Herman Ungar
“Οι
ακρωτηριασμένοι”
Μετάφραση:
Βασίλης Πατέρας
Εκδόσεις Ροές
Herman Ungar ήταν γιος μιας ευκατάστατης εβραϊκής
οικογένειας της Μοράβια που μιλούσε τσέχικα όσο και γερμανικά, αλλά τα βιβλία
του τα έγραψε στη γερμανική γλώσσα.
Από
το διεξοδικό βιογραφικό σημείωμα, που υπάρχει στο τέλος του βιβλίου, μαθαίνουμε
πως γεννήθηκε το 1893 και πέθανε το 1929.
Άφησε
δύο μυθιστορήματα και δυο συλλογές διηγημάτων
(η δεύτερη εκδόθηκε μετά τον θάνατό του), ενώ κατά τη διάρκεια της σύντομης
ζωής του εργάστηκε σε Τράπεζα και στο Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του.
Αν
και μικρό σε αριθμό τίτλων το έργο του, είχε από τότε που ζούσε προσεχτεί στους
λογοτεχνικούς κύκλους και είχε μάλιστα τύχει ιδιαίτερων σχολιασμών τόσο από τον
Τόμας Μανν, όσο και από τον Στέφαν Τσβάιχ.
Το
μυθιστόρημά του «Οι ακρωτηριασμένοι» -όταν
μετά από πολλούς δισταγμούς εκ μέρους εκδοτών λόγω της τολμηρότητας θέματος και
περιγραφών, εκδόθηκε- τράβηξε την προσοχή κοινού και κριτικών. Όμως το σύνολο του έργου του Ungar,
μετά τον θάνατό του, λησμονήθηκε και έπρεπε να φτάσουμε στο 1980 όπου
παρουσιάστηκε μια αναθέρμανση ενδιαφέροντος για τον ιδιότυπο αυτόν Τσέχο
συγγραφέα.
Από
τα στοιχεία που μπόρεσα να έχω στη διάθεσή μου, αυτό το μυθιστόρημα πρέπει να
είναι και το πρώτο που μεταφράζεται στη χώρα μας. Και ομολογώ πως ο αναγνώστης
του μάλλον θα ξαφνιαστεί με τον τόσο σύγχρονο τρόπο που περιγράφεται ο ήρωας
και τα έργα του.
Κεντρικό
πρόσωπο ο Φραντς Πόλτσερ με τη στερημένη ζωή και την τραυματική παιδική ηλικία
που εργάζεται σε μια Τράπεζα και προσπαθεί να μην προκαλεί την προσοχή των
άλλων. Τυπολάτρης και εσωστρεφής, διατηρεί μόνο μια στενή φιλική σχέση με έναν
παλιό του συμμαθητή που όμως μια ασθένεια τον έχει οδηγήσει σε ακρωτηριασμούς
των άκρων του κι έτσι τον έχει κάνει κι αυτόν μισάνθρωπο και ιδιαίτερα
πικρόχολο ως προς όσους θέλουν να του συμπαρασταθούν.
Ανάμεσα
στους δυο αυτούς νεαρούς άνδρες που ο καθένας για διαφορετικούς λόγους αναζητά
την απόσταση ως προς τους άλλους του κοινωνικού περιβάλλοντός τους, ο Ungar
τοποθετεί
μια πληθωρική και εγωκεντρική χήρα, την Κλάρα Πόργκες, σπιτονοικοκυρά του
Φραντς που πολύ γρήγορα θα καταφέρει να μετατρέψει τον άβουλο και δειλό νεαρό
νοικάρη της σε υποχείριο των σαδιστικών σεξουαλικών ορέξεών της.
Στην
ουσία έχουμε την ανάπτυξη τριών περιπτώσεων αδυναμίας κοινωνικής συνύπαρξης και
συναισθηματικής έκφρασης που ο Ungar με τη ψυχρή
ικανότητα χειρούργου μας παρουσιάζει και
μας προετοιμάζει για να δεχτούμε το αναπόφευκτο τέλος.
Στην
ουσία εκείνο που επιτυγχάνουν οι ‘Ακρωτηριασμένοι’ είναι να φανερώσουν τους
πολλούς τρόπους που άλλοτε η ψυχική κι άλλοτε η σωματική αναπηρία μετατρέπουν
τα πρόσωπα σε όργανα αλληλοεξόντωσης.
Θέση
σίγουρα ιδιαίτερα προχωρημένη και μάλιστα
για την εποχή που το έργο γράφτηκε.
Δεν
είναι, λοιπόν, περίεργο που αιχμηρή αυτή ανάλυση προκάλεσε τρόμο στους
κριτικούς της εποχής του.
Ο
Στέφαν Τσβάιχ κατηγόρησε, κατά κάποιον τρόπο, τον συγγραφέα πως έχει μια
έλλειψη οίκτου για τα αδύναμα νεύρα ή τις ευαίσθητες φύσεις,
που αγγίζει τα όρια της διαστροφής.
Ωστόσο,
θα είναι ο Τσβάιχ, πάλι, που έγραψε ότι
το βιβλίο έχει μια τόσο δαιμονική δύναμη, ώστε νιώθεις να διαπερνούν τα
νεύρα σου ρίγη αδυναμίας σχεδόν μεθυστικά – το βιβλίο αυτό δεν μπορείς παρά να
το λατρέψεις με τρόμο, δεν μπορείς παρά να συνεχίσεις να το διαβάζεις με φρίκη.
Ο
δε Τόμας Μανν θα σχολιάσει Ένα φρικτό βιβλίο, μια σεξουαλική κόλαση, γεμάτη
βρομιά, έγκλημα και βαθιά μελαγχολία – μια μονομανής σύγχυση, αν θέλετε, σε κάθε
περίπτωση όμως η σύγχυση μιας εσωτερικά γνήσιας καλλιτεχνικής φύσης.
Σήμερα
η γραφή του Ungar μεταφέρει τον αναγνώστη στο κλίμα μιας εποχής, στην Κεντρική
Ευρώπη, όπου κυοφορείτο η μεγίστη ύβρις
του 20ου αιώνα.
Η
έλλειψη κοινωνικής συμπαράστασης, η φοβία προς τον άλλον, όπως και η τάση αυτόν
τον άλλον να τον χρησιμοποιείς για δική σου και μόνο ευχαρίστηση, με σαφήνεια
υποδεικνύουν το πως γεννιέται ο φασισμός.
Και
στο σημείο αυτό θα έχει ενδιαφέρον να σκεφτούμε
εν παραλλήλω το έργο του Ungar με αυτό του σύγχρονού του
μέγιστου Τσέχου συγγραφέα Φραντς Κάφκα (1883 – 1924).
Μια
παρόμοια κατάσταση αναγνωρίζουμε στο έργο του. Μόνο που εκεί όπου ο Ungar
ανιχνεύει τα
άτομα, ο Κάφκα προχωρεί βαθύτερα και ερευνά δομές.
Δεν
θέλω να προχωρήσω περισσότερο τις όποιες συγκρίσεις μεταξύ αυτών των δυο
συγγραφέων -πέρα από το ότι ήταν κι οι
δυο γόνοι εβραϊκών οικογενειών, Τσέχοι και ως άτομα έζησαν ο καθένας τους με
μια δική του ιδιαιτερότητα. Αλλά αξίζει -καθώς γνωρίζουμε πλέον και το έργο του
για τόσο καιρό λησμονημένου Ungar- να επιβεβαιώσουμε την
θέση πως μέσα από τη λογοτεχνία η ανάγνωση της Ιστορίας αποκτά μια άλλη πλέον
ανθρώπινη προσέγγιση. Και από απρόσωπη καταγραφή συμβάντων μετατρέπεται σε φωτισμό
προσώπων και συμβόλων που πράττουν εντός
των παθών τους.
(Βιβλιοδρόμειο 1/8/2020)