Pages

28.5.07

Στην αρχή ένα ΓΡΑΜΜ... μόνο


Λάκης Κουρετζής
«Στην αρχή ένα ΓΡΑΜΜ… μόνο»
Εκδόσεις Ταξιδευτής

Ο Λάκης Κουρετζής είναι μια Εποχή.
Όχι, δεν εννοώ πως εκφράζει το παρελθόν. Εννοώ πως σηματοδοτεί μια στάση καλλιτεχνική που μέσα σε μια συγκεκριμένη εποχή δημιουργήθηκε και από τότε παραμένει ένα σημείο αναφοράς σε ότι έχει να κάνει με την ποιότητα, τη συνέπεια, το ήθος.
Ο Λάκης Κουρετζής γίνεται γνωστός κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του ’70. Τότε που η Ομάδα Πάροδος –ψυχή και νους της ο Λάκης- έφερνε την Τέχνη σε μικρούς και μεγάλους με πρωτοποριακά προγράμματα και εκρηκτικές ιδέες.
Η Πάροδος –δηλαδή, για εκείνα τα χρόνια, ο Λάκης Κουρετζής- ήταν ένα φυτώριο ανάπτυξης νέων ταλέντων στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στη μουσική, στα εικαστικά.
Μια εποχή και μια ομάδα ανθρώπων που την ιδεολογία τους δεν τη ξεχώριζαν από την πρακτική τους, που το όραμά τους ήταν και προσωπικό και ομαδικό.
Στην ουσία μια επανάσταση συνέβαινε κι όπως όλες οι επαναστάσεις κάποια στιγμή ή γίνονται κατεστημένο ή μετατρέπονται σε εστίες συνεχούς αντίστασης.
Νομίζω πως το δεύτερο έχει συμβεί, αλλά το σημείωμα αυτό δεν γράφεται μήτε για την Ομάδα Πάροδο, μήτε, βέβαια και για την γενικότερη πορεία του Λάκη Κουρετζή.
Απλά και μόνο παρουσιάζει το πιο πρόσφατο βιβλίο του .
Αλλά αν έκανα μια σύντομη αναφορά στο παρελθόν, ήταν γιατί αυτό το παρελθόν, με τη συλλογή κειμένων «Στην αρχή ένα ΓΡΑΜΜ… μόνο», δείχνει πως μπορεί και παρόν να είναι και μέλλον να διαθέτει.
Με άλλα λόγια, ο Λάκης Κουρετζής παραμένει πάντα εκείνος ο οραματιστής, ο ανθρωπιστής και ο επαναστάτης που στα τέλη του ’70 ήταν.
«Τα τζιτζίκια δεν τραγουδούν. Κάνουν κάτι σπουδαιότερο* κραυγάζουν» -έτσι έχει γράψει σε ένα από τα κείμενα του βιβλίου.
Και νομίζω πως κι ο ίδιος δεν τραγουδά με τις λέξεις, αλλά κραυγάζει.
Κραυγάζει άλλοτε διαμαρτυρόμενος και άλλοτε προπαγανδίζοντας. Κραυγάζει θυμωμένος, φοβισμένος, μα και πάντα ατρόμητος.
Δεν είναι εύκολο να κατατάξει κανείς τα κείμενα αυτού του βιβλίου σε ένα λογοτεχνικό είδος. Όχι διηγήματα, όχι ποιήματα. Όχι χρονογραφήματα. Τότε τι;
Γιατί όχι, λοιπόν, κραυγές. Όπως και λυγμοί, αλλά και χαμόγελα και σαρκασμοί.
«Όσο πληθαίνουν τα μουσεία, μου φαίνεται πως χάνεται η ζωή» -μια κραυγή
Και μια άλλη : «Ανοίχτε τα πάντα… αφήστε τη φαντασία να περάσει» -ίσως να συμπληρώνει την πρώτη.
Κι ένας λυγμός :»Οι μεγάλες ιστορίες δεν τελειώνουν. Αλλάζουν μορφή. Καμιά φορά γίνονται σιωπή»
Η σιωπή λοιπόν είναι στάση ζωής; Ίσως στις μέρες που ζούμε να είναι στάση ζωής και άμυνα. Αλλά υπάρχουν και στιγμές που σαλπίζει κανείς την επίθεση
«Ένα πουλί πετάει πάνω από τον Δούναβη. Σε λίγες μέρες μπορεί να βρίσκεται επάνω από τον Πηνειό. Χωρίς διαβατήριο. Παραποτάμιοι πολιτισμοί»
Και με το χαμόγελο καμιά φορά μπορείς να πεις πολλά . Να για παράδειγμα:
«Γιατί όμως οι άνθρωποι, θέλοντας να μιλήσουν αρνητικά για κάποιον λένε : «Άστον αυτόν. Μην του έχεις εμπιστοσύνη. Πάει όπου φυσάει ο άνεμος΄ Αφού, καμιά φορά , ο άνεμος σε πάει εκεί που πρέπει»
Και βέβαια ο σαρκασμός – «Η σιδερένια καρέκλα φοβήθηκε να πλησιάσει περισσότερο τη φωτιά, μήπως τη λιώσει. Και σηκώθηκε όρθια. Γι αυτό μια σιδερένια καρέκλα είναι πάντα κρύα»

Τα κείμενα είναι 48. Ανά δύο ξεκινούν από το ίδιο γράμμα. Το δυαδικό στοιχείο είναι άποψη για τον Κουρετζή. Ο κόσμος –μάλλον αυτό θέλει να μας πει- ερμηνεύεται και βιώνεται όταν ο ένας συναντά τον άλλον. Κι αυτός ο άλλος μπορεί να είναι απέναντί σου, αλλά μπορεί να είναι και εντός σου. Όπως όλα τα γράμματα του αλφαβήτου που το καθένα είναι ουδέτερο, αλλά που όταν ενωθούν τότε φτιάχνουν λέξεις –αρσενικές ή θηλυκές, πάντως με φύλο, δηλαδή με ταυτότητα.
48 κείμενα γραμμένα σε διάφορους τόπους. Εντός και εκτός Ελλάδας. Γιατί η σκέψη μπορεί να γίνει συναίσθημα την κάθε στιγμή και ώρα.
Κι έχει σημασία να προσέξει κανείς και τη μορφή του βιβλίου. Σαν παλιό τετράδιο, με προσεγμένα γράμματα γεμάτο. Στην εποχή της τεχνολογίας, ας κρατήσουμε τη δυναμική μιας αισθητικής που βγαίνει από το χέρι ενός παιδιού.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ταξιδευτής. Σπάνια έχω συναντήσει βιβλίο που το νόημα του να ταιριάζει τόσο με το όνομα του εκδότη που το έβγαλε στην αγορά

23.5.07

Καλά μόνο να βρεις


Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
«Καλά μόνο να βρεις»
Εκδόσεις Κέδρος


Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ανήκει στη νέα γενιά των πεζογράφων μας.
Αν και γεννημένος το 1970, μόλις το 2005 κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο.
Δηλαδή, στα 35 του χρόνια. Θα έλεγα πως η πρώτη του εμφάνιση, για τα δεδομένα της εποχής μας όπου όλα γίνονται κάτω από την πίεση του χρόνου και της ταχύτητας, είναι μάλλον καθυστερημένη.
Αλλά ο αναγνώστης εκείνης της συλλογής διηγημάτων –«Τρεις μνήμες και δύο ζωές» (εκδ. Μεταίχμιο)- μπορεί εύκολα να κατανοήσει το γιατί ο συγγραφέας της κάνει με αυτή την καθυστέρηση την εμφάνισή του.
Θέματα από την ιστορία, αλλά και από την καθημερινότητα. Τα πρώτα απαιτούν μια βιωματική γνώση των γεγονότων του χτες, τα δεύτερα ζητούν μια ώριμη κατανόηση των συνθηκών του σήμερα. Και βέβαια είναι η γλώσσα. Μια γλώσσα πυκνή, έντονα δουλεμένη. Λέξεις που αισθάνεσαι πως διόλου τυχαία δεν επελέγησαν. Φράσεις που υποψιάζεσαι τον κόπο που χρειάστηκε για να δημιουργηθούνε.
Θεματική και γλώσσα, λοιπόν, που δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται και τόσο ούτε για την γρήγορη ανάγνωση, μήτε και για την πλατιά αναγνώριση.
Παρόλα αυτά, ο τροχός της συγγραφής είχε ξεκινήσει –ή πιο σωστά, για να στηρίζομαι σε ότι έχω διαβάσει- το μεράκι της έκδοσης έχει πια ενεργοποιηθεί.
Κι έτσι, δυο χρόνια αργότερα, βλέπει το φως στις βιτρίνες και στους πάγκους των βιβλιοπωλείων το δεύτερο βιβλίο –«Καλά μόνο να βρεις»
Ο συγγραφέας του με συνέπεια ως προς τον αναγνώστη του και ήθος ως προς τη λογοτεχνική δομή, το ονομάζει νουβέλα –αλλά, αλήθεια, ποιος διαβάζει νουβέλες στις μέρες μας, μέρες των πολυσέλιδων μυθιστορημάτων;
Άρα ο νέος συγγραφέας εξακολουθεί να υποστηρίζει πως μήτε την εύκολη ανάγνωση επιζητεί, μήτε την πλατιά αναγνώριση.
Νουβέλα, πράγματι είναι. Αλλά παράλληλα κρατά και τις πρακτικές γραφής και σύνθεσης του διηγήματος.
Επτά τα κεφάλαια, τρία τα κεντρικά πρόσωπα.
Από τα τρία, αν πρέπει να θεωρήσουμε ένα το κεντρικό πρόσωπο, νομίζω πως θα πρέπει να επιλέξουμε εκείνο που δίνει τελικά και το στίγμα του όλου έργου.
Το στίγμα είναι οι ενοχές. Οι ενοχές ενός σύγχρονου νέου άντρα που δίχως να το καταλάβει –ανεπαισθήτως όλως- συμβιβάζεται και ξεχνά τα όνειρα της πρώτης νεότητάς του. Αυτός ο νέος άντρας και το κεντρικό πρόσωπο. Δικηγόρος το επάγγελμα. Αφημένος μέσα στο ισοπεδωτικό μποτιλιάρισμα μιας πόλης, αφημένος μέσα στην ψυχική νάρκη μιας πιθανής επαγγελματικής επιτυχίας.
Αυτό το κεντρικό πρόσωπο του έργου, μόνο μι αφορά θα συναντήσει το δεύτερο πρόσωπο της νουβέλας και καμιά το τρίτο.
Το δεύτερο πρόσωπο, άντρας κι αυτός. Κούρδος οικονομικός πρόσφυγας. Η στιγμή που θα συναντηθεί με τον νεαρό δικηγόρο θα είναι και η απόλυτα καθοριστική για τη ζωή του.
Το τρίτο πρόσωπο, μια γυναίκα. Από τη Ρωσία αυτή, κι αυτή θύμα της οικονομικής ανάπτυξης, σαπίζει σε φτηνά δωμάτια ξενοδοχείων.
Ο Κούρδος κι η Ρωσίδα θα συναντηθούνε –ο αναγνώστης κάτι απλώς μαθαίνει για τις συναντήσεις, κάποιους μονολόγους τους ακούει. Αλλά περισσότερο ως ωτακουστής, ως παρατηρητής στιγμών της προηγούμενης ζωής τους και κάποιων σκέψεων που ο ένας απευθύνει στην άλλη.
Ο αναγνώστης τον νεαρό δικηγόρο βασικά παρακολουθεί, με αυτόν θέλει ο συγγραφέας να ταυτιστεί, με τις δικές του ενοχές να ενεργοποιηθεί. Γιατί το έργο όλο είναι μια κραυγή κι έχει δύο θύματα και ένα θύτη-θύμα.
Μια ιστορία που ξετυλίγεται άλλοτε προς τα μπροστά κι άλλοτε προς τα πίσω. Που άλλοτε υλοποιείται με μονολόγους κι άλλοτε με διάλογους. Με τριτοπρόσωπες αναφορές. Και σκληρές αφηγήσεις συμβάντων.
Ένα κείμενο -νουβέλα , πολύ σωστά- που θέλει να μιλήσει για τη μοίρα αυτών που κυνηγούνε το λάθος όνειρο –το κυνηγούνε είτε σπρωγμένοι από την ανάγκη, είτε από την παραπλάνηση. Αλλά κάποιοι οφείλουν τη μοίρα να την παίρνουν στα χέρια τους. Κάποιοι; Ή μήπως όλοι;
Ο Π. Χ. αποφάσισε να γράψει ένα πολιτικό λογοτεχνικό κείμενο. Και ακριβώς επειδή είναι γνήσια πολιτικό, είναι και γνήσια ανθρώπινο.
Διαβάζεις και μυρίζεις τον ιδρώτα, το αίμα, το σπέρμα.
Διαβάζεις και συγκινείσαι, θυμώνεις, επαναστατείς.
Διαβάζεις και αυτοενοχοποιείσαι.
Σαφέστατα οι χαρακτήρες και τα συμβάντα, θα μπορούσαν μέσα σε μια άλλη φόρμα γραφής και σύνθεσης να είχαν γίνει ένα πλούσιο -σε σελίδες, εννοώ- μυθιστόρημα.
Αν δεχτούμε πως ο συγγραφέας επέλεξε αυτή τη ελλειπτική μορφή γιατί αισθάνθηκε πως δεν είναι ακόμα έτοιμος για να προχωρήσει στις τοιχογραφίες των μυθιστορηματικών συνθέσεων, θα πρέπει να τον συγχαρούμε για το ήθος με το οποίο αντιμετωπίζει το αναμφισβήτητο ταλέντο του.
Αν δεχτούμε, πάλι, πως η επιλογή αυτής της μορφής έγινε γιατί ίσως έτσι η αφηγούμενη ιστορία αποκτά μια κινηματογραφική αφηγηματικότητα, που ίσως αρμόζει και στο κλίμα της εποχής μας, τότε θα πρέπει να τον συγχαρούμε γιατί κατάφερε να τιθασεύσει το πάθος του.
Με άλλα λόγια πέτυχε. Το στόχο του.
Για μένα ο στόχος αυτός –ως προς την απόλυτα λογοτεχνική του υπόσταση- είναι να πει κάτι καθημερινό με τρόπο εντελώς προσωπικό.

22.5.07


Ποια είναι μεγάλη λογοτεχνία;
Απαντήσεις πολλές, ίσως όλες ασαφείς. Αλλά για μένα το βιβλίο εκείνο που θα μου προσφέρει μαζί με την αισθητική ικανοποίηση και ένα άλλο κοίταγμα του γνωστού κόσμου, αυτό -ναι!- είναι, ανήκει στη μεγάλη λογοτεχνια.
"Τα μελένια λεμόνια" του Θανάση Τριαρίδη είναι ένα περίεργο κείμενο, δεν εντάσσεται σε κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, αλλά είναι καθαρή και μεγάλη λογοτεχνική σύνθεση. Γιατί δεν μένει μόνο στο τι θέλει να πει, αλλά κυρίως στο πως το λέει.
Αιρετικά ηθικό, αχαλίνωτα ερωτικό, τρυφερά αγωνιστικό. Υπαρξιακά πολιτικό.
Μπορεί να προκαλέσει συζητήσεις έως και πάθη, μπορεί και κανείς να μην το προσέξει.
Μου είναι αδιάφορο. Σημασία έχει πως γράφτηκε και κυκλοφορεί -υπάρχει.
Υπάρχει, την ίδια ώρα που σεμνά αναρωτιέται:
"Τι του απέμενε, λοιπόν;
Μπροστά στο τρομερό το πεπρωμένο που τον κύκλωνε,
μέσα στη μεγάλη νύχτα των δολοφόνων αστών
ο Ρέμπραντ Βαν Ρέιν στάθηκε απέναντι από την αγαπημένη γυναίκα
και προσπάθησε να ζωγραφίσει αυτό που ζούσε και συνάμα αυτό που έχανε*
τον αγώνα για ένα χαμόγελο, το τρέμουλο του χείλους,
το δισταγμό του χεριού, τη μυρωδιά του κόκκινου γαρύφαλλου-
κυρίως εκείνη την ασθενική τη μυρωδιά"
... Ασθενική μυρωδιά. Ναι, κάπως έτσι κυκλοφορεί ανάμεσά μας η λογοτεχνία που είναι προορισμένη να ζήσει.

21.5.07

Το όμορφο που δεν είναι δικό μας

Ναι, η Σαντορίνη είναι όμορφη. Κάτι περισσότερο -εντυπωσιακή.
Αλλά σίγουρα δεν είναι η συννεφιά και η βροχή που της ταιριάζουν.
Απόγευμα Σαββάτου, μετά από τη νεροποντή και στο πλακόστρωτο από το Φηροστεφάνι στό Φηρά, τουρίστες από κάθε μεριά της γης, πηγαινοέρχονται με μια αμηχανία -τα πέδιλά τους δεν είναι ότι αρμόζει να φορά κανείς καθώς πέφτει στους λεκέδες της βροχής.
Αλλά, προς το βράδυ, η Οία χαίρεται που απογοητεύει όσους την είχαν επισκεφτεί για το ηλιοβασίλεμα.
Μα από το μπαράκι του Πελεκάνου, ο Μπίλυ τραγουδά τα μπλουζ του σε θαμώνες που έχουν έρθει από τον τόπο του.
Η Σαντορίνη είναι όμορφη και εντυπωσιακή, σαν την Αντζελίνα Τζόλι.
Αλλά εγώ δεν έχω σκοπό με την Αντζελίνα να ζήσω τη ζωή μου. Πέρα από το να την κοιτώ από απόσταση, τι άλλο έχω να κάνω μαζί της; Να μοιραστώ κοινό παρελθόν ή να σχεδιάσω κοινό μέλλον;
Και ξαφνικά νοσταλγώ τα Άνω Πορόια και εκείνο το ξύλινο μπαλκόνι που έβλεπε προς της θαμπή Κερκίνη.
Και τότε "ήλιος και βροχή, που παντεύονται οι φτωχοί", αλλά κατέβαινα στο σαλόνι του Βιγλάτορα και μόνος μου έριχνα το κούτσουρο στο τζάκι.
Σήμερα, το απόγευμα, ο υπάλληλος στο αεροδρόμιο της Σαντορίνης, μου ευχήθηκε "Have a nice flight".
Κι εγώ αποχαιρέτησα την ομορφιά που πια δεν μου ανήκει.

18.5.07

Διάψευση ή ανέλπιστο;

Η πρόσκληση για μια παρουσιάση των βιβλίων μου στη Σαντορίνη είχε γίνει από το τέλος του περασμένου Δεκέμβρη.
Τη δέχτηκα με χαρά μιας και το νησί αυτό τη μια και μοναδική φορά που το είχα (εδώ και χρόνια) επισκεφτεί, με είχε μαγέψει.
Επέλεξα τα μέσα του Μάη πιστεύοντας πως είναι η πιο όμορφη εποχή για να χαρεί κανείς ένα νησί σαν κι αυτό.
Αύριο, λοιπόν, φεύγουμε, η Κώστια κι εγώ.
Αλλά η πρόγνωση του καιρού μας κάνει να βάζουμε στη βαλίτσα μας ρούχα σχεδόν φθινοπωρινά. Μέχρι και ομπρέλα.
Θα δω, λοιπόν, το νησί με συνθήκες διάψευσης ή μήπως θα με περιμένει κάτι το ανέλπιστα διαφορετικό;
Τελικά, σε μένα που το καλοκαίρι μου προκαλεί απέχθεια, μπορεί η Σαντορίνη των εαρινών βροχών να είναι η ανακάλυψη. Μπορεί όμως και να είναι μια αποτυχημένη συνάντηση. Κάποιοι τόποι ταιριάζουν μόνο με μια εποχή -οι Πρέσπες τον Χειμώνα, το Πήλιο το Φθινόπωρο, η Άνοιξη ακόμα και την Αθήνα την κάνει όμορφη...
Η Σαντορίνη με σύννεφα;...

Νέα... Εποχή

Η τεχνολογία έχει κάνει διαφορετική τη ζωή μας.
Αλλά παραμένει ένας χώρος που ο απλός χρήστης της δεν μπορεί πάντα να τον ελέγχει.
Έτσι βρέθηκα στην άβολη θέση να δημιουργήσω ένα νέο blog, αγνοώντας αν θα μπορέσω από το παλιό να βλέπω -και να βλέπετε- όλα όσα εκεί είχαν περάσει.
Όλη αυτή η περίπετεια μου θύμισε τον σεισμό του 1981. Τότε, καθώς άφηνα βιαστικά το σπίτι μου, είχα πάρει μαζί μου εκτός από τα κάποια απαραίτητα εφόδια και χρήματα και το χειρόγραφο του βιβλίου που εκείνο τον καιρό μόλις είχα τελειώσει.
Είχα μαζί μου τις δαχτυλογραφημένες σελίδες. Και αισθανόμουνα πως το βιβλίο μου ήταν ασφαλισμένο.
Αναρωτιέμαι, αν τώρα συμβεί κάτι παρόμοιο, θα πάρω μαζί μου τον ηλεκτρονικό υπολογιστή μου; ... Όχι, μάλλον θα πρέπει να σκεφτώ να χώσω στην τσέπη μου εκείνο το "φλασάκι" που αποθηκεύω ότι γράφω.
Παρόλα αυτά, μάλλον θα αισθάνομαι ανασφαλής.
Βλέπετε όσο κι αν η χρήση του υπολογιστή με έχει αποδεσμεύσει από μεγάλο συγγραφικό κόπο, εντούτοις παραμένω άνθρωπος του χαρτιού.... Άνθρωπος μιας άλλης εποχής;
Δεν το νομίζω, τελικά. Όσοι σαν κι εμένα είμαστε άνθρωποι που πάτησαν σε δυο αιώνες, έχουν μια ιδιαίτερη ικανότητα προσαρμοστικότητας.
Αλλά η νοσταλγία είναι τόσο γλυκειά.
Ακριβώς όσο ερεθιστική είναι και η προσμονή της επόμενης μέρας.