Pages
30.7.20
Γιώργος Παπαδάκης "Ο ταχυδρόμος" Εκδόσεις Εστία.
28.7.20
Οι "Δίδυμοι Ήλιοι της Ποντικούπολης" – Μια επαναστατική προκήρυξη
Δεν
έχουν περάσει δύο μήνες από την έκδοση του βιβλίου του Μάνου Κοντολέων "Οι
Δίδυμοι Ήλιοι της Ποντικούπολης" και διαβάζω πολλές αναφορές και κριτικές
γι’ αυτό. Σαν να είναι το βιβλίο αυτό μία τροφή για προβληματισμό και ένας
πομπός επαγρύπνησης. "Οι Δίδυμοι Ήλιοι της Ποντικούπολης"
επαναπροσδιορίζουν την αξία της εργασίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης.
Πρόκειται
για ένα βιβλίο το οποίο θίγει ζητήματα για την προστασία του περιβάλλοντος, τα
εργασιακά δικαιώματα, την ελευθερία της έκφρασης και τη σημασία του αγώνα για
μία καλύτερη και πιο δίκαιη ζωή. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου έγινε το 1979 και
φαντάζομαι η έμμεση μεταφορά της ιστορίας σε μία Ποντικούπολη με ήρωες
ποντικούς, ήταν ίσως εύστοχη επιλογή για τα δεδομένα εκείνης της ευμετάβλητης
πολιτικά εποχής. Επιπλέον, όταν θέλεις να μεταφέρεις μηνύματα σε παιδιά, το να
βάλεις τους ήρωες να είναι ζώα και όχι άνθρωποι είναι πιο οικείο και πιο αγαπητό
σε εκείνα.
Άλλωστε
και το δεύτερο βιβλίο που επίσης εκδόθηκε την ίδια εποχή από τον Μάνο Κοντολέων
είχε ήρωα ένα ελάφι. Αναφέρομαι στο "Ο Φωκίων ήταν ελάφι". Πώς
γίνεται όμως να είναι παραμύθι για παιδιά και παράλληλα να αποτελεί και έναν
σπουδαίο, άρτιο οδηγό μιας καλά οργανωμένης απεργίας; Θα έλεγα ότι είναι ένα
επαναστατικό παραμύθι το οποίο μέσα από το φανταστικό στοιχείο εξάπτει το
ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Η
προσεγμένη έκδοση και η μοναδική εικονογράφηση από τη Μυρτώ Δεληβοριά, η οποία
έχει επιμεληθεί ασπρόμαυρα το βιβλίο, δίνει τις εντάσεις εκεί όπου χρειάζεται,
αφήνοντας τον αναγνώστη να κάνει τη δική του νοερή εικόνα σε γεγονότα και
καταστάσεις του βιβλίου και να "δει" το δικό του χωριό με τις δύο
κορφές βουνών, άλλοτε στην Πελοπόννησο, άλλοτε πιο βόρεια, ανάλογα με τα
βιώματα και τις δικές του προσλαμβάνουσες.
Αυτό
που εντοπίζει κάθε αναγνώστης στα έργα του Μάνου Κοντολέων είναι η έμμεση
αναφορά σε γεγονότα, σε στερεότυπα, σε αξίες και ιδανικά. Δεν είναι απαραίτητα
αναγκαίο να δίνεται εμφανώς το περιεχόμενο του βιβλίου από τον τίτλο του. Ο
Μάνος Κοντολέων, ως άριστος τεχνίτης του λόγου και καλλιτέχνης με έργα που
αναδύονται μέσα από τη σύνθεση των λέξεων και των ιδεών, καταφέρνει και σε αυτό
το βιβλίο να είναι και επαναστάτης και ο καλός σύμβουλος-πατέρας.
Με
το κείμενο αυτό μεταφέρει τα παιδιά σε μία έμμεση συνθήκη, τα προβληματίζει και
τα ενεργοποιεί για να είναι αύριο οι μελλοντικοί ενεργοί πολιτικοποιημένοι
πολίτες μιας χώρας που τώρα όσο ποτέ άλλοτε το χρειάζεται αυτό πραγματικά. Όχι,
δεν πρόκειται για ένα βιβλίο που απευθύνεται μόνο σε παιδιά. Ο μικρός
αναγνώστης θα κάνει τη δική του ανάγνωση και ερμηνεία του βιβλίου.
Ο
ενήλικος αναγνώστης, όπως θα πει η Χρύσα Κουράκη στο diastixo.gr, «θα
αναγνωρίσει τους συμβολισμούς που είναι πολλοί και θα αναζητήσει να ερμηνεύσει
τη σχέση σημαινόντων και σημαινομένων στην πρόθεση του συγγραφέα. Το ίδιο
ουσιαστικά θα κάνει και το παιδί αναγνώστης, το οποίο μέσα από διαφορετικά
επίπεδα ανάγνωσης θα κατανοήσει, θα αναζητήσει και πιθανώς θα κάνει
ερμηνευτικούς συνειρμούς με βάση τις εμπειρίες, τη δεδομένη κοινωνική και
ιστορική του γνώση».
Διαβάζοντας
το βιβλίο, διαπιστώνει ο ενήλικος αναγνώστης πόσο όμορφα μπορεί ένα βιβλίο να
εμπνεύσει, να προβληματίσει το κάθε παιδί. Είναι η Κάλη, η οποία μέσα από την
αφήγηση παρουσιάζεται ως μία ήσυχη κοπέλα που ζει και εργάζεται μαζί με τον
πατέρα της και τον αγαπημένο της Λανσελίνο στη φάρμα, κάτω από το φως των
δίδυμων ήλιων, για να παρασκευαστεί το φημισμένο τυρί του τυροκομείου της
Ποντικούπολης.
Τι
αντιφατικό ή εύστοχο ως επιλογή να βάλεις ποντικούς να ετοιμάζουν τυρί, το
οποίο είναι και η αγαπημένη τους τροφή; Πόσο αυστηρός, άδικος, δυνάστης είναι ο
ιδιοκτήτης του τυροκομείου; Ο βαρόνος Πανταλέων, ο Δέκατος με τους αυλικούς
του, το φαφούτικο τσακάλι και τη σπιούνα Κουκουβάγια του επιτηρούν τη
διαδικασία παραγωγής και προσέχουν μη γίνει κάποια ατασθαλία.
Τι
γίνεται όμως όταν η Κάλη παθαίνει ένα ατύχημα και ο Λανσελίνος, ο αγαπημένος
της, προσπαθεί να τη βοηθήσει; Πόσο προβλέψιμα άδικα συμπεριφέρεται ο βαρόνος
Πανταλέων ο οποίος φέρει εξουσία; Πόσο διαφορετικά φέρεται η Κάλη; Είναι
αναμενόμενη η πορεία των γεγονότων μετά από την άδικη συμπεριφορά του βαρόνου
Πανταλέων; Δανείζομαι αυτούσια τα λόγια του Απόστολου Πάππου στο Elniplex τα
οποία και με εκφράζουν απόλυτα:
«Μέσα
από μια απολαυστική φαντασιακή αφήγηση, εύρυθμη, με λέξεις διαλεγμένες μία μία,
όπως πάντα, με πλήθος εμβριθών συμβολισμών και αλληγορικών ιδεών, ο δεινός
μυθοπλάστης Μάνος Κοντολέων φέρνει έναν μεστό οδηγό διαμαρτυρίας και
αντίστασης, ένα αιχμηρό εγχειρίδιο μη αποδοχής των άνωθεν θεσφάτων και
αναδεικνύει τον ρόλο της απεργίας δίχως να συμμερίζεται τον κάποτε εκφυλισμό
της από τους διαχειριστές της. Γιατί όταν θα φτάσεις στα δεκαοκτώ ή στα είκοσι
πέντε και θα βλέπεις σημάδια στον σβέρκο σου, θα είναι κάπως αργά να κόψεις την
αλυσίδα από το πόδι. Πρέπει να ξέρεις. Και με την Ποντικούπολη θα ξέρεις».
Είναι
όμορφο να βρίσκουν οι μικροί αναγνώστες βιβλία που να τους κάνουν να
σκέφτονται, να τους προετοιμάζουν για το αύριο, να τους εμπνέουν χωρίς να τους
καθοδηγούν! Ένα επίκαιρο, θα έλεγα διαχρονικό, επαναστατικό παραμύθι είναι
"Οι Δίδυμοι Ήλιοι της Ποντικούπολης", μιας και η αρχική ιδέα και
σύλληψη του έργου έχει διανύσει μία πορεία 41 χρόνων και πολλαπλών ηλικιακά
αναγνώσεων.
Βασιλική Ρεσβάνη
27.7.20
Έλενα Μαρούτσου «Θηριόμορφοι»
Έλενα
Μαρούτσου «Θηριόμορφοι»
Εκδόσεις Πόλις
Το
περιεχόμενο, το νόημα αν προτιμάτε, κάθε τι όμορφου είναι η ίδια η ομορφιά του.
Αυτή
η σκέψη κούρνιασε μέσα μου καθώς ολοκλήρωνα την ανάγνωση του τελευταίου
μυθιστορήματος της Έλενας Μαρούτσου, «Οι θηριόμορφοι».
Δύσκολο
και ίσως περιττό να προσπαθήσει κανείς να περιγράψει τη βασική πλοκή ενός έργου
που στην ουσία ακουμπά στην αλληλοσυμπλήρωση τριών ημιανεξάρτητων ιστοριών.
Στην πρώτη ένας πενηντάχρονος διανοούμενος που ζει κάτω από το βάρος του θανάτου
της γυναίκας του* στη δεύτερη η νεαρή Μαριάννα που αναζητά τις ρίζες της* στην
τρίτη μια τρόφιμος οικοτροφείου θηλέων μέσα από το θέατρο ανακαλύπτει τον τρόπο
να αρθρώσει τον δικό της λόγο.
Τρεις
αλληλοσυμπληρούμενες ιστορίες, όλες τους να προέρχονται (μάλλον να εμπνέονται) από τις 50 φωτογραφίες
της Laura Makabresku, δίνουν την ευκαιρία στην Έλενα Μαρούτσου να συνθέσει ένα κείμενο όπου το μαγικό στοιχείο συγκατοικεί με
το ρεαλιστικό, η ανίχνευση της εφηβείας συμπορεύεται με το άλγος της
ωριμότητας, η βαθιά θηλυκή σεξουαλικότητα απογυμνώνει την μονόπλευρη αρσενική
κατακτητικότητα και εντέλει η συνομιλία του γυναικείου σώματος με τα πτηνά και τα ζώα ερμηνεύει τη θηλυκή ταυτότητα και την αυτάρκειά της.
Μα
πάνω απ΄ όλα ή πιο σωστά όλα αυτά ενδεδυμένα με τη γοητεία της αφήγησης.
25.7.20
Συνέντευξη με την Ελένη Γκίκα
Συνέντευξη με την Ελένη Γκίκα
«Κάθε συγγραφέας έχει τις εμμονές του», παραδέχεται ο
Μάνος Κοντολέων, υποστηρίζοντας πως «Από ένα σημείο και μετά, θα έλεγα πως
όλους μας ένα, δυο, άντε τρία θέματα μας απασχολούν. Που τα γράφουμε με
διαφορετικούς τρόπους, διαφορετικές τεχνικές. Ο έρωτας και η ταυτότητα είναι
για μένα οι βασικότερες εμμονές. Με τις τεχνικές γραφής θέλω να έχω μια
ποικιλία. Να δοκιμάζω νέες ή να τροποποιώ παλιές.»
Το βιβλίο που ξεκίνησε να
συνθέτει «με ένα ιδιαίτερα φορτισμένο τρόπο», μας αποκαλύπτει « ήταν το διήγημα
της ομώνυμης συλλογής «Μαγική Μητέρα». Σχεδιάστηκε τη μέρα που έμαθα πως η
μητέρα μου θα πεθάνει. Και εκεί, στο νοσοκομείο, ενώ την κοιτούσα ακόμα
ναρκωμένη, η φράση Μαγική Μητέρα μπήκε μέσα μου και το διήγημα ήταν πλέον ζήτημα
ημερών για να γραφτεί». Και μιλώντας στο Liberal.gr θα μας πει όλα τα μυστικά
της γραφής του. Για τις ιστορίες που αγαπά, τους ήρωές του, τα βιβλία που μόλις
τέλειωσε, το μυθιστόρημα «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας» και το εφηβικό «Η μάσκα
του Καπιτάνο» που θα κυκλοφορήσουν την επόμενη χρονιά. Στο μεταξύ
επανακυκλοφορεί σε νέα έκδοση η «Ερωτική αγωγή» και «Οι δίδυμοι ήλιοι της
Ποντικούπολης».
- Κύριε Κοντολέων, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος,
χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Τελετουργία;… Όταν όλα
αυτά τα χρόνια που γράφω και εκδίδω βιβλία, παράλληλα και εργάστηκα και με
υπαλληλική σχέση, αλλά και σε θέσεις συμβουλευτικές ως προς τα εκδοτικά
προγράμματα εκδοτικού οίκου· όταν υπήρξα -και είμαι- σύζυγος· όταν υπήρξα
-και είμαι- πατέρας· όταν προσπάθησα να διατηρήσω από τη μια τις
ουσιαστικές μακρόχρονες φιλίες μου και από την άλλη να συμμετέχω σε
λογοτεχνικές εκδηλώσεις και δραστηριότητες… Ε, η τελετουργία της γραφής
μάλλον υπήρξε πολυτέλεια που ακόμα κι αν στιγμές τη λαχτάρησα, στην ουσία ποτέ
δεν τη χάρηκα.
- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την
αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Ξεκινώ από μια ιδέα, μια
σκέψη, ένα γεγονός. Στη συνέχεια στήνω ένα πλάνο δράσης και αναζητώ τα
κεντρικά πρόσωπα. Μετά ξεκινώ το γράψιμο. Ακολουθώ το αρχικό πλάνο, αλλά είμαι
έτοιμος και συνεχώς να το τροποποιώ.
Η συγγραφή κάθε βιβλίου
αποτελεί ένα μέρος της ζωής μου κατά τη διάρκεια των μηνών που το έγραφα. Άρα
το κάθε ένα είναι με το δικό του τρόπο μοναδικό. Θα έλεγα πάντως πως εκείνο που
ξεκίνησα να συνθέτω με ένα ιδιαίτερα φορτισμένο τρόπο, ήταν το διήγημα της
ομώνυμης συλλογής «Μαγική Μητέρα». Σχεδιάστηκε τη μέρα που έμαθα πως η μητέρα
μου θα πεθάνει. Και εκεί, στο νοσοκομείο, ενώ την κοιτούσα ακόμα ναρκωμένη, η
φράση Μαγική Μητέρα μπήκε μέσα μου και το διήγημα ήταν πλέον ζήτημα ημερών για
να γραφτεί.
- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές
που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε
μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Κάθε συγγραφέας έχει τις
εμμονές του. Από ένα σημείο και μετά, θα έλεγα πως όλους μας ένα, δυο, άντε
τρία θέματα μας απασχολούν. Που τα γράφουμε με διαφορετικούς τρόπους,
διαφορετικές τεχνικές. Ο έρωτας και η ταυτότητα είναι για μένα οι βασικότερες
εμμονές. Με τις τεχνικές γραφής θέλω να έχω μια ποικιλία. Να δοκιμάζω νέες ή να
τροποποιώ παλιές.
- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Μα νομίζω μια από τις
εμμονές μου -έρωτα ή ταυτότητα.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Το ίδιο θα σας απαντήσω
-έρωτα ή ταυτότητα.
- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο
τρόπο;
Το γιατί γράφουμε μια
συγκεκριμένη ιστορία ενώ πιο πριν έχουμε σκεφτεί και κάποιες άλλες· το
γιατί μας κατακτά ένας ήρωας ή μια ηρωίδα και όχι κάποιοι άλλοι… Αυτά όλα έχουν
ένα στοιχείο μαγικό. Και πιστέψτε με, δεν θέλω περισσότερο να το ψάξω. Μου αρέσει
να υπάρχει μαγεία… «Δε θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία» -όπως η Μπλανς
Ντιμπουά, έτσι κι εγώ…
- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Διάβαζα από τα πρώτα
παιδικά μου χρόνια. Συνειδητά, όμως, εντυπωσιάστηκα, στα χρόνια της εφηβείας
μου με το μυθιστόρημα «Ντεζιρέ» της Ανν – Μαρί Σελίνκο.
- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο
στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Όχι δεν υπάρχει ένα
βιβλίο που μου άλλαξε τη ζωή. Πολλά, πάρα πολλά, όλα μαζί μου τη διαμόρφωσαν…
Κι ακόμα -ευτυχώς- τη διαμορφώνουν.
- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Αμέτρητοι ειλικρινά.
- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από
απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Συχνά ακούω μουσική
προκλασική. Όχι όμως πάντα. Και διαβάζω παράλληλα και μάλιστα βιβλία παρόμοιου
θέματος ή τεχνικής με αυτό που γράφω. Σιωπή όμως θέλω -εννοώ όχι συζητήσεις…
Τώρα πια έχω αυτή την πολυτέλεια. Για χρόνια πολλά αναγκαζόμουν να γράφω
ανάμεσα σε πολλούς άλλους… Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Μόλις ολοκλήρωσα ένα νέο
μυθιστόρημα «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας» και τελειώνω ένα άλλο εφηβικό «Η
μάσκα του Καπιτάνο». Πιστεύω και στα δυο αυτά κείμενα. Φαντάζομαι πως θα
κυκλοφορήσουν μέσα στην επόμενη χρονιά. Θέλω λιγάκι να «ξεκουραστούν» στη
μνήμη του υπολογιστή μου.
25/7/2020
24.7.20
Η Διώνη Δημητριάδου στο diastixo
Είναι
άραγε η Ερωτική αγωγή ένα βιβλίο μόνο για άντρες; Σε μια πρώτη εντύπωση,
μοιάζει η ιστορία του Χρήστου Βαλλή και του γιου του, Άρη, που καλύπτει όλη τη
διάρκεια του 20ού αιώνα, να αφορά την ανδρική οπτική απέναντι στον έρωτα ως
ένστικτο αρχικά, ως συνειδητή πράξη κατόπιν, ως αγωγή που περνάει από γενιά σε
γενιά. Πόσο εφικτός, ωστόσο, είναι ο διαχωρισμός του ερωτικού τοπίου και πόσο
διαφορετική είναι η πρόσληψή του από τα δύο φύλα; Μέσα από στερεοτυπικές
αντιλήψεις που καθορίζουν δεσμευτικά τις συμπεριφορές και τα ιδεολογικά πλαίσια
που με τη σειρά τους τις υποστηρίζουν (εμφανής η διαλεκτική σχέση), χτίζεται η
διαπαιδαγώγηση και εξασφαλίζεται η διαιώνιση των κοινωνικών σχημάτων, που αφορά
και τα δύο φύλα αδιακρίτως, με συγκλίνουσες και αποκλίνουσες διαδρομές, σε κάθε
περίπτωση αλληλοσυμπληρούμενες. Ο έρωτας, άρρηκτα δεμένος με τις κοινωνικές
ανακατατάξεις, αποτελεί τον καθρέφτη στον οποίο διαφαίνεται η απογείωση και η
προσεδάφιση, η υπέρβαση ή η συγκαταβατική αποδοχή των ορίων. Η ερωτική πράξη
δημιουργεί απελευθερωμένα άτομα δίνοντας την ώθηση που απαιτείται για την
ποθητή αποδέσμευση. Η προβληματική αποδοχή, από την άλλη, του ερωτικού
ενστίκτου και η αποσιώπησή του υποτάσσει ακόμη πιο ταπεινωτικά στις έξωθεν
δεσμεύσεις. Όσο για τον 20ό αιώνα, που αποτελεί τον καμβά της ιστορίας, αυτός
κι αν έχει να δείξει ανατάσεις και καταβυθίσεις, επαναστάσεις και οικτρές
διαψεύσεις.
Η
Ερωτική αγωγή πρωτοεκδόθηκε το 2003. Ο Μάνος Κοντολέων θέλησε τότε να κάνει την
ανασκόπηση του προηγούμενου αιώνα, εκεί στο κατώφλι του καινούργιου. Και
εστίασε στο ερωτικό τοπίο, προκειμένου μέσα από το διάφανο γυαλί των ερωτικών
συμπεριφορών να αναδειχθεί η πολυμορφία και η ιδιαιτερότητα μιας εποχής που
έθρεψε τις προσδοκίες για να αποδεχτεί κατόπιν την αποτυχία του ονείρου. Αν
θέλουμε να μείνουμε μόνο στα ελληνικά δεδομένα, διαβάζοντας το βιβλίο έρχεται
στον νου ο ερωτικός Καραγάτσης, στον Γιούγκερμαν (πρωτοεκδόθηκε το 1938) αλλά
και ο Μεγάλος Ανατολικός του Εμπειρίκου, γραμμένος στο διάστημα 1945-1951, που
είδε το φως της έκδοσης πολύ αργότερα. Γραμμένα και τα δύο αυτά έργα μέσα στην
εποχή στην οποία τοποθετούν τις ιστορίες τους, αποτελούν κατεξοχήν αποτυπώσεις
του ερωτικού στοιχείου ως βασικού δείκτη κοινωνικής τοποθέτησης. Γι’ αυτό
αρκούνται στη μυθοπλασία και αφήνουν την πλοκή και τη διατύπωση των
συναισθημάτων των ηρώων τους να δώσουν το στίγμα των καιρών. Ο Κοντολέων,
γράφοντας με την ολοκλήρωση του αιώνα για όσα έχουν προηγηθεί, δεν μπορεί να
αρκεστεί μόνον στην πλοκή, γιατί στόχος του δεν είναι άλλη μια ευφάνταστη
ιστορία ερωτικού περιεχομένου, αλλά μια δοκιμιακή προσέγγιση του έρωτα με την
κάλυψη της μυθοπλασίας. Γι’ αυτό νιώθει την ανάγκη από τη θέση του παντογνώστη
αφηγητή με τη μηδενική εστίαση να παρέμβει κάθε φορά που η ιστορία του
χρειάζεται επεξηγήσεις, κάθε φορά που αισθάνεται ότι πρέπει, ξεφεύγοντας από το
αφηγηματικό πλαίσιο, να δώσει το χρονικό στίγμα της δικής του εποχής και να
θεωρήσει εν συνόλω την ερωτική αγωγή των παλαιότερων χρόνων με την επιρροή που
άσκησε στις μετέπειτα γενιές. Μια προκλητική μείξη των δύο ειδών – αν φυσικά
ενδιαφέρει εδώ η καταχώριση της λογοτεχνικής γραφής σε κατηγορίες. Προκλητική
και η γραφή του οπωσδήποτε. Πώς αλλιώς, όμως, να μιλήσεις για την αίσθηση του
έρωτα –εδώ με την πιο σωματική του διάσταση–, αν θέλεις να αποδώσεις τον τρόπο
που καταλαμβάνει όλο το είναι σου χωρίς να επιτρέπει ικανό χώρο για
συναισθηματικές αναλύσεις και ρομαντικές ερμηνείες; Ο έρωτας, όπως τον
αντιλαμβάνεται ο Κοντολέων, είναι γήινος, όλος σάρκα και αίμα, γι’ αυτό έξοχος
στην πληρότητά του. Νομίζω ότι η επιλογή της γλώσσας και φυσικά το ύφος της
γραφής προσδίδουν στην ιστορία του βιβλίου τη ρεαλιστική αληθοφάνεια, τόσο
απαραίτητη για να λειτουργήσει η όποια μυθοπλασία. Αν η βασική ιδέα καλυπτόταν
πίσω από αυτοπεριορισμούς χάριν μιας επίπλαστης και υποκριτικής κοσμιότητας, θα
είχαμε ένα τελείως διαφορετικό αποτέλεσμα, άνευρο και ανούσιο εν τέλει. Η καλή
γραφή λειτουργεί και με τη θεματική της αλλά και με τα πολύτιμα μορφολογικά
χαρακτηριστικά της, που αποδεικνύονται καθοριστικά για την ποιοτική της
αποτίμηση.
Η
ίδια η ιστορία, που καλύπτει δύο γενιές ερωτικής μύησης και διαπαιδαγώγησης,
είναι από μόνη της ικανή να δώσει την ταυτότητα των χρόνων που αποτελούν το
αφηγηματικό της φόντο. Ταυτόχρονα αποδίδει την ψυχοσύνθεση του άρρενος, στον
τρόπο που εκλαμβάνει τον κόσμο ως θεωρητικό «ζωτικό του χώρο» τοποθετώντας το
θήλυ σε θέση υποδεέστερη κοινωνικά, απογειώνοντάς το σε αντικείμενο του πόθου
του, ένα απαραίτητο «συμπλήρωμα» της κοινωνικής του καταξίωσης και (κυρίως εδώ)
της ερωτικής του επιβεβαίωσης. Παρακολουθούμε τον πατέρα, τον Χρήστο Βαλλή,
στην κοινωνική του ανέλιξη από το ορεινό χωριό της Ηπείρου και τα ύποπτα σπίτια
του έρωτα στα Γιάννενα του 1930, στα σαλόνια της Αθήνας του μεσοπολέμου, στην
Κυψέλη της αστικής διαμόρφωσης. Σπουδές που του ανοίγουν τον ορίζοντα για μια
αξιοπρεπή επαγγελματική αποκατάσταση, επιτρέποντάς του παράλληλα να κατακτήσει
τον άλλο τρόπο ζωής που ονειρεύεται, μέσα από έναν πλούσιο γάμο. Η γραφή,
εξυπηρετώντας την αρχική ιδέα, εστιάζει στην ερωτική ορμή του Βαλλή, την
εκμετάλλευση κάθε ευκαιρίας που του παρέχεται από τον νέο τρόπο διαβίωσης,
προκειμένου να διαμορφώσει τη συνειδητή ερωτική ταυτότητα· μια επιβεβαίωση του
ανδρισμού του, μια επαλήθευση της παντοδυναμίας του αρσενικού. Χρέος του,
ωστόσο, είναι να μυήσει στην ερωτική διαδρομή τη «συνέχειά» του, τον γιο του,
ώστε να μη χαθεί ό,τι με κόπο πολύ έχει κερδηθεί από τον ίδιο. Ο Άρης, βέβαια,
ανήκει στην επόμενη γενιά. Αν δεχτούμε ότι οι εποχές επηρεάζουν δραστικά τον
τρόπο που προσλαμβάνεται ο κόσμος από τη συνείδηση, τότε έχει (παράλληλα με τις
γονιδιακές καταβολές και την αναπόφευκτη αρχικά πατρική εικόνα προς μίμηση) και
μια δική του οπτική. Πώς θα δεχτεί την –αδιανόητη για την ηλικία του– γνώση ότι
ο πατέρας του έχει ερωτική ζωή; Πώς θα συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι η ερωτική
του ζωή αφορά την αδελφή της πρόωρα χαμένης μητέρας του; Πόσο περισσότερο, αν η
θεία του είναι στην πραγματικότητα η γυναίκα που τον μεγάλωσε; Θα διεκδικήσει
και αυτός μια πρόωρα ώριμη ερωτική συμπεριφορά ακολουθώντας τις υποδείξεις του
πατέρα. Η Φρόσω, πρώην οικιακή βοηθός αλλά και ερωμένη του Χρήστου Βαλλή, τώρα
πλέον μυημένη στον έρωτα επί πληρωμή, θα αναλάβει την ερωτική διαπαιδαγώγηση
του γιου στην πράξη. Η διαδοχή ετοιμάζεται. Ο πατέρας θα φροντίσει και για την
οικονομική αποκατάσταση του γιου, καθιστώντας τον ιδιοκτήτη οίκων ανοχής –
καθόλου δεν ξαφνιάζει φυσικά η επιλογή μιας τέτοιας επένδυσης. Όταν οι Βαλλήδες
εποπτεύουν το τοπίο με αυτές τις ιδιοκτησίες τους, έρχεται στον νου η εικόνα
του Γιούγκερμαν, του ήρωα του Καραγάτση, όταν αντικρίζει από ψηλά την πόλη που
φιλοδοξεί να κατακτήσει. Η διάθεση κοινή, όλα θα παραμερίσουν μπροστά στην
ανδρική ισχύ· το σημαινόμενο ίδιο κι ας διαφέρει το σημαίνον.
Ο έρωτας, άρρηκτα δεμένος με τις κοινωνικές
ανακατατάξεις, αποτελεί τον καθρέφτη στον οποίο διαφαίνεται η απογείωση και η
προσεδάφιση, η υπέρβαση ή η συγκαταβατική αποδοχή των ορίων.
Επανέρχομαι
στο αρχικό ερώτημα αυτού του σημειώματος: Είναι άραγε η Ερωτική αγωγή ένα
βιβλίο μόνο για άντρες; Θεωρώ ότι η θεματική εστίαση αφορά, όπως αποδεικνύεται,
την ανδρική οπτική, επιμένοντας στην πολυγαμική φύση του άρρενος, όπως εύσχημα
μέσα στους αιώνες «καταξιώθηκε» κοινωνικά αλλά και ιδεολογικά. Κανείς, όμως,
δεν μπορεί να υποστηρίξει με σοβαρότητα την πραγματική ισχύ ενός τέτοιου
ιδεολογήματος. Η ανθρώπινη φύση είναι πολυγαμική, και αυτό αφορά τα δύο φύλα,
όσο αυτά έχουν το σθένος να αποσείσουν τις κοινωνικά ισχύουσες στερεοτυπικές
αντιλήψεις. Θα είχε ενδιαφέρον, επομένως, να δούμε μια ιστορία γραμμένη από την
αντίπερα όχθη, το άλλο μισό της εικόνας, γεγονός που θα αποδείκνυε ότι η θεωρία
της ανδρικής ισχύος είναι ένα κοινωνικό κατασκεύασμα (παντοδύναμο βέβαια)
στηριγμένο εν πολλοίς στη ερωτική συμπεριφορά. Ο Μάνος Κοντολέων στη δική του
ιστορία, κάθε φορά που παραμερίζει την ανδρική φιγούρα για να εισχωρήσουν οι
γυναικείες, δεν επιτρέπει ανάλογες με την παραπάνω θεωρήσεις. Η γυναικεία
παρουσία στο βιβλίο του είναι πάντοτε παρακολούθημα του άντρα, συχνά εξάρτημα
της εικόνας του, εργαλείο της ηδονής του· και όταν αποκτά την ανεξαρτησία της,
αυτή πάντα συνδέεται με την παραχώρηση που επιτρέπει η δική του καταλυτική
μορφή.
Το
έργο της Βιρτζίνια Γουλφ «Ένα δικό σου δωμάτιο» θα ήταν ένα από τα ευαγγέλια του
φεμινιστικού κινήματος, αλλά αν η Τζένη ήθελε τον δικό της χώρο δεν ήταν για να
μπορεί εκεί μέσα να κρύψει τις όποιες άλλες προσωπικές της εκφράσεις, μα πολύ
απλά και με πατροπαράδοτη αντιφεμινιστικότητα τα εξωσυζυγικά της ατοπήματα.
(σ.240)
Επομένως,
η Ερωτική αγωγή είναι αρχικά ένα βιβλίο που αφορά τους άντρες, τουλάχιστον
(υποθετικά) ως προς τη συγγραφική πρόθεση. Ωστόσο, αποδεικνύεται ένα βιβλίο
πολύ ενδιαφέρον για τη γυναικεία αναγνωστική πρόσληψη, καθώς επιβεβαιώνει όσα
εκ της πείρας γνωρίζει η γυναίκα, αλλά και όσα υπονοεί ως ανδρική θεώρηση του
κόσμου. Με άλλα λόγια, όσα σπάνια ομολογούν οι άνδρες στο άλλο φύλο, όσα απλώς
αφήνουν να εκμαιευθούν από τασυμφραζόμενα των λέξεων και των συμπεριφορών. Συν
τοις άλλοις, ένα απολαυστικό βιβλίο και ως πλοκή και κυρίως ως μορφή. Σωστή και
η επιλογή για επανέκδοση, γιατί μπορεί να παρουσιάζει τη διαμόρφωση της
ερωτικής ζωής του 20ού αιώνα, ωστόσο ο σχολιασμός του συγγραφέα αγγίζει τον
σημερινό απόηχο, με ομοιότητες στα σημεία με το τωρινό τοπίο αλλά και με
ουσιαστικές διαφορές. Ο ίδιος στο σημείωμά του στην τωρινή έκδοση επισημαίνει
ίσως τη σημαντικότερη διαφοροποίηση:
-
[ο
20ός αιώνας] μια εποχή η οποία ξεκίνησε από τη θεοποίηση του Έρωτα και τελείωσε
με την αντίστοιχη θεοποίηση του Ερωτισμού· που απαρνήθηκε τη γλώσσα των σωμάτων
και μεταπήδησε σ’ εκείνη των ειδώλων· που η Όραση παραμέρισε τις άλλες αδελφές
της – την Όσφρηση, την Ακοή, τη Γεύση, την Αφή… Κυρίως αυτή. (σ.523)
Ποιος
θα διαφωνήσει ότι όσα γράφει εδώ ισχύουν σήμερα; Αλλά και ποιος σοβαρά θα υποστηρίξει
ότι η ερωτική εικόνα, όπως περιγράφεται εδώ, αφορά μόνο τον ανδρικό πληθυσμό;
22.7.20
Ο Περικλής Σφυρίδης στην παρουσίαση της Ερωτικής Αγωγής
Περικλής Σφυρίδης
Μάνος Κοντολέων
ΕΡΩΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη
Αθήνα, 2003, σελ.522.
Το κλείσιμο κάθε αιώνα είναι
συνήθως το κίνητρο για να αρχίσουν διάφορες αποτιμήσεις των πεπραγμένων του,
π.χ. ιστορικές, πολιτικές, οικονομικές, κ.ο.κ. Φυσικά στη σκυτάλη αυτή των
αποτιμήσεων δεν μένει απ’ έξω η λογοτεχνία, ιδίως όταν πρόκειται για τον 20ο
αιώνα με τα τόσο σημαντικά γεγονότα και αλλαγές, που σημάδεψαν τον κόσμο και
τον τόπο μας ειδικότερα. Μόνο που στη λογοτεχνία, η αποτίμηση δεν βασίζεται σε
«αντικειμενικά» κριτήρια, αλλά στην προσωπική οπτική γωνία του κάθε συγγραφέα,
που επιλέγει το θέμα και τον τρόπο με τον οποίο θα καταθέσει τις δικές του
απόψεις και εμπειρίες, για να μεταδώσει στον αναγνώστη τον προβληματισμό και τη
συγκίνηση, που ο ίδιος δέχτηκε από τα πεπραγμένα του αιώνα που εξιστορεί.
Έκρινα ότι η μικρή και κοινότοπη αυτή εισαγωγή ήταν απαραίτητη για να μπούμε
στο πνεύμα του καινούργιου μυθιστορήματος του Μάνου Κοντολέων ΕΡΩΤΙΚΗ
ΑΓΩΓΗ, που θα σας παρουσιάσουμε σήμερα.
Στο
βιβλίο του αυτό ο Κοντολέων επιλέγει ως θέμα τις αλλαγές της ερωτικής
συμπεριφοράς στον τόπο μας, από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τις
μέρες μας. Τις περιγράφει και τις σχολιάζει ταυτόχρονα ως παντογνώστης
αφηγητής. Και μέσα από αυτή την περιγραφή και τον σχολιασμό αφήνει τον
αναγνώστη να κρίνει κατά πόσο η αλλαγή της ερωτικής συμπεριφοράς υπήρξε
αποτέλεσμα των διαφόρων πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών ή κι άλλων αλλαγών
του αιώνα αυτού ή μήπως η πορεία της σεξουαλικής δραστηριότητας( την οποία όλοι
λίγο ως πολύ, ενώ τη γνωρίζουμε ή τη ζούμε, θέλουμε και την κρατούμε στη σκιά), συνέβαλε κι αυτή στη
δημιουργία των αλλαγών που καθόρισαν την φυσιογνωμία του αιώνα. Αλλά επειδή
μιλάμε για μυθιστόρημα, ο Κοντολέων επιλέγει δύο κεντρικά πρόσωπα, δύο
μυθιστορηματικούς ήρωες, τον Χρήστο Βαλλή
και το γιο του Άρη και αφηγείται τη ζωή τους, όχι μόνο την κοινωνική
αλλά κυρίως την ερωτική, μέσα από την οποία επιδιώκει, όχι μόνο να εξιστορήσει
τα διάφορα γεγονότα-σταθμούς του 20ου αιώνα στον τόπο μας και στο
διεθνή χώρο κατ’ επέκταση, αλλά και να τα ερμηνεύσει από την σκοπιά με την
οποία επέλεξε να τα εξετάσει. Εγχείρημα δύσκολο, κάτι όμως που φαίνεται να
υπήρξε από παλιά στην επιθυμία και στις προθέσεις του συγγραφέα, διότι κάτι
ανάλογο μας παρουσίασε το 1986, με το μυθιστόρημα του «Τα φώτα!» είπε. Σ’ αυτό, καταγράφει τη σταδιοδρομία τριών φίλων
που γεννήθηκαν μετά τον Εμφύλιο, για να επισημάνει τις αλλαγές που σημειώθηκαν
στην ελληνική αστική οικογένεια –στις διάφορες εκδοχές της – , στήνοντας τον
καμβά του μυθιστορήματός του πάνω σε συγκεκριμένα ιστορικά και κοινωνικά
γεγονότα. Η πρόθεση μπορεί να είναι η ίδια, διαφέρει όμως η οπτική γωνία, που
στο μυθιστόρημα αυτό είναι κυρίως πολιτική. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι
τρεις από τους ήρωες του βιβλίου αυτού, ο Άρης, ο Λεωνίδας και η Έλενα,
επανεμφανίζονται και στο καινούργιο του μυθιστόρημα, σε ρόλους όμως που,
παράλληλα με τη ζωή τους, το βάρος πέφτει στη σεξουαλική τους δραστηριότητα.
Ποιο
είναι το σημαντικότερο κοινωνικό γεγονός
- όχι ιστορικό ή πολιτικό – στις πρώτες δεκαετίες του 20ου
αιώνα; Ασφαλώς η βίαιη, απρογραμμάτιστη και ατελής αλλαγή της ελληνικής
κοινωνίας, από αγροτική σε μπάσταρδη αστική και η εσωτερική μετανάστευση του
αγροτικού πληθυσμού στις πόλεις. Έτσι ο Χρήστος Βαλλής από κει που παιδί έβοσκε
πρόβατα σ’ ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου και ικανοποιούσε τις πρώιμες ερωτικές
του ορμές με κτηνοβασίες, βρέθηκε μαθητής γυμνασίου στα Γιάννενα – με αιματηρές οικονομικές
θυσίες της οικογένειάς του, που αποφάσισε να τον σπουδάσει – να εκτονώνει την
έντονη σεξουαλική του παρόρμηση με ίδια μέσα και ενίοτε σε φτωχικούς οίκους
ανοχής της εποχής εκείνης, όταν κατόρθωνε να εξοικονομήσει το αντίτιμο μιας
πληρωμένης συνεύρεσης. Αργότερα θα συνδεθεί ερωτικά με τη χήρα και ευκατάστατη
σπιτονοικοκυρά του, η οποία θα του λύσει όχι μόνο το σεξουαλικό αλλά και το
οικονομικό του πρόβλημα. Μετά το γυμνάσιο, μαζί με τη χήρα μετακομίζουν στην
Αθήνα, όπου ο Χρήστος εγγράφεται φοιτητής στη Νομική Σχολή και βρίσκει δουλειά
ως κατώτερος υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδας για να βελτιώσει την πενιχρή
οικονομική του κατάσταση. Κάπως έτσι ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της αστοποίησης
του πατέρα Βαλλή, στην οποία σημαντικό ρόλο είχαν παίξει οι σεξουαλικές του
επιδόσεις. Για την συνέχεια της κοινωνικής και οικονομικής του αναρρίχησης, ο
δεσμός του με τη σπιτονοικοκυρά ήταν όχι μόνο άχρηστος αλλά και βάρος. Ας δούμε
τώρα πως ο Κοντολέων περιγράφει και σχολιάζει το τέλος αυτού του δεσμού, για να
μπείτε – όσοι δεν έχετε διαβάσει το βιβλίο – στο προσωπικό ύφος εξιστόρησης του
συγγραφέα. Γράφει στη σελ. 41: Άλλωστε το
κορμί της γυναίκας που είχε μαζί της φτάσει στην πρωτεύουσα γερνούσε με
γρήγορο και μη αναστρέψιμο ρυθμό. Η ίδια όσο έβλεπε το δικό της σφρίγος να
υποχωρεί, σε αντίθεση με τη λάμψη που από μήνα σε μήνα ολοένα και επισωρευόταν
στο σώμα του εραστή της, έφτανε να χάνει και την τελευταία ρανίδα της
αξιοπρέπειάς της. Πρόσφερε σκιμπόδιον, απαιτούσε το αναστύψαι, ικέτευε για μια
πράξη τρυφερότητας, εξεβίαζε για μια κίνηση ερωτικής έλξης. Ο υποσυνείδητος
φεμινισμός της υποχωρούσε μπροστά στη συνειδητοποιημένη θέση πως όταν η γυναίκα
γερνάει, ερωτικά παύει πια να μετράει. Όταν οι επαναστάσεις συντελούνται
βασισμένες κυρίως στο ένστικτο κι όχι στη λογική, μπορεί να διαθέτουν προς
στιγμήν ένα σφρίγος και μια αποτελεσματικότητα, αλλά στο πέρασμα του χρόνου
ξεπέφτουν και από απελευθερωτικές αρνήσεις μετατρέπονται σε δεσμευτικές και
καταπιεστικές καταφάσεις. Όλοι το βλέπουν – όλοι οι άλλοι. Όχι και οι ίδιοι οι
παρορμητικοί επαναστάτες. Το τέλος, λοιπόν, του δεσμού τους ήταν πλέον ορατό –
όχι όμως για κείνη. Μια γυναίκα που είχε το θάρρος να υποδυθεί την Ιοκάστη, αλλά που ούτε καν σκέφτηκε να
μεταπηδήσει στον ρόλο της Μήδειας.
Το
απόσπασμα αυτό είναι, πιστεύω, χαρακτηριστικό για να αντιληφθείτε τον τρόπο με
τον οποίο ο συγγραφέας σκηνοθετεί και ταυτόχρονα σχολιάζει – όπου και όταν το
κρίνει σκόπιμο – την εξέλιξη της πλοκής στο έργο του. Επόμενο βήμα για τον
Βαλλή, η σεξουαλική απόλαυση αυτή καθ’ εαυτή: αποσπασματικές συνευρέσεις με
δουλικά στους πρόποδες του Λυκαβηττού, ολοκληρωμένα ερωτικά ραντεβού σε
ξενοδοχεία των προαστίων με γυναίκες της αστικής τάξης, που αναζητούσαν στο
σώμα ενός νεαρού εραστή την απόλαυση που δεν μπορούσαν να βρουν στους πλούσιους
συζύγους ή εργοδότες τους κ.ο.κ. Ο
Χρήστος Βαλλής μάθαινε, γράφει ο Κοντολέων, πώς μπορεί κάποιος να κερδίζει, όταν αφήνεται να τον χρησιμοποιούνε.
Μια
ελαφρά χωλότητα βοήθησε τον Βαλλή να αποφύγει τις κακουχίες του Αλβανικού Έπους
και το δυνατό ένστικτό του της αυτοσυντήρησης τον οδήγησε να τα φτιάξει με μια
αφράτη γερμανίδα νοσοκόμα και να μην πεινάσει τον τραγικό χειμώνα του ’40-41. Η γερμανίδα φοράδα φρόντιζε να του κρατά
ακμαίο το σεξουαλικό του ταμπεραμέντο, ταΐζοντας τον με κονσέρβες, δημητριακά,
μπίρες και μπισκότα, μας πληροφορεί πάλι ο Κοντολέων και συνεχίζει: Ο Χρήστος δεν αναγκάστηκε να χρησιμοποιεί
παραμάνα για να συγκρατεί το παντελόνι
γύρω από τη μέση. Και για να πνίγει τις κάποιες τύψεις για το ότι ο ίδιος καλοπερνούσε την ώρα που κάποιοι
άλλοι πεθαίνανε από την πείνα μέσα στους δρόμους, φρόντιζε να κερνά
κάποιες γειτονοπούλες του μερικά από τα
πεσκέσια της Γερμανίδας.
Το
παράδειγμα αυτό μας βοηθάει να κατανοήσουμε την αφηγηματική μέθοδο με την οποία
ο Κοντολέων εισάγει και την ιστορία μέσα στο κείμενό του, ενώ ταυτόχρονα,
επεισόδιο με επεισόδιο, χτίζει τον χαρακτήρα ενός νεοέλληνα αριβίστα, που από
χωριάτης μετατρέπεται σε αστό, που δεν τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο, παρά μόνο να
αναρριχηθεί στα σκαλοπάτια της αστικής κοινωνίας που διαμορφώνεται, με μοναδικό
εφόδιο τον ερωτισμό του. Τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του, αν δεν τον
αγγίζουν άμεσα, όπως π.χ. ο ελληνο-ιταλικός πόλεμος, τον αφήνουν αδιάφορο.
Χαρακτηριστική η παράγραφος που θα σας διαβάσω: Κι έπειτα γιατί θα έπρεπε να πάρει απάνω του την όποια υπόθεση
αντίστασης στα γεγονότα; Άλλοι ήταν που αποφάσισαν τον πόλεμο – κάποιος που του
ήρθε να πει ένα «Όχι», κάποιοι που τους καύλωσε να διατάξουν ένα «Πυρ!». Ε,
αυτοί και ας βγάζανε τώρα τα κάστανα από τη φωτιά.
Επόμενος
σταθμός στη ζωή του Χρήστου υπήρξε η Λέλα, μια νεαρή ηθοποιός και ταυτόχρονα
πόρνη πολυτελείας. Με τον Βαλλή συνδέθηκε για ένα εξάμηνο γιατί τον γούσταρε.
Θεωρώ το δεσμό αυτό σαν τη συνάντηση της θηλυκιάς με την αρσενική πόρνη, μόνο
που η θεατρίνα ήταν πιο προχωρημένη στο επάγγελμα και θέλησε να κάνει ξεφτέρι
και τον Χρήστο. «Άσε με να σε μάθω εγώ ν’
αρέσεις στις γυναίκες!» - η Λέλα ίδια με παιδάκι τον αντιμετώπιζε και γινόταν η
καθηγήτριά του.
Στο κρεβάτι επάνω του έδειξε τους δρόμους της υπομονής – ο έρωτας,
ακόμα και στα γρήγορα αν γίνεται,(γράφει ο Κοντολέων), είναι ποτό που πρέπει να το πίνεις με τέχνη και τεχνική. Οι λοβοί των
αυτιών προκαλούν το ρίγος, οι θηλές του στήθους φέρνουν τις ανατριχίλες,
δαγκωματάκια στο μέσα μέρος των μηρών, απαλές νυχιές εκεί που φυτρώνουν τα
στήθια, πιπίλισμα των ακροδακτύλων των ποδιών, λίγο αγριωπές μαλάξεις των οπισθίων,
η γλώσσα από το βάθος της στοματικής κοιλότητας να τρέχει κατά μήκος του
στέρνου και να φτάνει στον κύριο στόχο της – την κλειτορίδα που αναμένει. Κι
έπειτα η ώρα των διεισδύσεων – τότε που πρέπει το πέος άλλοτε να έχει το κύρος
ενός φαλλού κι άλλοτε τη φτήνια μιας ψωλής. Η εκσπερμάτωση, που πρέπει να
αναμένει τον οργασμό. Και τελικά ο τρόπος να λατρεύεις το αιδοίο – ωσάν πιστός
κι ωσάν βέβηλος· και τα δυο ταυτόχρονα. Ο εκπορθητής που γίνεται υπηρέτης.
Στο
απόσπασμα που μόλις σας διάβασα, θα ήθελα να προσέξετε, εκτός από το μάθημα
ερωτικής τεχνικής της κυρίας Λέλας και τον τρόπο γραφής. Ο Κοντολέων
χρησιμοποιεί μια κάπως λόγια γλώσσα, με πολλές αρχαίες ή βυζαντινές «ερωτικές»
λέξεις και ξαφνικά «πετάει μέσα» λέξεις της καθομιλουμένης βαριάς αργκό, δημιουργώντας
αντιθέσεις, που δίνουν κάποιο σκωπτικό τόνο στα εξιστορούμενα. Αλλά ας
γυρίσουμε πάλι στον Χρήστο Βάλλη, που εν τω μεταξύ έχει τελειώσει τη νομική κι
έχει προωθηθεί στην ιεραρχία της τράπεζας. Για να φύγει από τη μιζέρια του
δωματίου μιας λαϊκής μονοκατοικίας, που νοίκιαζε στην περιοχή του Θησείου, και
να μετακομίσει σε νεοκλασικό της Φωκίωνος Νέγρη, που γρήγορα θα γινόταν
πενταόροφη πολυκατοικία, χρειάστηκε να παντρευτεί με συνοικέσιο την Ελένη,
δεύτερη κόρη του εκ Κωνσταντινουπόλεως
πλουσίου εργολάβου οικοδομών Αριστείδη Τσιμένογλου. Μόνο που η Ελένη δεν ήταν ο
τύπος της γυναίκας εκείνης που θα μπορούσε να εκτιμήσει τις ερωτικές επιδόσεις
του περπατημένου συζύγου της, γι’ αυτό και τον απέπεμψε από τη συζυγική κλίνη
μόλις έμεινε έγκυος. Η αδελφή της, η Πολυξένη, χήρα κι ωραία, εξέπεμπε σήματα
ότι ήταν διατεθειμένη να αναπλυρώσει τα συζυγικά καθήκοντα της εγκυμονούσης
αδελφής της, κάτι όμως που είχε τον κίνδυνο να χάσει ο Χρήστος ό,τι με τόσο
κόπο είχε αποκτήσει, γι’ αυτό προτίμησε να αποπλανήσει το δουλικό του σπιτιού,
τη Μέλπω, και να την μεταμορφώσει από υπηρέτρια σε πόρνη και συνέταιρό του
επιχειρηματία. Γιατί μετά τη γέννηση του Άρη, κάποιο βράδυ η Ελένη συνέλαβε επ’
αυτοφώρω τον σύζυγό της να πηδάει τη δούλα, η οποία τα μάζεψε κι έφυγε από το σπίτι,
όχι όμως κι από τη ζωή του Βαλλή. Ο Χρήστος έτυχε άφεσης αμαρτιών για χάρη του
νεογέννητου. Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1952 κατά το οποίο για πρώτη φορά
ψήφισαν στις εκλογές και οι γυναίκες και η Ελένη Βαλλή, αφού πρώτα εκπλήρωσε τα
εκλογικά της καθήκοντα, πήγε να δει πώς προχωρούσαν οι δουλειές στο πατρικό
τους που το είχαν δώσει αντιπαροχή και από απροσεξία γκρεμίστηκε από τον πέμπτο
όροφο και σωριάστηκε νεκρή στη Φωκίωνος Νέγρη. Τον Άρη θα μεγαλώσει η θεία του
Πολυξένη, η οποία, σε αντίθεση με την αδελφή της, ήξερε να εκτιμάει και να
απολαμβάνει τα ερωτικά προσόντα του γαμπρού και κρυφού εραστή της, μέχρι που
στην αρχή της εφηβείας του ο Άρης έπιασε στα πράσα τον πατέρα με τη θεία του,
που αναγκάστηκαν να επισημοποιήσουν μ’ ένα δεύτερο γάμο τον παράνομο δεσμό
τους, για να αποκατασταθεί η νομιμότητα στην αστική τάξη των πραγμάτων.
Παράλληλα ο Βαλλής διατηρούσε και τον ερωτικό δεσμό του με τη Μέλπω, με την
οποία ανέπτυξε και επιχειρηματικές δραστηριότητες αγοράζοντας φτηνά ισόγεια
διαμερίσματα σε παλιά σπίτια – αργότερα κι ένα ξενοδοχείο – τα οποία νοίκιαζε ακριβά σε πόρνες ως οίκους
ανοχής, λαμβάνοντας ενίοτε, όποτε του γυάλιζε κάποια, και αμοιβή σε είδος.
Τέλος, στη Μέλπω θα οδηγήσει και τον Άρη για να την πρώτη σεξουαλική του
εμπειρία.
Το
βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο τιτλοφορείται Από την εποχή του πατέρα, και το δεύτερο, Στην εποχή του γιου. Το πρώτο σας το περιέγραψα σε γενικές γραμμές,
δεν θα κάνω όμως το ίδιο με την ερωτική πορεία του γιου, κατά την οποία
παρακολουθούμε την μετεξέλιξη του ερωτισμού, από ανάγκη και πάθος σε
καταναλώσιμο αγαθό μιας ενίοτε χρήσης. Γιατί, όπως γράφει και ο Κοντολέων στη
σελ.459, ο ερωτισμός ανθεί όπου υπάρχει
στέρηση. Από τις πολλές θνησιγενείς ερωτικές εμπειρίες του Άρη, μια είναι
εκείνη που θα του σημαδέψει τη ζωή: ο έρωτας του για τη γυναίκα του στενού
φίλου του Λεωνίδα, την Έλενα, που θα γίνει ερωμένη του. Όταν όμως της ζητάει να
χωρίσει για να παντρευτούν, εκείνη αρνιέται κατηγορηματικά, γιατί δεν
διακινδυνεύει όσα κατέχει, υποβαθμίζοντας σε λογιστική σχέση κέρδους-χασούρας
τον ερωτικό δεσμό τους. Χαρακτηριστικός ο διάλογος ανάμεσα στον Άρη και στην
Έλενα. Γράφει ο Κοντολέων: Όμως ο
ανδρικός εγωισμός πάντα υπάρχει κι έχει και τα όριά του, και έτσι ο θυμός
κυρίευσε τον Άρη και γύρισε και της είπε: «Τελικά ο επιχειρηματίας – ο
Λεωνίδας– σε γαμάει ή όχι;». Και η Έλενα
δεν έδειξε να θυμώνει, μόνο σαν να χαμογέλασε και, «Χρυσέ μου, οι γυναίκες της
εποχής μας δεν παντρεύονται για να γαμηθούν… Γι’ αυτή τη δουλειά έχουν άλλους
κι όχι τους συζύγους τους!».(σελ.438).
Μπορεί
το δεύτερο αυτό μέρος να είναι αφιερωμένο στη ζωή του γιου, πλην όμως η
προσωπικότητα του πατέρα εξακολουθεί να παραμένει σημαντική αν όχι κυρίαρχη.
Όταν το γερασμένο πλέον σώμα του δεν προσφερόταν για να ικανοποιήσει τις
σεξουαλικές του επιθυμίες, διοχετεύει το ερωτικό του λίμπιντο στην τέχνη και
γίνεται μέγας συλλέκτης ερωτικών αντικειμένων: προφυλακτικά, βιβλία, αφίσες,
καρτ-ποστάλ, χαρακτικά, πίνακες, αγγελίες σε ελληνικές και γαλλικές εφημερίδες,
φωτογραφίες με γυμνές γυναίκες και άντρες σε ερωτικά συμπλέγματα, κεραμικά κι
αγαλματίδια σε σχήμα φαλλού κι ό,τι μπορεί να φαντασθεί ο νους του ανθρώπου,
που επινόησαν κάποια άλλα μυαλά, που τα πυρπολούσε κάποτε το ερωτικό πάθος. Σ’
αυτή τη συλλεκτική μανία, ο πατέρας θα μυήσει και το γιο κι αρχίζουν ταξίδια
στο εξωτερικό για να εμπλουτίσουν τη συλλογή τους. Στο Παρίσι θα συναντήσουν
έναν άλλο μανιώδη συλλέκτη, που εκτός από πολλές χρήσιμες πληροφορίες που τους
έδωσε για να γνωρίσουν το πλέον φιλήδονο Παρίσι της τέχνης, τους σύστησε να
επισκεφτούν και μια ζωντανή ιέρεια του πληρωμένου έρωτα, όπου οι δυο Βαλλήδες,
πατέρας και γιος μαζί, θα συλλειτουργήσουν στο ναό της Αφροδίτης. Επόμενο ταξίδι η Νέα Υόρκη – πλην όμως το
τελευταίο για τον Χρήστο Βαλλή, που θα αφήσει την τελευταία πνοή στα χέρια του
γιου του σ’ ένα ξενοδοχείο της μεγαλούπολης. Ο Άρης θα αποτεφρώσει το σώμα του
πατέρα του και γυρνώντας στην Αθήνα, θα ειδοποιήσει τη Μέλπω και μαζί θα
σκορπίσουν τη στάχτη του στα ρείθρα των
πεζοδρομίων των οδών που τη νύχτα μετατρέπονται σε σημεία ερωτικής πλάνης. Εκεί
που κάποτε λειτουργούσε το ξενοδοχείο του Χρήστου Βαλλή και στα γύρω
μισοσκότεινα δρομάκια, όπως γράφει ο Κοντολέων.
Θα
ολοκληρώσω την παρουσίαση του βιβλίου με κάποιες παρατηρήσεις:
- Το βιβλίο αυτό, παρόλο που θα φέρει κάποιους
αναγνώστες με τις πρώτες του σελίδες σε αμηχανία, δεν είναι πορνογραφικό.
Επιχειρεί, θα έλεγα, μια ανατομία της ελληνικής κοινωνίας του 20ου
αιώνα με βάση τις αλλαγές στη σεξουαλική συμπεριφορά του κόσμου.
Ολοκληρώνει χαρακτηριστικούς τύπους ανδρών και γυναικών και σχολιάζει τη
δράση τους στον κύκλο της ζωής τους.
- Όλοι σχεδόν οι ήρωες του μυθιστορήματος έχουν δύο
πρόσωπα: ένα με το οποίο εμφανίζονται στον κοινωνικό τους περίγυρο κι ένα
καλά κρυμμένο της ιδιωτικής τους ζωής. Π.χ. Ο Χρήστος είναι ο ευυπόληπτος
προσωπάρχης τραπέζης και ταυτόχρονα ιδιοκτήτης οίκων ανοχής. Η Μέλπω
εμφανίζεται ως επιχειρηματίας αλλά είναι παράλληλα και πόρνη. Η Πολυξένη
παριστάνει τη στοργική θεία που αφοσιώνεται να μεγαλώσει τον ορφανό της
ανιψιό, ενώ ταυτόχρονα είναι και η φιλήδονη μαιτρέσα του γαμπρού της. Η
Έλενα παραμένει τρυφερή σύζυγος ενώ ως ερωμένη του Άρη απολαμβάνει την
σεξουαλική της απελευθέρωση σε ξενοδοχεία που νοικιάζουν με την ώρα τα
δωμάτιά τους. Γιατί, λοιπόν, αυτή η διπλοπροσωπία, όλων των ηρώων του
βιβλίου; Γιατί αυτό είναι το παιχνίδι της ζωής. Έτσι είναι δομημένη η
κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε. Γιατί – γράφει ο Κοντολέων στη σελ. 430 – Ο ερωτισμός ανθεί και θάλλει μέσα σε
συνθήκες παρανομίας και μυστικισμού. Και ασφαλώς θεριεύει και φουντώνει,
όταν για να εκτονωθεί και να γίνει πράξη αντιμετωπίζει εμπόδια και στον
δρόμο του συναντά αντίξοες συνθήκες. Κι αλλού, στη σελ.244 παρατηρεί: Η μοιχεία είναι πράξη μη κοινωνικά
αποδεκτή, ακριβώς γιατί είναι πράξη επαναστατική. Κι αν μάλιστα αυτός που
την εκτελεί είναι γυναίκα, τότε πια έχουμε μια πράξη που οδηγεί ακόμα και
στη μεταμόρφωση του ατόμου που την έχει συντελέσει. Γιατί η προσωπικότητα
του καθενός μας, την ώρα που προχωρεί σε μια ουσιαστική ανάπτυξή της,
σχεδόν πάντοτε περνά μέσα από μια θυσία, θυσία εν είδει συμβολικού
θανάτου. Η συνειδητοποιημένη προδοσία προκαλεί στην ψυχή πένθος, και μετά
από έναν θάνατο τίποτα δεν παραμένει ως είχε. Γίνεται φανερό ότι η
σεξουαλική απελευθέρωση των τελευταίων δεκαετιών του 20ου
αιώνα, αφαίρεσε από τον έρωτα τον πόθο και την αγωνία και τον μετέτρεψε σε
καταναλωτικό προϊόν – κατά τον Κοντολέων τον σκότωσε. Γράφει: Αλλά πλέον και ο ερωτισμός πέθαινε. Και
πέθαινε δίχως γνήσιους απογόνους. Το μπάσταρδο τέκνο του άκουγε στο όνομα
σεξουαλισμός ή ηδονισμός, και βέβαια μια τέτοια κατάσταση μόνο σε αδιέξοδο
φέρνει τον μύστη της. Και η ιεροτελεστία, με τη σειρά της, έδινε τη θέση
της στη μίμηση. (σελ. 362).
- Τις αλλαγές της ερωτικής συμπεριφοράς δεν τις
καταγράφει και τις σχολιάζει ο Κοντολέων μόνο μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις
και δεσμούς, αλλά επεκτείνει τις παρατηρήσεις και τα σχόλιά του σε
πολιτικά και πολιτιστικά κυρίως γεγονότα, που συνέβησαν κατά τη διάρκεια
όλου του 20ου αιώνα. Οι
αναφορές στα γεγονότα αυτά και η συσχέτισή
τους με αντίστοιχες αλλαγές στις σεξουαλικές συμπεριφορές και
συνήθειες παρουσιάζουν – κατά τη γνώμη μου – εξαιρετικό ενδιαφέρον. Είναι
δε πολλές και διάσπαρτες σ’ όλο το κείμενο και αφορούν τόσο τον τόπο μας
όσο και τον διεθνή χώρο. Θα περιοριστώ σ’ ένα μόνο παράδειγμα: από τη σελ.
347 επιχειρεί να συσχετίσει τις αλλαγές της σεξουαλικής συμπεριφοράς με
τις αντίστοιχες αλλαγές στις χορευτικές προτιμήσεις των νεοελλήνων.
Γράφει: Και το πιο περίεργο, το πιο
θαυμαστό στην ερωτική ιεροτελεστία του χορού είναι πως αυτό το καθαρώς
σεξουαλικό κάλεσμα γίνεται αποδεκτό από την ομάδα· η μόνη περίπτωση που η
κάθε μορφής κοινωνία – αγροτική ή αστική, προλεταρίων ή μεγαλοαστική –
δέχεται να παρακολουθήσει τη σεξουαλική συμπεριφορά των ατόμων που την
αποτελούν είναι η ώρα του χορού. Και ακολουθούν οι περιγραφές και τα
σχόλια των χορών αυτών, από τους
δημοτικούς χορούς της αγροτικής ελληνικής κοινωνίας των αρχών του αιώνα
μέχρι τα μπλουζ και τα ροκ των τελευταίων δεκαετιών του. Ακούστε τις
περιγραφές δύο χαρακτηριστικών χορών, ενός αρσενικού κι ενός θηλυκού. Το ζεϊμπέκικο είναι ο χορός της καύλας
της αρσενικής, του νταλκά που μόνο όποιος διαθέτει ακούραστο τροφωτήρα μπορεί
να πει μέχρι πού μπορεί να σε οδηγήσει – να λοιπόν από πού πηγάζουν τα
σπασίματα της μέσης και τα χτυπήματα των πελμάτων και το τι σημαίνουν τα
μπράτσα που ανοίγουν σε ικεσία και οι ώμοι που υποκλίνονται στον σεβντά.
Το τσιφτετέλι δίνει αντίστοιχες ευκαιρίες στις γυναίκες. Εδώ
πρωταγωνιστούν οι λειμώνες, που τολμούν να προταθούν πέρα από τα επιτρεπτά
όρια, οι μαστοί, που επινοούν τρόπους να αποδείξουν την εύπλαστη κατασκευή
τους, και οι γλουτοί, που καταδεικνύουν την υπόγεια διάθεση των κατόχων
τους να μετατραπούν σε δωσιπύγους. Κι όλα αυτά, τα σε άλλη περίπτωση μη
δημοσιοποιήσιμα, μέσω του χορού γίνονται έμπροσθεν πολλών ατόμων, και
μάλιστα τα άτομα αυτά εκφράζουν τον θαυμασμό τους και τη συμμετοχή τους με
παλαμάκια και ποικίλες κραυγές – όπα! και άλα της! και μπράβο!
- Η γλώσσα: Μπορώ να ισχυριστώ ότι ο Κοντολέων
χρησιμοποιεί ένα επιτηδευμένο γλωσσικό εργαλείο που είναι χαρμάνι λόγιας
πρόζας και λαϊκής κουβέντας. Μέσα σ’ αυτό έχει ενσωματώσει αφ’ ενός
αρχαίες ή βυζαντινές λέξεις που αφορούν τον έρωτα και τα παρεπόμενά του
και αφ’ εταίρου μόρτικες λέξεις και εκφράσεις της καθομιλουμένης αργκό, σε
μια προσπάθεια – πιστεύω – να αποδείξει τη διαχρονικότητα της λογοτεχνικής
καταγραφής της σεξουαλικής εμπειρίας. Ανοίγοντας π.χ. το βιβλίο στη
σελ.424 διαβάζουμε: Και ποιος
σκέφτεται να μιλά για πόρνες και όσους αυτές ακολουθούν – πελάτες,
νταβατζήδες, τσατσάδες και σαλάκωνες; Τώρα βασίλευαν οι εξώμιες τραβεστί
της Συγγρού, και οι πορνότριβες πλέον δεν εμφανίζονταν, στη θέση τους
εποχούμενοι σάθωνες, με τόσο έντονη φλεγμονή που δεν είχαν τον χρόνο να
αναμένουν την όποια τελετή, έτρεχαν να εκτονωθούν σε μισοσκότεινες γωνιές,
εντός των αυτοκινήτων τους, φορώντας το πουκάμισο και το σακάκι, ίσα που
είχαν ανοίξει το φερμουάρ του παντελονιού τους. Θα σας διαβάσω και δυο
μικρά αποσπάσματα από την αμέσως επόμενη σελίδα για να αντιληφθείτε ότι ο
τρόπος αυτός της γραφής δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Γράφει: Όταν κάθε πρωί επιβεβαιώνεις ότι είσαι
ένας ανδροσάθων και ξέρεις παράλληλα το πόσοι ύσσακοι υπάρχουν και το πόσες
λειμώνων ψαύσεις έχεις τη δυνατότητα να χαρείς, γιατί να χολοσκάς για
ιδέες ασαφείς ή για ιδεολογίες που όσους τους πάρουν από κάτω τούς οδηγούν στα αδιέξοδα του νου, στις
στρεβλώσεις της ψυχής και τελικώς στην αγαμία; Και λίγο παρακάτω
συνεχίζει: Η εποχή του υιού – του
Άρη – είχε το άρωμα του Diorissimo, που πήγαζε
από τα τριζάτα μιμαίκυλα της Έλενας. Σταχυολόγησα και κάποιες ακόμα
λέξεις για την τέρψη σας: σμόρδωμα,
κήδαλον, πύνθος, οίφολον, λειχήνορας, χαλάνδριον, κύθημα, ευμέζεον,
ανασυρτόλις, κύσθος, ιθύφαλλον, τερπέκελον, φιλομείραξ, βάμβαλον, οιφόλης
κ.λ. Γίνεται αμέσως φανερό ότι ο αναγνώστης είναι αδύνατο να γνωρίζει
τη σημασία όλων αυτών των λέξεων, ούτε πάλι ένα γλωσσάρι συνάδει με τη
δομή ενός μυθιστορήματος. Η έννοια πάντως των λέξεων αυτών προκύπτει - τις περισσότερες φορές – από τα συμφραζόμενα, κι όποιος τέλος
πάντων είναι περίεργος και μερακλής, ας ανατρέξει και στα λεξικά, στα
οποία εντρύφησε προφανώς επισταμένως και ο συγγραφέας.
- Όλες οι σελίδες του βιβλίου είναι διαποτισμένες μ’
ένα ιδιόμορφο χιούμορ, διακριτικό, που πηγάζει όχι μόνο απ’ αυτά που
εξιστορούνται αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο λέγονται. Καταλαβαίνετε,
τώρα, ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και οι ολοζώντανοι
διάλογοι των ηρώων – όπου αυτοί υπάρχουν –
παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία ενός διασκεδαστικού
κειμένου, που καταγράφει και ταυτόχρονα διακωμωδεί σοβαρά γεγονότα και
καταστάσεις της εποχής μας.
- Ο τίτλος τώρα του βιβλίου: ΕΡΩΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ . Μου φάνηκε ουδέτερος, ψυχρός για ένα τέτοιο
βιβλίο. Τίτλος που θα ταίριαζε σε εγχειρίδιο σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης
μαθητών γυμνασίου. Αλλά επειδή ο Κοντολέων δεν είναι κάποιος αδαής – το
εναντίον μάλιστα, είναι βαθιά μπασμένος στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι και
πιάτσα – υπέθεσα ότι ο επίπεδος αυτός τίτλος υπονομεύει χιουμοριστικά το
περιεχόμενο. Πάλι όμως δεν με ικανοποιούσε η εξήγηση που εγώ έδινα, γι’
αυτό του τηλεφώνησα ν’ ακούσω τη δική του εκδοχή. Μου είπε, λοιπόν, ότι
θεωρεί το βιβλίο του ως μία συνομιλία με το βιβλίο του Φλωμπέρ ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ (1869), που εγώ δεν έχω διαβάσει, γιατί
και τα δύο βιβλία αναφέρονται στα ερωτικά ήθη της εποχής τους. Προσωπικά
ικανοποιήθηκα από την απάντησή του, αλλά εξακολουθώ να αναρωτιέμαι πόσοι
από τους αναγνώστες μπορούν να γνωρίζουν τη λεπτομέρεια αυτή, αφού δεν υπάρχει
ούτε και στο σημείωμα που ο συγγραφέας παραθέτει στο τέλος του βιβλίο του;
Σημ. Το κείμενο αυτό διαβάστηκε κατά τη
διάρκεια της παρουσίαση του μυθιστορήματος στη Θεσσαλονίκη, στο βιβλιοπωλείο
Παρατηρητής (4/12/2003)
20.7.20
Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου - https://intownpost.com/
Ο Μάνος Κοντολέων γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει περίπου 60 βιβλία (μυθιστορήματα, διηγήματα, θέατρο, μικρές ιστορίες και παραμύθια). Παράλληλα ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Είναι συνεργάτης περιοδικών, εφημερίδων καθώς και του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
Κάποια έργα του έχουν διασκευαστεί και παρουσιαστεί στο θέατρο και στην τηλεόραση, ενώ κάποια άλλα έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ταϊλάνδη. Βιβλία του έχουν κερδίσει πολλές διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ έχει τιμηθεί επίσης δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας.
Υπήρξε υποψήφιος για τα Διεθνή Βραβεία Άντερσεν και Άστριντ Λίντγκρεν.
Την απίστευτα ειλικρινή,τολμηρή, ντόμπρα «Ερωτική αγωγή» σας την γράψατε το 2000 (σσ βγήκε στα βιβλιοπωλεία το 2003). Σήμερα μετά από 20 χρόνια που επανεκδίδεται και την ξανασυναντάτε, πως αισθάνεστε απέναντι στην πρώτη εκείνη ανάγνωση;
Η «Ερωτική Αγωγή» είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση και είχε μια αξιόλογη πορεία τότε που είχε για πρώτη φορά κυκλοφορήσει. Μετά από, κοντά, 20 χρόνια θέλησα να τη δω ξανά να διεκδικεί μια θέση στην επικαιρότητα των νέων εκδόσεων γιατί πιστεύω πως μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα έχουν έρθει νέες γενιές αναγνωστών που αξίζει αναγνωστικά να τη συναντήσουν. Δεν έκανα καμιά επέμβαση στο κείμενο. Τόσο η γραφή όσο και οι θέσεις που εκφράζονται μέσα στις σελίδες αυτού του μυθιστορήματος εξακολουθούν να με αντιπροσωπεύουν απόλυτα. Και αυτό από τη μια με κάνει υπερήφανο, αλλά από την άλλη και με λυπεί το γεγονός πως οι δυσοίωνες προβλέψεις μου δεν διαψεύστηκαν.
Ο πρωταρχικός σας σκοπός -τότε -που πρωτοσυλλάβατε την ιδέα της Αγωγής ποιος ήταν; Ίσως να μιλήσετε εκτός των άλλων και για τα βιώματα της δικής σας νεανικής ηλικίας;
Όχι. Ήταν η χρονιά που έκλεινε ο 20ος αιώνας και θέλησα να χρησιμοποιήσω την όποια συγγραφική ικανότητα διέθετα για να καταθέσω την άποψη πως υπήρξε ένας αιώνας που μετέτρεψε τον Έρωτα σε Ερωτισμό, τις Ιδέες σε Προϊόντα. Βέβαια, λογικό ήταν καθώς ο 20ος είναι στην ουσία ο αιώνας της νεότητάς μου, να επιστρατεύω πολλά από τα δικά μου βιώματα. Αλλά ως εκεί. Δεν είμαι μήτε ο Χρήστος Βαλλής, μήτε και ο γιος του ο Άρης.
Εκτός από έντονα ερωτικό θα χαρακτηρίζατε το έργο σας το ισάξια και πολιτικό;
Ακριβώς αυτό. Θέλησα να γράψω ένα ερωτικό μυθιστόρημα που θα διαβάζεται ως πολιτικό. Μέσα από τις 520σελίδες του βιβλίου σας, πέραν από τις ζωές των δύο πρωταγωνιστών σας Χρήστου και Άρη Βαλλή περνούν πάμπολλα καθοριστικά κοινωνικά και πολιτιστικά γεγονότα που καθόρισαν την χώρα μας στα 100 αυτά χρόνια. Απίστευτη έρευνα θα απαιτήθηκε, έτσι δεν είναι;
Ναι, απίστευτη. Και την χάρηκα. Στην ουσία η «Ερωτική Αγωγή» είναι το πρώτο μυθιστόρημα που ολοκλήρωσα ζώντας την καθημερινότητά μου ως συγγραφέας και μόνο. Κι έτσι είχα όλο το χρόνο και την ψυχική άνεση να παρακολουθώ τις μυθιστορηματικές εμπνεύσεις μου μέσα από την έρευνα σε ποικίλες ιστορικές πηγές. Κατέγραψα αρκετές από αυτές στο σημείωμα του τέλους. Αλλά δεν ήταν οι μόνες. Και μια που το αναφέρετε αυτό το θέμα, θέλω να τονίσω το πόσο δύσκολο είναι για ένα συγγραφέα από τη μια να κάνει μια δουλειά βιοποριστική και από την άλλη να προσπαθεί να συνθέτει ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε κοινωνικά, πολιτιστικά, ιστορικά γεγονότα. Δυστυχώς αυτό το αντιμετωπίζουν όλοι σχεδόν οι Έλληνες συγγραφείς. Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό είναι στην ουσία ολιγομελές και σίγουρα δεν επαρκεί για να εξαντλήσει όλους τους τίτλους (ελληνικούς και ξένους)που εκδίδονται. Το επάγγελμα «συγγραφέας» στη χώρα μας είναι από τα πλέον σπάνια.
«Η κοινωνική κριτική μέσα από την όποιας μορφής ερωτική απεικόνισή της γίνεται -όσο και όπως γίνεται- από τον κινηματογράφο και τις ταινίες του διαδικτύου. Αλλά η εικόνα αλλιώς προσλαμβάνεται από τον θεατή της και αλλιώς η φράση από τον αναγνώστη της…»
Η Ερωτική Αγωγή απευθύνεται σε αντρικό κοινό ή οι γυναίκες αναγνώστριες είναι πιο ανοιχτόμυαλες, πιο ακομπλεξάριστες απέναντι σε ωδές στον έρωτα, στο σεξ;
Θέλησα να απευθυνθώ τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες. Άλλωστε ο Έρωτας όλους αφορά. Και πόσο μάλλον αφορά όλους αν ειδωθεί και ως πολιτική έκφραση. Απλούστατα, αναφερόμενος στις αρχές και τις αξίες του 20ου αιώνα, ήταν λογικό να βλέπω τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους τα δυο φύλλα εκφράστηκαν. Οι μεν άνδρες περισσότερο στο προσκήνιο, οι δε γυναίκες μάλλον προς το παρασκήνιο. Αλλά -και εδώ είναι το κλειδί της ανάγνωσης του μυθιστορήματος- κάθε έργο που ανεβαίνει σε μια σκηνή, απαιτεί την παρουσία ατόμων τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο. Και πολύ συχνά αυτοί των παρασκηνίων ίσως να είναι οι πρωταγωνιστές.
Αληθεύει ότι δεν θα είχατε γράψει την Αγωγή, αν εσείς δενείχατε διαβάσει, εντυπωσιαστεί, από συγκεκριμένα βιβλία του Ηλία Πετρόπουλου του Ροβήρου Μανθούλη αλλά και του Μισέλ Ουελμπέκ;
Όταν διάβασα το μυθιστόρημα «Στοιχειώδη Σωματίδια» του Ουελμπέκ αμέσως σκέφτηκα το πόσο ενδιαφέρον θα είχε να συνταιριάξω την Ιστορία με την Σεξουαλικότητα. Άλλωστε είχε ήδη ξεκινήσει αυτή η προσπάθεια να δούμε ξανά τον Δυτικό Πολιτισμό μέσα από τις περισσότερο ιδιωτικές συμπεριφορές μας. Τα βιβλία του Πετρόπουλου με βοήθησαν να στηρίζω τις σκέψεις μου πάνω στα ευρήματα της ερωτικής και σεξουαλικής λαογραφίας. Το δε Λεξικό του Μανθούλη βοήθησε να υλοποιήσω μια βασική μου σκέψη ως προς τη γλώσσα που θα χρησιμοποιούσα. Σε ένα τέτοιου είδους μυθιστόρημα δεν ήταν δυνατόν να μη χρησιμοποιηθούν και «βρώμικές» λέξεις. Αλλά τότε θα υπήρχε ο κίνδυνος να κάνω τον μέσο αναγνώστη να θεωρήσει όλο το έργο ως μια «βρώμικη πρόκληση»προς τα «βρώμικα ένστιχτά» του. Χρησιμοποιώντας αυτές τις ίδιες λέξεις στην μορφή που είχαν στην αρχαιότητα,έδωσα στο έργο μια άλλη γλωσσική διάσταση. Και έτσι βοηθώ τον αναγνώστη μου να συμφιλιωθεί με αυτά τα «βρώμικα' ένστιχτά του». Ή ακόμα περισσότερο να πάψει να τα θεωρεί βρώμικα.
Κοιτάζοντας το παρελθόν, η κοινωνία 20 χρόνια πίσω ήταν πιο δεκτική σε τολμηρά αναγνώσματα, έναντι τηςνεοσυντηρητικής ,αποστειρωμένης σημερινής;
Από τον Αριστοφάνη έως τον Ραμπελαί, από τον Βοκκάκιο έως τον Ντε Σαντ, από τον Πιτιγκρίλι στον Μπορίς Βιάν στην Αναϊς Νιν, στον Μπουκόφσκι μα και στον Εμπειρίκο, έτσι, ως μια γρήγορη καταγραφή επιχειρώ για να απαντήσω, πως η τολμηρή, συχνά έως και πορνογραφική λογοτεχνία, έδινε το παρόν της και προκαλούσε κοινωνικές αναταράξεις. Σήμερα τη θέση της γλώσσας την έχει πάρει η εικόνα και σε αυτόν το τομέα.
Η κοινωνική κριτική μέσα από την όποιας μορφής ερωτική απεικόνισή της γίνεται -όσο και όπως γίνεται- από τον κινηματογράφο και τις ταινίες του διαδικτύου. Αλλά η εικόνα αλλιώς προσλαμβάνεται από τον θεατή της και αλλιώς η φράση από τον αναγνώστη της. Νομίζω πως αυτή την διαφορά -και τις όποιες συνέπειες φέρνει- καταγράφει το μυθιστόρημά μου.
Αλλάζοντας σελίδα Το παράξενο φετινό αυτό καλοκαίρι θα σας βρει στας εξοχάς στο Πήλιο ίσως ετοιμάζοντας κάτι καινούργιο;
Λοιπόν, ο εγκλεισμός λόγω της πανδημίας, μου πρόσφερε άπλετο χρόνο από τη μια να ολοκληρώσω το νέο μου μυθιστόρημα - θα το χαρακτήριζα «αδελφό» έργο του: «Η Κασσάνδρα στην Μαύρη Άμμο» μιας και αναζητώ τις «Σκιές της Κλυταιμνήστρας» και από την άλλη να προχωρήσω, σχεδόν μέχρι το τέλος, ένα ακόμα μυθιστόρημα για νέους βασισμένο στο σύμβολο της Μάσκας. Και τα δυο προγραμματίζονται προς έκδοση μέσα στο 2021. Άρα, κάπου στη μνήμη του υπολογιστή μου αναπαύονται.
Αλλά αρχές Σεπτέμβρη θα είμαι και πάλι στις προθήκες των βιβλιοπωλείων με το τρίτο μέρος της άτυπης τριλογίας μου: «Έφηβοι μέσα στην Πολιτεία». Πρόκειται για τρία συμβολικά νεανικά μυθιστορήματα: «Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι», που αναφέρεται στον αγώνα των ανθρώπων για το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, «Οι Δίδυμοι Ήλιοι της Ποντικούπολης» (διαβάστε εδώ), που έχει να κάνει με την ίση και δίκαιη εργασιακή μεταχείριση και τέλος, με αυτό που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο: «Το Νησί με τις Λέξεις που Αγαπάνε», που αναφέρεται στην παρουσία του πολίτη μέσα σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Με άλλα λόγια ένα καλοκαίρι ξεκούρασης και αφιερωμένο στην άλλη μου μεγάλη αγάπη. Την ανάγνωση.
Με ευχές για μια ωραία σεζόν θερμά σας ευχαριστώ που τα είπαμε ξανά
Κι εγώ σας ευχαριστώ που μου προσφέρατε την ευκαιρία να απλώσω τις σκέψεις μου και να τις μοιραστώ με τους φίλους αναγνώστες σας.
Η Ελένη Πριοβόλου για την "Ερωτική Αγωή"
Αρχίζει από την ιστορική περίοδο των μεγάλων ιδεολογιών και των υποσχέσεων της τεχνολογικής ανάπτυξης.
Ο έφηβος Χρήστος αντρώνεται με ένα σεξουαλικό σφρίγος που επιμένει να εκφράζει ζωικές απαιτήσεις και με την παγιωμένη άποψη πως ο κόσμος ανήκει στο αρσενικό. Η σκυτάλη της ερωτικής αγωγής δίδεται στον γιο του, τον Άρη, πάντα με βάση το αρχέγονο ένστικτο και την ηδονή ως φορέα ύπαρξης, ταυτότητας, αλλά και ως άνοιγμα ενός δρόμου προς την ελευθερία και την αμφισβήτηση του θανάτου.
Έρωτας εμφανίζεται άλλοτε ως κατάκτηση και άλλοτε ως στέρηση. Ως ένωση και ως σύγκρουση. Υλοποιείται με βάση το ένστικτο και την εμπειρία.
Είναι βιβλίο τολμηρό, πολιτικό, με εκκίνηση από το βασικό ένστικτο. Συμβολικό και συνάμα πραγματικό, εγκιβωτίζει άριστα και όσο πρέπει στιγμές του ιστορικού γίγνεσθαι και της πολιτικής πορείας της χώρας.
Το ανάγνωσμα διαθέτει εφηβικό ερωτισμό. Έχει την ένταση του πρωτόγνωρου, το πάθος του νιόβγαλτου, τον φόβο της μάχης, την έξαψη μιας αποκάλυψης.
Χάρηκα που συναντήθηκα και πάλι μαζί του.
https://www.vivliopoleiopataki.gr/blog/post/20234/Manos-Kontoleon-Erotikh-agogh/
14/7/2020