Pages

6.11.21

Ο Γιώργος Βέης για το "Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας"


 

Γράφει ο Γιώργος Βέης

 (Βιβλιοδρόμιο, 6/11/2021) 

 

Οι μεταξύ των δημιουργών λόγου ιδιαζόντως ευρηματικοί εκείνοι είθισται, ως γνωστόν στην ευρύτερη διεθνή αισθητική σκηνή, να επεμβαίνουν ενίοτε στις παρακαταθήκες του μυθικού, προκειμένου να προσαρμόσουν τα ήδη υπάρχοντα τιμαλφή δεδομένα στις απαιτήσεις των δικών τους νεωτερικών κατά κανόνα κειμενικών δομών. Πολλές φορές δεν διστάζουν να «πειράξουν», εκτός όλων των άλλων, και τη δεδηλωμένη φύση του τραγικού. Η φύση της τραγωδίας ευνοεί άλλωστε στην πράξη όχι μόνον ενοφθαλμισμούς αλλά και ολικές αναπλάσεις. Η παράδοση αναδεικνύεται έτσι ως να ήταν η ζώσα υπερ-ύλη. Ανάμεσα στους πρώτους διδάξαντες συγκαταλέγεται βεβαίως, όπως έχει προ αιώνων αποδειχθεί, και ο ημέτερος Ευριπίδης.

    Σπεύδω να θυμίσω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ενδεικτικά: «Ο Ορέστης, ένα λαμπρό έργο, αλλά γεμάτο μηχανορραφίες και κακεντρέχεια, συχνά θεωρείται ότι αντανακλά την πικρία του Ευριπίδη  την εποχή που ετοιμαζόταν να φύγει από την Αθήνα στο τέλος της όχι και τόσο σπουδαίας σταδιοδρομίας του, καθώς πλησιάζει το τέλος του πολέμου με τη Σπάρτη. Ο συγγραφέας έκοβε και έραβε τους μύθους εντελώς ελεύθερα, χωρίς τον παραμικρό σεβασμό στην παράδοση –  «η ιστορία δεν απαντά πουθενά αλλού», λέει η αρχαία εισαγωγή - και παρουσιάζει μορφές του ηρωικού μύθου με καθόλου κολακευτικό τρόπο – «Όλοι είναι φρικτοί», συνεχίζει, «εκτός από τον Πυλάδη». «Τρελή», αποκαλεί αυτή την αξιολόγηση ο William Arrowsmith: «η πικρία είναι ακαταπράυντη, ο εφιάλτης διάχυτος», D. Greene και R. Lattimore (επιμ.), The Complete Greek Tragedies:Euripides IV (Σικάγο, 1958), 108 (βλ. Οι Έλληνες και ο ελληνικός έρως, μια ριζοσπαστική επανεκτίμηση της ομοερωτικής φιλίας στην αρχαία Ελλάδα, μετάφραση: Λύο Καλοβυρνάς, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2019).

      Αυτός ακριβώς ο Ορέστης, στην εξαίρετη μάλιστα μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πατάκη το 2008,  συνιστά τη μία από τις δύο σταθερές κειμενικές βάσεις του προκείμενου άρτια επεξεργασμένου μυθιστορήματος. Εξομολογείται, αυτο-ψυχαναλύεται, ωριμάζει μέσα στο δάσος των συμβόλων. Ο ίδιος μάλιστα ο τραγικός ήρως αποδελτιώνει τις ψηφίδες του φαντασιακού, προκειμένου να φτάσει εν τάχει στο πραγματικό. Ήτοι στη μητροκτονία και στα παρεπόμενά της. Η ομολογουμένως συναρπαστική αφήγηση δεν παραλείπει να φωτίσει σε κρίσιμες στιγμές την αιμομικτική σχέση, η οποία προφανώς τον συνδέει με την Ηλέκτρα, την αδελφή του. Παραπέμπω απλώς εξ όνυχος: «Ενηλικιωνόμουνα  - βίαια και πρόωρα! Κι άλλωστε, κάποια στιγμή βρέθηκα μέσα στην απαιτητική αγκαλιά της Ηλέκτρας…Τώρα, πια, λέω πως μέσα σ΄ εκείνη την αγκάλη καταβυθίστηκα…Και από αγόρι έγινα νεανίας!(σε.113).  Και αργότερα στη σελ. 202, διαβάζουμε: «‘Ηλέκτρα’, πρέπει να συλλάβισα. Αναγνώριζα στα χαρακτηριστικά γυναίκας στεγνής το πρόσωπο νεάνιδος που το φλόγιζε ένα πάθος; ‘Αδερφέ μου… Δικέ του γιε… Σύντροφε στους εφιάλτες και στα όνειρά μου… Των παθών μου ηγέτη… Νέε άνακτα των Μυκηνών!...’ Με αυτή τη σειρά οι λέξεις και οι προτάσεις που βγήκαν από το στόμα της και ίσα που τις ακούμπησαν τα κίτρινα δόντια της». Συγκρατώ ότι κι εδώ τα αποσιωπητικά είναι πολύ χρήσιμα, επειδή «συμβάλλουν στην ψυχανάλυση του στίχου» κατά τον Γκαστόν Μπασελάρ.

     Ομοίως προβάλλεται, περισσότερο διακριτικά η ερωτική σχέση, η οποία τον συνδέει με τον ιδιαιτέρως προσφιλή του Πυλάδη. Διακρίνω τα εξής χαρακτηριστικά: «Ο Πυλάδης άπλωσε το χέρι του. Μέσα στα δάχτυλά μου έκλεισα τα δικά του[. . .] Μα ο Πυλάδης με άγγιξε στον ώμο» (βλ. σσ. 150 και 174 αντίστοιχα). Τον λίαν ευδιάκριτο δεύτερο κειμενικό πυλώνα συνιστά η τριτοπρόσωπη αφήγηση της Κλυταιμνήστρας. Η παρουσία της στο διηγητικό πλαίσιο ρυθμίζεται από την ορμή προς τη ζωή και ό, τι την χαρακτηρίζει περισσότερο: δηλαδή η ροπή για απόλαυση και η ροπή για εξουσία. Ο λεκτικά πολύπειρος συγγραφέας μας προσφέρει μιαν εναργή βασίλισσα του πόθου. Ο έρωτας είναι σχεδόν πάντα ανεκπλήρωτος βέβαια. Εξ ου και η πορεία προς το άλλο άκρο, τον θάνατο. Ήδη από τη σελίδα 63 η Κλυταιμνήστρα οσμίζεται φόνο: είναι κατά λέξη: «η οσμή του ψοφιμιού που η ανάσα του Αγαμέμνονα έστελνε στα ρουθούνια της». Η ίδια ακριβώς οσμή την ερεθίζει και στην εμφανώς κρίσιμη σελ. 170. Η οσμή διαβρώνει το ήθος. Οι διακριτές παραλλαγές, τις οποίες κομίζει το μυθιστόρημα αυτό, με τυπική επιμέλεια στο γλωσσικό πλαίσιο, συναποτελούν τα αίτια και τα αιτιατά της ομολογούμενης επιτυχίας του. Ο κανών επαληθεύεται λοιπόν: «H τέχνη δεν είναι το τίθεσθαι – εν- έργω της αλήθειας αλλά το τίθεσθαι – εν- γυμνώ του έργου. Ούτε μίμηση ούτε αναπαραγωγή ούτε αντίγραφο, αλλά η πλέον γενική των ιδεών μέσα στο πλέον ενικό των σωμάτων» (βλ. Φεντερίκο Φερράρι- Ζαν -Λυκ Νανσύ, Nus sommes, (Γυμνοί είμαστε), Βρυξέλλες 2002, σ. 75, 115, 134, βλ. περιοδικό αληthεια, τχ. 7,s. 139, εκδόσεις Πατάκη, Άνοιξη 2013).