Pages

28.12.19

Λουκία Δέρβη «Θέα Ακρόπολη»


Λουκία Δέρβη
«Θέα Ακρόπολη»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Μεταίχμιο

              


Το πέμπτο αυτό βιβλίο της Λουκάς Δέρβη (έχουν προηγηθεί μέσα σε 15 περίπου χρόνια, δύο συλλογές διηγημάτων, μια νουβέλα και ένα μυθιστόρημα) διαθέτει ένα ιδιότυπο πρωταγωνιστή -ένα ξενοδοχείο.
Και μάλιστα το πλέον πολυτελές και ακριβό ξενοδοχείο της Αθήνας. Ασφαλώς και μέσα στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, το ξενοδοχείο αυτό είναι προϊόν μυθοπλασίας, αλλά πολύ εύκολα ο αναγνώστης μπορεί να θεωρήσει πως πίσω από το όνομα Athens Excelsior, κρύβεται υπαρκτό κτήριο σε κεντρικότατη πλατεία της πόλης.
Η ίδια η Λουκία Δέρβη έχει σπουδάσει ξενοδοχειακές επιχειρήσεις και έτσι οι περιγραφές που συνθέτουν τη βάση του μυθιστορήματός της αποκτούν μια εγκυρότητα, ενώ παράλληλα είναι και ιδιαιτέρως κατατοπιστικές ως προς τις δομές λειτουργίες τέτοιου επιπέδου ξενοδοχειακών μονάδων, αλλά και ακόμα του είδους των ανθρώπων που φιλοξενούνται σε αυτά, όπως -και κυρίως- όσων εργάζονται και είναι υπεύθυνοι για τη λειτουργία του.
Πολυπρόσωπο, λοιπόν, μυθιστόρημα που καθώς έχει εξολοκλήρου υποταχτεί στην κυριαρχία του Athens Excelsior πάνω στην καθημερινότητα όσων κυκλοφορούν στους διαδρόμους, στα σαλόνια, στις κουζίνες, στα λόμπυ και στα δωμάτια του, από τη μια γίνεται μια μαρτυρία του τρόπου δομής τέτοιων επιχειρήσεων και από την άλλη φωτίζει το πως οι ζωές απλών εργαζόμενων επηρεάζονται από αυτές ακριβώς τις δομές.
Η Δέρβη τοποθετεί χρονολογικά τα όσα γεγονότα θα περιγράψει μέσα στη δεκαετία του ’90. Καθόλου τυχαία η επιλογή της περιόδου αυτής. Η αίγλη ενός ξενοδοχείου ταυτίζεται με την ‘αίγλη’ εκείνων των χρόνων και έτσι ο αναγνώστης μαζί με τις διαψεύσεις των προσώπων υποψιάζεται και τη διάψευση ενός συλλογικού ονείρου.
Σημείωσα πιο πάνω πως πρόκειται για πολυπρόσωπο έργο. Μα σίγουρα υπάρχουν κάποια πρόσωπα που φωτίζονται περισσότερο από τα άλλα και που πάνω στις δικές τους σχέσεις πλέκεται και η μυθιστορηματική πλοκή.
Όμως η συγγραφέας φροντίζει όλα τα άτομα που  κυκλοφορούν μέσα στους διαδρόμους και στα γραφεία του ξενοδοχείου να μας τα κάνει γνωστά. Με μικρές αλλά καίριες περιγραφές, με σύντομες αλλά χαρακτηριστικές επιλογές σκέψεων και πράξεων.
Η γλώσσα είναι απλή, οι πληροφορίες δίνονται σε σωστές δόσεις, οι αναφορές σε γεγονότα εκείνων των χρόνων σκιαγραφούν και την γενικότερη καθημερινότητα.
Μέσα σε μια πολύβουη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, ίσως ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά, ως προς τον τρόπο ζωής, μέρη να είναι ένα μεγάλο ξενοδοχείο όπου συνυπάρχει η άρχουσα τάξη με τους απλούς εργαζόμενους.
Αυτό, θεωρώ, πως είναι η ευχάριστη έκπληξη τούτου του μυθιστορήματος.





14.12.19

"Τριστάνος και Ιζόλδη" -η Γεωργία Γαλανοπούλου έγραψε στο diastixo.gr




Μόλις πριν από έναν χρόνο, το Πανεπιστήμιο Αθηνών αφιέρωσε μια ημερίδα στον πεζογράφο, διηγηματογράφο και κριτικό Μάνο Κοντολέων, για να τιμήσει τα 40 χρόνια προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα. Όλα όσα ακούστηκαν την ημέρα εκείνη από πανεπιστημιακούς και μελετητές της λογοτεχνίας επιβεβαίωσαν το αναμενόμενο: Ότι ο Κοντολέων, ο αφοσιωμένος και χαλκέντερος συγγραφέας με την απίστευτη παραγωγικότητα, είναι ένας από τους σημαντικότερους της εποχής μας.

Τα τελευταία χρόνια, το εγχείρημά του να κατασκευάσει τις δικές του ιστορίες αναπλάθοντας γιγάντια έργα του δυτικού πολιτισμού –όπως ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες και ο Γαργαντούας του Ραμπελαί (Πατάκης 2018 αμφότερα)– απέφερε ένα αποτέλεσμα ξεχωριστής εκφραστικής δύναμης και αισθητικής. Στο τρίτο βιβλίο της ίδιας σειράς, όπου δυο γλάροι αφηγούνται την ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης, ο στόχος του συγγραφέα τελεσφορεί ξανά. Και ο στόχος αυτός δεν είναι άλλος από το να μεταδώσει σε ένα ευρύτερο κοινό επίκαιρους ακόμη και σήμερα προβληματισμούς, χωρίς να απομακρύνεται από την ίδια την ιστορία και το κλίμα της εποχής που τη δημιούργησε.
Δεν είναι πάντα ο Έρωτας που κρατά ενωμένους δυο ανθρώπους, άντρα και γυναίκα… Όχι, άρχοντά μου! Είναι κι άλλα πολλά… Είναι η Εκτίμηση –μ’ αυτήν στεριώνεις το σπιτικό–, είναι ο Σεβασμός – μ’ αυτόν σχεδιάζεις το μέλλον· είναι η Συντροφικότητα – με τούτη είναι που βγάζεις από το δωμάτιο τη μοναξιά… Είναι και η Αγάπη! Αυτή που στο σπιτικό της φιλοξένησε τον Έρωτα και πάντα χαίρεται τη συντροφιά των άλλων των τριών που είπα. Πολλές φορές τούτη η Αγάπη τυχαίνει όχι μόνο να φιλοξενήσει τον Έρωτα, μα και να συγκατοικήσει μαζί του για χρόνια πολλά. Μα κι άλλες φορές τυχαίνει σύντομα να τον αποχαιρετά… Κι ίσως –ίσως, λέω εγώ που έζησα μόνος μου, γι’ αυτό και δεν μπορώ να μη ζητήσω τη βοήθεια αυτού του ίσως– έτσι να είναι πιο σωστό… Στεριώνει πιο γερά το σπιτικό που με σύνεση κυρίως φτιάχτηκε κι απλώς κάποια στιγμή το στόλισαν τα πετράδια του πάθους.
Ο θρύλος της υπερβατικής αγάπης ανάμεσα στον ιππότη Τριστάνο, τον βασιλιά και θείο του Μάρκο της Κορνουάλης και τη γυναίκα του Ιζόλδη της Ιρλανδίας (κελτικής μάλλον καταγωγής, αν και αρκετά στοιχεία του παραπέμπουν σε αρχαιοελληνικούς μύθους) βρίσκει την προέλευσή του στην προφορική παράδοση. Η πρώτη της καταγεγραμμένη μορφή εμφανίζεται αποσπασματικά, σε ποιητική φόρμα, τον 12ο αιώνα από τον Βρετανο-Νορμανδό Béroul. Την ίδια περίπου περίοδο, ακολουθεί η επίσης ποιητική εκδοχή του Thomas of Britain, με μία πλειάδα αναπλάσεων και παραλλαγών να ξεφυτρώνουν αργότερα σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, καθιστώντας τον ανυπότακτο έρωτα του θρυλικού ζευγαριού το ηχηρότερο μοτίβο της δυτικής λογοτεχνίας, πάνω στο οποίο βασίστηκε η μετέπειτα ιδέα του ρομαντισμού.
Η αυτοκαταστροφική αυτή ιστορία αγάπης και εξαπάτησης ενάντια σε ουράνιους και επίγειους νόμους δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο τον Richard Wagner. Από την κορυφαία του όπερα ο Μάνος Κοντολέων αντλεί –κατά δική του ομολογία– την έμπνευσή του. Δεν στέκεται όμως μήτε στο λιμπρέτο, μήτε στις εξαίσιες δράσεις επί σκηνής. Ερευνά, αναμοχλεύει τις παλιές πηγές, διαβάζει τον Béroul, αλλά και τον πιο σύγχρονο και λογοτεχνικότερο Joseph Bédier (1864-1938), διατηρεί το πρωτόλειο υλικό και με τη μέθοδο της προσθαφαίρεσης που τόσο καλά γνωρίζει, αναδημιουργεί με θαυμαστή οικειότητα, λυρικότητα και αξιοπρέπεια μια ιστορία-στολίδι, κομψά διακοσμημένη από τη Βάσω Ψαράκη με ατμοσφαιρικές βινιέτες και σκίτσα εμπνευσμένα από μεσαιωνικά, εικονογραφημένα χειρόγραφα.
Ως εμβληματικό μοτίβο στις σελίδες αυτού του ερωτικού και εξόχως τραγικού μεσαιωνικού μυθιστορήματος, προβάλλει η παρουσία του γλάρου αφηγητή, ενός χαρακτήρα με ενεργή συμμετοχή στην εξέλιξη των γεγονότων. Η ματιά του, περισκοπική και ενδοσκοπική, κινείται ανάλαφρα στη σφαίρα του φυσικού, ενώ η φωνή του, πειστική, στοχαστική και ενίοτε σκωπτική, ξετυλίγει το νήμα του γνωστού θρύλου ξεκινώντας από τις ακτές της Κορνουάλης και καταλήγοντας, χρόνια μετά, στον μακρινό βορρά, όπου εξελίσσεται η τελευταία πράξη του δράματος.
Ζω δίπλα σ’ ένα λιμανάκι. Σε βαθούλωμα βράχου κουρνιάζω. Δεν ταξιδεύω πια πάνω από πέλαγα, δεν αναζητώ καταφύγιο σε άλλα ακρογιάλια. Όσα θαλασσινά ταξίδια έκανα ήταν τότε που ο Τριστάνος πηγαινοερχόταν από την Κορνουάλη στην Ιρλανδία. Α, κι άλλο ένα ακόμα αξιώθηκα. Αλλά γι’ αυτό θα σας μιλήσω όταν έρθει η δική του ώρα.
[…]
Λένε πως από όλα τα πετούμενα, οι αετοί είναι αυτοί που έχουν την πιο δυνατή όραση. Δε θα το αρνηθώ. Μα να πω και το δικό μου, το δικό μας, εμάς των γλάρων το παράπονο – για τη δικιά μας τη ματιά που τρέχει σαν ηλιαχτίδα και ξεχωρίζει μέσα στα νερά –θολά, ήρεμα κι ανταριασμένα– ακόμα και μαριδάκι… Γι’ αυτή τη δική μας τη ματιά, κουβέντα δεν έχετε να πείτε;
Βεβαίως, ο γλάρος υποδύεται την περσόνα του συγγραφέα και είναι δικό του εύρημα. Βουτά σαν κι αυτόν στη σκοτεινιά του μεσαιωνικού παρελθόντος, ακολουθεί τους ήρωες σε θάλασσα και στεριά, αφουγκράζεται, παρατηρεί, προβληματίζεται, συμπάσχει και συμμετέχει, κρίνει και αυτοκρίνεται, αναλαμβάνει ευθύνες. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς πως ενσαρκώνει τη νεωτερικότητα, τον νέο τρόπο σκέψης με τον οποίο ένας σύγχρονος δημιουργός διαχειρίζεται διλήμματα, ιδεοληψίες και στερεότυπα μιας μακρινής για τα σημερινά δεδομένα ιστορικής εποχής. Χάρη στην οικειότητα της δικής του φωνής, οι εξωκειμενικές αναφορές ενσωματώνονται και εγκιβωτίζονται, ενώ η γλώσσα λάμπει μέσα στην απλότητά της. Απλότητα ωστόσο φαινομενική, αποτέλεσμα συγγραφικής δεξιοτεχνίας, αλλά και επίγνωσης της ευθύνης του συγγραφέα απέναντι στον αναγνώστη, είτε αυτός είναι ενήλικος, είτε έφηβος νέος.
Πατώντας, εν ολίγοις, σ’ ένα θέμα διαχρονικό και με εργαλείο τον ευκρινή και καλαίσθητο γραπτό λόγο, ο Κοντολέων υπερβαίνει τα όρια της ανάπλασης του κλασικού έργου επιδιώκοντας ένα είδος συνομιλίας μεταξύ αναγνώστη και αφηγητή. Κατανοώντας αυτή τη διάθεση συνομιλίας μπορεί κανείς να εισπράξει, φυσικά και αβίαστα, την ακριβοπόθητη απόλαυση του κειμένου, όπως θα έλεγε ο Roland Barthes.

Πρώτη ανάρτηση:

6.12.19

Ο λαβύρινθος του Πάνα




Γκιγιέρμο ντελ Τόρο – Κορνίλια Φούνκε
«Ο λαβύρινθος του Πάνα»
Μετάφραση: Άννα Κοντολέων
Εκδόσεις Ψυχογιός


Είναι συνηθισμένο να μεταφέρεται ένα επιτυχημένο μυθιστόρημα στον κινηματογράφο.
Σε τέτοιες περιπτώσεις ο σεναριογράφος έχει στα χέρια του μια σωστά δομημένη αφήγηση, ο σκηνοθέτης ένα βαθιά ανεπτυγμένο προβληματισμό, οι ηθοποιοί σταθερές βάσεις ερμηνευτικών προσεγγίσεων.
Βέβαια κάθε Τέχνη έχει τους δικούς της  κανόνες και τελικά δεν θα πρέπει να προσπαθούμε να συγκρίνουμε μεταξύ τους το ίδιο έργο στις δυο διαφορετικές μορφές του. Ο κινηματογράφος στηρίζεται στην εικόνα, η λογοτεχνία στις λέξεις. Αν κάτι έχει νόημα να διευκρινισθεί, αυτό πρέπει να είναι το κατά πόσο η μια ή η άλλη έκφραση φτάνει με αποτελεσματικότητα στο στόχο της.
Σε κάθε περίπτωση πάμπολλα είναι τα σημαντικά  έργα της λογοτεχνίας που μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη και μάλιστα κάποιες από τις ταινίες που δημιουργήθηκαν έχουν τη ίδια -ή και μεγαλύτερη- φήμη και αξία με τα μυθιστορήματα που τις γέννησαν.
Η αντίστροφη πορεία -από ταινία, δηλαδή, σε  λογοτεχνικό έργο- δεν είναι κάτι το σύνηθες. Προσωπικά δε γνώριζα μια τέτοια περίπτωση.
Οπότε και με μεγάλο ενδιαφέρον ξεκίνησαν να διαβάζω το μυθιστόρημα «Ο λαβύρινθος του Πάνα» που το έχουν γράψει ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο και η Κορνίλια Φούνκε.
Ο ντελ Τόρο είναι εκείνος που είχε υπογράψει το σενάριο και τη σκηνοθεσία της ομώνυμης ταινίας του 2006 και η οποία είχε ιδιαιτέρως και παγκοσμίως εκτιμηθεί.
Το 2019 ο ίδιος υπογράφει μαζί με την Φούνκε και το μυθιστόρημα αυτό.
Η Κορνίλια Φούνκε είναι μια από τις πλέον γνωστές και επιτυχημένες συγγραφείς παιδικών βιβλίων (στην Ελλάδα κυκλοφορούν λίγα δικά της έργα).
Δεν μπορώ να γνωρίζω τη συμμετοχή του καθενός εκ των δύο που υπογράφουν το μυθιστόρημα, στην μετατροπή της εικόνας σε λέξεις. Αλλά αν κρίνω από τη δομή της υπόθεσης, πιστεύω πως πρέπει να ήταν η Φούνκε, που  αφού κράτησε σχεδόν σταθερή τη δομή της αφηγούμενης  ιστορίας έτσι όπως είχε ξετυλιχτεί στην ταινία, στη συνέχεια πρέπει να πρόσθεσε τις περιγραφές εκείνες όπου τόνισαν το μαγικό και φανταστικό στοιχείο της υπόθεσης.
Η υπόθεση του έργου ξετυλίγεται σε κάποιο δάσος της Ισπανίας, λίγα χρόνια μετά την επικράτηση της δικτατορίας του Φράνκο, όταν ακόμα οι αριστεροί υποστηρικτές της νόμιμα εκλεγμένης κυβέρνησης προσπαθούσαν φέρουν και πάλι τη Δημοκρατία στη χώρα.
Κεντρικά πρόσωπα στην ιστορία είναι ένας σκληρός αξιωματικός των δυνάμεων του Φράνκο, η υπηρέτρια του που βοηθά τους αντάρτες και ένα μικρό κορίτσι που κινείται ανάμεσά τους ως μια υπενθύμιση του δικαιώματος κάθε ατόμου στην ελεύθερη έκφραση.
Αυτό το μικρό κορίτσι, με το συμβολικό όνομα Οφηλία, κινείται άλλοτε δίπλα σε πλάσματα που εκφράζουν  το όνειρο και άλλοτε δίπλα σε άτομα ρεαλιστικά -άλλα από αυτά πολύ σκληρά και απάνθρωπα, άλλα πάλι που υπηρετούν διαχρονικές αξίες.
Μια ιστορία με πολιτικό υπόβαθρο και γεμάτη στοιχεία θρύλων. Σκοτεινή όσο και μαγική, τρυφερή όσο και σκληρή.
Τα ίδια αυτά στοιχεία στην ταινία είχαν προσδώσει μια ιδιαίτερη γοητεία, την κρατούσαν όμως σε μια ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στο ρεαλισμό και την φαντασία.
Η Κορνίλια Φούνκε πρέπει να έφερε στην μυθιστορηματική απόδοση του έργου μια ανατροπή. Το μαγικό στοιχείο αποκτά βάθος και γίνεται το όχημα της αφήγησης. Έτσι η αντίθεση ανάμεσα στο άδικο και το δίκιο, ανάμεσα στο σκληρό και το τρυφερό, αποκτά μια διαχρονική συμβολικότητα και οι λέξεις βοηθούν στο να αποκτήσουν τα πλάσματα των ονείρων μια ουσιαστική αντιστοίχιση  με την ιδέα της δικαιοσύνης.
Αφού διάβασα το μυθιστόρημα, θέλησα να ξαναδώ την ταινία. Και ομολογώ πως θεωρώ τη λογοτεχνική απόδοση πλέον ώριμη, πιο ατμοσφαιρική, περισσότερο συναρπαστική.
Ασφαλώς σε αυτή την άποψη με βοήθησε να σταθώ και η ιδιαιτέρως επιτυχημένη μετάφραση του έργου στη γλώσσα μας.

Πρώτη ανάρτηση:

1.12.19

Τριστάνος και Ιζόλδη- Μια ιστορία των γλάρων: Όταν ο Μ. Κοντολέων καθηλώνει



Le roman de Tristan et Iseut. Το μυθιστόρημα του Τριστάνου και της Ιζόλδης. Μια σχεδόν αρχετυπική ιστορία που ταξίδεψε από τον 11ο αιώνα ως τις μέρες μας κατακερματισμένη, καθώς άλλες εγγραφές εχάθηκαν εξ’ όλοκλήρου και άλλες, ευτυχώς, μας διέσωσαν μεγάλα τμήματα, όπως αυτή του περίπου σύγχρονου της ιστορίας ποιητή Μπερούλ και του Τομάς, κάπου τρεις χιλιάδες στίχοι έκαστος. Ο Τριστάνος του Γάλλου συγγραφέα και μελετητή του Μεσαίωνα Τζόζεφ Μπεντιέ, πάλι, που συνετέθη στο τέλος του δεκάτου ένατου αιώνα, έφερε στους αναγνώστες την ιστορία των δύο ερωτευμένων που “ήπιαν την αγάπη και τον θάνατο” με τον τρόπο των γνήσιων τροβαδούρων και όπως τραγουδήθηκε στους κουρασμένους από τις μάχες Γάλλους στρατιώτες του 11ου αιώνα, έτσι όπως η Κέλτικης γέννας αυτή ιστορία γοήτευσε τους προ εννέα αιώνων Γάλλους και έσπειρε τον ρομαντισμό του παντού, κατά τα φαινόμενα και σε αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματουργίας, βλέπε Ρωμαίος και Ιουλιέτα.

Στα βιβλία των Μπερούλ και Μπεντιέ στηρίχθηκε ο Μάνος Κοντολέων για να δημιουργήσει τη δική του διασκευή επί της ιστορίας αυτής. Δεδομένης της χρήσης ενός εντελώς διαφορετικού αφηγηματικού σχήματος, των αφηγητών γλάρων που ίπτανται πάνω τα βράχια της Κορνουάλης και τις ακτές της Ιρλανδίας θωρώντας σκωπτικά κάθε εξέλιξη, της παράλειψης αρκετών γεγονότων και της ενσωμάτωσης άλλων πρωτογενών, αλλά κυρίως της ύπαρξης τόσο Κοντολεωνικού ύφους και γλώσσας, σχεδόν ακροβατούμε όταν μιλάμε για διασκευή του μεσαιωνικού θρύλου. Ο διαπρεπής Έλληνας συγγραφέας επανεγγράφει, μετά τον Θερβάντες με το Ζήσε όπως ο Δον Κιχώτης και τον Ραμπελαί με Το βιβλίο της ζωής του Μεγάλου Γαργαντούα όταν ακόμα ήταν παιδί και νέος άντρας, τον κλασικό μύθο του Τριστάνου και της Ιζόλδης, μετασχηματίζοντάς τον με τέτοιο τρόπο και με τα προαναφερθέντα δομικά χαρακτηριστικά, έτσι ώστε να διαβάζουμε κάτι του οποίου γνωρίζουμε μόνο τον βασικό ιστό του.

Ο Μ. Κοντολέων αποσύρει το κέντρο βάρους του αναγνώστη από τις σταθερές του ερωτικού ειδυλλίου, από το τι και πώς έγινε και μεταθέτει το ενδιαφέρον στο σαρκαστικό, λακωνικό βλέμμα των γλάρων επί των ανθρώπινων πεπραγμένων, τους καθολικούς νόμους της φύσης που σαλεύουν τον νου των ανθρώπων και στις επιλογές του να ιχνηλατήσει τον έρωτα και τον θάνατο Σολωμικά (“μόλις εἶν᾿ ἔτσι δυνατὸς ὁ Ἔρωτας καὶ ὁ Χάρος”*) και θα έλεγα με την γλυκύτητα του δημοτικού τραγουδιού (“τι έρωτας τι θάνατος δεν έχεις να διαλέξεις“*) και να ισορροπήσει έτσι ώστε να παραδώσει τον μύθο θελκτικό για κάθε αναγνωστική ηλικία.

Με απαράμιλλο ρυθμό, με την υψηλή ποιότητα και την παραμυθένια αύρα τον λέξεων του Μ. Κοντολέων, η δύναμη του Τριστάνου και της Ιζόλδης, του έρωτα και του θανάτου, έρχεται με ορμή και σαγήνη να καθηλώσουν κάθε αναγνώστη. Ο συγγραφέας παίρνει την διαχρονικότητα του οικουμενικού αυτού έπους αγάπης και επανανοηματοδοτεί τις αξίες του αφού αυτές γίνονται διάτρητες στο ράμφος των γλάρων της Κέλτικης θάλασσας που θυμίζουν αφηγητή και χαμηλόφωνο σχολιαστή πίσω από την φωνή του τροβαδούρου. “Αν θέλετε να μάθετε την ιστορία ενός τόπου, τα πάθη και τα όνειρα όσων τον κατοικούνε, ελάτε σ’ εμάς… Ζητήστε να σας τα πούμε όλα”.

Κι είναι αυτός, ένας γλάρος που ξεκινά να ξετυλίγει μια από τις πιο ωραίες ιστορίες των “παιχνιδιάρηδων” ανθρώπων και ίσως μόνο “παιχνιδιάρηδων”, εκείνη στους απόκρημνους βράχους της Κορνουάλης στην Νοτιοδυτική Μεγάλη Βρετανίας την εποχή που βασιλιάς της ήταν ο Μάρκος.

Η αδερφή του παντρεύτηκε, πριν πολλά χρόνια τον κύρη ενός νησιού (βασιλιάς Ριβαλάν) που την ερωτεύτηκε σφόδρα, πήγε στα μέρη του να γεννήσει ένα αγόρι, μα η δύσμοιρη πέθανε πάνω στη γέννα, έζησε το αγόρι, που μεγάλωσε δίχως μάνα. Και το όνομά του ήτανε Τριστάνος, που σημαίνει θλιμμένος. Και πήγε σαν μεγάλωσε στο κάστρο του Μάρκου να κερδίσει με το σπαθί του τον τίτλο του ιππότη. Μπήκε στη φρουρά του άρχοντα ο Τριστάνος κι ύστερα γίνηκε υπασπιστής του, δίχως να ξέρει πως είναι ανιψιός του.

Κι όταν ήρθε ο Μόρχολτ, αδερφός της γυναίκας του βασιλιά της Ιρλανδίας, απαιτώντας από τον Μάρκο φόρο υποτέλειας από ήττα παλιά τριακόσια αγόρια και κορίτσια, ο Μάρκος αρνήθηκε και ο φοβερός Μόρχολτ ζήτησε έναν να μονομαχήσει μαζί του για να κριθεί η απονομή του φόρου. Και ο Τριστάνος προσφέρθηκε εθελοντικά να πολεμήσει με τον ανίκητο γίγαντα που τους απειλούσε. Και τον νίκησε και το όνομά του τράνεψε μεμιάς εκείνη τη μέρα. Μόνο που ένα μικρό κομμάτι από το ατσάλινο σπαθί του έμεινε στο κορμί του Μόρχολτ. Κι αυτό το μικρό κομμάτι ήταν που έκαμε την αδελφή του, να ορκιστεί να εκδικηθεί όποιος σκότωσε τον αδερφό της.

Ο Μάρκος έπρεπε να παντρευτεί, να αποκτήσει τον δικό του γιο. Και η εκλεκτή ήταν… η Ιζόλδη, η πριγκίπισσα του τόπου του Μόρχολτ. Η αδερφή του! Η συνέχεια στο βιβλίο…

“Να ένα ακόμα από τα τερτίπια του Έρωτα που δεν μπορώ να καταλάβω. Να φέρνει τον θάνατο μαζί με τη ζωή”

Εκδόσεις Πατάκη. Από 9 περίπου ετών. Θαυμάσιο. Προτείνεται.

_ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _

*Ο Κρητικός- Δ. Σολωμός

Από Απόστολος Πάππος -27/11/20190284
https://www.elniplex.com/%cf%84%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%ac%ce%bd%ce%bf%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b9%ce%b6%cf%8c%ce%bb%ce%b4%ce%b7-%ce%bc%ce%b9%ce%b1-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%b3%ce%bb%ce%ac%cf%81%cf%89%ce%bd-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%bc%ce%ac%ce%bd%ce%bf%cf%85-%ce%ba%ce%bf%ce%bd%cf%84%ce%bf%ce%bb%ce%ad%cf%89%ce%bd/?fbclid=IwAR0b3Epii_pleokudaAA4fLoPryPk0SREz0EPFbK8AJkJnu_7gtO_rph6bI