Pages

14.12.19

"Τριστάνος και Ιζόλδη" -η Γεωργία Γαλανοπούλου έγραψε στο diastixo.gr




Μόλις πριν από έναν χρόνο, το Πανεπιστήμιο Αθηνών αφιέρωσε μια ημερίδα στον πεζογράφο, διηγηματογράφο και κριτικό Μάνο Κοντολέων, για να τιμήσει τα 40 χρόνια προσφοράς του στα ελληνικά γράμματα. Όλα όσα ακούστηκαν την ημέρα εκείνη από πανεπιστημιακούς και μελετητές της λογοτεχνίας επιβεβαίωσαν το αναμενόμενο: Ότι ο Κοντολέων, ο αφοσιωμένος και χαλκέντερος συγγραφέας με την απίστευτη παραγωγικότητα, είναι ένας από τους σημαντικότερους της εποχής μας.

Τα τελευταία χρόνια, το εγχείρημά του να κατασκευάσει τις δικές του ιστορίες αναπλάθοντας γιγάντια έργα του δυτικού πολιτισμού –όπως ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες και ο Γαργαντούας του Ραμπελαί (Πατάκης 2018 αμφότερα)– απέφερε ένα αποτέλεσμα ξεχωριστής εκφραστικής δύναμης και αισθητικής. Στο τρίτο βιβλίο της ίδιας σειράς, όπου δυο γλάροι αφηγούνται την ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης, ο στόχος του συγγραφέα τελεσφορεί ξανά. Και ο στόχος αυτός δεν είναι άλλος από το να μεταδώσει σε ένα ευρύτερο κοινό επίκαιρους ακόμη και σήμερα προβληματισμούς, χωρίς να απομακρύνεται από την ίδια την ιστορία και το κλίμα της εποχής που τη δημιούργησε.
Δεν είναι πάντα ο Έρωτας που κρατά ενωμένους δυο ανθρώπους, άντρα και γυναίκα… Όχι, άρχοντά μου! Είναι κι άλλα πολλά… Είναι η Εκτίμηση –μ’ αυτήν στεριώνεις το σπιτικό–, είναι ο Σεβασμός – μ’ αυτόν σχεδιάζεις το μέλλον· είναι η Συντροφικότητα – με τούτη είναι που βγάζεις από το δωμάτιο τη μοναξιά… Είναι και η Αγάπη! Αυτή που στο σπιτικό της φιλοξένησε τον Έρωτα και πάντα χαίρεται τη συντροφιά των άλλων των τριών που είπα. Πολλές φορές τούτη η Αγάπη τυχαίνει όχι μόνο να φιλοξενήσει τον Έρωτα, μα και να συγκατοικήσει μαζί του για χρόνια πολλά. Μα κι άλλες φορές τυχαίνει σύντομα να τον αποχαιρετά… Κι ίσως –ίσως, λέω εγώ που έζησα μόνος μου, γι’ αυτό και δεν μπορώ να μη ζητήσω τη βοήθεια αυτού του ίσως– έτσι να είναι πιο σωστό… Στεριώνει πιο γερά το σπιτικό που με σύνεση κυρίως φτιάχτηκε κι απλώς κάποια στιγμή το στόλισαν τα πετράδια του πάθους.
Ο θρύλος της υπερβατικής αγάπης ανάμεσα στον ιππότη Τριστάνο, τον βασιλιά και θείο του Μάρκο της Κορνουάλης και τη γυναίκα του Ιζόλδη της Ιρλανδίας (κελτικής μάλλον καταγωγής, αν και αρκετά στοιχεία του παραπέμπουν σε αρχαιοελληνικούς μύθους) βρίσκει την προέλευσή του στην προφορική παράδοση. Η πρώτη της καταγεγραμμένη μορφή εμφανίζεται αποσπασματικά, σε ποιητική φόρμα, τον 12ο αιώνα από τον Βρετανο-Νορμανδό Béroul. Την ίδια περίπου περίοδο, ακολουθεί η επίσης ποιητική εκδοχή του Thomas of Britain, με μία πλειάδα αναπλάσεων και παραλλαγών να ξεφυτρώνουν αργότερα σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, καθιστώντας τον ανυπότακτο έρωτα του θρυλικού ζευγαριού το ηχηρότερο μοτίβο της δυτικής λογοτεχνίας, πάνω στο οποίο βασίστηκε η μετέπειτα ιδέα του ρομαντισμού.
Η αυτοκαταστροφική αυτή ιστορία αγάπης και εξαπάτησης ενάντια σε ουράνιους και επίγειους νόμους δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο τον Richard Wagner. Από την κορυφαία του όπερα ο Μάνος Κοντολέων αντλεί –κατά δική του ομολογία– την έμπνευσή του. Δεν στέκεται όμως μήτε στο λιμπρέτο, μήτε στις εξαίσιες δράσεις επί σκηνής. Ερευνά, αναμοχλεύει τις παλιές πηγές, διαβάζει τον Béroul, αλλά και τον πιο σύγχρονο και λογοτεχνικότερο Joseph Bédier (1864-1938), διατηρεί το πρωτόλειο υλικό και με τη μέθοδο της προσθαφαίρεσης που τόσο καλά γνωρίζει, αναδημιουργεί με θαυμαστή οικειότητα, λυρικότητα και αξιοπρέπεια μια ιστορία-στολίδι, κομψά διακοσμημένη από τη Βάσω Ψαράκη με ατμοσφαιρικές βινιέτες και σκίτσα εμπνευσμένα από μεσαιωνικά, εικονογραφημένα χειρόγραφα.
Ως εμβληματικό μοτίβο στις σελίδες αυτού του ερωτικού και εξόχως τραγικού μεσαιωνικού μυθιστορήματος, προβάλλει η παρουσία του γλάρου αφηγητή, ενός χαρακτήρα με ενεργή συμμετοχή στην εξέλιξη των γεγονότων. Η ματιά του, περισκοπική και ενδοσκοπική, κινείται ανάλαφρα στη σφαίρα του φυσικού, ενώ η φωνή του, πειστική, στοχαστική και ενίοτε σκωπτική, ξετυλίγει το νήμα του γνωστού θρύλου ξεκινώντας από τις ακτές της Κορνουάλης και καταλήγοντας, χρόνια μετά, στον μακρινό βορρά, όπου εξελίσσεται η τελευταία πράξη του δράματος.
Ζω δίπλα σ’ ένα λιμανάκι. Σε βαθούλωμα βράχου κουρνιάζω. Δεν ταξιδεύω πια πάνω από πέλαγα, δεν αναζητώ καταφύγιο σε άλλα ακρογιάλια. Όσα θαλασσινά ταξίδια έκανα ήταν τότε που ο Τριστάνος πηγαινοερχόταν από την Κορνουάλη στην Ιρλανδία. Α, κι άλλο ένα ακόμα αξιώθηκα. Αλλά γι’ αυτό θα σας μιλήσω όταν έρθει η δική του ώρα.
[…]
Λένε πως από όλα τα πετούμενα, οι αετοί είναι αυτοί που έχουν την πιο δυνατή όραση. Δε θα το αρνηθώ. Μα να πω και το δικό μου, το δικό μας, εμάς των γλάρων το παράπονο – για τη δικιά μας τη ματιά που τρέχει σαν ηλιαχτίδα και ξεχωρίζει μέσα στα νερά –θολά, ήρεμα κι ανταριασμένα– ακόμα και μαριδάκι… Γι’ αυτή τη δική μας τη ματιά, κουβέντα δεν έχετε να πείτε;
Βεβαίως, ο γλάρος υποδύεται την περσόνα του συγγραφέα και είναι δικό του εύρημα. Βουτά σαν κι αυτόν στη σκοτεινιά του μεσαιωνικού παρελθόντος, ακολουθεί τους ήρωες σε θάλασσα και στεριά, αφουγκράζεται, παρατηρεί, προβληματίζεται, συμπάσχει και συμμετέχει, κρίνει και αυτοκρίνεται, αναλαμβάνει ευθύνες. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς πως ενσαρκώνει τη νεωτερικότητα, τον νέο τρόπο σκέψης με τον οποίο ένας σύγχρονος δημιουργός διαχειρίζεται διλήμματα, ιδεοληψίες και στερεότυπα μιας μακρινής για τα σημερινά δεδομένα ιστορικής εποχής. Χάρη στην οικειότητα της δικής του φωνής, οι εξωκειμενικές αναφορές ενσωματώνονται και εγκιβωτίζονται, ενώ η γλώσσα λάμπει μέσα στην απλότητά της. Απλότητα ωστόσο φαινομενική, αποτέλεσμα συγγραφικής δεξιοτεχνίας, αλλά και επίγνωσης της ευθύνης του συγγραφέα απέναντι στον αναγνώστη, είτε αυτός είναι ενήλικος, είτε έφηβος νέος.
Πατώντας, εν ολίγοις, σ’ ένα θέμα διαχρονικό και με εργαλείο τον ευκρινή και καλαίσθητο γραπτό λόγο, ο Κοντολέων υπερβαίνει τα όρια της ανάπλασης του κλασικού έργου επιδιώκοντας ένα είδος συνομιλίας μεταξύ αναγνώστη και αφηγητή. Κατανοώντας αυτή τη διάθεση συνομιλίας μπορεί κανείς να εισπράξει, φυσικά και αβίαστα, την ακριβοπόθητη απόλαυση του κειμένου, όπως θα έλεγε ο Roland Barthes.

Πρώτη ανάρτηση: