Pages

18.3.22

Γιάννης Μακριδάκης "Τα απόνερα της Σοφίας"

 

Γιάννης Μακριδάκης

«Τα απόνερα της Σοφίας»

Εκδόσεις της Εστίας

                             

Αν και πολυγραφότατος ο Γιάννης Μακριδάκης καταφέρνει σε κάθε του βιβλίο να υπάρχει ένα εντελώς ξεχωριστό εύρημα -κέντρο ανάπτυξης της ιστορίας του- ενώ παράλληλα έχει δημιουργήσει το δικό του συγγραφικό σύμπαν -ένα νησί στο οποία τα διάφορα εκεί τεκτενόμενα αντανακλούν καταστάσεις της ελληνικής πραγματικότητας.

Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως ο Μακριδάκης καταγράφει την σημαντική είδηση μετατρέποντάς την σε μυθιστόρημα και με αυτό τον τρόπο προσφέρει στην επικαιρότητα το βάθος μιας λογοτεχνικής υπόστασης.

Το τελευταίο μυθιστόρημά του έχει μια γεύση ψυχολογικού θρίλερ και παράλληλα στηρίζει τη λύση του σε πρόσφατες κοινωνικές συνθήκες έτσι όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί από την ύπαρξη του covid19.

Αφηγητής ο Ζαχαρίας Μελιτάκης, ένας νέος άνδρας που έχει σπουδάσει γεωπονική και ο οποίος κατάγεται από ένα νησί. Εκεί, ο από την πλευρά της μητέρας παππούς, του έχει κληροδοτήσει ένα μεγάλο κτήμα και είναι το μέρος όπου για χρόνια -από τον καιρό που ο Ζαχαρίας ήταν παιδί- περνούσε οικογενειακώς τα καλοκαίρια του.

Ο πατέρας του είναι ναυτικός με ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα, αλλά και με μια έντονη τάση παρέμβασης στη διαμόρφωση του μέλλοντος των παιδιών του.

Κάποιο, λοιπόν, καλοκαίρι καταφέρνει να ‘φυτεύσει’ στον έφηβο Ζαχαρία την ιδέα πως θα άξιζε μεγαλώνοντας να γίνει συγγραφέας. Είναι μια ιδέα που βρίσκει πρόσφορο έδαφος να καρπίσει μιας και ο νεαρός είναι μέσα στην θλίψη και σε μια έντονη έλλειψη αυτοεκτίμησης μετά από μια ερωτική απογοήτευση.

Αλλά καθώς τα χρόνια θα περνούν όλοι θα έχουν ξεχάσει εκείνη τη παρέμβαση του πατέρα, ο Ζαχαρίας θα τελειώσει τη Γεωπονική και θα αποφασίσει να περάσει μόνος ένα διάστημα στο κτήμα, προσπαθώντας μάλιστα να το καλλιεργήσει.

Τότε όμως θα συμβεί ένα γεγονός που θα αλλάξει όλη του τη ζωή.

Ένας εκδοτικός οίκος θα του τηλεφωνήσει για να τον ενημερώσει πως δέχεται να του εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων που τους είχε προτείνει.

Το ζήτημα, όμως είναι πως ο ίδιος ο Ζαχαρίας δεν είχε καταθέσει προς έγκριση κανένα έργο του, αφού άλλωστε τίποτε δεν είχε γράψει και το όποιο σχέδιο να γίνει συγγραφέας θεωρούσε πως ήταν μια εφηβική του αντίδραση.

Τί ακριβώς έχει συμβεί; Ποιος είναι εκείνος που έχει θελήσει να καθοδηγεί έναν άνθρωπο και μέσα από αυτόν να βιώνει το όνειρο που ο ίδιος δεν είχε αποφασίσει -ή και τολμήσει- να πραγματώσει;

Πάνω σε αυτόν τον βασικό καμβά, ο Μακριδάκης σχεδιάζει με λεπτές όσο και λεπτομερείς καταγραφές ενδοοικογενειακές σχέσεις, προσπάθειες γονεϊκών ελέγχων, επιδερμικές όπως καταναλωτικές κοινωνικές συναναστροφές και στήνει μια πλεκτάνη ενός ψυχολογικού θρίλερ, ενώ παράλληλα τοποθετεί απέναντι σε αυτήν την αγχωτική κατάσταση, την ηρεμία και τον πλούτο συναισθημάτων που η Φύση μπορεί να προσφέρει.

Ενδιαφέρουσα γραφή -λυρική άλλοτε, άλλοτε αυτοσαρκαστική, πολύ συχνά σκληρή. Πάντα χειμαρρώδης.

«Σε λίγο είχα πάρει την απόφασή μου. Είχα μεγάλη ανάγκη εκείνη την περίοδο να επικοινωνήσω με άλλα πλάσματα μάλλον και όχι πλέον με τους ανθρώπους. Να αποκτήσω σχέσεις αληθινές και ειλικρινείς, όχι πια υποκριτικές και βασισμένες πάνω σε ένα ζωτικό και θεμελιώδες ψεύδος» (σελ. 194)

 

(480 λέξεις)

Bookpress , 18/3/2022

13.3.22

Μαρία Δριμή "Ρωγμή στον τοίχο"

 

Η Μαρία Δριμή, με σπουδές στη Φιλολογία, αλλά και στην Ιατρική (την οποία και επέλεξε ως επάγγελμά της), ενώ παράλληλα έχει διακριθεί και στη συγγραφή θεατρικών έργων, έδωσε τώρα στην κυκλοφορία το πρώτο της βιβλίο -μια νουβέλα με τον τίτλο «Ρωγμή στον τοίχο»

Χαίρομαι ιδιαίτερα όταν πέφτει στα χέρια μου το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα και δεν μπορώ να το αφήσω από τα χέρια μου.

Και αυτό είναι που μου συνέβη με τη νουβέλα αυτή.

Πρόκειται για ένα κείμενο που συνδυάζει τη απλότητα της γραφής με το ξάφνιασμα μιας απρόσμενης αφήγησης.

Ο νεαρός φοιτητής της Ιατρικής Μάρκος Σελαβής, διαπιστώνει την ύπαρξη μιας ρωγμής σε μεσοτοιχία του διαμερίσματός του με διαμέρισμα διπλανής πολυκατοικίας. Στην αρχή δε δίνει σημασία, αλλά καθώς η ρωγμή ολοένα και γίνεται πιο μεγάλη, αποφασίζει να επισκεφθεί τους ενοίκους του διπλανού κτηρίου.

Η επίσκεψή του θα είναι η αρχή μιας νέας ενατένησης της ίδιας του της ύπαρξης.

Οι άνθρωποι που θα γνωρίσει, ο τρόπος ζωής τους και το μυστικό που κρύβουν θα είναι η αφορμή ο ίδιος να δει με άλλον τρόπο το παρελθόν του και να θελήσει κάποια στιγμή όλη αυτήν την εμπειρία του να τη γράψει με τη μορφή μιας νουβέλας.

Το έργο του θα το υποβάλει προς έκδοση σε ένα εκδοτικό οίκο και ο εκδότης καθώς θα διαβάσει το χειρόγραφο, θα επανεξετάσει και αυτός το δικό του παρελθόν.

Μια ιστορία μέσα σε μιαν άλλη και όλες τους λες και είναι ιδωμένες μέσα από μια ρωγμή σε ένα τοίχο που από τη μια δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσεις  τις ζωές των άλλων και από την άλλη να κατανοήσεις τη δική σου.

Τελικά μια  ρωγμή σε ένα τοίχο -ίσως αυτό να είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο.

Ένα κείμενο που το γράφει κάποιος και ενώ νομίζει πως καταγράφει τις ζωές των ηρώων που ο ίδιος έπλασε, στην ουσία οδηγείται στο να διακρίνει λεπτομέρειες της δικής του προσωπικότητας.

Ναι, μια τέτοια ρωγμή για τον συγγραφέα είναι το κείμενο του. Αλλά την ίδια στιγμή ρωγμή είναι και για τον αναγνώστη. Γιατί καθώς αυτός διαβάζει για τις ζωές των άλλων, αργά , αργά δημιουργεί μια δική του εσωτερική ρωγμή από την οποία θα μπορέσει -ίσως- να περάσει κάτι πολύ δικό του, κάτι που για χρόνια,  για μια ζωή ήταν κρυμμένο.

Αυτό είναι το θέμα αυτής της νουβέλας και είναι πολύ θετικό για το ταλέντο της νέας συγγραφέα που μια τόσο σύνθετή άποψη, καταφέρνει να την υλοποιήσει με ένα λόγο απλό, και με μικρά, καθημερινά όσο όμως και συμβολικά ευρήματα.

Διέκρινα -όχι στη γλώσσα- αλλά στη δομή της νουβέλας ένα θεατρικό σκελετό. Στην ουσία έχουμε πεζογράφημα δωματίου, που εύκολα μπορεί κανείς να το φανταστεί να παίρνει τη μορφή θεάτρου δωματίου.

Τα δυο επίπεδα αφήγησης -η προς έκδοση νουβέλα και οι αντιδράσεις του εκδότη- είναι διαφορετικά μεταξύ τους.

Το πρώτο γραμμένο σε άμεση, σχεδόν προφορική αφήγηση είναι αυτό που δίνει περισσότερο της αίσθησης ενός θεατρικού έργου.

Το δεύτερο, σε μια τριτοπρόσωπη αυτό αφήγηση, λες και κρατά το ρόλο του θεατή -ενός θεατή που παρακολουθεί τα ‘επί σκηνής’ διαδραματιζόμενα.

Και τα δυο δείχνουν την ικανότητα της Μαρίας Δριμή να χειρίζεται με άνεση τη γλώσσα και μέσω αυτής να διαχειρίζεται τον τρόπο υλοποίησης του θέματός της.

 

 (520 λέξεις)

Περί Ου 912.3.2022

 

 

 

10.3.22

Ντομένικο Σταρνόνε "Τα κορδόνια"

 

Ντομένικο Σταρνόνε

«Τα κορδόνια»

Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου

Εκδόσεις Πατάκη

 

Το μυθιστόρημα «Τα κορδόνια» είναι το τρίο έργο του Ντομένικο Σταρνόνε  που κυκλοφορεί στη χώρα μας.

Κι όμως ο συγγραφέας αυτός δεν θεωρώ πως έχει προσεχθεί στο  βαθμό που θα του άξιζε από το ελληνικό κοινό.

Ίσως γιατί -τουλάχιστον σε αυτή τη σκέψη με οδήγησε η ανάγνωση τούτου του πρόσφατα μεταφρασμένου στα ελληνικά μυθιστορήματος- ο συγκεκριμένος συγγραφέας διαθέτει έναν τρόπο αφήγησης όπου το απλό μπορεί να θεωρηθεί από κάποιους ως τετριμμένο και ο ρεαλισμός ως κοινοτυπία, ενώ την ίδια στιγμή ο σαρκασμός κρύβει από πίσω του την κοινωνική κριτική και η όλη δομή του έργου αντιστρατεύεται την εφησυχασμένη ανάγνωση.

Ο Ντομένικο Σταρνόνε γεννήθηκε στην Νάπολη το 1943, αλλά ζει στη Ρώμη. Έχει γράψει 13 βιβλία, ένα από αυτά (κυκλοφορεί κι αυτό στα ελληνικά) έχει κερδίσει σημαντικό ιταλικό βραβείο. Ως βασική βιοποριστική του απασχόληση υπήρξε η συγγραφή σεναρίων και η δημοσιογραφία.

Παρόμοια, σχεδόν, και η ζωή του κεντρικού ήρωα στο μυθιστόρημα αυτό -και ίσως αξίζει να το λάβει υπόψιν του ο αναγνώστης.

Ο Άλντο κάπου μέσα στη δεκαετία του ’60 παντρεύτηκε τη Βάντα. Κι οι δυο ζούσανε στην Νάπολη.

Εκείνος με συμβατικές πανεπιστημιακές σπουδές, ονειρευότανε με ασαφείς σχεδιασμούς να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στα νεοεμφανιζόμενα κοινωνικά και πολιτιστικά συμβάντα που θα τύχαινε να συναντήσει στα μελλοντικά του χρόνια -λίγο πολύ ένας μέσος νεαρός άντρας εκείνης της εποχής.

Εκείνη, σχεδόν συνομήλική του, από τη μια δεν θα θέλει να αποκοπεί από την παραδοσιακή τοποθέτηση της γυναίκας μέσα σε ένα γάμο και από την άλλη με μια αχώνευτη προοδευτικότητα προσπαθεί να υποστηρίξει την αμφισβήτηση της κυριαρχίας του συζύγου μέσα στην οικογένεια.

Θα ζήσουν μέσα σε μια επιφανειακή γαλήνη για δεκατέσσερα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων θα αποκτήσουν και δυο παιδιά. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι.

Τότε ο Άλντο θα αισθανθεί πως ο πατροπαράδοτος ρόλος πατέρα και συζύγου τον πνίγει και στο πρόσωπο μιας νεαρής γυναίκας θα αναζητήσει την ελευθερία του, την ίδια στιγμή που με τον αταβισμό ακριβώς αυτού του ίδιου του ρόλου θα πιστεύει πως η αποχώρησή του από το πληκτικό οικογενειακό περιβάλλον  θα είναι και πρόσκαιρη όσο και συγχωρητέα.

Κάτι που ασφαλώς και η Βάντα όχι μόνο δεν έχει πρόθεση  να το αποδεχτεί, αλλά και οι αντιδράσεις της θα είναι έντονες όσο και ως ένα βαθμό μικροπρεπείς.

Η σχέση διαταράσσεται, όχι όμως και ο γάμος. Κανένας από τους δύο δεν είναι ικανός να εφαρμόσει ολοκληρωτικά τις αξίες εκείνες που ενώ μέσα στη δική τους γενιά εμφανίστηκαν, από τη δική τους επίσης γενιά δεν υποστηρίχτηκαν πλήρως.

Ο θεσμός της οικογένειας  θα εξακολουθήσει να επιβάλλεται. Ο Άλντο, έχοντας σε ένα βαθμό αναγνωριστεί κοινωνικά και καλλιτεχνικά, επιστρέφει* η Βάντα κυριαρχεί στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους. Θα έχουν πλέον μετακομίσει στη Ρώμη.

Η κοινωνική άνοδος σε απόλυτη σύμπνοια με την οικογενειακή συμβατικότητα -ότι, δηλαδή, μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως υπήρξε το αποτύπωμα πολλών ανδρών και γυναικών που ένωσαν τις μοίρες του μέσα στα χρόνια μιας εποχής που σε ένα μεγάλο βαθμό αυτοπροδόθηκε.

Αλλά υπήρχαν και τα δυο παιδιά- εκπρόσωποι μιας νέας εποχής και  που μαζί τους θα κάνει τα πρώτα του βήματα ο νέος αιώνας.

Τα δυο παιδιά -ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, υπενθυμίζω- ενώ θα υποστηρίζουν, το καθένα με τον τρόπο του και τη δική του ιδιοσυγκρασία, τις νέες απόψεις περί γάμου και οικογένειας,  παράλληλα θα ασφυκτιούν από τις οικογενειακές στρεβλώσεις του παρελθόντος κάτω από τις οποίες έζησαν.

Η απροσδόκητη οικογενειακή έκρηξη που θα ακολουθήσει απλώς και μόνο θα αμφισβητήσει το σκηνικό του μεσοαστικού διαμερίσματος της Ρώμης. Η εφαρμογή του οτιδήποτε νέου επαφίεται σε επόμενες γενιές.

Αυτό σε γενικές γραμμές είναι το πλάνο πάνω στο οποίο ο Σταρνόνε έστησε το γεμάτο αφηγηματικά τεχνάσματα μυθιστόρημά του. Το δόμησε σε τρία μέρη, όπου στο καθένα και ένα άλλο πρόσωπο φωτίζει με τον δικό του τρόπο το παρελθόν και προβληματίζεται για το παρόν.

Η αφήγηση δείχνει να έχει μια απλότητα. Αλλά την ίδια στιγμή η απλή προσωπική εξομολόγηση κάθε αφηγητή διαπερνά το κλίμα μιας εποχής και κριτικά στέκεται απέναντί της.

Ένα μυθιστόρημα που συχνά σε κάνει να χαμογελάς. Συχνά σου δημιουργεί την εντύπωση πως σε έχει οδηγήσει στα ενδότερα της μεσοαστικής τάξης. Αλλά στο τέλος μένεις με ένα πικρό προβληματισμό- αυτό που σε διακατέχει  όταν ακούς την συνειδητοποιημένη αυτοκριτική κάποιου γνωστού και φίλου σου.

Νομίζω πως εδώ έγκειται και η αξιοπρόσεχτη συγγραφική ικανότητα του ιταλού συγγραφέα. Να σε κάνει να πιστέψεις πως σε επέλεξε για να σου  μιλήσει για κάτι πολύ προσωπικό του.

Η ελληνική μετάφραση, με το δικό της τρόπο, υποστηρίζει κάτι τέτοιο.

 

 (730 λέξεις)

(Τα Νέα, 23/12/2021)

Μοναξιά και Μοναχικότητα

 

Απόγευμα της Καθαρής Δευτέρας και αφήσαμε -ο φίλος μου ο Μ. κι εγώ- τα άλλα μέλη των δυο οικογενειών μας να παίζουν trivial pursuit περιτριγυρισμένοι από σαρακοστιανά εδέσματα κι εμείς ξεκινήσαμε να αναζητάμε ίχνη της Άνοιξης στις όχθες του ποταμού που είχαν καεί το προηγούμενο καλοκαίρι.

-«Η δύναμη της Φύσης», ο Μ. μου έδειξε πρώιμες λευκές μαργαρίτες που περικυκλώνανε ένα τραυματισμένο από τις φλόγες δεντράκι -μάλλον κουτσουπιά θα ήταν.
-«Ναι, όλα και πάλι επανέρχονται στην πρώτη τoυς μορφή, έως ότου…», σχολίασα με μια κάπως απαισιόδοξη διάθεση.
-«Επανέρχονται…» αναστέναξε ο Μ. κι αμέσως μετά πρόσθεσε «Δυστυχώς…».
Ξαφνιάστηκα. Τόσα χρόνια φίλοι και πάντα μου πίστευα πως ο Μ. είναι από τους ανθρώπους που αγαπάνε τις διαδοχές. Κάποτε μου είχε εξομολογηθεί πως είχε αγαπήσει τον Λουντέμη από μια του φράση και μόνο…
-«Να φεύγεις από όσα νόμισες γι’ αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ’ αυτά» , του τη θύμισα. Ο Μ. χαμογέλασε.
-«Ε, μπορεί και να έφτασα…» σχολίασε.
Είχαμε αφήσει τη δημοσιά, περπατούσαμε στο νωπό χώμα κάποιου κτήματος που για χρόνια κανείς δεν είχε φροντίσει να το καλλιεργήσει.
-«Πού;» η ερώτησή μου ίσως και να έκρυβε ένα φόβο. Του συνέβαινε κάτι που δεν μου το είχε εξομολογηθεί;
-«Ας πούμε πως έφτασα σε κάποιους άλλους στίχους…», ο Μ. μισόκλεισε τα βλέφαρα καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί. «Αυτά που μ’ αρέσουν είναι η μοναξιά μου. Δεν σιμώνει κανένας. Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλιές, αλλά φρέσκες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού. Δεν σιμώνει κανένας…», οι φράσεις λες και ακουμπούσανε άλλοτε σε μικρές παροικίες πράσινων αγριόχορτων κι άλλοτε σε καμένα κλαδιά που κανείς δεν είχε φροντίσει να τα μαζέψει.
-«Δεν σε καταλαβαίνω…», είχα σταματήσει να περπατώ. Τον έπιασα από τον ώμο.
-«Α, όχι… Μην τρομάζεις! Γερός είμαι και γεμάτος νέα σχέδια… Απλώς…», δίστασε, χαμογέλασε, συνέχισε. «Είχα μάθει στους περιορισμούς λόγω της πανδημίας… Μια ευκαιρία να αποφύγω… την πολλή συνάφεια του κόσμου, τες πολλές κινήσεις κι ομιλίες…Παραφράζω τον αγαπημένο μας αλεξανδρινό» μου υπενθύμισε.
-«Γίνεσαι παράλογος… Ίσως και σκληρός…» τον αποπήρα. «Τι θα ήθελες δηλαδή; Να συνεχίζεται όλη αυτή η τραγικότητα;»
-«Μα ασφαλώς και όχι… Και το ξέρεις!», ο Μ. ίσως να πληγώθηκε που ο πιο στενός του φίλος παρερμήνευε τα λόγια του.
Μα εγώ επέμεινα. «Εγωκεντρικός τρόπος σκέψης. Επειδή σου αρέσει η μοναξιά, επιστρατεύεις αυτές τις παραδοξολογίες!»
-«Παραδοξολογίες, λοιπόν;» ο Μ. δεν έκρυψε τον εκνευρισμό του και πήρε να περπατά με πλέον ταχύ βηματισμό.
Είχα αποφασίσει να τον συνεφέρω. Χωρίς να επιταχύνω τον δικό μου ρυθμό, με δυνατή φωνή άρχισα –«Η μοναξιά δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια της συννεφένιας γκόμενας. Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών και στα παγωμένα μουσεία. Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών “καλών” καιρών και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς…».
Ο Μ. σταμάτησε να βαδίζει. Μα δεν στράφηκε προς το μέρος μου. Μπορεί οι ώμοι του κάπως να γείρανε. Κι εγώ βρήκα την ευκαιρία να συμπληρώσω. «Στίχοι της Κατερίνας Γώγου σου θύμισα …Και θες να ακούσεις και κάποιους που ακολουθούν;»
Ο Μ. τώρα είχε στραφεί προς το μέρος μου. Βαθύ το βλέμμα του. Το αγνόησα και επέστρεψα στους στίχους της Κατερίνας.
-«Η μοναξιά. Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά και μετριέται πιάτο-πιάτο μαζί με τα κομμάτια τους στον πάτο του φωταγωγού. Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά – Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά. Κάτω από όλους τους καιρούς με ιδρωμένο κεφάλι».
Ο Μ. κούνησε το κεφάλι, έκανε μια κίνηση με το χέρι.
-«Επιστρέφουμε…» πρότεινε και είχε κάτι το τελεσίδικο η χροιά της φωνής του.
Προτίμησα να μη πω τίποτε. Ίσως και να είχα φοβηθεί πως είχα γίνει κάπως σκληρός με το φίλο μου.
Αμίλητοι περπατούσαμε μέχρι το σπίτι. Οι δικοί μας είχαν ολοκληρώσει το παιχνίδι τους.
Η Καθαρή Δευτέρα τέλειωνε και ο Μ. μαζί με την οικογένειά του μας αποχαιρέτησαν.
-«Και του χρόνου…» του έσφιξα το χέρι.
-«Τα λέμε…» η δική του απάντηση.
Κι έμεινα ανάμεσα σε πιάτα με ίχνη από ταραμοσαλάτα και κουκούτσια ελιάς, να σκέφτομαι πως είχα γίνει πικρός και μάλιστα μια μέρα σαν κι αυτή… Στο νου μου ήρθαν μνήμες από άλλες Καθαρές Δευτέρες που με τον Μ. πετούσαμε χαρταετούς για να χαρούνε οι γιοι μας και, πιο παλιές ακόμα, που βοηθούσαμε τις κοπελιές της νιότης μας καθώς στρώνανε το τραπεζομάντιλο, κάτω από τα πεύκα της παραλίας του Σχινιά.
Ο ήχος μηνύματος στο κινητό μου, με έβγαλε από τις αναπολήσεις μου.
Από τον Μ. σταλμένο’ το διάβασα. «Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που αποφασίζουν μόνοι τους να ζήσουν, πληγωμένοι ή όχι, παίρνουν απόφαση τη ζωή να την περνάνε μόνοι. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι μοναχικοί. Μοναξιά – μοναχικότης , δύο δρόμοι. Ο ένας είναι εξαναγκασμός, ο άλλος επιλογή».
Έμεινα σκεπτικός. Είχε -για μια ακόμα φορά- δίκιο. Του έστειλα μήνυμα –'Ποιανού οι στίχοι;'
Με μια ενημερωτική ερώτηση βρήκα τρόπο να εκφράσω τη συγνώμη μου.
-'Όλα έτοιμα τα θες! Αναζήτησέ το στο αγαπημένο σου διαδίκτυο'- ο Μ. πάντα κρατά τον τελευταίο λόγο. Το δικαιούται άλλωστε.
Και το έψαξα -της Μαρία Σκαμπαρδώνη οι στίχοι. Δεν την ήξερα. Μα και δεν θέλησα να ζητήσω από τον Μ. να μου πει περισσότερα γιa αυτήν. Έτσι κι αλλιώς το μάθημά μου το είχα πάρει. Άλλο μοναξιά κι άλλο μοναχικότητα. Στην ουσία -όπως σε όλα σχεδόν- ο Μ. κι εγώ είχαμε παρόμοιες προτιμήσεις. Απλώς και μέσα στην πίεση των καιρών, το είχα ξεχάσει.

(890 λέξεις)

2.3.22

Η μάσκα του Καπιτάνο - ο Κωστής μακρής έγραψε στο i-porta

 

«Η μάσκα του Καπιτάνο» του Μάνου Κοντολέων-Η δική μου ανάγνωση, του Κωστή Α. Μακρή

i-porta 1/3/2022

Ο Φιλ, 14-15 χρόνων, ζει με τον παππού του.

Για την ακρίβεια, φιλοξενείται από τον παππού του· σε έναν τόπο που δεν κατονομάζεται αλλά εκεί, σε κάποιον κήπο, υπάρχει το φυτό γκουάβα (ή “γουάβα”) και υπάρχουν και κογιότ στις ερημιές. Κάτι που μάλλον δεν θα συναντήσουμε στην Ελλάδα. Το πού θα δούμε “γκουάβα” και “κογιότ”, ο συγγραφέας δεν θέλει να μας πει.

Ο παππούς είναι ένας δραστήριος επιχειρηματίας, αφιερώνει πολλές ώρες στη δουλειά του στο εργοστάσιο, αφιερώνει πολύ λίγο από τον χρόνο του στον εγγονό του και είναι ο μπαμπάς τού μπαμπά του Φιλ.

Ο μπαμπάς τού Φιλ είναι στρατιωτικός, αποσπασμένος στο «Αρχηγείο». Ποιο αρχηγείο; Δεν έχει μεγάλη σημασία… Η μαμά τού Φιλ είναι επιστήμων του Διαστήματος και την έχουν πρόσφατα δεχτεί ως ερευνήτρια στην «Ακαδημία Πολιτικής του Διαστήματος», απ’ όπου έχει πάρει το πτυχίο της.

Ο Φιλ νιώθει ότι έχει «φάει απόρριψη» από την οικογένειά του. Κι αυτή η απόρριψη έχει σχεδόν σωματοποιηθεί: τραυλίζει και προσπαθώντας να πει το όνομά του κολλάει στο φι ―φφφφ…― και ταυτόχρονα του ξεφεύγουν και σάλια που τον κάνουν να ντρέπεται τριπλά: για το τραύλισμα, για τα σάλια και για το ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει/νικήσει/εκδικηθεί εκείνους που τον ταπεινώνουν εξαιτίας του τραυλίσματός του και της εκπεμπόμενης σιελόρροιας. Αυτά συμβαίνουν στο σχολείο όπου πηγαίνει ο Φιλ και όπου δέχεται εκφοβισμό (“μπούλινγκ”) από άλλα παιδιά.

Ο Φιλ είναι δυστυχισμένος.

Ο Φιλ με τον σκύλο του τον Ραστ και το ποδήλατό του κάνει εξερεύνηση της γύρω περιοχής. Βλέπει ένα κούτσουρο με μια επιγραφή για κάποιο ιντερνετικό σάιτ με το όνομα λάουρα (τρία ντάμπλγιου. λάουρα.κομ), χάνει τον έλεγχο του ποδηλάτου του και πέφτει και χτυπάει και μετά μια γυναίκα με βραχνή φωνή τού λέει να σηκωθεί κι ότι δεν έχει τίποτα και μετά του λέει κάτι που έλεγε ένας παλιός ποιητής: «Με το πόδι δοκιμάζω τη γέφυρα».

Έτσι κι εγώ, ο αναγνώστης, με το διάβασμα δοκιμάζω τα βιβλία και τρώγοντας δοκιμάζω τα φαγιά και πίνοντας δοκιμάζω τα ποτά και μυρίζοντας δοκιμάζω τα λουλούδια, τον αέρα, τα αρώματα και αποφεύγω τις άσχημες μυρωδιές.

Και τι έχουμε μάθει μέχρι τώρα, που είμαστε στη σελίδα 30 του βιβλίου τού Μάνου Κοντολέων «Η Μάσκα του Καπιτάνο», από τις Εκδόσεις Πατάκη;

Όχι πολλά. Τα απαραίτητα μόνο. Αυτά δηλαδή που μας κάνουν να θέλουμε να μάθουμε περισσότερα και να διαβάσουμε ολόκληρο το βιβλίο· μια εκ των ων ουκ άνευ αρετή για κάθε βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί. Αυτό που κυρίως θέλουμε να μάθουμε είναι το πώς ο Φιλ θα αντιμετωπίσει τα προβλήματά του, που είναι προβλήματα χιλιάδων ή και εκατομμυρίων εφήβων στον σύγχρονο κόσμο.

Ο Φιλ, στα 14-15 χρόνια του, αφημένος στα ―σχεδόν ξένα― χέρια τού παππού του, χώρια απ’ τους γονείς του, τραυλίζει, έχει ένα σκυλί, τον Ραστ, έχει ένα ποδήλατο και, με αφορμή ένα μικροατύχημα (ή “ευτύχημα”;), συναντάει μια γυναίκα με βραχνή φωνή που ονομάζεται Λάουρα, που του θυμίζει την γιαγιά του και που μιλάει με λόγια (παλαιών) ποιητών.

Αυτά είναι αρκετά για τον τινέιτζερ μέσα μου να ζηλεύει τον Φιλ, παραγνωρίζοντας την δυστυχία του, επειδή ο κάθε τινέιτζερ (κρυμένος μέσα μας, αν έχουμε ξεπεράσει αυτή την ηλικία, ή επειδή είμαστε τινέιτζερς) νιώθει μια παράξενη ζήλεια για κάθε δυστυχισμένο πλάσμα που γίνεται ήρωας και πρωταγωνιστής σε μια ιστορία.

Δεν μου αρέσει να παρουσιάζω την “σύνοψη” ή την ―μικρή ή μεγάλη― περίληψη των βιβλίων για τα οποία θέλω να μιλήσω. Κι αυτό επειδή αν καταφέρω να κεντρίσω το ενδιαφέρον ενός αναγνώστη, θέλω να το κάνω μεταφέροντας όχι όλη την υπόθεση αλλά εκείνα τα σημεία που φέρουν το άρωμα, την γεύση και την συνολική αίσθηση που μου άφησε το βιβλίο· που επειδή μου άρεσε, την ώρα/ώρες που το διάβαζα, αποφασίζω να μιλήσω γι’ αυτό.

Κι αυτό το κάνω όχι ως ειδικός τής λογοτεχνίας για παιδιά, εφήβους, ενήλικες, μεσήλικες ή υπερήλικες. Δεν έχω ακαδημαϊκή παιδεία σε αυτά τα ζητήματα.

Το μόνο εφόδιο που έχω είναι η αγάπη μου για τα βιβλία, τα πολλά βιβλία που έχω διαβάσει και μου αρέσανε, τα πολλά που έχω αφήσει αδιάβαστα ―επειδή δεν μου αρέσανε αρκετά―, και τα λίγα που έχω γράψει· κι αυτό, το τελευταίο, το αναφέρω για να δείξω ότι κατανοώ (εν μέρει) τον μόχθο, τις δεξιότητες και τις αρετές τού συγγραφέα και του βιβλίου του.

Οπότε, προχωράμε.

Ή, μάλλον, ο Μάνος Κοντολέων προχωράει κι εμείς ακολουθούμε· όχι από υποχρέωση αλλά από ευχαρίστηση και επειδή ο συγγραφέας μάς κρατάει γαντζωμένους στην ιστορία που έχει φτιάξει ―έχει την ικανότητα να το κάνει καλά αυτό ο Μάνος Κοντολέων― και θέλουμε να δούμε τι θα γίνει στο τέλος.

Ο Φιλ δέχεται από την Λάουρα μια κούτα με παλιά Κόμικς· με Ζορό, με Σπάιντερμαν, με Μπάτμαν αλλά χωρίς το ένα και μοναδικό τεύχος τού “Καπιτάνο”, ενός παράξενου υπερήρωα που είχε καταφέρει να συγκεντρώσει στα χέρια του τις τρεις εξουσίες: Νομοθετική, Δικαστική και Εκτελεστική. Που, διαχωρισμένες, αποτελούν τον ορισμό της Δημοκρατίας αλλά ενωμένες σε ένα πρόσωπο περιγράφουν έναν Τύραννο ή ένα τυραννικό καθεστώς. Αυτό το χαμένο τεύχος του «Καπιτάνο» κάποιος το δανείστηκε και δεν το επέστρεψε, όπως ισχυρίζεται η Λάουρα.

Ο Καπιτάνο είναι ένας χάρτινος ήρωας που απέναντι σε κάποιον «εχθρό» (δικό του), νομοθετεί, δικάζει, επιβάλλει ποινή και ταυτόχρονα την εκτελεί. Κάτι που εμένα μου θύμισε τον Δικαστή Ντρεντ (Judge Dredd), μια αμερικανική ταινία δράσης επιστημονικής φαντασίας του 1995, με πρωταγωνιστή τον Συλβέστερ Σταλόνε, βασισμένη σε ήρωα κόμικς (Judge Joe Dredd).

Ο Φιλ, όπως είπαμε, δέχεται μπούλινγκ στο σχολείο εξαιτίας τού τραυλίσματός του και (ίσως) λόγω της εμφάνισής του. Φυσικό, επομένως, είναι να οραματίζεται φριχτή εκδίκηση. Φυσικό είναι να μην τον ζαχαρώνουν οι Ζορό, Σπάιντερμαν και Μπάτμαν που υπερασπιζόντουσαν άλλους, το «κοινό καλό». Φυσικό είναι να θέλει να υπερασπιστεί μόνο τον εαυτό του ο Φιλ, να γίνει ο τιμωρός των δικών του εχθρών. Φυσικό είναι να θέλει να γίνει ο Καπιτάνο, να πάρει τον Νόμο, την Δικαστική Εξουσία και την Εκτέλεση των δικών του αποφάσεων στα χέρια του. Φυσικό είναι ένας έφηβος, που έχει συσσωρεύσει οργή, να θέλει, με το ισχυρό μαύρο ραβδί τού Καπιτάνο στα χέρια και καλυμμένος με την διπλή μάσκα τού μυθικού ήρωα, να «αλλάξει τα φώτα» στους εχθρούς του, να τους ξεσκίσει, να τους «φάει τ’ άντερα», όπως ο Αρτζούνα στην Μαχαμπαράτα.

Φυσικό; Έτσι δείχνει· μέχρις ενός σημείου.

Έτσι θα γίνει;

Στο βιβλίο του Μάνου Κοντολέων «Η Μάσκα του Καπιτάνο» με γοήτευσε η καταγεγραμμένη εξελικτική διαδικασία από την οικογενειακή “αδιαφορία” (υποκειμενική ή αντικειμενική) και το απ’ αυτήν γεννημένο τραύλισμα, στον πόθο της εκδίκησης. Και από τον πόθο της εκδίκησης, ο στοχασμός στο τι είναι η εκδίκηση, τι γίνεται μετά την εκδίκηση, τι είναι και τι σημαίνει η αγάπη. Και μετά, από τους στοχασμούς (και αναστοχασμούς) αυτούς, το πώς ο Φιλ (ο συγγραφέας δηλαδή) προχωράει σελίδα τη σελίδα προς την αναζήτηση και την ανακάλυψη του «εαυτού».

«Εδιζησάμην εμεωυτόν» φέρεται να είχε πει ο Ηράκλειτος. Που σημαίνει «αναζήτησα τον εαυτό μου». Πολύ κοντά στο Δελφικό Παράγγελμα «Γνώθι σαυτόν».

Και πώς το κάνει ο Φιλ;

Σχεδόν μόνος του. Αλλά υπάρχουν καταλύτες που τον βοηθούν στην εξελικτική αυτή διαδικασία. Δύο γυναίκες.

Μία είναι η Λάουρα· Μέντορας ή Θεά Αθηνά, που είναι σχεδόν το ίδιο. Πρότυπο γιαγιάς, που κερδίζει τον Φιλ με τον χαρακτήρα της, την μορφή της, τις ασχολίες της και τον λόγο της στον οποίον ανακατεύει, έντεχνα, λόγια παλιών ποιητών. Θεωρώντας καλό να λέει (να λέμε) κάποια πράγματα με τον τρόπο που τα έχουν πει ―ίσως καλύτερα από εμάς― κάποιοι άλλοι. Αφού πρώτα τα έχουμε οργανικά εντάξει στην σκέψη και στην παιδεία μας. Κάτι που, εμμέσως, μας προτρέπει ο Μάνος Κοντολέων να κάνουμε και εμείς, αναγνωρίζοντας ότι «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» (σελ. 190).

Η άλλη είναι η Σύνθια. Συμμαθήτρια και προσωποποίηση των πρώτων εφηβικών ερωτικών σκιρτημάτων και αυτή που έχει τις περισσότερες πιθανότητες και προσόντα να μεταμορφώσει μια σωματική έλξη ή έναν εφηβικό έρωτα σε αγάπη, σεβασμό και αποδοχή. Και μέσω αυτής της μεταμόρφωσης να αναμορφώσει τον Φιλ.

Με την βοήθειά τους, ο Φιλ οδηγείται σε μια απόφαση για το ποια θα είναι τελικά η «μάσκα» που θα επιλέξει ο ίδιος: «Η Μάσκα του Καπιτάνο», του αμείλικτου τιμωρού και εκδικητή; Μια άλλη μάσκα; Ή, μήπως, επιλέξει την απόρριψη οποιασδήποτε μάσκας; Επιλέγοντας μια οριστική ―και λυτρωτική εν τέλει― κατάφαση στο δικό του πρόσωπο;

Μερικές φορές, η απουσία ―ή η άρνηση― μάσκας είναι κι αυτή κάτι σαν “μάσκα”. Απλώς αυτή την μάσκα ―αυτήν που αποφασίζουμε ότι θα είναι το πρόσωπο που θα βλέπουμε όταν στεκόμαστε απέναντι στον καθρέφτη― την φτιάχνουμε, πολλές φορές, μόνοι μας· με τα υλικά που μας κληροδοτήθηκαν, από την φύση μας, από την παιδεία μας, από τις εμπειρίες μας και τις επιλογές μας. Και η επιλογή Προσώπου ―κι όχι «προσωπείου»―, είναι μια από τις πιο δύσκολες, κρίσιμες, καθοριστικές και ―ίσως― ευτυχείς αποφάσεις στην ζωή ενός ανθρώπου. Αν και όποτε έρθει…

Δεν θέλω να αποκαλύψω ποιο είναι το τέλος και ―κυρίως― πώς οδηγείται εκεί ο αναγνώστης (και ο Φιλ) μέσα από τις σελίδες του Μάνου Κοντολέων. Διαβάστε το μόνοι σας, μόνες σας.

 

Πάντως, ο Μάνος Κοντολέων μάς το λέει έγκαιρα. Μας προετοιμάζει σε πολλές σελίδες, με λόγια, δανεισμένα από ποιητές. Οι ποιητές, πάρα πολύ σπάνια μας δείχνουν ―ή μας προτρέπουν προς― τον δρόμο της σκληρότητας και της εκδίκησης. Κι όταν το κάνουν, σχεδόν πάντα έχουν κάποιον σοβαρό λόγο. Όπως η « αγάπη» που είναι «κραταιά ως θάνατος», όπως λέει και το «Άσμα Ασμάτων» (Δ’ π.Χ. αιώνας).

Ο Μάνος Κοντολέων έχει αποδείξει πολλές φορές ότι ξέρει να κερδίζει τους αναγνώστες του με την τέχνη του. Αυτό όμως που μου άρεσε ξεχωριστά σ’ αυτό το βιβλίο, «Η μάσκα του Καπιτάνο», και θέλω να το τονίσω, είναι το «μοντάζ».

Ίσως πείτε ή σκεφτείτε ότι το μοντάζ αναφέρεται στην τέχνη του κινηματογράφου.

Ξέρω όμως τι γράφω· ό,τι είναι το μοντάζ για το σινεμά είναι και η διάταξη-σύνταξη των λέξεων, των προτάσεων, των παραγράφων, των ενοτήτων και των κεφαλαίων για ένα μυθιστόρημα.

Στο βιβλίο αυτό, η ικανότητά και η επάρκεια του Μάνου Κοντολέων να παρασύρει τον αναγνώστη και την αναγνώστριά του στα σχεδόν κινηματογραφικά μονοπάτια/τόπους της ιστορίας του, εκεί που περπατούν και ζουν οι ήρωές του, γίνεται με εξαιρετική μαστοριά και, τελικά, κάνει να φαίνεται εντελώς φυσική (σχεδόν μαθηματικά επιβεβλημένη) η επίλυση των διλημμάτων, που ο ίδιος ο συγγραφέας τούς έχει (και μάς έχει) επιβάλει, με τον τρόπο που τα επιλύει ο συγγραφέας.

Χαίρομαι που διάβασα την «Μάσκα του Καπιτάνο».

Μου άρεσε πολύ και μπορώ να πω με ―υποκειμενική πάντα― βεβαιότητα ότι «Η Μάσκα του Καπιτάνο», του Μάνου Κοντολέων, είναι ένα βιβλίο που θα απολαύσουν οι νέοι αναγνώστες και οι νέες αναγνώστριες όλων των ηλικιών.

Και μια προτροπή προς νεότερους αναγνώστες και νεότερες αναγνώστριες: διαβάστε το με παρέα, κατά προτίμηση κορίτσια και αγόρια μαζί. Αντιμετωπείστε το βιβλίο αυτό (όπως και άλλα βιβλία) σαν ένα παιχνίδι συναναστροφών, σαν ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι υψηλών απαιτήσεων ή σαν ένα πρωτότυπο επιτραπέζιο παιχνίδι, με πολλούς και διακριτούς ρόλους.

Θα βρείτε πολλά να συζητήσετε για την ζωή σας και για τις αγάπες σας. Και ―πού ξέρετε;― μπορεί να βρείτε πολλά καινούργια και συναρπαστικά πράγματα και για τη ζωή σας και για τις αγάπες σας.