Pages

20.6.21

Ολυμπιακοί Αγώνες Τόκιο 1964 – Ψυχές δυνατές, ψυχές αθάνατες

 

 






Τόκιο, 1964. Ο Κοκίτσι Τσουμπουράγια ήταν ο τρίτος νικητής στο Μαραθώνιο. Μετά από τρία χρόνια τραυματίζεται και εγκαταλείπει τους αγώνες. Μετά από ένα χρόνο αυτοκτονεί. Η Ντον Φρέιζερ κατακτά για τρίτη φορά το χρυσό μετάλλιο στα 100μ ελεύθερο. Πριν από επτά μήνες είχε ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα. Ο χρυσός Ολυμπιονίκης στο ύψος Βαλερί Μπρούμελ είχε, λίγο μετά τη νίκη του, ένα σοβαρό τραυματισμό. Μετά από τέσσερα χρόνια ξαναγυρνά στο στίβο και πηδά 2,11 μέτρα. Ψυχές δυνατές, ψυχές αδύνατες.

 

 

Το να είσαι αθλητής επιπέδου Ολυμπιακών Αγώνων απαιτεί πέρα από τη σωματική προσπάθεια και ιδιαίτερο ψυχικό σθένος. A, σίγουρα, έτσι είναι! Αλλά, αυτό το ψυχικό σθένος –αναρωτιέμαι– το έχουν όλοι οι αθλητές; Θα ‘λεγε κανείς πως έτσι είναι.. πως έτσι δείχνουν τα πράγματα ότι είναι. Μα ό,τι φαίνεται, υπάρχει κιόλας;

 

Έρχονται στιγμές που πιστεύω πως το γνήσιο ψυχικό σθένος δεν εκφράζεται όταν οι προσπάθειες, άσχετα με την επιτυχία τους, συντελούνται, αλλά όταν κάτι συμβαίνει και ξαφνικά η καριέρα ενός αθλητή αναγκάζεται να σταματήσει την ανοδική της πορεία ή και να τερματιστεί οριστικά. Τότε είναι που ο σωματικός κάματος υποχωρεί, εξαφανίζεται και στη θέση του μπαίνει ο φόρτος της ψυχής.

 

Σκέφτομαι όλα αυτά καθώς έχω στο νου τρεις αθλητές που διακρίθηκαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο. Κάποια γεγονότα που είχαν προηγηθεί, κάποια άλλα που αργότερα από εκείνη τη χρονιά συνέβησαν, με κάνουν και προβληματίζομαι πάνω στα όρια δυνατοτήτων, μα και αδυναμιών του ψυχικού σθένους.

 

«Δεν μπορώ πια να τρέξω…»

Στο Μαραθώνιο Δρόμο, τότε το 1964, στο Τόκιο, ο Ιάπωνας Κοκίτσι Τσουμπουράγια κερδίζει το χάλκινο μετάλλιο. Ήταν ένας αθλητής με μέλλον. Και στα σχέδιά του μέσα –δεν το έκρυβε– ήταν να κερδίσει στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα γινόντουσαν στο Μεξικό, το χρυσό μετάλλιο. Δεν αναπαύτηκε, λοιπόν, στις δόξες της νίκης, αλλά πολύ σύντομα ξαναγύρισε στις σκληρές προπονήσεις. Είναι τόσο ευχάριστο να συνεχίζεις κάτι που το έφτασες σε υψηλό, υψηλότατο επίπεδο.

 

 

Αλλά μετά από τρία περίπου χρόνια, ένας σοβαρός τραυματισμός του συμβαίνει κατά τη διάρκεια μιας προπόνησης. Αναγκάζεται να μείνει τρεις μήνες στο νοσοκομείο. Και μετά ξαναγυρνά στο στίβο. Θέλει να κερδίσει το χαμένο χρόνο. Την άτυχη στιγμή την έχει ξεχάσει. Και οραματίζεται το μέλλον.

 

Μα το όραμα δείχνει να μην είναι πρόθυμο να πάρει σάρκα και οστά. Τα πόδια του Κοκίτσι δεν υπακούνε στις προσταγές των ασκήσεων. Παραμένουν αδύναμα. Καθόλου διατεθειμένα να του προσφέρουν μια νέα νίκη. Και ο Κοκίτσι σφίγγει τα δόντια. Ζητά τη βοήθεια ειδικών. Υπόσχεται στον εαυτό του πως θα ξεπεράσει το πρόβλημα. Η ψυχή του μπαίνει στον αγώνα .

 

Μα το σώμα του συνεχίζει να τον προδίνει. Και οι μέρες που τον χωρίζουν από τους νέους Ολυμπιακούς συνέχεια λιγοστεύουν. Μαζί με τις ελπίδες του για διάκριση. Η ψυχή υποχωρεί. Το νεαρό αγόρι δεν έχει που να κρατηθεί. Τα όνειρα γκρεμίζονται. Πρέπει να αντιμετωπίσει την οριστική αποτυχία. Πρέπει…; Πού να στηριχτεί αυτό το πρέπει; Ο νεαρός δρομέας προτιμά την απόλυτη εγκατάλειψη. Σ΄ ένα χαρτί γράφει «Δεν μπορώ πια να τρέξω!» και μ΄ ένα ξυράφι κόβει το λαιμό του. Το σώμα του πεθαίνει. Η ψυχή του το είχε πιο πριν εγκαταλείψει.

 

 

Η πίκρα της απώλειας

Επτά μήνες, πάνω-κάτω, πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Η Αυστραλή Ντον Φρέιζερ προπονείται με κέφι και απόλυτο έλεγχο του σώματός της. Θέλει –και είναι σίγουρη πως μπορεί να το πετύχει– να πάρει για τρίτη συνεχή φορά το χρυσό μετάλλιο στα 100 μέτρα ελεύθερης κολύμβησης. Έχει ξεκινήσει το πιο συνετό πρόγραμμα προπονήσεων και προσέχει με σχολαστική λεπτομέρεια τις δυνάμεις του οργανισμού της.

 

Μια ζωή μετρημένη δίπλα στην οικογένειά της. Σπίτι, κολυμβητήριο και ελάχιστες διασκεδάσεις. Μόνο κάποιοι περίπατοι. Μαζί με τη μητέρα και την αδελφή της. Με το αυτοκίνητο να φτάνουν σε γραφικές εξοχές. Κι εκεί απλές βόλτες, απλές κουβεντούλες της προσφέρουν τη χαλάρωση. Και τότε συνέβη το απρόσμενο. Μια σύγκρουση. Μια απρόσεχτη στιγμή. Μια κακιά στιγμή.

 

Μέσα από το στραπατσαρισμένο αυτοκίνητο ανασύρουν νεκρή τη μητέρα, βαριά τραυματισμένη την αδελφή, βαριά –στο λαιμό– τραυματισμένη και την ίδια. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν βουτηγμένες στην πιο πηχτή πίκρα. Να κλάψει ποιον και τί! Ποιον να σκεφτεί πρώτον και ποιον δεύτερο; Τη μητέρα, τα όνειρα, την αδελφή… Τον ίδιο της τον εαυτό; Άραγε θα μπορούσε κάποια στιγμή στο μέλλον, όχι να κολυμπήσει και πάλι, αλλά έστω και απλά και μόνο να περπατήσει;

 

Όνειρα στα νοσοκομεία

Μα ακόμα και στα κρεβάτια των νοσοκομείων μπορούν να εισβάλουν τα όνειρα. Και να πάρουν τη μορφή μιας μητέρας που χαμογελά και δίνει κουράγιο. Μιας μητέρας… Μια νεκρής μητέρας. Η Ντον Φρέιζερ ξυπνά ένα πρωί και έχει σφιχτά τα δόντια. Ο μόνος δρόμος που της μένει είναι ένας και μόνο, ο δρόμος της νίκης. «Θα νικήσω, μανούλα», ίσως και να ψιθύρισε εκείνο το πρωινό, επτά πάνω-κάτω μήνες πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων. Θα νικήσω μανούλα!

 

 

Νίκησε. Το τρίτο της χρυσό μετάλλιο κρεμάστηκε στο λαιμό της. Σ΄ ένα λαιμό που

δεν είχε αποδεχτεί το σπάσιμό του. Στο Τόκιο πάντα, στο Τόκιο το 1964, και ο Βαλερί Μπρούμελ κερδίζει το χρυσό μετάλλιο στο ύψος. Αθλητής με δυνατότητες και μέλλον. Αθλητής που δε σταματά στο ένα θρίαμβο. Συνεχίζει. Συνεχίζει…

 

Μετά από ένα χρόνο, σε μια μέρα ξεγνοιασιάς… Ίσως και έρωτα. Με μια συναθλήτριά του.

Δυο νέοι άνθρωποι τρέχουν πάνω σε ένα μότο κρος. Γελάνε. Χαίρονται τον άνεμο που τους χτυπά τα πρόσωπα, τον άνεμο που ενώνει τις ανάσες τους. Κι έπειτα μια αδέξια κίνηση, ένας λάθος χειρισμός και ένας τοίχος διακόπτει την κεφάτη πορεία. Διακόπτει μια καριέρα.

 

Το πόδι του Βαλερί σχεδόν αποκόπτεται από το υπόλοιπο σώμα του. Οι μέρες που ακολουθούν θα είναι μέρες πόνου. Οι μέρες που ακολούθησαν τις πρώτες μέρες θα είναι μέρες μοναξιάς. Όταν πάψεις να είσαι αστέρι, κανείς δε σε θυμάται. Μένεις μόνος. Για να θυμάσαι το γέλιο μέσα στον άνεμο και το λάθος μιας απρόσεχτης στιγμής. Ο Βαλερί πιστεύει πως όλα πια έχουν τελειώσει. Πως –γιατί όχι;– το μόνο που του μένει είναι να αφεθεί στο απόλυτο βύθισμα.

 

Ένα γράμμα που τα άλλαξε όλα

Στην παράδοση και στην αποδοχή της οριστικής ήττας. Και τότε έρχεται ένα γράμμα. Σταλμένο από τον άνθρωπο που πριν από ένα χρόνο είχε νικήσει, που εκείνος τον είχε αφήσει στο πιο κάτω βάθρο. Τζον Τόμας, το όνομά του. Ας το θυμόμαστε. Το γράμμα μιλούσε για το κουράγιο που πρέπει να έχει ένας που αξιώθηκε μια χρυσή νίκη. Για την πίστη στις δυνάμεις του. Για τη βεβαιότητα πως το μέλλον αυτός, ο ίδιος πάντα το σχεδιάζει… Για τέτοια μιλούσε το γράμμα.

 

Κι ο Βαλερί δάκρυσε. Πρώτα δάκρυσε και μετά σκούπισε τα μάτια του. Το κρεβάτι του φάνηκε πολύ στενό, πολύ κοντό. Αυτός είχε μάθει να φτάνει σε πιο υψηλά σημεία. Είχε μάθει και δεν το είχε ξεχάσει. Δεν έπρεπε να το ξεχνούσε. Δεν το ξέχασε. Μετά από τέσσερα χρόνια βρέθηκε και πάλι στους στίβους. Για μια και μόνη φορά. Και πήδησε. 2,11 μέτρα.

 

Πότε και κανένα κρεβάτι δεν είναι τόσο υψηλό. Κάποιοι είπανε πως μέσα στη φανέλα που φορούσε είχε διπλωμένο ένα χαρτί. Ένα γράμμα που μιλούσε για την ελπίδα, την πίστη. Τη δύναμη. Την ανθρώπινη συμπαράσταση που ξυπνά τη δύναμη της ψυχής. Στο Τόκιο, τότε. Στα 1964. Οι άνθρωποι που στήνουν καριέρες. Οι νικητές και οι νικημένοι. Αθλητές της ζωής. Στο Τόκιο, τότε. Σε όλον τον κόσμο, για πάντα.

 

www.slpress.gr 20/06/2021