Pages

23.7.23

Η Ελένη Γεωργοστάθη για το "Ποτέ πιο πριν"

 


Ανάμεσα στο οδυνηρό πριν και στο ελπιδοφόρο μετά

 Με το ζήτημα της ενσωμάτωσης και της προσαρμογής των μεταναστών, ειδικότερα των εφήβων, σε περιβάλλοντα με διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά από αυτά της χώρας προέλευσης των οικογενειών τους καταπιάνεται το τελευταίο εφηβικό μυθιστόρημα που έγραψε ο Μάνος Κοντολέων, με τον τίτλο Ποτέ πιο πριν. Η ηρωίδα, η Ανίκα, έχει συνηθίσει σε μια ζωή περιπλάνησης μαζί με τον πατέρα της και τη θεία της από μέρος σε μέρος στη μακρινή σκανδιναβική χώρα όπου έχει μεταναστεύσει η οικογένειά της. Στον τελευταίο τόπο διαμονής της, ένα μικρό ψαροχώρι, θα αποκτήσει μια στενή φίλη, θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί το πιο περιζήτητο αγόρι του σχολείου, θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα μεγάλο δίλημμα.

Όχι τυχαία, νομίζω, ο συγγραφέας τοποθετεί τη δράση σε ένα μικρό μέρος, όχι σε μια μεγάλη πόλη με πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά. Εδώ η Ανίκα κι η οικογένειά της είναι ευδιάκριτα διαφορετικοί, οι σχέσεις λιγότερο απρόσωπες και χαοτικές, οι συμπεριφορές, αποδοχής ή απόρριψης, από τους ντόπιους πιο ξεκάθαρες.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ανίκα θα εισπράξει τη ζήλια και τη διεκδικητική συμπεριφορά της ντόπιας ανταγωνίστριάς της για την καρδιά του Γιαν. Αλλά και θα αισθανθεί το άγγιγμα του φόβου στην παρουσία της παρέας των κυνηγών, νεαρών με απροκάλυπτα βίαιες και ρατσιστικές τάσεις. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η παρουσία τόσο των δεύτερων όσο και, κυρίως, της πρώτης εξυπηρετεί την πρόθεση του συγγραφέα να παίξει λίγο με τις προσδοκίες των αναγνωστών του, οι οποίοι εύλογα θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι η πλοκή του βιβλίου θα εξελιχθεί προς την κατεύθυνση μιας διαρκώς εντεινόμενης ερωτικής αντιζηλίας ή μιας δραματικής αντιπαράθεσης της ηρωίδας και των φίλων της με τους κυνηγούς.

Οι προσδοκίες αυτές ωστόσο δε θα ευοδωθούν. Τόσο η παρουσία της αντιζήλου όσο και αυτή των κυνηγών λειτουργούν κυρίως ως το -ασφυκτικό- πλαίσιο εντός του οποίου η Ανίκα αλλά και η οικογένειά της έρχεται αντιμέτωπη με το δίλημμα που θέτει το τραυματικό παρελθόν. Αυτό που τους οδήγησε στον δρόμο του ξεριζωμού. Ένα παρελθόν που, εισβάλλοντας με αγριότητα στη νέα ζωή της Ανίκα, φέρνει ωμά αντιμέτωπο τον αναγνώστη με μια πολύ διαφορετική κοινωνία από αυτή στην οποία ζει το κορίτσι, τα ήθη και οι άγραφοι νόμοι της οποίας δεν αναγνωρίζουν στη γυναίκα το δικαίωμα να αποφασίζει για το σώμα της, την αντιμετωπίζουν ως αναλώσιμο αντικείμενο και της επιφυλάσσουν τη μέγιστη σκληρότητα όταν δεν ικανοποιεί τις ιδεοληπτικές και εντελώς ανεδαφικές αντιλήψεις που κυριαρχούν στο περιβάλλον της.

Μια αγρίως πατριαρχική κοινωνία λοιπόν, σκληρή, αδίστακτη, δολοφονική, είναι αυτή από την οποία έχει διαφύγει η οικογένεια της έφηβης. Μόνο που και εδώ ο συγγραφέας επιλέγει να διαψεύσει τις προσδοκίες των αναγνωστών του φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με αντρικούς χαρακτήρες ευαίσθητους, ήπιους, καλλιεργημένους και προοδευτικούς και με γυναίκες που συντηρούν, επιβάλλουν και διαιωνίζουν είτε από ιδεοληψία είτε από φόβο είτε από εμμονική προσκόλληση στην παράδοση, απάνθρωπες αντιλήψεις και πρακτικές.

Αλήθεια, μοιάζει να αναρωτιέται ο συγγραφέας, πόσοι έχουν σταθεί να σκεφτούν το αβάσταχτο βάρος, και μάλιστα ακάλεστο, που φορτώνουν όροι όπως «τιμή», «παράδοση» κτλ. στους ώμους ενός άντρα ο οποίος το μόνο που επιθυμεί είναι η ευτυχία της οικογένειάς του; Κι άραγε, από την άλλη, τι ακριβώς είναι αυτό που μετατρέπει μια γυναίκα από εν δυνάμει θύμα σε αδίστακτο θύτη και τιμωρό εκπροσώπων του ίδιου της του φύλου; Ανασφάλεια; Ελλιπής παιδεία; Ο φόβος που απορρέει από την αδυναμία της να φανταστεί την ύπαρξή της έξω από ένα γνώριμο κοινωνικό πλαίσιο;

Ο Μάνος Κοντολέων με αυτή του την επιλογή αποδεικνύει έμπρακτα ότι το μυθιστόρημα, όσο κι αν απηχεί μια κοινωνική πραγματικότητα, δε σχηματοποιεί, δεν είναι υποχρεωμένο να κινηθεί στη λογική κυρίαρχων τάσεων και ποσοστώσεων. Τουναντίον, ψηλαφεί το διαφορετικό, αναζητά να φωτίσει σκιές και αποχρώσεις αφανών συναισθημάτων, γυρεύει τη μη μετρήσιμη προσωπική αλήθεια των χαρακτήρων του. Και αυτή είναι και η μαγεία του.



μια φορά κι έναν καιρό η μικρή ελένη: Ανάμεσα στο οδυνηρό πριν και στο ελπιδοφόρο μετά (miaforakienankairoimikrieleni.blogspot.com)

10.7.23

Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη -'Αυγή της Κυριακής' 9/7/2023

 

 

-Έχετε ήδη στο ενεργητικό σας πάνω από 70 βιβλία. Τι σας προσφέρει, τι σας έχει διδάξει αυτή η περιπέτεια με τις λέξεις;

*Η σχέση μου με τη δημιουργική γραφή (άλλοτε πεζό, άλλοτε ποίηση, κάποτε και κριτικά σημειώματα) ξεκίνησε από την εφηβεία μου. Ίσως γιατί μου άρεσε στην αρχή να ταξιδεύω στους τόπους των έργων, πολύ σύντομα να συνυπάρχω με τους ήρωες και τελικά να ανακαλύπτω μορφές εμπειριών και τρόπους ατομικών μα και κοινωνικών αντιδράσεων που η καθημερινότητα δεν μου τους πρόσφερε. Οπότε οι λέξεις έγιναν -έτσι χωρίς καλά, καλά να το καταλάβω- στοιχεία της πιο προσωπικής μου ταυτότητας. Για μένα η συγγραφή είναι στάση ζωής και προσπάθεια επαφής μου με τον άλλον.

-Τα θέματα της ταυτότητας, ο άνθρωπος σε σχέση με τον εαυτό,  τους φόβους, την εποχή και την κοινωνία του αλλά και μεγάλα ζητήματα που απασχολούν παιδιά, εφήβους και ενήλικες, βρίσκονται διαρκώς στο πεδίο των συγγραφικών ενδιαφερόντων σας. Γιατί επιμένετε; Θεωρείτε ότι η τέχνη της γραφής έχει κοινωνικό αντίκτυπο στις μέρες μας;

*Μα δεν επιμένω, απλώς συνεχίζω με αυτόν τον τρόπο να ζω. Δεν επιμένω, για παράδειγμα,  να εισπνέω οξυγόνο, απλώς χωρίς αυτό δεν θα ζούσα. Από εκεί και πέρα, αν και θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου ως ‘ήρεμο πολίτη’, τη συγγραφική μου παρουσία δεν μπορώ να τη δω αποκομμένη από αυτά τα θέματα που λέτε. Γιατί χωρίς ταυτότητα δεν υπάρχει κοινωνία όντων με στοιχειώδη έστω νόηση, μα και επίσης δεν υπάρχει η δυνατότητα επαφής με τους άλλους. Τώρα αν αυτό που εγώ πιστεύω και έτσι όπως το εκτελώ έχει ένα γενικότερο αντίκτυπο στις μέρες μας, δεν μπορώ να το ξέρω… Ή μάλλον αυτό που γνωρίζω είναι πως σε μια εποχή όπως η δική μας που τόσο συχνά και ολοένα και περισσότεροι τη χαρακτηρίζουν ως εποχή του τέλους των ιδεολογιών, η Τέχνη της Γραφής με περιεχόμενο ιδεολογικό σαφέστατα κινδυνεύει. Και μαζί με αυτήν κινδυνεύουν και άλλα πολλά… Όλα αυτά που έχουν δημιουργήσει τον Πολιτισμό μας, τουλάχιστον όπως ο τελευταίος έχει διαμορφωθεί κάτω από την καθοδήγηση του Διαφωτισμού.

-Γράφοντας για όλα αυτά θεωρείτε ότι έχετε γίνει καλύτερος άνθρωπος;

*Όχι… Κι άλλωστε δεν ξέρω τι σημαίνει καλύτερος άνθρωπος. Καλύτερος ως προς τι; Απλούστατα εγώ θεωρώ τον εαυτό μου ως ένα ασυμβίβαστο ιδεολόγο, μα ξέρω πως για κάποιους άλλους τύποι όπως εγώ θεωρούνται ξεπερασμένοι. Απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Παρόλα αυτά είμαι -δε γίνεται να μην είμαι αισιόδοξος. Ο κάθε δημιουργός, από την ώρα που δημιουργεί, αυτομάτως και αισιοδοξεί. Μια και η δημιουργία αμφισβητεί την νεκρική ακαμψία.

-Αν σας ζητούσε κάποιος να τον ξεναγήσετε στα ενδότερα της προσωπικής συγγραφικής σας διαδικασίας, πού θα σταθμεύατε, πού θα επικεντρωνόσαστε; 

*Σχεδόν κάθε μου βιβλίο σηματοδοτεί μια περίοδο της ζωής μου. Άλλοτε σύντομη, άλλοτε μακροχρόνια, συχνά μπερδεμένη, κάποτε αισιόδοξη, κάποτε φοβισμένη. Όλα αυτά τα συναισθήματα ζητάνε να μορφοποιηθούν σε κείμενα -αισιόδοξα, φοβισμένα, επαναστατικά. Σε ποιο απ΄όλα μπορώ να επικεντρωθώ; Το ένα στην ουσία έχει δημιουργηθεί από το προηγούμενό του και με τη σειρά του θα δημιουργήσει κάποιο νέο. Κι άλλωστε, τα τόσα βιβλία που έχω γράψει και γενικότερα όλα τα κείμενα μου που τόσο συχνά δημοσιεύονται σε διάφορα μέσα, αποδεικνύουν πως μπορεί να κάνω στάσεις κατά τη διάρκεια μιας πορείας ζωής, αλλά μάλλον αποφεύγω δρομολόγιο με κοντινό τέρμα. Απόφαση κι αυτό επιλογών, αλλά -ας μην είμαι και αχάριστος- και θέμα καλής τύχης. Τελικά, καθώς κανείς μεγαλώνει, συνειδητοποιεί την αξία της υγείας.

-Πως θα χαρακτηρίζατε το έργο σας εν τέλει;

*Θέλω να πιστεύω πως διαθέτει ένα προσωπικό στοιχείο. Μπορεί να μην είναι  -και σίγουρα δεν είναι- ότι το σημαντικότερο έχει γραφτεί, αλλά πιστεύω πως διαθέτει έντονα την συγγραφική μου ταυτότητα. Άλλωστε το γεγονός πως γράφω βιβλία και για παιδιά και για νέους και για ενήλικες -κάτι που στην ελληνική συγγραφική συντροφιά μήτε συχνό είναι μήτε και πάντα καλοδεχούμενα αναγνωρίσιμο- νομίζω πως επιβεβαιώνει ότι το έργο μου στο σύνολό του έχει κάτι το ιδιαίτερα προσωπικό και με επιλεγμένη ποικιλία ύφους και στόχων, μάλιστα.

-Το τελευταίο σας βιβλίο "Η Μάσκα του Καπιτάνο",  βραβευμένο με Κρατικό Βραβείο Εφηβικού Νεανικού Βιβλίου, ακουμπάει πολύ υπαρκτά και αρκετές φορές επώδυνα για τους εφήβους θέματα. Πώς ο μασκοφόρος ήρωας κόμικς βοηθάει τον έφηβο ήρωά σας να αντιμετωπίσει τους φόβους του, τον τραυλισμό αλλά και τη σχέση με τους γονείς και τους γύρω του, να αντιμετωπίσει την ταυτότητα του, να διακρίνει την ομορφιά του διαφορετικού αλλά και τη δύναμη της αγάπης και της συγχώρεσης;

*Η μάσκα είναι ένα πανάρχαιο σύμβολο. Και ακριβώς το γεγονός πως η χρήση της έχει τόσους αιώνες τώρα επιζήσει, αλλά και με πολλούς τρόπους εκφραστεί, αποδεικνύει πως είναι σύμβολο που μπορεί πάνω τους ένας συγγραφέας να ‘ακουμπήσει’ αυτό που θέλει να πει. Στη περίπτωση του δικού μου ήρωα, η μάσκα χρησιμοποιείται για να αποκρύψει τον ίδιο του τον εαυτό. Ένας νεαρός που δεν πιστεύει στον εαυτό του μιας και οι πιο δικοί του άνθρωποι ποτέ δεν έδειξαν πως τον εμπιστεύονται. Καταφεύγει, λοιπόν, στην κάλυψη μιας μάσκας, στο να υποδυθεί κάποιον άλλον που θα τολμήσει να κάνει αυτά που ο ίδιος δεν τολμά. Αλλά αυτό δεν  είναι απελευθέρωση, είναι μια μορφή δουλείας. Η ταυτότητά του χάνεται πίσω από την ταυτότητα ενός άλλου. Πόσο μπορεί κάποιος να ικανοποιηθεί όταν αυτό που πράττει δεν τον εκφράζει, αλλά γίνεται κάτω από τη σκιά ενός άλλου; Αυτό ήταν το ζήτημα που θέλησα να διαχειριστώ. Και τελικά οδήγησα τον ήρωά μου σε δρόμους όπου η μάσκα αφαιρείται. Κάτι που το πετυχαίνει καθώς ανακαλύπτει πως υπάρχει πάντα ένας τρόπος να υποστηρίξεις την ιδιαιτερότητά σου και να κάνεις τους άλλους να τη σεβαστούν.

-Οι έμφυλες σχέσεις βρίσκονται στο επίκεντρο αυτού του βιβλίου. Σε μια περίοδο που η ορατότητα αλλά και ο αποκλεισμός κινούνται σε τεντωμένο σχοινί, και ταυτόχρονα σε μια περίοδο όπου ένα σύστημα ολόκληρο δείχνει να μισεί τη νεότητα, πως αντιμετωπίζετε αυτό το ευαίσθητο θέμα;

*Οι έμφυλες σχέσεις είναι πάντα στο επίκεντρο σχεδόν όλων των βιβλίων μου, μα και είναι ακόμα -αυτό πιστεύω- παρούσες στην καθημερινότητα όλων μας και κυρίως των νέων. Λέτε πως υπάρχει ένα ολόκληρο σύστημα που δείχνει να μισεί τη νεότητα. Λογικό δεν είναι; Μιας και νεότητα πάντα σήμαινε επανάσταση και αμφισβήτηση. Μα εγώ ακριβώς το στοιχείο αυτό στοχεύω να προβάλω. Δεν είναι τυχαίο πως όχι μόνο γράφω βιβλία για νέους, αλλά και τα ‘ενήλικα’ μυθιστορήματά μου πάντα φωτίζουν τα νεανικά χρόνια των ενήλικων ηρώων μου. Η παιδική και εφηβική περίοδος κάθε ανθρώπου είναι η πατρίδα του. Όλοι έχουμε υποχρέωση να περιφρουρούμε τη νεότητα.

-Ταυτόχρονα σ' αυτό το βιβλίο δεν δαιμονοποιειτε τη νοσταλγία, και βάζετε σε ευκρινές πλάνο την ποίηση. Δεν φοβάστε μήπως σας πουν ντεμοντέ;

*Είπα πιο πριν πως ο ήρωάς μου αποδέχεται την ιδιαιτερότητά του καθώς ανακαλύπτει πως υπάρχει ένας τρόπος πρώτα ο ίδιος να την εκτιμήσει και να τη σεβαστή. Κι αυτό το πετυχαίνει καθώς γνωρίζεται με μια μεγαλύτερή του γυναίκα που συνηθίζει να χρησιμοποιεί στον λόγο της και στίχους παλιών ποιητών. Η διαχρονικότητα του ποιητικού λόγου. Και παράλληλα το απόλυτα μοντέρνο της. Ελπίζω να έπεισα για τη θέση μου αυτή. Τουλάχιστον η βράβευση αυτού του μυθιστορήματος κάτι τέτοιο με κάνει να πιστεύω πως συνέβη.

-Γιατί επιλέγεται ένα κάθε άλλο παρά ελληνικό περιβάλλον για την εξέλιξη της αφήγησης;

*Γιατί ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία και είτε το θέλουμε είτε όχι και τα προβλήματα και οι λύσεις τους είναι σχεδόν παρόμοια σε κάθε μέρος του δυτικού κόσμου. Έπειτα θέλησα και να δημιουργήσω μια μυθιστορηματική αλήθεια, ένα μυθιστορηματικό κόσμο χωρίς τη βοήθεια συγκεκριμένων χωρικών αναφορών. Ως συγγραφέας έλκομαι να δημιουργώ δικούς μου κόσμους.

-Είστε από τους ελάχιστους λογοτέχνες που έχουν βραβευτεί τρεις φορές με Κρατικό Βραβείο. Αλήθεια αυτός ο θεσμός, πέραν της τιμής που αποδίδει στον συγγραφέα, διευκολύνει, θεωρείτε, τη σχέση  τη διείσδυση του συγγραφικού έργου  στο  αναγνωστικό κοινό;

* Κάθε βραβείο και ειδικά ένα Κρατικό, δημιουργεί ένα θετικό κλίμα για τον τίτλο που βραβεύτηκε. Αλλά ας μην ξεχνούμε πως η όποια επιλογή έχει να κάνει με την γνώμη οχτώ ή εννιά ανθρώπων. Κάποια άλλοι θα επέλεγαν ίσως κάποιο άλλο βιβλίο. Σε κάθε περίπτωση το Κρατικό Βραβείο έχει αξία μιας και είναι η αναγνώριση της Πολιτείας στο έργο όχι μόνο εκείνου που βραβεύεται αλλά και σε όλους όσους ασχολούνται με τη γραφή. Αλλά χρειάζεται να αναθεωρηθεί ο τρόπος που εφαρμόζεται. Θα σας πρότεινα κάποια στιγμή να ξεκινήσετε μια έρευνα πάνω σε αυτό το θέμα.

-Έχετε μακρά και συχνά δια ζώσης σχέση με τους αναγνώστες σας, κυρίως τα παιδιά και τους εφήβους. Αυτή είναι αναγκαία συνθήκη για έναν συγγραφέα;

*Βοηθητική θα τη χαρακτήριζα και για τον συγγραφέα και για τον αναγνώστη. Αλλά όχι αναγκαία. Εμένα με βοηθά να είμαι κοντά στη ψυχοσύνθεση των αναγνωστών μου. Είναι μια γνώση που συχνά με βοηθά όταν γράφω, χωρίς και να την αφήνω να μου επιβάλλεται. Όσον αφορά τους αναγνώστες και γι αυτούς είναι μια ενδιαφέρουσα εμπειρία… Τουλάχιστον τις περισσότερες φορές.

-To διαδίκτυο διευκολύνει αυτή τη σχέση; Επαρκεί;

* Ως προς την αμεσότητα της επαφής συγγραφέα – αναγνώστη, ξεκάθαρα όχι. Αλλά από την άλλη οι διαδικτυακές  αυτού του είδους συναντήσεις έχουν το πλεονέκτημα πως μπορούν να ‘μαζέψουν’ αναγνώστες από διάφορα σημεία της χώρας, κάποτε και από το εξωτερικό. Επίσης έχουν το πλεονέκτημα πως ο χρόνος που αμφότερα τα μέρη αφιερώνουν σε μια τέτοια συνάντηση είναι καθαρός και εύκολα πραγματοποιήσιμος  -εννοώ πως δεν χρειάζονται χρονοβόρες και συχνά κοστοβόρες μετακινήσεις κλπ.

-Αλήθεια τι σας λένε τα παιδιά και οι έφηβοι για τα βιβλία σας;  

*Άλλα λένε τα παιδιά κι άλλα ρωτάνε οι έφηβοι. Στις μικρές ηλικίες η εμπειρία της συνάντησης έχει κάτι το ζεστό, σαν κι αυτό που ένας μικρό παιδί παίρνει και δίνει όταν συνομιλεί με ένα ενήλικο. Μπορεί να υπάρχουν αφελείς ερωτήσεις, αλλά νομίζω πως μέσα στη ψυχή του παιδιού εγγράφεται το ίδιο το γεγονός της συνάντησης και όχι το τι ειπώθηκε. Στους εφήβους είναι διαφορετικές οι συνθήκες. Εκεί η συζήτηση και οι προβληματισμοί έχουν την ένταση, το πάθος και τη δυναμική της εφηβείας. Μα και την αμφισβήτηση, συχνά και την αδιαφορία.  Ιδιαίτερο κοινό και γι αυτό μεγάλη εμπειρία μα και μεγάλη χαρά η συνάντηση με μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αλλά στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσω πως καθώς πλησιάζουμε προς το τέλος αυτού του κύκλου σπουδών, ολοένα και η ευκαιρία πραγμάτωσης μιας τέτοιας συνάντησης λιγοστεύει. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα μάλλον φοβάται τη συνάντηση εφηβείας και λογοτεχνίας. Φοβάται τις εκρήξεις που ίσως θα τη συνοδεύουν. Και βέβαια -ας το αναφέρω και αυτό- οι φιλόλογοι στην πλειονότητά τους μάλλον αγνοούν,  αν και δεν απαξιώνουν, τα έργα εκείνα που μπορούν να συνομιλήσουν άμεσα με τους νέους. Κι έτσι αυτά τα βιβλία που προτείνουν δεν έχουν τα στοιχεία εκείνα που θα τα κάνουν αγαπητά στους εφήβους. Με άλλα λόγια, είναι καλά μεν βιβλία, που όμως δεν συνομιλούν, δεν φωτίζουν την εφηβεία. Κι έτσι αφήνουν αδιάφορους τους εφήβους. Κάποιους τους μετατρέπουν σε αρνητές της λογοτεχνίας. Κρίμα. Στην ηλικία που μπορεί να εδραιωθεί η φιλαναγνωσία, το  ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν κάνει τίποτε το ουσιαστικά αποτελεσματικό.

-Είστε από τους συγγραφείς που αντιμετωπίζετε τη γραφή και ως πολιτική πράξη. Τι διαπιστώνετε για την εποχή μας, για τη χώρα μας, για τον σύγχρονο άνθρωπο αυτή την περίοδο; Ο συγγραφέας έχει, θεωρείτε, τη θέση που του αξίζει στις σημερινές κοινωνίες;

*Στην εποχή μας η ατομική προβολή δείχνει να είναι εύκολα πραγματοποιήσιμη. Αλλά παράλληλα είναι και παραπλανητική. Και γι αυτόν που προβάλλεται και για όσους αποδέχονται αυτήν την προβολή. Η πληθώρα ‘αναγνωρίσιμων’ δημιουργών / καλλιτεχνών τελικά οδηγεί σε ένας είδος παραμερισμού του ίδιου του έργου. Δεν είναι αυτό που αναγνωρίζεται αλλά εκείνος που το εκτελεί.   Κι έτσι έχουμε μια επιφανειακή σχέση με τα πάντα -από την Πολιτική έως την Τέχνη.

-Οι πρόσφατες εκλογές, οι εξελίξεις στην αξιωματική αντιπολίτευση τι αντίκτυπο έχουν στη χώρα και τους πολίτες της;

* Μιλώντας ως άτομο με πίστη προς το δημοκρατικό πολίτευμα, λέω πως τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών στη χώρα μας είναι πάρα πολύ δυσάρεστα. Κι αυτό γιατί αν το όποιο κόμμα που κυβερνά δεν αισθάνεται στην πλάτη του την ανάσα του αντίπαλου κόμματος, τότε είναι βέβαιο πως θα εφαρμόσει μια πολιτική αλαζονική, πολιτική πολλαπλά διαβλητή. Αλλά κάτι που επίσης με ανησυχεί -κι αυτό ισχύει και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο- είναι η απροκάλυπτη επανεμφάνιση στα βουλευτικά έδρανα εκπροσώπων φασιστικής και ναζιστικής νοοτροπίας. Μπορεί αυτή η κατάσταση να αλλάξει; Και πότε; Ομολογώ πως δεν ξέρω. Αν μελετήσουμε τη νεότερη  ιστορία μας θα διαπιστώσουμε πως οι μεγάλες ανατροπές ήρθαν μετά από μεγάλες κρίσεις. Κι αν συμβούν… Θα τις αντέξουμε; Πως θα αντιδράσουμε;

-Χρειαζόμαστε, λέτε, κι εμείς οι ενήλικες έναν μασκοφόρο ήρωα κόμικ, να μας βοηθήσει αυτή την περίοδο;

*Θα έλεγα ακριβώς το αντίθετο. Πλήρη χαρτογράφηση των ιδεών μας και σχεδιασμό των εφαρμογών τους. Αν κάτι μπορεί να μας βοηθήσει σε ατομικό μα και σε συλλογικό επίπεδο δεν είναι η επιλογή μιας κάποιας μάσκας, αλλά η εμπιστοσύνη στα δικά μας χαρακτηριστικά. Ας καταλήξω με μια άποψη: αρκετά επαναπαυτήκαμε στις πνευματικές και πολιτικές δόξες των αρχαίων προγόνων μας* καιρός πλέον να στρωθούμε και να δημιουργήσουμε τις δικές μας. Διαφορετικά το πνευματικό και πολιτικό κενό που αφήνουμε να γιγαντώνεται στο τέλος θα μας ρουφήξει. Με άλλα λόγια, η κληρονομιά σπαταλήθηκε και η ένδεια έχει ήδη πλησιάσει. Επικινδύνως. 

8.7.23

 

Ποτέ πιο πριν

8 Ιουλίου, 2023

Μια ιστορία σκληρή σε κάποια σημεία της μα και συγκινητική για εφήβους, νέους, ενήλικες

8 Ιουλίου, 2023 www.elculture.gr

Κείμενο: Πέπη Νικολοπούλου

Τίποτα δεν σου αποκαλύπτεται αμέσως, αλλά υποψιασμένος αναμένεις την ανατροπή και αφήνεσαι να σε συνεπάρει ο αφηγηματικός χείμαρρος του συγγραφέα. Ο Μάνος Κοντολέων, εξαιρετικός χειριστής της ελληνικής γλώσσας, μαέστρος του λυρισμού για μια ακόμη φορά παραδίδει μια ιστορία που δεν προσμένει χειροκρότημα μα ταπεινά με ευαισθησία, αξιοπρέπεια και πάνω από όλα με εντιμότητα, μοιράζεται μια ιστορία ενηλικίωσης και προσωπικής ελευθερίας.

Η Ανίκα ζει μαζί με τον πατέρα της Αγκίπ Ζατάν και τη θεία της Ντόνα Νεράν πάνω από δεκαπέντε χρόνια σε μια χώρα του Βορρά. Η ίδια, όπως βέβαια και οι δικοί της, έχει γεννηθεί σε μακρινή χώρα της Ανατολής, αλλά ένα τραγικό γεγονός, που συνέβη όταν εκείνη ήταν μόλις 2 ετών θα αναγκάσει όλη την οικογένεια σε μια νομαδική ζωή να βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση από τόπο σε τόπο.

Η Ανίκα καταπιέζεται από τα αυστηρά ήθη της πατρίδας της, τα οποία οι δικοί της θέλουν να της επιβάλουν. Και αυτό θα γίνει περισσότερο αντιληπτό και έντονο όταν ο έρωτας θα της χτυπήσει την πόρτα. Ο έρωτας στο πρόσωπο του Γιαν, του ξανθού «βόρειου» αγοριού. Κι ενώ η Ανίκα προσπαθεί να βρει τη δική της ταυτότητα, την ολόδική της φωνή, το παλιό οικογενειακό μυστικό έρχεται να υπενθυμίσει πως, σε κάποιες περιοχές της γης, σε κάποιες πατριαρχικές κοινωνίες όπου το σκότος συχνά ορίζει τις συμπεριφορές, η ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων είναι κάτι απαγορευμένο, ο έρωτας έχει κανόνες και η θέση της γυναίκας, η τιμή και αξιοπρέπειά της, ορίζονται από κανόνες που απορρέουν από το «Ποτέ πιο πριν…».

Η θεία Ντόνα Νεράν, θεματοφύλακας των παραδόσεων, σκληρή και απόλυτη, αρνείται να προσαρμοστεί και μόνη της επιτακτική επιθυμία, είναι η επιστροφή στην πατρίδα. «Θα πρέπει να της υπενθυμίσεις πως, αν για σένα ο δρόμος της επιστροφής στην πατρίδα έχει κλείσει, για κείνη δεν υπάρχει άλλη επιλογή…», θυμίζει συνεχώς στον αδελφό της και πατέρα της Ανίκα, Αγκίπ Ζατάν.

O Αγκίπ Ζατάν από την άλλη πλευρά, συχνά σιωπηλός δεν τοποθετείται ποτέ ξεκάθαρα αλλά μερικώς φαίνεται διαλλακτικός και μάλλον έτοιμος να προχωρήσει στο μέλλον, κόβοντας τις γέφυρες με το παρελθόν. Ο ρόλος του καθοριστικός στο τέλος της ιστορίας μας.

Μια ιστορία σκληρή σε κάποια σημεία της μα και συγκινητική, που σε αντίθεση με την πλειάδα των εφηβικών προτάσεων ανάγνωσης με σαχλό ρομαντισμό, σκόπιμη γυναικεία χειραφέτηση στα όρια του γελοίου και του προσποιητού, θίγει ζητήματα επίκαιρα και οικουμενικά: ζήτημα ταυτότητας των νέων, απαλλαγής από στερεότυπα και τα «κακώς κείμενα» ενός σκοτεινού παρελθόντος αιώνων καταπιεστικών για τη γυναίκα και κυρίως ζητήματα ελευθερίας και αυτοδιάθεσης.

 

Η αφήγηση της ιστορίας συνεχώς εναλλάσσεται με πολύ καλή δομή δίχως περιπλοκότητες και πρόθεση αποπροσανατολισμού αλλά με ξεκάθαρη πρόθεση να δώσει ελευθερία διαμόρφωσης προσωπικής, 360 μοιρών γνώμης του αναγνώστη για τις συνθήκες που διαμορφώνουν τη ζωή και τη συμπεριφορά των ηρώων της ιστορίας. Το αναγνωστικό βλέμμα διαρκώς σε κίνηση τόσο στον χρόνο, το παρελθόν πάντα ορίζει τις εξελίξεις του παρόντος, όσο και στον χώρο, αν και δεν κατονομάζονται οι τόποι, είναι διάχυτη η πεποίθηση πως συχνά ταξιδεύουμε σε κάποια ανατολική χώρα με αυστηρούς κώδικες συμπεριφοράς για τις γυναίκες, αλλά και στα πρόσωπα, ωριμάζει, και προσπαθεί να ερμηνεύσει.

Ο Μάνος Κοντολέων, φανατικός του εφηβικού μυθιστορήματος, υμνεί με το δικό του προσωπικό τρόπο τον έρωτα, και την αυτοδιάθεση. Δίχως φανατισμούς και υπερβάσεις, γράφει μια σύγχρονη ιστορία που μπορεί και θέλει να μιλήσει τη γλώσσα του νέου, τη γλώσσα του έφηβου που στοχάζεται, διαθέτει κριτική σκέψη, κατανοεί και αποδοκιμάζει τις βάρβαρες συνήθειες του παρελθόντος αλλά και του παρόντος σε πολλές χώρες, συχνά ακόμα και στη δική μας «δυτική κοινωνία». Μα πάνω από όλα, υμνεί την προσωπική ελευθερία ως θεμελιώδες και αναντίρρητο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου.

Ένα εξαιρετικό βιβλίο για κάθε έφηβο αναγνώστη που εύκολα μπορεί να διαβαστεί από έναν ενήλικα. Άλλωστε τα ζητήματα που θίγει είναι πάντα επίκαιρα, και αφορούν κάθε κοινωνία, φύλο και ηλικία. Γιατί καθένας οφείλει και πρέπει να ορίζει στο μέτρο του δυνατού τη ζωή του.

7.7.23

Ποτέ πιο πριν -ο Απόστολος Πάππος στο Elniplex

 


«Αυτός που τολμά στο τέλος καταφέρνει να γίνει αυτό που θέλει…»

σελ. 159

Ο Μάνος Κοντολέων είναι ανεξάντλητος. Οικοδομεί υποδειγματικά για ακόμα μια φορά μια άρτια ιστορία για εφήβους, νέους, ενήλικες.

Περί τίνος πρόκειται

Εδώ και δέκα και πλέον χρόνια, η Ανίκα, η θεία της, Ντόνα Νεράν, και ο πατέρας της ζουν σε μια χώρα του Βορρά, όπου οι περισσότεροι είναι ξανθοί, με ανοιχτόχρωμα μάτια και μυρωδιά από τις πεδιάδες της Δύσης. Κάποτε ήταν και η μητέρα της μαζί, η Μόνα. Αλλά όχι πια. Δε ζει πια.

Η Ανίκα και οι γονείς της είχαν γεννηθεί σε μακρινή χώρα της Ανατολής. Αλλά στα δύο της, η οικογένεια αναγκάστηκε να μεταναστεύσει και να μετακομίζει διαρκώς ολοένα και πιο βόρεια, όλο και πιο παγωμένα, όλο και λιγότεροι από εκείνους με την παρόμοια καταγωγή που έπαιρναν τον δρόμο της ξενιτιάς. «Ζητούνται ανειδίκευτοι εργάτες«. Βοηθός μάγειρα στο κυλικείο του εργοστασίου, έπιασε δουλειά ο μπαμπάς της, ο Αγκίπ Ζατάν, ευχή και κατάρα αυτού του μέρους.

Γνωρίζει τη συνομήλική της, Ντάφνη. Προσπαθεί να μπει στον κόσμο του καινούριου τόπου. Μάταια.

«Άλλωστε- σίγουρο αυτό- αν είχε ζητήσει την άδεια του πατέρα της ή της Ντόνα, θα της την είχανε αρνηθεί. Ο πατέρας με μια κίνηση του κεφαλιού, ένα πετάρισμα των ματιών του, θα άφηνε να εννοηθεί πως μια τέτοια έξοδος δεν είναι πρέπουσα για κορίτσι της ηλικίας της, ενώ η Ντόνα Νεράν, με πλέον ξεκάθαρο τρόπο, θα έδειχνε- μα χωρίς και να αποδεικνύει- πως μια τέτοια ελευθερία θα ήταν επικίνδυνη, όχι μόνο τώρα, στα δεκαπέντε της τα χρόνια, μα και αργότερα και πάντα, σύμφωνα με όσα ισχύανε εκεί πέρα στην πατρίδα τους… Έως πότε;…

Κι εκείνο το Ποτέ πιο πριν πέρασε από τη σκέψη της Ανίκα… Και τη θόλωσε.»

Η συχνή αλλαγή τόπων δεν της χαρίζει περιθώρια προσαρμογής, κοινωνικοποίησης. «Κάθε τόπος έχει τους δικούς του κανόνες συμπεριφοράς κι η Ανίκα ποτέ δεν προλάβαινε να τους μάθει… Ώσπου να τους υποψιαστεί φεύγαν γι’ αλλού».

Είναι δεκαπέντε χρονών. Είναι έφηβη. Σε κάθε τόπο κουβαλά τις συνήθειες του τόπου που γεννήθηκε, των ανθρώπων της, της οικογένειάς της. Απαγορεύσεις, επιβεβλημένη τήρηση κανόνων που για εκείνους έχουν σημασία. Καταπιέζεται. «Η γοητεία του απαγορευμένου- είχε έρθει η ώρα η Ανίκα να της αφεθεί«. Αλκοόλ, μουσική, χορός, ερωτικές υποσχέσεις. Προσπαθεί να βρει τον εαυτό της, να τον προσδιορίσει μέσα στο πλαίσιο του νέου τόπου, νέα ξανά σε ένα ακόμη μέρος. Η θεία της είναι ο θεματοφύλακας των παραδόσεων του τόπου καταγωγής. Αποτελεί μια φωνή προσγείωσης, υπενθύμισης από πού προέρχεται προς τα πού πηγαίνει. «Θα πρέπει να της υπενθυμίσεις πως, αν για σένα ο δρόμος της επιστροφής στην πατρίδα έχει κλείσει, για κείνη δεν υπάρχει άλλη επιλογή… Σε δυο τρία χρόνια θα πρέπει να…» (σελ.47). Διαρκώς πιέζει τον αδερφό της να σφίξει τα λουριά της κόρης του. Εκείνος της παίρνει κινητό, όπως του ζήτησε η Ανίκα.

Δεκέμβρης. Χιόνι, παγωνιά. Το λευκό στον τόπο της ήταν χρώμα πένθους. Εδώ, όμως, όχι. Η Ντόνα Νεράν θα κάνει τα πάντα να πείσει τον αδερφό της να συνεφέρει την Ανίκα που αρχίζει να ξεμυαλίζεται κατά την άποψή της, να επιστρέψει στην πατρίδα, στον τόπο τους. «Κανένας τόπος δεν είναι κατάλληλος για να γεννάνε οι γυναίκες της φυλής τους, παρά μόνο η δική τους πατρίδα».

Αλλά η νιότη! Η νιότη! Ο έρωτας της χτυπά την πόρτα. Μια νέα ζωή της χτυπά την πόρτα. Θα βαδίσει μπροστά; Ή θα υπακούσει στα σκληρά κελεύσματα της θείας της και του οικογενειακού τόπου που ουρλιάζει από χιλιόμετρα μακριά μα και ακριβώς δίπλα της;

«Τι αναστενάζεις;» η αδερφή του τον αποπήρε. «Επειδή εσύ δεν άντεξες να κάμεις το χρέος που η τιμή της φαμίλιας μας επέβαλλε, δε σημαίνει πως η γενιά μας θα χαθεί από τη γη των πατεράδων μας. Η Ανίκα πρέπει να επιστρέψει… Αχάλαστη όμως. Το ξέρεις πως όλα είναι κανονισμένα εκεί. Έχεις εσύ ο ίδιος συμφωνήσει- έτσι έχω καταλάβει. Ο δεύτερος γιος των Σαλαμάν θα είναι ο άντρας της. Μέρος των κτημάτων τους θα ενωθούν με τα δικά μας… Νέα παιδιά θα έρθουν… Θα πάρουν το όνομα του πατέρα μας, της μάνας μας… Το δικό σου…» Όσο η Ντόνα Νεράν μιλούσε η φωνή της υψωνότανε.

Εστιάζοντας

Χώρα προέλευσης, χώρες διέλευσης, χώρα παραμονής. Καμία δεν κατανομάζεται, όλες φωτογραφίζονται, όχι ως ονόματα, αλλά ως σαφή πολιτισμικά και κοινωνικά status quo, διευρύνοντας με αυτόν τον τρόπο το γεωγραφικό πλαίσιο που δεν αφορά σε χώρες αλλά σε σε νοοτροπίες, σε ολοκληρωτισμούς κάθε είδους. Κάποια πιθανότατα ισλαμική χώρα της Ασίας, με σκληρούς κώδικες συμπεριφοράς και ατομικών ελευθεριών για τις γυναίκες (κατά κύριο λόγο), η προέλευση, η καταγωγή. Δεν κατονομάζεται Κάθε τέτοια (όχι απαραίτητα ισλαμική) χώρα. Μια κοινωνία βάναυσα πατριαρχική, κυριαρχική πάνω στις γυναίκες, οι οποίες δεν αυτοπροσδιορίζονται, δεν έχουν λόγο, έχουν δοσμένες μοίρες, προδιαγεγραμμένες τροχιές, ζουν μέσα σε επαναλαμβανόμενες δίνες. Κάθε τέτοια κοινωνία. Κάποια βορειοευρωπαϊκή-σκανδιναβική χώρα, με κατοχυρωμένες ατομικές ελευθερίες, όπου η πατριαρχία έχει αποκηρυχθεί ως νοσηρότητα και κυρίαρχο αφήγημα και καταπολεμάται δυναμικά με νομοθετικές και άλλες ανθρώπινες παρεμβάσεις. Μαζί με την εκούσια χρονική απροσδιοριστία, καταφέρνει να διαστείλει τα όρια του χωροχρόνου, ως εκ τούτου και τη θεατρική σκηνή του δράματός του, που καλύπτει κοντά μισό πλανήτη. Ενδιαφέρουσα ιδεοσύναψη είναι ότι η απροσδιοριστία ως αρχή της κβαντομηχανικής δηλώνει (όπως μας ενημερώνει η wikipedia) πως «ένα ζεύγος τιμών-φυσικών ποσοτήτων ενός σωματιδίου, όπως η θέση και η ταχύτητα ή η ορμή του, δεν μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια, ακόμα κι αν έχουν καθοριστεί οι αρχικές συνθήκες της κίνησής του· σύμφωνα με την αρχή, το γινόμενο της αβεβαιότητας της θέσης του σωματιδίου με την αβεβαιότητα της ορμής του δεν μπορεί να είναι μικρότερο από μια γενική σταθερά, πράγμα που σημαίνει ότι με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια προσδιορίζεται η θέση, τόσο πιο μεγάλο είναι το πιθανό σφάλμα στην πρόβλεψη της ορμής και αντίστροφα». Τώρα τοποθετήστε τη Ανίκα και την αβεβαιότητα της ορμής της εφηβείας στη θέση του σωματιδίου και θα δείτε γιατί οι άνθρωποι υπακούμε σε νόμους φυσικής και πώς τους διασπούμε μόνο εμπίπτοντας σε κάποιους άλλους, νέους, ανατρεπτικούς.

Αυτή η προσφυγική τροχιά, η πορεία από την Ανατολή προς τα βορειοδυτικά, είναι ένας δύσκαμπτος μίτος που σέρνει πίσω τους λαβυρίνθους που οικοδομεί επιδέξια ο Μ. Κοντολέων. Είναι ο λαβύρινθος εκείνου του πολιτισμού που θεωρεί τις γυναίκες προϊόντα σε διατεταγμένη υπηρεσία, με πορεία πυραυλικού συστήματος, από την οποία δεν δύναται να λοξοδρομήσει. Είναι ο πολιτισμός που θέλει τις γυναίκες άσπιλες, ανέγγιχτες, άχραντες, παρθένες, δώρο στον επίδοξο γαμπρό που θα παινευτεί για ένα κόκκινο σεντόνι, για ένα «αδειανό πουκάμισο«, για «μιαν Ελένη» της Ανατολής. Είναι ο πολιτισμός που λιθοβολεί μέχρι να πάρει την τελευταία ανάσα μιας γυναίκας που πρόδωσε τους σκληρούς νόμους της παρθενιάς, της αφοσίωσης στα πατρώα. Είναι ο πολιτισμός που δεν επιτρέπει λάθη, που δεν δέχεται καμία άλλη άποψη, καμία άλλη επιλογή. Υπάρχει μόνο αυτό που μεταφέρουμε ως τοξική σέχτα αιώνες πάνω στην καμπούρα μας και τίποτε άλλο. Μια ζωή που παίζει πάνω σε μια δογματική λούπα η οποία κραδαίνει ρυθμό αταίριαστο στα ανθρώπινα.

Και ακολουθεί ο λαβύρινθος της ταπείνωσης, της φυγής, της προσφυγιάς, της αναζήτησης μιας άλλης ζωής, καινούριας, μιας άλλης πατρίδας∙ δεν έρχεται και όλο τραβάμε και πιο βόρεια, όλο και πιο μακριά από τη ρίζα μας. Και ύστερα, ένας νέος λαβύρινθος, εκείνος της ζωής που πρέπει να χτίσουμε από την αρχή, μια δουλειά, ένα σχολείο, ένας άλλος κόσμος. Ουπς! Έφηβοι. Οι αναδυόμενοι άνθρωποι, οι αναδυόμενοι ενήλικες. Φιλίες. Φλερτ. Έρωτες. Θεατρικές παραστάσεις. Θέλω να ζήσω. Φυσιολογικά πράγματα. Συμβατά με την ατομική και συλλογική μας κβαντομηχανική. Αλλά ο μίτος του λαβυρίνθου καταγωγής φτάνει ως εδώ, κάνει κρότο, εκτινάσσει θραύσματα, θέλει να σε ανατινάξει, να σε γυρίσει πίσω, χωροχρονικά πίσω.

Το θέλω και το απαγορεύεται. Η μοίρα και η επιλογή. Το πάγιο και το νέο συμβόλαιο με τη ζωή. Το οδυνηρό καθήκον, η στεριωμένη αίσθηση του χρέους, το παρελθόν που επιτάσσει και εσύ που πρέπει να εκτελέσεις παρά τη θέλησή σου. Τα οικογενειακά μυστικά που κυνηγούν τη ζωή σου «να την ξεμοναχιάσουν μες τη νύχτα…, σαν ψάρι να σε πιάσουν μες τα δίχτυα«. Για την Ανίκα δεν είναι αργά. Μπορεί η θεία της να χτυπά αλύπητα πάνω στο μαλακό υπογάστριο των αναδυόμενων επιθυμιών της, μη μπορώντας η ίδια να κοιτάξει πέρα από την θεοποιημένη μοίρα που προδιαγράφει τα δοσμένα, υπάρχει όμως ένας πατέρας που αποδεικνύεται ο καλός αγωγός της κάθαρσης και της Εξόδου. Από τον άλλο κόσμο, από την κατάδυση σε έναν Αχέροντα κάποιας Ανατολής σε αυτόν μιας νέας ζωής.

Ο Κοντολέων δεν δοξολογεί τον δυτικό κόσμο, δεν αποκηρύσσει κάποιον ισλαμικό κόσμο. Αντιθέτως, μη κατονομάζοντας τίποτε από τα δύο, προβαίνει, όπου γης, στην ανακήρυξη της ατομικής ελευθερίας και του αυτοπροσδιορισμού ως μεγίστων αρετών και ζητουμένων, ενώ αντιθέτως αποδυναμώνει στο βλέμμα του αναγνώστη οποιονδήποτε φονταμενταλισμό, όπου κι αν αυτός συμβαίνει, όποια κι αν είναι τα ριζά του. Ας μη λησμονούμε, άλλωστε, ότι η ελληνική κοινωνία μέχρι πολύ πρόσφατα ζούσε πόρτα παρά πόρτα τέτοιες ιστορίες ατίμωσης, πεπρωμένου και ετεροπροσδιορισμού, ούσα μια χώρα με ισχυρά στοιχεία συντήρησης και στέρησης της προσωπικής επιλογής. Γράφει, κατά βάση, ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, crossover κατά τον πιο σύγχρονο ορισμό των βιβλίων που υπερβαίνουν το target group κάποιας συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας και γίνονται κατάλληλα για περισσότερα ηλικιακά κοινά (ενήλικες), το οποίο αναπτύσσει μια συστοιχία ιδεών όπου η ατομική ελευθερία, η ισότητα ευκαιριών και δικαιωμάτων και κυρίως η αναζήτηση, το πλησίασμα του εαυτού μας και η διαμόρφωση της ταυτότητάς μας ανακηρύσσονται άτυπα ως ο θεμελιώδης στόχος κάθε εφήβου, καθώς βαδίζει προς την ενηλικίωση, πόσω μάλλον ενός πρόσφυγα εφήβου, ο οποίος δεν ζει απλώς μακριά από τον τόπο καταγωγής του, αλλά ισορροπεί πάνω σε ένα διαρκώς τεντωμένο σχοινί, βλέποντάς τον παλιό κόσμο ακριβώς κάτω από τα πόδια του. Και επιλέγει να μην πέσει ξανά εκεί∙ και ακροβατεί.

Πέρα από τη δύναμη της προσωπικής επιλογής, τη σημασία του πατέρα ο οποίος αποτινάσσει για χάρη της κόρης του το ναρκοπέδιο που τους έχουν φυτέψει, ο συγγραφέας αναδεικνύει, κατά τη γνώμη κάτι ακόμα. Συχνά οι πρόσφυγες, οι βίαια εκτοπισμένοι, αλλά κυρίως οι μετανάστες που επιλέγουν άλλους τόπους για να ζήσουν, δεν απορροφούνται από τον κυρίαρχο τρόπο ζωής της χώρας προορισμού, φτάνοντας στο σημείο όχι μόνο να τον αμφισβητούν αλλά εμμονικά να διαδηλώνουν τις εξτρεμιστικές απόψεις τους ως ορθές για την ανθρωπότητα. Στην ιστορία του Μάνου Κοντολέων, η Ανίκα φαίνεται ότι δεν λειτουργεί εχθρικά απέναντι στη χώρα υποδοχής, αντιθέτως ακολουθεί, δειλά μεν, αρχικά, τη ροή των συνομηλίκων της. Όμως, θεωρώ ότι κατά βάση ακολουθεί τη φυσική ροή του σώματος, της ψυχής, της εφηβείας, κάθε ανθρώπινης ύπαρξης∙ κι αυτό δεν αφορά σε κάποια πολιτισμική αντιπαράθεση δυτικού και κάποιου άλλου κόσμου ή μοντέλου ζωής. Αφορά στην αντιπαράθεση με το σώμα, με τη φύση μας, με το είναι μας, με το εδώ και το τώρα μας κι όχι με κάποιο υποσχόμενο επέκεινα.

Τέλος, θα ήθελα να σταθώ λίγο στον τίτλο. Το Ποτέ Πιο Πριν, αυτά τα τρία Π, σαν τον περίφημο άρρητο αριθμό που δεν παύει ποτέ να επαναλαμβάνει μια μόνιμη παράσταση, προσδιορίζουν ένα χρονικό σύνορο όπου ο άνθρωπος ως δρων υποκείμενο προβαίνει σε πράξεις που δεν έχουν συμβεί ποτέ πιο πριν, διατελεί σε ψυχικές καταστάσεις όπως ποτέ πιο πριν, προχωρά σε σκέψεις όπως ποτέ πιο πριν, προχωρά μπροστά όπως δεν τόλμησε ποτέ πιο πριν, αποκηρύσσει το παρελθόν του και τα δοσμένα του, όπως ποτέ πιο πριν, αλλάζει και φτάνει στην κατάκτηση να ορίζει ο ίδιος τη ζωή του και τον εαυτό του όπως ποτέ πιο πριν. Και πράγματα που δεν έγιναν ποτέ πιο πριν. Και κάποτε έρχεται η ώρα τους να γίνουν. Οι υπερβάσεις θέλουν αυτό το ποτέ πιο πριν. «Αυτός που τολμά στο τέλος καταφέρνει να γίνει αυτό που θέλει…»

Η χρήση του λόγου είναι επιδέξια επιλεγμένη και δομημένη, η διάρθρωση των κεφαλαίων και η αφήγηση in medias res καθώς και οι συνολικές μυθοπλαστικές επιλογές εξασφαλίζουν στην ιστορία το μέγιστο αναγνωστικό ενδιαφέρον ενδυναμώνοντας την πλοκή, την αγωνία και την αναζήτηση του τι έχει συμβεί. Η κάθαρση που επιφέρει στο τέλος, ανοίγει έξοδο στο φως και στη ζωή. «Μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας…»

Σπουδαίο βιβλίο από έναν ανεξάντλητο συγγραφέα που δεν χάνει ποτέ τη σύνδεση με την εποχή του, αντιστέκεται στο σύγχρονο περιζήτητο καταγγελτικό λόγο και σχεδιάζει ένα οικοδόμημα ανθρώπινων συναισθημάτων, σχέσεων και μεταβολών της ζωής με σημεία αναφοράς το παρελθόν και το μέλλον. Και το Ποτέ Πιο Πριν.

Μικρές αναμνήσεις από το ήθος μιας υπουργού Πολιτισμού

 


Μικρές αναμνήσεις από το ήθος μιας υπουργού Πολιτισμού

Γράφει ο Μάνος Κοντολέων

https://www.efsyn.gr/tehnes/art-nea/387060_diplos-apohairetismos-sti-myrsini-zormpa

24.04.2023

 

Τη Μυρσίνη Ζορμπά τη γνωρίζω από τα χρόνια που είχε, μαζί με τον Τίτο Μυλωνόπουλο, την ευθύνη των εκδόσεων «Οδυσσέας».

 

Μα ουσιαστικά άρχισα να συνεργάζομαι μαζί της όταν ανέλαβε τη γενική διεύθυνση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) – ένα δικό της όραμα που, με τη βοήθεια του τότε υπουργού Πολιτισμού Θάνου Μικρούτσικου, το υλοποίησε.

 

Η πρώτη έδρα του ΕΚΕΒΙ ήταν στη βίλα Μπότση, κάπου στην Κηφισιά, κι εκεί αρχίσαμε όλοι εμείς οι συγγραφείς να συναντιόμαστε και με την καθοδήγηση της Μυρσίνης να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τη συγγραφή όχι μόνο ως μια ατομική απασχόληση και έκφραση των ιδεών μας, αλλά και ως ένα κοινωνικό λειτούργημα που παράλληλα έπρεπε να έχει και τα στοιχεία μιας επαγγελματικής ταυτότητας που θα τη «σκέπαζε» η φροντίδα της Πολιτείας.

 

Πολλές οι πρωτοβουλίες και οι νέες ιδέες -κάποια στιγμή θα πρέπει ένας φορέας του βιβλίου (π.χ. ΟΣΔΕΛ) ή μια ένωση λογοτεχνών (π.χ. Εταιρεία Συγγραφέων) να φροντίσουν να καταγράψουν όλα όσα ξεκίνησαν εκείνα τα χρόνια, όλα εκείνα τα θέματα και τις πρωτοβουλίες που τελικά έχουν διαμορφώσει (ακόμα κι αν κάποιες από αυτές έχουν παραπλανηθεί ή εκφυλιστεί) σ’ ένα μεγάλο μέρος τη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στον χώρο του βιβλίου και των δημιουργών του.

 

Κάποια στιγμή η Μυρσίνη αποχώρησε από το ΕΚΕΒΙ, η έντονη προσωπικότητά της και η συνεχής έγνοια της για τον πολιτισμό γενικότερα και το παιδί ειδικότερα την οδήγησε σε νέες υπεύθυνες δραστηριότητας και θέσεις. Στο τέλος ο πολιτισμός της χώρας μας είχε την τύχη να βρεθεί κάτω από τη δική της διεύθυνση, καθώς ανάλαβε τα καθήκοντα της υπουργού Πολιτισμού.

 

Δυστυχώς έμεινε στη θέση αυτή μόνο κάποιους μήνες κι έτσι δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα νέα της οράματα.

 

Από εκείνη την περίοδο της υπουργίας της κρατώ την ανάμνηση δυο μικρών στιγμών -ίσως φαίνονται σχεδόν ασήμαντες, αλλά προσωπικά πιστεύω πως είναι τα μικρά και περιστασιακά που δείχνουν το βάθος και τη σταθερότητα αξιών και ιδεών.

 

Το πρώτο συνέβη στο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας.

 

Στην τελετή απονομής των βραβείων ήρθε η Μυρσίνη και με την ιδιότητα της υπουργού Πολιτισμού έδωσε τα βραβεία σε σκηνοθέτες, ηθοποιούς κ.ά.

 

Την άλλη μέρα το πρωί -Κυριακή, θυμάμαι πως ήταν- στην τραπεζαρία του ξενοδοχείου όλοι σχολιάζαμε τα βραβεία και αναμέναμε την υπουργό να κατεβεί με τον σύντροφό της και να μοιραστεί μαζί μας σχέδια και ιδέες.

 

Αλλά εκείνη δεν κατέβηκε. Μέσω του αξέχαστου Αντώνη Παπαδόπουλου (διευθυντή τότε του φεστιβάλ) μας έστειλε τη συγγνώμη της που δεν θα μας έβλεπε, αλλά είχε προτιμήσει να μείνει στο δωμάτιό της και από το βίντεο να δει τις ταινίες που βραβεύτηκαν και όχι μόνο αυτές.

 

Πράξη που σαφέστατα έδειχνε πως η Μυρσίνη Ζορμπά δεν κρατούσε μόνο τα ηνία του Πολιτισμού, αλλά ήθελε και να γνωρίζει καλά και τους ανθρώπους που τον δημιουργούσαν μέσω του έργου τους.

 

Αυτή είναι η πρώτη μου «μικρή» ανάμνηση που θέλησα δημόσια να την κοινοποιήσω γιατί πιστεύω πως πολλά δείχνει για το πώς κάποιοι με ήθος και συνέπεια προσεγγίζουν τα έργα του πολιτισμού.

 

Η δεύτερη έχει να κάνει με τη σχέση της Μυρσίνης με το βιβλίο και τους δημιουργούς του.

 

Τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας της χρονιάς, που εκείνη ήταν υπουργός Πολιτισμού, αναγγέλθηκαν και τότε η Μυρσίνη σκέφτηκε να προσκαλέσει τους νικητές μαζί με τους πρώτους επιλαχόντες κάθε κατηγορίας στο γραφείο της για να τους συγχαρεί με έναν πιο φιλικό και καθόλου επίσημο τρόπο, να γνωρίσει όσους δεν είχε τύχει να τους έχει γνωρίσει και με όλους να συνομιλήσει για τα βιβλία που είχαν βραβευτεί (ναι, τα είχε όλα διαβάσει)

 

Ημουνα επιλαχών στην κατηγορία του εφηβικού βραβείου και παρευρέθηκα σε εκείνη τη συνάντηση. Μαζί μου, εκτός από τους άλλους βραβευμένους συγγραφείς, ήταν και οι εικονογράφοι των βιβλίων και οι εκδότες τους. Η συζήτηση είχε να κάνει με τα θέματα των έργων μας και απλώθηκε σε γενικότερες ανταλλαγές απόψεων πάνω σε θέματα της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας.

 

Για μια ακόμα φορά, η Μυρσίνη Ζορμπά έδειχνε όχι μόνο την αγάπη της για το βιβλίο και τη διάθεσή της να τιμά όσους το υπηρετούν, αλλά την έγνοια της να ενημερώνεται για θέματα που τους απασχολούν. Και βέβαια με την πράξη της αυτή τιμούσε και τον ίδιο τον θεσμό των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας.

 

Ας σταθούμε για λίγο σε αυτή τη σκέψη, γιατί ενώ από το τέλος Δεκεμβρίου του 2022 οι αρμόδιες επιτροπές έχουν ολοκληρώσει το έργο τους και κοινοποιήσει δημόσια τις βραχείες λίστες όλων των κατηγοριών, η ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού δεν έχει προχωρήσει στην αναγγελία των βραβευμένων έργων και δημιουργών. Και ουδείς γνωρίζει πότε αυτό θα γίνει.

 

Μια στάση που μειώνει τον θεσμό, τις επιτροπές, τους συγγραφείς που τα έργα τους περιέχονται στις βραχείες λίστες και γενικότερα τους ανθρώπους του βιβλίου, από το ίδιο το υπουργείο που υφίσταται για να τους προστατεύει και να τους τιμά.

 

Αλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι. Αλλα ήθη. Δυστυχώς.

 

Μα πάντα θα υπάρχουν τα μέτρα σύγκρισης. Και η Μυρσίνη Ζορμπά υπήρξε ένα από αυτά τα μέτρα. Που θα πρέπει να τα θυμόμαστε και να ζητάμε να συνεχίσουν να έχουν ισχύ και περιεχόμενο.

(820 λεξεις)

2.7.23

Η Γιουλη Τσακάλου στον 'Ελεύθερο Τύπο'

 



Ο Μάνος Κοντολέων είναι από τους πλέον σημαντικούς συγγραφείς της γενιάς του και ακόμα εκείνος που το έργο του ξεκινά από βιβλία για αναγνώστες μικρών ηλικιών, περνά σε νεαρούς ενήλικες αναγνώστες και καταλήγει στη λογοτεχνία των ενηλίκων.

Όλα του τα κείμενα τα διακρίνει μια άρτια λογοτεχνική γλώσσα και ένα σύγχρονος προβληματισμός.

Πρόσφατα είχε φτάσει στα χέρια μας το τελευταίο του cross over μυθιστόρημα, με τον τίτλο «Ποτέ πιο πριν» (Εκδόσεις Πατάκη) που έχει αμέσως προσεχθεί από την κριτική και το κοινό καθώς είναι ένα έργο με σύγχρονο όσο και διαχρονικό προβληματισμό.

Η ιστορία εξελίσσεται σε μια χώρα του βορρά, αλλά οι ρίζες της ξεκινούν από μια χώρα της ανατολής. Κεντρική ηρωίδα η δεκαεξάχρονη Ανίκα που από τα δυο της χρόνια έχει μεταναστεύσει και μετά το θάνατο της μητέρας της , ζει με τον πατέρα της και την θεία της. Το οικογενειακό της περιβάλλον προσπαθεί να την κρατήσει μακριά από τα ήθη της νέας τους πατρίδας. Κάποιο τραγικό γεγονός ρίχνει τη βαριά σκιά του στην ξεριζωμένη οικογένεια και εμποδίζει την Ανίκα να αφεθεί στις νέες εμπειρίες μιας άλλης κοινωνικής νοοτροπίας.

Ο Μάνος Κοντολέων με αξιοθαύμαστη τεχνική μας περιγράφει τη ζωή σε δυο διαφορετικούς κόσμους και με ευαισθησία ζωντανεύει τα πρόσωπα που έχει πλάσει για να υποστηρίξουν τις ιδέες τους και τις θέσεις του. Και που μας υπενθυμίζει πως σε κάποιες περιοχές της γης το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων είναι απαγορευμένο. Πως η θέση της γυναίκας δεν είναι παντού η ίδια.

Μυθιστόρημα συναρπαστικό το «Ποτέ πιο πριν» διαβάζεται και από νέους και από ενήλικες αναγνώστες με μεγάλο ενδιαφέρον.

Μα ενώ η προσοχή μας ήταν στραμμένη προς αυτό το τελευταίο του μυθιστόρημα, ήρθε η ανακοίνωση των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας  για βιβλία που είχαν κυκλοφορήσει το 2021 για να φέρει και πάλι στο προσκήνιο της δημοσιότητας, ένα προηγούμενο μυθιστόρημα του άοκνου αυτού και διαχρονικού έφηβου.

«Η μάσκα του Καπιτάνο» (Εκδόσεις Πατάκη) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Βιβλίων για εφήβους και νέους και έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να θυμηθούμε ένα ακόμα δικό του μυθιστόρημα cross over. Από τα πλέον συμβολικά όσο και ποιητικά έργα, το μυθιστόρημα αυτό -και για  μια ακόμα φορά- είχε δώσει την ευκαιρία στον Μάνο Κοντολέων να προβληματιστεί πάνω στο θέμα της ταυτότητας και της ανάγκης αναγνώρισης των ιδιαιτεροτήτων του ‘άλλου’.

Όταν είχε κυκλοφορήσει, από αυτήν τη σελίδα είχα μεταξύ άλλων σημειώσει: Μια απρόβλεπτη ιστορία μυστηρίου όπου οι καθημερινοί άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τους υπόγειους φόβους τους και τις κρυμμένες ενοχές τους. Η μάσκα -προσωπείο απόκρυψης του υπαρξιακού φόβου ή της ένοχης εκδίκησης;- ταυτίζεται με την ανάγκη κάθε ανθρώπου να ανακαλύψει τρόπους όπου θα κρυφτούν οι ανασφάλειές του, μα και θα ενισχυθούν οι επιθετικές διαθέσεις του. Και η χρησιμοποίηση ενός χάρτινου ήρωα για να αποκτηθούν οι ικανότητες εκείνες που φοβόμαστε να φανερώσουμε. Τελικά το θύμα πόσο εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε θύτη; Όλα αυτά είναι τα ζητήματα που ενεργοποιούν την εξέλιξη μιας ιστορίας που διαδραματίζεται σε μια ασαφή, μα σίγουρα απρόσωπη περιοχή του πλανήτη μας.

Το συγκεκριμένο έργο είχε πάρει ενθουσιώδεις κριτικές, όλοι οι επαΐοντες είχαν σταθεί στον ευαίσθητο τρόπο με τον οποίο ο Κοντολέων είχε διαχειριστεί την πορεία ενός εφήβου προς την αυτογνωσία και είναι χαρακτηριστικά προφητική η παρακάτω παράγραφος με την οποία έκλεινε το κριτικό της σημείωμα η Καθηγήτρια του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου κα Μένη Κανατσούλη, που ήταν και η πρόεδρος της Επιτροπή Κρατικών Βραβείων –«Κάθε βιβλίο αρχίζει κάποια στιγμή τη διαδρομή του και ο συγγραφέας του εύχεται να διαρκέσει αυτή όσο γίνεται περισσότερο. Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες διανύουν -πολλές φορές ερήμην του συγγραφέα τους- τη διαδρομή τους. Ο Φιλ και οι άλλοι χαρακτήρες ξεκίνησαν το δικό τους ταξίδι. Κάθε φορά που θα τους αφήνουμε να μας μιλάν σε μας τους αναγνώστες/αναγνώστριες θα ξαναπαίρνουν ζωή αλλά μπορεί και άλλο περιεχόμενο ή άλλη ερμηνεία»

Δυο άρτια, λοιπόν, μυθιστορήματα του είδους cross over, δηλαδή λογοτεχνικά έργα που απευθύνονται σε αναγνώστες διαφόρων ηλικιών, γραμμένα από τον συγγραφέα εκείνο που θεωρώ ότι έχει φέρει και εδραιώσει αυτό το είδος βιβλίου και στην Ελλάδα, γίνονται οι πόλοι του ενδιαφέροντος του αναγνωστικού κοινού.

Τελικά τίποτε δεν είναι τυχαίο. Ο Μάνος Κοντολέων δικαιολογημένα είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της σύγχρονης νεανικής μας λογοτεχνίας. Και αυτό γιατί διαθέτει πέρα από την ικανότητα να προσεγγίζει την εφηβική ιδιοσυγκρασία και μια πλούσια και πολυεπίπεδη σχέση με τη λογοτεχνία γενικώς.

Τα μυθιστορήματά του για ενήλικες είναι επίσης συναρπαστικά λογοτεχνικά έργα (θυμίζω το πιο πρόσφατο «Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας»), αλλά και ο ίδιος με την συνεχή παρουσία το και στο χώρο της κριτικής , αποδεικνύει πως η καλή λογοτεχνία δεν περιορίζεται από διάφορους διαχωρισμούς ειδών κλπ, αλλά αποτελεί ένα ενιαίο σώμα και ως έτσι ενιαίο πρέπει και αναγνωστικά να προσεγγίζεται.

Πληροφορικά, ας σημειώσω ακόμα πως αυτό το Κρατικό Βραβείο είναι το τρίτο με το οποίο τιμάται ο Μάνος Κοντολέων.

Έχουν προηγηθεί το μυθιστόρημα «Μάσκα στο φεγγάρι» (Εκδόσεις Πατάκη, 1997) και η συλλογή παραμυθιών «Πολύτιμα δώρα» (Εκδόσεις Πατάκη, 2009)

Γιούλη Τσακάλου

Ελεύθερος Τύπος

2/7/2023