Υπάρχουν μερικά βιβλία που αφού τα κλείσεις συνεχίζεις να τα αγαπάς, να τα χαϊδεύεις, να τα μυρίζεις, να βλέπεις τις εικόνες και να διαβάζεις τυχαία προτάσεις και λέξεις. Γιατί έχουν την ικανότητα να αναδίδουν με το «σώμα» τους την αίσθηση που έχει δημιουργήσει το κείμενο. Ένα τέτοιο βιβλίο-κόσμημα είναι και τα «Πολύτιμα Δώρα». Οι ζωγραφιές, η γραμματοσειρά, η «ταπετσαρία» (οι ολοσέλιδες ζωγραφιές που κοσμούν τις δυο κενές σελίδες στην αρχή και το τέλος), ανακαλούν τη λάμψη αλλά και την εύθραυστη ομορφιά των πολύτιμων λίθων που «πρωταγωνιστούν» στο έργο.
Το βιβλίο γράφτηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων προσφοράς του συγγραφέα στην παιδική, νεανική αλλά και ενήλικη λογοτεχνία. Οι τρεις ιστορίες που περιλαμβάνονται στη συλλογή με τίτλο «Διαμάντια», «Μαργαριτάρια» και «Σμαράγδια» αντιστοιχούν σε τρεις άξονες της ζωής του συγγραφέα. Όπως γράφει και ο ίδιος στο τέλος:
«Οι γονείς μου φέρανε ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ από τη Σμύρνη και μου τα χάρισαν. Εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα μαζεύοντας στις ξεχασμένες γειτονιές της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ. Κι έπειτα γνώρισα αυτούς που θ’ αγαπούσα για όλη μου τη ζωή – και τους χαρίζω με τη σειρά μου ΣΜΑΡΑΓΔΙΑ.»
Δεν πρόκειται όμως για αυτοβιογραφικά σημειώματα. Τρεις «μύθοι» για τον τρόπο που σχηματίστηκαν οι πολύτιμοι λίθοι συνιστούν το κέλυφος για να εξερευνήσει ο συγγραφέας την ουσία της συναισθηματικής τοπιογραφίας της ζωής του αλλά και της ζωής κάθε ανθρώπου. Τα δάκρυα της μάνας που βγαίνουν από τον καημό για το παιδί της πέτρωσαν σε διαμάντια. Τα δάκρυα του ευαίσθητου ανθρώπου που έχει το δώρο να βλέπει και να ακούει αυτά που οι άλλοι προσπερνούν, τα δάκρυα της μοναξιάς που συνοδεύει τη δημιουργία, μεταμορφώθηκαν σε μαργαριτάρια. Και τα πολύτιμα δώρα που ο ερωτευμένος φέρνει στο αγαπημένο πρόσωπο θυσιάζοντας τον ίδιο του τον εαυτό έγιναν τα πράσινα σμαράγδια. Είναι τα πολύτιμα δώρα που προσφέρουμε και μας προσφέρουν. Είναι το βασικό υλικό, η μαγιά της ζωής. Είναι δώρα φτιαγμένα από πόνο και αγάπη. Αυτό τα κάνει πολύτιμα.
Η ατμοσφαιρική αφήγηση, η προσεκτική επιλογή της κάθε λέξης, και κυρίως ο ρυθμός κάνουν τα κείμενα αυτά να μοιάζουν με πεζά ποιήματα. Σαν καλοδουλεμένα γλυπτά είναι σμιλεμένες οι ιστορίες. Κάθε λέξη βρίσκει το στόχο της. Θυμηθήκαμε με τον καλύτερο τρόπο ότι τα πολύτιμα δώρα που ανταλλάσσουμε στη ζωή μας είναι αυτά που δεν πλήττονται από καμία οικονομική κρίση.
Εξαιρετικές οι ζωγραφιές της Ρίτας Τσιμόχοβα δένουν με την ευαισθησία και την ατμόσφαιρα του κειμένου. Η φύση, η υφή των πραγμάτων, οι αρχετυπικές φιγούρες που κινούνται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα και τα απαλά χρώματα και περιγράμματα βρίσκονται σε άμεση αντιστοιχία με το ύφος και την ατμόσφαιρα του κειμένου.
Ο Μάνος Κοντολέων σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα παιδικά του χρόνια. Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, παραμύθια και κριτικά σημειώματα. Συνεργάτης πολλών εφημερίδων, περιοδικών, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών. Αντιπρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Unicef. Είναι μέλος του Δ,Σ. της Εταιρείας Συγγραφέων. Είναι βραβευμένος με Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1998. Μυθιστόρημά του έχει αναγραφεί στον Διεθνή Τιμητικό Πίνακα της ΙΒΒΥ, ενώ ήταν υποψήφιος για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν για το 2002. Μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία και στις ΗΠΑ. Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει πάνω από 40 βιβλία του
Το βιβλίο γράφτηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων προσφοράς του συγγραφέα στην παιδική, νεανική αλλά και ενήλικη λογοτεχνία. Οι τρεις ιστορίες που περιλαμβάνονται στη συλλογή με τίτλο «Διαμάντια», «Μαργαριτάρια» και «Σμαράγδια» αντιστοιχούν σε τρεις άξονες της ζωής του συγγραφέα. Όπως γράφει και ο ίδιος στο τέλος:
«Οι γονείς μου φέρανε ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ από τη Σμύρνη και μου τα χάρισαν. Εγώ μεγάλωσα στην Αθήνα μαζεύοντας στις ξεχασμένες γειτονιές της ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ. Κι έπειτα γνώρισα αυτούς που θ’ αγαπούσα για όλη μου τη ζωή – και τους χαρίζω με τη σειρά μου ΣΜΑΡΑΓΔΙΑ.»
Δεν πρόκειται όμως για αυτοβιογραφικά σημειώματα. Τρεις «μύθοι» για τον τρόπο που σχηματίστηκαν οι πολύτιμοι λίθοι συνιστούν το κέλυφος για να εξερευνήσει ο συγγραφέας την ουσία της συναισθηματικής τοπιογραφίας της ζωής του αλλά και της ζωής κάθε ανθρώπου. Τα δάκρυα της μάνας που βγαίνουν από τον καημό για το παιδί της πέτρωσαν σε διαμάντια. Τα δάκρυα του ευαίσθητου ανθρώπου που έχει το δώρο να βλέπει και να ακούει αυτά που οι άλλοι προσπερνούν, τα δάκρυα της μοναξιάς που συνοδεύει τη δημιουργία, μεταμορφώθηκαν σε μαργαριτάρια. Και τα πολύτιμα δώρα που ο ερωτευμένος φέρνει στο αγαπημένο πρόσωπο θυσιάζοντας τον ίδιο του τον εαυτό έγιναν τα πράσινα σμαράγδια. Είναι τα πολύτιμα δώρα που προσφέρουμε και μας προσφέρουν. Είναι το βασικό υλικό, η μαγιά της ζωής. Είναι δώρα φτιαγμένα από πόνο και αγάπη. Αυτό τα κάνει πολύτιμα.
Η ατμοσφαιρική αφήγηση, η προσεκτική επιλογή της κάθε λέξης, και κυρίως ο ρυθμός κάνουν τα κείμενα αυτά να μοιάζουν με πεζά ποιήματα. Σαν καλοδουλεμένα γλυπτά είναι σμιλεμένες οι ιστορίες. Κάθε λέξη βρίσκει το στόχο της. Θυμηθήκαμε με τον καλύτερο τρόπο ότι τα πολύτιμα δώρα που ανταλλάσσουμε στη ζωή μας είναι αυτά που δεν πλήττονται από καμία οικονομική κρίση.
Εξαιρετικές οι ζωγραφιές της Ρίτας Τσιμόχοβα δένουν με την ευαισθησία και την ατμόσφαιρα του κειμένου. Η φύση, η υφή των πραγμάτων, οι αρχετυπικές φιγούρες που κινούνται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα και τα απαλά χρώματα και περιγράμματα βρίσκονται σε άμεση αντιστοιχία με το ύφος και την ατμόσφαιρα του κειμένου.
Ο Μάνος Κοντολέων σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ασχολείται με τη λογοτεχνία από τα παιδικά του χρόνια. Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, παραμύθια και κριτικά σημειώματα. Συνεργάτης πολλών εφημερίδων, περιοδικών, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών. Αντιπρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Unicef. Είναι μέλος του Δ,Σ. της Εταιρείας Συγγραφέων. Είναι βραβευμένος με Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1998. Μυθιστόρημά του έχει αναγραφεί στον Διεθνή Τιμητικό Πίνακα της ΙΒΒΥ, ενώ ήταν υποψήφιος για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν για το 2002. Μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία και στις ΗΠΑ. Μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει πάνω από 40 βιβλία του
ΕΛΕΝΗ ΣΒOΡΩΝΟΥ
Στον τόμο περιέχονται τρία παραμύθια όπου ο γνωστός συγγραφέας, με ύφος που φέρνει στο νου παλιούς παραμυθάδες, αλλά με εικόνες και λέξεις περισσότερο ποιητικές και εντόνως περιγραφικές, μιλά για πολύτιμες ή αξετίμητες αγάπες ανθρώπων οι οποίοι, λόγω αυτών των ανεκτίμητων, σπάνιων αισθημάτων, καθαγιάστηκαν, τυλιγμένοι στη φλόγα και στον πόνο τους. Και στις τρεις ιστορίες υπάρχει η έως θανάτου αγάπη και στις τρεις υπάρχει και ο πόνος της. Πόνος όχι αβάσταχτος, μια και η αγάπη είναι «Μείζων» και «Πάντα στέγει»· και τους καημούς και τους χαμούς. Τα δε «Πολύτιμα δώρα» της τα προορίζει για τους ολίγους, τους εκλεκτούς της.
Στην πρώτη ιστορία ο πατέρας, διορατικός πάντα, κατάλαβε τον πόλεμο να πλησιάζει. Δεν μας διευκρινίζεται το «πότε και το πού», αλλά μήπως και στα λαϊκά παραμύθια το ίδιο δεν συμβαίνει; Ισως γιατί πρέπει εμείς να σκεφτούμε πως «παντού και πάντα» όλα αυτά θα συντελούνται. Ο πατέρας, λοιπόν, σαν είδε τον πόλεμο να προβάλει απειλητικός, «ζήτησε από τη μητέρα να προσέχει τους γιους και το σπίτι κι έφυγε μαζί με άλλους άντρες προς τα εκεί που άρχιζαν τα βουνά». Επειτα έφυγε και ο ένας από τους δύο γιους, ο μεγάλος. «Πήραν τον αδελφό σου!», τρόμαξε η μάνα. Και πόνεσε. Και ο πατέρας αγωνιούσε κι όλο ρωτούσε. Ωσπου, «Με τον καημό του χαμένου μας παιδιού πέθανε ο πατέρας σου», απευθύνθηκε η μάνα στον μικρότερο. Κι εκείνος, χαϊδεύοντάς τη, «Θα τον βρούμε», «Θα τον βρω εγώ! Περίμενε μόνο να μεγαλώσω λίγο ακόμα!» Και όταν μεγάλωσε έφυγε. Τον αναζητούσε, και πού δεν τον γύρεψε τον αδελφό του. Μέρες, μήνες, χρόνους. Τα βρέφη στο σπίτι απέναντι από το πατρικό του μεγάλωσαν, το αγοράκι πήγε σχολείο· η μάνα περίμενε τους γιους της τις νύχτες στο ύψωμα, κοιτώντας διαρκώς στη δημοσιά για δυο ίσκιους. Τους ίσκιους των παιδιών της. Εντέλει είδε έναν μόνον. «Δεν τον βρήκα», της είπε ο μιρκότερος γιος, άντρας πια, κουρασμένος και λυπημένος. Τα δάκρυά της -τα τελευταία- πέτρωσαν κι έγιναν διαμάντια· όλο φως και ιριδίσματα.
Στη δεύτερη ιστορία, «Μαργαριτάρια», ένας νέος λαμβάνει -εκ γενετής- το θείο χάρισμα της ακρόασης και του παραμικρού ήχου, του πιο ανεπαίσθητου, του πιο σιγανού. Ακουγε τις φωνές του χώματος, τους ψιθύρους της πέτρας, την ανάσα των λουλουδιών· αργότερα όλα αυτά τα έκανε τραγούδια και οι πάντες γύρω του ευφραίνονταν· μα και παραξενεύονταν. Οταν δακρυσμένος έφυγε από κοντά τους -ακολουθώντας τη γυναίκα που ονομαζόταν Σελήνη- τα δάκρυά του έσταξαν σε λευκές, θαμπές, στρογγυλές πέτρες· τα μαργαριτάρια.
Στα «Σμαράγδια» ο ερωτευμένος νέος ψάχνει στον κόσμο να βρει κάτι, οτιδήποτε, που να πλησιάζει στο χρώμα των ματιών τής αγαπημένης του. Για να της το προσφέρει. «Πήγαινε στο μέρος της θάλασσας που τα κύματα δεν υπάρχουν», τον συμβούλεψε ένας γέρος ναυτικός. Δηλαδή στο απλησίαστο, στο πιο βαθύ σημείο του ωκεανού. Και πήγε. Κι εκεί βρήκε το χρώμα των ματιών της· σμαραγδί...
Ωραίες εικόνες, σεβασμός στην ιερότητα των αισθημάτων. Ιστορίες για μικρούς, μα και για μεγαλύτερους.
Επίσης, ιδιαίτερα όμορφες οι ζωγραφιές της Ρίτας Τσιμόχοβα, από τη Λευκορωσία (1962), με πολλά βραβεία στο ενεργητικό της.
Στην πρώτη ιστορία ο πατέρας, διορατικός πάντα, κατάλαβε τον πόλεμο να πλησιάζει. Δεν μας διευκρινίζεται το «πότε και το πού», αλλά μήπως και στα λαϊκά παραμύθια το ίδιο δεν συμβαίνει; Ισως γιατί πρέπει εμείς να σκεφτούμε πως «παντού και πάντα» όλα αυτά θα συντελούνται. Ο πατέρας, λοιπόν, σαν είδε τον πόλεμο να προβάλει απειλητικός, «ζήτησε από τη μητέρα να προσέχει τους γιους και το σπίτι κι έφυγε μαζί με άλλους άντρες προς τα εκεί που άρχιζαν τα βουνά». Επειτα έφυγε και ο ένας από τους δύο γιους, ο μεγάλος. «Πήραν τον αδελφό σου!», τρόμαξε η μάνα. Και πόνεσε. Και ο πατέρας αγωνιούσε κι όλο ρωτούσε. Ωσπου, «Με τον καημό του χαμένου μας παιδιού πέθανε ο πατέρας σου», απευθύνθηκε η μάνα στον μικρότερο. Κι εκείνος, χαϊδεύοντάς τη, «Θα τον βρούμε», «Θα τον βρω εγώ! Περίμενε μόνο να μεγαλώσω λίγο ακόμα!» Και όταν μεγάλωσε έφυγε. Τον αναζητούσε, και πού δεν τον γύρεψε τον αδελφό του. Μέρες, μήνες, χρόνους. Τα βρέφη στο σπίτι απέναντι από το πατρικό του μεγάλωσαν, το αγοράκι πήγε σχολείο· η μάνα περίμενε τους γιους της τις νύχτες στο ύψωμα, κοιτώντας διαρκώς στη δημοσιά για δυο ίσκιους. Τους ίσκιους των παιδιών της. Εντέλει είδε έναν μόνον. «Δεν τον βρήκα», της είπε ο μιρκότερος γιος, άντρας πια, κουρασμένος και λυπημένος. Τα δάκρυά της -τα τελευταία- πέτρωσαν κι έγιναν διαμάντια· όλο φως και ιριδίσματα.
Στη δεύτερη ιστορία, «Μαργαριτάρια», ένας νέος λαμβάνει -εκ γενετής- το θείο χάρισμα της ακρόασης και του παραμικρού ήχου, του πιο ανεπαίσθητου, του πιο σιγανού. Ακουγε τις φωνές του χώματος, τους ψιθύρους της πέτρας, την ανάσα των λουλουδιών· αργότερα όλα αυτά τα έκανε τραγούδια και οι πάντες γύρω του ευφραίνονταν· μα και παραξενεύονταν. Οταν δακρυσμένος έφυγε από κοντά τους -ακολουθώντας τη γυναίκα που ονομαζόταν Σελήνη- τα δάκρυά του έσταξαν σε λευκές, θαμπές, στρογγυλές πέτρες· τα μαργαριτάρια.
Στα «Σμαράγδια» ο ερωτευμένος νέος ψάχνει στον κόσμο να βρει κάτι, οτιδήποτε, που να πλησιάζει στο χρώμα των ματιών τής αγαπημένης του. Για να της το προσφέρει. «Πήγαινε στο μέρος της θάλασσας που τα κύματα δεν υπάρχουν», τον συμβούλεψε ένας γέρος ναυτικός. Δηλαδή στο απλησίαστο, στο πιο βαθύ σημείο του ωκεανού. Και πήγε. Κι εκεί βρήκε το χρώμα των ματιών της· σμαραγδί...
Ωραίες εικόνες, σεβασμός στην ιερότητα των αισθημάτων. Ιστορίες για μικρούς, μα και για μεγαλύτερους.
Επίσης, ιδιαίτερα όμορφες οι ζωγραφιές της Ρίτας Τσιμόχοβα, από τη Λευκορωσία (1962), με πολλά βραβεία στο ενεργητικό της.
Ελένη Σαραντίτη
Ελευθεροτυπία, 21/6/2010
Μάνο μου, διάβασα τις κριτικές και τις βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες, όσο φαντάζομαι θα είναι και το βιβλίο με αυτό το γοητευτικό εξώφυλλο. Καλοτάξιδο!
ReplyDelete