Pages

10.3.22

Ντομένικο Σταρνόνε "Τα κορδόνια"

 

Ντομένικο Σταρνόνε

«Τα κορδόνια»

Μετάφραση: Σταύρος Παπασταύρου

Εκδόσεις Πατάκη

 

Το μυθιστόρημα «Τα κορδόνια» είναι το τρίο έργο του Ντομένικο Σταρνόνε  που κυκλοφορεί στη χώρα μας.

Κι όμως ο συγγραφέας αυτός δεν θεωρώ πως έχει προσεχθεί στο  βαθμό που θα του άξιζε από το ελληνικό κοινό.

Ίσως γιατί -τουλάχιστον σε αυτή τη σκέψη με οδήγησε η ανάγνωση τούτου του πρόσφατα μεταφρασμένου στα ελληνικά μυθιστορήματος- ο συγκεκριμένος συγγραφέας διαθέτει έναν τρόπο αφήγησης όπου το απλό μπορεί να θεωρηθεί από κάποιους ως τετριμμένο και ο ρεαλισμός ως κοινοτυπία, ενώ την ίδια στιγμή ο σαρκασμός κρύβει από πίσω του την κοινωνική κριτική και η όλη δομή του έργου αντιστρατεύεται την εφησυχασμένη ανάγνωση.

Ο Ντομένικο Σταρνόνε γεννήθηκε στην Νάπολη το 1943, αλλά ζει στη Ρώμη. Έχει γράψει 13 βιβλία, ένα από αυτά (κυκλοφορεί κι αυτό στα ελληνικά) έχει κερδίσει σημαντικό ιταλικό βραβείο. Ως βασική βιοποριστική του απασχόληση υπήρξε η συγγραφή σεναρίων και η δημοσιογραφία.

Παρόμοια, σχεδόν, και η ζωή του κεντρικού ήρωα στο μυθιστόρημα αυτό -και ίσως αξίζει να το λάβει υπόψιν του ο αναγνώστης.

Ο Άλντο κάπου μέσα στη δεκαετία του ’60 παντρεύτηκε τη Βάντα. Κι οι δυο ζούσανε στην Νάπολη.

Εκείνος με συμβατικές πανεπιστημιακές σπουδές, ονειρευότανε με ασαφείς σχεδιασμούς να παίξει ένα σημαντικό ρόλο στα νεοεμφανιζόμενα κοινωνικά και πολιτιστικά συμβάντα που θα τύχαινε να συναντήσει στα μελλοντικά του χρόνια -λίγο πολύ ένας μέσος νεαρός άντρας εκείνης της εποχής.

Εκείνη, σχεδόν συνομήλική του, από τη μια δεν θα θέλει να αποκοπεί από την παραδοσιακή τοποθέτηση της γυναίκας μέσα σε ένα γάμο και από την άλλη με μια αχώνευτη προοδευτικότητα προσπαθεί να υποστηρίξει την αμφισβήτηση της κυριαρχίας του συζύγου μέσα στην οικογένεια.

Θα ζήσουν μέσα σε μια επιφανειακή γαλήνη για δεκατέσσερα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων θα αποκτήσουν και δυο παιδιά. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι.

Τότε ο Άλντο θα αισθανθεί πως ο πατροπαράδοτος ρόλος πατέρα και συζύγου τον πνίγει και στο πρόσωπο μιας νεαρής γυναίκας θα αναζητήσει την ελευθερία του, την ίδια στιγμή που με τον αταβισμό ακριβώς αυτού του ίδιου του ρόλου θα πιστεύει πως η αποχώρησή του από το πληκτικό οικογενειακό περιβάλλον  θα είναι και πρόσκαιρη όσο και συγχωρητέα.

Κάτι που ασφαλώς και η Βάντα όχι μόνο δεν έχει πρόθεση  να το αποδεχτεί, αλλά και οι αντιδράσεις της θα είναι έντονες όσο και ως ένα βαθμό μικροπρεπείς.

Η σχέση διαταράσσεται, όχι όμως και ο γάμος. Κανένας από τους δύο δεν είναι ικανός να εφαρμόσει ολοκληρωτικά τις αξίες εκείνες που ενώ μέσα στη δική τους γενιά εμφανίστηκαν, από τη δική τους επίσης γενιά δεν υποστηρίχτηκαν πλήρως.

Ο θεσμός της οικογένειας  θα εξακολουθήσει να επιβάλλεται. Ο Άλντο, έχοντας σε ένα βαθμό αναγνωριστεί κοινωνικά και καλλιτεχνικά, επιστρέφει* η Βάντα κυριαρχεί στα υπόλοιπα χρόνια της ζωής τους. Θα έχουν πλέον μετακομίσει στη Ρώμη.

Η κοινωνική άνοδος σε απόλυτη σύμπνοια με την οικογενειακή συμβατικότητα -ότι, δηλαδή, μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως υπήρξε το αποτύπωμα πολλών ανδρών και γυναικών που ένωσαν τις μοίρες του μέσα στα χρόνια μιας εποχής που σε ένα μεγάλο βαθμό αυτοπροδόθηκε.

Αλλά υπήρχαν και τα δυο παιδιά- εκπρόσωποι μιας νέας εποχής και  που μαζί τους θα κάνει τα πρώτα του βήματα ο νέος αιώνας.

Τα δυο παιδιά -ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, υπενθυμίζω- ενώ θα υποστηρίζουν, το καθένα με τον τρόπο του και τη δική του ιδιοσυγκρασία, τις νέες απόψεις περί γάμου και οικογένειας,  παράλληλα θα ασφυκτιούν από τις οικογενειακές στρεβλώσεις του παρελθόντος κάτω από τις οποίες έζησαν.

Η απροσδόκητη οικογενειακή έκρηξη που θα ακολουθήσει απλώς και μόνο θα αμφισβητήσει το σκηνικό του μεσοαστικού διαμερίσματος της Ρώμης. Η εφαρμογή του οτιδήποτε νέου επαφίεται σε επόμενες γενιές.

Αυτό σε γενικές γραμμές είναι το πλάνο πάνω στο οποίο ο Σταρνόνε έστησε το γεμάτο αφηγηματικά τεχνάσματα μυθιστόρημά του. Το δόμησε σε τρία μέρη, όπου στο καθένα και ένα άλλο πρόσωπο φωτίζει με τον δικό του τρόπο το παρελθόν και προβληματίζεται για το παρόν.

Η αφήγηση δείχνει να έχει μια απλότητα. Αλλά την ίδια στιγμή η απλή προσωπική εξομολόγηση κάθε αφηγητή διαπερνά το κλίμα μιας εποχής και κριτικά στέκεται απέναντί της.

Ένα μυθιστόρημα που συχνά σε κάνει να χαμογελάς. Συχνά σου δημιουργεί την εντύπωση πως σε έχει οδηγήσει στα ενδότερα της μεσοαστικής τάξης. Αλλά στο τέλος μένεις με ένα πικρό προβληματισμό- αυτό που σε διακατέχει  όταν ακούς την συνειδητοποιημένη αυτοκριτική κάποιου γνωστού και φίλου σου.

Νομίζω πως εδώ έγκειται και η αξιοπρόσεχτη συγγραφική ικανότητα του ιταλού συγγραφέα. Να σε κάνει να πιστέψεις πως σε επέλεξε για να σου  μιλήσει για κάτι πολύ προσωπικό του.

Η ελληνική μετάφραση, με το δικό της τρόπο, υποστηρίζει κάτι τέτοιο.

 

 (730 λέξεις)

(Τα Νέα, 23/12/2021)

Μοναξιά και Μοναχικότητα

 

Απόγευμα της Καθαρής Δευτέρας και αφήσαμε -ο φίλος μου ο Μ. κι εγώ- τα άλλα μέλη των δυο οικογενειών μας να παίζουν trivial pursuit περιτριγυρισμένοι από σαρακοστιανά εδέσματα κι εμείς ξεκινήσαμε να αναζητάμε ίχνη της Άνοιξης στις όχθες του ποταμού που είχαν καεί το προηγούμενο καλοκαίρι.

-«Η δύναμη της Φύσης», ο Μ. μου έδειξε πρώιμες λευκές μαργαρίτες που περικυκλώνανε ένα τραυματισμένο από τις φλόγες δεντράκι -μάλλον κουτσουπιά θα ήταν.
-«Ναι, όλα και πάλι επανέρχονται στην πρώτη τoυς μορφή, έως ότου…», σχολίασα με μια κάπως απαισιόδοξη διάθεση.
-«Επανέρχονται…» αναστέναξε ο Μ. κι αμέσως μετά πρόσθεσε «Δυστυχώς…».
Ξαφνιάστηκα. Τόσα χρόνια φίλοι και πάντα μου πίστευα πως ο Μ. είναι από τους ανθρώπους που αγαπάνε τις διαδοχές. Κάποτε μου είχε εξομολογηθεί πως είχε αγαπήσει τον Λουντέμη από μια του φράση και μόνο…
-«Να φεύγεις από όσα νόμισες γι’ αληθινά, μήπως φτάσεις κάποτε σ’ αυτά» , του τη θύμισα. Ο Μ. χαμογέλασε.
-«Ε, μπορεί και να έφτασα…» σχολίασε.
Είχαμε αφήσει τη δημοσιά, περπατούσαμε στο νωπό χώμα κάποιου κτήματος που για χρόνια κανείς δεν είχε φροντίσει να το καλλιεργήσει.
-«Πού;» η ερώτησή μου ίσως και να έκρυβε ένα φόβο. Του συνέβαινε κάτι που δεν μου το είχε εξομολογηθεί;
-«Ας πούμε πως έφτασα σε κάποιους άλλους στίχους…», ο Μ. μισόκλεισε τα βλέφαρα καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί. «Αυτά που μ’ αρέσουν είναι η μοναξιά μου. Δεν σιμώνει κανένας. Χρόνια τώρα περνάω τις ώρες μου συντροφιά με κάτι μεγάλες μισοσβησμένες νωπογραφίες, εικόνες παλιές, αλλά φρέσκες ακόμη από τα χείλη εκείνων που τις ασπάστηκαν, γυναίκες της αμιλησιάς και του κοντού χιτώνα που φυλάγουν το κουτί με τα διαμαντικά του ωκεανού. Δεν σιμώνει κανένας…», οι φράσεις λες και ακουμπούσανε άλλοτε σε μικρές παροικίες πράσινων αγριόχορτων κι άλλοτε σε καμένα κλαδιά που κανείς δεν είχε φροντίσει να τα μαζέψει.
-«Δεν σε καταλαβαίνω…», είχα σταματήσει να περπατώ. Τον έπιασα από τον ώμο.
-«Α, όχι… Μην τρομάζεις! Γερός είμαι και γεμάτος νέα σχέδια… Απλώς…», δίστασε, χαμογέλασε, συνέχισε. «Είχα μάθει στους περιορισμούς λόγω της πανδημίας… Μια ευκαιρία να αποφύγω… την πολλή συνάφεια του κόσμου, τες πολλές κινήσεις κι ομιλίες…Παραφράζω τον αγαπημένο μας αλεξανδρινό» μου υπενθύμισε.
-«Γίνεσαι παράλογος… Ίσως και σκληρός…» τον αποπήρα. «Τι θα ήθελες δηλαδή; Να συνεχίζεται όλη αυτή η τραγικότητα;»
-«Μα ασφαλώς και όχι… Και το ξέρεις!», ο Μ. ίσως να πληγώθηκε που ο πιο στενός του φίλος παρερμήνευε τα λόγια του.
Μα εγώ επέμεινα. «Εγωκεντρικός τρόπος σκέψης. Επειδή σου αρέσει η μοναξιά, επιστρατεύεις αυτές τις παραδοξολογίες!»
-«Παραδοξολογίες, λοιπόν;» ο Μ. δεν έκρυψε τον εκνευρισμό του και πήρε να περπατά με πλέον ταχύ βηματισμό.
Είχα αποφασίσει να τον συνεφέρω. Χωρίς να επιταχύνω τον δικό μου ρυθμό, με δυνατή φωνή άρχισα –«Η μοναξιά δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια της συννεφένιας γκόμενας. Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών και στα παγωμένα μουσεία. Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών “καλών” καιρών και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς…».
Ο Μ. σταμάτησε να βαδίζει. Μα δεν στράφηκε προς το μέρος μου. Μπορεί οι ώμοι του κάπως να γείρανε. Κι εγώ βρήκα την ευκαιρία να συμπληρώσω. «Στίχοι της Κατερίνας Γώγου σου θύμισα …Και θες να ακούσεις και κάποιους που ακολουθούν;»
Ο Μ. τώρα είχε στραφεί προς το μέρος μου. Βαθύ το βλέμμα του. Το αγνόησα και επέστρεψα στους στίχους της Κατερίνας.
-«Η μοναξιά. Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά και μετριέται πιάτο-πιάτο μαζί με τα κομμάτια τους στον πάτο του φωταγωγού. Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά – Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά. Κάτω από όλους τους καιρούς με ιδρωμένο κεφάλι».
Ο Μ. κούνησε το κεφάλι, έκανε μια κίνηση με το χέρι.
-«Επιστρέφουμε…» πρότεινε και είχε κάτι το τελεσίδικο η χροιά της φωνής του.
Προτίμησα να μη πω τίποτε. Ίσως και να είχα φοβηθεί πως είχα γίνει κάπως σκληρός με το φίλο μου.
Αμίλητοι περπατούσαμε μέχρι το σπίτι. Οι δικοί μας είχαν ολοκληρώσει το παιχνίδι τους.
Η Καθαρή Δευτέρα τέλειωνε και ο Μ. μαζί με την οικογένειά του μας αποχαιρέτησαν.
-«Και του χρόνου…» του έσφιξα το χέρι.
-«Τα λέμε…» η δική του απάντηση.
Κι έμεινα ανάμεσα σε πιάτα με ίχνη από ταραμοσαλάτα και κουκούτσια ελιάς, να σκέφτομαι πως είχα γίνει πικρός και μάλιστα μια μέρα σαν κι αυτή… Στο νου μου ήρθαν μνήμες από άλλες Καθαρές Δευτέρες που με τον Μ. πετούσαμε χαρταετούς για να χαρούνε οι γιοι μας και, πιο παλιές ακόμα, που βοηθούσαμε τις κοπελιές της νιότης μας καθώς στρώνανε το τραπεζομάντιλο, κάτω από τα πεύκα της παραλίας του Σχινιά.
Ο ήχος μηνύματος στο κινητό μου, με έβγαλε από τις αναπολήσεις μου.
Από τον Μ. σταλμένο’ το διάβασα. «Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που αποφασίζουν μόνοι τους να ζήσουν, πληγωμένοι ή όχι, παίρνουν απόφαση τη ζωή να την περνάνε μόνοι. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι μοναχικοί. Μοναξιά – μοναχικότης , δύο δρόμοι. Ο ένας είναι εξαναγκασμός, ο άλλος επιλογή».
Έμεινα σκεπτικός. Είχε -για μια ακόμα φορά- δίκιο. Του έστειλα μήνυμα –'Ποιανού οι στίχοι;'
Με μια ενημερωτική ερώτηση βρήκα τρόπο να εκφράσω τη συγνώμη μου.
-'Όλα έτοιμα τα θες! Αναζήτησέ το στο αγαπημένο σου διαδίκτυο'- ο Μ. πάντα κρατά τον τελευταίο λόγο. Το δικαιούται άλλωστε.
Και το έψαξα -της Μαρία Σκαμπαρδώνη οι στίχοι. Δεν την ήξερα. Μα και δεν θέλησα να ζητήσω από τον Μ. να μου πει περισσότερα γιa αυτήν. Έτσι κι αλλιώς το μάθημά μου το είχα πάρει. Άλλο μοναξιά κι άλλο μοναχικότητα. Στην ουσία -όπως σε όλα σχεδόν- ο Μ. κι εγώ είχαμε παρόμοιες προτιμήσεις. Απλώς και μέσα στην πίεση των καιρών, το είχα ξεχάσει.

(890 λέξεις)