Pages

18.8.21

Ολυμπιακοί Σεντ Λούις 1904: Ο θρίαμβος της θέλησης

 

Σεντ Λούις, 1904. Ο Αμερικανός Τζορτζ Άιζερ, αν και με ένα ξύλινο πόδι, κατακτά στις γυμναστικές ασκήσεις πέντε μετάλλια: δύο χρυσά, δύο ασημένια κι ένα χάλκινο. Διπλή αφή. Έκλεινε τα μάτια, έσφιγγε τα βλέφαρα και άπλωνε τα χέρια του να φτάσουν μέχρι τις κνήμες του. Οι δυο παλάμες αγγίζανε η καθεμιά τους κι από ένα πόδι.

Και τότε ήταν που ανατρίχιαζε. Δυο διαφορετικές αφές. Από τη μια το θερμό του δέρματος και από την άλλη το άψυχο του ξύλου. Από τη μια η ανταπόκριση, από την άλλη η απουσία.
Ανατρίχιαζε. Τα μάτια πάντα κλειστά, τα βλέφαρα πάντα σφιχτοκλεισμένα και μετά τα δάκρυα να ξεφεύγουν από τα ματοτσίνορα και να κυλάνε πάνω στα άτριχα μάγουλα, να φτάνουν στην άκρη των χειλιών…

Δάκρυα πικρά, αλμυρά, στυφά… Και την ίδια τη στιγμή, και πάντα πίσω από τα κλειστά βλέφαρα, να ξετυλίγονται οι εικόνες που φέρανε τον πόνο, το αίμα, τον ακρωτηριασμό.
Εικόνες ασύνδετες μεταξύ τους. Στιγμές από το ατύχημα, στιγμές από το νοσοκομείο, στιγμές από την ώρα της αποκάλυψης, στιγμές από τις ώρες της αγρύπνιας και του τρόμου. Στιγμές αδικίας. Στιγμές που οδηγούσαν στην παραίτηση.

Η αντίθεση του σώματος

Είχε κλειστεί στον εαυτό του. Δεν ήθελε κανένα να βλέπει, κανένας να τον επισκέπτεται. Τίποτε δεν ήθελε να κάνει. Μόνο να κάθεται και να κλείνει τα μάτια, να απλώνει τα χέρια, να αγγίζει τα δυο του πόδια και να υποκύπτει στην τραγικότητα της διπλής αφής. Έτσι περνούσανε οι μέρες, οι μήνες… Τα χρόνια. Κάπως έτσι περνούσανε. Χάιδευε τις δυο του κνήμες. Ανάπνεε. Ζούσε. Εκεί πάντα, σε μια καρέκλα.

Μα όσο χάιδευε τα δυο διαφορετικά πόδια, σιγά σιγά άρχισε να αισθάνεται πως και τα δυο ήταν το ίδιο δικά του. Από τη μια υπήρχε το ένα, με τη ζωντάνια της θερμοκρασίας του, με τις απαιτήσεις του δέρματος, με τα μηνύματα άλλοτε του πόνου, άλλοτε του κρύου ή της ζέστης.
Και από την άλλη, το άλλο. Απόλυτα αυτό δοσμένο στην ουδετερότητα του ξύλου. Το άλλο που δεν κρύωνε, δεν πονούσε, δε ζεσταινότανε, δεν κουραζόταν, δεν ανατρίχιαζε.

Αλλά η παλάμη του το άγγιζε. Το χάιδευε. Η παλάμη ήθελε να το κάνει σύντροφό της. Ήθελε να μοιραστεί μαζί του συναισθήματα και αισθήσεις. Το ξύλινο πόδι γινότανε σιγά-σιγά ένα δικό του μέλος. Μέρος του σώματός του. Και είχε πια τολμήσει και να το κοιτά. Να το παρατηρεί. Να το συγκρίνει με το άλλο. Δυο πόδια. Και τα δυο δικά του. Τί τραγική εικόνα! Αλλά ήταν η εικόνα του δικού του κορμιού.

Η αφή του δέρματος και του ξύλου

Δεν μπορούσε να ζει μισώντας ένα μέρος του σώματός του. Δεν το άντεχε. Κι άρχισε έτσι να αγαπά και το ξύλινο πόδι του. Να το νοιάζεται. Να το φροντίζει. Να του μιλά. Μέχρις ότου άκουσε κι εκείνο πια να του στέλνει το δικό του το μήνυμα. Να του λέει πως κι αυτό μέλος του δικού του κορμιού ήταν. Πως κι αυτό συμμετείχε στις λειτουργίες της κίνησης. Περπατούσε. Ήθελε πια να βγαίνει έξω. Να βλέπει τον κόσμο, να αφήνει τα μάτια των άλλων να πέφτουν πάνω στο ξύλινο πόδι του.

Δεν ντρεπότανε γι’ αυτό. Δεν το μισούσε. Το αγάπαγε. Το έδειχνε. Και μετά άρχισε να το τιμά. Κατάλαβε τι του χρωστούσε. Κι ένα βράδυ ζήτησε από τα άλλα μέλη του σώματός του να αποδεχτούνε την ισότιμη παρουσία ανάμεσά τους κι εκείνου. Από σάρκα όλα τα άλλα, ξύλινο αυτό. Λοιπόν, δεν είχε καμιά σημασία. Ήταν, πρέπει να ήταν ισότιμό τους. Εκείνο το βράδυ αφέθηκε στα παιχνίδια της σάρκας. Γεύτηκε τους σπασμούς της. Οσμίστηκε τις μυρωδιές της. Και μπόρεσε να συνταιριάξει την αφή του δέρματος με την αφή του ξύλου.

Ένα πια σώμα, το δικό του. Μια ηδονή, η δικιά του. Μια προσωπικότητα. Εκείνος. Αλλά ό,τι συνέβη εκείνο το βράδυ, ήταν κάτι που έγινε μέσα στο δωμάτιό του. Μια υπόθεση πολύ προσωπική. Δεν έπρεπε μόνο τέτοια να μείνει. Την άλλη κιόλας μέρα το αποφάσισε.
Αυτό το καινούργιο του σώμα θα έπρεπε να βγει και προς τα έξω για να κραυγάσει την ολότητά του. Την απόλυτη, την πλήρη συνεργασία.

Μια τέλεια έκφραση νίκης

Κι έτσι ξεκίνησε να ονειρεύεται ένα θρίαμβο. και μπήκε στην τροχιά πραγμάτωσής του. Μόχθησε πολύ. Πόνεσε πολύ. Ίδρωσε, μάτωσε, έκλαψε. Νικούσε και έχανε. Προσπαθούσε.
Έπρεπε να ξαναγεννήσει το σώμα του. Θα το πετύχαινε. Ήθελε έτσι να γίνει. Αυτό λαχταρούσε. Και διάλεξε να γίνει η τελική δοκιμασία σε μια στιγμή όπου αγωνίζονται τα πιο τέλεια κορμιά, σε μια περίοδο όπου συναγωνίζονται πρωταθλητές.

Στάθηκε ανάμεσά τους. Δεν δείλιασε. Πίστευε. Είχε νικήσει. Το τελευταίο βράδυ της γιορτής ήταν που διάλεξε για να μείνει και πάλι μόνος μέσα στο δωμάτιο και να επαναλάβει εκείνη την παλιά δοκιμασία. Έκλεισε τα μάτια, σφράγισε τα βλέφαρα, έφερε τις παλάμες του να αγγίξουν τις κνήμες. Από τη μια το μήνυμα της σάρκας. Από την άλλη η αφή του ξύλου.

Δεν έκλαψε. Ανατρίχιασε όμως. Και μετά χαμογέλασε. Γιατί ξαφνικά κατάλαβε πως είχε μέσα στον εγκέφαλό του κλείσει τη μνήμη από τις δυο αφές, του δέρματος και της φλούδας. Μια απόλυτη κυκλική έκφραση ζωής. Μια πληρότητα. Εκείνος. Μια τέλεια έκφραση νίκης.