Pages

12.11.23

Ντάγκλας Στιούαρτ "Ο νεαρός Μάνγκο"

 

Douglas Stuart

«Ο νεαρός Μάνγκο»

Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος

Εκδόσεις Μεταίχμιο

 Ο Douglas Stuart (Γλασκόβη 1976) έγινε παγκοσμίως γνωστός όταν κέρδισε το Βραβείο Booker του 2020 με το μυθιστόρημά του ‘Σάγκι Μπέιν’.

Το 2022 έδωσε στην κυκλοφορία το δεύτερο μυθιστόρημα του, το «Ο νεαρός Μάνγκο», και τόσο οι κριτικοί όσο και το αναγνωστικό κοινό διαπίστωσαν πως ο σαρανταπεντάχρονος συγγραφέας έχει τον δικό του ρεαλιστικό και παράλληλα ποιητικό τρόπο να περιγράφει την πόλη που γεννήθηκε ως μια πόλη ‘κτυπημένη’ από τις θατσερικές πολιτικές και κατοικημένη από ανθρώπους που ή θα έχουν ολότελα απορροφηθεί από τη βία στις διαπροσωπικές / κοινωνικές σχέσεις και θα έχουν βρει διέξοδο φυγής από τα  καθημερινά προβλήματα στο ποτό ή θα πρέπει μόνοι τους να βρούνε τον τρόπο να ξεφύγουν από τη μιζέρια των στερεοτύπων και τη βιαιότητα της μη αποδοχής του διαφορετικού.

Ο Douglas Stuart χρησιμοποιώντας αυτές τις συνθήκες και περιγράφοντάς τες με κάθε λεπτομέρεια, έστησε την πλοκή και στο δεύτερο αυτό μυθιστόρημά του.

Όπως και στο πρώτο, κεντρικό πρόσωπο και σε αυτό το μυθιστόρημα, ένας νεαρός -ο Μάνγκο- που διαφέρει από τους άλλους, περισσότερους συνομηλίκους του καθώς οι σκέψεις τους, τα συναισθήματά του και η σεξουαλική ροπή του προς το ίδιο φύλλο τον καθιστούν εύκολο στόχο μιας σκληροτράχηλης αρσενικής λογικής.

Εκπρόσωπος αυτής, μέσα στο έργο, ο μεγάλος του αδελφός. Ως ένα βαθμό σύμμαχός του η αδελφή του. Και βέβαια, πρόσωπο κλειδί στις σχέσεις όλων των μελών της οικογένειας, η νεαρά μέθυσος μητέρα.

Οι δικές της ανεύθυνες αποφάσεις θα πυροδοτήσουν την εξέλιξη της ιστορίας, ενώ παράλληλα και ο ίδιος ο Μάνγκο θα βρεθεί σε θανάσιμο κίνδυνο καθώς δημιουργεί μια ερωτική σχέση με σχεδόν συνομήλικό του αγόρι.

Πάνω σε αυτήν τη βάση ο Stuart θα απλώσει τις αφηγήσεις του χρησιμοποιώντας μια πλούσια γλώσσα που περιγράφει με σαγηνευτικές λεπτομέρειες την πόλη και τις γύρω εξοχές της  - «Τα τελευταία χρώματα της μέρας  έσβηναν και, καθώς οι πλέον απαλές βιολετί και βερικοκί αποχρώσεις ξεθώριαζαν στον ορίζοντα, λυπήθηκε που δεν είχαν φτάσει νωρίτερα. Έγειρε πίσω το κεφάλι και βάδισε σε κύκλο. Ο ουρανός από πάνω του ήταν ένα κυανό που σκούραινε, με αχνές λεμονιές ρίγες εδώ κι εκεί. Δεν ήξερε ότι μπορούσε ο ουρανός να χωρέσει τόσες αποχρώσεις -ή δεν το ‘χε προσέξει πρωτύτερα. Κοιτούσε κανείς στη Γλασκόβη ψηλά;»

Κι άλλοτε, πάλι μετατρέπει την σεξουαλική συμπεριφορά σε προσπάθεια κατανόησης του άλλου – «Ο Μάνγκο όρμησε πάνω του και τον χτύπησε με τη γροθιά του στο στήθος, προκαλώντας τον να τον χτυπήσει κι εκείνος. Η βία προηγούνταν πάντα της τρυφερότητας* ο Μάνγκο δεν ήξερε άλλον τρόπο… Πρώτα ήρθε ο πόνος κι έπειτα το φιλί. Τυλίγοντας τα μακριά του χέρια γύρω του, ο Τζέιμς σήκωσε τον Μάνγκο από το πάτωμα μες στη ζεστή του αγκαλιά. Έσφιξε μ΄ όλη του τη δύναμη, ώσπου δεν μπορούσε ο Μάνγκο να ανασάνει και συνάμα ευχόταν να μην τελείωνε αυτό ποτέ»

Νομίζω πως είναι σαφής η τάση του Douglas Stuart να θέλει να συνδέσει άμεσα την απουσία μιας κοινωνικής πολιτικής με τις συναισθηματικές καταστάσεις των ανθρώπων που ανήκουν στα κατώτερα οικονομικά στρώματα και να αναζητά την όποια θετική διέξοδο στην τόλμη του ίδιου του ατόμου να υπερασπιστεί αυτό που όχι μόνο πιστεύει, αλλά και είναι- «Ο Τζέιμς έστρεψε τις μπανταρισμένες του αρθρώσεις προς τον Μάνγκο, και τα δάχτυλά, στους νάρθηκες του, που είχαν χαϊδέψει το απαλό χνούδι στη βάση της ραχοκοκαλιάς του, σάλεψαν διακριτικά, ανεπαίσθητα. Το φάσκιωμά τους έκανε την κίνησή τους να  ‘ναι αδρή, χωρίς εκφραστικότητα, όμως ο Μάνγκο κατάλαβε. Του ένευσε μία φορά μονάχα. Η μία ήταν αρκετή. ‘Ελα, έλεγε το νεύμα. Φύγε κι έλα»

Κάτω από αυτή τη σκοπιά αν διαβαστεί και αυτό, όπως και το προηγούμενο μυθιστόρημα του, μπορεί κανείς να παραλληλίσει τον Stuart με τον Dickens και τη Γλασκόβη του 1990 με το Λονδίνο του 1840. Αλλά αμέσως μετά προκύπτει το ερώτημα αν ένας Μάνγκο μπορεί να συνεισφέρει στην αφύπνιση των ανθρώπων πάνω σε ζητήματα  κοινωνικής αδικίας και εκμετάλλευσης, αυτό δηλαδή που είχε πετύχει ένας Όλιβερ.

Οι εποχές διαφορετικές και κανείς πλέον δεν μπορεί να ελπίζει πως η λογοτεχνία θα αλλάξει τον κόσμο.

Μα απομένει -καθόλου λίγο αυτό- η απόλαυση της ανάγνωσης. Που στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο Μιχάλης Μακρόπουλος με τη μετάφρασή του έχει φροντίσει να τη χαρίσει στον έλληνα αναγνώστη.

(Βιβλιοδρόμιο, 11/11/2023)

(690 λέξεις)