Pages

13.5.24

Η Χρύσα Φάντη στην Εφημερίδα των Συντακτών για το "Σαν Μήδεια"

 

Η Μήδεια ως διαχρονική θηλυκότητα

 ΝΗΣΙΔΕΣ / Εφημερίδα των Συντακτών

11.05.24 06:00

Χρύσα Φάντη

Με γραφή λυρική και γλώσσα ρυθμική που συχνά εμπλουτίζεται και με λέξεις αρχαϊκές συγκροτώντας στο σύνολο έναν λόγο αισθητικά και εννοιολογικά ενιαίο, αμφισβητεί τόσο τη γυναικεία όσο και την αντρική εικόνα –όπως αυτές διαμορφώθηκαν και παγιώθηκαν διαχρονικά κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτισμικές αντιλήψεις και συγκυρίες–, και μακριά από κάθε στείρο πολιτικό και ιστορικό διδακτισμό προσβλέπει στην πραγματική φύση των δύο φύλων.

ΟΜάνος Κοντολέων, συγγραφέας πολυγραφότατος και καταξιωμένος (και στην παιδική και τη νεανική λογοτεχνία) τόσο ως μυθιστοριογράφος όσο και ως κριτικός και δοκιμιογράφος, με το πιο πρόσφατο έργο του («Σαν Μήδεια», 2023) ολοκληρώνει έναν κύκλο με κεντρικά πρόσωπα τρεις μυθικές γυναικείες φιγούρες· τρεις σκοτεινές και αμφιλεγόμενες περσόνες, γνωστές κυρίως από το αρχαίο δράμα.

 

Αρχίζοντας από την Κασσάνδρα («Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Αμμο», 2018) περνά στην Κλυταιμνήστρα («Οι σκιές της Κλυταιμνήστρας», 2021), για να καταλήξει στη Μήδεια, μια ηρωίδα που φαίνεται να υπήρξε τόσο στη συνείδηση πολλών σύγχρονων συγγραφέων και διανοητών όσο και στην αντίληψη των αναγνωστών τους η πλέον αμφίσημη και παρεξηγημένη. Και είναι αυτή ακριβώς η αμφισημία που πρωτίστως τον παρακινεί να κλείσει την τριλογία του επιλέγοντας τη μορφή της και επιχειρώντας μια νέα προσέγγιση και επαναδιαπραγμάτευση της εικόνας της, καθώς και των συνθηκών που πιθανόν την οδήγησαν στην παιδοκτονία.

 

Το γεγονός ότι για την Κασσάνδρα και την Κλυταιμνήστρα σώζονται κάποιες ιστορικές καταγραφές, ενώ σχετικά με τη Μήδεια, που έχει προηγηθεί εκείνων, όλα όσα γνωρίζουμε κινούνται στη σφαίρα του μύθου, φαίνεται να εντείνει το ενδιαφέρον του, αφού χάρη σ’ αυτό το κενό και την απόλυτη έλλειψη ιστορικής αλήθειας θα φτάσει την έρευνά του μέχρι τις αρχές της Δημιουργίας και της Μυθολογίας, κρατώντας παράλληλα το δικαίωμα και τη δυνατότητα να υποστηρίξει τη δική του μυθιστορηματική εκδοχή, στο πλαίσιο μιας πιο ανοιχτής αλλά και πιο πειστικής ερμηνείας και εστιάζοντας στην ελάχιστα φωτισμένη πλευρά της πρωταγωνίστριάς του, που δεν είναι άλλη από τη γυναικεία και την ανθρώπινη.

 

Είναι προφανές ότι η αναγωγή του εγκλήματος της παιδοκτονίας αποκλειστικά σε λόγους ερωτικής εκδίκησης δεν τον πείθει και δεν τον ικανοποιεί. Αλλωστε, δεν είναι ο μόνος. Πριν από αυτόν υπήρξαν κι άλλοι που διέκριναν σ’ αυτή την αναγωγή την ακαμψία και την προκατάληψη αιώνων σκληρής και άκαμπτης πατριαρχίας. Ο Βασίλης Μπουντούρης, στην εισαγωγή του έργου του «Η άλλη Μήδεια» (1990), επισημαίνει: «2.410 χρόνια μετά την πρώτη παράσταση της Μήδειας του Ευριπίδη καμιά γυναίκα δεν ξαναέφερε το όνομα Μήδεια […] Το όνομα που σημαίνει “σοφή κυρία”* ρίχτηκε στη λάσπη».

 

Αν η Μήδεια ήταν απλώς μια δαιμονική μάγισσα, αν δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια κοινή ψυχοπαθής που δεν δίστασε να δολοφονήσει τα παιδιά της για να εκδικηθεί τον άπιστο άντρα της, τότε πώς εξηγείται ότι ο Ευριπίδης δεν την καταδικάζει αλλά τη βάζει να φεύγει πάνω στο άρμα του Ηλιου; Η υπερφυσική και κάθε άλλο παρά ταπεινωτική ή τιμωρητική κατάληξη που της επιφυλάσσει ο αρχαίος τραγωδός ενισχύει την υποψία του συγγραφέα ότι εδώ κάτι άλλο συμβαίνει, επικυρώνοντας την πρόθεσή του να θέσει αυτά που κατά τη γνώμη του ήταν ή θα μπορούσαν να είναι οι σκέψεις και τα όνειρα αυτής της άκριτα δαιμονοποιημένης ύπαρξης, κάτω από το πρίσμα της σύγχρονης ψυχανάλυσης και μιας φεμινιστικής οπτικής και προοπτικής.

 

Με τις μεταμορφώσεις του μύθου της, έτσι όπως αυτός πέρασε μέσ’ από τον Ευριπίδη και όπως τον συνέλαβε στο ομώνυμο θεατρικό έργο του ο Ζαν Ανούιγ ή αργότερα τον αποτύπωσε στον κινηματογραφικό φακό του ο Λαρς φον Τρίερ στη δική του «Medea», να τον εμπνέουν και να του παρέχουν τα πρώτα πατήματα και επιλέγοντας για μότο στην αρχή του βιβλίου του τη διερώτηση του Α. Κ. Γκρέιλινγκ: «Υπάρχει, λοιπόν, γνώση του παρελθόντος ή μήπως υπάρχει απλώς, στην καλύτερη περίπτωση, ερμηνευτική ανακατασκευή και ίσως, πάρα πολύ συχνά, απλώς εικασία;» – ο Κοντολέων προχωρεί στη δική του άποψη, παραλλάσσοντας και αναθεωρώντας εκείνες που προηγήθηκαν και αποκαλύπτοντας τις εξουσιαστικές πατριαρχικές δομές που διαχώρισαν αυθαίρετα τον άντρα από τη γυναίκα, αφού «ακόμα και οι θεοί, καθ’ ομοίωση των ανθρώπων, πλέον είναι άνδρες και γυναίκες κατά τις κοινωνικές επιταγές, έχοντας απολέσει την αρχέγονη φύση του άρρενος και του θήλεος».

 

Με γραφή λυρική και γλώσσα ρυθμική που συχνά εμπλουτίζεται και με λέξεις αρχαϊκές συγκροτώντας στο σύνολο έναν λόγο αισθητικά και εννοιολογικά ενιαίο, αμφισβητεί τόσο τη γυναικεία όσο και την αντρική εικόνα –όπως αυτές διαμορφώθηκαν και παγιώθηκαν διαχρονικά κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτισμικές αντιλήψεις και συγκυρίες–, και μακριά από κάθε στείρο πολιτικό και ιστορικό διδακτισμό προσβλέπει στην πραγματική φύση των δύο φύλων, υιοθετώντας μια σφαιρική αντίληψη για τη γυναικεία ταυτότητα και μια «ιδεατή –ακόμη και ουτοπική– πρόταση ισότιμης συνύπαρξης».

 

*Το όνομα Μήδεια προέρχεται από το ρήμα μέδομαι, το οποίο σημαίνει προνοώ, μελετώ, διαλογίζομαι και φροντίζω, καθώς και επινοώ, μηχανεύομαι.

Άννα Κουππάνου «Όταν μας άφησε η θάλασσα» Εκδόσεις Πατάκη

 Άννα Κουππάνου

«Όταν μας άφησε η θάλασσα»





 

Η κυπριακή λογοτεχνία για παιδιά και νέους θα έλεγα πως παρακολουθεί τις θεματικές όσο και ποιοτικές εξελίξεις της αντίστοιχης ελλαδικής.

Αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση οι Κύπριες και οι Κύπριοι συγγραφείς αυτού του είδους στράφηκαν προς μια πολιτική στάση ενημέρωσης του κοινού τους και βέβαια λογικό ήταν στη στάση αυτή να κυριαρχούν το μεγάλα τραύματα της Τουρκικής Εισβολής και Κατοχής, όπως και το δράμα των αγνοουμένων και των προσφύγων.

Αρκετά από τα βιβλία εκείνης της περιόδου είχαν εκδοθεί από εκδοτικούς οίκους που είχαν την έδρα τους στην Ελλάδα κι έτσι αρκετοί από τους συγγραφείς τους -κυρίως γυναίκες- έγιναν ευρύτερα γνωστοί (Μαρία Πυλιώτου, Κίκα Πουλχερίου, Φιλίτσα Χατζηχάνα, Έλλη Παιονίδου κ.α)

Στα χρόνια που ακολούθησαν η Κυπριακή Λογοτεχνία για Παιδιά και Νέους   συνέχισε να αναζητά νέες θεματικές και με την ιδιαίτερη υποστήριξη τόσο της Κυπριακής Πολιτείας όσο και του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου διατήρησε τη ζωντάνια της, ενώ νέες παρουσίες ήρθαν για να της προσφέρουν ευρύτερους θεματικούς κύκλους.

Οι σύγχρονοι Κύπριοι συγγραφείς Παιδικής και Εφηβικής Λογοτεχνίας ή ήταν πολύ μικρά παιδιά όταν έγινε η Τουρκική Εισβολή ή γεννήθηκαν μετά από μερικά χρόνια. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως το τραύμα δεν τους έχει επηρεάσει, ακριβώς όπως κάτι παρόμοιο βλέπουμε να συμβαίνει και σε όσους Κύπριους συγγραφείς γράφουν για ενήλικες ή και για ενήλικες.

Μέσα στα δικά τους έργα, εκείνη η εποχή συχνά επανέρχεται και περιγράφεται με ένα πλέον πολυεδρικό τρόπο. Η πληγή χωρίς να έχει κλείσει σαφώς δεν έχει κακοφορμίσει. Οπότε το συλλογικό τραύμα υπεισέρχεται στα έργα ως αιμάτινη διαδρομή ή περιγράφεται με την αντικειμενικότητα της απόστασης.

Αρκετοί και συγγραφείς αυτής της γενιάς που είναι γνωστοί και στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους και η Άννα Κουππάνου.

Πρόκειται για μια από τις πλέον δραστήριες παρουσίες στο χώρο της Παιδικής Λογοτεχνίας στην Κύπρο. Συγγραφέας, λειτουργός του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, συντονίστρια Προγραμμάτων Φιλαναγνωσίας, έχει να παρουσιάσει σημαντικό ερευνητικό έργο και δράσεις.

Τα βιβλία της έχουν τιμηθεί  με Κρατικό Βραβείο της Κύπρου, και με Βραβεία του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Νεανικού Βιβλίου, του λογοτεχνικού περιοδικού ‘Ο Αναγνώστης’, της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς και έχουν αναγραφεί στον Διεθνή Τιμητικό Πίνακα της ΙΒΒΥ, ενώ υπήρξε και υποψήφια για του Διεθνές Βραβείο Άντερσεν.

Τα περισσότερα από τα βιβλία της έχουν κυκλοφορήσει από ελληνικούς εκδοτικούς οίκους, όπως άλλωστε και αυτό το πλέον πρόσφατο – «Όταν μας άφησε η θάλασσα»

Στο μυθιστόρημα αυτό η Κουππάνου μας παρουσιάζει ένα γεγονός από την εποχή της Εισβολής που δεν είναι ιδιαιτέρως γνωστό. Έχει να κάνει με την μεταφορά εκατοντάδων κυπριόπουλων από τα κατεχόμενα εδάφη στην Ελλάδα για να φιλοξενηθούν από Ελληνικές οικογένειες ή Ιδρύματα.

Ένα από τα παιδιά αυτά είναι και η αφηγήτρια της ιστορίας αυτού του βιβλίου. Η μικρή Κατερίνα, από ένα χωριό της Κερύνειας, και ο δίδυμος αδελφός της Μιχάλης αφήνουν την οικογένειά τους και μαζί με άλλα παιδιά έρχονται στην Ελλάδα για να φιλοξενηθούν.

Πώς αισθάνεται ένα παιδί που ξαφνικά ότι είχε γνωρίσει ως οικογενειακή θαλπωρή χάνεται; Τί σημαίνει να εξαναγκάζεται να αποχωριστεί τόσο τους δικούς του όσο και το μέρος που μεγάλωσε, τους φίλους που μαζί τους μοιραζότανε την καθημερινότητά του; Ποιες οι αντιδράσεις του όταν φτάνει στο νέο, άγνωστο τόπο;

Η Άννα Κουππάνου χαρίζει στην ηρωίδα της μια ευαίσθητη ματιά μέσα από την οποία μας μεταφέρει σκέψεις και συναισθήματα, μας περιγράφει γεγονότα που δεν εγγράφονται στην επίσημη Ιστορία.

Και ο λόγος της μικρής Κατερίνας είναι και το μεγάλο προτέρημα του μυθιστορήματος. Πως αυτό που όλοι εμείς οι ενήλικες έχουμε συνηθίσει με ένα συγκεκριμένο τρόπο να το αντιμετωπίζουμε, μετατρέπεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό όταν το βιώνει ένα παιδί.

«Ο οδηγός κατεβάζει το γυαλί και εξηγεί  σε κάποιον: ‘Τα προσφυγόπουλα από την Κύπρο, αδελφέ. Αυτά είναι’.                                                                                                                     Μέσα μου ανάβει ξαφνικά μια φλόγα. Θέλω να φύγουμε. Θέλω να με ρωτήσει κάποιος να του πω ότι θέλω να φύγουμε. Θέλω να ζω μακριά από εκείνη τη λέξη. Δεν είμαι προσφυγόπουλο. Είμαι η Κατερίνα. Θέλω να φύγω από τα ξένα χωριά και τις θάλασσες…» (σελ. 114)

Μυθιστόρημα που στηρίζεται στις μικρές μεν αλλά ουσιαστικές διακυμάνσεις συναισθημάτων και σε μια γλώσσα όπου έχει πλαστικότητα, ευρήματα και κυρίως την αμεσότητα της παιδικότητας.

Με αυτά τα εφόδια το «Όταν μας άφησε η θάλασσα» δεν είναι μόνο ένα μυθιστόρημα για ένα γεγονός του 1974, αλλά μια αφήγηση απόλυτα καίρια ως προς την επικαιρότητά της.

Πρόσφυγες, μετανάστες, ξεριζωμένοι συνεχίζουν να διασχίζουν θάλασσες πιστεύοντας σε ένα καλύτερο αύριο.


(700 λέξεις)

https://diastixo.gr/kritikes/paidika/22446-otan-mas-afise-i-thalassa