Pages

13.7.17

Νοσταλγία του γενέθλιου τόπου


Πρώτη ανάρτηση: http://fractalart.gr/feygei-erxetai/

Το   «Φεύγει – έρχεται» της Άννας και του Μάνου Κοντολέων είναι ένα πολλαπλά λειτουργικό βιβλίο για μικρά παιδιά εξαιρετικά επιμελημένο από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο. Το σχήμα της αντίθεσης που κυριαρχεί κειμενικά και εικονιστικά, οι αντικριστές σελίδες που σε μεταφέρουν άμεσα από το βορρά στο νότο, ακόμη και η διαφορετική ένδειξη της πυξίδας στο πάνω μέρος της σελίδας,  η προετοιμασία για το ταξίδι στην πατρίδα και η προετοιμασία υποδοχής στον γενέθλιο τόπο  με τα αντίστοιχα συναισθήματα ανυπομονησίας, χαράς, αγωνίας, οι ανόμοιες καιρικές  συνθήκες συνθέτουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται ανήλικοι και ενήλικοι πρωταγωνιστές ακόμη και  τα αγαπημένα κατοικίδια. Στην ουσία έχουμε δύο αφηγήσεις της αριστερής και της δεξιάς σελίδας, που ενώ διαπλέκονται και συναποτελούν ένα όλο δεν χάνουν την αυτόνομη αφηγηματική τους αξία. Αυτό μάλιστα θεωρώ ότι είναι και ένα δομικό εύρημα του κειμένου που  δίνει τη δυνατότητα σε φιλαναγνωστικές δράσεις που θα αναδείξουν τους χαρακτήρες, την καθημερινότητα, τον ψυχισμό των ηρώων.
 Η εικονογράφηση της Φωτεινής Τίκκου, αλλά και το όλο στήσιμο του βιβλίου διακρίνονται για την πρωτοτυπία τους, κινούν την περιέργεια  του μικρού αναγνώστη και τον προκαλούν να διευρύνει τη λεκτική αφήγηση και να συμμετάσχει και αυτός ως συνδημιουργός του κειμένου, πράγμα όχι και τόσο συχνό σε βιβλία  για παιδιά μικρής ηλικίας. Η ανάδειξη της κίνησης  και μάλιστα της αντίθετης, που γίνεται άμεσα φανερή τόσο από τον τίτλο (ακόμη και με τα αντεστραμμένα γράμματα στο έρχεται) όσο και από την εικόνα του εξωφύλλου, δηλώνεται και σε άλλες σελίδες του βιβλίου, ενώ η έννοια του ταξιδιού προοικονομείται  από το εσώφυλλο στην αρχή και στο τέλος του βιβλίο, όπου αχνοφαίνεται ο παγκόσμιος χάρτης. Έτσι το ταξίδι του μικρού Φοίβου από το Βορρά όπου ζεί με τους γονείς του που έχουν εκεί μεταναστεύσει προς τον Νότο γενικεύεται και γίνεται το ταξίδι του οποιουδήποτε μικρού πρόσφυγα.
 Το θέμα λοιπόν της μετανάστευσης απασχολεί και σ΄ αυτό το βιβλίο την Άννα Κοντολέων, όπως και στο βιβλίο της Πρίγκηπας σημαίνει Αμίρ, καθώς και τον Μάνο Κοντολέων που έχει αναδείξει το θέμα σε αρκετά μυθιστορήματά του, καθώς και σε βιβλία για μικρότερα παιδιά. Ωστόσο, η διαφορά, στο βιβλίο αυτό είναι ότι το κείμενο δεν βαραίνει από τις περιπέτειες των μικρών μεταναστών- προσφύγων που ταλαιπωρούνται απάνθρωπα για «να βρούν στον ήλιο μοίρα». Εδώ προβάλλονται κυρίως  τα συναισθήματα, ο ψυχισμός παιδιών που έχουν αποκοπεί από την ευρύτερη οικογένεια, ξαδέρφια, θείους, παππούδες που συνιστούν  το “Home sweet home”  ή την ομηρική εστία των αρχαίων, και οι ανάγκες που αυτά έχουν από την ακούσια, προφανώς μετανάστευσή τους.  Δεν έχουμε δράματα αναζήτησης νέας πατρίδας ,αλλά νοσταλγία του γενέθλιου τόπου, που αποτελεί μαζί με την οικογένεια έναν από τους συνεκτικότερους δεσμούς, ιδιαίτερα σήμερα, στους άξενους καιρούς που ζούμε. Και όλα αυτά δίχως ίχνος διδακτισμού. Ένα βιβλίο που με τρόπο απλό αλλά ευρηματικό προσεγγίζει μια άλλη πλευρά του μεταναστευτικού προβλήματος.
Άντα Κατσίκη- Γκίβαλου,

 Ομ. Καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών 

Μαντάμ Στεφανί

Χρήστος Δεσύλλας
«Μαντάμ Στεφανί»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις  Χατζηλάκος

                        

Αρχές της δεκαετίας του ’90 γνώρισα τον Χρήστο Δεσύλλα.
Αφορμή υπήρξε η έκδοση του  δεύτερου βιβλίου του –το μυθιστόρημα  «Αχ, Αντριανή»  - που πρωτοκυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Ήταν ένα χειμαρρώδες μυθιστόρημα και ακόμα και σήμερα  εξακολουθώ να πιστεύω όσα και τότε είχα γράψει: Η άνεση της γραφής, η αβίαστα πλούσια πλοκή, οι ολοζώντανοι ήρωες… Όλα αυτά είναι επόμενο να σε κερδίσουν αναγνωστικά. Και να φυτέψουν μέσα στη μνήμη σου τα πρόσωπα - ηρωίδες του μυθιστορήματος.
Από τότε μέχρι σήμερα, ο Χρήστος Δεσύλλας έγραψε κι άλλα μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων και περιπέτειες για παιδιά.
Μέσα στους πρώτους μήνες του 2017 είδε το φως της δημοσιότητας και το τελευταίο του (προς ώρας) βιβλίο – «Μαντάμ Στεφανί»
Καθώς το έπιασα στα χέρια μου και ξεκινώντας την επαφή μου μαζί του με την ανάγνωση του σημειώματος που υπάρχει στο οπισθόφυλλο, αμέσως η σκέψη μου πήγε σ΄ εκείνη την πρώτη ηρωίδα, την Αντριανή.
Όπως τότε εκείνη, έτσι και τώρα η Στεφανία  θα μας περιγράψει μια εποχή (τα κεντρικά κυρίως χρόνια του 20ου αιώνα) μέσα από την εξιστόρηση της δικής της ζωής –θα ζήσει πολλές ανατροπές στη ζωή της, με πολλούς άντρες θα συνδεθεί, σε πολλά μέρη της Ευρώπης θα ζήσει.
Έτσι, λοιπόν, ο συγγραφέας και των δύο ηρωίδων, αποδεικνύει πως το βασικό συγγραφικό του στίγμα είναι ακριβώς αυτό –η ταύτιση μιας εποχής κι ενός τόπου  με τους ανθρώπους  που ζούνε  εκείνα τα χρόνια , σ΄ εκείνα τα μέρη.
Η Στεφανία  από μοδιστρούλα θα γίνει αρτίστα. Θα ταξιδέψει, θα πλουτίσει  για να χάσει πολύ σύντομα τα πάντα. Θα γνωρίσει τη χαρά του έρωτα, την πίκρα του θανάτου, την ένταση του φόνου, την προστατευτικότητα της μητρότητας.  Μια ζωή γεμάτη από εμπειρίες. Θα την αλλάξουν;
Ο τρόπος που ο συγγραφέας περιγράφει την καθημερινότητα της ηρωίδας του είναι σε συνεχή αντιστοίχηση με εικόνες και συνθήκες των ημερών όπου τα γεγονότα συμβαίνουν.
Από τα χρόνια πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έως την χλιδάτη άνθηση  της μεταπολεμικής εποχής, οι πληροφορίες άλλοτε καταγράφονται εν είδη ενημέρωσης του αναγνώστη, αλλά άλλοτε πάλι αναπνέουν μέσα στις φράσεις που έχουν να κάνουν με τις προσωπικές στιγμές των κεντρικών προσώπων.
Μα τελικά ο κόσμος άλλαξε;
Αυτή λοιπόν η συνεχής ύπαρξη – υπενθύμιση του χωροχρόνου μέσα στα μυθιστορηματικά συμβάντα αποτελεί  μια σταθερή συγγραφική τεχνική του Δεσύλλα.
Υπάρχει και μια ακόμα –σαφέστατα πλέον εμφανής.  Είναι εκείνη που φωτίζει τις αποφάσεις των ανθρώπων (γυναικών και ανδρών) σύμφωνα  με την σεξουαλική τους συμπεριφορά.
Στο βαθμό που μπορώ να γνωρίζω, ο Χρήστος Δεσύλλας πρέπει να είναι αν όχι ο μόνος, σίγουρα πάντως ένας από τους ελάχιστους έλληνες συγγραφείς που περιγράφουν με ιδιαίτερη ένταξη τη σεξουαλικότητα τόσο τη θηλυκή όσο και την αρσενική.
Οι ηρωίδες και οι ήρωες του ανήκουν στη μικρό - μεσαία κοινωνική τάξη, συχνά και στην εργατική και έτσι εκφράζουν με μια απροκάλυπτα σωματική διάσταση τις ερωτικές τους παρορμήσεις.
Μέσα από τις κλειστές γρίλιες των πατζουριών, όρμισαν οι ηλιαχτίδες σαν κλέφτες, σχηματίζοντας φωτεινές ρίγες πάνω στο σεντόνι, με τα μαλλιά της να λάμπουν χρυσαφιά σαν πατίνες παλιών κάδρων.
-Είσαι ο παράδεισός μου, του ψιθύρισε… ενώ τα νύχια της μπήχτηκαν με άγριο πάθος στις καλογυμνασμένες του σάρκες, αφήνοντας έντονα τα σημάδια τους.
-Κι εσύ το θηλυκό που ο κάθε άντρας ποθεί.
Τα μουσκεμένα σεντόνια μαρτυρούσαν την άγρια μάχη των κορμιών που είχαν για πολλή ώρα αγωνιστεί στην αρένα του πιο ακραίου πάθους
Σεντόνια, λοιπόν, που αφού πρώτα θα φιλοξενήσουν ηλιαχτίδες, μετά θα μουσκέψουν από τον ιδρώτα κορμιών που συνουσιάστηκαν.
Μια μετατροπή που τελικά οδηγεί σε συνεχή αδιέξοδα.
Ο Χρήστος Δεσύλλας ενώ αγαπά σαφώς τους ήρωές του, δεν μπορεί και να τους συγχωρέσει την τόσο αστόχαστη ανάγκη τους να υπηρετούν τις απαιτήσεις της σάρκας.
Σημείωσα  πιο πάνω την ταύτιση  ατομικών αντιδράσεων με κοινωνικές συνθήκες.
Η «Μαντάμ Στεφανί»  δηλώνει πως όπως εκείνη έφτασε στο αδιέξοδο ακολουθώντας τις μη ελεγχόμενες ηδονές, έτσι και ο κόσμος μας κάπου στο δικό του αδιέξοδο φτάνει καθώς υποκύπτει κι αυτός σε ποικίλες απολαύσεις.