Pages
▼
1.11.24
Η Κατερίνα Ζαμαρία στο diastixo.gr για Τα Δώρα
Όταν είμαι –ή θέλω να είμαι– αισιόδοξος, τότε γράφω για παιδιά.
Όταν ονειρεύομαι μια επανάσταση, τότε γράφω για τους εφήβους.
Όταν φοβάμαι, τότε είναι που γράφω για τους ενήλικες.
Κι όμως, τελικά... Τίποτε από εμένα δε φαίνεται.
Έτσι συστήνεται ο Μάνος Κοντολέων στην ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο. Με το τελευταίο παιδικό του βιβλίο, όμως, αφήνει μια μικρή χαραμάδα για να φανεί κάτι από εκείνον, προκειμένου οι αναγνώστες να γνωρίσουν ακόμα καλύτερα έναν από τους πολυγραφότερους και επιδραστικότερους Έλληνες συγγραφείς λογοτεχνίας για παιδιά – και όχι μόνον.
Πριν από 15 χρόνια ο Κοντολέων έγραψε τα Πολύτιμα δώρα, ένα βιβλίο που προσεγγίζει το είδος του παραμυθιού, προσδίδοντας σε αυτό πολλά επίπεδα ανάγνωσης για ένα κοινό διαφορετικών ηλικιών και απαιτήσεων (Α. Γιαννικοπούλου), αλλά και με τον ανάλογο μαγικό ρεαλισμό και την ποιητική που διέπουν τα κείμενά του (Γ. Παπαδάτος). Με αφορμή εκείνο το βιβλίο του, σε συνέντευξή του στα Επίκαιρα (11/12/2009), είχε δηλώσει: «Μπορεί ακόμα να διαβαστούν τα τρία αυτά κείμενα και ως ένα είδος αυτοβιογραφίας μου, αυτά που μου δώσανε οι γονείς μου είναι τα διαμάντια, όσα εγώ μόνος μου κατάφερα να δημιουργήσω είναι τα μαργαριτάρια, όλα όσα προσφέρω σε εκείνους που με αγαπούν και αγαπάω είναι τα σμαράγδια. […] Ξαφνιάζονται πολλοί πώς γίνεται ο ίδιος συγγραφέας να γράφει τόσο διαφορετικά πράγματα σχετικά με την ηλικία των αναγνωστών στους οποίους απευθύνεται. Μα είναι τόσο απλό. Υπήρξαμε όλοι παιδιά και έφηβοι. Φτάνει να θελήσουμε να συνομιλήσουμε με τους τοτινούς εαυτούς μας. Φτάνει να έχεις το θάρρος να επιστρέφεις σε ηλικίες που ήξερες να μη φοβάσαι τα όνειρα».
Λέγεται πως η «πατρίδα» του καθενός είναι η παιδική του ηλικία. Ο Μάνος Κοντολέων με Τα δώρα θα μοιραστεί με τους μικρούς του αναγνώστες εμπειρίες από τη δική του «πατρίδα». Στο νέο βιβλίο του, ως ένα είδος αυτοβιογραφίας, αποκαλύπτεται ο συγγραφέας Κοντολέων. Με λογοτεχνικούς όρους, Τα δώρα είναι ένα βιβλίο στο οποίο διακρίνει κάποιος στοιχεία αυτοαναφορικότητας, της διαδικασίας δηλαδή που υιοθετεί ένας δημιουργός προκειμένου να αποκαλύψει την τεχνική του, τα εκφραστικά του μέσα, τις ιδέες του ή τον εαυτό του ως λογοτέχνη.
Ο μικρός πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Μάρκος, εμφανώς είναι η persona του συγγραφέα. Μέσα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο ενήλικος αφηγητής θα βάλει τον αναγνώστη στο δωμάτιο του συγγραφέα, εκεί που γεννιούνται οι ιστορίες, προσπαθώντας να απαντήσει στο διαχρονικό ερώτημα μικρών και μεγάλων αναγνωστών, αλλά και θεωρητικών της λογοτεχνίας: «Πώς γίνεται κάποιος συγγραφέας;»
Ο Μάρκος, έντεκα περίπου χρονών, «μοναχοπαίδι – πάει να πει η μοναξιά του στο σπίτι βαριά. Κανένας φίλος μέσα στα δωμάτια». Ώσπου «μια μέρα στον κήπο ο Μάρκος βρήκε ένα νιογέννητο γατί – ίδιο τιγράκι έμοιαζε. Τα μάτια του – όταν μετά από λίγο καιρό θα τα άνοιγε […] “θυμίζουν νεφρίτη” είπε η μητέρα, κι όπως ήταν θηλυκό, ο Μάρκος το βάφτισε Νεφερτίτη».
Πάει πια η μοναξιά! Μαζί άρχισαν να εξερευνούν τον κόσμο. Ο κήπος, τα δέντρα, η γειτονιά γίνονται πεδίο ανακαλύψεων. Κι όταν γυρνούν στο σπίτι «ξεφυλλίζανε τις περιπέτειες του Μικρού Πρίγκιπα. Μαζί διαβάζανε τις ιστορίες που ενώνανε τα πλάσματα του κόσμου». Μοιράζονται τα πάντα, ακόμα και τα όνειρά τους. Όμως το μικρό γατάκι θα αρρωστήσει. Και κάποιο πρωί θα έρθει η ώρα του μεγάλου αποχαιρετισμού. Το ίδιο κιόλας απόγευμα ο Μάρκος «πήρε χαρτί και μολύβι και ξεκίνησε να γράφει. Κι έγραψε… Κι έγραψε… και κατάλαβε πως μια ολάκερη ζωή θα κρατούσαν τα δώρα που το γατάκι τού είχε κάνει».
Ο Μάνος Κοντολέων αποτελεί μία από εκείνες τις περιπτώσεις δημιουργών που, άσχετα με το ηλικιακό κοινό στο οποίο απευθύνεται, δημιουργεί άρτιες ιστορίες – νοηματικά, εκφραστικά, υφολογικά. Εν προκειμένω, με λόγο μεστό και ακριβόλογο, στον οποίο δεν περισσεύει ούτε λέξη, με μια αφηγηματική φωνή που γνωρίζει ότι απευθύνεται σε κοινό από τεσσάρων ετών και πάνω, με ισορροπία και μέτρο στη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργεί η σχέση με ένα ζώο αλλά και η απώλεια, θα καταφέρει να μιλήσει για πολλά πράγματα. Για τη μοναξιά και τη φιλία, για τα όνειρα και τον χρόνο που περνά, για τους φόβους, τον πόνο, την ελπίδα, το παρόν και το παρελθόν, τη μνήμη, τη δημιουργία.
Στο τέλος του βιβλίου, ο Κοντολέων παραθέτει τα αποκόμματα από το περιοδικό Διάπλαση, εκεί που φιλοξενήθηκε τον Μάιο του 1960 η ιστορία του γατούλη Ποκοπίκου. Η ιστορία που υπήρξε το βάπτισμά του στη συγγραφική κολυμπήθρα. Η ιστορία που ξαναπλάθει (όχι πια με το ψευδώνυμο Αρχιδούξ, αλλά ως Μάρκος/Μάνος) για να τη μοιραστεί μαζί μας. Κυρίως, όμως, για να πει πώς μια απόπειρα γραφής μετουσιώνεται σε λογοτεχνία. Αλλά και τι είναι αυτό που οδηγεί κάποιον στο να μοιραστεί μια ιστορία του με όλους τους άλλους. Γιατί αυτά είναι τα δώρα που έκανε το μικρό γατάκι στον Μάρκο.
Mε ισορροπία και μέτρο στη συναισθηματική φόρτιση που δημιουργεί η σχέση με ένα ζώο αλλά και η απώλεια, θα καταφέρει να μιλήσει για πολλά πράγματα.
Ο Μάνος Κοντολέων είναι από εκείνους τους συγγραφείς που συνεχώς δοκιμάζουν τα λογοτεχνικά τους όρια. Έχοντας κερδίσει πλήθος διακρίσεων (μόνο το 2024, για το εφηβικό του βιβλίο Ποτέ πιο πριν τιμήθηκε με το Βραβείο του Ελληνικού Τμήματος της ΙΒΒΥ και το Βραβείο του λογοτεχνικού περιοδικού Ο αναγνώστης, ενώ αναγράφηκε και στη στήλη των White Ravens), έχοντας διαγράψει μια μεγάλη πορεία στον χώρο της λογοτεχνίας, με τούτο το βιβλίο είναι σαν να ρίχνει ένα βλέμμα πίσω, σε εκείνη τη στιγμή που έπιασε το νήμα της γραφής, που τόσο γερά κρατά. Τότε που «πήρε χαρτί και μολύβι και ξεκίνησε να γράφει. Κι έγραψε… Κι έγραψε…». Και που συνεχίζει να γράφει.
Κι επειδή οι πραγματικά καλές ιστορίες για παιδιά, με έναν μαγικό τρόπο, έχουν τη δύναμη να «συνομιλούν» και με το ενήλικο κοινό, Τα δώρα αποτελούν ένα κείμενο που καταδεικνύει όλα τα υλικά που οδηγούν στην καλλιτεχνική δημιουργία. Με πρώτο και καλύτερο την ικανότητα του δημιουργού να ξεφεύγει από τον μικρόκοσμό του, την ικανότητα να αφουγκράζεται τον κόσμο γύρω του. Να μετουσιώνει στιγμές, γεγονότα, συναισθήματα, ανάγκες σε λέξεις. Και να τις κάνει ιστορίες. Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ στον Τελευταίο μεγιστάνα γράφει πως «αυτό για το οποίο ντρέπονται οι άνθρωποι γίνεται μια καλή ιστορία». Στο βιβλίο του Κοντολέων θα ανακαλύψουμε μια πλειάδα υλικών που οδηγούν σε μια καλή ιστορία. Κι αν το μικρό γατάκι έκανε στον Μάρκο/Μάνο το δώρο της γραφής, ο Μάνος/Μάρκος μάς χαρίζει ως αντίδωρο ένα ακόμα σπουδαίο βιβλίο.
Σε αγαστή συνεργασία με το κείμενο, οι εικόνες της Ιφιγένειας Καμπέρη. Το βιβλίο πολλά χρωστάει στις εικόνες της, που με μια πανδαισία χρωμάτων μάς ξεναγούν σε έναν κόσμο ενήλικης παιδικότητας. Η Καμπέρη εικονογραφεί με τον δικό της, ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο πια, τρόπο. Με εικόνες που ξεχωρίζουν για την παιδικότροπη προσέγγιση της ιστορίας, με εύρος στη χρωματική της παλέτα, με εικόνες που σηματοδοτούν ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης της ιστορίας, αλλά και τη συμπληρώνουν. Εξαιρετικό εύρημα ο τρόπος που ενσωμάτωσε μέσα στις εικόνες τις επιλεγμένες από τον συγγραφέα λέξεις, με τις οποίες μας ξεναγεί σε καίριες στιγμές της παιδικής του ηλικίας. Με κεφαλαιογράμματη γραφή, η Ιφιγένεια Καμπέρη θα αναδείξει αυτές τις λέξεις που εμπεριέχουν τη διττή λειτουργία της λογοτεχνίας. Η μοναξιά και η φιλία, τα όνειρα και ο χρόνος που περνά, ο φόβος, ο πόνος, η ελπίδα, το παρόν και το παρελθόν, η μνήμη, η δημιουργία, δεν είναι μόνο η πηγή μέσα στην οποία βουτά την πένα του ο συγγραφέας. Είναι κι όλα αυτά μέσα στα οποία αναγνωρίζει ή αναζητά κι ο αναγνώστης ένα μέρος της δικής του ταυτότητας. Η οπτική αφήγηση της Καμπέρη ακολουθεί βήμα-βήμα την κειμενική του Κοντολέων, δημιουργώντας μια σχέση λογικής αλληλουχίας, νοηματοδοτώντας και ταυτόχρονα πηγαίνοντας την ιστορία ένα βήμα παρακάτω.
«Έζησα μέσα στα βιβλία. Τα αγάπησα και με αγαπήσανε. Ό,τι πιο δικό μου, ό,τι πιο πολύτιμο, σε βιβλία το βρήκα, σε βιβλία το έχω κρύψει», είχε δηλώσει παλιότερα ο Μάνος Κοντολέων. Αυτά «τα πολύτιμα» είναι οι τροφοδότες του έργου του αλλά και «τα δώρα» του στους αναγνώστες.
Κατερίνα Ζαμαρία 01 Νοεμβρίου 2024
Diastixo.gr