Pages

30.5.21

Οι ιδέες επέλεξαν για τόπο κατοικίας τους την Αθήνα!


 

Αθήνα, 1896

 

Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες διοργανώνονται στην Αθήνα.

Ανάμεσα στα διάφορα αγωνίσματα ξεχωρίζει το αγώνισμα του Μαραθώνιου Δρόμου.

Νικητής σε αυτό αναδεικνύεται ο έλληνας Σπύρος Λούης, που με την νίκη του εκείνη μετατρέπεται σε ένα διαχρονικό σύμβολο των Ολυμπιακών Αγώνων της σύγχρονης εποχής.

 

Το σκίρτημα της πόλης

 

Η πόλη πρέπει να σκίρτησε. Πρέπει να αισθάνθηκε κάποιο ρίγος να τη διαπερνά -να ξεκινά από την Πεντέλη και να φτάνει μέχρι κάτω, στην ακρογιαλιά του Φαλήρου.

Έτσι πρέπει να έγινε.

Για την πόλη της Αθήνας, μιλάω. Για τότε... Το 1986. Για ΄κείνη τη χρονιά.

 

Λοιπόν... Η Αθήνα είναι η πόλη μου.

Σ΄αυτήν γεννήθηκα, σ΄αυτήν μεγάλωσα. Στην Αθήνα συνεχίζω να ζω. Κι έτσι...

Ας το πως με άλλα λόγια.

Λέω να ξεκινήσω τούτο το ταξίδι, από την Αθήνα. Πρώτα απ΄όλα τ΄άλλα,  αυτήν να πλησιάσω. Αυτήν να κάνω πρωταγωνίστριά μου.

Μιας και αποφάσισα να πιάσω έναν - έναν του Ολυμπιακούς Αγώνες της σύγχρονης εποχής και στον καθένα να κάνω μια στάση και να ψάξω να βρω κάποια στιγμή τους -μεγάλη ή μικρή- κάποιο πρόσωπο που κατά τη διάρκειά τους κάτι -σημαντικό ή ασήμαντο-κάνοντας ακούστηκε, μιας , λοιπόν, κι έτσι με τρόπο αυθαίρετο θέλησα να παρουσιάσω τη μακρόχρονη πορεία ενός θεσμού και των ανθρώπων που τον υπηρέτησαν, έχω νομίζω το δικαίωμα να φτάσω στα άκρα της την αυθαιρεσία μου και γράφοντας για τους πρώτους Ολυμπιακούς,  να μιλήσω για την πόλη που πρώτη τους φιλοξένησε.

Να μιλήσω... Λάθος έκφραση. Να την περιγράψω -όχι, προς Θεού τα αξιοθέατά της και τα μνημεία της. Να περιγράψω τον παλμό και το ρίγος της. Σα μια γυναίκα να τη δω. Μια γυναίκα που κάποτε γοήτευσε, μετά ξεχάστηκε και ξαφνικά, καθώς την είχαν καλέσει να παίξει ένα νέο ρόλο, της αναθέτουν και μια ακόμα αποστολή. να γίνει ο τόπος της αναβίωσης μιας παλιάς τελετής, να γίνει το λίκνο που θα θρέψει τη καινούργια άποψη μιας διαχρονικής ιδέας.

Η Αθήνα μου όλα αυτά τα επωμίστηκε. Η πόλη μου... Η πόλη. Μια πρωτεύουσα του κόσμου -τότε και τώρα.

Ήρθε, λοιπόν, η εντολή. Και η πόλη την αποδέχτηκε. Και σκίρτησε. Κι  ένα ρίγος απλώθηκε σ΄ όλη τη ραχοκοκαλιά της. Από τα μποστάνια του Μαραθώνα, μέχρι το λιμάνι του Πειραιά. Από το βράχο στο Σούνιο, μέχρι τη στοιχειωμένη Ελευσίνα.

Ένα ρίγος σε μια γη που ήταν ποτισμένη από μνήμες και ιστορία.

Η πόλη δεν είχε ξεχάσει την παλιά της τη δόξα. Πολύ παλιά, αλλά τόσο μεγάλη που δε γινότανε να την ξεχάσουνε μήτε οι πέτρες, μήτε οι μικροί ποταμοί, μήτε τα πεύκα, οι ελιές  και τα θυμάρια. Αυτά, μάλιστα, τα τρία τελευταία, είχαν κληρονομήσει την ανάμνηση της δόξας από τα πιο παλιά τα δέντρα, κι αυτά πάλι από τα ακόμα πιο παλιά... Η γη της Αθήνας οσφριζότανε πάντα τις ανάσες του πεύκου, αφουγκραζότανε το θρόισμα των ασημοπράσινων φύλλων και μάτωνε από την αγριάδα των αρσενικών θάμνων της.

Μια παλιά δόξα που την είχε ακολουθήσει μια μακραίωνη συρρίκνωση. Η πόλη αποξεχνιότανε και την είχανε ξεχάσει.

Μέχρις ότου η ιστορία έπαιξε και πάλι ένα από τα παιχνίδια της και η Αθήνα επέστρεψε στο  παλκοσένικο του κόσμου.

Και της ζητήσανε να ερμηνεύσει ένα νέο ρόλο. Το ρόλο της πρωτεύουσας ενός κράτους. Κράτους που ακουμπούσε στην Ανατολή και πιανότανε από τη Δύση.

Κι η Αθήνα χάρηκε. Και πίστεψε πως ο ρόλος αυτός της πήγαινε. Μπορούσε πολύ σωστά να τον αποδώσει. Έτσι κι αλλιώς ήξερε τι σημαίνει να διοικείς, έτσι κι αλλιώς η ίδια μήτε στην Ανατολή ακούμπαγε απόλυτα, μήτε από τη Δύση δουλικά πιανότανε.

Ανεξάρτητη. Μόνη. Σοφή. Αλλόκοτη.  Αντιφατική. Και συνάμα νέα.

Η Αθήνα.

Η Αθήνα  σύμβολο ενός πολιτισμού. Του μεγίστου.

Η Αθήνα, τώρα,  και πρώτη οικοδέσποινα των αγώνων της ειρηνικής δύναμης.

Η Αθήνα. Μια πρωτεύουσα που μόλις και είχε αρχίσει να σχηματίζει το νέο της πρόσωπο.

Η Αθήνα και πάνω της να πέφτουν τα μάτια της υφηλίου.

Και η Αθήνα ρίγησε. Και σκίρτησε. Ω, πόσο μπορώ να καταλάβω την έννοια του ρίγου της!

Και έψαξε να βρει τον τρόπο να μείνει ανεξίτηλα γραμμένη μέσα στις νέες σελίδες της Ολυμπιακής Ιδέας. Να  γράψει τη θητεία της με ένα  άθλο. Έτσι έπρεπε.

Ποιος είναι ο άθλος που μπορεί να επιτελέσει μια πόλη;

Οι πόλεις στεγάζουν τα γεγονότα, τα γενούν ή τα φιλοξενούν, τα περιθάλπουν. Δεν τα υλοποιούνε. Οι άνθρωποι είναι που τα πράττουν. Εκείνοι που νικούν ή χάνουνε.

Οι άνθρωποι. Κι Αθήνα έψαξε να βρει τον εκπρόσωπό της.

Η αττική αύρα πήρε να γυρνά στις νέες συνοικίες, στους δήμους με τα αρχαία ονόματα και στα στενά δρομάκια της  πιο πρόσφατης ιστορίας.

Φύσηξε ανάμεσα από μαρμάρινους ναούς και ειδωλολατρικά κοιμητήρια. Κατρακύλησε στις πλαγιές των λόφων και ανέβηκε στις κορυφές των γύρω βουνών. Μπήκε σε σπίτια, σε αυλές και κοντοστάθηκε στις πηγές και στα χάνια.

Αφουγκράστηκε τις ελπίδες των παιδιών, τα όνειρα των παρθένων, τους παλμούς των γονιών.

Κι έπειτα διάλεξε. Τον άνθρωπο και το αγώνισμα.  Η αύρα της Αττικής ήταν που πρώτη το σκέφτηκε και το πρότεινε στην πόλη. Αυτόν - έδειξε τον άντρα. Σ΄ εκείνο το αγώνισμα -και σημείωσε στη σκόνη των δρόμων την ονομασία μιας σεπτής περιοχής.

Ήταν μια επιλογή τόσο σοφή, τόσο απλή. Τόσο καίρια.

Ο άγνωστος έλληνας να κερδίζει το δρόμο που συμβολίζει την αναγγελία μιας νίκης.

Ακόμα και σήμερα ανατριχιάζει κανείς όταν κάνει τη διαδρομή από τον Τύμβο του Μαραθώνα στο Στάδιο. Ακόμα και τώρα, που η διαδρομή είναι ασφαλτοστρωμένη και σπίτια, μαγαζιά, κέντρα και βενζινάδικα μετατρέπουν τον τόπο από χώρο ανάτασης σε χώρο πανηγυριού και διασκέδασης. Γιατί πάντα προβάλει η κορυφή ενός πεύκου, πάντα μια μυρωδιά  φυκιών πλανάται, πάντα οι καμπύλες των βουνών είναι τόσο, μα τόσο πράες.

Πόσο μάλλον, τότε... Τη χρονιά, λίγα χρόνια πριν τελειώσει ένας αιώνας. Τότε, το 1986. Που η Αττική ανάπνεε ακόμα το πιο άδολο οξυγόνο και φωτιζότανε από το πιο διάφανο φως.

Και εκείνη τη διαδρομή να την διασχίζει ένας άντρας. Άλλοτε να έπεται, άλλοτε να προπορεύεται. Ούτε για μια στιγμή να μη φεύγει από πάνω του το στίγμα του επίλεκτου. Η μοίρα  που θα γινότανε σύμβολο. Σύμβολο μιας αρχής που ήταν παράλληλα και μια συνέχεια.

Και σε κάθε ήχο των βημάτων του, η καρδιά της πόλης να σκιρτά. Το πεπρωμένο του, πεπρωμένο της.... Η νίκη του, νίκη της.

1986. Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες διοργανώνονται στην Αθήνα.

Η πόλη ξαναβρίσκει τους ρυθμούς της ιστορίας της. Μπορεί να ψάλει τους στοίχους που αναφέρονται στη δικιά της δόξα.

Η Αθήνα και πάλι σύμβολο. Η Αθήνα μια πόλη της νέας εποχής.

Η Αθήνα που μας γέννησε. Εμάς τους ανθρώπους που ονειρευόμαστε κάθε τέσσερα χρόνια ένα θαύμα , ίδια με παλιό παραμύθι, να ξαναζωντανεύει.

Η Αθήνα η πόλη μου.

Συγχωράτε με αν της πρόσφερα τις πρώτες σελίδες.

Των ανθρώπων προηγούνται οι ιδέες. Και είναι, μερικές φορές, που οι ιδέες έχουν επιλέξει από μόνες τους τον τόπο κατοικίας τους. Τις πόλεις. Μια πόλη. Την Αθήνα. 

www.slpress.gr

30/5/2021

 

27.5.21

Η εικονογράφηση βιβλίων για παιδιά (Μάνος Κοντολέων – η εμπειρία μου)

 

 


Το 1979 κυκλοφόρησαν τα δυο πρώτα μου βιβλία. Και τα δυο εικονογραφημένα. Και τα δυο από τον Καστανιώτη. Και -καθόλου παράξενο- οι εικονογράφοι του καθενός κάνανε κι αυτοί την πρώτη τους εμφάνιση.

 

Καθόλου παράξενο γιατί ήδη είχαμε εισέλθει στις ανανεωμένες μορφές του παιδικού βιβλίου τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την εικονογράφηση. Νέα θέματα με νέες τεχνικές.

 

Το «Κάποτε στην Ποντικούπολη» έγινε αμέσως επιτυχία. Για δυο λόγους. Ο ένας είχε να κάνει με το θέμα του -η απεργία σε ένα εργοστάσιο τυριών. Θέμα που όχι μόνο ξάφνιασε, αλλά και δίχασε.

 

Ο άλλος λόγος ήταν η εικονογράφηση του Αντώνη Καλαμάρα.

 

Ο Καλαμάρας, ήδη γνωστός γελοιογράφος, μπήκε δυναμικά  και στην εικονογράφηση (άλλωστε ήταν η εποχή που κι άλλοι συνάδελφοί του δοκιμάζανε την ευρύτητα του ταλέντου τους, ξεκινώντας μάλιστα από εικονογραφήσεις στο περιοδικό – σταθμός «Το ρόδι» της Δροσούλας Έλιοτ και της συντροφιά της)

 

Πολύχρωμες και ολοσέλιδες οι εικόνες της Ποντικούπολης και ένα εξώφυλλο (ο Καστανιώτης το έκανε και αφίσα) που ομολογουμένως έφερνε την ελληνική παρουσία δίπλα στην ευρωπαϊκή (η εικονογράφηση κέρδισε βραβεία σε δύο Διεθνείς Εκθέσεις)

 

Όλοι είχαν να λένε λόγια θαυμασμού για τις εικόνες. Το κείμενο κρατούσε το ενδιαφέρον λόγω θέματος. Δεν παραπονιόμουνα* καμάρωνα το όμορφο βιβλίο… Αλλά… Ναι, είχα τις αντιρρήσεις μου ως προς το ύφος της εικονογράφησης. Αντιρρήσεις που ποτέ δεν τόλμησα να εκφράσω. Τώρα, και μετά από τόσα χρόνια και για πρώτη φορά, τις καταγράφω.

 

Εγώ είχα γράψει ένα κείμενο που είχε την οσμή σοσιαλιστικού ρεαλισμού -για αυτό άλλωστε και πολλούς ενοχλούσε, όμως και πολλοί ήταν εκείνοι που το υποστηρίζανε.

 

Ανάμεσα στο ύφος αυτό του κειμένου, οι εικόνες του Καλαμάρα αφήνανε το αποτύπωμα μιας έγχρωμης εκδοχής ταινιών της nouvelle vague

 

Μάλλον θα ήμουνα ο μόνος που το πρόσεξε. Ή τουλάχιστον κανείς δεν άκουσα ή διάβασα να το επισημαίνει.

 

Αυτή, λοιπόν, η συμπόρευση ύφος λόγου και εικόνας είναι κάτι που από τότε το θεωρούσα ως ζητούμενο.  Αν και ποτέ δεν το συζητήσαμε με τον Αντώνη, έχω την εντύπωση πως κι εκείνος το είχε επισημάνει.  Στις μετέπειτα συνεργασίες μας φρόντισε να το εφαρμόσει. Με το χιούμορ στο «Ο αδελφός της Ασπασίας» (Πατάκης). Με μια αξεπέραστη στυλιζαρισμένη θεατρικότητα στη σειρά «Ιστορίες από το αρχαίο θέατρο» (ΑΣΕ)

 

Το δεύτερο βιβλίο εκείνης της χρονιάς του 1979, το «Ο Φωκίων ήταν ελάφι» είχε εικονογράφηση με ένα μόνο επιπλέον χρώμα πέρα από το μαύρο. Το μπλε. Το βιβλίο είχε μακρόστενο μεγάλο σχήμα και με τις εικόνες του έκανε την πρώτη της εμφάνιση η Διατσέντα Παρίση.

 

Εδώ η Διατσέντα, με το γνωστό της εκρηκτικό αποτύπωμα, κατάφερε να μεταφέρει όλο το βαρύ κλίμα του κειμένου. Βαρύ λόγω καταγγελίας αντιδημοκρατικών πολιτευμάτων, αλλά παράλληλα και ελπιδοφόρο καθώς εγώ οδηγούσα την αφήγηση στην επανάσταση και η Διατσέντα την έντυνε με ένα υπέροχο  σκούρο μπλε.

 

Προσέχτηκε και τούτο το βιβλίο -άλλωστε από αυτό η Παρίση ξεκίνησε την τόσο σημαντική της καριέρα- αλλά σαφώς στους πολλούς η Ποντικούπολη -ή μάλλον το ύφος των εικόνων της- υπερτερούσε. Όχι σε μένα. Θεωρώ πως ο Φωκίων εκείνης της πρώτης έκδοσης διαθέτει απόλυτη συμπόρευση γραφής και χρωμάτων.

 

Παρόμοιες συνυπάρξεις είχα και στο μέλλον με τη Διατσέντα Παρίση, με αποκορύφωμα το «Ο χιονάνθρωπος που δεν ήθελε να λιώσει», όπου η άναρχη  φαντασία του κειμένου ντύθηκε με τις ευρηματικές λύσεις των εικόνων της Διατσέντα.

 

Σε κάθε περίπτωση, εκείνα τα δυο πρώτα εικονογραφημένα βιβλία μου στάθηκαν η αφορμή ώστε η αναζήτηση του / της εικονογράφου να στηρίζεται κυρίως σε αυτή την ταύτιση ύφους λόγου και εικόνας, με πάντα όμως το λόγο να προχωρεί μπροστά και να καθορίζει την πορεία της  συνεργασίας.

 

Έτσι, λοιπόν, όταν αποφάσισα εκείνα τα δυο πρώτα μου κείμενα να τα δουλέψω και πάλι και στη θέση του σοσιαλιστικού  ρεαλισμού να χρησιμοποιήσω τον φαντασιακό ρεαλισμό, η επιλογή εικονογράφου με έστρεψε στη Μυρτώ Δεληβοριά.

 

Εκείνο που χαρακτηρίζει τις εικόνες της Μυρτώς είναι μια υπόγεια πολιτική ματιά, την οποία πιστεύω πως ελάχιστοι την διακρίνουν.

 

Με την λογική αυτή και αφού πρώτα είχαμε συνεργαστεί στο «Κόκκινο καραβάκι, κόκκινο ποδήλατο» (Ψυχογιός) της ζητήσαμε -η Έλενα Πατάκη κι εγώ- να σκιτσάρει τις αρχές των κεφαλαίων των δυο -στην ουσία- νέων βιβλίων μου.

 

Και να κάτι ακόμα που η εμπειρία μου με κάνει να επιλέγω. Δε θεωρώ πως για να συνυπάρχει ισότιμα κείμενο και εικόνα πρέπει απαραιτήτως η δεύτερη να έχει έντονη και πολύχρωμη παρουσία. Αντίθετα εκείνο που μετρά είναι το όλο στήσιμο του βιβλίου.

 

Με τη Δεληβοριά αυτή η μορφή συνεργασίας όχι μόνο απέδωσε, αλλά νομίζω πως άφησε τη ροή της αφήγησης να κυλήσει ανεπηρέαστη από την επιβολή των εικόνων.

 

Μια ακόμα παράμετρος που λαμβάνω υπ΄ όψιν  στην επιλογή εικονογράφου, είναι και το πόσο θέλω να ενισχύσω την έντονη γλωσσική ενσάρκωση του κειμένου μου με εικόνες που θα έχουν φτιαχτεί με έναν εξ΄ ίσου έντονο τρόπο. Με άλλα λόγια αναζητώ εικονογράφο που θα μπορεί να υποστηρίζει τους πειραματισμούς της αφήγησής μου.

 

Αυτό συνέβη με τα δυο βιβλία της σειράς «Μανόλο και Μανολίτο» (Πατάκης). Τα δυο αυτά κείμενα μου, που με ιδιόμορφο  τρόπο περιγράφανε τη σχέση των γενεών ενώ οι ήρωές μου συνομιλούσαν με ήρωες άλλων συγγραφέων, θέλησα να έχουν έντονη -στα όρια ακόμα και της εξεζητημένης- ασπρόμαυρη εικονογράφηση και η πρώτη επιλογή μου ήταν η Ίρις Σαμαρτζή.  Ασφαλώς και δεν μετάνιωσα.

 

Έχοντας ως  γνώμονα επιλογής  την ιδιοσυγκρασία εκείνου που θα κληθεί  να εικονογραφήσει κείμενά μου, νομίζω πως και άλλες φορές κράτησα στα χέρια μου βιβλία δικά μου που τα χάρηκα και τα καμάρωσα.

 

Η Κατερίνα Βερούτσου, για παράδειγμα,  γνώριζα πως διαθέτει μια συγκεκριμένη γραμμή -δυναμική όσο και μαγική- και γι αυτό και την πρότεινα στην Έλενα Πατάκη  ώστε να είναι εκείνη που θα εικονογραφούσε με σκίτσα το «Νησί με τις Λέξεις που Αγαπάνε». Και το αποτέλεσμα είχε μια μικρή αλλά ευχάριστη σύμπτωση -το δυναμικό έγχρωμο εξώφυλλο και τα μαυρόασπρα σκίτσα της Κατερίνας θεωρώ πως υποστήριξαν  στο έπακρο την ιδιότυπη γραφή μου, έτσι ώστε αυτή να προσεχθεί και να βραβευθεί.  Και αναφέρομαι σε σύμπτωση μιας και πριν  από μερικά χρόνια μια άλλη εικονογράφηση της Βερούτσου στο χριστουγεννιάτικο παραμύθι μου «Νεράιδα πάνω στο έλατο» (Πατάκης) της είχε εκείνης προσφέρει ένα Κρατικό Βραβείο.

 

Και η περίπτωση της Βερούτσου δεν είναι η μόνη όπου η επιλογή εικονογράφου στηρίζεται στην προσωπικότητά του.

 

Για τη σειρά των τριών διασκευών μου πάνω σε κλασικά έργα που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πατάκη, ήταν κάτι περισσότερο από φυσιολογικό να εμπιστευθούμε για μεν τους Δον Κιχώτη και Γαργαντούα την πληθωρικότητα των σκίτσων του Βαγγέλη Παυλίδη, για δε τον Τριστάνο τη τρυφερή νοσταλγικότητα της Βάσως Ψαράκη.

 

Και στα τρία βιβλία η έκδοση παραπέμπει σε μια σύγχρονη άποψη κλασικής απεικόνισης. Και βέβαια δεν ήταν τυχαία αυτή η απόφαση μιας και το όλο στήσιμο της έκδοσης είναι πλέον μια απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός καλού εικονογραφημένου βιβλίου.

 

Μέσα στη δική μου αντίστοιχη εργογραφία κάτι τέτοιο έχει επίσης ικανοποιητικότατα  επιτευχθεί στη συνεργασία που είχαμε η Άννα Κοντολέων κι εγώ με την εικονογράφο Φωτεινή Τίκκου στο «Φεύγει – Έρχεται» (Καλειδοσκόπιο).

 

Εδώ το κείμενο κινείται σε δυο επίπεδα τόσο γραφής όσο και χώρου εξέλιξης των γεγονότων και εκείνο που κυριαρχεί είναι ένα μείγμα νοσταλγίας και χιούμορ. Η Τίκκου, με παρόμοιες εμπειρίες αποχωρισμών και επαναπατρισμών μπόρεσε να στήσει με εντελώς πρωτότυπο τρόπο την όλη αυτή σύνθεση.

 

Αλλά και προτού ολοκληρώσω αυτήν την κάπως γρήγορη περιπλάνησή μου στις εμπειρίες μου από τις συνεργασίες μου με κάποιους από τους εικονογράφους των βιβλίων μου, θα πρέπει να σταθώ -ή μάλλον να τονίσω πως σε σημαντικό βαθμό πρέπει ο συγγραφέας (όπως και ο εκδότης του) να αφήνονται στο ένστιχτό τους. Και το λέω αυτό  έχοντας κατά νου την επιλογή εικόνων που η Έλενα μου πρότεινε για να συνοδέψουν τις τρεις ιστορίες που υπάρχουν μέσα στο «Πολύτιμα Δώρα» (Πατάκης)

 

Τρεις ιστορίες μαγικού ρεαλισμού που ενεργοποιούνται από την όποια μαγεία μπορεί να φέρνουν πολύτιμοι λίθοι -διαμάντια, μαργαριτάρια, σμαράγδια.

 

Η λευκορωσίδα Ρίτα Τσιμόχοβα που το εικονογράφησε, ήταν μια πρόταση της Βάσως Ψαράκη. Η Έλενα εμπιστεύθηκε την πρότασή της Βάσως και έτσι έφτασαν στα χέρια μας μια σειρά εικόνων  όπου το πολύτιμο αποκτούσε τις διαστάσεις του μοναδικού.

 

Εντυπωσιακή, ομολογουμένως, έκδοση όπου οι φράσεις και τα χρώματα λες και είχαν καταφέρει να βρούνε ένας τρόπο συγκατοίκησης σε αρχοντικό  μιας άλλης εποχής.

 

Δε θεωρώ τυχαίο πως το βιβλίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Βιβλίου για Παιδιά. Όπως -το ισχυρίζομαι σταθερά- καθαρώς παιδικό και μόνο βιβλίο δεν είναι. Το γιατί η επιτροπή εκτιμώντας πως άξιζε τη διάκριση, του απέδωσε αυτόν τον χαρακτηρισμό είναι θέμα που άπτεται του τρόπου με τον οποίο στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε το εικονογραφημένο βιβλίο.

 

Δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να το κρατάμε ως ένα έργο τέχνης και συνύπαρξης λόγου και εικόνας, σε ποικίλες κάθε φορά αναλογίες.

 

Όπως αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα, που ίσως θα πρέπει μια άλλη φορά  να το συζητήσουμε συνολικά και σε βάθος.

 

Επέλεξα μερικά από τα εικονογραφημένα βιβλία μου για να καταγράψω μια πορεία και μια γνώση επί του θέματος του αφιερώματος.

 

Επέλεξα αυτά που με κάποιο τρόπο με έχουν βοηθήσει να αποκτήσω, αλλά και να επιβεβαιώσω  τις απόψεις μου για το πως πρέπει κάποιος να εμπιστεύεται τις φράσεις ενός συγγραφέα στα χέρια εκείνων που θα τις εικονογραφήσουν.

 

Μα επίσης θα πρέπει να τονίσω πως αυτές τις συνεργασίες είχα την τύχη να τις δω να ανθίζουν, γιατί οι εκδότες μου είχαν κι αυτοί με τη σειρά τους μεράκι και πιστεύουν πως το καλό εικονογραφημένο βιβλίο είναι από μόνο του ένα ιδιαίτερης αισθητικής αξίας  αντικείμενο.

 

 

26/5/2021

https://www.oanagnostis.gr/afieroma-3-i-eikonografisi-vivlion-gia-paidia-manos-kontoleon-i-empeiria-moy/?fbclid=IwAR3aDQc-KMdfLDcQIiRwxKlEMM--zq0fmqwJv3Ik6k0OSQU00qpEcaBz2Ao

24.5.21

Η μάσκα του Καπιτάνο στην "Θεσσαλία"

 


«Ποια μάσκα μπορεί να φορέσει ένα παιδί που αναγκαστικά πρέπει να μείνει για οικογενειακούς λόγους από την πόλη στο χωριό βιώνοντας την απόρριψη από τους γονείς του; Πώς μπορεί να νιώθει ένα παιδί όταν πρέπει να αλλάξει περιβάλλον; Να γίνει αποδεκτός κι ας… κεκεδίζει; Ήρωας ή αντιήρωας να ενδυθεί κάποιος που έχει να αντιμετωπίσει την εχθρότητα, που απορρίπτεται για ένα φυσικό του ελάττωμα, που απειλείται με …βιασμό; Ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα; Και μια παράξενη γυναίκα που μιλάει με αποφθέγματα συγγραφέων και ποιητών; Κι η μουσική, το τραγούδι, η τέχνη μπορεί να μουρμουρίζουν μικρά μυστικά ζωής, να απαλύνουν τον πόνο, να αποκαλύπτουν μυστικά; Αυτή η γυναίκα τι γυρεύει να ξορκίσει, τι να παλέψει στη μοναξιά της; Και ποια «γέφυρα» είναι πρόθυμη να στήσει γεφυρώνοντας χάσματα στον χρόνο; Τι είναι αυτό που αποφεύγει ένας έφηβος σκαλίζοντας λίγο το παρελθόν, που τελικά τον προσδιορίζει; Μια περιπέτεια στήνει ο εμπειρότατος στη γραφή και τη συγγραφή Μάνος Κοντολέων, μια ιστορία μυστηρίου με ήρωες απτούς, καθημερινούς, οικείους, αναγνωρίσιμους… Μια ιστορία που μπορεί να έχουμε βιώσει όλοι, ίσως μια ιστορία που απευχόμαστε να βιώσουμε εμείς και οι δικοί μας άνθρωποι, μια ιστορία που οφείλουμε να φέρουμε όμως σε πέρας αρκεί να επιλέξουμε: Ζορό ή Καπιτάνο;

 

 

 

Από ποια πλευρά του ποταμού θα σταθούμε; Θα κολυμπήσουμε ή θα πνιγούμε; Κι ο «ποιητής» τι έχει να πει για όλα αυτά; Όταν γύρω μας επικρατεί σκοτάδι πώς ανάβει ένα φως; Φοράμε τη μάσκα του Καπιτάνο ως άμυνα σε στιγμές αδυναμίας, όταν η απελπισία μάς αναγκάζει να γίνουμε εκδικητές, να πάρουμε το αίμα μας πίσω, να κλείσουμε ένα χάσμα την ώρα που μια «ανίκητη δύναμη» πασχίζει να μας καταπιεί. Παρόλα αυτά μια δύναμη μόνο μπορεί να άρει το πέπλο της εκδίκησης, να φανερώσει την αλήθεια, να αλλάξει τον κόσμο, αρκεί να την ανασύρουμε, ακόμα κι αν χρειαστεί ο ήρωας, εμείς οι ίδιοι, να ψαχουλέψουμε στο υπόγειο που είναι γεμάτο από αράχνες, σκονισμένα κιβώτια, σάπια μπαούλα, μέσα σε μυρωδιά μούχλας, αποκαλύπτοντας μυστικά, ίσως και μερικά μολυβένια στρατιωτάκια έστω πλαστικά, καθώς και επιτραπέζια παιχνίδια μνήμης και γνώσεων… Κι ένα ραβδί, μια βακτηρία, ένα μπαστούνι με τόσες χρήσεις όσες μπορεί να του δώσουμε εμείς, όσες επιτρέψουμε στην ηθική μας να επιτελέσει. Σε έναν τόπο που «από τα Χριστούγεννα έρχεται η Άνοιξη», όλα μπορεί να συμβούν. Ο Καπιτάνο ακόμα κι αν κυκλοφόρησε μόνο για πολύ λίγο, παραμένει έτοιμος να ξαναγεννηθεί. Μα ποιος είναι ο Καπιτάνο; Αυτός που δεν ξέρει να λέει συγνώμη, αυτός που δεν δίνει άφεση στους άδικους, αυτός που ξέρει να τιμωρεί χωρίς έλεος, που δεν δέχεται καμιά δικαιολογία, που δεν δέχεται τη δύναμη της αγάπης. Ένας «Καπιτάνο» που καραδοκεί να ξεπηδήσει από μέσα μας να «βάλει μια τάξη» σε έναν κόσμο που επιτίθεται από αδυναμία, που εκθέτει τους άλλους για να μην εκτεθεί, που κρύβει τον πόνο προξενώντας πόνο. Αυτός μας φέρνει στα όρια, κι αν είναι κανείς έφηβος τα ξεπερνά πιο εύκολα και του δίνει υπόσταση, χώρο δράσης, μια ευκαιρία, αρκεί να διαγνώσει μια στάλα φόβου αντί μια στάλα ζωής και θέλησης… Τότε ο Καπιτάνο παίρνει σάρκα και οστά, μια ανάσα μακριά μας στέκεται, ο άλλος μας εαυτός, ίσως τον έχουμε ανταμώσει κι έχουμε αναμετρηθεί μαζί του, ίσως και να μην έχει έρθει ακόμα η στιγμή. Αλλά ποιο το αποτέλεσμα; Ποια ζωή μάς περιμένει;».

 

Όλες αυτές οι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου απολαμβάνοντας την ανάγνωση του νέου βιβλίου του Μάνου Κοντολέων και θέλησα να τις μοιραστώ με τους αναγνώστες, με περισσότερους ανθρώπους σε έναν κόσμο που συχνά μάχεται αντί να κάνει ειρήνη, που φοβάται αντί να αγαπά, που αποδιώχνει την ποίηση αντί να την νιώθει και να την κάνει πράξη. «Η μάσκα του Καπιτάνο» είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης μικρών και μεγάλων, καθώς, όπως ο συγγραφέας, όπως εξομολογητικά αναφέρει, «προτιμά να ασχολείται με τα βιώματα τα δικά του και των άλλων» προσφέροντάς μας κείμενα που από δικά του γίνονται ολότελα δικά μας…

 

Διονύσης Λεϊμονής

Εφημερίδα Θεσσαλία, 23/5/2021

23.5.21


 

Τεοντόρ Στορμ

«’Ιμενζεε»

Μετάφραση: Ηλίας Τριανταφύλλου

Εισαγωγή: Γιώργος Γιανναράκος

Εκδόσεις Λέμβος

 

Το σώμα της λογοτεχνίας κάθε έθνους αποτελείται από έργα διαφόρων συγγραφέων του παρελθόντος που έγραψαν έχοντας ως εκφραστικό όργανο τους τη γλώσσα του έθνους αυτού.

Στη γνώση του μέσου αναγνώστη  συνήθως τοποθετούνται εκείνα τα έργα από το παρελθόν που είτε για κάποιο συγκεκριμένο λόγο τα ίδια αυτά τα έργα μπόρεσαν να ξεφύγουν από την λήθη των χρόνων ή ο δημιουργός τους υπήρξε βασικός πυλώνας στη διαμόρφωση της εθνικής λογοτεχνίας.

Η γερμανική γλώσσα συμμετέχει με βασικά έργα και συγγραφείς στο σώμα της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας -να θυμηθούμε Γκαίτε και Τόμας Μανν, Έσσε και Τσβάιχ κ.α

Πέρα  αυτά τα ονόματα, ο αναγνώστης που διαβάζει γερμανικά έργα σε μετάφραση -όπως ο έλληνας αναγνώστης- σπάνια θα έχει την ευκαιρία να κάνει τη γνωριμία με κείμενα γραμμένα από συγγραφείς που αν και υπήρξαν σημαντικοί εκφραστές της λογοτεχνίας τους τον καιρό που ζούσανε, με την πάροδο των χρόνων ξεχαστήκανε.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Τεοντόρ Στορμ (1817-1888)

Αν και στην Ελλάδα, εκτός από αυτή τη νουβέλα που κυκλοφόρησαν οι Εκδόσεις Λέμβος, ένα ακόμα μόνο βιβλίο του είχε εκδοθεί το 1987 από το Θεμέλιο, στην πατρίδα του θεωρείται ένας  από τους σημαντικούς  κλασικούς της γερμανικής λογοτεχνίας, ο οποίος στον καιρό του και έδωσε έργο αρκούντως σημαντικό και με τη όλη πνευματική του παρουσία πρωταγωνιστούσε στα λογοτεχνικά δρώμενα του τότε.

Πολλοί, μάλιστα είναι εκείνοι που τον τοποθετούν ανάμεσα στον Γκαίτε και τον Τόμας Μαν ως ένα καλλιεργημένο εκφραστή του ποιητικού ρεαλισμού.

Έχοντας ως βασικό βιοποριστικό επάγγελμα αυτό του δικηγόρου, παράλληλα ασχολήθηκε και με τη συγγραφή ποιημάτων, διηγημάτων, σύντομων μυθιστορημάτων και παραμυθιών.

Η γραφή του διέθετε όλα τα κεντρικά χαρακτηριστικά του ρομαντισμού

Και αυτά θα συναντήσει και ο αναγνώστης της νουβέλας «Ίμενζεε» που την μετέφερε στα ελληνικά με ιδιαίτερη επιτυχία ο Ηλίας Τριανταφύλλου.

Στην ουσία πρόκειται για την αφήγηση ενός νεανικού ανεκπλήρωτου έρωτα, έτσι όπως έχει περάσει στη μνήμη του αφηγητή – πρωταγωνιστή.

Τα συναισθήματα συνυπάρχουν με τις περιγραφές των τοπίων και τα εφηβικά όνειρα καταγράφονται με την διακριτικότητα μιας εποχής όπου ο έρωτας αντιμετωπιζότανε ως ένας σεμνός θεός.

Ενδιαφέρον έχει η δομή του έργου καθώς στηρίζεται στο φλας μπακ κι έτσι καταφέρνει να διατηρήσει την ενότητα χώρου και χρόνου ενώ παράλληλα καλύπτει μια ολόκληρη ζωή. Μια συνθήκη, πού όπως ο Γιώργος Γιανναράκος στη εισαγωγή του υπενθυμίζει, φέρνει κοντά την κατασκευή μιας νουβέλας σε εκείνη που έχει να κάνει με την αντίστοιχη κατασκευή της τραγωδίας.

Σε κάθε περίπτωση έχουμε στα χέρια μας ένα ολιγοσέλιδο κείμενο, με μια κομψή εκδοτική εμφάνιση, απόλυτα ταιριαστή με το περιεχόμενο και το ύφος της αφήγησης.

Ιδανικό ανάγνωσμα αναπόλησης αλλά και αναστοχασμού πάνω σε ένα κόσμο που έχει πλέον χαθεί χωρίς να έχει αφήσει καθαρόαιμους απογόνους.

 

 https://www.fractalart.gr/imenzee/

18/5/2020

Για μένα ίσως η ίδια η συγγραφή να είναι μια μάσκα

 

Για μένα ίσως η ίδια η συγγραφή να είναι μια μάσκα

 

 Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

 

Δεν υπάρχει χρόνος για τον Μάνο Κοντολέων που να μη σημαίνει βιβλίο. Είτε θα γράφει είτε θα διαβάζει για να γράψει γι’ αυτό. Γενναιόδωρος πάντα και με τη δουλειά των άλλων. Κατορθώνοντας μάλιστα να ρίξει γέφυρα άρρηκτη και στα είδη: παιδικά που τα διαβάζουν και οι μεγάλοι με δίψα κι εφηβικά μαθητείας και μυστηρίου, μυθιστορήματα που σου μένουν αξέχαστα κι επανακυκλοφορούν, εμμονές φίνες με μάσκες, όπως «Η μάσκα του Καπιτάνο» που σου θυμίζει τη «Μάσκα στο φεγγάρι» και σε κάνει να ξαναπιάνεις τα πράγματα απ’ την αρχή και τον ίδιο τον συγγραφέα να υποστηρίζει «Για μένα ίσως η ίδια η συγγραφή να είναι μια μάσκα. Μια μάσκα όπου πίσω της από τη μια κρύβω κάτι και από την άλλη φανερώνω κάποιο άλλο.»

 

Με τον Μάνο Κοντολέων όποτε συζητάμε –καλή ώρα– φτάνουμε μέχρι την άκρη του κόσμου: πανδημία, μοναξιά, λογοτεχνία, μαθητεία, παγκόσμιο πόλεμο, κατακερματισμένη εποχή, βία, ισορροπία.

 

- Κύριε Κοντολέων, ο Όσκαρ Ουάιλντ είχε πει πως «ο άνθρωπος είναι λιγότερο ο εαυτός του όταν μιλάει ως ο εαυτός του. Δωσ’ του μια μάσκα και θα πει την αλήθεια», εσείς ως συγγραφέας έχετε αδυναμία στις μάσκες, «Μάσκα στο φεγγάρι», «Η Μάσκα του Καπιτάνο», τι σηματοδοτεί η Μάσκα στο έργο σας;

 

Για μένα ίσως η ίδια η συγγραφή να είναι μια μάσκα. Μια μάσκα όπου πίσω της από τη μια κρύβω κάτι και από την άλλη φανερώνω κάποιο άλλο. Αυτά που κρύβω είναι όσα με τη μορφή μιας μυθοπλασίας στην ουσία περιγράφουν σκέψεις μα και πράξεις μου που δεν θα ήθελα να δείξουν το αληθινό τους πρόσωπο. Και τα όσα φανερώνω είναι εκείνα που δεν τολμώ ως καθημερινό άτομο να διεκδικήσω ή να απαιτήσω… Να πράξω.

 

Ναι, η συγγραφή είναι μια μάσκα -από ένα σημείο και μετά κάθε μορφή Τέχνης είναι μια μάσκα. Το πιστεύω αυτό.

 

- Πώς θα χαρακτηρίζατε τη «Μάσκα του Καπιτάνο», ως ένα μυθιστόρημα μυστηρίου ή ως μυθιστόρημα ενηλικίωσης;

 

Σαφέστατα ως μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Το όποιο μυστήριο υπάρχει, έχει να κάνει με τον φόβο του κεντρικού μου ήρωα να αντιμετωπίσει τους φόβους τους και να τους ξεπεράσει. Γι αυτό άλλωστε καταφεύγει και σε ένα χάρτινο ήρωα, μια περσόνα ενός κόμικ. Μαθητεύει δίπλα του στην αρχή και μετά τον εγκαταλείπει. Ενηλικιώνεται.

 

- Η απομόνωση και η μοναξιά μας είχε ξεκινήσει πριν από το λοκντάουν και την πανδημία, κύριε Κοντολέων;

 

Μα ασφαλώς. Ίσως τελικά και ο φόβος για τον κορονοϊό πέρα από την αντικειμενικότητά του τρόμου που μας προκαλεί, να τον χρησιμοποιήσαμε και ως μια μάσκα, όπου από πίσω της έχουμε κρύψει την εδώ και καιρό απομόνωσή μας και την εδώ και καιρό μοναξιά μας.

 

Και κάτω από αυτή τη συλλογιστική, αναρωτιέμαι όταν κάποια στιγμή ο κορονοϊός γίνει μια καθημερινότητα, αν θα τολμήσουμε να επανατοποθετηθούμε ως προς την απομόνωση και τη μοναξιά μας. Και καταπρόσωπο να τις αντιμετωπίσουμε.

 

- Βρίσκετε τα νέα παιδιά να είναι πιο κοντά στους παππούδες και στις γιαγιάδες απ’ ότι στους πολυάσχολους αγχωμένους γονείς τους;

 

Όχι… Μπορεί οι παππούδες και οι γιαγιάδες να έχουν περισσότερο χρόνο από τους πολυάσχολους γονείς για να βρεθούνε κοντά στα εγγόνια τους, αλλά οι σχέσεις δεν είναι θέμα χρόνου αλλά περιεχόμενου. Τα παιδιά του σήμερα έχουν ένα άλλον τρόπο επικοινωνίας, άλλους κώδικες με τους οποίους στέλνουν και λαμβάνουν μηνύματα. Και αυτοί οι κώδικες δεν έχουν γίνει κτήμα των παππούδων και των γιαγιάδων. Βέβαια, παραμένει η σχέση με τη μορφή της άδολης προσφοράς. Αυτή, ναι υπάρχει. Και θέλω να πιστεύω πως θα συντροφεύει στο μέλλον τους αυριανούς ενήλικες όταν θα φέρνουν στο νου τους τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους. Αλλά αυτό -αν συμβεί- θα το δούμε κάποια χρόνια αργότερα.

 

 

Προς το παρόν ζούμε όλοι μας στην καταπιεστική κυριαρχία της αξίας μιας αέναης νεότητας. Μια νεότητα που έχει μόνο λάμψη και καθόλου περισυλλογή. Θύματα αυτής της κυριαρχίας όλοι μας -παιδιά, γονείς, παππούδες.

 

- Η πανδημία μας έφερε πιο κοντά στην ψυχή μας ή στα όριά μας;

 

Γιατί, άλλαξε σε κάτι η καθημερινότητά μας, πέρα από τους περιορισμούς στις μετακινήσεις, στις συναναστροφές κλπ; Γίναμε πλέον εσωστρεφείς; Ενδοσκοπηθήκαμε; Γίναμε πλέον αυτάρκεις; Η μείωση των εσόδων μας μας έκανε να έχουμε λιγότερη διάθεση κατανάλωσης;… Μόλις τα μαγαζιά ανοίγουν, σπρωχνόμαστε να αγοράσουμε αντικείμενα που αν σε κάτι μας έλειψαν είναι το ότι δεν μπορούσαμε να τα αγοράσουμε.

 

Ο άνθρωπος ξεχνά -ξέχασε δυο παγκόσμιους πολέμους, ξέχασε πυρηνικά ατυχήματα, ξέχασε εθνοκαθάρσεις και δικτατορικά καθεστώτα… Ξέχασε για δημοκρατικά δικαιώματα. Θα ξεχάσει και το 2020-2021… Στο μέλλον όλα αυτά που ζούμε, μια σελίδα στο βιβλίο παγκόσμιας ιστορίας θα καταλαμβάνουν.

 

- Ωφέλησε ή έβλαψε την λογοτεχνία, τελικά;

 

Η λογοτεχνία έχει μάθει -εδώ και κάμποσα χρόνια το έμαθε- να σκέφτεται με τα δικά της μέτρα και με τους δικούς τους κανόνες να υλοποιείται. Προχωρά. Άλλοτε ως πλέον όμορφη, άλλοτε ως περισσότερο αυτοαναφορική, άλλοτε με διάθεση εμπορικής της εξάπλωσης… Κάποιοι τη γράφουν, κάποιοι την εκδίδουν, κάποιοι την διαβάζουν. Από ένα σημείο και μετά όλα συνυπάρχουν. Καλό αυτό; Δεν ξέρω; Μου αρέσει η ισότητα, αλλά όχι η ισοπέδωση.

 

- Τι είναι εκείνο που κάνει τα θύματα θύτες, κύριε Κοντολέων;

 

Α μην γενικεύουμε. Αλλά επειδή αναφέρεστε, υποθέτω, στο μυθιστόρημά μου «Η μάσκα του Καπιτάνο» και πιο συγκεκριμένα στο κεντρικό πρόσωπο, τον έφηβο Φιλ, που δέχεται μπούλινγκ από τους συμμαθητές του γιατί είναι ξένος και με μια κάπως περίεργη συμπεριφορά, θα ήθελα να σας πω πως αποφάσισα κάποια στιγμή αυτόν τον νεaρό έφηβο να τον κάνω να ανταποδώσει την βίαιη συμπεριφορά που δεχότανε με της ίδιας έντασης βία. Αλλά αν κάτι τέτοιο έγινε κάτω από την πίεση της προσπάθειάς του να πείσει τους άλλους πως το διαφορετικό δεν είναι και εχθρικό, αμέσως μετά και με τη βοήθεια μιας γυναίκας που είχε απόλυτα ενσωματώσει την διαφορετικότητα στη ζωή της, μπόρεσε και ο ήρωάς μου να βρει την προσωπική του ισορροπία.

 

Αλλά ας μην ξεχνάμε και ένα από τους βασικούς νόμους της Φύσης -αυτόν της δράσης και αντίδρασης. Με άλλα λόγια αν χτυπώ θα με χτυπήσουνε, αν χαϊδέψω θα με χαϊδέψουν. Θέμα στάσης και απόφασης πολλές φορές είναι όλο αυτό.

 

- Και γιατί η κατακερματισμένη εποχή εκφράζεται με κατακερματισμένο τρόπο έκφρασης, τέχνης, φωνής;

 

Μα πάντα αυτό συνέβαινε. Στην εποχή της θρησκευτικής μανίας, για παράδειγμα, είχαμε θρησκευτικά κείμενα. Στην εποχή του ρομαντισμού, ρομαντικά. Στην εποχή της άνοιξης του ’60, ανοιξιάτικη και η τέχνη. Στη δική μας εποχή την κατακερματισμένη, κατακερματισμένη τέχνη θα έχουμε.

 

- Το μυστήριο, κρίνετε, ότι πρέπει να είναι το πρώτο επίπεδο για ένα μυθιστόρημα μαθητείας;

 

Καθόλου. Ένα μυθιστόρημα μαθητείας με πολύ ξεκάθαρο όσο και βαθύ τρόπο καταγράφει την πορεία ενός ατόμου προς την αυτογνωσία και καθώς μάλιστα αυτό το άτομο κινείται μέσα σε ένα διαρκώς μετακινούμενο εξωτερικό περιβάλλον. Με αυτή την έννοια το λέγε και μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Ή αν προτιμάτε και κάποιον πλέον σύγχρονο ορισμό, μυθιστόρημα cross over.

Και για αυτό, ανέκαθεν αυτού του είδους τα μυθιστορήματα τα χαρακτήριζε μια εφηβική αναζήτηση και ένας εφηβικός προβληματισμός. Δεν είναι μόνο για εφήβους* είναι για τον καθένα που δεν επαναπαύεται στην αυτάρκεια της ηλικίας του.

 

https://www.liberal.gr/news/o%C2%A0kapetan-christos-bgazei-ton-suriza-sto-antartiko-/379486

22.5.21

Ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος για το "Μάσκα του Καπιτάνο" στο www.diptyxo.gr

 


Ο Κοντολέων είναι αδιαμφισβήτητα ο σημαντικότερος πεζογράφος της γενιάς του στο εφηβικό μυθιστόρημα. Προσωπικά θεωρώ κορυφαίο το έργο του «Μάσκα στο φεγγάρι», αλλά αν ήμουν παραγωγός θα διασκεύαζα σε σενάριο για κινηματογραφική ταινία το «Ροκ Ρεφρέν». Μέχρι που διάβασα το «Η μάσκα του Καπιτάνο». Ο Κοντολέων γράφει ίσως το πιο «διεθνές» κείμενό του, το οποίο αν έγραφε στα αγγλικά, θα ήταν παγκόσμια επιτυχία και θα είχε κλείσει ήδη συμβόλαιο για ταινία. Προσεγγίζει θέματα πανανθρώπινα όπως η ενηλικίωση, ο σχολικός εκφοβισμός, αλλά και η ψυχοπαιδαγωγική επίδραση των ηρώων κόμικς στους σύγχρονους νέους.

 

Γνωρίζουμε όλοι πως τα παιδιά στήνουν έναν φανταστικό κόσμο και ζουν σε αυτόν, παράλληλα με τον πραγματικό, ίσως γιατί έτσι μπορούν πιο εύκολα να τον αντέξουν. Πολλά έχουν και φανταστικούς φίλους. Ενώ κάποια σε αυτό τον φανταστικό κόσμο δίνουν στον εαυτό τους κι έναν εντελώς άλλο ρόλο από αυτόν που έχουν στην πραγματικότητα. Κι είναι αυτός ο εαυτός πιο αληθινός από αυτόν που ξέρουν οι άλλοι. Ο Κοντολέων με μαεστρία μπλέκει τον πραγματικό κόσμο του ήρωα με τον φανταστικό, με μέσο μετάβασης τη μάσκα. Έτσι, χωρίς να εξηγείται πώς, «μαγικά», το θύμα Φιλ γίνεται θύτης εκδικητής Καπιτάνο. Ο νέος στο σχολείο, που  τραυλίζει όταν αγχωθεί (έχει όλα τα στοιχεία να γίνει το ιδανικό θύμα εκφοβισμού) γίνεται ο δικαστής ο οποίος χωρίς οίκτο τιμωρεί κάθε παραβάτη.

 

Με το εύρημα αυτό ο συγγραφέας παρουσιάζει όλες τις ψυχολογικές αποχρώσεις της εφηβείας στη διάβαση ενός ατόμου από αγόρι σε άντρα. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα πρόσωπα που περιτριγυρίζουν τον Φιλ, από τον αυστηρό, απόμακρο παππού του, στη συμμαθήτρια που ερωτεύεται έως τους νέους «βασανιστές» συμμαθητές του, και οι σχέσεις του μαζί τους.

 

Δεν μπορώ να μην αναφέρω την παράθεση στίχων από ποιήματα και αγγλικά τραγούδια, οργανικά ενταγμένων μέσα στη δράση. Ο Κοντολέων πιστεύει στην ευεργετική λειτουργία της ποίησης, και συνεπώς της Τέχνης, στη ζωή και σίγουρα εκφράζει νεαρούς αλλά και μεγαλύτερους ενήλικες.

 

Σίγουρα ο Κοντολέων καταφέρνει για άλλη μια φορά να κερδίσει τον νεαρό, αλλά και κάθε ηλικίας, αναγνώστη. Το κυριότερο όμως είναι ότι, μόλις τελειώσει το βιβλίο, δεν τελειώνει και η σχέση του αναγνώστη με αυτό. Συνεχίζεται και μετά αφού τον έχει κάνει να στοχαστεί και να προβληματιστεί για το ποιος είναι στην εφηβεία και ποιος αφήνει να φανεί ότι είναι. Αλήθεια ποιος τελικά θέλει να είναι;

 

Βαγγέλης Ηλιόπουλος    

 

 https://
www.diptyxo.gr/product-display/6041/i-maska-toy-kapitano?utm_source=landing_promo&fbclid=IwAR21kY696R0brl_XZMgUsE-aomU_vDNesdLHvwyR3unpId6Voa4frGQ7sLQ

Ρομπέρτο Βεκιόνι "Ο έμπορος του φωτός"

 

Ρομπέρτο Βεκιόνι

«Ο έμπορος του φωτός»

Μετάφραση: Δημήτρης Παπαδημητρίου

Εκδόσεις Κριτική

 

                              

 

Ιδιαίτερη περίπτωση της ιταλικής πολιτιστική ζωής  είναι ο Ρομπέρτο Βεκιόνι.

Ως μουσικός έχει να παρουσιάσει ένα αξιόλογο ποιοτικά  έργο το οποίο έχει και αναγνωριστεί από το πλατύ κοινό.

Παράλληλα είναι και ο συγγραφέας τεσσάρων βιβλίων που και αυτά αγαπήθηκαν από κοινό και κριτικούς.

Τόσο στο μουσικό του έργο, όσο και στο λογοτεχνικό είναι εμφανής η αγάπη, μα και η βαθιά γνώση του στις ανθρωπιστικές σπουδές και τα κλασικά έργα. Για χρόνια άλλωστε υπήρξε διδάσκαλος στη μέση και στην ανώτατη εκπαίδευση.

Στη χώρα μας έγινε γνωστός με το μυθιστόρημά  του

«Ο βιβλιοπώλης της Σελούντα» που κυκλοφόρησαν οι Εκδόσεις Κριτική. Ο ίδιος εκδοτικός οίκος προχώρησε και στην έκδοση του βιβλίου «Ο έμπορος του φωτός»

Η βάση του αφηγηματικού πλάνου είναι σαφής όσο και πρωτότυπη.

Ο καθηγητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας Στέφανο Κουόνταμ Βαλέριο είναι όχι μόνο πολύ καλός γνώστης των αρχαίων κειμένων, αλλά και τα θεωρεί ως τη βάση πάνω στην οποία ο σύγχρονος άνθρωπος αξίζει να στήσει την καθημερινότητα πράξεων και σκέψεων.

Η οικογενειακή του ζωή, όμως, είναι κάτω από τη βαριά σκιά μας μεγάλης ατυχίας. Ο μοναχογιός του Μάρκο πάσχει από μια σπάνια ασθένεια πρόωρης γήρανσης και έτσι μήτε μπορεί να χαρεί τα διάφορα στάδια της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας, αλλά και είναι δεδομένο πως σύντομα θα πεθάνει.

Ο Στέφανο καταφεύγει στους αγαπημένους και πολύτιμους συγγραφείς της αρχαιότητας και μέσα από τα κείμενά τους προσπαθεί να βοηθήσει τον γιο του να αποκτήσει εκείνο το εσωτερικό φως με το οποίο θα καταφέρει να αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια τα ελάχιστα χρόνια που του απομένουν να ζήσει.

Αλλά παράλληλα, ο Στέφανο διαπιστώνει πως καθώς ο Μάρκο ολοένα και περισσότερο εισέρχεται σε μια  βαθιά φιλοσοφική σκέψη, και ο ίδιος αντλεί από τον καταδικασμένο γιο του μια δύναμη, ένα φως να τον περιβάλλει.

Με μια θαυμαστή συμπόρευση πατέρας και γιος αναζητούν τη μικρή ρωγμή απ΄ όπου θα μπορέσουν να δραπετεύσουν  από την κοινωνική αδικία, την αρρώστια και τον θάνατο.

Και θα έχουν μείνει μόνοι τους οι δυο τους, καθώς η Μιράντα - σύζυγος και μητέρα- δεν θα έχει μπορέσει να αναγνωρίσει τη δική της ρωγμή προς την πηγή φωτός και χωρίς να τους έχει εγκαταλείψει, στην ουσία δεν μπορεί να τους συμπαρασταθεί.

Ο Μάρκο θα πεθάνει έχοντας εισπράξει με τρόπο ουσιαστικό την διδασκαλία του πατέρα του -η ζωή του δεν υπήρξε ένας ρόλος κατευθυνόμενος από προκασκευασμένα σενάρια. Η τελευταία του φράση θα είναι «Δεν φοβάμαι πια, μπαμπά»

Και ο πατέρας που είχε προσπαθήσει να γίνει ο έμπορος του φωτός και να προσφέρει αυτό το φως στο γιο του, επιβεβαιώνει τη γνώση  πως  ήταν ο γιος που για τον πατέρα του εμπορεύτηκε το φως και του το χάρισε.

Θα μπορούσε, λοιπόν, να συνεχίσει να ζει βασισμένος στις αξίες του και μάλιστα εμπλουτισμένες από το παράδειγμα του γιου του. . Έχει άλλωστε ολόγυρά του όλα εκείνα τα κείμενα που τον ενθαρρύνουν.  Τα ποιήματα της Παλατινής Ανθολογίας και της Σαπφούς, τα λόγια των μεγάλων τραγικών ποιητών. Έχει και τον δικό του ήρωα, τον Αίαντα ο οποίος ως τραγικός ήρωας δεν έπαιξε παιχνίδια, δεν μπόρεσε να υποκριθεί. Τον Αίαντα -ένα χαρακτήρα ακέραιο και όχι υποκριτή όπως ο Οδυσσέας.

Αλλά κι ενώ ο Στέφανο θα προσπαθεί με αυτές τις σκέψεις να συνεχίσει να ζει και να ενθυμείται, από το Πανεπιστήμιο έρχεται η προδοσία. Η έδρα του καθηγητή της Ελληνικής Λογοτεχνίας που χήρεψε, ενώ στην ουσία ήταν ο μόνος που θα άξιζε να την καλύψει, τελικά δόθηκε σε κάποιον υποδιέστερο που χρησιμοποίησε τις καλές δημόσιες σχέσεις του.

Για μια ακόμα φορά ένας Οδυσσέας ξεγελά έναν Αίαντα.

Κι ο Στέφανο θα εισέλθει στο σκότος ενός νου που βίωσε την αδικία και θα ενορχηστρώσει την εκδίκησή του.

Μα εκδίκηση  μέσα σε νοητικό σκότος, δεν είναι εκδίκηση είναι γελοιοποίηση. Οπότε  όπως ο Αίας έτσι κι ο Στέφανο θα πρέπει να προχωρήσει στην αυτοχειρία.

Αλλά τότε -στην καίρια στιγμή- θα φανεί και πάλι πως αληθινά ο έμπορος του φωτός ήταν ο Μάρκο. Και εκείνη η τελευταία του φράση ήταν λόγια όχι τραγικού ήρωα, αλλά ανθρώπου καθημερινού που θήτευσε στην ουσία της φιλοσοφίας της Τέχνης.

«Δεν φοβάμαι πια, τώρα πλέον δεν φοβάμαι να ζήσω»

Και ο Στέφανο ακολουθεί το δίδαγμα. Μετατρέπει την προδοσία σε εμπειρία.

                                   *********

Ειλικρινά το «Ο έμπορος του φωτός» είναι ένα σπάνιο κείμενο.  Ο λυρισμός συνυπάρχει με την φιλοσοφική ενδοσκόπηση. Η δομή του δεν ακολουθεί μια μονότονη παράθεση γεγονότων, αλλά συγκροτείται από, εκ πρώτης όψεως, ασύνδετα μεταξύ τους κεφάλαια. Ακριβώς όπως παρατίθενται και αποσπάσματα τραγωδιών και αρχαίων ποιημάτων.

Και βέβαια -θα πρέπει κανείς να το επισημάνει αυτό- είναι αξιοσημείωτη η σύνδεση κειμένων της αρχαιότητας με ένα σύγχρονο προβληματισμό.

Ομολογώ πως θαύμασα την βαθιά και βιωμένη γνώση εκ μέρους του Ρομπέρτο Βεκιόνι της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Και στο τέλος δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ γιατί άραγε τέτοιες συνδέσεις και ανασυνθέσεις δεν γίνονται και από τους σημερινούς δικούς μας συγγραφείς που θεωρούνται ως κληρονόμοι εκείνων των μεγάλων της αρχαιότητας.

Θέμα γενικότερης παιδείας; Ή πνευματικής ραθυμίας; Μήπως μιας γενικότερης κοινωνικής δυσκαμψίας;

Δεν έχω απάντηση κι άλλωστε η όποια εξήγηση θα ξέφευγε από τα όρια αυτού του κειμένου.

Κλείνω με την επισήμανση της πολύ καλής μετάφρασης του Δημήτρη Παπαγεωργίου. Η μεταφορά του ιταλικού κειμένου στη γλώσσα μας πρέπει να ήταν μια ιδιαιτέρως απαιτητική διαδικασία μιας και ο λυρισμός συνυπάρχει συνέχεια με τον δοκιμιακό αναστοχασμό.

 (Βιβλιοδρόμιο Νέων, 22/5/2021)

 

 

 

 

 


9.5.21


 

Ψηφιακός κόσμος – Χτες, Σήμερα, Αύριο

 (Εφημερίδα Πελοπόννησος, 9/5/2021)

Σπούδασα Φυσική. Αλλά ως συγγραφέας ποτέ δεν έγραψα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας και ως αναγνώστης επίσης ποτέ κάτι παρόμοιο δεν διάβασα.

Προτιμώ να ασχολούμαι με τα βιώματα και τις εμπειρίες -τα δικά μου και των άλλων.

Η πρώτη μου επαφή με την τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών έγινε μέσα στη δεκαετία του ’70, όταν παρακολούθησα κάποια μαθήματα γλωσσών για υπολογιστές (COBOL και RPG) στις εγκαταστάσεις της IBM, κάπου στο Σύνταγμα.

Ομολογώ πως η δομή σκέψης που αυτές οι γλώσσες απαιτούσαν μου ταίριαξε. Άλλωστε πάντα είχα την τάση και στην καθημερινή μου ζωή να αναζητώ το συμπέρασμα μέσα από μια σειρά συγκεκριμένων συλλογισμών.

Στη συνέχεια και για τα περισσότερα χρόνια όπου εργαζόμουνα στην Ολυμπιακή Αεροπορία, με παρόμοιων δομών καθήκοντα ασχολήθηκα.

Αλλά η έννοια του ψηφιακού κόσμου άρχισε να εισέρχεται στην καθημερινότητά μου με το πρώτο κινητό τηλέφωνο που απόκτησα και με μάγεψε αυτή η δυναμική επικοινωνίας -μπορούσα να συνομιλώ καθώς περπατούσα!

Αλλά πολύ σύντομα αυτή η δυναμική επικοινωνία απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη γοητεία - μπορούσα πλέον με άνεση να αποθηκεύω και χωρίς σταματημό να διορθώνω τα κείμενά μου. Το word μπήκε στη ζωή μου και μαζί του η απόλυτη απελευθέρωση από το χειρόγραφο και τη γραφομηχανή.

Είχα εισέλθει στον ψηφιακό κόσμο.

Και δεν θα αργούσε να έρθει η στιγμή όπου μπήκε -και αυτή τη φορά ακόμα πιο έντονα καθόρισε την καθημερινότητά μου-  ένα σύμβολο -www

Τώρα μπορώ και επικοινωνώ  θεωρητικά με όλον τον κόσμο. Η γνώση των άλλων δική μου. Το έργο μου -έστω και ως πλάνη- φτάνει σε όλους.

Ολόγυρά μου, ολόγυρά μας η διαπιστωμένη μα και τόσο αγαπημένη, ψευδαίσθηση της αλληλοεπίδρασης του Face Book, του Twitter

Όλα αυτά έχουν διαμορφώσει μια κατάσταση. Και όπως πάντα, τίποτε δεν γυρίζει πίσω.

Είναι γνήσια απελευθέρωση όλα αυτά; Μήπως είναι εξάρτηση; Ίσως ένας σύγχρονος Δούρειος Ίππος όπου θα καταστρέφει την αυτονομία του καθενός μας;

Όλα πιθανά… Η όποια εξέλιξη -και ως ένα βαθμό- εξαρτάται  από εμάς τους ίδιους. Αλλά αυτό που με βεβαιότητα διακρίνω είναι η ύπαρξη μιας νέας δύναμης που απειλεί -η παγκοσμιοποίηση.

Εμφανίστηκε με το προσωπείο της παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας των λαών, αλλά πολύ σύντομα εμφάνισε και επέβαλε το αγγλοσαξωνικό της πρόσωπο.

Αμέσως μετά εδραιώθηκε ως παγκοσμιοποιημένη οικονομία, αλλά και σε αυτό το στάδιο δεν καθυστέρησε να δηλώσει ευθαρσώς πως υπήρχε και μια ακόμα λέξη στον τίτλο της : παγκοσμιοποιημένη οικονομία του κεφαλαίου.

Τώρα προσπαθεί να μας πείσει για την παγκοσμιοποίηση της πληροφορίας, αποκρύπτοντας και πάλι μια λέξη: ελεγχόμενη.

Προς το παρόν κάποιοι αντιστέκονται. Έως πότε;

Δεν έχω απάντηση. Άλλωστε από την αρχή δήλωσα πως μήτε γράφω, μήτε και διαβάζω έργα επιστημονικής φαντασίας.

Ρεαλιστής συγγραφέας είμαι… Κι έτσι νομίζω πως μπορείτε να υποψιαστείτε το περιεχόμενο του μυθιστορήματος που ετοιμάζομαι να γράψω.

 

 

 

7.5.21

Κωστής Παπαϊωάννου "Άγρια ιστορία για μεγάλα παιδιά"

 


Κωστής Παπαϊωάννου

Άγρια ιστορία για μεγάλα παιδιά 

Από τον φασισμό στον μεταφασισμό - Η Δημοκρατία απέναντι στη νέα ακροδεξιά

Εκδόσεις Πόλις


Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα βιβλία που τον τελευταίο καιρο έχουν φτάσει στα χέρια μου. Ενδιαφέρον όσο και επίκαιρο, μιας και δεν είναι εύκολο κανείς να αγνοήσει πως έχουμε πολλαπλά και ποικιλόμορφα εισέλθει σε μια νέα προσπάθεια απλώματος της βίας του φασισμού μέ ένα νέο προσωπείο -αυτο του μεταφασισμού.
Ως βασική άμυνα κάθε σκεπτόμενου δημοκράτη είναι η γνώση της Ιστορίας και η σύνδεση φαινομένων του χτες με καταστάσεις του τώρα. Γιατί είναι γεγονός πως σε παγκόσμιο επίπεδο η Δημοκρατία αντιμετωπίζει επιθέσεις της νέας ακροδεξιάς.
Ο Κωστής Παπαϊωάννου, με μια μαχητική παρουσία σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έγραψε ένα βιβλίο που με τρόπο απλό όσο και απόλυτα δομημένο, φωτίζει την πορεία του φασισμού, τα στοιχεία του ναζισμού και επισημαίνει εκείνα τα του σήμερα που δείχνουν με σαφήνεια πως πέρα από την οικονομική κρίση και την πανδημία υπάρχει ο κίνδυνος εμφάνισης φαινομένων βίας, στιγμιότυπων ιστορίας που θα τρομάξουν... τα μεγάλα (και συχνά αγνοούντα) μεγάλα παιδιά. Βιβλία που αξίζει να τύχει της προσοχής κυρίως (αν και όχι μόνο) εκείνων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ασχολούνται με τη κοινωνική και ψυχολογική διαμόρφωση των νέων.

5.5.21

Το παιχνίδι του διπλού εαυτού και Η μάσκα του Καπιτάνο του Μάνου Κοντολέων


 από την Βίκυ Πάτσιου

Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης

“Dreams that come true / Can happen to you”

(Fr. Schubert, “Serenade”, διασκευή Della Reese)

 

Ο Μάνος Κοντολέων, ένας από τους σημαντικότερους έλληνες λογοτέχνες, τεχνουργεί την αφήγηση και δοκιμάζει, διαρκώς, χωρίς να καταργεί, τα όρια του πεζογραφικού λόγου. Η γραφή του αξιοποιεί ποικιλόμορφα τις αφηγηματικές συμβάσεις και ανανεώνει τις αφηγηματικές τεχνικές συνθέτοντας αφηγήματα που μπορούν να διαβαστούν εξίσου από νεαρούς και ενήλικους αναγνώστες. Τα πεζογραφικά έργα του αποτυπώνουν άλλοτε με ρεαλιστικό και ιδιαίτερα τολμηρό τρόπο σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα και άλλοτε με λυρικό-ποιητικό ύφος υποκαθιστούν την εμπειρική πραγματικότητα και τη λογική με το όνειρο και τη φαντασία. Πολύ συχνά τα έργα του αποτελούν μια μείξη και των δύο.

            Αυτή η συμπόρευση πραγματικού και φανταστικού διακρίνεται και στο νέο μυθιστόρημά του με τίτλο Η μάσκα του Καπιτάνο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη (2021). Το αφήγημα, που μπορεί να διαβαστεί εξίσου από μεγάλους και νεαρούς αναγνώστες, αφορά στη ζωή ενός νεαρού εφήβου, του Φιλ, ο οποίος εγκαθίσταται στο αφιλόξενο και απρόσωπο σπίτι του παππού του, καθώς οι γονείς του δεν μπορούν να αναλάβουν την κηδεμονία του για λόγους επαγγελματικούς. Ο ήρωας καλείται όχι μόνο να προσαρμοστεί σε ένα νέο περιβάλλον –διαβίωσης και σχολικής ζωής– αλλά έρχεται αντιμέτωπος και με τις ίδιες τις ανασφάλειές του, οι οποίες επιτείνονται από τη δυσκολία του στην εκφορά του λόγου, δηλαδή από έναν επίκτητο τραυλισμό, συνέπεια των υψηλών προσδοκιών του πατέρα του σε σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες και τα ενδιαφέροντα του γιού του.

            Ο Κοντολέων οργανώνει ένα αφήγημα σε έναν τόπο ξενικό, καθώς όλα τα ονόματα (Τόνι, Σύνθια, Τζόνι, κ.ά.), οι περιγραφές του τόπου (χωράφια με καλαμπόκια και κογιότ), οι παραδόσεις (η γιορτή της Ημέρας των Νεκρών με κυρίαρχο το στοιχείο της μεταμφίεσης και της χρήσης μάσκας), οι ενδυματολογικές συνήθειες (καπέλα με πλατύ γείσο), οι διατροφικές επιλογές (μαρμελάδα από φρούτα γκουάβα), αλλά και το επάγγελμα των γονιών του κεντρικού ήρωα (η μητέρα εργάζεται στην Ακαδημία Πολιτικής του Διαστήματος και ο πατέρας είναι στρατιωτικός και βρίσκεται στο πεδίο του πολέμου) παραπέμπουν σε κάποια αμερικανική επαρχιακή πόλη. Το σκηνικό αυτό δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να πραγματευτεί ζητήματα που σχετίζονται με τον κοινωνικό ρατσισμό, τη σεξιστική συμπεριφορά, την οπλοχρησία και την πολεμοχαρή γενικότερα διάθεση.

            Ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας βρίσκεται σε μια συνεχή εσωτερική πάλη με τις φοβίες και τα άγχη του μέσα σε μια εχθρική γενικότερα κοινωνία που επιβάλλει την εξίσωση και αποτρέπει τη διαφορετικότητα. Η Λάουρα, μια εξηνταπεντάχρονη γυναίκα, που αντιμετωπίζει τις δικές της ανασφάλειες, όταν βρίσκεται έξω από το εσωτερικό του σπιτιού της, με την ανάκληση στίχων από ποιήματα και τραγούδια ελλήνων αλλά και ξένων δημιουργών διαφόρων περιόδων, θα αποτελέσει το καταφύγιο και το μητρικό υποκατάστατο για τον Φιλ. Η Λάουρα είναι εκείνη, που στην προσπάθειά της να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση του νεαρού ήρωα, θα τον εφοδιάσει με παλιά κόμικ ηρώων, όπως ο Ζορό, ο Σπάιντερμαν, ο Μπάτμαν και ο Καπιτάνο. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των εικονογραφημένων ηρώων είναι η μαύρη μάσκα που φορούν στο πρόσωπό τους και οι διαρκείς παρεμβάσεις τους για την προστασία των αδικημένων.

            Η ανάγνωση αυτών των αναγνωσμάτων και ιδίως του Καπιτάνο θα οδηγήσει τον Φιλ στην αναγκαία ταύτιση, αν και μη συνειδητά ηθελημένη, που θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει την αδυναμία υπεράσπισης του εαυτού του και κατ’ επέκταση τη δυσκολία της ομιλίας: «Θα σ’ το ξαναπώ και πάψε να ξεγελάς τον εαυτό σου... Θέλω αυτό που θες, κάνω ό,τι εσύ θες να κάνεις... Όταν το κάνω εγώ, είναι που εσύ...» (σ. 156), θα πει ο Καπιτάνο σαν ένας άλλος εαυτός του Φιλ και παρακάτω «Είμαι κάποιος που τώρα θαυμάζεις κι αύριο θα έχεις γίνει αυτό που εγώ είμαι τώρα... Το μέλλον σου, μικρέ!... Ακόμα δεν το κατάλαβες;» (σ. 156). Ο Καπιτάνο λειτουργεί ως μια εικόνα του εαυτού του ήρωα (mirror image). H προβαλλόμενη εικόνα δεν είναι απλώς ένας παρόμοιος εαυτός (similar self) αλλά ένα ακριβές αντίγραφο (exact duplicate) που υποκρύπτει και μια πνευματική επικοινωνία: «Μεσάνυχα. Στην κάμαρά του ο Φιλ. Στον ολόσωμο καθρέφτη της παλιάς ντουλάπας το είδωλο...εκείνου» (σ. 133). Ο Καπιτάνο λειτουργεί ως άλλη σκιά (shadow / double) ή αντανάκλαση (mirror image / imago), που κατά τον C.-G. Jung, πρόκειται για την ψυχή που εκφράζει το ασυνείδητο, την απρεπή, αντικοινωνική, συναισθηματική αλλά και την αυθόρμητη πλευρά της προσωπικότητας του ατόμου. Η παιγνιώδης και αυτοανακλαστική συμπεριφορά, η ρητορική δηλαδή της ίδιας της σκιάς, αποκαλύπτει πως η διττότητα δεν είναι παρά ένα παιχνίδι της γλώσσας.

            Ο Καπιτάνο αποτελεί μια ευρηματική επινόηση του Κοντολέων, ένα «σχέδιο μαυρόασπρου κόμικ τριών διαστάσεων» (σ. 104), που ως δικαστής, αναλαμβάνει μόνος του να δικάζει και να εκτελεί την ποινή του κάθε εγκληματία. Ο Καπιτάνο ως «φιγούρα εικονογραφημένης ιστορίας μυστηρίου, σκοτεινής εκδίκησης, εκρηκτικού θυμού» (σ.104) και αρρενωπής γοητείας εκφράζει τις βαθύτερες επιθυμίες του Φιλ και σηματοδοτεί το πέρασμά του στην ωριμότητα και τη σταδιακή ενηλικίωση. Με την εύστοχη παράθεση στίχων του ποιήματος του Walt Whitman, «Καπετάνιε! Ω Καπετάνιε μου!», τους οποίους απαγγέλει η Λάουρα στον Φιλ, αιτιολογείται από τη μια η επιλογή του ονόματος του Καπιτάνο (/Καπετάνιου) και από την άλλη εκδιπλώνεται μια ιστορία που στον πυρήνα της τοποθετείται το μήνυμα πως: «Το άγριο ταξίδι μας έχει πια τελειώσει / Το καράβι μας άντεξε τα άγρια χτυπήματα / Αυτό που θέλαμε να κερδίσουμε το κρατάμε πια στα χέρια...» (σ. 43).

            Είτε υπήρξε ως οπτασία είτε ως παραίσθηση είτε ως όνειρο, ο Καπιτάνο εξαφανίστηκε αθόρυβα από τη ζωή του Φιλ, όταν ο τελευταίος ενσωμάτωσε ορισμένα θετικά χαρακτηριστικά του πλάσματος της φαντασίας του στη δική του προσωπικότητα, όπως τον δυναμισμό, το θάρρος να υπερασπίζεται τη γνώμη του, την  αυτοεκτίμηση. Επιπλέον, η άρνηση του Φιλ να μετέχει σε οποιαδήποτε εκδήλωση βίας θα σημάνει και το ξεθώριασμα του «εικονογραφήματος»: «Βλέπει τον Καπιτάνο που έχει μισανοίξει την πόρτα. Μια απλή, μαύρη σκιά. Που ενώνεται, χωνεύεται μέσα στη νύχτα. “Τελικά τις έβγαλες τις μάσκες” η Σύνθια γυρνά και ψιθυρίζει στο αυτί του Φιλ» (σ. 180).

            Ο Μάνος Κοντολέων συνθέτει δημιουργικά μια ακόμη αφήγηση για να θίξει φλέγοντα ζητήματα που αφορούν μικρούς και μεγάλους. Η αποξένωση, ο σχολικός εκφοβισμός, η διαμόρφωση της σεξουαλικής ταυτότητας, η αναζήτηση ταυτότητας, ο ρατσισμός οποιασδήποτε μορφής, η απάνθρωπη συμπεριφορά απέναντι στα ζώα, η φιλοπόλεμη διάθεση, κ.ά. είναι μόνο μερικά από τα ζητήματα που θίγονται στο άρτι αφιχθέν μυθιστόρημα. Ο έρωτας, η αγάπη για τον άλλον και η ομορφιά της τέχνης, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από έναν μεγάλο αριθμό διακειμενικών αναφορών στην ποίηση, είναι εκείνα τα στοιχεία που βοηθούν το άτομο να έρθει σε συμφιλίωση και αρμονία με τον εαυτό και τους γύρω του, όταν θα μπορέσει, με άλλα λόγια, να κατανοήσει «τη δύναμη που κάνει την αγάπη εφάμιλλη του θανάτου», όπως γράφει και ο «παλιός ποιητής» (σ. 192).

 

 

Βιβλιογραφία

Jung C.-G., Αιών. Έρευνες στη φαινομενολογία του εαυτού, μετάφραση Αργυρώ Εμμανουήλ, Αθήνα: Ίσις, 2014.

Rogers R., A Psychoanalytic Study of the Double in Literature, Detroit: Wayne State University Press, 1970.

Slethaug G.E., The Play of the Double in Postmodern American Fiction, Carbondale and Edwardsville: Southern Illinois University Press, 1993.

 




https://www.elniplex.com/%cf%84%ce%bf-%cf%80%ce%b1%ce%b9%cf%87%ce%bd%ce%af%ce%b4%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b4%ce%b9%cf%80%ce%bb%ce%bf%cf%8d-%ce%b5%ce%b1%cf%85%cf%84%ce%bf%cf%8d-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b7-%ce%bc%ce%ac%cf%83/