Pages

28.11.20

21 + 1 Συγγραφείς γράφουν Καλλιτέχνες εικονογραφούν Για το 18’21


21 + 1

Συγγραφείς γράφουν

Καλλιτέχνες εικονογραφούν

Για το 18’21

 

Εκδόσεις Παπαδόπουλος

 

 

            

 

 

Για όσους , όπως εγώ, γεννηθήκαμε σε αστικές περιοχές της Ελλάδας και κατά τη διάρκεια των χρόνων αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το τέλος του Εμφυλίου, τα βιβλία για παιδιά χωρίς να είναι πολλά, πιστεύω πως καλύπτανε -ως προς τον αριθμό των εκδόσεων, εννοώ- ένα μεγάλο μέρος, ίσως και πλήρως τις αναγνωστικές προτιμήσεις ενός παιδιού εκείνης της εποχής.

Υπήρξα ένα από τα παιδιά που είχαν ένα μεγάλο αριθμό εξωσχολικών, λογοτεχνικών βιβλίων για να εξασκώ την φαντασία μου, να καλύπτω τις προτιμήσεις μου για περιπέτειες, να ικανοποιώ τις διαθέσεις μου προς ονειροπόληση.

Τα περισσότερα από εκείνα τα βιβλία τα έχω ακόμα στη βιβλιοθήκη μου.

Δύο είναι οι συγγραφείς που κυριαρχούν – ο Ιούλιος Βερν και η Πηνελόπη Δέλτα. Και ασφαλώς μυθιστορήματα κλασικά, με ήρωες κλασικούς -Τομ Σόγιερ και Χωκ Φιν, Μπάρμπα Θωμά και Μαύρη Καλλονή, Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, Γκιούλιβερ, Τρεις Σωματοφύλακες, Δον Κιχώτης και Γαργαντούας.

Πολύ αργότερα -ενήλικος πια και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την λογοτεχνία εκείνη που απευθύνεται, βασικά, σε παιδιά- επισήμανα το γεγονός πως τα, χωρίς αμφιβολία, περισσότερα ήταν ξένων συγγραφέων.

Πέρα από την Πηνελόπη Δέλτα, ίσως να είχα διαβάσει Πιπίνα Τσιμικάλη, κάποιες ακόμα ελληνίδες συγγραφείς που δεν είχα -τότε- συγκρατήσει τα ονόματά τους, αλλά και ακόμα…

Ναι, δίπλα σε Βερν και Δέλτα θέση στην τριάδα των συγγραφέων με τους περισσότερους τίτλους στα ράφια της παιδικής  μου βιβλιοθήκης, είχε και ο Τάκης Λάππας.

Ομολογώ πως δε θυμάμαι -και υποθέτω πως ελάχιστα τοτινά παιδιά και σημερινά άτομα της λεγόμενης τρίτης ηλικίας επίσης δεν θα πρέπει να θυμούνται- το τι ακριβώς αποκόμισα ως ουσιαστική γνώση για το ‘‘21 από το σχολείο μου. Ίσως τα πλέον εντόνως εγγεγραμμένα στη μνήμη -τη δική μου, τουλάχιστον- να είναι τα ποιήματα και τα σκετσάκια της Εθνικής Εορτής της 25ης Μαρτίου.

Αλλά το ’’21 το είχα καλά γνωρίσει. Και η γνωριμία είχε γίνει με τα βιβλία του Τάκη Λάππα.

Ο Λάππας υπήρξε όχι μόνο μια σημαντική μορφή των ελληνικών γραμμάτων  (ανήκει στη γενιά του ’30), αλλά και ένας πολύ σημαντικός ερευνητής της Ελληνικής Επανάστασης.

Πλουσιότατο το έργο του -πάνω από 80 πρέπει να είναι τα βιβλία που έγραψε. Μελέτες ιστορικές και λαογραφικές, αλλά και πεζογραφήματα (διηγήματα και μυθιστορήματα).

Με τα μυθιστορήματά του έδωσε λογοτεχνική ενσάρκωση σε επώνυμους ή ανώνυμους έλληνες της Επανάστασης.

Σχεδόν όλα του τα μυθιστορήματα, αν και ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να τα υλοποιήσει με τις τότε προδιαγραφές ενός πεζογραφήματος προορισμένου να διαβαστεί από παιδιά και μόνο, ως παιδικά βιβλία κυκλοφόρησαν και μάλιστα από μεγάλους και σοβαρούς εκδοτικούς οίκους εκείνης της εποχής και με εικόνες σημαντικών ζωγράφων μας (Βαλασάκης, Μποσταντζόγλου κ.α) να κοσμούν τα εξώφυλλα και τις μέσα σελίδες τους.

Δεν ισχυρίζομαι, λοιπόν, δίχως λόγο πως η γνώση και η σχέση ενός παιδιού του 1950 με τα γεγονότα και τους ανθρώπους του 18’21, σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό στηρίχτηκε στον τρόπο που ο Τάκης Λάππας έγραψε  άλλοτε για τον Κανάρη, άλλοτε για τον Ανδρούτσο και τον Μπότσαρη, μα και πέρα από τους επώνυμους ήρωες και για ήρωες αφανείς, συχνά κάποιοι από αυτοί ήταν και παιδιά (εδώ ίσως μπορεί κανείς να εντοπίσει την επιλογή του Λάππα να ‘επικοινωνεί’ με ανήλικο κοινό).

Μα πάντα χρησιμοποιούσε μια μεστή δημοτική γλώσσα και δεν δίσταζε να φέρνει στην επιφάνεια και λέξεις, ονομασίες τοπικών διαλέκτων.

Από αυτή τη σκοπιά αν δει κανείς το έργο του, θα συνειδητοποιήσει -καθώς θα το συγκρίνει με τα σημερινά βιβλία για παιδιά, το πόσο η γλώσσα που οι τωρινοί συγγραφείς χρησιμοποιούν είναι πολύ πιο απλή… Γιατί να μην την χαρακτηρίσω ακόμα και ‘φτωχή’.

Αλλά πέρα από τη γλωσσική οντότητα, τα έργα εκείνα (και όχι μόνο του Λάππα) είχαν μια ξεκάθαρη στάση απέναντι στο ‘21. Δεν το ανέλυαν, μα το εξυμνούσαν ως μια περίοδο μεγάλης ανάτασης του Γένους, μια περίοδο όπου ξεφυτρώνανε, λες, δώθε  κείθε ηρωικά άτομα και έκαναν πράξεις ηρωικές.

Το ‘21 -δεν ξέρω πόσο συνειδητά και προγραμματισμένα- δεν φαινότανε να έχει κοινωνικές και ταξικές διαστάσεις, παρά μόνο παράτολμες αποφάσεις απόκτησης της ελευθερίας.

Σαφέστατα αυτά τα έργα είχαν γραφτεί μετά από μια σειρά πολέμων απελευθέρωσης ελληνικών εδαφών, μετά από μια Μικρασιατική Καταστροφή, μετά από δύο Παγκόσμιους Πολέμους και με ακόμα έντονη την ανάγκη να εδραιωθεί παντού μια συνείδηση εθνικής ταυτότητας. Άλλωστε έτσι πρέπει να πλησιάζουμε το λογοτεχνικό παρελθόν -βάζοντας δίπλα του ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες.

Βέβαια, κάπου την ίδια περίοδο, έχουμε και άλλες προσεγγίσεις του ’’21 -θυμίζω αυτές του Καραγάτση και του Σκαρίμπα.

Αλλά κανείς δεν σκέφτηκε εκείνα τα ‘αιρετικά’ για την εποχή τους κείμενα να θεωρήσει πως απευθυνόντουσαν και σε παιδιά ή έστω εφήβους.

Να, λοιπόν, η ερμηνεία του γιατί ένα τόσο καλογραμμένο (ως προς τη γλώσσα και την δομή αφήγησης) έργο, όπως αυτό του Λάππα, πολύ γρήγορα εντάχθηκε στα παιδικά αναγνώσματα (όπως η κρατούσα τότε άποψη τα ήθελε να είναι) και σήμερα, στην ουσία,  να μην υπάρχει σχεδόν καθόλου στα βιβλιοπωλεία.

Στη συνέχεια, όμως, από εκείνη την εποχή της δεκαετίας του ’50 ως τις μέρες μας, η παρουσία του ’’21 στη λογοτεχνία μας γενικότερα, όπως και ειδικότερα στην παιδική, μάλλον απουσίαζε ή έστω υποτονικά (ως προς τον αριθμό των τίτλων) δήλωνε την παρουσία της (πρόχειρα και ενδεικτικά αναφέρω έργα των Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη, Άννας Γκέρτσου – Σαρρή, Μαρίας Σκιαδαρέση). Μα σχεδόν όλα τους στηρίζονται στις ζωές και στα έργα επωνύμων αγωνιστών (Κανάρης, Βισβίζη, Ρήγας κ.α). Ο ανώνυμος έλληνας εκείνων των χρόνων δεν ενεργοποιεί μια συγγραφή όπου ο ίδιος θα πρωταγωνιστούσε.

Έπρεπε να φτάσει η επέτειος των 200 χρόνων για να δούμε να επανέρχεται ένα συγγραφικό και εκδοτικό ενδιαφέρον για το 18’21.

Από το χώρο της λογοτεχνίας των ενηλίκων, αναφέρω το μονόλογο του Ανδρούτσου έτσι όπως τον καταγράφει ο Θωμάς Κοροβίνης στο «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» (Άγρα) και όπου με ξεκάθαρο τρόπο παρουσιάζεται όλη η αντιφατική προσωπικότητα του πρωταγωνιστή στο Χάνι της Γραβιάς.

Η ειλικρίνεια και η πλέον απελευθερωμένη ανάγνωση της Ιστορίας έρχεται να χαρίσει νέες διαστάσεις στα πρόσωπα και στα γεγονότα του ‘21.

Παράλληλα, η επέτειος των 200 χρόνων έφερε στο εκδοτικό προσκήνιο και ένα νέο ενδιαφέρον για βιβλία γύρω από το ‘21 που έχουν γραφτεί με τρόπο  που θα μπορούσε να τα πλησιάσει ένα παιδί.

Από τις διάφορες εκδόσεις που ήδη κυκλοφορήσανε (σαφώς αναμένουμε και άλλες), στέκομαι σε μια και μόνο και η οποία στην ουσία είχε όλες τις προδιαγραφές να με κάνει να καταγράψω τις προηγούμενες σκέψεις μου.

Κι αυτό γιατί πρόκειται για μια συλλογή ‘21 + 1 μικρών, στην ουσία ιστοριών (περί τις 500  λέξεις η κάθε μια τους) που γράφτηκαν από αντίστοιχο αριθμό νέων μα και νεότατων συγγραφέων του χώρου της λογοτεχνίας για παιδιά. Και που η καθεμιά τους έχει επίσης εικονογραφηθεί από νέους ζωγράφους και εικονογράφους.

Πρόκειται με άλλα λόγια για μια πολυσυλλεκτική  έκδοση  που την έφεραν στην κυκλοφορία οι Εκδόσεις Παπαδόπουλος και τη σχεδίασε η Μαρίζα Ντεκάστο μαζί με την Ελένη Σβορώνου.

Το πολυσυλλεκτικό αποτύπωμα εκπροσώπων τόσο της νέας όσο και της νεότατης γενιάς συγγραφέων (όλοι τους έχουν παρουσιαστεί από τα τέλη του 20ου αιώνα και μετά) απέναντι στο ‘21 νομίζω πως αξίζει να μας ερεθίσει  το ενδιαφέρον και να το διερευνήσουμε σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και το μέλλον, όσον τουλάχιστον αφορά τον τρόπο που τα σημερινά παιδιά θα έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν μέσα από τη λογοτεχνία το λόγω ύπαρξης της Ελληνικής Επανάστασης.

Πέρα όμως από αυτό, η συγκεκριμένη έκδοση είναι και μια αρκούντως ενδεικτική απεικόνισή του τρόπου σκέψης και γραφής εκείνων των συγγραφέων που ακολουθούν τη γενιά της Μεταπολίτευσης, μιας γενιάς που άλλαξε άρδην το ήθος και το ύφος των βιβλίων για παιδιά και νέους.

Αλλά ας επανέλθω στο πλέον συγκεκριμένο στόχο της συλλογής αυτής.

Είμαι σε θέση να γνωρίζω πως οι δύο συντονίστριες έθεσαν ως βασική προϋπόθεση για τη συγγραφή κάθε διηγήματος τις 500 περίπου λέξεις και ακόμα μια ματιά κάπως ασυνήθιστη, ίσως και χιουμοριστική, πάνω στα ιστορικά συμβάντα εκείνης της περιόδου.

Τον αριθμό των λέξεων όλοι οι συμμετέχοντες τον ακολούθησαν. Ως προς το χιούμορ, νομίζω πως όχι, αλλά σίγουρα όλοι τους μπόρεσαν να εκφραστούν με μια άνεση και ελευθερία που πολύ έως και πάρα πολύ απέχει από μια κλασικότροπη και στενών εθνικών προδιαγραφών σύνθεση.

Ακόμα -ιδιαίτερα σημαντικό αυτό- το ’’21 εντάσσεται στην παγκόσμια ιστορική περίοδο

Η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός στη νεότερη ιστορία. Ξέσπασε σε μια εποχή που εκδηλώθηκαν επαναστατικά κινήματα σε πολλά μέρη στην Ευρώπη και στην Αμερική, αλλά και εξεγέρσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία -σημειώνουν στο εισαγωγικό τους κείμενο οι δυο επιμελήτριες, ενώ λίγο πιο πάνω θα υπενθυμίζουν πως: οι πρώτες επαναστατικές κινήσεις στην περιοχή μας εκδηλώθηκαν όταν διαδόθηκαν οι ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.

Αμέσως, λοιπόν, γίνεται φανερό πως ο αναγνώστης θα διαβάσει κείμενα όπου το εθνικό θα παρουσιάζεται ως ένα μέρος μιας γενικότερης κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης. Και αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να το κατανοήσουν οι μελλοντικοί πολίτες αυτού του τόπου.

Από εκεί και πέρα κάθε ένας από τους συγγραφείς φαίνεται πως αποδέχτηκε  αυτό το γενικό κλίμα και επέλεξε ή επινόησε ένα συμβάν για να το αναπτύξει σε διήγημα 500 περίπου λέξεων.

Συχνά με χιούμορ (Κατσαμά, Αγγέλου - Σίνη, Μανδηλαράς, Κουτσάκης, Βατικιώτη). Μερικές φορές με πολυσήμαντο φεμινισμό (Λυχναρά, Κοντολέων, Οθωναίου, Χριστοδούλου), αλλά και με παραλληλισμούς διαφόρων εποχών (Πίνη, Τσερόλας, Κουκιάς, Σβορώνου). Με στοχαστική διάθεση (Ντεκάστρο, Ηλιόπουλος), με αναγνώριση της δράσης των φιλελλήνων (Παπαγιάννη, Αθανασιάδης). Και ασφαλώς με φωτισμό μικρών επεισοδίων  απλών ανθρώπων (Παπαϊωάννου, Πατσαρός, Λαμπρέλλη, Ζορμπά-Ραμμοπούλου), αλλά και επωνύμων ηρώων (Πέτρου)

Είναι ανέκαθεν δεδομένο πως τα λογοτεχνικά κείμενα εκφράζουν τις απόψεις τους, κυρίως δείχνουν το κατά πόσο απεχθάνονται ή ίσως  και υποκύπτουν στον όποιον συντηρητισμό, όχι μόνο με την επιλογή των θεμάτων τους, όχι μόνο με τον τρόπο που αυτά τα θέματα τα διαχειρίζονται δραματουργικά, αλλά και με τον τρόπο που γλωσσικά τα καταγράφουν. Και στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε πως όλες οι 19 πεζογραφικές αφηγήσεις ( 2 έχουν τη μορφή του κόμικ) χρησιμοποιούν μια γλώσσα καθημερινή, εύπλαστη, διόλου μεγαλόστομη. Γλώσσα που μπορεί και να κρατήσει το ενδιαφέρον του ανήλικου αναγνώστη, αλλά και να του καλλιεργήσει υγιώς το γλωσσικό ένστιχτό του.

Συμπερασματικά θα καταλήξω στη διαπίστωση πως η ιδέα της δημιουργίας μιας συλλογής διηγημάτων για παιδιά με θέμα το ’’21, γραμμένων από χαρακτηριστικούς εκπροσώπους των νέων και νεότερων συγγραφέων αυτού του είδους, αλλά και εικονογραφημένων από αντίστοιχους σύγχρονους εικαστικούς, δίνει την ευκαιρία να επαναδιατυπωθεί το πως ένα γεγονός που δημιούργησε ένα σύγχρονο κράτος εισπράττεται από τους σημερινούς νεαρούς αναγνώστες.

Είναι όμως και μια μικρή ανθολογία κειμένων νέων συγγραφέων της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας και που επίσης αυτή η αντιμετώπισή της την καθιστά σημαντική.

Τελευταία, αλλά όχι αμελητέα, η επισήμανση της άρτιας εμφανισιακά όλης έκδοσης. Μα και το ότι οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου εκχωρούν τις αμοιβές τους στο Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού ως δωρεά.

 

(Βιβλιοδρόμιο Νέων, 28/11/2020)

 

+

 

 

 

23.11.20

Η Ελένη Γεωργοστάθη για το 'Νησί με τις Λέξεις που Αγαπάνε'

 


Στο Νησί, έναν τόπο που καταστρέφεται αργά από την παρακμή και τη λήθη, το γερασμένο κι άκληρο ζευγάρι των ηγεμόνων του αναζητά τη διάδοχη κατάσταση που θα ξαναφέρει την ελπίδα και τη ζωή. Αποφασίζουν λοιπόν να προκηρύξουν έναν πρωτότυπο λογοτεχνικό διαγωνισμό, επιλέγοντας τον διάδοχό τους μεταξύ των ανώνυμων συγγραφέων των ιστοριών που θα φτάσουν στα χέρια τους. Τελικά, λαμβάνουν έξι μόνο φακέλους διαφορετικού χρώματος, που ο καθένας τους κρύβει και μια διαφορετική ιστορία: η μια μιλά για έναν ματαιωμένο έρωτα κι η άλλη για τη σχέση έρωτα και καλλιτεχνικής δημιουργίας, η τρίτη για το θαύμα της αστείρευτης μητρικής αγάπης κι η τέταρτη για τη λαχτάρα ενός πατέρα να κάνει αληθινό το όνειρο του γιου του, η πέμπτη για τον σπόρο της εξέγερσης και της αλλαγής που αφήνει στο πέρασμά του ένας φωτισμένος δάσκαλος κι η έκτη για τη φθορά της εξουσίας, ικανή να καταλύσει τη μνήμη και τη σχέση του ανθρώπου με την κληρονομιά του. Ποια απ’ όλες αυτές τις ιστορίες όμως θα είναι η εκλεκτή; Ποιος από τους ανώνυμους συγγραφείς θα κληθεί να διαδεχτεί το ηλικιωμένο ζευγάρι;

 

Το Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε είναι ένα περίεργο, ιδιαίτερο, υβριδικό βιβλίο. Που ξεκινά σαν παραμύθι –οι άτεκνοι βασιλείς, ο τόπος που ρημάζει, η δοκιμασία, ο τρόπος που η φύση συμμετέχει σε γεγονότα και απηχεί συναισθήματα–, αλλά ταυτόχρονα είναι μπολιασμένο και με άφθονα μυθιστορηματικά στοιχεία –σύνθετοι χαρακτήρες, σπονδυλωτή μορφή, ιδιαίτερη δομή–, κινούμενο πάντως απρόσκοπτα και χωρίς στεγανά ανάμεσα σε φόρμες και ειδολογικές συμβάσεις, που, σε τελική ανάλυση, δεν είναι από μόνες τους τοτέμ αλλά διασταυρούμενα μονοπάτια τα οποία καθιστούν γοητευτικότερη και λιγότερο προβλέψιμη τη διαδρομή της φαντασίας. Στο πέρασμά του αυτό ο συγγραφέας, πέρα από τα προφανή διακείμενα που σκορπά –αναφέρομαι σε στίχους γνωστών Ελλήνων και ξένων ποιητών που διατρέχουν το σώμα του κειμένου του–, συνδιαλέγεται ελεύθερα άλλοτε με τον μύθο –ενδεικτικά αναφέρω τη νύξη στον σε μεγάλο βαθμό παραλλαγμένο μύθο της Περσεφόνης στην τέταρτη ιστορία– αλλά και με το δικό του έργο – και πάλι ενδεικτική η αναφορά μου στην Πορτοκαλένια και στη Λεμονένια της δεύτερης ιστορίας, που μου θύμισαν τη Χρυσαφένια και την Ασημένια από ένα παλιότερο βιβλίο του.

 

Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον με τις ειδολογικές και διακειμενικές διαδρομές του Νησιού με τις λέξεις που αγαπάνε παρουσιάζει και η επιλογή του συγγραφέα του να διαρθρώσει την ιστορία του σε τρία μέρη –με τους τίτλους Οι λέξεις, Οι ιστορίες, Οι άνθρωποι–, η οποία δεν εξυπηρετεί, κατά τη γνώμη μου, μόνο δομικά, τεχνικά ζητήματα, αλλά εκφράζει και μια βαθύτερη προβληματική που παίρνει σάρκα και οστά παράλληλα με την εξέλιξη της πλοκής: Οι λέξεις είναι το θεμέλιο, το βασικό συστατικό των ιστοριών, κι οι ιστορίες, με τη σειρά τους, είναι δημιουργήματα των ανθρώπων. Άραγε οι λέξεις μπορούν να ιδωθούν αποκομμένες από τις ιστορίες που φτιάχνουν; Κι οι άνθρωποι, με τη σειρά τους, σε τι βαθμό ορίζονται από τις ιστορίες τους; Είναι αυτές οι τελευταίες οι καθρέφτες οι δικοί τους αλλά και της ίδιας της ζωής;

 

Τελικά, οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, όταν δίνονται, δε συρρικνώνονται σε μια ναρκισσιστική αυτοαναφορικότητα που έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με τη σχέση δημιουργήματος και δημιουργού, τέχνης και ζωής, αλλά αγκαλιάζουν κι ένα σύνολο ζητημάτων που αφορούν και την κληρονομιά, τη μνήμη, την παράδοση, το παρελθόν, την ιστορία, όπως και τα όνειρα, τον αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον, την ανάγκη για αλλαγή με σημείο αναφοράς το πνεύμα και τις απαιτήσεις των καιρών, πάνω απ’ όλα τον μακρύ και κοπιώδη δρόμο των λαών προς την αυτογνωσία και τη δημοκρατία. Χωρίς διδακτισμούς και εκπτώσεις, με το ζεστό εξώφυλλο και τις ατμοσφαιρικές ασπρόμαυρες εικόνες της Κατερίνας Βερούτσου να κουμπώνουν εξαιρετικά με τις λέξεις.

 

https://www.elenigeorgostathi.gr/manos-kontoleon-to-nisi-me-tis-lexeis-pou-agapane/?fbclid=IwAR1j4fS1zYcCkaD_2qiRBVX_VsETCgVJMMtal2CS9gaQxxwMlIarqYmledY

22.11.20

Η Χρύσα Κουράκη για "Το Νησί με τις Λέξεις που Αγαπάνε"

 


Το Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε. Ένα βιβλίο για νεαρούς και μεγάλους που μπορούν και διαβάζουν πέρα από τις λέξεις. Μια παραμυθιακή ιστορία με διαδοχικές εγκιβωτισμένες αφηγήσεις που μπλέκονται με μαεστρία και συμβολισμούς δημιουργώντας πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης. Μέσα από τις λέξεις που φτιάχνουν ιστορίες ο Μάνος Κοντολέων μας μιλά για την αγάπη, την προσφορά, τη συνέχεια, το παρόν και το παρελθόν, τις επιλογές στη ζωή, την πολιτική. Το νέο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων δεν μας ξαφνιάζει. Για όσους και όσες γνωρίζουν το έργο του, Το Νησί αποτελεί την ιδεολογική αποτύπωση του ίδιου του συγγραφέα και τη συνέχεια ή τη συμπλήρωση άλλων έργων του (π.χ. Ποντικούπολη, Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι, Αμαρτωλή πόλη και πολλών άλλων). Η εικονογράφηση και το υπέροχο εξώφυλλο της Κατερίνας Βερούτσου πλαισιώνουν αρμονικά το κείμενο τονίζοντας τα σημαντικότερα σημεία του.

 

Χρύσα Κουράκη (22/11/20)

21.11.20

Jean – Claude Grumberg «Η πιο πολύτιμη πραμάτεια»

 


JeanClaude Grumberg

«Η πιο πολύτιμη πραμάτεια»

Ένα παραμύθι

Μετάφραση: Ρούλα Γεωργακοπούλου

Πόλις

 

                        Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

Η γλώσσα (προφορική ή γραπτή) ενός παραμυθιού έχει ιδιαίτερους κανόνες για να υλοποιηθεί

Απαιτεί τη χρήση παρομοιώσεων, ατμοσφαιρικών περιγραφών* επιστρατεύει  τη δυναμική των μυστικών και στηρίζεται στη δύναμη των συμβολισμών.

Τα παραμύθια διαθέτουν δυο στρώσεις ανάγνωσης. Στην πρώτη, αυτή της επιφάνειας, υπάρχουν οι περιγραφές. Στη δεύτερη, την εσωτερική, θα βρούμε τις απόψεις, τις θέσεις, τα συναισθήματα.

Τα παραμύθια είναι συνήθως ντυμένα με τα ενδύματα της φαντασίας. Αλλά το σώμα που έχουν αυτά τα ρούχα ντύσει, είναι σώμα σάρκινο και παλλόμενο από αίμα που κοχλάζει.

Τα παραμύθια κάποτε υπήρχαν για να ενδυναμώνουν ψυχές, να ενεργοποιούν αντιδράσεις, να κρίνουν καταστάσεις, να προτείνουν λύσεις.

Σήμερα όλα αυτά μπορούν να γίνουν με άλλες μορφές πεζογραφίας -με μυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα. Και τα παραμύθια έχουν περιοριστεί -στην ουσία από τη μια οι συγγραφείς και από την άλλη οι αναγνώστες-τα περιόρισαν-  στον χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και μάλιστα παιδιά μικρών ηλικιών.

Ε, λοιπόν, αυτό είναι λάθος.

Και δεν χρειάζεται παρά μόνο ένας ανήσυχος συγγραφέας, ένα πεζογράφος που ολοένα πειραματίζεται, για να δημιουργήσει ένα παραμύθι που θα φέρνει στην επιφάνεια μια γνωστή ιστορία, αλλά πλέον τώρα φωτισμένη και με μια ακόμα απόχρωση. Αυτή του παραμυθιού.

Ως παραμύθι, λοιπόν, έχει ο ίδιος ο Jean – Claude Grumberg χαρακτηρίσει το πεζογράφημά του «Η πιο πολύτιμη πραμάτεια».

Ο Grumberg είναι μια γνωστή προσωπικότητα του γαλλικού θεάτρου -πολλά και άρτια τα έργα του. Πολλά και τα σενάρια τα οποία έχει γράψει για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Ακόμα μελέτες και παιδικά βιβλία.  Έχει βραβευτεί, έχει αναγνωριστεί από το πλατύ κοινό, μα και από του ειδικούς του χώρου.

Με εβραϊκή καταγωγή (παππούς και πατέρας χαθήκανε στα ναζιστικά στρατόπεδα) γεννήθηκε στο Παρίσι το 1939.

Και με αυτό το βιβλίο του θέλησε να χρησιμοποιήσει τη δομή ενός παραμυθιού για να αφηγηθεί το δράμα μιας οικογένειας εβραίων.

Το πιθανότερο να βασίστηκε σε προσωπικές και οικογενειακές εμπειρίες.

Και τα όσα θέλησε να περιγράψει ασφαλώς και μας είναι πλέον και γνωστά και με πολλούς τρόπους  έχουν καταγραφεί μέσα στην Τέχνη -πεζογραφία, ποίηση, κινηματογράφο, θέατρο.

Τώρα, όμως,  ο Grumberg χρησιμοποιεί το παραμύθι.

Και αφηγείται το δράμα ενός εβραίου πατέρα που χωρίς να αφήσει τον εαυτό του  να χάσει πολύτιμο ζωοδότη χρόνο, με κίνηση αυθόρμητη και πέρα από την όποια ανθρώπινη λογική επιλέγει ένα από  τα δυο δίδυμα βρέφη του να το σώσει πετώντας το από το τραίνο που τους μεταφέρει σε κάποιο στρατόπεδο.

Ένα μωρό φασκιωμένο σε πολύτιμο σάλι, θα γίνει η ακριβή πραμάτεια ενός τραίνου που περνά και που μια ηλικιωμένη  ξυλοκόπος θα μαζέψει εκπληρώνοντας το όνειρό της μητρότητας.

Από εκεί και πέρα υπάρχει το δάσος, υπάρχει ο αγράμματος κόσμος που έχει παραπλανηθεί, αλλά υπάρχουν και κάποιοι που δεν αποδέχονται πως μέσα σε ένα αθώο πλάσμα κρύβεται κάτι επικίνδυνο και σατανικό.

Το παραμύθι, όπως όλα τα παραμύθια, διαθέτει κάθαρση.

Κάθαρση που ξαφνικά μας περνά από το χώρο της παραμυθίας στον χώρο του ρεαλισμού. Κι έτσι μας φέρνει και πάλι στην ιστορική γνώση και μας βοηθά και μ΄ ένα ακόμα τρόπο να επιβεβαιώσουμε την απόφαση της ανθρωπότητας που με δυο λέξεις -Ποτέ ξανά-  έχει χαραχθεί στην είσοδο μουσείου ναζιστικού στρατοπέδου.

Ολιγοσέλιδο βιβλίο, έντονα φορτισμένο, πυκνών συμβολισμών. Η μετάφραση της Ρούλας Γεωργακοπούλου πρέπει να διατήρησε το μείγμα παραμυθίας και τραυματισμού που θα πρέπει να διαθέτει το πρωτότυπο.

 

 (Περί Ου, 21/11/2020)

17.11.20

Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένα





Κατερίνα Φώτη1ο Γυμνάσιο Σερρών

Η Κατερίνα Φώτη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του ΑΠΘ. Φοιτά στο Δ.Π.Μ.Σ (ΠΔΜ-ΑΠΘ) «Δημιουργική Γραφή» με κατεύθυνση «Δημιουργική Γραφή και Εκπαίδευση». Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση εκπαίδευση.




Δύο ήρωες, ένα βιβλίο, δύο ιστορίες, μια ζωή. Η πρωτοτυπία του βιβλίου, ότι ο συγγραφέας παρουσιάζει ξεχωριστά τη ζωή δύο εφήβων, που στο τέλος συγκλίνει. Κοινός άξονας η παιδική εκμετάλλευση .Ένα κορίτσι, Ρεγγίνα τη φώναζε ο πατέρας της, που σε μια άλλη γλώσσα σημαίνει βασίλισσα. Χάνει τα πάντα εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου και της δικτατορίας στη χώρα της, γονείς, σπίτι και στην προσπάθεια της επιβίωσης γνωρίζει την άλλη πλευρά της ζωής, αυτή που δεν αξίζει σε κανένα παιδί. Θα απαρνηθεί το όνομά της και μαζί την παιδική αθωότητα και θα υποταχθεί στο πρόσωπο του κακού.

Θα συναντηθεί με τον Άλεχ, που το όνομά του σημαίνει προστάτης. Ο πατέρας του ήθελε να σπουδάσει και να γίνει προστάτης για όσους έχουν την ανάγκη του. Η ζωή όμως έχει αποφασίσει διαφορετικά. Θα γνωρίσει την προσφυγιά και τα στρατόπεδα προσφύγων. Στην προσπάθειά του να προστατεύσει την αδύναμη μητέρα του, θα θυσιαστεί. Οι δρόμοι των δύο παιδιών θα χωρίσουν.  

Δύο Ιφιγένειες, δύο τραγικά πρόσωπα, ξεγράφουν το παιδί που κρύβεται μέσα τους και για να σώσουν την οικογένειά τους, θυσιάζονται κλείνοντας τα μάτια. Ένα βιβλίο για εφήβους και όχι μόνο, από ένα συγγραφέα που τολμά να θίξει με παρρησία τις κοινωνικές ανισότητες και τα αιώνια θύματά τους, τα παιδιά. Ταυτόχρονα με ευαισθησία μας καλεί, να μην εθελοτυφλούμε και αδιαφορούμε μπροστά στο πάντα επίκαιρο θέμα της παιδικής εκμετάλλευσης αλλά να οραματιστούμε και να δουλέψουμε για έναν κόσμο με κοινωνική ανθρωπιστική συνείδηση, όπου όλα τα παιδιά θα έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες ευκαιρίες στη ζωη. Ένα βιβλίο, πολλά θέματα, εμφύλιες διαμάχες, προσφυγικό, βίαιη ενηλικίωση και παιδική εκμετάλλευση. Ένας συγγραφέας που με αξιοθαύμαστο τρόπο ζωγραφίζει τα δικαιώματα όλων των παιδιών, γιατί η λογοτεχνία πρέπει να προβληματίζει και να καλλιεργεί ανθρωπιστικές αξίες.


https://www.bookia.gr/index.php?action=Blog&post=ae4677ba-54bd-42ec-adc4-c88b4ca1865a&fbclid=IwAR0W2J3eV3Kgg7OSPm9w7g9_T_Ev3iuKof5iZbJZK71JY7yhVblFcZwkDl8

14.11.20

Μπέρναρντ Μαλαμούντ «Το μαγικό βαρέλι»

 


Μπέρναρντ Μαλαμούντ

«Το μαγικό βαρέλι»

Μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου

Εκδόσεις Καστανιώτη

 

                             Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

 

Ο Μπέρναρντ Μαλαμούντ (1914 – 1986) είναι μαζί με τους Σολ Μπέλοου και Φίλιπ Ροθ από τους σημαντικότερους αμερικανοεβραίους συγγραφείς του 20ου αιώνα.

Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν και ο πατέρας του είχε ένα μικρό μπακάλικο. Ζώντας την παιδική του ηλικία μέσα στην περιοχή αυτή της Νέας Υόρκης γνώρισε από κοντά τους μετανάστες εκείνης της περιόδου και γενικότερα τις συνθήκες ζωής απλών , καθημερινών ανθρώπων -μικροεμπόρων, υπαλλήλων, εργατριών κλπ- που θα γινόντουσαν αργότερα η βασική ύλη άντλησης των συγγραφικών του εμπνεύσεων.

Σε νεαρά ηλικία έχασε τη μητέρα του, ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε, ενώ ο αδελφός του νοσηλευότανε συχνά για σχιζοφρένεια.

Τόσο, λοιπόν,  το οικογενειακό περιβάλλον, όσο και η ευρύτερη περιφέρεια του Μπρούκλιν επηρέασαν το έργο του και τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε τους χαρακτήρες των ηρώων του

Αν και έγραψε αρκετά μυθιστορήματα είναι τα διηγήματά του που τον έχουν καθιερώσει ως ένα στυλίστα του είδους αυτού  της πεζογραφικής αφήγησης.

Παράλληλα με τις πανεπιστημιακές σπουδές του, άρχισε να εργάζεται σε μια κρατική υπηρεσία, όπου και βίωσε από τη μια τη μονοτονία της υπαλληλικής εργασίας, αλλά και από την άλλη το διέξοδο που μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία.

Κι κάπως έτσι έγραψε και το διήγημα ‘Η ανακωχή’ (το πρώτο αυτής της συλλογής) όπου περιγράφει το πως η ήττα της Γαλλίας το 1940 επηρέασε τη ζωή ενός αμερικανού μπακάλη και του γιού του.

Συνέχισε να γράφει, παντρεύτηκε, απέκτησε δυο παιδιά, είχε ήδη αποδεχτεί την πρόταση να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον.

Ιδιαίτερα αυστηρός με το ίδια του τα γραπτά, θα είναι πλέον το 1952 που θα κυκλοφορήσει  το πρώτο του μυθιστόρημα.

Αργότερα παίρνει μια υποτροφία και για ένα χρόνο ζει στην Ιταλία (οι εμπειρίες του από εκείνη τη χρονιά θα καταγραφούν σε κάποια από τα πλέον καλά διηγήματά του) και συνεχίζει πλέον να γράφει, ενώ τιμάται με σημαντικές διακρίσεις και βραβεία.

Αυτό που διακρίνει τη γραφή του στο είδος του διηγήματος είναι μια πολύ ανθρώπινη και απλή προσέγγιση καθημερινών ανθρώπων. Αλλά ενώ με μια γλώσσα στρωτή και με ευαίσθητες επισημάνσεις της καθημερινότητας οδηγεί τον αναγνώστη του μέσα στον κόσμο όπου ζουν οι ήρωές του, λίγο προτού ολοκληρωθεί η αφήγηση κάνει ένα άλμα… προς τα επάνω ή και προς τα κάτω, φέρνει στο προσκήνιο μια ανατροπή όχι μόνο νοηματική, αλλά και ψυχογραφική.

Με αυτή την τεχνική  καταφέρνει να ολοκληρώσει τη σχέση της ατομικότητας με τα κοινωνικά status -δεν καταγράφει απλώς, μα και υπαινικτικά σχολιάζει.

Γιατί ο Μάλαμουντ αυτό ακριβώς έχει καταφέρει να προσφέρει στην αμερικάνικη λογοτεχνία -μια σύνδεση του ενός με τους άλλους, χωρίς αυτή η σύνδεση να αμφισβητείται μήτε από τις αποστάσεις, μήτε από τις φυλετικές διαφορές, μήτε από τα ήθη και τα έθιμα.

Τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε κανείς να τον θεωρήσει αντίστοιχης δυναμικής διηγηματογράφο με τον Άντον Τσέχωφ.

Με άλλα λόγια έχουμε μια διαχρονική και πανανθρώπινη λογοτεχνία που έτσι όπως επιμερίζεται σε κείμενα μικρής φόρμας, αποκτά την πολυσυλλεκτικότητα μιας ψηφιδωτής σύνθεσης.

Ο Μπέρναρντ Μαλαμούντ δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής από το εκδοτικό ελληνικό σύστημα. Σε μια μάλλον πρόχειρη έρευνα διεπίστωσα πως το πρώτο του έργο που μεταφράστηκε στη γλώσσα μας κυκλοφόρησε το 1983, ακολούθησαν τρεις συμμετοχές του σε συλλογικά εκδόσεις διηγημάτων και μόλις του 2017 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη έφτασε στα χέρια μας  το μυθιστόρημα «Ο μάστορας» και τώρα ο πρώτος αυτός τόμος κάποιων από τα διηγήματά του.

Η μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου  μεταφέρει με ευστοχία το ύφος που θα πρέπει να είχαν  τα κείμενα στην αρχική τους γλωσσική μορφή, στη νέα αυτή μεταφρασμένη εμφάνιση τους.

 

 

(Βιβλιοδρόμιο Νέων, 14/11/20)