Pages
▼
29.9.24
Βασιλική Πέτσα «Δεν θ΄αργήσω»
Βασιλική Πέτσα
«Δεν θ΄αργήσω»
Εκδόσεις Πόλις
Στις 15 Απριλίου του 1989, συνέβη η μεγαλύτερη αθλητική τραγωδία της Μεγάλης Βρετανίας, στο γήπεδο Χίλσμπορο του Σέφιλντ, όταν κατά τη διάρκεια του ημιτελικού αγώνα Λίβερπουλ - Νότιγχαμ Φόρεστ για το Κύπελλο Αγγλίας, 96 φίλαθλοι ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου και 766 τραυματίστηκαν.
Πάνω σε αυτό το γεγονός που είχε συνταράξει σε πολλαπλά επίπεδα την αγγλική κοινωνία, η Βασιλική Πέτσα στήριξε το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημά της.
Το μυθιστορηματικό παρόν είναι είκοσι χρόνια μετά από το τραγικό συμβάν και η αφήγηση γίνεται από ένα πρόσωπο που ως έφηβος είχε -μαζί με δυο φίλους του- παρευρεθεί στο στάδιο εκείνη τη μέρα.
Ο αφηγητής είναι πια ένας άντρας που έχει φτιάξει την δική του οικογένεια. Αλλά που ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει από την ένταση των συναισθημάτων που γνώρισε εκείνη τη μέρα. Και που ποτέ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον χαμό ενός από τους φίλους του.
Πέρασε αυτά τα είκοσι χρόνια ζώντας στην ουσία δίπλα σε ένα άλλο πρόσωπο -τον ίδιο του τον εαυτό- που την τύχη του να επιζήσει δεν την προσέλαβε ως δώρο ζωής αλλά ως κάτι το λαθραίο, μια προδοσία. Ίσως και ως μια παράταση επιβίωσης που κάποια στιγμή θα τελείωνε. Στη θέση ή και μαζί με τον φίλο που ποδοπατήθηκε θα έπρεπε να ήταν αυτός ή και αυτός.
Στην ουσία η Βασιλική Πέτσα επέλεξε αυτό το τραγικό συμβάν γιατί συνέβη στα 1989, σε μια περίοδο, δηλαδή, όπου η αγγλική εργατική τάξη έχανε όλα τα δικαιώματα της κάτω από τις πολιτικές εφαρμογές του νεοφιλελευθερισμού της Θάτσερ.
Ο αφηγητής, λοιπόν, και τα υπόλοιπα πρόσωπα -αγόρια και κορίτσια- που αποτελούσαν την νεανική παρέα εκείνων των χρόνων, συνέχισαν να ζούνε τοποθετώντας σε αποθήκες μνήμης τα όσα έζησαν και κάπως έτσι δημιούργησε ο καθένας το όποιο μέλλον του. Αλλά στην επέτειο των είκοσι χρόνων, ένας από αυτούς -που είχε μεταναστεύσει προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να ξεφύγει από την ασφυξία των αναμνήσεων- ειδοποιεί πως επιστρέφει και αυτό θα είναι η αφορμή για τους νεανικούς του φίλους να αναζητήσουν ένα τρόπο ξεπεράσματος του τραύματος, στην ουσία μια καθυστερημένη επανεκκίνηση της ζωής τους.
Μα ο αφηγητής δεν είναι ικανός -μήτε και θέλει- να σχεδιάσει την όποια νέα αρχή. Αισθάνεται πως όλα αυτά τα χρόνια τα είχε περάσει φυλακισμένος -όπως τα καναρίνια στο γκαράζ του σπιτιού του. Και κατά τη διάρκεια εκείνου το πρωινού, μέσα στο ίδιο το γκαράζ θα κλειστεί κι αυτός και ενώ θα ανοίξει την πόρτα του κλουβιού και θα παρακολουθεί το καναρίνι να μην είναι ικανό να αρπάξει την ευκαιρία απελευθέρωσής του, θα ξεκινήσει την αναπόληση -αναδρομή όλης της ζωής του.
Για τον ίδιο -όπως και για όλα τα παιδιά της κοινωνικής τάξης του- το ποδόσφαιρο ήταν ένας τρόπος έκφρασης συναισθημάτων και αυτοαναγνώρισης. Και το γεγονός πως αυτός ο τρόπος από όνειρο ζωής έγινε εφιάλτης θανάτου και μάλιστα λόγω ανεπάρκειας ή και αδιαφορίας πολιτικής και κοινωνικής μέριμνας, αποτελεί μια επιβεβαίωση της μη ύπαρξής του.
Η μνήμη του χαμένου φίλου δείχνει να αποκτά τη δυναμική συμβόλου. Και τα σύμβολα αξίζει να τα μιμούμεθα.
Υπόγεια, αλλά ουσιαστικά πολιτικό, λοιπόν, το μυθιστόρημα αυτό και η Βασιλική Πέτσα με τη γραφή της υπηρετεί αυτή τη διάσταση του έργου.
Η αφήγηση αν και πρωτοπρόσωπη δεν υποκύπτει στο μιμητισμό μιας γλώσσας ανθρώπων της εργατικής τάξης. Ο αφηγητής ενώ αναλυτικά αφηγείται τις λεπτομέρειες, παράλληλα ακολουθεί σκέψεις διαχρονικής εμβάθυνσης: «Έκρυβα, αυτό έκανα, προστάτευα ό,τι μπορούσα να σώσω, σε σημεία που θεωρούσα απρόσβλητα: στο μαύρο κουτί της μνήμης. Νόμιζα ότι όλα τα είχα συγκρατήσει, ότι υπάρχουν όλα τα κομμάτια του εαυτού μου, ότι σαν παζλ, όποτε ήθελα, θα μπορούσα να ξανασυναρμολογηθώ, να γίνω ενιαίος. Κοίταζα τη φωτογραφία μας και δεν θυμόμουν πότε την είχαμε βγάλει, δεν θυμόμουν σε ποιον αγώνα, τι είχαμε πει πριν ή μετά, τι είχαμε πιει, αν είχαμε φάει κάτι. Νόμιζα πως με είχα καταχωνιάσει σ΄ένα παρελθόν μονωμένο, όμως η υγρασία σιγά σιγά με έλιωνε, με κατάτρωγε ο σκόρος, έγινα μια τρύπια κουβέρτα και τώρα κρυώνω. ‘Another me’, γι αυτό πάλευα για χρόνια ολόκληρα. Ονειρευόμασταν κάποτε να γίνουμε κάτι, μετά από το Χίλσμπορο θέλησα να είμαι ένας άλλος, έχοντας πάντα για έρμα μου, έτσι νόμιζα, τον προηγούμενο εαυτό μου. Όμως το πλοίο βούλιαζε σιγά σιγά, νερά πλημμύρισαν τα αμπάρια, έγειραν επικίνδυνα τα κατάρτια μου, και τότε μόνο ξεβούλωσα τ΄ αυτιά μου στις Σειρήνες που πίστευα ότι έφταιγαν. Κι έγινα ο Κανένας»
Η Βασιλική Πέτσα από ένα σημείο και μετά χωρίς να αδιαφορεί για την ρεαλιστική αναπαράσταση μιας εποχής, παράλληλα προσεγγίζει το θέμα της με στοιχεία υπαρξιακού δράματος. Ως εργαλείο σε αυτή την προσπάθεια έχει την γλώσσα. Άλλοτε με αγγλικές εκφράσεις του τύπου Come on, mate, now ή Fuck mate , fuck, fuck, fuck κι άλλοτε με παραπομπές στην ελληνική μυθολογία ή στην Οδύσσεια, αναζητά να δει τη διαχρονικότητα της ανθρώπινης μοίρας, μα και του υπαρξιακού αδιεξόδου.
Σίγουρα ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων ετών και αναντίρρητα και από τα λιγότερα ελληνοκεντρικά.
(800 λέξεις)
Βιβλιοδρόμιο Νέων (29/9/2024)
17.9.24
Ο Γιάννης Παπαδάτος στο diastixo
Το πρόσφατο μυθιστόρημα του πολυγραφότατου και πολυβραβευμένου Μάνου Κοντολέων απευθύνεται σε παιδιά από 8-9 ετών, μια ηλικιακή περιοχή που γι’ αυτή δεν εκδίδονται αρκετά βιβλία του συγκεκριμένου είδους. Το μυθιστόρημα Ο Μάρκος τα λέει… όλα! είναι επίκαιρο, μιας και είναι κυριολεκτικά και δημιουργικά βουτηγμένο στην ατμόσφαιρα του διαδικτύου. Ο Μάρκος είναι 13 ετών και συμπρωταγωνιστεί με τον Νέστορα, τον μικρότερο αδελφό του. Με τις συγκεκριμένες ηλικίες ο Κοντολέων έχει ασχοληθεί και σε άλλα επιτυχημένα κείμενά του μεγάλης ή μικρής φόρμας (π.χ. Δομήνικος, Η Άννα και το τζιτζίκι, Ο Ορέστης και το υπόγειο, Ο αδελφός της Ασπασίας, Μανόλο & Μανολίτο, Μανόλο & Μανολίτο και… Μανουήλ), μερικά από τα οποία είναι και αυτοαναφορικά.
Η οικογένεια του Μάρκου είναι μοντέρνα. Βαδίζει με τη διαδικτυακή εποχή μας. Ο συγγραφέας έχει ικανή θητεία στην παρουσίαση της οικογένειας σε όλο σχεδόν το έργο του. Στο μυθιστόρημά μας έχουν ουσιαστικό ρόλο όλα τα μέλη της, και προπάντων οι δυο γιαγιάδες και ο παππούς. Ο παππούς, συνταξιούχος καθηγητής, μιλάει πάντα στην καθαρεύουσα. Όλοι εκτός από εκείνον έχουν δικό τους blog. Δημιούργησε και ο Μάρκος, που θέλει να γίνει διαστημικός επιστήμονας, με στόχο να καταγράφει με πλήρη διαφάνεια, όπως λέει, «όσα αλησμόνητα» του συμβαίνουν. Γνωρίζει, όπως λέει, τα θετικά και τα αρνητικά του διαδικτύου και μάλιστα θα ωφεληθεί, αφού με τη βοήθεια του Google θα διορθώσει και την ορθογραφία του… Υπογραμμίζει: «Αλλά εγώ είμαι καθαρός σε όλα μου. Και δεν μου αρέσει να ξεγελώ κανέναν – μήτε καν το gmail» (σελ. 18).
Η πλοκή είναι επεισοδιακή και παρουσιάζεται, αριθμητικά, σαν ημερολόγιο, σε κεφάλαια με τον τίτλο Post. Έτσι, στο Post 1 ο Μάρκος, ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής, μας ενημερώνει για τη σχέση του με τον αδελφό του. Όπως φαίνεται δεν τον αντέχει και μάλιστα δίνει οδηγίες στα παιδιά αναγνώστες πώς να μη ζητούν αδελφό, αλλά κι αν τον έχουν, να είναι ενημερωμένα για το πόσο αβάσταχτη θα είναι η ζωή τους. Μας πληροφορεί ότι τα Posts του θα έχουν σχέση με τον αδελφό του, γι’ αυτό και η ονομασία του blog είναι: adelfaki-diavolaki.blogspot.com. Μας εκμυστηρεύεται: «δεν είμαι μόνο εγώ που τραβώ των παθών μου τον τάραχο, αλλά και οι γονείς και ο παππούς κι οι γιαγιάδες […] (που) δείχνουν να το διασκεδάζουν – τους έχω πάρει χαμπάρι εγώ τους μεγάλους πόσο καλά κρύβουν όσα δεν θέλουν να τα μοιραστούν μ’ εμάς τους μικρούς…» (σελ. 27).
Είναι επίκαιρο, μιας και είναι κυριολεκτικά και δημιουργικά βουτηγμένο στην ατμόσφαιρα του διαδικτύου.
Ο Κοντολέων, όπως και στα προαναφερόμενα έργα του, το ίδιο και στο παρόν, αποτυπώνει ένα ευφυές, καθημερινό, λεκτικό ή καταστασιακό χιούμορ. Σημειώνω μερικά παραδείγματα από τα 14 συνολικά Posts: όταν βαφτιζόταν ο μικρός Νέστορας σκόρπισε τις απευκταίες μυρωδιές, που έκαναν τον καθαρευουσιάνο παππού να εκστομίσει τη λέξη «μπαγάσας». Και ο αφηγητής, που δεν διστάζει να ασκεί με πολύ χιούμορ κριτική, υπογραμμίζει: «Ακούς εκεί! Ο παππούς να χρησιμοποιεί μια τέτοια λέξη […] Και από την άλλη να λέει και Εύγε του! […] Και μάλιστα για ποιον, παρακαλώ; Για τον χέστη Νέστορα!» (σελ. 32). Επιπλέον, αναφέρω επιγραμματικά τα σπαρταριστά επεισόδια για το ποδόσφαιρο με τον διαιτητή πατέρα του, για τις εξαφανίσεις του Νέστορα και για τον τραυματισμό που ο Νέστορας προκάλεσε στην κοιλιά του Αϊ-Βασίλη με μια παραμάνα, επειδή το ίδιο είχε κάνει και ο παππούς του, ο οποίος μικρός είχε σκάσει με παραμάνα την κοιλιά-μπαλόνι εκείνου του Αϊ-Βασίλη.
Στην ακολουθία των γεγονότων ενσωματώνονται και διακειμενικά στοιχεία του μυθιστορήματος του συγγραφέα Ο αδελφός της Ασπασίας. Διαπιστώνεται ότι ο Μάρκος έχει πολλά κοινά σημεία με τον ήρωα του συγκεκριμένου βιβλίου, τον Δαμιανό. Επιπλέον, ο παππούς, σημαίνοντας τη συνέχεια των γενεών, χαρίζει στα εγγόνια του βιβλία που διάβαζε ως παιδί, όπως τους Τρεις σωματοφύλακες,τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, τις Περιπέτειες ενός ιππότη, τον Άτλαντα του Διαστήματος. Ο Κοντολέων χρησιμοποιεί μεταμυθοπλαστικά στοιχεία. Ο αφηγητής Μάρκος απευθύνεται προς τους αναγνώστες λέγοντας: «για δική σας χάρη το έχω αντιγράψει» (σελ. 114). Και διαβάζοντας το γράμμα του καθαρευουσιάνου παππού στη δημοτική γλώσσα, ο αναγνώστης με τη σειρά του «μαθαίνει» πως υπάρχουν διαφορετικά ύφη γραφής. Μάλιστα επειδή θέλει το blog του να είναι πρωτότυπο, για παράδειγμα εικονογραφημένο, σκέφτηκε να ζητήσει τη βοήθεια της εικονογράφου Τέτης Σώλου που γνώρισε, όταν εκείνη επισκέφτηκε το σχολείο του. Πράγματι, η Σώλου με τα εκφραστικότατα σκίτσα της κοσμεί τις σελίδες του μυθιστορήματος. Οι εικόνες ενσωματωμένες στο κειμενικό σώμα είναι σαν να «διασκεδάζουν» μαζί του και συνάμα συνοδεύουν ευχάριστα το αναγνωστικό κοινό, καθιστώντας το συμπρωταγωνιστή.
Μία σημαντική στιγμή της υπόθεσης είναι το χάρισμα των παιχνιδιών του παππού προς τα εγγόνια του και για πρώτη φορά το αρμονικό παίξιμο μεταξύ τους. Κι ο Μάρκος δεν διστάζει να πει: «ΟΚ, μπορεί όλα αυτά να τα βρίσκεις στο Ίντερνετ, αλλά έχει μεγάλη πλάκα να τα κρατάς στα χέρια σου» (σελ. 121). Όμως έχει και πολύ γούστο το κόλπο που μεταχειρίστηκε ο Νέστορας προκειμένου να πάρει όλα τα χρήματα που εισέπραξαν οι δυο τους από τα κάλαντα. Ένα κόλπο που άλλαξε τη συμπεριφορά του Μάρκου απέναντι στον αδελφό του και η ζήλια κι ο ανταγωνισμός έδωσαν τη θέση τους στη συνεργασία. Αναγνωρίζοντας την εξυπνάδα του, ως γνήσιος απόγονος του παλαιού Δαμιανού, παίρνει και τις μεγάλες αποφάσεις όπως αυτή: «Μήπως, σκέφτηκα, αντί να κάθομαι και να γράφω ό,τι τραβώ από το αδελφάκι μου για να το διαβάζουν οι άλλοι, θα ήταν καλύτερα να προσπαθούσα να σκέφτομαι όπως εκείνος; Είναι φορές που αισθάνομαι πως αυτός είναι ο μεγάλος αδελφός και εγώ ο μικρότερος» (σελ. 127). Παρά δε τις σκέψεις να σταματήσει το blog, αποφάσισε να το κρατήσει και να συνεργαστεί με τον μικρό αδελφό του, αυτός από τη θέση του διευθυντή που θα προτείνει ιδέες για τα posts κι ο Νέστορας που θα δίνει τις λύσεις. Kι η ονομασία του νέου blog: adelfakia.blogspot.com. Κομβικό σημείο της αφήγησης είναι όταν ο Μάρκος και ένας φίλος του από τη Γαλλία, κουβεντιάζοντας μέσω viber, διαπίστωσαν μέσα από τις διάφορες αλλαγές στο σώμα τους ότι άρχισαν να μεγαλώνουν.
Ως συγγραφέας κινείται αφηγηματικά με μεγάλη ευκολία ανάμεσα στις ηλικίες.
Ο Κοντολέων προβάλλει ήρωες που παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά και τις απαιτήσεις της ηλικίας τους. Ιδιαίτερα ο Μάρκος, παρόλο που αρχικά επικρίνει τον μικρό αδελφό του κι ο ίδιος αυτοσυστήνεται ως cool τύπος και συχνά παραπονιέται πως τον παραμελούν για χάρη του, εντούτοις γνοιάζεται για εκείνον και τον προστατεύει. Στο τέλος αναγνωρίζει την αξία του. Γιατί είπαμε, ο Μάρκος τα λέει όλα! Όπως κι ο Δαμιανός! Που δεν διστάζουν να βάζουν στο στόχαστρό τους και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς τους.
Πρόκειται για ένα ημερολογιακό μυθιστόρημα αυτογνωσίας το οποίο, με την παρουσία ηρώων όλων των ηλικιών, θα μπορούσαμε να το εντάξουμε και στην κατηγορία του crossover. Το κείμενο ρέει ενσωματώνοντας και τη γλώσσα του διαδικτύου (follower, link, podcast κ.ά.), προπάντων στέλνοντας μηνύματα συνετής χρήσης του. Τα δύο αδέλφια σκορπίζουν γέλιο μέσα από αληθινές εικόνες που αναδεικνύουν τη βαθιά γνώση του συγγραφέα για την παιδική ψυχοσύνθεση.
Καταληκτικά: ο Κοντολέων μέσω των δύο παιδιών αναδεικνύει με γλαφυρότητα εμβληματικά στοιχεία της παιδικής ηλικίας (παιδικότητα, ελευθερία, παιχνίδι, ανταγωνισμός με στόχο τη συνεργασία, διάθεση για χαρά, πορεία προς την ενηλικίωση). Γενικά, ως συγγραφέας κινείται αφηγηματικά με μεγάλη ευκολία ανάμεσα στις ηλικίες και γι’ αυτό τα έργα του για μικρές ηλικίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον και διαβάζονται ευχάριστα και από τους ενήλικες, οι οποίοι σίγουρα κατά την ανάγνωση θα αλιεύσουν στοιχεία από την αληθινή μας πατρίδα.
Γιάννης Παπαδάτος
https://diastixo.gr/kritikes/paidika/23065-markos
16.9.24
6+1 ερωτήσεις στο Fractal.gr
6+1 ερωτήσεις | Μάνος Κοντολέων: «Είχα καιρό να γράψω ένα μυθιστόρημα όπου μέσα στο ένδυμα της παιδικής ματιάς κρύβεται μια περιγραφή ενδοοικογενειακών σχέσεων»
Συνέντευξη στον Άγγελο Χαριάτη //
-Ποιο είναι το τελευταίο σας βιβλίο και τι πραγματεύεται;
Στα μέσα Ιουλίου κυκλοφόρησε το βιβλίο μου «Ο Μάρκος τα λέει όλα». Πρόκειται για ένα καθαρώς παιδικό μυθιστόρημα με πολύ χιούμορ που έχει να κάνει με τη ζωή μιας τετραμελούς μέσης οικογένειας και για το πως ένα προέφηβος κρίνει την καθημερινότητα τη δική του και των άλλων. Είχα καιρό να γράψω ένα μυθιστόρημα όπου μέσα στο ένδυμα της παιδικής ματιάς κρύβεται μια περιγραφή ενδοοικογενειακών σχέσεων.
-Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος που προτιμάτε ως συγγραφέας και κάποιο που προτιμάτε ως αναγνώστης;
Όχι. Τόσο ως αναγνώστης όσο και ως συγγραφέας δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος να προτιμώ. Αυτό που αναζητώ -πάντα και ως αναγνώστης και ως συγγραφέας- είναι από τη μια η λογοτεχνική ποιότητα και από την άλλη να καλύπτω τις εκάστοτε προσωπικές μου εσωτερικές ανάγκες.
-Μικρή φόρμα ή μεγαλύτερη. Ποια σας ενδιαφέρει ή σας ταιριάζει καλύτερα;
Θα έλεγα η μεγαλύτερη. Μου δίνεται με αυτήν η ευκαιρία να αναπτύξω χαρακτήρες, να εισέλθω βαθύτερα και για περισσότερο χρόνο στις ζωές των άλλων.
-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές ή αγαπημένη θεματολογία;
Αγαπημένη όχι… Εμμονές όμως σίγουρα. Ας σημειώσω την αναζήτηση ταυτότητας, τον έρωτα, τις ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις.
-Έχετε επιρροές από Έλληνες ή/και ξένους συγγραφείς;
Και έχω και είχα και θα έχω. Δε γίνεται διαφορετικά. Δεν ζούμε αποκλεισμένοι από τους άλλους. Από τους άλλους -αυτούς που κάποτε υπήρξαν και από όσους υπάρχουν ακόμα- παίρνουμε τα στοιχεία που με αυτά σχηματίζουμε και συνεχώς ανανεώνουμε την προσωπικότητά μας.
-Εάν είχατε τη δυνατότητα να καλέσετε σε τραπέζι τέσσερις λογοτέχνες, ποιοι θα ήταν αυτοί και για ποιο λόγο;
Αυτούς που κάποτε μαζί τους βρέθηκα γύρω από ένα τραπέζι και που τώρα δυστυχώς δεν μπορούν πια να αποδεχτούν την πρόσκληση μου. Με άλλα λόγια τους αγαπημένους -όχι και κατ’ ανάγκη σημαντικότερους- συγγραφείς που υπήρξαν φίλοι μου. Δεν μετρώ τους ανθρώπους με το ταλέντο τους, αλλά με την προσωπικότητά τους.
-Ποια κατά τη γνώμη σας είναι τα χαρακτηριστικά ενός έργου το οποίο χαρακτηρίζεται παγκόσμιο ή/ και κλασικό;
Η αλήθεια του… Ό,τι μπορεί για τον καθένα μας να σημαίνει αυτό.
12.9.24
Το Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε
Το Νησί με τις λέξεις που αγαπάνε
Ο Μάνος Κοντολέων, γράφει ένα αλληγορικό παραμύθι για αναγνώστες κάθε ηλικίας. Ένα παραμύθι πολιτικής φαντασίας, ένα παραμύθι για την αγάπη, για τον άνθρωπο, για το ταξίδι της ζωής.
Δεν θα σταθώ στις πολιτικές προεκτάσεις της ιστορίας: τον μονάρχη που έρχεται η ώρα να επιλέξει διάδοχο και διάδοχο εξ αίματος δεν έχει, την αποτίμηση της ζωής του και της εξουσίας που κατείχε, πόσα έδωσε, πόσα πήρε, πόσα έχασε, τι είναι αυτό που τώρα στα στερνά της ζωή του καταλαβαίνει, τι είναι αυτό που γυρεύει. Θα μείνω στην καρδιά της ιστορίας και αυτή είναι οι ιστορίες και οι άνθρωποι που τις λένε, τις γράφουν, τις τραγουδούν, τις κάνουν πράξη.
Η πολιτεία που περιγράφει ο Μάνος Κοντολέων, είναι μια πολιτεία νησιωτική. Ένα Νησί είναι στη μέση μιας περίκλειστης θάλασσας. Και όπως κάθε τι κλειστό, ξεκομμένο, κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Να σβηστεί από τη μνήμη. Μα ο κίνδυνος δεν έρχεται από κανένα εξωτερικό εχθρό. Τον κίνδυνο τον κουβαλούν οι κάτοικοι της πολιτείας εντός τους. Και ο κίνδυνος λέγεται λησμονιά. Η λησμονιά που έρχεται όταν δεν έχεις χρόνο να γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω. Όταν ο χρόνος γίνεται κυνηγός και ο κυνηγημένος είσαι εσύ. Όταν δεν έχεις τόπο να σταθείς, γιατί συνεχώς βιάζεσαι να προλάβεις κάτι, χωρίς να ξέρεις που τραβάς, χωρίς να κοιτάς, χωρίς να θυμάσαι, χωρίς να ονειρεύεσαι...Το Νησί είναι μια πολιτεία που σαπίζει σαν καράβι σε στεκούμενα νερά. "Γερνούν οι άνθρωποι. Γερνούν όμως και οι τόποι;"αναρωτιέται ο βασιλιάς; Γερνούν, θα πει η κυρά του, όταν εκείνοι που τους κατοικούν σταματούν να τους νοιάζονται, όταν ξεχνούν τις παλιές ιστορίες, παύουν να τις διηγούνται και αλίμονο σταματούν να φτιάχνουν καινούριες.
Εδώ βρίσκεται κατά τη δική μου ανάγνωση το κλειδί του μυθιστορήματος. Στην σημασία των ιστοριών. Οι ιστορίες, οι μύθοι, διηγούνται την ψυχή του καιρού που τις γεννά. Κάθε ιστορία είναι γέννημα του τόπου και του χρόνου που την έφερε στο φως. 'Ετσι κάθε καιρός έχει τις ιστορίες που του αξίζουν. Και τους ήρωες του επίσης. Γιατί η ιστορία, όπως και στο συγκεκριμένο βιβλίο οι έξι ιστορίες που γράφουν οι κάτοικοι του Νησιού για το βασιλιά τους, φέρνουν στο φως με τρόπο αλληγορικό μια πραγματικότητα ιστορική, η οποία αποτελεί πρότυπο προς μίμηση (ή προς αποφυγή). Η ιστορία, ο μύθος είναι η εκπεφρασμένη συλλογική μας μνήμη και ταυτότητα. 'Οταν ο μύθος χάνεται, λησμονιέται, χάνεται ακριβώς αυτή η μνήμη. Χάνεται η αίσθηση ταυτότητας μεταξύ των ανθρώπων. Χάνεται η κοινότητα, με όλες τις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις που μπορεί να έχει αυτό. Όταν δε οι άνθρωποι σταματούν να παράγουν ιστορίες, να γίνονται δημιουργοί, να βρίσκουν αφορμές και αιτίες να μυθολογήσουν, να ερμηνεύσουν δηλαδή αλληγορικά την πραγματικότητα που βιώνουν, όταν λειτουργούν με βάση την εκλογίκευση και μόνο, είναι σαν ο τόπος να χάνει την ψυχή του. Επέρχεται μια πολιτισμική ανομβρία και ξηρασία, που μοιάζει, όπως συμβαίνει και στην ιστορία του Μάνου Κοντολέων, να συμπαρασύρει και τον φυσικό κόσμο.
Η πρωτοβουλία του βασιλιά να ζητήσει από τους υπηκόους του να γράψουν ιστορίες, ιστορίες με λέξεις που αγαπάνε και με βάση αυτές να επιλέξει τον διάδοχό του, δηλώνει την ξεκάθαρη πρόθεση του για μετάβαση σε μια εξουσία με φαντασία. Μια εξουσία που μέτρο της θα έχει τον (συν)άνθρωπο.
Γι' αυτό το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων είναι ένα μυθιστόρημα ελπίδας. Κοιτώντας την αρχική εικόνα της πολιτείας βλέπεις τη μαυρίλα, την απογοήτευση, την αποξένωση. Ο συγγραφέας όμως μας δείχνει, πως για να ανακαλύψεις την ελπίδα πρέπει να την αναζητήσεις. Πρέπει να πορευτείς εσύ προς εκείνη ή να την "αναγκάσεις" να φανερωθεί. Το Νησί δεν κρύβει μόνο ανθρώπους, αδιάφορους, μοναχικούς, που κοιτάζουν το συμφέρον τους, αδιαφορώντας για κοινό καλό. Έχει και εκείνους που νοιάζονται, που συμπονούν, που αγαπούν, που γράφουν ιστορίες (κάποτε και ιστορία). Μα πρέπει να είσαι παρατηρητικός. Πρέπει να επιλέξεις να κοιτάξεις το καλό για να έρθει να σε συναντήσει. Γιατί δεν θα ανακαλύψεις, παρά αυτό που αναζητάς. Κανένα σύμπαν δεν θα συνωμοτήσει να σου δώσει άλλο από αυτό που ψάχνεις. Ο άρχοντας έψαχνε ανθρώπους που ξέρουν τις λέξεις που αγαπάνε και βρήκε πολλά παραπάνω από αυτό: βρήκε ανθρώπους που αγαπάνε και από τις λέξεις φτιάχνουν πράξεις αγαπητικές.
"Γιατί οι λέξεις υπάρχουν, όταν κάτι περιγράφουν. Αν αυτό χαθεί, πεθαίνουν και οι λέξεις."
Τη ζοφερή εικόνα της πολιτείας στη αρχή της ιστορίας, έρχεται να αντικαταστήσει στο τέλος η πολιτεία της σύμπραξης, της συνύπαρξης, της αγάπης, της μοιρασμένης χαράς.
Η μαγιά βρέθηκε και τώρα μένει να ζυμωθεί το ζυμάρι της δημοκρατίας.
Να αναζητάς την μαγιά.
Να είσαι το αλάτι σε ένα κόσμο που σαπίζει.
Αγγελική Ευσταθίου
https://paidikavivlia.blogspot.com/2022/01/blog-post_19.html
Ιανουαρίου 19, 2022