Pages

29.9.21

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος: «Χάθηκε βελόνι», Μεταίχμιο


 


Το άτομο εκείνο που είτε μόνο του είτε μαζί με την οικογένειά του εξαναγκάζεται να επιλέξει για οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους μια μετανάστευση, τις περισσότερες φορές κρύβει μέσα στην ψυχή του πολλά και αντιθετικά μεταξύ τους συναισθήματα. Από την πίκρα του αποχωρισμού έως την έωλη προσμονή μιας νέας κατάστασης* από τον θυμό της εκδίωξης έως τον τραυματισμό της μη αποδοχής στο νέο περιβάλλον.

Πέρα, λοιπόν, από τις όποιες πολιτικές ή οικονομικές αναλύσεις ειδικών, πέρα από τις καταγραφές των ιστορικών, πέρα από τις περιγραφές των δημοσιογράφων, υπάρχει η ανάγκη -αξίζει πιο σωστά- να γίνει και μια καταγραφή των συναισθημάτων ενός μετανάστη και εκ μέρους ενός συγγραφέα.

Η Ελλάδα είναι μια περιοχή της Ευρώπης που έχει πολλαπλή και στενή, όσο και αμφίδρομη σχέση με το φαινόμενο της μετανάστευσης.

Καθώς ο προηγούμενος αιώνας τέλειωνε το μεταναστευτικό κύμα προς τη χώρα μας είχε συγκεκριμένη γεωγραφικό ονομασία -η Αλβανία ήταν η χώρα από την οποία κατέβαιναν πλήθη ανθρώπων. Άλλοι από αυτούς έλληνες της Βορείου Ηπείρου (ή αν θέλετε της Νότιας Αλβανίας) αλλά και άλλοι από αυτούς γνήσιοι Αλβανοί.

Τους υποδεχόμαστε με ανάμεικτα συναισθήματα και αντιφατικές συμπεριφορές. Σχεδόν ποτέ δεν σκύψαμε από πάνω τους να αφουγκραστούμε τον εσωτερικό παλμό τους, μήτε και με διάθεση συμπαράστασης να ζητήσουμε πληροφορίες για το παρελθόν και το παρόν τους.

Σήμερα και μετά από τριάντα και βάλε χρόνια, όσοι από τους ανθρώπους εκείνους παρέμειναν εδώ και δεν επέστρεψαν πίσω στο γενέθλιο τόπο τους, έχουν ενσωματωθεί στην οικονομική, πολιτική και πολιτιστική μας καθημερινότητα.

Και κάποιοι από αυτούς έχουν καταθέσει τις προσωπικές τους εμπειρίες από το ‘εκεί’ και το ‘εδώ’ τους με αξιόλογους, ιδιαίτερα αξιόλογους λογοτεχνικούς τρόπους.

Θα αναφέρω τον Τηλέμαχο Κώτσια -τον πρώτο που με τα μυθιστορήματά του έφερε ανάμεσα στους λογοτεχνικούς ήρωες μας και άτομα από την Αλβανία.

Μια παρόμοια περίπτωση κατάθεσης εσωτερικών αναταράξεων που η μετανάστευση από την Αλβανία έχει πυροδοτήσει τη δημιουργία λογοτεχνικών ηρώων, τη συναντάμε και στο μυθιστόρημα του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου «Χάθηκε βελόνι».

Ο συγκεκριμένος -ηλικιακά νεότατος- συγγραφέας έχει γίνει γνωστός και με την ποίησή του, όπως και με ένα ακόμα προηγούμενο μυθιστόρημά του.

Εκείνο που βασικά χαρακτήριζε τη θεματική των προηγούμενων λογοτεχνικών καταγραφών του ήταν η ανίχνευση της φυγής -μιας φυγής εσωτερικής όσο και εξωτερικής. Το άτομο που αναζητά το είναι του και τον τόπο του. Κάτι παρόμοιο -μα σε πληρέστερο βαθμό ανάπτυξης- θα συναντήσουμε και στο «Χάθηκε βελόνι».

Μια οικογένεια Βορειοηπειρωτών, που μόλις ανοίξουν τα σύνορα με την Ελλάδα, μεταναστεύει. Ο πατέρας, η μητέρα, έξι παιδιά -το ένα από αυτά, το πιο μικρό, θα εξαφανιστεί προτού περάσουν τον τελωνειακό έλεγχο.

Η εξαφάνιση αυτή θα σφραγίσει το μέλλον της οικογένειάς, κυρίως όμως του ενός αδελφού. Παράλληλα όμως το μέλλον τους είναι επίσης σφραγισμένο από τα όσα είχαν και στις προηγούμενες γενιές συμβεί. Γεγονότα τραγικά που ως ένα μεγάλο βαθμό η εμφάνιση τους ήταν αποτέλεσμα της φυλετικής διαφορετικότητάς τους. Έλληνες ανάμεσα σε Αλβανούς.

Και στο σημείο αυτό, νομίζω πως εστιάζεται ένα από το κύρια και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος.

Ο Γκέζος δεν ενεργοποιείται μόνο από την μετανάστευση, αλλά και από το τι μπορεί να συμβαίνει στα άτομα όταν διαβιώνουν σε τόπο όπου τους έχουν στερήσει το δικαίωμα να εκφράζουν την εθνικότητά τους.

Με άλλα λόγια έχουμε ένα μυθιστόρημα διπλής απομόνωσης.

 

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

 

Μέσα σε τέτοιες συνθήκες κάποιοι πορεύτηκαν. Κάποιοι -σαφώς οι περισσότεροι- βρήκαν το νέο τους δρόμο, μια νέα ισορροπία. Κάποιοι -ελάχιστοι τάχα;- όμως όχι.

Αυτούς τους τελευταίους αφορά το «Χάθηκε βελόνι».

Τσιμπι -τσιμπιτόνι

Χάθηκε βελόνι

Πάω να το βρω

Εχάθηκα κι εγώ

Το παιδικό τραγουδάκι -όπως κάθε που διαθέτει την αυτοφυή παιδική γνώση- δεν χαρίζει μόνο τον τίτλο στο μυθιστόρημα, αλλά και εκφράζει το δράμα των κεντρικών προσώπων, κυρίως βέβαια τους ενός από αυτούς.

Παράλληλα όμως -και με μια υπόγεια διαδρομή- επεμβαίνει και στη δομή του όλου έργου. Και με απόλυτη σύμπνοια θέματος και κατασκευής, οδήγησε σε μια μυθιστορηματική σύνθεση που τη διακρίνει η πολλαπλή πολυπρισματικότητα -θα μπορούσα και να τη χαρακτηρίσω ως  μια συνεχή υφολογική μετανάστευση. Αρκετοί οι αφηγητές και ο καθένας με το δικό του ύφος αφηγείται. Αλλά και αρκετοί οι τρόποι αφήγησης. Από άτυπες ημερολογιακές καταγραφές έως σπαρακτικούς μονολόγους σε ντοπιολαλιά, μέχρι και παραληρηματικές εξιστορήσεις αναζήτησης του ‘εγώ’ με πρόφαση τον ‘άλλον’, αλλά και ποιήματα -εκφράσεις κι αυτά της ψυχοσύνθεσης του κεντρικού ήρωα.

Και κάπως έτσι -με θάρρος στα όρια του λογοτεχνικού θράσους- ολοκληρώθηκε το μυθιστόρημα. Άλλοτε με μακροσκελείς προτάσεις, άλλοτε με σύντομες περιγραφές. Πάντα όμως με μια τάση ανίχνευσης της ταυτότητας- «Μωρέ, το πατρικό σας, το σπίτι του τάτα σας, δε θέλετε να το φτιάσετε;» (σελ. 170) και επίσης «…μαζί θα μπορούσαν να γεμίσουν τις ξεχειλωμένες ρωγμές του χρόνου και να κατοικήσουν αυτό το ερείπιο όπως θα έπρεπε από την αρχή να είχε κατοικηθεί…» (σελ233)

Μια ιδιαίτερη, λοιπόν, παρουσία το «Χάθηκε βελόνι» ανάμεσα στα μυθιστορήματα νεότερων ελλήνων συγγραφέων που με τον τρόπο του αποδεικνύει το πόσο και σε πόσους τομείς η μετανάστευση μπορεί να λειτουργήσει ως άνοιγμα προς νέους κοινωνικούς προβληματισμούς και συγγραφικές τεχνικές.

 

11.9.21

Τζάκλιν Γούντσον

 

Τζάκλιν Γούντσον                               Τζάκλιν Γούντσον

«Κάτι αστραφτερό»                             «Αν έρθεις σαν τον άνεμο»

Μετάφραση: Άννα Μαραγκάκη           Μετάφραση: Αργυρώ Πιπίνη

Εκδόσεις Πόλις                                  Εκδόσεις Πατάκη

 


                    

 

 

Η γεννημένη το 1963 Τζάκλιν Γούντσον έχει γράψει πολλά βιβλία για παιδιά και νεαρούς ενήλικες αναγνώστες που όλα τους διαθέτουν μια ιδιαίτερη ποιότητα γραφής και φωτισμού των θεματικών τους. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το ότι και έχει τιμηθεί με πολλά και σημαντικότητα βραβεία της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας- αναμεσά τους και το πλέον πρόσφατο (2020) Hans Christian Andersen Award.

Αναντίρρητα τα μυθιστορήματά της για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες είναι και εκείνα που σηματοδοτούν το συγγραφικό της όραμα. Ένα όραμα που το ολοκλήρωσε to 2016 όταν κυκλοφόρησε και το πρώτο της μυθιστόρημα για ενήλικες , το «Ένα άλλο Μπρούκλιν»

Με αυτό το μυθιστόρημα τη γνώρισε και το ελληνικό κοινό το 2019, καθώς το συγκεκριμένο βιβλίο μεταφράστηκε στη γλώσσα μας και κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πόλις.

Ο ίδιος εκδοτικός οίκος υπογράφει την έκδοση μέσα στο 2021 και του δεύτερου ‘ενήλικου’ μυθιστορήματος της Γούντσον, του «Κάτι αστραφτερό», ενώ παράλληλα μπορούμε πλέον και να γνωρίσουμε -εν μέρη έστω- και το άλλο πρόσωπο αυτής της τολμηρής ως προς τη χρήση της γλώσσας και της μαχητικής σε θέματα αντιρατσισμού και σεξουαλικής ελευθερίας, γυναίκας, καθώς οι Εκδόσεις Πατάκη φρόντισαν να υπάρχει στα βιβλιοπωλεία μας το cross over μυθιστόρημα της «Αν έρθεις σαν τον άνεμο» (πρώτη έκδοση στην Αμερική, το 1998)

Έχει ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς παράλληλα τα δυο αυτά μυθιστορήματα για να μπορέσει να διαπιστώσει τα στοιχεία εκείνα που από τη μια συνοδεύουν την συγγραφική πορεία της Γούντσον από το 1998 έως το 2021, και από την άλλη να επισημάνει τις ομοιότητες όσο και τις διαφορές που χαρακτηρίζουν αυτά τα δυο -ελαφρώς- διαφορετικά είδη μυθιστορηματικής  σύνθεσης.

Η ίδια η Γούντσον έχει δηλώσει πως μόνιμα την ενδιαφέρει να ανιχνεύει τις εκφάνσεις των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων κατά την περίοδο της εφηβείας και της πρώτης νεότητας, το πως αυτές καθορίζουν την μορφή της ενηλικίωσης. Και ακόμα πως επίσης μόνιμα αναζητά τρόπους να καταγράφει το πως εκφράζεται η εγκληματική ανοησία της ρατσιστικής συμπεριφοράς, δίπλα στην ανάδειξη της αξιοπρέπειας των ανθρώπων που το δέρμα τους έχει σκούρες αποχρώσεις.

Αυτά όλα τα τοποθετεί με κέντρο την οικογένεια, αλλά με σαφήνεια επίσης υπενθυμίζει πως η κάθε οικογένεια αποτελεί βασικό κύτταρο μιας κοινωνικής ενότητας.

Στο cross over «Αν έρθεις σαν τον άνεμο» δυο έφηβοι -εκείνη λευκή, αυτός μαύρος- που ανήκουν στην μεσοαστική τάξη, ερωτεύονται και εκείνο που βασικά τους ενώνει είναι οι φυλετικές ιδιαιτερότητες που ο καθένας τους έχει, αλλά που την ίδια στιγμή αυτές θα είναι και εκείνες που θα κάνουν τις οικογένειές τους να σταθούν με σκωπτική όσο και αντιθετική στάση απέναντι αυτού του δεσμού. Η οικογενειακή αντίθεση πολύ γρήγορα θα καλυφθεί από την ακόμα περισσότερο προκατειλημμένα αρνητική στάση της κοινωνίας, αυτή που θα φέρει και το σκληρό όσο και άδικο τέλος.

Στο ‘ενήλικο’  «Κάτι αστραφτερό» οι φυλετικές διαφορές παρουσιάζονται λιγότερο έντονες, μα πολύ περισσότερο χωμένες βαθιά στη συνείδηση των μελών δυο οικογενειών με καθαρώς έγχρωμα μέλη.

Εδώ οι όποιες αντιδράσεις της κοινότητας των λευκών παραμένουν εκτός των οικογενειακών εστιών, αλλά ακόμα κι έτσι καθορίζουν τη μια μετά την άλλη γενιά. Από τη σφαγή της Τάλσα του 1921 έως τις σημερινές κοινωνικές εντάσεις ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους, ο  προσδιορισμός της έγχρωμης ταυτότητας αντανακλάται στο κάτοπτρο του ρατσισμού και μέσα από αυτό, η Γούντσον με μαεστρία και λεπτομερή ευαισθησία περιγράφει θέματα όπως αυτά των σχέσεων παιδιών με γονείς, της ανάγκης μιας αυτοπροσδιοριζόμενης  θηλυκής ανεξάρτητης ταυτότητας και πάνω απ΄ όλα -και για μια ακόμα φορά- τον σημαντικό ρόλο που θα παίξουν στο μέλλον του κάθε ατόμου τα βιώματα της εφηβικής περιόδου.

Στα κοινά στοιχεία που καθόρισαν την υλοποίηση αυτών των δυο μυθιστορημάτων, θα πρέπει ακόμα να σημειώσουμε την πολυφωνικότητα της αφήγησης. Στο ‘ενήλικο’ μυθιστόρημα έξι πρόσωπα διαδέχονται το ένα το άλλο και αλληλοσυμπληρώνουν τις εσωτερικές σχέσεις των μελών της οικογένειας, ενώ οι δυο νεαροί πρωταγωνιστές του cross over είναι εκείνοι που θα περιγράψουν τον έρωτά τους -το παρόν και το μέλλον του.

Η τεχνική αυτή της πολυφωνικότητας απαιτεί να διατηρούνται στις επιμέρους αφηγήσεις οι διαφορετικές προσωπικότητες των αφηγητών, την ίδια στιγμή που με αυτόν τον τρόπο θα κυκλώνεται το περιγραφόμενο θέμα.

Η Γούντσον το πετυχαίνει απόλυτα και αξίζει κανείς να αξιολογήσει θετικότατα τη συνεχή  ύπαρξη αυτής της συγγραφικής  ικανότητας από το 1998 έως σήμερα.

Σαφέστατα -κι αυτό αξίζει να σημειωθεί- υπάρχουν κάποιες διαφορές στα δυο έργα. Είναι αυτές που και χαρακτηρίζουν γενικώς το ένα είδος λογοτεχνίας από το άλλο. Αλλά αυτές οι διαφορές εντοπίζονται στις γλωσσικές εκφράσεις. Κι έτσι πρέπει να γίνεται, ακριβώς όπως κάτι τέτοιο συμβαίνει και στον τρόπο που θα εκφραστεί -για το ίδιο πάντα υπαρξιακό του πρόβλημα- ένας έφηβος και ένας ενήλικος.

Μα η λογοτεχνία πρέπει να ακολουθεί τη ψυχοσύνθεση των ηρώων της και με τον δικό τους τρόπο να επιχειρεί να την περιγράφει.

Η Τζάκλιν Γούντσον έχει τον δικό της κώδικα γραφής όπως και το δικό της τρόπο να κρίνει τα γεγονότα. Με δυο λόγια θα την χαρακτήριζα ως μια ιδιότυπη συνύπαρξη της αισθαντικότητας μιας Μόρρισον και της μαχητικότητας μιας Αγγέλου.

Μια τέτοια γραφή -έντονα αμερικάνικη- στήνει πολλές παγίδες στον μεταφραστή της.

Θεωρώ πως τόσο η Άννα Μαραγκάκη, όσο και η Αργυρώ Πιπίνη κατάφεραν να βρούνε μεταφραστικές λύσεις έτσι ώστε και το όλο ύφος της Γούντσον να μην προδώσουν, αλλά και να προσφέρουν στον αναγνώστη των ελληνικών εκδόσεων των δυο βιβλίων μια σαφέστατη και πλήρη επαφή με τον κόσμο αυτής της δυναμικής και μαχητικής γυναίκας που έρχεται σφραγίσει με το έργο της τη νέα γενιά των έγχρωμων Αμερικάνων  συγγραφέων

 

 

 

1.9.21

Οι αντιστασιακοί της μοναξιάς και της παράνοιας

 


Κωνσταντίνος Μούσσας: «Μεσοτοιχίες» Διηγήματα, Εκδόσεις Κέδρος

 

Η πανδημία που εδώ και πάνω από ένα χρόνο ζει όλη η ανθρωπότητα ήδη έχει ενεργοποιήσει αρκετούς συγγραφείς.

Ο καθένας από αυτούς φωτίζει με τον δικό του τρόπο τις αλλαγές που ο φόβος για το τι μπορεί να προκαλέσει η επαφή  τους ενός με τους άλλους δημιουργεί.

Κάτω από ένα τέτοιο φωτισμό διάβασα τη συλλογή διηγημάτων «Μεσοτοιχίες» του Κωνσταντίνου Μούσσα.

Ο Κωνσταντίνος Μούσσας γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε ιατρική και έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές και μεταφράσεις. Ποιήματα, άρθρα και δοκίμιά του έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά λογοτεχνίας και εφημερίδες. Αν κάποιος ανατρέξει στο βιογραφικό του θα διαπιστώσει πως μέσα από τις ποικίλες λογοτεχνικές καταθέσεις του εκείνο που κυρίως προβάλλεται είναι η αξία της επαφής ανάμεσα στον άνθρωπο και στις Τέχνες.

Και αυτή ακριβώς η θέση αποτελεί και το θεμέλιο της συνύπαρξης των εννέα διηγημάτων της συλλογής.

Είναι δε χαρακτηριστικό πως αυτή την  άποψη ξεκάθαρα τη διαβάζει κανείς σε ένα από τα διηγήματα.

«Εδώ και δεκάδες χρόνια οι άνθρωποι πάσχιζαν να μικρύνουν με κάθε τρόπο και μέσο τις αποστάσεις, κυριολεκτικά και μεταφορικά, να σμίγουν… χωρίς περιορισμούς, σύνορα και προκαταλήψεις. Και τώρα… ακριβώς αυτές οι αποστάσεις υποτίθεται θα τον έσωναν από την κατάρα της επιδημίας. ‘Κοινωνική απόσταση’, μάσκες και αντισηπτικά, καχυποψία, απομόνωση και η λέξη ‘εγκλεισμός’ από σαδιστικά ανατριχιαστική να έχει μετατραπεί σε σωτήριο άγγελμα και αυτονόητη απόδειξη ‘ατομικής ευθύνης’»

Είναι, νομίζω, σαφές πως ο Μούσσας θέτει ένα καίριο προβληματισμό καθώς αποφασίζει να δείξει την άλλη πλευρά μιας κοινωνικής υστερίας.

Και αυτόν τον προβληματισμό του τον τεκμηριώνει αμέσως μετά:

«Αν έπρεπε να διατηρηθεί πάση θυσία κάτι από τον παραπαίοντα σύγχρονο πολιτισμό, δεν ήταν αλήθεια η συλλογικότητα, η κοινωνία της ανώτερης πνευματικότητας, της συμμετοχής στη βιωματική εμπειρία της μέθεξης των τεχνών; Μα αυτά δεν είναι ο λόγος που, για παράδειγμα, παρακολουθεί κανείς μια θεατρική παράσταση ή ένα ρεσιτάλ κλασικής μουσικής; Αυτή τη συμμετοχή δεν αναζητά, σ΄ αυτήν δεν αποσκοπεί και δεν ελπίζει ένα ζωγράφος, όταν με χρώματα αποτυπώνει τον χρόνο ή ένας ποιητής όταν με λέξεις αναπαριστά τη μνήμη;»

Και αφού ο πυρήνας του κοινωνικού όσο και ατομικού προβληματισμού έχει κατατεθεί, ο Μούσσας τον ήρωα του συγκεκριμένου διηγήματος από το οποίο προέρχονται τα πιο πάνω αποσπάσματα, θα τον βάλει πρώτα να φωνάξει πως δεν είναι θυμωμένος, αλλά απογοητευμένος κι αμέσως μετά να δηλώσει την απόφασή του να αντισταθεί σε αυτήν την παράνοια.

Αυτήν την βύθιση στην μοναξιά τη βιώνουν οι ήρωες και των άλλων διηγημάτων. Και επειδή έχουμε να κάνουμε με πανδημία, οι ήρωες προέρχονται από διάφορα μέρη της γης. Μα όλοι τους καταφεύγουν σε διαχρονικά έργα τέχνης μέσα από τα οποία διαπιστώνουν πως η μοναξιά πάντα συντρόφευε τον σκεπτόμενο άνθρωπο και αυτή η συντροφιά της έχει καταγραφεί μέσα σε έργα του Κάφκα ή του Τενεσύ Ουίλιαμς, μέσα σε ταινίες όπως η αξεπέραστη ‘Καζαμπλάνκα».

 Γιατί τελικά ο αγώνας του ανθρώπου να παραμείνει άνθρωπος δεν έχει χωρικά ή χρονικά σύνορα, ακριβώς όπως και η εξάπλωση του ιού δεν αναγνωρίζει γεωγραφικούς περιορισμούς.

Μια ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων βασισμένων πάνω στο πρόβλημα που ταλανίζει κοντά εδώ και δυο χρόνια τον πλανήτη και που κανείς δεν μπορεί με βεβαιότητα να αποφασίσει πως και πότε θα τελειώσει. Αλλά και μήτε να κατονομάσει όλες τις πληγές που ίσως θα αφήσει. Εκτός από μία -αυτή που θα έχει μετατρέψει τον άνθρωπο από ον κοινωνικό και ζώο που φοβισμένα έχει κλειστεί στη φωλιά του.

Θέλω να σημειώσω ακόμα την ιδιαίτερα πλαστική γλώσσα με την οποία έχουν γραφτεί τα διηγήματα και επίσης την άνεση με την οποία περιγράφονται οι διάφορες πόλεις.


https://www.fractalart.gr/mesotoixies/