Pages

14.11.20

Μπέρναρντ Μαλαμούντ «Το μαγικό βαρέλι»

 


Μπέρναρντ Μαλαμούντ

«Το μαγικό βαρέλι»

Μετάφραση: Σταυρούλα Αργυροπούλου

Εκδόσεις Καστανιώτη

 

                             Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

 

 

Ο Μπέρναρντ Μαλαμούντ (1914 – 1986) είναι μαζί με τους Σολ Μπέλοου και Φίλιπ Ροθ από τους σημαντικότερους αμερικανοεβραίους συγγραφείς του 20ου αιώνα.

Γεννήθηκε στο Μπρούκλιν και ο πατέρας του είχε ένα μικρό μπακάλικο. Ζώντας την παιδική του ηλικία μέσα στην περιοχή αυτή της Νέας Υόρκης γνώρισε από κοντά τους μετανάστες εκείνης της περιόδου και γενικότερα τις συνθήκες ζωής απλών , καθημερινών ανθρώπων -μικροεμπόρων, υπαλλήλων, εργατριών κλπ- που θα γινόντουσαν αργότερα η βασική ύλη άντλησης των συγγραφικών του εμπνεύσεων.

Σε νεαρά ηλικία έχασε τη μητέρα του, ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε, ενώ ο αδελφός του νοσηλευότανε συχνά για σχιζοφρένεια.

Τόσο, λοιπόν,  το οικογενειακό περιβάλλον, όσο και η ευρύτερη περιφέρεια του Μπρούκλιν επηρέασαν το έργο του και τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε τους χαρακτήρες των ηρώων του

Αν και έγραψε αρκετά μυθιστορήματα είναι τα διηγήματά του που τον έχουν καθιερώσει ως ένα στυλίστα του είδους αυτού  της πεζογραφικής αφήγησης.

Παράλληλα με τις πανεπιστημιακές σπουδές του, άρχισε να εργάζεται σε μια κρατική υπηρεσία, όπου και βίωσε από τη μια τη μονοτονία της υπαλληλικής εργασίας, αλλά και από την άλλη το διέξοδο που μπορεί να προσφέρει η λογοτεχνία.

Κι κάπως έτσι έγραψε και το διήγημα ‘Η ανακωχή’ (το πρώτο αυτής της συλλογής) όπου περιγράφει το πως η ήττα της Γαλλίας το 1940 επηρέασε τη ζωή ενός αμερικανού μπακάλη και του γιού του.

Συνέχισε να γράφει, παντρεύτηκε, απέκτησε δυο παιδιά, είχε ήδη αποδεχτεί την πρόταση να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον.

Ιδιαίτερα αυστηρός με το ίδια του τα γραπτά, θα είναι πλέον το 1952 που θα κυκλοφορήσει  το πρώτο του μυθιστόρημα.

Αργότερα παίρνει μια υποτροφία και για ένα χρόνο ζει στην Ιταλία (οι εμπειρίες του από εκείνη τη χρονιά θα καταγραφούν σε κάποια από τα πλέον καλά διηγήματά του) και συνεχίζει πλέον να γράφει, ενώ τιμάται με σημαντικές διακρίσεις και βραβεία.

Αυτό που διακρίνει τη γραφή του στο είδος του διηγήματος είναι μια πολύ ανθρώπινη και απλή προσέγγιση καθημερινών ανθρώπων. Αλλά ενώ με μια γλώσσα στρωτή και με ευαίσθητες επισημάνσεις της καθημερινότητας οδηγεί τον αναγνώστη του μέσα στον κόσμο όπου ζουν οι ήρωές του, λίγο προτού ολοκληρωθεί η αφήγηση κάνει ένα άλμα… προς τα επάνω ή και προς τα κάτω, φέρνει στο προσκήνιο μια ανατροπή όχι μόνο νοηματική, αλλά και ψυχογραφική.

Με αυτή την τεχνική  καταφέρνει να ολοκληρώσει τη σχέση της ατομικότητας με τα κοινωνικά status -δεν καταγράφει απλώς, μα και υπαινικτικά σχολιάζει.

Γιατί ο Μάλαμουντ αυτό ακριβώς έχει καταφέρει να προσφέρει στην αμερικάνικη λογοτεχνία -μια σύνδεση του ενός με τους άλλους, χωρίς αυτή η σύνδεση να αμφισβητείται μήτε από τις αποστάσεις, μήτε από τις φυλετικές διαφορές, μήτε από τα ήθη και τα έθιμα.

Τηρουμένων των αναλογιών θα μπορούσε κανείς να τον θεωρήσει αντίστοιχης δυναμικής διηγηματογράφο με τον Άντον Τσέχωφ.

Με άλλα λόγια έχουμε μια διαχρονική και πανανθρώπινη λογοτεχνία που έτσι όπως επιμερίζεται σε κείμενα μικρής φόρμας, αποκτά την πολυσυλλεκτικότητα μιας ψηφιδωτής σύνθεσης.

Ο Μπέρναρντ Μαλαμούντ δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής από το εκδοτικό ελληνικό σύστημα. Σε μια μάλλον πρόχειρη έρευνα διεπίστωσα πως το πρώτο του έργο που μεταφράστηκε στη γλώσσα μας κυκλοφόρησε το 1983, ακολούθησαν τρεις συμμετοχές του σε συλλογικά εκδόσεις διηγημάτων και μόλις του 2017 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη έφτασε στα χέρια μας  το μυθιστόρημα «Ο μάστορας» και τώρα ο πρώτος αυτός τόμος κάποιων από τα διηγήματά του.

Η μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου  μεταφέρει με ευστοχία το ύφος που θα πρέπει να είχαν  τα κείμενα στην αρχική τους γλωσσική μορφή, στη νέα αυτή μεταφρασμένη εμφάνιση τους.

 

 

(Βιβλιοδρόμιο Νέων, 14/11/20)