Pages

8.10.25

Η Έρικα Αθανασίου για το 'Κόντρα ρόλος' στο fractal

Με όμορφες εικόνες ξεκινάει o Μάνος Κοντολέων το τελευταίο του μυθιστόρημα «Κόντρα Ρόλος» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη». Και οι ωραίες εικόνες συνεχίζουν να ακολουθούν την αφήγηση, καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται και αυτό που φαίνεται αρχικά να είναι ένας αποχαιρετισμός ενός ηλικιωμένου στον έρωτα, καταλήγει σε μια ιστορία όπου ο έρωτας κυριαρχεί. «Ο ίσκιος από τα φύλλα της μανόλιας σε παραπλανά, σαν τις απρόσμενες στάλες μιας βρύσης που νόμιζες πως καλά την έχεις σφίξει». Ένα δέντρο «που ποτέ δεν επέλεξε να φυτέψει, μα που έχει βρεθεί να τον συντροφεύει... Πλέον. Αλήθεια, πόσων χρονών να είναι αυτή η μανόλια;» Η αρχή της αφήγησης αποπνέει τη μελαγχολία του ηλικιωμένου άντρα που νιώθει ότι η ζωή τον αφήνει στο περιθώριο και είναι θέμα αξιοπρέπειας να αποσυρθεί από μόνος του. Ακόμα και η προσπάθεια να ανατρέξει στη ζωή του και να γράψει για αυτήν τον κάνει να μετανιώνει «που αθέτησε ότι εδώ και αρκετό καιρό τώρα έχει αποφασίσει - να μην ασχολείται με τις λέξεις που μετράνε τον χρόνο». Δυο ηλικιωμένοι, αποτραβηγμένοι σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη, συζητάνε για τον έρωτα με αναφορές και στην παγκόσμια λογοτεχνία. «Ανάλαφρες όσο και ανιαρές συζητήσεις αντρών τρίτης ηλικίας». Ανάλαφρες, όχι όμως και τόσο ανιαρές, καθώς μέσα από τη συζήτηση με τον φίλο του γιατρό αναδεικνύεται ο χαρακτήρας του Λάμπρου Αρνή, επιτυχημένου κριτικού θεάτρου και θεατρικού παραγωγού, που παρέδωσε όμως τη σκυτάλη, θεωρώντας ότι είναι καλύτερο να γερνάει κανείς με αξιοπρέπεια. Ο συγγραφέας παρασύρει τον αναγνώστη σε μια ιστορία που εμπλέκει στις γραμμές της την ποίηση αλλά και τον θεατρικό λόγο, καθώς οι ήρωες δανείζονται χαρακτηριστικά από τους πρωταγωνιστές της Φαίδρας του Ρακίνα. «Ακόμα και με την απαγγελία ενός μενού μπορείς να φλερτάρεις. Δε χρειάζεσαι ποιήματα…» Τους βασικούς ρόλους μοιράζονται ο Λάμπρος Αρνής, ο οποίος βαδίζει προς τη δεκαετία των 80 χρόνων του, έχοντας δίπλα του την κατά τριάντα χρόνια νεότερη σύντροφό του, Αντρίνα Λεμονή, διάσημη ταλαντούχα ηθοποιό. Δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι η Αντρίνα οφείλει την καριέρα της στη σχέση της με τον ήδη πετυχημένο Λάμπρο Αρνή. Μια καριέρα όμως που στηρίχτηκε στο δικό της ταλέντο, ενώ ξεφεύγει από το πρότυπο της γυναίκας που αδιαφορεί για τον σύντροφο, καθώς η διαφορά ηλικίας γίνεται όλο και περισσότερο εμφανής «…τις γυναίκες τις συναρπάζουν περισσότερο οι άντρες με πνευματικό σφρίγος παρά εκείνοι με σφρίγος στους κοιλιακούς και σε άλλους μυς….». Πρωταγωνιστικό ρόλο κρατάει και ο Πασκάλ Ομάν, ένας γοητευτικός άντρας, τυχοδιώκτης φωτογράφος, που εμφανίζεται ξαφνικά στις ζωές του ζευγαριού, διαταράσσοντας τις δύσκολα κερδισμένες ισορροπίες. «Ότι φωτογράφιζε ήταν αυτό που υπήρχε και που οι άλλοι δεν το βλέπανε...τα κλαριά της μανόλιας έτσι όπως δραπετεύουν από την αγκαλιά της μάντρας τον προκαλούν να τα προσέξει κι αυτά. Οικία οικογένειας με ριζικό σύστημα». Ο συγγραφέας παίζει με το διπλό νόημα των λέξεων αλλά και με το όνομα του Πασκάλ ή Πασχάλη, ο οποίος αναζητώντας την ταυτότητά του θα καταλήξει στο Πασχάλ. Και τελευταία πρωταγωνίστρια η Σιμόν, που έχει ήδη αποσυρθεί από την ιστορία όταν αυτή ξεκινάει, παραμένοντας όμως πάντα παρούσα, μέσα από τα ίχνη της. Ίχνη στην άμμο, όπως το υλικό που χρησιμοποιούσε συχνά για τα κεραμικά της. Όπως ένα ξεχωριστό πρες παπιέ που έφτιαξε, ένα αντικείμενο που θα καταλήξει αμφίβολο δώρο. Γύρω από τους βασικούς ήρωες υπάρχουν και οι δευτεραγωνιστές που βρίσκονται όμως στη σκηνή μόνο για να αναδειχτεί καλύτερα ο χαρακτήρας των πρωταγωνιστών. Η ιστορία εκτυλίσσεται καθώς η Αντρίνα προετοιμάζεται για τον ρόλο της Φαίδρας και συνεχίζει μέχρι την πρεμιέρα και το τέλος των παραστάσεων που θα φέρει αλλαγές στις ζωές όλων, ενώ μια παλιά ιστορία επαναλαμβάνεται αλλάζοντας τους ρόλους των πρωταγωνιστών. «Θα είμαι κι εγώ στην πρεμιέρα», θα στείλει μήνυμα στην Αντρίνα, ο Λάμπρος Αρνής, που έχει επιλέξει να παραμείνει και μετά το πέρας του καλοκαιριού στην εξοχική κατοικία. «Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι καλό είναι να προφυλάσσονται. Ποικιλοτρόπως». Μια ιστορία που έχει επαναληφθεί πολλές φορές στην παγκόσμια λογοτεχνία, στο θέατρο αλλά μπορεί πάντα να δώσει νέες ερμηνείες, καθώς οι πρωταγωνιστές αλλάζουν και μπορεί να αναγκαστούν σε κάποιον «Κόντρα Ρόλο». Κι ο Μάνος Κοντολέων, παίρνει μια ιστορία πολυπαιγμένη στους αιώνες και της δίνει μια νέα πνοή, καθώς οι ήρωές του με φόντο την Ακρόπολη κάνουν τις δικές τους επιλογές. Έναν αισθησιακό ερωτισμό αποπνέει το μυθιστόρημα και μένουν μετά το διάβασμα εικόνες που δεν το περιμένεις. «Δάχτυλα που αλώβητα είχαν διανύσει πεδιάδες, ασφαλτοστρωμένες οδούς και βρεγμένα ακρογιάλια. Μπορούσε να εμπιστευθείς την αρρενωπή πείρα τους». Αργόσυρτο το πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, καθώς θέτονται οι βάσεις της ιστορίας, αποκτά έναν ρυθμό όλο και πιο γρήγορο στα δεύτερο, τρίτο και τέταρτο μέρος και φτάνοντας στο πέμπτο η ιστορία καθυστερεί και πάλι βαδίζοντας προς το τέλος. Ο Λάμπρος Αρνής θα προσπαθήσει να κατανοήσει παλιά και νέα γεγονότα που επηρεάζουν τη ζωή του, μπαίνοντας αυθόρμητα σε ένα καράβι, παραμονή Χριστουγέννων. «Μα ταξιδεύει κανείς προς προορισμό που πλέον δεν υπάρχει;»

7.10.25

Κόντρα ρόλος -στην Καθημερινή της Κυριακής

Στη θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος, ο σκηνογράφος θα χρησιμοποιήσει μανόλιες. Η μισερή σκιά του φυτού, που ενδημεί στην αυλή του πετρόκτιστου αρχοντικού, στην κωμόπολη όπου έχει βρει καταφύγιο ο ογδοντάχρονος θεατρικός κριτικός Λάμπρος Αρνής, θα αναδείξει την «υπενθύμιση πως η απόλυτη προστασία δεν προσφέρεται, μιας και μήτε υπάρχει». «Αυτό, στα χέρια του οποίου βρισκόμαστε, είναι η μη προστασία» (μτφρ. Α. Βαχλιώτης, Πόλις, 2013) δηλώνει ο Μίκι Σάμπαθ, στο εμβληματικό έργο του Φίλιπ Ροθ. Το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων συνδιαλέγεται όμως, πρωτίστως, με τη «Φαίδρα» του Ρακίνα. Ο Αρνής, ως άλλος Θησέας, αναμετριέται με το γήρας και τη μνήμη. Στην πορεία θα κάνει την εμφάνισή του και ο Ιππόλυτος του έργου, ο Πασκάλ, γιος του Αρνή από έναν έρωτα της νιότης του, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσε. Η Αντρίνα Αρνή, η κατά σαράντα χρόνια νεότερη σύζυγός του, θα παίξει, ούσα ηθοποιός, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τον ρόλο της Φαίδρας. Μελοδραματισμοί Η αφετηρία του βιβλίου είναι ομολογουμένως γοητευτική: η απόσυρση του καταξιωμένου κριτικού σκιαγραφείται όχι απλώς ως βιολογική φθορά, αλλά ως πάλη απέναντι στις αναπόδραστες μεταμορφώσεις τέχνης και ζωής. Ωστόσο, η αφήγηση γρήγορα διολισθαίνει στον μελοδραματισμό. Αντί να πειθαρχήσει στο υλικό του, ο συγγραφέας εγκλωβίζεται σε μια λυρική αυταπάτη. Το συναίσθημα κυριεύει τον ρυθμό, υποσκάπτοντας σε ένα δεύτερο επίπεδο και την αξιοπιστία του εγνωσμένου κύρους ήρωα. Το κείμενο στερείται έτσι τη δύναμη της ειρωνείας, που θα υπογράμμιζε την απόσταση ανάμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι του βίου. σοβαροφανές-προσωπείο «Ο Λάμπρος Αρνής τις μέρες με έντονη ομίχλη θα επιχειρεί να μεταφέρει στη γαλλική γλώσσα στίχους του Καρούζου». Οπως και «άσκοπα περπατώντας ανάμεσα στους δρόμους της αριστερής όχθης και καπνίζοντας Gitanes στα μπιστρό, αναζητώντας συνεχώς νέες υπόγειες διαδρομές του μετρό». Ή ακόμη: «Αναζητώντας παλιές εκδόσεις στα κιόσκια εκεί στις όχθες του Σηκουάνα». Και ποιος δεν θα ζήλευε έναν Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε για το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Η «παριζιάνικη αύρα», το «μπλε μπερεδάκι» που γίνεται «πάντα μονόχρωμη τραγιάσκα», οι αναφορές στον Ταρκόφσκι και στη «γοητεία της ανέμελης επιμόρφωσης» των θερινών σινεμά, μετά την επιστροφή στην Αθήνα. Επιφανειακές πινελιές που προσδίδουν στον ήρωα επίπλαστο πολιτισμικό κύρος αντί στιβαρότητα χαρακτήρα. Αντίστοιχα, οι λυρικές εξάρσεις («η σκιά μου θα είναι το μόνο από μένα που θα μείνει») ή οι σπαραξικάρδιες αποκηρύξεις της παλιάς ερωμένης του Αρνή («γιατί δεν ήθελα να ακούσω ποτέ πια το Ne me quitte pas σε γωνιές του Παρισιού…») επιτείνουν το μελοδραματικό βάρος, αμαυρώνοντας το όποιο ουσιαστικό εσωτερικό δράμα αφήνουν να φανεί κάποια εύτακτα διαλογικά σημεία. Το αποτέλεσμα είναι ένα κείμενο ασύμμετρο, που δύσκολα αντέχει δεύτερη ανάγνωση. Οι εικόνες μοιάζουν παράταιρες, δάνειες· η σύνθεση υποβιβάζεται σε παραλλαγή γνώριμων μοτίβων. Το μυθιστόρημα παγιδεύεται σε ένα σοβαροφανές προσωπείο. Ο Κοντολέων επιχειρεί να παρουσιάσει έναν ώριμο ήρωα με υπαρξιακές αγωνίες που συναντά κανείς σε αντίστοιχους πρωταγωνιστές του Ροθ. Ομως, αντί να ψηλαφήσει το κωμικό που στοιχειοθετεί την τραγωδία προτάσσει έναν κίβδηλο στωικισμό, διάστικτο από αποφθέγματα του συρμού: «Παγίδα για το σώμα της νεότητας ο έρωτας· παγίδα για το σώμα του γήρατος ο θάνατος». Ο Αρνής καταλήγει χωλό αντίγραφο, νόθα ατομικότητα, και το έργο συρρικνώνεται σε μια διεκπεραιωτική προφάνεια του ορατού· στην πράξη, διαβάζεται σαν ήδη χιλιοειπωμένο. Κορύφωση και κατάρρευση Το «Κόντρα ρόλος» είναι το κατεξοχήν έργο που θα κέρδιζε τα μάλα εάν ισορροπούσε ανάμεσα στη στοχαστικότητα και στην εξιλεωτική σαγήνη του ιλαροτραγικού. Δυστυχώς, η μειλίχια αισθηματικότητα ακυρώνει κάθε ίχνος του αναγκαίου για τον συγκεκριμένο μύθο αυτοσαρκασμού. Μετά τη μέση, όταν η πλοκή πλησιάζει την κορύφωσή της, οι χονδροειδείς προοικονομίες του έρωτα της Αντρίνας για τον Πασκάλ, όπως και η άκαιρη επιλογή «ο ερμηνευτής να γίνει υποχείριο του ερμηνευόμενου» –η μοιχαλίδα ερωτοτροπεί με ατάκες της Φαίδρας–, δυναμιτίζουν και τα τελευταία υποστυλώματα μυθοπλαστικής συνέπειας. Αντί για μια δόκιμη αναμέτρηση με το γήρας, τον έρωτα και την τέχνη, ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ψιμυθιωμένη κατασκευή. Και αυτό, τελικά, είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα ενός έργου που αποπειράται να μιλήσει για την αυλαία της ζωής, αλλά δεν καταφέρνει να την υψώσει πέρα από το προσωπείο της. Δημήτρης Ζωγραφάκης Καθημερινή της Κυριακής, 5/10/2026

4.10.25

Patrick Modiano «Η χορεύτρια»

Patrick Modiano «Η χορεύτρια» Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης Εκδόσεις Πόλις ‘Ωστόσο κάποιες λεπτομέρειες παραμένουν ζωντανές. Θα ‘πρεπε να τις καταγράψει κανείς, αν και θα ‘ταν πολύ δύσκολο να τηρηθεί η χρονολογική σειρά. Ο χρόνος που θόλωσε τα πρόσωπα, έσβησε και τα σημάδια αναφοράς. Μένουν κάποια κομμάτια του παζλ που δε θα ενωθούν ποτέ’. (σελ. 7) Ο Patrick Modiano (Nobel Λογοτεχνίας 2014) για μια ακόμα φορά και με αυτή την τελευταία του νουβέλα αναζητά τη σύνδεση της μνήμης με το παρελθόν, όσο και το παρόν, αλλά και το πως αυτό που θυμάται -όπως και όσο το θυμάται- καθορίζει το μέλλον του. Πολυγραφότατος πεζογράφος -περίπου 32 είναι τα βιβλία που έχει εκδώσει- είχε τιμηθεί στην πατρίδα του με σημαντικά βραβεία, αλλά στο παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό έγινε γνωστός μετά την βράβευσή του με το Noble Λογοτεχνίας. Και είναι γεγονός πως η βράβευση αυτή ξάφνιασε μιας και το έργο του ακολουθεί μια εντελώς δική του πορεία ανίχνευσης της σχέσης ατομικής μνήμης με τον χρόνο, στο χώρο όχι μόνο των προσωπικών βιωμάτων αλλά και των κοινωνικών / πολιτικών συνθηκών. Οι μνήμες είναι ρευστές, αποσπασματικές -αυτή είναι η γοητεία της ατομικότητας, αλλά και το δράμα της. Το ρευστό δημιουργεί τη μοναδικότητα του ατόμου, αλλά παράλληλα αυτό το άτομο έχει ανάγκη και να στηρίζεται κάπου. Για τον Modiano στήριγμα είναι ο τόπος* οι δρόμοι, τα πάρκα, τα οικοδομήματα. Σε αυτό, όσο μένουν αναλλοίωτα, πάνω τους μπορεί να ανασυνθέσει το παρελθόν του- ‘Στο τέλος πείστηκα κι εγώ πως είμαστε εμείς, γιατί οι ίδιες περιστάσεις, τα ίδια βήματα, οι ίδιες κινήσεις επαναλαμβάνονται εσαεί. Και δεν χάνονται, αλλά είναι γραμμένα ανεξίτηλα στα πεζοδρόμια, στους τοίχους και στις εισόδους των σταθμών αυτής της πόλης. Η αιώνια επιστροφή του ίδιου’. (σελ.83) Μα και αυτό το στήριγμα κινδυνεύει πλέον – ‘Μια πόλη ξένη. Έμοιαζε μ΄ ένα μεγάλο λούνα παρκ ή με το χώρο duty free ενός αεροδρομίου. Πολύ κόσμος στους δρόμους, όπως δεν είχα ξαναδεί ποτέ. Οι περαστικοί περπατούσαν κατά ομάδες των δέκα, σέρνοντας τροχήλατες βαλίτσες και , οι περισσότεροι, με σακίδιο στην πλάτη. Από πού έρχονταν αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες που μας έκαναν ν΄ αναρωτιόμαστε μήπως αυτούς και μόνο θα βλέπαμε πια στους δρόμους του Παρισιού;’.(σελ. 12-13) Στο ογδόντα του χρόνια, λοιπόν, ο Modiano γράφει ένα ιδιόμορφο κείμενο -μια μείξη ρεαλισμού και ποιητικότητας- και μας ξεναγεί στις ασαφείς, άλλοτε μισοξεχασμένες κι άλλοτε ολοζώντανες αναμνήσεις της εφηβείας του και της πρώτης νεότητάς του -ο αφηγητής χωρίς να δηλώνεται κάλλιστα μπορεί να ταυτιστεί με τον ίδιο τον συγγραφέα. Επιστρέφει σε μια περίοδο όπου στη ζωή του κυριαρχούσε η προσωπικότητα μιας γυναίκας, μιας χορεύτριας που τον μυεί στους τρόπους ανάγνωσης του κόσμου. Η ίδια άλλοτε χορεύει, άλλοτε παίρνει μαθήματα χορού, τον παίρνει μαζί της σε μακρινές βόλτες σε δρόμους του Παρισιού, του ζητά να φροντίζει τον Πιερ, το μικρό γιο της, αλλά ποτέ δεν του αποκαλύπτει ποιος ήταν ο πατέρας του, ενώ παράλληλα του γνωρίζει ανθρώπους με ασαφές παρελθόν, όσο και άλλους με στοχευμένες και συγκεκριμένες προθέσεις. Κι έπειτα και καθώς τα χρόνια περνάνε όλα αυτά τα πρόσωπα χάνονται, μαζί τους εξαφανίζονται τα στέκια της νεότητας, οι άνθρωποι που τη σφραγίσανε. Κι αυτό γιατί… «Εγώ ζούσα μέρα τη μέρα χωρίς να νοιάζομαι και πολύ να μάθω πώς λέγονταν οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρεφόμουν. Σαν να΄ μουν ακίνητος στην επιφάνεια του νερού κι όπου με πήγαινε το ρεύμα» (σελ. 53) Κι αν κάποια στιγμή, ένα ή περισσότερα από αυτά τα πρόσωπα του παρελθόντος ίσως περνάνε φευγαλέα από τις σκάλες ενός σταθμού, ήταν αληθινά ή ‘ένα όνειρο που είχα δει την παραμονή της συνάντησης και που το άφησα να διαρκέσει όλη τη μέρα, ώστε να ξεχάσω το παρόν;’ (σελ. 1110 Το συγκεκριμένο βιβλίο κυκλοφόρησε στη Γαλλία του 2023. Και κάπου μέσα στις τελευταίες σελίδες του, εκεί δηλαδή που ο συγγραφέας πλησιάζει στο τέλος της καταγραφής του, ο αναγνώστης θα διαβάσει: ‘Τί είχε απογίνει η χορεύτρια και ο Πιερ και όλοι όσους είχα γνωρίσει εκείνη την εποχή; Να κάτι που αναρωτιόμουν συχνά όλα αυτά τα πενήντα χρόνια και που ‘χε μείνει ως τότε αναπάντητο. Και ξαφνικά στις 8 Ιανουαρίου 2023, αισθάνθηκα ότι όλο αυτό δεν είχε πια καμία σημασία. Η χορεύτρια και ο Πιερ δεν ανήκαν στο παρελθόν, αλλά σε ένα αιώνιο παρόν’(σελ. 111) Με τον δικό του τρόπο ο Modiano φιλοσοφεί πάνω στον χρόνο και στην σχέση της με τη μνήμη. Σαφέστατα συγγραφέας ιδιόμορφος και με ένα δικό του τρόπο τρυφερός όσο και σκληρός. Η γραφή του υπηρετεί θαυμαστά τις απόψεις του, ενώ αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να ανασυνθέσει σύμφωνα με τις δικές του προσλαμβάνουσες την πορεία του ατόμου ανάμεσα στον χρόνο και στον χώρο. Η λογοτεχνική απόδοση αυτής της γραφής στα ελληνικά από τον δόκιμο Αχιλλέα Κυριακίδη είναι απολύτως επιτυχημένη. Βιβλιοδρόμιο, 4/10/2025