενα- που εκδίδονται ως παιδικά αναγνώσματα έχουν γραφτεί σύμφωνα με τους κανόνες της πρώτης κατηγορίας. Και όταν οι συγγραφείς τους  ενεργοποιούνται από τις μη ‘ταξινομημένες’  σχέσεις τους με την δική τους παιδική ηλικία, τότε έχουμε έργα γνήσιας λογοτεχνικής  υπόστασης. Μια γνησιότητα που την επιβεβαιώνει η ανάγκη του δημιουργού να καταθέσει την εσωτερικότητα των συναισθημάτων του.
Από την δεύτερη κατηγορία σπάνια μας έρχονται καλά λογοτεχνικά κείμενα. Κι αν μάλιστα μείνουμε στην ελληνική παραγωγή βιβλίων  λογοτεχνίας για παιδιά, θα τολμούσα να διατυπώσω την άποψη πως μάλλον κανένα δεν έχει  κάτω από αυτές τις δομές γραφτεί. Η ελληνική κοινωνία είναι αν όχι συντηρητική, σίγουρα πάντως  διστακτική στο να υιοθετεί μη επιβεβαιωμένες απόψεις.
Για παράδειγμα, θυμάμαι το τόσο αυθόρμητα παιδικά  γραμμένο μυθιστόρημα του Παντελή Καλιότσου «Ο πόλεμος των σπαθιών». Αλλά ακόμα και σε ένα τέτοιας υψηλής ποιότητας κείμενο, υπάρχει η στάση του ενήλικα –μια στάση εν τέλει ηθικής τοποθέτησης.
Αλλά η παιδική ενατένιση του κόσμου δεν διακρίνεται από κανόνες savoir faire. Το παιδί κινείται μέσα σε μια αγχωμένη εγωκεντρικότητα. Που από τη μια πιέζεται από τους κανόνες  των ενηλίκων και από την άλλη από την τάση να διατηρήσει την ανεξαρτησία της.
Μια τέτοιας μορφής υλοποίηση λογοτεχνικών κειμένων που εκφράζουν αυτήν την ‘ανάγνωση του κόσμου’, που είναι συχνά αυθόρμητα ανατρεπτική, συχνά παρθενικά έκπληκτη  και σίγουρα πάντα εποικοδομητική  για όποιον ενήλικα θέλει να θυμηθεί το παρελθόν του, συνάντησα στη συλλογή μικρών ιστοριών  που έχουν συμπεριληφθεί στο βιβλίο του γάλλου Μπερνάρ Φριό «Ιστορίες στο τάκα τάκα».
Μικρές αφηγήσεις, συνήθως πρωτοπρόσωπες . Αφηγητής κάποιο παιδί. Που αναφέρεται στον κόσμο των ενηλίκων. Και άλλοτε τον κρίνει, άλλοτε τον ανατρέπει, άλλοτε τον αγνοεί. Πάντα προβάλει τη δική του άποψη.
«Εγώ ήθελα ένα σκυλάκι. Αλλά μου προέκυψε ένα αδελφάκι» -έτσι ξεκινά μια από τις ιστορίες που με τρόπο αφοπλιστικά ‘αθώο’ ξεδιπλώνει την βαθιά ανασφάλεια που αισθάνεται το κάθε μοναχοπαίδι, όταν εκείνοι οι οποίοι τον είχαν χρήσει άρχοντα τους, ξαφνικά του δηλώνουν πως πρέπει να μοιραστεί την εξουσία του με κάποιον άγνωστο νεοφερμένο.
Και σε ένα άλλο, ο μικρός αφηγητής –παιδί πολυάσχολων γονιών που του  προσφέρουν υλικά αγαθά και όχι την δική τους παρουσία- σημειώνει: «Έχω ένα ρομπότ. Είναι δική μου εφεύρεση. Μου πήρε καιρό, αλλά τα κατάφερα… Του έχω βγάλει και όνομα. Το λέω μπαμπά»
Ο Φριό έχει γράψει ιστορίες που σε κάνουν  να χαμογελάς* κάποιες ακόμα και να γελάς. Να αναπολείς ίσως –αν είσαι ενήλικος .
Αν ο αναγνώστης του είναι παιδί;
Τότε –από τη θέση πάντα του ενήλικα σημειώνω- μάλλον ανακουφίζεσαι. Επί τέλους –θα σκεφτείς – οι σκέψεις και τα συναισθήματά μου έγιναν  ιστορίες που τις διαβάζω.
Χωρίς διδακτισμό, χωρίς δεσμεύσεις. Καθαρές παιδικές αντιδράσεις που τις δόμησε λογοτεχνικά ένας ταλαντούχος γραφιάς.
Προτού ολοκληρώσω αυτό το σημείωμα θα πρέπει να αναφερθώ στην άψογη μεταφραστική δουλειά της Ξένιας Καλογεροπούλου. Κι ακόμα να  σημειώσω πως τα κείμενα έχουν μια εντελώς πρωτότυπη εικονογράφηση –στην ουσία είναι οι ίδιες οι προτάσεις που κάπου, κάπου μετατρέπονται και σε σχήματα.
Ένα μικρό –όλο κι όλο 89 σελίδες- βιβλίο που ως έλληνας συγγραφέας το ζήλεψα.


ΥΓ Ο Μπερνάρ Φριό (Σαρτρ 1951) γράφει για παιδιά. Πιστεύει ότι ένα κείμενο οφείλει να παρακινεί τον νεαρό αναγνώστη  να δίνει ενεργητικά και ελεύθερα τη δική του ερμηνεία.

9.10.17

Το βιβλίο του μήνα: “Φεύγει, Έρχεται”

Το βιβλίο του μήνα: “Φεύγει, Έρχεται”

Tης Πέπης Νικολοπούλου  

Πρώτη δημοσίευση: 









Μία συνηθισμένη ιστορία αποχωρισμού και επανασύνδεσης γραμμένη με  πρωτότυπο και ξεχωριστό τρόπο, καθώς ξετυλίγεται σε δύο άξονες. Σε κάθε σελίδα του βιβλίου τα πρόσωπα αλλάζουν, αισθάνονται, σκέφτονται και  εσύ αδημονείς για το happy end.
Ο Φοίβος είναι ένα παιδί που ζει στον μακρινό, βροχερό και μουντό Βορρά, συντροφιά με τον μπαμπά, τη μαμά και τον σκύλο τους, τον Χιονιά. Είναι τα πρόσωπα που έφυγαν από τη «μαμά πατρίδα» και ζουν μακριά, στα ξένα. Οι άλλοι, οι αγαπημένοι ΑΛΛΟΙ της υπόλοιπης οικογένειας, έμειναν στο Νότο. Ο παππούς Λέανδρος, η γιαγιά Φοίβη, ο Άρης, η Μέλπω, τα δίδυμα Φρίξος και Έλλη κι ο παπαγάλος Πλάτων. Ο Φοίβος ετοιμάζεται να τους επισκεφτεί. Κι εκείνοι να τον υποδεχτούν. Μόλις 4 μέρες τούς χωρίζουν. Και αυτές οι 4 ημέρες της αντίστροφης μέτρησης θα γίνουν η ιστορία μας.
 Και η παράλληλη ανάγνωση ξεκινάει. Ο Φοίβος στα αριστερά μας, νιώθει πως έχει σταματήσει ο χρόνος. Και στα δεξιά, ο Νότος, με την πυξίδα να μας το θυμίζει και τα πρόσωπα να αλλάζουν – οι ΑΛΛΟΙ, εκείνοι που περιμένουν με μεγάλη χαρά και αγωνία τον Φοίβο. Προετοιμάζουν το μεγάλο πάρτι της υποδοχής, φροντίζουν να έχουν όλα εκείνα που πιθανώς να έχουν λείψει στον Φοίβο, οργανώνουν θεατρικές παραστάσεις, προγραμματίζουν όλες τις εξόδους και η καρδιά τους χτυπάει.
 Ο τόπος του Βορρά και του Νότου δεν έχουν όνομα, πρόκειται για μία σκόπιμη αποσιώπηση έτσι ώστε η ιστορία να αποκτήσει οικουμενικό  χαρακτήρα.

 Εικονογράφηση – Συγγραφείς

 Η εικονογράφηση της Φωτεινής Τίκκου είναι ζωντανή, πολύχρωμη και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αφήγηση της ιστορίας μας. Πυξίδες, στοιχεία γεωγραφικά, κολάζ και λέξεις αντεστραμμένες, κυρίως ο τίτλος στο εξώφυλλο του βιβλίου, δημιουργούν ένα πρωτότυπο σκηνικό δράσης και κίνησης που σε προσκαλεί να συμμετάσχεις, να προσθέσεις, να το ζήσεις και εσύ.
 Άνθρωποι σε κίνηση, χρώματα που αλλάζουν ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος της σελίδας και όλα οδηγούν εκεί – στον ολόδικό μας τόπο, το γενέθλιο, στις ρίζες μας, εκεί που η καρδιά μας κάπως ημερεύει.



Οι συγγραφείς Μάνος Κοντολέων και Άννα Κοντολέων, πατέρας και κόρη, γράφουν μαζί και σε τέλεια αρμονία χωρίς να αντιλαμβάνεσαι πότε ξεκινά ο ένας και αρχίζει ο άλλος.
Στο τέλος του βιβλίου, αντί κλασικών βιογραφικών, οι δύο συγγραφείς παραθέτουν μικρές φράσεις μιλώντας για τους ίδιους με τρόπο πρωτότυπο. «Τα πρώτα μου βιβλία τα έγραψα για την Άννα», ξεκινά ο πατέρας Μάνος. «Τα πρώτα βιβλία που διάβασα ήταν του Μάνου», παραδέχεται η κόρη Άννα. «Μια μέρα» συνεχίζει ο πατέρας «η Άννα μού πρότεινε να γράψουμε μαζί ένα βιβλίο». Και η κόρη, αποκαλύπτει: «Είναι αυτό που κρατάτε στα χέρια σας. Οι ήρωές του ίσως και να μας μοιάζουν λίγο».

 Προτείνουμε να αναζητήσετε το βιβλίο γιατί πρόκειται πραγματικά για μία αναγνωστική αποκάλυψη χωρίς προηγούμενο! Ένα βιβλίο που δεν αφορά τελικά τη μετανάστευση, αλλά τη νοσταλγία για την πατρίδα, για τους αγαπημένους μας. Μία ιστορία που αγγίζει ευαίσθητα φαινόμενα των καιρών μας, απλά παρακολουθώντας την ιστορία της σύντομης επανένωσης μιας οικογένειας.

3.10.17

Το δένδρο των ψεμάτων



 Φράνσις Χάρντινγκ
«Το δέντρο των ψεμάτων»
Μετάφραση: Κώστια Κοντολέων
Εκδόσεις Ψυχογιός



Τον τελευταίο περίπου χρόνο -και με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του μυθιστορήματός μου «Αμαρτωλή Πόλη»- έχω ιδιαίτερα ασχοληθεί με το είδος εκείνο των μυθιστορημάτων που διαθέτουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τα οποία μπορεί να ενταχθούν στην κατηγορία των cross over.
Με μια πολύ σύντομη διατύπωση  ως cross over χαρακτηρίζουμε το λογοτεχνικό  κείμενο που μπορεί να διαπερνά την ηλικία των αναγνωστών του. Και έτσι με το ίδιο ενδιαφέρον να διαβάζεται τόσο από εφήβους όσο και από ενήλικες.
Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχουν κυκλοφορήσει αρκετά βιβλία ξένων συγγραφέων που είναι προικισμένα με αυτή την ικανότητα.
Χωρίς διάθεση να εξαντλήσω όλους τους τίτλους αυτής της κατηγορίας, θυμίζω τα μυθιστορήματα «Μαξ»  της Σάρα Κοέν – Σκαλί και «Θα σου χαρίσω την ήλιο» της Τζάντυ Νέλσον (Πατάκης), «Η κλέφτρα των βιβλίων» του Μάρκους Ζούσακ και «Μια γάτα στα τείχη» της Ντέμπορα Έλις (Ψυχογιός), «Βερολίνο, γεια» του Βόλφγκαγκ Χέρντορφ (Κριτική), «Μυστικά η Ψέματα» της Μεγκ Ρόσοφ (Μίνωας) κ.α.
Προς το τέλος της Άνοιξης κυκλοφόρησε ένα ακόμα –«Το δέντρο των ψεμάτων» της Φράνσις Χάρντινγκ (Ψυχογιός)
Τα μυθιστορήματα που τα κατατάσσουμε στην ομάδα των cross over έχουν όλα τα βασικά στοιχεία ενός άρτιου λογοτεχνικά μυθιστορήματος. Έχουν ακόμα ως κεντρικό πρόσωπο άτομο που διανύει την εφηβική / νεανική του ηλικία. Δίπλα του αναπτύσσονται κάποιοι ακόμα χαρακτήρες (εφήβων όσο και ενηλίκων) με απόλυτη επάρκεια στην ψυχολογική τους υπόσταση και χωρίς διάθεση απόκρυψης των συχνά όχι και τόσο καθαρών προθέσεών τους. Ο χρόνος και ο τόπος περιγράφονται με ευθύνη και συχνά γίνονται υπεύθυνοι για τις αντιδράσεις των ηρώων και για την εξέλιξη της πλοκής. Τέλος η υπόθεσή αυτών των έργων διαδραματίζεται σε μια σύγχρονη εποχή-λίγο πολύ κοντινή με αυτήν που γεννήθηκαν οι νεώτεροι από όσους πρόκειται να τα διαβάσουν. Και ως συνέπεια όλων αυτών, οι προβληματισμοί που ανιχνεύονται αν και εστιασμένοι στην νεότητα, απλώνονται σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας.
Από τους τίτλους που ποιο πάνω ανέφερα, μόνο τα «Μαξ» και «Η κλέφτρα των βιβλίων» έχουν να κάνουν με μια κάπως παλαιότερη εποχή (την δεκαετία περίπου 1935 -1945), όμως ο προβληματισμός τους (η γένεση και η εξάπλωση του ναζισμού) παραμένει πάντα επίκαιρος.
Αλλά τώρα πλέον, με το μυθιστόρημα αυτό της Φράνσις Χάρντινγκ, το «Το δέντρο των ψεμάτων» και αυτός ο περιορισμός αμφισβητείται.
Ασφαλώς και δεν θα είναι το μοναδικό cross over μυθιστόρημα που γράφεται στην εποχή μας και περιγράφει μια άλλη εποχή, μα σίγουρα πρόκειται για μια εκδοτική επιλογή που ανοίγει κατά κάποιο τρόπο τον δρόμο να γνωρίσουν μια ελληνική καριέρα και άλλα ξένα έργα.
Πάντως και σε αυτό διατηρείται ο βασικός κανόνας –το κεντρικό πρόσωπο είναι άτομο που διανύει την εφηβεία του. Με άλλα λόγια ανακαλύπτει νέες πλευρές τόσο των άλλων  όσο και του ίδιου του εαυτού.
Τα γεγονότα τοποθετούνται στην βικτωριανή εποχή. Μια εποχή όπου ξεκινούσαν οι πρώτες αμφισβητήσεις αρχών και απόψεων που είχαν κρατήσει αιώνες.
Ανάμεσα σε αυτές τις νέες απόψεις πρωτεύονται ρόλο έμελε να παίξουν τόσο η θεωρεία του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών, όσο και η κίνηση για την χειραφέτηση των γυναικών.
Η δεκατετράχρονη κεντρική ηρωίδα, η Φέιθ, μέσα σε αυτές τις δυο «επαναστατικές» για τα χρόνια της  κινήσεις θα ενηλικιωθεί.
Κόρη ενός επιστήμονα που αν και οι επιστημονικές του ιδέες ήταν πρωτοποριακές, η προσωπική του στάση ως προς την οικογένειά του ήταν μάλλον συντηρητική, θα πάρει απάνω της την ευθύνη της αποκατάστασης του επιστημονικού κύρους του γονιού της, αλλά και τον αγώνα να διεκδικήσει και η ίδια μια θέση στην επιστημονική κοινότητα.
Σφιχτή πλοκή, πολυσήμαντες περιγραφές τόπων, χαρακτήρες απόλυτα ενσωματωμένοι στην περίοδο όπου ένας νέος κόσμος ερχόταν να διεκδικήσει τη θέση του, παραμερίζοντας τον παλιό.
Η Χάρντινγκ επιλέγει ένα σύμβολο –το δέντρο που τρέφεται με τα ψέματα και φτιάχνει καρπούς που φανερώνουν την αλήθεια- για να σκιαγραφήσει μια διαχρονική κοινωνική τάση. Αυτή που και στα ομηρικά ακόμα έπη θα συναντήσουμε μέσα στη μορφή της Κασσάνδρας. Πρόκειται για τη διάθεση να αγνοήσουμε ως κοινωνία (συχνά και ως άτομα) αυτό που ολοκάθαρα είναι η αλήθεια, τη  στιγμή που το αντίστοιχο ψέμα θα μας φέρει πιο κοντά σε μια πρόσκαιρη ατομική ή κοινωνική απόλαυση που, όμως,  σύντομα θα ξεφτίσει και θα αποκαλύψει τη σαθρότητά ή και ακόμα το έγκλημά.
Μυθιστόρημα, λοιπόν, συμβολικών δομών; Όχι εξ΄ ολοκλήρου. Γιατί η αγγλίδα συγγραφέας, πέρα από το κεντρικό της εύρημα και πέρα ακόμα από μια ιστορία μυστηρίου και ανατροπών, αφήνεται να στήσει έναν ολότελα ρεαλιστικό κόσμο –συνθήκες και άτομα της βρετανικής κοινοπολιτείας, η οποία ίσως να είναι και μια χαρακτηριστική μορφή κοινωνίας η οποία υποστήριξε τη συντήρηση χωρίς να συνειδητοποιεί πως έτσι οδηγούνταν στην εξαφάνισή της.
Μα μήπως και κάποια παρόμοια κατάσταση δεν ζούμε και σήμερα; Ένα δέντρο –πολλά μάλλον δέντρα υπάρχουν και στις μέρες μας που τρέφονται από ψέματα και θα φανερώσουν με τους καρπούς τους ποια είναι η αλήθεια μέσα στην οποία έχουν φυτρώσει. Ώσπου, όμως, η καρποφορία να ολοκληρωθεί, το κακό θα έχει συμβεί και το ψέμα θα απλώσει τις ρίζες του.
Μυθιστόρημα, λοιπόν, όχι μόνο συμβολικό μα και προφητικό. Καταγγελτικό με ένα κάποιο δικό του τρόπο.  Άρτιο σίγουρα-δικαίως και τιμήθηκε με το Βραβείο Costa το 2015.

Ένα καθαρό δείγμα cross over σύνθεσης. Γι αυτό και άξιο να κρατήσει το ενδιαφέρον απαιτητικών αναγνωστών από 14 χρονών και άνω.


Πρώτη ανάρτηση:
http://diastixo.gr/kritikes/efivika/7880-to-dentro-twn-psematwn