Pages

17.2.18

Ο "Γουργούρης" της Τασούλας Επτακοίλη


Τασούλα Επτακοίλη
«Ο Γουργούρης»
Εικονογράφηση: Τόμεκ Γιοβάνης
Εκδόσεις Πατάκη

   

Όταν –εκεί κάπου στα δεκατέσσερα μου χρόνια- αποφάσιζα πως μεγαλώνοντας θα ήθελα να γίνω συγγραφέας, δεν μπορούσα να φανταστώ πως μετά από δεκαπέντε χρόνια, τα πρώτα μου βιβλία που θα κυκλοφορούσαν θα ανήκαν στο είδος της λογοτεχνίας για παιδιά.
Οι λόγοι που με έφεραν να θελήσω να εκφραστώ  -στις πρώτες μου επίσημες, τρόπον τινά, συγγραφικές εμφανίσεις- με αυτό το είδος του κειμένου, είχαν να κάνουν τόσο με την ένταξή μου στο χώρο των πολιτικοποιημένων ενηλίκων όσο και με την απόκτηση της ιδιότητας του γονιού.
Το να είμαι πολίτης ενεργός στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και παράλληλα πατέρας δυο παιδιών, σήμαινε για μένα μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα ανίχνευση των δυνατοτήτων μου, αλλά και μια εξίσου ερεθιστική ανακάλυψη των πυρηνικών συνθηκών που καθόριζαν αυτούς τους δυο ρόλους.
Η λογοτεχνία για παιδιά –ως τρόπος συγγραφικής έκφρασης-  ποτέ δεν μου ζήτησε να διαφοροποιήσω το εφηβικό μου εκείνο όνειρο. Συγγραφέας ήθελα να γίνω και συγγραφέας έγινα. Κι αν τα πρώτα μου βιβλία δεν ήταν μήτε κάποιο μυθιστόρημα, μήτε μια συλλογή διηγημάτων ή ένα θεατρικό έργο, αλλά παραμύθια που μιλούσαν για το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, την υπεράσπιση της ατομικής αξιοπρέπειας και στην υποστήριξη των βασικών αρχών μιας οικολογικής συνείδησης, για μένα παρέμεναν  καταθέσεις συγγραφικών οραματισμών και  επιβεβαιώσεις νεανικών ονείρων.
Εκείνα τα χρόνια γινότανε μια προσπάθεια να καθιερωθεί ο όρος «Λογοτεχνία και για παιδιά» -κι αυτό όχι μόνο από εμένα, αλλά και από μια ομάδα συνομήλικων, λίγο – πολύ, συγγραφέων που πολύ γρήγορα θεωρήθηκε πως ανανέωνε τη μορφή και το περιεχόμενο της λογοτεχνίας αυτού του είδους.
Μα στην ουσία δεν ήταν τόσο θέμα ονομασίας, όσο περιεχομένου. Θεωρούσαμε, και με τα έργα μας το υποστηρίζαμε, πως το να χρησιμοποιείς ένα τρόπο για να μιλήσεις σε ένα παιδί  και να του αφηγηθείς την αλήθεια της προσωπικής σου ιστορίας και εφικτός ήταν, αλλά και κυρίως  πρόσφερε τη δυνατότητα το κείμενο που θα έγραφες να έχει μια πλατιά αναγνώριση από αναγνώστες ποικίλων ηλικιών, αλλά –ακόμα πιο ουσιαστικό αυτό- να φτάνει μέχρι την ουσία του κεντρικού θέματος και γι αυτό να την περιγράφει με απλότητα. Ό,τι περισσότερο απλά λέγεται, τόσο και πιο κοντά στην αρχική πρωτογενή του κατάσταση βρίσκεται.
 Αυτό είναι το μάθημα των λαϊκών παραμυθιών και των παλαιών μύθων και αξίζει να το δούμε να ανανεώνεται μέσα στα έργα επώνυμων δημιουργών.
Διατήρησα αυτήν την θέση –όπως και οι περισσότεροι που εκείνη την εποχή την υποστηρίζαμε-  και στα επόμενα κείμενά μου, και σε αυτά που θα τα έβλεπα να εκδίδονται σε εκδοτικές σειρές που θα τις κάλυπτε η ένδειξη «ελληνική λογοτεχνία»
Η απλότητα με την οποία αντιμετωπίζεις το θέμα –εννοώ την ίδια τη σύλληψή του.  Αυτή τη θέση εννοώ.
Όχι μόνο  -και καθόλου υποχρεωτικά-  η απλότητα στη γλώσσα. Σ΄ αυτή, μάλιστα, μπορείς και να της παραχωρείς  το δικαίωμα να αναζητά ένα πιο πλούσιο, ακόμα και εξεζητημένο λεξιλόγιο, μια σύνταξη κάπως ανατρεπτική. Ουσία και περιεχόμενο όμως δε θα πρέπει να χάνουν την αμεσότητά τους.
Και στη συνέχεια είναι πια ευθύνη του αναγνώστη να μπορεί να αναγνωρίζει την γνησιότητα μιας ουσιαστικής  συγγραφικής κατάθεσης ακόμα και σε ένα –φαινομενικά- απλό παραμύθι, σε μια –εκ πρώτης όψεως- απλή εξιστόρηση.
Κοντεύουν να περάσουν σαράντα χρόνια από τότε που πρωτοεμφανίστηκα στη  λογοτεχνία του τόπου μου και αυτές τις βασικές θέσεις μου δεν τις έχω εγκαταλείψει.
Ασφαλώς και δέχτηκα –όπως και όσοι τα ίδια μ΄ εμένα συνέχισαν να υποστηρίζουν- τον έπαινο ενός μεγάλου –του μεγαλύτερου, στην ουσία- μέρους του συνειδητοποιημένου αναγνωστικού κοινού.
Ασφαλώς και δέχτηκα – όπως και όσοι τα ίδια μ΄ έμενα συνέχισαν να υποστηρίζουν- την μερική ή ολική σκωπτική ματιά μιας ομάδας αναγνωστών που δεν θέλουν να αναγνωρίσουν την αξία της Παιδικότητας ως στάση ζωής και ερμηνεία της.
Αλλά όταν κάτι το πιστεύεις,  ο πρώτος κριτής είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Και επίσης είσαι και ο πρώτος που σπεύδει να χαιρετήσει την παρουσία νέων φωνών στο χώρο  που εσύ κυκλοφόρησες και κυκλοφορείς πάντα.
Με μια τέτοια , λοιπόν, διάθεση διάβασα το βιβλίο της Τασούλας Επτακοίλη «Ο Γουργουρής»
Η Επτακοίλη είναι γνωστή ως δημοσιογράφος. Μόλις πριν από ένα περίπου χρόνο είχε κυκλοφορήσει ένα πεζογράφημα με τον τίτλο «Το άλλο μου ολόκληρο.
Ένα πεζογράφημα  -καταγραφή σκέψεων και συναισθημάτων μετά από μια μεγάλη προσωπική της απώλεια.  H αγάπη δύο ανθρώπων, η κοινή πορεία τους επί δύο και πλέον δεκαετίες, η δυσκολία ενός τόσο επώδυνου αποχωρισμού, ο δύσβατος δρόμος προς την αποδοχή.
Κείμενο σπαραχτικό μέσα στην αμεσότητά του. Δίχως περιττές λογοτεχνικές εξάρσεις. Κατευθείαν στο στόχο κατευθυνότανε η γραφή.
Και μετά από ένα χρόνο, να που η Τασούλα Επτακοίλη επανέρχεται στο ίδιο θέμα, αλλά αυτή τη φορά με δυο διαφορετικής υφής προσεγγίσεις.
Τώρα ο πόνος του αποχωρισμού έχει πάρει τις διαστάσεις που μια ζωή πλέον θα κρατήσει –την αποδοχής της θνητότητας των όντων. Και παράλληλα αυτός ο ίδιος ο πόνος, αποφασίζει να προσφέρει χώρο ύπαρξης και σε μια χαρά. Αναφέρομαι στη χαρά της συνέχειας. Η πιο σωστά στην υποστήριξη της θέσης – Ό,τι κάτι δημιουργήθηκε, πάντα επιστρέφει.
Μια απλά ανθρώπινη, μα και βαθιά φιλοσοφημένη άποψη που η Επτακοίλη  -πόσο σοφή η επιλογή της!- την κάνει μια ιστορία που μπορεί να διαβαστεί και από παιδιά.
Ο γάτος Γουργουρής  στα βαθιά του γεράματα αναπολεί τις όμορφες στιγμές που έζησε μέσα στην τριμελή οικογένεια και έτσι πλήρης ημερών και συναισθημάτων κλείνει τα μάτια σε ύπνο που για πάντα θα διαρκέσει.
Τις ίδιες περίπου μέρες, σε κάποιο χωριό, θα γεννηθεί ένα σκυλάκι που θα έχει ιδιόμορφα χαρακτηριστικά. Τόσο ιδιόμορφα που θα αναγκαστεί να αναζητήσει άλλο χώρο για να επιβιώσει. Και θα είναι μέσα στην οικογένεια του Γουργουρή που θα βρει την ζεστασιά και την φροντίδα.
Το κενό της αγάπης καλύφθηκε. Η ζωή που έφυγε δίνει το δικαίωμα να υπάρξει μια άλλη.
Αυτοί που μάθανε  να προσφέρουν την αγάπη, πάντα θα πέφτουν πάνω σε κάποιο πλάσμα που θα την έχει ανάγκη.
Τόσο ουσιαστικό, το απλά γραμμένο. Τρυφερά.
Δακρύζεις και χαίρεσαι που είσαι άνθρωπος και μπορείς να αισθάνεσαι το τι σημαίνει δάκρυ.
Χαμογελάς και αναστενάζεις με ανακούφιση γιατί κάποιος σου υπενθύμισε πως μήτε ότι αγάπησες θα ξεχαστεί, μήτε και για ότι σε κάνει να χαίρεσαι πρέπει να αισθάνεσαι ενοχές.
Μια σχεδόν διπλή ιστορία … και για παιδιά.
Μια απόδειξη πως οι τεχνικές αφήγησης που συνθέτουν το είδος της παιδικής  λογοτεχνίας  πάντα μπορούν να ενεργοποιούν εκείνους που θέλουν να μιλήσουν για το διαχρονικά βαθύ με τρόπο διαχρονικής απλότητας.

ΥΓ Να σημειώσω και την εικονογράφηση. Μαυρόασπρη, με χιουμοριστική διάθεση  υποβοηθά το κείμενο να δείξει τον αυθορμητισμό του.

Πρώτη ανάρτηση: http://diastixo.gr/kritikes/paidika/9152-gourgouris