Pages

23.3.24

Μισέλ Φάις «Το περίεργο μαξιλάρι»

 

Μισέλ Φάις

«Το περίεργο μαξιλάρι»

Εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη

Εκδόσεις Πατάκη

 


 

Γιατί ένας ενήλικας να γράψει ένα λογοτεχνικό κείμενο που θα το εντάξει στη λογοτεχνία για παιδιά;

Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί το κεντρικό θέμα αναζήτησης του λόγου ύπαρξης τόσων πολλών λογοτεχνικών βιβλίων που αν και γράφονται από ενήλικες είναι προορισμένα να αναγνωστούν από παιδιά.

Μια πρώτη κατηγορία συγγραφέων τέτοιων βιβλίων είναι εκείνη που περιλαμβάνει όσους θέλουν να χρησιμοποιήσουν το λογοτεχνικό ένδυμα για να διδάξουν έναν νέο άνθρωπο με τρόπο κάπως πλέον ευχάριστο από τον κλασικό εκείνον της στερεοτυπικής σχολικής μάθησης.

Μια άλλη κατηγορία, όμως, επιχειρεί να εκφρασθεί λογοτεχνικά στην προσπάθεια της να πλησιάσει ένα παιδί με τρόπο περισσότερο -πολύ περισσότερο- ευαίσθητο και ευέλικτο και να συνομιλήσει μαζί του. Και γιατί οι συγγραφείς αυτής της κατηγορίας επιχειρούν κάτι τέτοιο; Ίσως γιατί στο πρόσωπο ενός παιδιού βλέπουν τη δική τους παιδική ηλικία.

Όσα κείμενα γραφτήκανε κάτω από αυτήν τη συνθήκη, ασχέτως επιτυχίας τους ή όχι, εντάσσονται στο χώρο της λογοτεχνίας. Γιατί ο λογοτέχνης πρώτιστα και κύρια με τον εαυτό του συνομιλεί. Σε αυτόν εξηγεί, με αυτόν διαφωνεί ή ταυτίζεται.

Οι συγγραφείς που γράφουν για να δημιουργήσουν μια τέτοια μορφής επικοινωνία με ένα παιδί, στην ουσία επιχειρούν να συνδιαλλαγούν με το βαθύτερο νόημα της παιδικής ηλικίας. Κι έτσι αυτό που χαρακτηρίζει τα κείμενά τους είναι μια παιδικότητα.

Μια παιδικότητα όμως που αποκτά την οντότητα στάσης ζωής. Το να μπορείς να συνδυάζεις την ενήλικη ματιά σου με εκείνον τον θαυμασμό ή την απορία, το ξάφνιασμα ή και τον φόβο που είχες εσύ ως παιδί, αποτελεί το έναυσμα να συνθέσεις ένα λογοτεχνικό κείμενο που θα ανήκει στη λογοτεχνία και για παιδιά.

Ο Μισέλ Φάις -δόκιμος και με πολύ συγκεκριμένο ‘ενήλικο’ ύφος συγγραφέας- έδωσε στη δημοσιότητα αυτό το εικονογραφημένο βιβλία με τον τίτλο «Τα περίεργα μαξιλάρια».

Η αφιέρωση σε μια από τις πρώτες σελίδες –‘Στον μονάκριβο Μάρκο μου’- μας προσφέρει το δικαίωμα να υποθέσουμε πως ο συγγραφέας έγραψε αυτήν την ιστορία εντασσόμενος  στην δεύτερη κατηγορία συγγραφέων που γράφουν για παιδιά. Σε αυτούς, δηλαδή, που συγγράφουν κάτω από την επίδραση της παιδικότητας.

Κι άλλωστε πέρα από το παιχνιδιάρικα παιδικό τίτλο, και η φράση ‘Πού πάνε τα όνειρα όταν ξυπνάμε;’ -που υπάρχει σε κάθε σαλόνι της έκδοσης, σε μια τέτοια σκέψη μας οδηγεί.

Πρωτοπρόσωπη η αφήγηση. Ένα μικρό κορίτσι καταθέτει την πιο πάνω ερώτηση και προχωρά σε πιθανές απαντήσεις. Οι φράσεις της απλές. Την ίδια στιγμή που περιγράφουν αυτό που βλέπει ένα παιδί, την ίδια στιγμή και επιτρέπουν την παρατήρηση που μόνο ένα ενήλικος θα μπορούσε να κάνει: «Το μπλε ποδήλατό μου (χωρίς βοηθητικές ρόδες) πιστεύει ότι γίνονται αέρας που φυσάει και ρίχνει το κόκκινο κασκόλ  στο πρόσωπό μου. Και ξέρετε πώς μου το είπε αυτό το ατίθασο ποδηλατάκι μου; Αρνιότανε να στρίψει  το τιμόνι του και χτυπούσε μόνο του το κουδουνάκι του, Παρά λίγο να με ρίξει κάτω! Τελευταία στιγμή χάιδεψα τη σέλα του και κάπως ηρέμησε»

Μια σφιχτή και αρμονική συνύπαρξη φράσεων ενός παιδιού –‘χωρίς βοηθητικές ρόδες’- με φράσεις που η σωστά διατηρημένη ενήλικη παιδικότητα καταθέτει –‘χάιδεψα τη σέλα του και κάπως ηρέμησε’.

Με αυτό το ενδιαφέρον ύφος αφήγησης η ιστορία συνεχίζεται, στο προσκήνιο κάθε πανέμορφα εικονογραφημένης σελίδας διάφορα πρόσωπα και χαρακτήρες εμφανίζονται -ένας  γάτος, μια καρέκλα, ένα παιχνίδι, η καθηγήτρια του πιάνου, ο καθηγητής του τζούντο, ένα ορφανό παιδί, μια αλλοδαπή οικιακή βοηθός, ένας άστεγος, μια ξεναγός. Όλα και όλοι τους έχουν κάτι να προσθέσουν ως μια πιθανή απάντηση στο κεντρικό -εν τέλει υπαρξιακό- ερώτημα ‘Πού πάνε τα όνειρα όταν ξυπνάμε’.

Τελικά -όπως άλλωστε και σε κάθε καλό ενήλικο κείμενο υπαρξιακών προβληματισμών- η απάντηση αν και σαφής, εντούτοις παραμένει και ανοιχτή –«Τα όνειρα όταν ξυπνάμε πηγαίνουν για ύπνο… Για να μας ονειρευτούν και να ξυπνήσουν ξεκούραστα το βράδυ…»

Θα έλεγα πως ο Μισέλ Φάις κατάφερε να συνθέσει ένα εντελώς ολοκληρωμένο κείμενο όπου τα πορίσματα της ψυχανάλυσης συγκατοίκησαν με την παιδική απορία και έτσι με τον τρόπο της παιδικότητας  δημιούργησαν ένα σύγχρονο λογοτεχνικό κείμενο ικανό να συντροφεύσει την αναγνωστική διάθεση κάθε μικρού ή και μεγάλου αναγνώστη.

Η εικονογράφηση της καταξιωμένης Ντανιέλας Σταματιάδη φρόντισε να τονίζει συνεχώς αυτή τη συνύπαρξη παιδικής ματιάς και ενήλικης παιδικότητας.

 

(672 λέξεις)

 

https://018.bookpress.gr/kritikes/gia-polu-mikra-paidia/16032-to-periergo-maksilari-tou-misel-fais-kritiki-poy-pane-ta-oneira-otan-ksypname