Pages

17.6.23

Ποτέ πιο πριν….. Της Κατερίνας Ζαμαρία

 

     


                                                                     Ποτέ πιο πριν…..

Της Κατερίνας Ζαμαρία

 

Ένα βιβλίο γύρω από ένα ιδιαίτερο και διαχρονικά επίκαιρο θέμα είναι το βιβλίο «Ποτέ πιο πριν» του Μάνου Κοντολέων, που απευθύνεται τόσο σε εφήβους όσο και σε ενήλικες. Εμπνευσμένο από την σύγχρονη πραγματικότητα των παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών, έρχεται μέσα από την ιστορία της Ανίκα-αλλά και της Λούρα- να μιλήσει για κάτι που εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο: τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία αλλά και το δικαίωμα κάθε ανθρώπου-γενικότερα- στην ελεύθερη έκφραση συναισθημάτων και στην  ατομική ελευθερία.

Η Ανίκα ζει με τον πατέρα και τη θεία της πάνω από δεκαπέντε χρόνια σε μια χώρα του Βορρά. Η ίδια, όπως και οι δικοί της, έχει γεννηθεί σε μια μακρινή χώρα της Ανατολής. Ένα τραγικό γεγονός, όμως, τους ανάγκασε να μεταναστεύσουν. «Η ίδια έχει πια κουραστεί να μην υπάρχει ένας σταθερός τόπος, ένα σπιτικό και για τους τρεις τους…συνήθως αλλού τους χειμώνες κι αλλού τα καλοκαίρια…Όπου ο πατέρας έβρισκε την όποια δουλειά». Η Ανίκα, καταπιέζεται από τα αυστηρά ήθη της πατρίδας της τα οποία οι δικοί της θέλουν να της επιβάλουν. Είναι στην εφηβεία, ονειρεύεται, ο έρωτας μπαίνει στη ζωή της…. «Με λένε Γιαν….Τα δάχτυλα των δυο νέων συναντιούνται-εκείνου με την τόλμη των προγόνων του που αψηφούσαν παγόβουνα και θαλασσοταραχές , εκείνης με τη διστακτικότητα μιας φυλής υποταγμένης στην αυθαιρεσία της όποιας εξουσίας».

Στα μυθιστορήματα για νέους η κυρίαρχη θεματολογία περιστρέφεται γύρω από τη μετάβασή τους από τον κόσμο της παιδικής αθωότητας στον κόσμο της ευθύνης και της αυτονόμησης της προσωπικότητας. Η απεικόνιση, στη λογοτεχνία, της μετάβασης αυτής έχει ως ζητούμενο όχι να κατευθύνεται ο έφηβος αλλά να μάθει να πορεύεται με τις δικές του συνειδητοποιημένες επιθυμίες. Στο πρόσωπο του Άλλου ο νεαρός αναγνώστης καθρεφτίζεται, καθώς ο ήρωας είναι, ταυτόχρονα, ίδιος και διαφορετικός. Παράλληλα, μέσω της μυθοπλασίας μεταγγίζονται αξίες και πολιτισμικά κοιτάσματα. Έτσι  διαμορφώνει μια πολυεπίπεδη ταυτότητα.

Στο βιβλίο του Κοντολέων, οι νεαροί αναγνώστες ταυτίζονται με τους συνομήλικους ήρωες, βιώνουν τα συναισθήματά τους αλλά και έρχονται σε επαφή με έναν κόσμο που μπορεί ως εικόνα να τους είναι οικείος (η Ελλάδα είναι πια μια χώρα πολυπολιτισμική) αλλά δεν τον κατανοούν (και ως εκ τούτου συχνά τον λοιδωρούν και τον απαξιώνουν). Εκείνο που, ωστόσο, συχνά ξεχνάμε ή αγνοούμε όταν αναφερόμαστε στον ξένο ως Άλλο είναι η σύγκρουση που και εκείνος βιώνει.

Στη Γαλλία, τη δεκαετία του ΄80 εμφανίζεται η «λογοτεχνία beur», μέσα σε κείμενα όπου οι συγγραφείς της –Γάλλοι και δεύτερης γενιάς αραβικής καταγωγής- διεκδικούν ένα διττό ανήκειν στο μεταίχμιο δύο πολιτισμών. Η ηρωίδα του Κοντολέων βιώνει μια αντίστοιχη πολιτισμική διπολικότητα: από τη μια η οικογενειακή/εθνική κουλτούρα με την οποία έρχεται σε επαφή μέσα στο σπίτι (γλώσσα, έθιμα, αξίες, διατροφή, κανόνες) και από την άλλη εκείνη της κυρίαρχης κοινωνίας στην οποία μετέχει μέσα από ποικίλους θεσμούς (σχολείο, δημόσιοι χώροι, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τέχνη).

«Για μένα ποιο εδώ υπάρχει;» αναρωτιέται η ηρωίδα. Πατώντας πάνω στην ιστορία της Ανίκα ο συγγραφέας θα αναδείξει τις συγκρούσεις που βιώνουν όσοι καλούνται να συγκεράσουν δύο ταυτότητες. Δυσκολίες που συχνά επιτείνονται από την ηλικία, τις μνήμες αλλά και τη διάθεση του καθενός. Έτσι, αντίθετα με την Ανίκα που θα αναζητήσει τον προσωπικό της βηματισμό στη νέα συνθήκη, αντίθετα με τον Αγκίπ που θα αναμετρηθεί με μια ολόκληρη κοσμοθεωρία που απορρέει από την καταγωγή και το φύλο του και θα κάνει την υπέρβαση, η Ντόνα Νεράν θα παραμείνει πιστή/δέσμια στην κουλτούρα και στην ταυτότητα της πατρίδας της. «Το αποφάσισε: Εγώ θα φύγω…Θα επιστρέψω… Ολόγυρά της πρόσωπα άγνωστα, αδιάφορα…Ξανθά μαλλιά, φωτεινά μάτια…Άλλοι άνθρωποι…Ξένοι.»

Στο κείμενο ο Κοντολέων δεν ακολουθεί ούτε γραμμική ούτε μονοφωνική αφήγηση. Με μια εκτενή αναδρομή στο παρελθόν, μέσα από μια δεύτερη ηρωίδα, τη Λούρα,  θα αποκαλύψει όχι μόνο το καθοριστικό γεγονός που σημάδεψε τη μοίρα της οικογένειας αλλά θα αναδείξει και το γεγονός ότι κάποιες συνθήκες στη   ζωή των γυναικών δεν είναι παντού και πάντα δεδομένες. «Ένα σχοινί, ένα σχοινί φέρτε μου, να δέσω το ρεζίλι της φαμίλιας μας! Κι εσύ πώς γίνεται να κάθεσαι δίπλα στην πόρνη αυτή!....Κι όταν πια σε μέρος ερημικό την αφήσανε τη Λούρα και πήρανε αμίλητοι πια, αμίλητοι από την εξάντληση του θυμού και του μίσους, κατεύθυνση επιστροφής…η Μόνα έβγαλε κραυγή και ήταν κραυγή τρόμου, οδύνης, σπαραγμού και απελπισίας».

Στη λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες η πορεία προς την ωριμότητα είναι αποτέλεσμα -και-της διαπραγμάτευσης των νέων με την Εξουσία και τους εκφραστές της. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η εξουσία (που, κάποτε, λειτουργεί καταπιεστικά, συνθλίβοντας τα ατομικά χαρακτηριστικά) επενεργεί εντέλει λυτρωτικά. Κι αν για τη Λούρα η σύγκρουση με την πατριαρχική κοινωνία την οδηγεί στο θάνατο, αν κάνει την Νεράν «να αποδεχτεί τη μοίρα κάθε θηλυκού, που είναι να ακολουθεί κατά πόδας τον πιο στενό της αρσενικό συγγενή», για την Ανίκα η σύγκρουση των «θέλω» της με τα «απαγορεύεται», θα ενεργοποιήσει μια διαδικασία εσωτερικής διαμόρφωσης.

Το βιβλίο διαρθρώνεται σε πέντε μέρη, με τις αφηγηματικές φωνές να εναλλάσσονται. Έτσι, το κείμενο, μέσα από τις πολλαπλές οπτικές γωνίες, οπτικές γωνίες που διαμορφώνονται από τους έφηβους αλλά και τους ενήλικες συμπρωταγωνιστές, δεν εξαντλείται σε μια αντιπαραβολή χαρακτήρων ή αξιών αλλά δίνει τη δυνατότητα μιας πιο σύνθετης αναγνωστικής εμπειρίας. Η αφήγηση, σαν ένας φακός που συνεχώς αλλάζει εστίαση, δίνει τη δυνατότητα να συλλάβει ο αναγνώστης την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ζωής, να κατανοήσει πως το βλέμμα προς αυτή διαμορφώνεται μέσα από ένα πλέγμα συνθηκών και πλήθος παραγόντων, απεγλωβίζοντάς τον από την μανιχαϊστική πρόσληψη της πραγματικότητας, που συχνά κυριαρχεί στην εφηβεία. Παράλληλα, η εναλλαγή αφήγησης-διαλόγου αλλά και του πρώτου με το τρίτο πρόσωπο, επιτρέπουν να σκιαγραφηθούν συναισθήματα, κίνητρα, σκέψεις, χαρακτήρας . Αποδίδεται έτσι και η θέαση του ενηλίκου, που ερμηνεύει και οδηγεί τα βήματα της ιστορίας, αλλά και δίνεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να παρακολουθήσει τους ήρωες να εξελίσσονται μπροστά στα μάτια του.

Ο Κοντολέων έχει χαρακτηριστεί ως ο «αενάως έφηβος» συγγραφέας βιβλίων για νεαρούς ενήλικες. Ένας συγγραφέας που έχει την ικανότητα να απευθύνεται στους νέους χωρίς να νεανίζει. Δεν τους κλείνει το μάτι με εύκολα τεχνάσματα όπως η, καθ΄υπερβολή, χρήση της εφηβικής αργκό. Αποφεύγει τον οποιοδήποτε διδακτισμό (εξ ορισμού καταδικασμένο να αποτύχει, αφού οι έφηβοι απορρίπτουν και την πιο απλή συμβουλή) και «ενδύεται» την ψυχοσύνθεση του εφήβου, όχι μιμούμενος αλλά διατηρώντας μια εσωτερική-υπαρξιακή σχέση με την εφηβική ηλικία. Ταυτόχρονα, όπως απαιτεί η ποιοτική λογοτεχνία, δημιουργεί πλήρως αναπτυγμένους και ενήλικες χαρακτήρες, διαμορφώνοντας έτσι ένα πλήρες λογοτεχνικό σύμπαν, όπου οι ζωές των ανθρώπων αλληλοσυμληρώνονται, αλληλεπιδρούν και γίνεται σαφές ότι η περιπέτεια της ενηλικίωσης είναι διαρκής και διηλικιακή. «Να τολμάς να γνωρίζεις όχι μόνο αυτό που ξέρεις πως αγαπάς, αλλά και ό,τι μπορεί έστω και για λίγο να σου χαρίσει μια διαφορετική εμπειρία».

Αν και θεματολογικά μοντέρνος, ο Κοντολέων δεν πέφτει θύμα στις κατά καιρούς «μόδες». Κόντρα σε ένα ρεύμα «ροζ» λογοτεχνίας που δεν άφησε ανεπηρέαστη και τη λογοτεχνία για νέους και στην οποία, συχνά, αναπαράγεται η κυρίαρχη ιδεολογία περί φύλου, το βιβλίο δεν είναι ένα «κοριτσίστικο» βιβλίο που αναπαράγει την στερεοτυπική αντίληψη της θηλυκότητας.  Είναι ένα βιβλίο, πέρα από φύλο και ηλικία, που προσεγγίζει ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό της εφηβείας, τον έρωτα και τη σεξουαλική αφύπνιση, μέσα σε ένα ευρύτερο ιδεολογικό και κοινωνικό πλαίσιο, που είναι η πατριαρχία. Στην αφήγηση του συγγραφέα, το σώμα δεν είναι μόνο δίαυλος για ψυχικές και συναισθηματικές διεργασίες αλλά και για κοινωνικές και κοινωνιολογικές παρατηρήσεις και ερμηνείες…εντέλει για τη διαμόρφωση της ταυτότητας ως ατομικό χαρακτηριστικό. Καταφέρνει, λοιπόν, να διευρύνει την οπτική του αναγνώστη επιτρέποντάς του να κατανοήσει ότι είναι η κυρίαρχη κουλτούρα αυτή που διαμορφώνει στάσεις και συμπεριφορές, ακόμα και για ζητήματα αυτοδιάθεσης του σώματος.

Ο Μάνος Κοντολέων με το «Ποτέ πιο πριν» παραδίδει ένα βιβλίο όπου, με τη μαεστρία που διαθέτει στη διαχείριση «δύσκολων» θεμάτων, αγγίζει το διαχρονικό πρόβλημα της καταπίεσης των γυναικών. Όχι επιδερμικά αλλά εμβαθύνοντας στο ζήτημα της ισότητας ανδρών και γυναικών, ανεξαρτήτως θρησκείας ή καταγωγής. Ένα σύγχρονο μυθιστόρημα που χτίζεται πάνω στον άξονα των διαρκών αντιθέσεων ανάμεσα στο εδώ και το εκεί, το τότε και το τώρα, τα θέλω και τα πρέπει, τη φτώχεια του τρίτου κόσμου και τη βιομηχανική ανάπτυξη του βορρά, το πικρό πλην αναγκαίο καθήκον, το «συνηθίζω ή αποδέχομαι;»

Ένα βιβλίο που καταδεικνύει πόσα πολλά βήματα πρέπει να γίνουν ακόμα για να κατακτηθεί η ισότητα, αφού η βία ενάντια σε όσους αμφισβητούν συντηρητικές δοξασίες εξακολουθεί να υφίσταται: είτε με τη μορφή της διαπόμπευσης και του λιθοβολισμού της Λούρα σε μια χώρα της Ανατολής είτε με τη μορφή των γυναικοκτονιών στις χώρες της Δύσης.

Ένα βιβλίο που καλεί τους αναγνώστες, εφήβους και μη, να κατανοήσουν ότι η αυτοδιάθεση συνιστά θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και γι΄αυτό…. «Το πότε…πριν ή μετά, εσύ να το αποφασίσεις».


Μάνος Κοντολέων: «Ποτέ πιο πριν…» (diastixo.gr)

 

 

Bernhard Schlink «Η εγγονή»

 







Bernhard Schlink

«Η εγγονή»

Μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός

Εκδόσεις Κριτική

 

Ο Bernhard Schlink έγινε παγκοσμίως γνωστός όταν ένα από τα μυθιστορήματά του μεταφέρθηκε επιτυχημένα στον κινηματογράφο. Επρόκειτο για το «Διαβάζοντας στη Χάννα», έργο που μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως είναι χαρακτηριστικό λογοτεχνικό δημιούργημα ενός συγγραφέα με πολιτικές όσο και κοινωνικές ανησυχίες, μα και με συναισθηματικές ανιχνεύσεις.

Κι αυτό γιατί στα περισσότερα -αν όχι και σε όλα- τα έργα του Γερμανού αυτού συγγραφέα η πλοκή από τη μια στηρίζεται στις ιδιαίτερες πορείες ζωής των κεντρικών προσώπων και από την άλλη στο ότι αυτές πορείες συνδέονται άρρηκτα με τις πολιτικές συνθήκες που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο χαρακτήρισαν τον 20ο κυρίως αιώνα.

Γεννημένος του 1944, ο Schlink βρίσκεται πλέον σε μια ολοκληρωμένη στιγμή αναστοχασμού τόσο της όποιας απώλειας που μπορεί να έχει σημαδέψει τη ζωή ενός ανθρώπου, όσο όμως και των προβληματισμών πάνω στη συνέχεια της ζωής, κυρίως εκείνης που όχι μόνο ό ίδιος ως δυτικο-ευρωπαίος συγγραφέας εκπροσωπεί, αλλά και όλος ο Δυτικός Πολιτισμός.

Αλλά ποιες μπορεί να είναι οι ανησυχίες αυτές για ένα Γερμανό συγγραφέα που γεννήθηκε όταν ξεψυχούσε το Γ’ Ράιχ και άρα, κατά κάποιον τρόπο, κληρονόμησε τις ενοχές των προηγούμενων γενεών;

Με τη συνηθισμένη του τακτική ο Schlink στήνει το μυθιστόρημά του και μέσω αυτού καταγράφει τα αδιέξοδα όσο και τις ελπίδες του για το μέλλον του λαού του, δημιουργώντας μυθιστορηματικές περσόνες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα βιβλιοπώλη του Βερολίνου που έχει περάσει πια τα 70, και μια εικοσάχρονη νεαρή νεοναζί με καταγωγή από την πρώην Ανατολική Γερμανία.

Το μυθιστορηματικό εύρημα είναι πως τα δυο αυτά πρόσωπα -τα τόσο εκ πρώτης όψεως διαφορετικά μεταξύ τους- συνδέονται στενά με μια ιδιότυπη ενδοοικογενειακή σχέση και καθώς ο γηραιός βιβλιοπώλης επιχειρεί να βοηθήσει την παραστρατισμένα αμφισβητούσα  νεαρή να γνωρίσει τις αρχές του δυτικού κανόνα σκέψης και καλλιέργειας, ο Schlink από τη μεριά του στήνει ένα πλήρες έργο όπου τα πολιτικά γεγονότα πρωταγωνιστούν μέσα από τις αντιδράσεις απλών καθημερινών ανθρώπων.

Αυτού του είδους τα πολιτικά όσο και ψυχογραφικά μυθιστορήματα βοηθούν τον αναγνώστη να αποκτήσει μια πιο βαθιά γνώση των γεγονότων της Ιστορίας, στην ουσία τον πηγαίνουν μέσα στα σπίτια εκείνων που μπορεί να μην δημιούργησαν την Ιστορία, αλλά βίωσαν ο καθένας τη δική του προσωπική ιστορία.

Όπως και πιο πριν αναφέρθηκε, το μυθιστόρημα στηρίζεται στη σχέση ένας εβδομηντάχρονου δυτικογερμανού με μια εικοσάχρονη ανατολικογερμανίδα. Αλλά στην ουσία η μυθιστορηματική πλοκή είναι περισσότερο σύνθετη και πολύπλευρη.

Για μια πληρέστερη κατανόηση της υπόθεσης του έργου ή τουλάχιστον του εναύσματος που θα πυροδοτήσει την πλοκή, αντιγράφω απ΄ το οπισθόφυλλο της έκδοσης:

Καλοκαίρι 1964. Μια φοιτήτρια από το ανατολικό τμήμα του Βερολίνου και ένας φοιτητής από το δυτικό ερωτεύονται. Εκείνος τη βοηθάει να αποδράσει από την Ανατολική Γερμανία και ζουν μαζί. Μόνο μετά τον θάνατο της Μπίργκιτ ο εβδομηντάχρονος πλέον Κάσπαρ ανακαλύπτει το μυστικό που η σύζυγος του έκρυβε μια ολόκληρη ζωή: πίσω στη χώρα της είχε αφήσει μια κόρη.

Το μυθιστόρημα στην ουσία αποτελείται από δυο μέρη, καθόλου βέβαια ανεξάρτητα μεταξύ τους, αλλά που διαφέρουν ως προς την οπτική γωνία της αφήγησης.

Στο πρώτο, το παρελθόν το αφηγείται η γυναίκα του Κάσπαρ με τη μορφή  πρωτοπρόσωπης ημερολογιακής αφήγησης που θα μπορούσε να αποτελέσει το υλικό για ένα μυθιστόρημα που τελικά ποτέ δεν γράφτηκε. Στο δεύτερο η τριτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθεί πράξεις και σκέψεις του ίδιου του Κάσπαρ.

Με αυτό το εύρημα δομής, ο αναγνώστης μπορεί να μεταφερθεί με άνεση από το δεδομένο χθες στο υπό διαμόρφωση τώρα. Και είναι αυτό το υπό διαμόρφωση τώρα έτσι όπως μορφοποιείται μέσα στη σχέση των δυο πρωταγωνιστών -ένας θετού παππού κατόχου του ήθους του δυτικού πολιτισμού και μιας θετής εγγονής εκπροσώπου μιας νέας γενιάς που αυτομαστιγώνεται παραπλανημένη από εθνικιστικές νοοτροπίες- που δίνει την αξία του στο λογοτεχνικό έργο.

Γιατί η Τέχνη είναι η μόνη που μπορεί και να ερμηνεύσει και να θεραπεύσει. Η μόνη που μπορεί να ενώσει γενιές και να καταπραΰνει τον πόνο των τραυμάτων.

Πάρα πολύ καλός συγγραφέας ο Berhard Schlink. Το τελευταίο του μυθιστόρημα διαθέτει και τη κατασταλαγμένη συγγραφική μα και τη τεκμηριωμένη ιδεολογική του εμπειρία.

Ο Απόστολος Στραγαλινός έχει και στο παρελθόν μεταφράσει τον συγγραφέα αυτόν. Οπότε και λογικό η μεταφραστική σχέση να είναι εμφανής στο τελικό αποτέλεσμα.

(680 λέξεις)

Βιβλιοδρόμιο Νέων, 17/6/2023