Pages
▼
21.3.11
Εκδόσεις Δήγμα
Είμαι ένας άνθρωπος που πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή μέσα στα βιβλία και με πολλές μάλιστα ιδιότητες. Μια από αυτές (η δεύτερη πιο σημαντική μετά από εκείνη του παθιασμένου αναγνώστη) είναι του συγγραφέα.
Από το πρώτο βιβλίο μου που κυκλοφόρησε, φρόντισα να πάω στην εφορία και να δηλώσω ως επάγγελμά μου αυτό του συγγραφέα.
Ναι, μου αρέσει να μπορώ να ζω (ή έστω να συ-ζω) από τα έσοδα των βιβλίων μου. Δεν θέλω επιχορηγήσεις και άλλες κρατικές ή ημικρατικές συμπαραστάσεις. Θέλω να έχω πάνω στις πλάτες μου το τόλμημα να αναζητώ χρηματική επιβράβευση από έργα στα οποία έχω προσφέρει την ψυχή μου. Άλλωστε ως συγγραφέας 'εκδίδομαι' -δεν το ξεχνώ.
Δεν κάνω παραχωρήσεις προς μια εμπορικότερη γραφή. Αλλά σαφώς συμπαρίσταμαι στους εκδότες μου οι οποίοι χρηματοδοτούν (δεν το ξεχνώ ούτε αυτό και δεν το παραβλέπω* θάλεγα πως το θαυμάζω, μιας κι εγώ δεν τολμώ το όποιο χρηματικό ρίσκο) τα έργα που εγώ γράφω σπρωγμένος από εσωτερικές ανάγκες.
Αλλά στις μέρες μας η εμπορευματοποίηση έχει ... κτυπήσει κόκκινο. Και έτσι κάθε κίνηση, κάθε τάση αμφισβήτησης της οικονομικής παντοδυναμίας, κάθε ιδέα που επιζητά μια άλλη έκφραση -ναι, όλα αυτά και τα θαυμάζω και τα εκτιμώ και θέλω να τα βοηθώ. Ίσως και με ένα μέρος της ψυχής μου (και όχι μόνο) να θέλω να συμμετέχω.
Μέσα σε μια τέτοια λογική στέκομαι δίπλα στις Εκδόσεις Δήγμα.
Στον ιστότοπο των εκδόσεων αυτών:
http://ekdoseis-digma.blogspot.com/2009/11/blog-post_4880.html#more
μεταξύ των άλλων διαβάζουμε:
Οι εκδόσεις δήγμα ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 2009.
Οι εκδόσεις δήγμα στηρίζονται στην εθελοντική και απλήρωτη εργασία των συντελεστών τους και λειτουργούν στη βάση της ανθρώπινης σχέσης και της αλληλοπροσφοράς.
Οι εκδόσεις δήγμα είναι αυτοχρηματοδοτούμενες και μη κερδοσκοπικές. Τα όποια έσοδα του κάθε βιβλίου (είτε καλύπτουν το κόστος του είτε όχι) θα αναχρηματοδοτούν το επόμενο βιβλίο του ίδιου συγγραφέα. Έτσι, αν αντέξουν, σε βάθος χρόνου θα συγκεντρώσουν ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του κάθε συγγραφέα τους, το οποίο θα είναι προσβάσιμο σε όποιον θελήσει να το βρει.
Μπορεί κανείς να δει το όλο εγχείρημα ως μία προσπάθεια αυτόνομης παρουσίας μέσα σε μια εκδοτική πραγματικότητα, μια «βιβλιοπαραγωγή» που με το (προσχηματικό ή πραγματικό) επιχείρημα της «αναλογίας κόστους-κέρδους» αποκλείει εκφραστικές απόπειρες που δεν απευθύνονται/υπάγονται στο προ-ετοιμασμένο/προ-κατασκευασμένο «αναγνωστικό κοινό». Όλες αυτές οι απαίσιες λέξεις («βιβλιοπαραγωγή», «αναγνωστικό κοινό», «αγορά», «αναλογία κόστους-κέρδους») από καιρό έχουν κουράσει τους συντελεστές του δήγματος , οι οποίοι, ως μεγάλα παιδιά πια, διεκδικούν το δικαίωμά τους όχι μόνο να μην τις προφέρουν (που, έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν το έκαναν) αλλά και να μην τις ακούν.
Τα βιβλία των εκδόσεων δήγμα (λογοτεχνία εν αρχή και –ενδεχομένως– δοκίμιο σε μια επόμενη φάση), ανεξάρτητα από την έντυπη έκδοσή τους, μπορούν να κυκλοφορούν στο Ίντερνετ και να αναπαράγονται ελεύθερα από κάθε «πνευματικό δικαίωμα» (άλλη απαίσια λέξη). Οι έντυπες εκδόσεις θα συνεχίσουν να υπάρχουν για λίγο – ας πούμε για μια δεκαετία: στον (ήδη παρόντα και διαρκώς ελαύνοντα) κόσμο των ηλεκτρονικών αυτο-εκδόσεων μηδενικού κόστους, η έννοια του «πνευματικού δικαιώματος» θα είναι μια παλιά μπούρδα. Μας ανήκει ό,τι αγαπήσαμε με πάθος μεγαλύτερο από την ασφάλεια της ιδιοκτησίας μας: ακόλουθα, ο χρόνος ανήκει σε όσους τον χάνουν κι η γη σε όσους την περπάτησαν αφήνοντας πίσω τους χνάρια ή ανάσες, μα όχι σύνορα.
Μας ανήκει ό,τι αγαπήσαμε με πάθος μεγαλύτερο από την ασφάλεια της ιδιοκτησίας μας
Μου αρέσει αυτή η φράση. Σκέφτομαι πως είναι ανεδαφική και για τώρα, αλλά και για μετά δέκα χρόνια. Μα ακριβώς γι αυτό και επειδή κάποιοι νέοι άνθρωποι την υποστηρίζουν, γι αυτό και μου αρέσει και όχι μόνο ως φράση, αλλά και ως ιδέα. Ποιος δεν αγαπά τα όνειρα; Σκέφτομαι, λοιπόν, πως θα ήταν όμορφο να προσπαθήσω κι εγώ να ονειρευτώ... Να την εφαρμόσω... Ίσως όχι σε όλο το έργο μου -δεν θα το μπρορούσα, άλλωστε, και για πρακτικούς λόγους. Άλλωστε, δεν αλλάζει κανείς επάγγελμα στα 65 του χρόνια!... Αλλά ένα, δυο βιβλία μου;... Από αυτά που επειδή με τον τρόπο τους ακραία ονειρευτήκανε, κάπου σπάσανε τα μούτρα τους. Σε αυτά θα τους άξιζε μια τέτοια εκδοτική νέα πορεία.
Μια νεότητα που έρχεται να μπολιάσει κάτι που γερνάει. Έτσι λέω, να το δω.
Και υποδέχομαι την Άνοιξη του 2011 με αισιοδοξία -υπάρχουν ακόμα άνθρωποι με οράματα.
20.3.11
Συνέντευξη στην Καθημερινή (20/3/2011)
Τη συνέντευξη την πήρε η Σάντρα Βούλγαρη
1. Το βιβλίο σας «Πολύτιμα Δώρα» διακρίνεται από λυρισμό και μια ονειρική φαντασία, πιστεύετε ότι τα παιδιά, οι νέοι σήμερα μπορούν να εκτιμήσουν η έχουν ανάγκη τον ρομαντισμό, το παραμύθι στη ζωή τους?
-Όπως ο κάθε συγγραφέας είναι και μια μοναδική περίπτωση, το ίδιο και ο κάθε αναγνώστης είναι μια ξεχωριστή οντότητα. Όταν, λοιπόν, εγώ γράφω δεν μπορώ να έχω στο νου όλους τους πιθανούς αναγνώστες μου και μάλιστα χωρισμένους σε ομάδες ανάλογα με την ηλικία τους ή το όποιο άλλο χαρακτηριστικό τους. Γράφω με τον τρόπο που εγώ εκτιμώ και σε μένα αρέσει. Πιστεύω πως η λογοτεχνία πρέπει να προσφέρει την αγωγή της ψυχής, δηλαδή να ψυχαγωγεί. Άλλοτε με το γέλιο κι άλλοτε με το δάκρυ, άλλοτε με τη χαρά κι άλλοτε με τη λύπη, άλλοτε φωτίζοντας το άτομο κι άλλοτε τις ομάδες. Τα λογοτεχνικά κείμενα είναι το υλικό που πάνω τους μπορεί –και πρέπει- να στηριχτεί η εκπαιδευτική διαδικασία. Και λέγοντας εκπαιδευτική διαδικασία εννοώ κάτι περισσότερο από τη σχολική πράξη, έχω στο νου μια κοινωνική μύηση του παιδιού σε αισθητικές και ηθικές αξίες. Μέσα στην κοινωνία ο καθένας μας έχει αναλάβει και κάποιο διακριτό ρόλο. Εγώ, ως συγγραφέας, φροντίζω να δημιουργώ την πρώτη ύλη –το κείμενο. Άλλων (ποιων;) ευθύνη είναι η δημιουργική χρήση αυτής της πρώτης ύλης. Και είναι αυτοί οι άλλοι (ποιοι;) που θα πρέπει να απαντήσουν αν οι νέοι σήμερα πρέπει να μπορούν ή όχι να εκτιμήσουν την αξία των διαχρονικών αξιών έτσι όπως κανείς τις συναντά σε παλιούς ή σύγχρονους μύθους.
2. Ποιες ιστορίες σας αρέσει να λέτε στα παιδιά? Και στους ενήλικες? Υπάρχει διαχωρισμός?
Όταν γράφω αισθάνομαι σαν ένας οικοδεσπότης. Κάποιος που έχει φωνάξει στο σπίτι του κάποιους άλλους ανθρώπους και που μαζί τους θα μοιραστεί τις δικές του, μα τις δικές τους χαρές, αγωνίες, όνειρα, εφιάλτες, διαψεύσεις και ελπίδες. Και ως σωστός οικοδεσπότης φροντίζω αυτά που θα προσφέρω στους καλεσμένους μου, εκείνοι να τα χαρούνε… Να μπορούν να τα απολαύσουν. Αν άλλοτε είναι προσκεκλημένοι μου παιδιά ή νέοι και άλλοτε ενήλικες, αυτό που αλλάζει μόνο είναι το είδος των κερασμάτων μου. Μα είτε προσφέρω αναψυκτικά και γλυκές λιχουδιές, είτε προσφέρω κρασιά και μεζεδάκια, πάντα εγώ είμαι ο οικοδεσπότης και πάντα φροντίζω η ποιότητα αυτών που έχω διαλέξει για να τρατάρω (θυμήθηκα μια ξεχασμένη λέξη των σμυρνιών γονιών μου) να είναι όσο καλύτερη γίνεται.
3. Ο χώρος του παιδικού /εφηβικού βιβλίου στην Ελλάδα μοιάζει σήμερα πολύ πιο πλούσιος αλλά συγχρόνως χαοτικός, πως βλέπετε το τοπίο, ποιες είναι οι σκέψεις σας γι' αυτό?
Ναι, έτσι ακριβώς είναι. Δείχνει πιο πλούσιος, είναι πιο χαοτικός. Αλλά μόνο ο χώρος του παιδικού / εφηβικού βιβλίου; Το ίδιο συμβαίνει και με το χώρο του βιβλίου για ενήλικες. Και μάλιστα στον τελευταίο θα έλεγα πως τα χαοτικά φαινόμενα είναι πλέον καθημερινά, ενώ στην επικράτεια του παιδικού / εφηβικού βιβλίου υπάρχουν ακόμα κάποιες αντιστάσεις Το ίδιο, όμως, συναντάμε και σε άλλους τομείς της κουλτούρας (και όχι μόνο). Ζούμε σε μια εποχή σύγχυσης και κρίσης. Απόψεις, ιδέες, αξίες, οράματα –τα πάντα γκρεμίζονται χωρίς σκέψη, χωρίς προβληματισμό. Σε καμιά άλλη περίοδο της ανθρωπότητας ο άνθρωπος δεν γνώριζε τόσα πολλά, και παράλληλα εκτιμά ελάχιστα. Το φαινόμενο μου δημιουργεί απαισιόδοξες σκέψεις. Αλλά από την άλλη δεν μπορώ –έτσι όπως κοιτώ τον εγγονό μου και πάνω στο δικό του προσωπάκι διακρίνω τα παιδιά όλου του κόσμου- δεν μπορώ να μην αφεθώ σε σκέψεις αισιόδοξες, σε σκέψεις και συναισθήματα θετικά. Όσο ζω ελπίζω –κάποτε λέγαμε. Τώρα ας πούμε : όσο ζω ονειρεύομαι.
4. Πιστεύετε στον έρωτα και στην αγάπη ως λύτρωση, είναι αυτά τα θέματα τα οποία θα διαπραγματευτείτε και στα επόμενα έργα σας?
Πιστεύω πως ο κάθε συγγραφέας, όσα βιβλία κι αν γράψει, τελικά ένας ή δυο θα είναι εκείνοι οι άξονες που πάνω τους θα στηρίζονται οι κατά καιρούς εμπνεύσεις του. Οι εμμονές –έτσι μου αρέσει να λέω αυτούς τους άξονες- ενός συγγραφέα δεν είναι παραπάνω από δυο, άντε τρεις. Στη δική μου περίπτωση, νομίζω πως είναι δύο –ο έρωτας και η ταυτότητα. Από τα παραμύθια μου για μικρά παιδιά, μέχρι τα μυθιστορήματά μου για νέους ή για ενήλικες, αυτές οι δυο βασικές εμμονές με ακολουθούνε… Πιο σωστά εγώ τις ακολουθώ. Πιστεύω στον έρωτα και στην αγάπη. Να είσαι ερωτευμένος με την ίδια τη ζωή και να αγαπάς όλα τα πλάσματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την εκφράζουν. Και να κινείσαι ανάμεσα σε όλα αυτά με τη δική σου, εντελώς μοναδική και απόλυτα σεβαστή από τους άλλους, ταυτότητα. Νομίζω πως μέσα σε μια τέτοια συνθήκη προσωπικά τουλάχιστον, συνάντησα τη δημιουργία των έργων μου. Και δεν βλέπω άλλο τρόπο για να συνεχίσω να δημιουργώ.
5. Πώς βλέπετε την νέα ψηφιακή εποχή του βιβλίου ειδικά στον χώρο του παιδικού βιβλίου;
-Σίγουρα έχουμε ήδη μπει σε μια νέα εποχή, αυτή που τη χαρακτηρίζει η παρουσία της ψηφιακής επικοινωνίας. Η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι κι αυτή μια μορφή επικοινωνίας. Και ήδη λογοτεχνικά έργα μπορεί κανείς να βρει και να διαβάσει σε ηλεκτρονική μορφή. Αλλά ακόμα η κουλτούρα μας σε σχέση με τη λογοτεχνική ανάγνωση αντιστέκεται* για όλους μας το ηλεκτρονικό βιβλίο αποτελεί κάτι το καινοτόμο απλώς. Αλλά νομίζω πως το μέλλον είναι δικό του. Ίσως το τελευταίο οχυρό που θα του παραδοθεί να είναι το παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο. Αλλά κάποια στιγμή κι αυτό θα κυκλοφορήσει σε ηλεκτρονική μορφή. Πότε θα έρθει αυτή η εποχή -αν θα είναι μετά από ένα ή δυο χρόνια, μετά από δέκα ή μετά κι εγώ δεν ξέρω πόσα- δεν μπορώ να το πω. Ξέρετε, δεν γράφω μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας και άρα δεν μπορώ να μαντέψω...
6. Μπορεί ένα παραμύθι για μεγάλους να διαβαστεί από ένα παιδί, δηλαδή δεν χρειάζεται απαραίτητα να μιλάμε στα μικρά παιδιά μόνο για αρκουδάκια;
- Βαθιά μέσα μου ποτέ δεν πίστεψα στον διαχωρισμό :λογοτεχνία για παιδιά από 5 έως 8, για παιδιά 8 έως 12 κλπ. Θεωρώ πως από τη μια μεριά υπάρχει το κείμενο και από την άλλη ο κάθε αναγνώστης. Και είναι αυτός ,που ανάλογα με τη διάθεσή του ή την ικανότητά του ή τον συναισθηματισμό του ή ό,τι άλλο, που θα επικοινωνήσει με το κείμενο. Έτσι πιστεύω πως ακόμα κι ένα παραμύθι πρέπει να είναι γραμμένο με τη μέγιστη ποιότητα που ο συγγραφέας του μπορεί να του χαρίσει. Αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, τότε λέξεις και εικόνες εγγράφονται όχι μόνο ως γνώση στον αναγνώστη -παιδί, αλλά και ως συναισθηματική εμπειρία. Γίνονται εμπειρίες παρόμοιες με τις εμπειρίες ζωής. Έχει σκεφτεί κανείς, όταν βγάζει ένα μικρό παιδί βόλτα να του κλείνει τα μάτια για να μην παρακολουθήσει ότι συμβαίνει γύρω του και που το πιο μεγάλο μέρος του δεν θα γίνει άμεσα κατανοητό από αυτό; Όχι, βέβαια. Ενηλικιωνόμαστε μέσα από τις καθημερινές εικόνες. Ε και η λογοτεχνική ενηλικίωση μέσα από παρόμοιες αναγνωστικές πράξεις υλοποιείται και μάλιστα όσο πιο πολλές και πλούσιες και ποικιλόμορφες είναι αυτές, τόσο και πιο αποτελεσματική και ενδιαφέρουσα θα είναι και η μορφή της αναγνωστικής ενηλικίωσης μας
1. Το βιβλίο σας «Πολύτιμα Δώρα» διακρίνεται από λυρισμό και μια ονειρική φαντασία, πιστεύετε ότι τα παιδιά, οι νέοι σήμερα μπορούν να εκτιμήσουν η έχουν ανάγκη τον ρομαντισμό, το παραμύθι στη ζωή τους?
-Όπως ο κάθε συγγραφέας είναι και μια μοναδική περίπτωση, το ίδιο και ο κάθε αναγνώστης είναι μια ξεχωριστή οντότητα. Όταν, λοιπόν, εγώ γράφω δεν μπορώ να έχω στο νου όλους τους πιθανούς αναγνώστες μου και μάλιστα χωρισμένους σε ομάδες ανάλογα με την ηλικία τους ή το όποιο άλλο χαρακτηριστικό τους. Γράφω με τον τρόπο που εγώ εκτιμώ και σε μένα αρέσει. Πιστεύω πως η λογοτεχνία πρέπει να προσφέρει την αγωγή της ψυχής, δηλαδή να ψυχαγωγεί. Άλλοτε με το γέλιο κι άλλοτε με το δάκρυ, άλλοτε με τη χαρά κι άλλοτε με τη λύπη, άλλοτε φωτίζοντας το άτομο κι άλλοτε τις ομάδες. Τα λογοτεχνικά κείμενα είναι το υλικό που πάνω τους μπορεί –και πρέπει- να στηριχτεί η εκπαιδευτική διαδικασία. Και λέγοντας εκπαιδευτική διαδικασία εννοώ κάτι περισσότερο από τη σχολική πράξη, έχω στο νου μια κοινωνική μύηση του παιδιού σε αισθητικές και ηθικές αξίες. Μέσα στην κοινωνία ο καθένας μας έχει αναλάβει και κάποιο διακριτό ρόλο. Εγώ, ως συγγραφέας, φροντίζω να δημιουργώ την πρώτη ύλη –το κείμενο. Άλλων (ποιων;) ευθύνη είναι η δημιουργική χρήση αυτής της πρώτης ύλης. Και είναι αυτοί οι άλλοι (ποιοι;) που θα πρέπει να απαντήσουν αν οι νέοι σήμερα πρέπει να μπορούν ή όχι να εκτιμήσουν την αξία των διαχρονικών αξιών έτσι όπως κανείς τις συναντά σε παλιούς ή σύγχρονους μύθους.
2. Ποιες ιστορίες σας αρέσει να λέτε στα παιδιά? Και στους ενήλικες? Υπάρχει διαχωρισμός?
Όταν γράφω αισθάνομαι σαν ένας οικοδεσπότης. Κάποιος που έχει φωνάξει στο σπίτι του κάποιους άλλους ανθρώπους και που μαζί τους θα μοιραστεί τις δικές του, μα τις δικές τους χαρές, αγωνίες, όνειρα, εφιάλτες, διαψεύσεις και ελπίδες. Και ως σωστός οικοδεσπότης φροντίζω αυτά που θα προσφέρω στους καλεσμένους μου, εκείνοι να τα χαρούνε… Να μπορούν να τα απολαύσουν. Αν άλλοτε είναι προσκεκλημένοι μου παιδιά ή νέοι και άλλοτε ενήλικες, αυτό που αλλάζει μόνο είναι το είδος των κερασμάτων μου. Μα είτε προσφέρω αναψυκτικά και γλυκές λιχουδιές, είτε προσφέρω κρασιά και μεζεδάκια, πάντα εγώ είμαι ο οικοδεσπότης και πάντα φροντίζω η ποιότητα αυτών που έχω διαλέξει για να τρατάρω (θυμήθηκα μια ξεχασμένη λέξη των σμυρνιών γονιών μου) να είναι όσο καλύτερη γίνεται.
3. Ο χώρος του παιδικού /εφηβικού βιβλίου στην Ελλάδα μοιάζει σήμερα πολύ πιο πλούσιος αλλά συγχρόνως χαοτικός, πως βλέπετε το τοπίο, ποιες είναι οι σκέψεις σας γι' αυτό?
Ναι, έτσι ακριβώς είναι. Δείχνει πιο πλούσιος, είναι πιο χαοτικός. Αλλά μόνο ο χώρος του παιδικού / εφηβικού βιβλίου; Το ίδιο συμβαίνει και με το χώρο του βιβλίου για ενήλικες. Και μάλιστα στον τελευταίο θα έλεγα πως τα χαοτικά φαινόμενα είναι πλέον καθημερινά, ενώ στην επικράτεια του παιδικού / εφηβικού βιβλίου υπάρχουν ακόμα κάποιες αντιστάσεις Το ίδιο, όμως, συναντάμε και σε άλλους τομείς της κουλτούρας (και όχι μόνο). Ζούμε σε μια εποχή σύγχυσης και κρίσης. Απόψεις, ιδέες, αξίες, οράματα –τα πάντα γκρεμίζονται χωρίς σκέψη, χωρίς προβληματισμό. Σε καμιά άλλη περίοδο της ανθρωπότητας ο άνθρωπος δεν γνώριζε τόσα πολλά, και παράλληλα εκτιμά ελάχιστα. Το φαινόμενο μου δημιουργεί απαισιόδοξες σκέψεις. Αλλά από την άλλη δεν μπορώ –έτσι όπως κοιτώ τον εγγονό μου και πάνω στο δικό του προσωπάκι διακρίνω τα παιδιά όλου του κόσμου- δεν μπορώ να μην αφεθώ σε σκέψεις αισιόδοξες, σε σκέψεις και συναισθήματα θετικά. Όσο ζω ελπίζω –κάποτε λέγαμε. Τώρα ας πούμε : όσο ζω ονειρεύομαι.
4. Πιστεύετε στον έρωτα και στην αγάπη ως λύτρωση, είναι αυτά τα θέματα τα οποία θα διαπραγματευτείτε και στα επόμενα έργα σας?
Πιστεύω πως ο κάθε συγγραφέας, όσα βιβλία κι αν γράψει, τελικά ένας ή δυο θα είναι εκείνοι οι άξονες που πάνω τους θα στηρίζονται οι κατά καιρούς εμπνεύσεις του. Οι εμμονές –έτσι μου αρέσει να λέω αυτούς τους άξονες- ενός συγγραφέα δεν είναι παραπάνω από δυο, άντε τρεις. Στη δική μου περίπτωση, νομίζω πως είναι δύο –ο έρωτας και η ταυτότητα. Από τα παραμύθια μου για μικρά παιδιά, μέχρι τα μυθιστορήματά μου για νέους ή για ενήλικες, αυτές οι δυο βασικές εμμονές με ακολουθούνε… Πιο σωστά εγώ τις ακολουθώ. Πιστεύω στον έρωτα και στην αγάπη. Να είσαι ερωτευμένος με την ίδια τη ζωή και να αγαπάς όλα τα πλάσματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την εκφράζουν. Και να κινείσαι ανάμεσα σε όλα αυτά με τη δική σου, εντελώς μοναδική και απόλυτα σεβαστή από τους άλλους, ταυτότητα. Νομίζω πως μέσα σε μια τέτοια συνθήκη προσωπικά τουλάχιστον, συνάντησα τη δημιουργία των έργων μου. Και δεν βλέπω άλλο τρόπο για να συνεχίσω να δημιουργώ.
5. Πώς βλέπετε την νέα ψηφιακή εποχή του βιβλίου ειδικά στον χώρο του παιδικού βιβλίου;
-Σίγουρα έχουμε ήδη μπει σε μια νέα εποχή, αυτή που τη χαρακτηρίζει η παρουσία της ψηφιακής επικοινωνίας. Η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι κι αυτή μια μορφή επικοινωνίας. Και ήδη λογοτεχνικά έργα μπορεί κανείς να βρει και να διαβάσει σε ηλεκτρονική μορφή. Αλλά ακόμα η κουλτούρα μας σε σχέση με τη λογοτεχνική ανάγνωση αντιστέκεται* για όλους μας το ηλεκτρονικό βιβλίο αποτελεί κάτι το καινοτόμο απλώς. Αλλά νομίζω πως το μέλλον είναι δικό του. Ίσως το τελευταίο οχυρό που θα του παραδοθεί να είναι το παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο. Αλλά κάποια στιγμή κι αυτό θα κυκλοφορήσει σε ηλεκτρονική μορφή. Πότε θα έρθει αυτή η εποχή -αν θα είναι μετά από ένα ή δυο χρόνια, μετά από δέκα ή μετά κι εγώ δεν ξέρω πόσα- δεν μπορώ να το πω. Ξέρετε, δεν γράφω μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας και άρα δεν μπορώ να μαντέψω...
6. Μπορεί ένα παραμύθι για μεγάλους να διαβαστεί από ένα παιδί, δηλαδή δεν χρειάζεται απαραίτητα να μιλάμε στα μικρά παιδιά μόνο για αρκουδάκια;
- Βαθιά μέσα μου ποτέ δεν πίστεψα στον διαχωρισμό :λογοτεχνία για παιδιά από 5 έως 8, για παιδιά 8 έως 12 κλπ. Θεωρώ πως από τη μια μεριά υπάρχει το κείμενο και από την άλλη ο κάθε αναγνώστης. Και είναι αυτός ,που ανάλογα με τη διάθεσή του ή την ικανότητά του ή τον συναισθηματισμό του ή ό,τι άλλο, που θα επικοινωνήσει με το κείμενο. Έτσι πιστεύω πως ακόμα κι ένα παραμύθι πρέπει να είναι γραμμένο με τη μέγιστη ποιότητα που ο συγγραφέας του μπορεί να του χαρίσει. Αν κάτι τέτοιο συμβαίνει, τότε λέξεις και εικόνες εγγράφονται όχι μόνο ως γνώση στον αναγνώστη -παιδί, αλλά και ως συναισθηματική εμπειρία. Γίνονται εμπειρίες παρόμοιες με τις εμπειρίες ζωής. Έχει σκεφτεί κανείς, όταν βγάζει ένα μικρό παιδί βόλτα να του κλείνει τα μάτια για να μην παρακολουθήσει ότι συμβαίνει γύρω του και που το πιο μεγάλο μέρος του δεν θα γίνει άμεσα κατανοητό από αυτό; Όχι, βέβαια. Ενηλικιωνόμαστε μέσα από τις καθημερινές εικόνες. Ε και η λογοτεχνική ενηλικίωση μέσα από παρόμοιες αναγνωστικές πράξεις υλοποιείται και μάλιστα όσο πιο πολλές και πλούσιες και ποικιλόμορφες είναι αυτές, τόσο και πιο αποτελεσματική και ενδιαφέρουσα θα είναι και η μορφή της αναγνωστικής ενηλικίωσης μας
14.3.11
«Κάποτε στην Ποντικούπολη» -32 χρόνια μετά…
Το πρώτο μου βιβλίο κυκλοφόρησε το 1979, από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.
Ήταν το παραμύθι «Κάποτε στην Ποντικούπολη».
Οι υπέροχες εικόνες του Αντώνη Καλαμάρα, βοήθησαν το βιβλίο να γίνει γρήγορα γνωστό.
Αλλά και ένα άλλο ακόμα στοιχείο ήταν που έκανε την Ποντικούπολη πασίγνωστη και εμένα, αν και νέο συγγραφέα, να γίνω γρήγορα γνωστός. Το θέμα του.
Θέμα της Ποντικούπολης ήταν η απεργία.
Σε ένα εργοστάσιο τυριών, οι εργάτες ποντικοί απαιτούν καλύτερες συνθήκες εργασίας και καταφεύγουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις.
Ήταν μια εποχή που όλα στην Ελλάδα αλλάζαν και όλοι μας ένα καλύτερο αύριο ονειρευόμαστε. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γράφτηκε το παραμύθι μου και ασφαλώς εξέφραζε τη θέση που από τότε είχα πως στα παιδιά μπορούμε να λέμε τα πάντα, φτάνει να ανακαλύπτουμε τον σωστό τρόπο για να τα κατανοήσουν.
Κι όμως… όσο κι αν η εποχή χαρακτηριζότανε από προοδευτικές αντιλήψεις, πάρα πολλοί υπήρξαν που διαφώνησαν με αυτό που επιχειρούσα με την Ποντικούπολή μου.
Τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται για τέτοια ζητήματα κι ούτε άλλωστε υπάρχει λόγος να τα κάνουμε να ενδιαφερθούνε –αυτά ήταν σε γενικές γραμμές που καταλογίζανε στο παραμύθι. Και κάποιοι, μάλιστα, φτάσανε στο σημείο να με κατηγορήσουν πως έγραψα ένα βιβλίο ακολουθώντας κομματικές εντολές.
Ασφαλώς και όταν έγραφα την Ποντικούπολη δεν είχα καμιά εντολή να εκτελέσω. Με έσπρωξε η διάθεσή μου να μοιραστώ με τα δικά μου παιδιά κάποιες συνθήκες της δικής μου καθημερινότητας, να τους γνωρίσω τις συνθήκες εργασίας των δασκάλων τους.
Από εκεί και πέρα, χρόνια πολλά ήρθανε και φύγανε, νέα βιβλία, νέοι προβληματισμοί, νέες συνθήκες εργασιακές, νέα εκπαιδευτικά συστήματα, νέοι τρόποι αντίδρασης των νέων.
Το «Κάποτε στην Ποντικούπολη» εξακολουθεί να κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Κανείς πια δεν θεωρεί πως τέτοια ζητήματα δεν αφορούν και δεν ενδιαφέρουν τα παιδιά. Και να το πιστεύει κάποιος, δεν κάθεται να ασχοληθεί περισσότερο και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να διαμαρτυρηθεί.
Η Ποντικούπολη ήταν ένα ακόμα στοιχείο του συγγραφικού μου παρελθόντος. Έτσι πίστευα… Μέχρι προχτές…
Προχτές, καθώς είχα συναντηθεί με μια ομάδα παιδιών Τετάρτης Τάξης του Δημοτικού, ένα κοριτσάκι με πλησίασε και μου είπε πως είχε να μου παραδώσει ένα γράμμα από τον πατέρα της.
Το πήρα και όταν βρέθηκα μόνος άνοιξα το φάκελο και διάβασα τις τέσσερις χειρόγραφες σελίδες Α4.
Τις αντιγράφω τώρα εδώ:
… Μια φορά και ένα καιρό στην Ποντικούπολη, θα λέγαμε αν ήταν παραμύθι.
Δυο παιδάκια, αδέρφια, έξι και τεσσάρων ετών, στη τσιμεντούπολη, Φάληρο 1979. Το «κλίμα» στη χώρα ακόμα γελαστό, χαρούμενο. Πέντε χρόνια μακριά απ΄ τη χούντα, νόμπελ ποίησης, πανέμορφα φεστιβάλ, τραγούδια, πίστη πως τελικά :
«Και να αδερφέ μου που μάθαμε
να κουβεντιάζουμε
ήσυχα και απλά!
Καταλαβαινόμαστε τώρα!»
Πατέρας Ρίτσος
Τα αδέρφια ζουν όμορφα με τη μητέρα τους, ο πατέρας δουλεύει στην επαρχία. Η μητέρα τους διαβάζει, τους φροντίζει με τη στοργή που φυλάει κάθε μητέρα μέσα της, θέατρα, Μορμόληδες, παιδικά βιβλία, αγάπη…
Κι ήρθε η μέρα που γνώρισαν, που γνωρίσαμε, ένα πολύ ιδιαίτερο κόσμο, γεμάτο χρώματα, τρυφερότητα, μα και σκληράδα, αίμα, αγώνα…
Γνωρίσαμε την Ποντικούπολη!
Μας έφερε η μητέρα μας το βιβλίο, κι όπως κάνουν πάντα τα παιδιά, μαγευτήκαμε από τις εικόνες. Ιδίως με αυτήν του εξωφύλλου, της αφίσας που είχε δώρο μέσα. Μα και με τις άλλες ζωγραφιές : Ποντίκια γλυκά, Ποντίκια τρυφερά, Ποντίκια θυμωμένα, Ποντίκια με επιδέσμους…
Ύστερα ήρθε η ιστορία, το Παραμύθι! Πόσες φορές δε μας το διάβασε η μητέρα μας, και πάλι και πάλι… Θέλαμε κάθε βράδυ το παραμύθι που δεν έμοιαζε με τα άλλα. Ωραία του παππού, ωραία της γιαγιάς, τα γνωστά, μα τούτο είχε μια άλλη γεύση, κάτι που σε πείσμωνε, που σου βγαζε ένα «δίκιο» αλλιώτικο, μια μαχητική διάθεση. Μαζί με τα πρώτα δάκρυα για τα δάχτυλα και το αίμα της «Καλλιοπίτσας», προστέθηκε και το γιατί… Γιατί;… Αφού παραπονέθηκε, αφού το΄πε στον επιστάτη; Γιατί να πονέσει;
Έπειτα, το σκυμμένο κεφάλι του πατέρα της, του μαστρο – Βρασίδα, με το καπέλο στα χέρια. Γιατί;
Γιατί να κλάψει μπροστά στο αφεντικό; Γιατί να του φέρονταν έτσι; Οι σπόροι μπήκαν στο παιδικό χωράφι της ψυχής μας, φύτρωσαν γρήγορα, βγήκαν τα πρώτα λουλούδια του «ΔΙΚΙΟΥ» και του αγώνα για την υπεράσπισή του, της ανθρωπιάς, των ευγενικών ποντικιών, της συσπείρωσης…
Οι παιδικές γροθιές μας σφίξανε σαν δυνάμωνε «ο Φρίξος, ο Αντρίκος, ο Βαγγέλης, η Φροσούλα…». Σκιρτάγαμε όταν φώναζαν οι εργάτες: «Άδικο! Άδικο!»
Και ποτέ δε θα ξεχάσουμε εκείνη την ποιητική εικόνα, την ομορφιά που ‘χουμε όλοι μέσα στην ψυχή και γίνεται λέξη και γίνεται ιδέα, έννοια, ιδανικό στις καρδιές του κόσμου:
«Μια ηλιαχτίδα!»
«… κι ήταν μια ηλιαχτίδα που χρύσιζε τα τζάμια του παραθύρου. Μια ηλιαχτίδα!»
Και ναι, αγαπητέ μας κύριε Μάνο, δεν την ξεχνώ ποτέ την ηλιαχτίδα σας κείνη, μια ζωή την προσέχω, έτσι όπως την χάραξε το κοντύλι σας!
*Η λ ι α χ τ ί δ α*
Τα χρόνια πέρασαν, η Ποντικούπολη είναι παραμύθι και για τα δικά μυ παιδιά, η γλύκα και η συγκίνηση όμως φωλιάζει πάντα στην παιδική μου ψυχή…
Μόλις μου είπε η κόρη μου, η Δ…, πως θα επισκεφθούν σε εκδρομή μαθητική της βιβλιοθήκη και μπορεί να είστε και σεις… λύγισα από τη χαρά, έγινα πάλι πεντάχρονος, εξάχρονος. Που ακούει το παραμύθι σας και χαζεύει τις εικόνες του κ. Αντώνη Καλαμάρα και … ποντικεύει.
Σας ευχαριστώ για την αντάμωση κι ας μη σας γνωρίζω, γνωρίζω τον κόσμο σας.
Της φαντασίας, της ευγένειας, της Αγάπης!
Σας εύχομαι Υγεία και Ευτυχία!
Σ… Λ…
Αυτή ήταν η επιστολή που το κορίτσι μου έδωσε εκ μέρους του πατέρα της.
Και εγώ έμεινα να σκέφτομαι πως όλα αυτά τα χρόνια συγγραφικής ζωής δεν πρέπει να πήγανε χαμένα…
Πρόσφατα τα παραμύθια μου που εκδοθήκανε το 2009 με τον τίτλο «Πολύτιμα Δώρα» τιμηθήκανε με το Κρατικό Βραβείο. Το χάρηκα γιατί τα «Πολύτιμα Δώρα» πολλοί τα θεωρούν ως κείμενα δυσκολονόητα για ένα παιδί. Και να , που λίγες μέρες μετά, ένα παιδί του τότε που είχε διαβάσει τη ‘δύσκολη’ Ποντικούπολη, διέψευδε τους ειδικούς.
Αλλά –σκέφτομαι- πως αυτό το γράμμα μου χάρισε και ένα ακόμα -ίσως, μάλιστα και πιο πολύτιμο- βραβείο. Αυτό που έχει να κάνει με την επαφή συγγραφέα και αναγνώστη. Αυτό που έχει να κάνει με την επιβεβαίωση της άποψης πως στα παιδιά για όλα μπορεί κανείς να μιλήσει… Κι αυτά θα καταλάβουν… Και κάποια από αυτά δεν θα το ξεχάσουν ποτέ.
Σε ευχαριστώ αγαπητέ μου Σ. Λ. (για προφανείς λόγους δεν έχω το δικαίωμα να κοινοποιήσω, χωρίς άδεια, το όνομά σου).
Εύχομαι να είσαι εσύ, όλη σου η οικογένεια, η κορούλα σου όχι μόνο πάντα καλά, αλλά να έχετε πάντα αυτή την ικανότητα τα διακρίνεται μια ηλιαχτίδα.
Σε ευχαριστώ για τη χαρά που μου χάρισες. Με έκανες να αισθανθώ… δικαιωμένος.
Ήταν το παραμύθι «Κάποτε στην Ποντικούπολη».
Οι υπέροχες εικόνες του Αντώνη Καλαμάρα, βοήθησαν το βιβλίο να γίνει γρήγορα γνωστό.
Αλλά και ένα άλλο ακόμα στοιχείο ήταν που έκανε την Ποντικούπολη πασίγνωστη και εμένα, αν και νέο συγγραφέα, να γίνω γρήγορα γνωστός. Το θέμα του.
Θέμα της Ποντικούπολης ήταν η απεργία.
Σε ένα εργοστάσιο τυριών, οι εργάτες ποντικοί απαιτούν καλύτερες συνθήκες εργασίας και καταφεύγουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις.
Ήταν μια εποχή που όλα στην Ελλάδα αλλάζαν και όλοι μας ένα καλύτερο αύριο ονειρευόμαστε. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γράφτηκε το παραμύθι μου και ασφαλώς εξέφραζε τη θέση που από τότε είχα πως στα παιδιά μπορούμε να λέμε τα πάντα, φτάνει να ανακαλύπτουμε τον σωστό τρόπο για να τα κατανοήσουν.
Κι όμως… όσο κι αν η εποχή χαρακτηριζότανε από προοδευτικές αντιλήψεις, πάρα πολλοί υπήρξαν που διαφώνησαν με αυτό που επιχειρούσα με την Ποντικούπολή μου.
Τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται για τέτοια ζητήματα κι ούτε άλλωστε υπάρχει λόγος να τα κάνουμε να ενδιαφερθούνε –αυτά ήταν σε γενικές γραμμές που καταλογίζανε στο παραμύθι. Και κάποιοι, μάλιστα, φτάσανε στο σημείο να με κατηγορήσουν πως έγραψα ένα βιβλίο ακολουθώντας κομματικές εντολές.
Ασφαλώς και όταν έγραφα την Ποντικούπολη δεν είχα καμιά εντολή να εκτελέσω. Με έσπρωξε η διάθεσή μου να μοιραστώ με τα δικά μου παιδιά κάποιες συνθήκες της δικής μου καθημερινότητας, να τους γνωρίσω τις συνθήκες εργασίας των δασκάλων τους.
Από εκεί και πέρα, χρόνια πολλά ήρθανε και φύγανε, νέα βιβλία, νέοι προβληματισμοί, νέες συνθήκες εργασιακές, νέα εκπαιδευτικά συστήματα, νέοι τρόποι αντίδρασης των νέων.
Το «Κάποτε στην Ποντικούπολη» εξακολουθεί να κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Κανείς πια δεν θεωρεί πως τέτοια ζητήματα δεν αφορούν και δεν ενδιαφέρουν τα παιδιά. Και να το πιστεύει κάποιος, δεν κάθεται να ασχοληθεί περισσότερο και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να διαμαρτυρηθεί.
Η Ποντικούπολη ήταν ένα ακόμα στοιχείο του συγγραφικού μου παρελθόντος. Έτσι πίστευα… Μέχρι προχτές…
Προχτές, καθώς είχα συναντηθεί με μια ομάδα παιδιών Τετάρτης Τάξης του Δημοτικού, ένα κοριτσάκι με πλησίασε και μου είπε πως είχε να μου παραδώσει ένα γράμμα από τον πατέρα της.
Το πήρα και όταν βρέθηκα μόνος άνοιξα το φάκελο και διάβασα τις τέσσερις χειρόγραφες σελίδες Α4.
Τις αντιγράφω τώρα εδώ:
… Μια φορά και ένα καιρό στην Ποντικούπολη, θα λέγαμε αν ήταν παραμύθι.
Δυο παιδάκια, αδέρφια, έξι και τεσσάρων ετών, στη τσιμεντούπολη, Φάληρο 1979. Το «κλίμα» στη χώρα ακόμα γελαστό, χαρούμενο. Πέντε χρόνια μακριά απ΄ τη χούντα, νόμπελ ποίησης, πανέμορφα φεστιβάλ, τραγούδια, πίστη πως τελικά :
«Και να αδερφέ μου που μάθαμε
να κουβεντιάζουμε
ήσυχα και απλά!
Καταλαβαινόμαστε τώρα!»
Πατέρας Ρίτσος
Τα αδέρφια ζουν όμορφα με τη μητέρα τους, ο πατέρας δουλεύει στην επαρχία. Η μητέρα τους διαβάζει, τους φροντίζει με τη στοργή που φυλάει κάθε μητέρα μέσα της, θέατρα, Μορμόληδες, παιδικά βιβλία, αγάπη…
Κι ήρθε η μέρα που γνώρισαν, που γνωρίσαμε, ένα πολύ ιδιαίτερο κόσμο, γεμάτο χρώματα, τρυφερότητα, μα και σκληράδα, αίμα, αγώνα…
Γνωρίσαμε την Ποντικούπολη!
Μας έφερε η μητέρα μας το βιβλίο, κι όπως κάνουν πάντα τα παιδιά, μαγευτήκαμε από τις εικόνες. Ιδίως με αυτήν του εξωφύλλου, της αφίσας που είχε δώρο μέσα. Μα και με τις άλλες ζωγραφιές : Ποντίκια γλυκά, Ποντίκια τρυφερά, Ποντίκια θυμωμένα, Ποντίκια με επιδέσμους…
Ύστερα ήρθε η ιστορία, το Παραμύθι! Πόσες φορές δε μας το διάβασε η μητέρα μας, και πάλι και πάλι… Θέλαμε κάθε βράδυ το παραμύθι που δεν έμοιαζε με τα άλλα. Ωραία του παππού, ωραία της γιαγιάς, τα γνωστά, μα τούτο είχε μια άλλη γεύση, κάτι που σε πείσμωνε, που σου βγαζε ένα «δίκιο» αλλιώτικο, μια μαχητική διάθεση. Μαζί με τα πρώτα δάκρυα για τα δάχτυλα και το αίμα της «Καλλιοπίτσας», προστέθηκε και το γιατί… Γιατί;… Αφού παραπονέθηκε, αφού το΄πε στον επιστάτη; Γιατί να πονέσει;
Έπειτα, το σκυμμένο κεφάλι του πατέρα της, του μαστρο – Βρασίδα, με το καπέλο στα χέρια. Γιατί;
Γιατί να κλάψει μπροστά στο αφεντικό; Γιατί να του φέρονταν έτσι; Οι σπόροι μπήκαν στο παιδικό χωράφι της ψυχής μας, φύτρωσαν γρήγορα, βγήκαν τα πρώτα λουλούδια του «ΔΙΚΙΟΥ» και του αγώνα για την υπεράσπισή του, της ανθρωπιάς, των ευγενικών ποντικιών, της συσπείρωσης…
Οι παιδικές γροθιές μας σφίξανε σαν δυνάμωνε «ο Φρίξος, ο Αντρίκος, ο Βαγγέλης, η Φροσούλα…». Σκιρτάγαμε όταν φώναζαν οι εργάτες: «Άδικο! Άδικο!»
Και ποτέ δε θα ξεχάσουμε εκείνη την ποιητική εικόνα, την ομορφιά που ‘χουμε όλοι μέσα στην ψυχή και γίνεται λέξη και γίνεται ιδέα, έννοια, ιδανικό στις καρδιές του κόσμου:
«Μια ηλιαχτίδα!»
«… κι ήταν μια ηλιαχτίδα που χρύσιζε τα τζάμια του παραθύρου. Μια ηλιαχτίδα!»
Και ναι, αγαπητέ μας κύριε Μάνο, δεν την ξεχνώ ποτέ την ηλιαχτίδα σας κείνη, μια ζωή την προσέχω, έτσι όπως την χάραξε το κοντύλι σας!
*Η λ ι α χ τ ί δ α*
Τα χρόνια πέρασαν, η Ποντικούπολη είναι παραμύθι και για τα δικά μυ παιδιά, η γλύκα και η συγκίνηση όμως φωλιάζει πάντα στην παιδική μου ψυχή…
Μόλις μου είπε η κόρη μου, η Δ…, πως θα επισκεφθούν σε εκδρομή μαθητική της βιβλιοθήκη και μπορεί να είστε και σεις… λύγισα από τη χαρά, έγινα πάλι πεντάχρονος, εξάχρονος. Που ακούει το παραμύθι σας και χαζεύει τις εικόνες του κ. Αντώνη Καλαμάρα και … ποντικεύει.
Σας ευχαριστώ για την αντάμωση κι ας μη σας γνωρίζω, γνωρίζω τον κόσμο σας.
Της φαντασίας, της ευγένειας, της Αγάπης!
Σας εύχομαι Υγεία και Ευτυχία!
Σ… Λ…
Αυτή ήταν η επιστολή που το κορίτσι μου έδωσε εκ μέρους του πατέρα της.
Και εγώ έμεινα να σκέφτομαι πως όλα αυτά τα χρόνια συγγραφικής ζωής δεν πρέπει να πήγανε χαμένα…
Πρόσφατα τα παραμύθια μου που εκδοθήκανε το 2009 με τον τίτλο «Πολύτιμα Δώρα» τιμηθήκανε με το Κρατικό Βραβείο. Το χάρηκα γιατί τα «Πολύτιμα Δώρα» πολλοί τα θεωρούν ως κείμενα δυσκολονόητα για ένα παιδί. Και να , που λίγες μέρες μετά, ένα παιδί του τότε που είχε διαβάσει τη ‘δύσκολη’ Ποντικούπολη, διέψευδε τους ειδικούς.
Αλλά –σκέφτομαι- πως αυτό το γράμμα μου χάρισε και ένα ακόμα -ίσως, μάλιστα και πιο πολύτιμο- βραβείο. Αυτό που έχει να κάνει με την επαφή συγγραφέα και αναγνώστη. Αυτό που έχει να κάνει με την επιβεβαίωση της άποψης πως στα παιδιά για όλα μπορεί κανείς να μιλήσει… Κι αυτά θα καταλάβουν… Και κάποια από αυτά δεν θα το ξεχάσουν ποτέ.
Σε ευχαριστώ αγαπητέ μου Σ. Λ. (για προφανείς λόγους δεν έχω το δικαίωμα να κοινοποιήσω, χωρίς άδεια, το όνομά σου).
Εύχομαι να είσαι εσύ, όλη σου η οικογένεια, η κορούλα σου όχι μόνο πάντα καλά, αλλά να έχετε πάντα αυτή την ικανότητα τα διακρίνεται μια ηλιαχτίδα.
Σε ευχαριστώ για τη χαρά που μου χάρισες. Με έκανες να αισθανθώ… δικαιωμένος.
7.3.11
Τσερκένια της Σμύρνης
Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν΄ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες, ούτε θα μεταδείς τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα -είτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ΄ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μοναχά τη Μεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό.
(7 / 3/ 2001 -Μια ακόμα Καθαρή Δευτέρα που θυμάμαι τον πατέρα και τα τσερκένια του)
5.3.11
Φεύγω
Κώστια Κοντολέων
"Φεύγω"
Μυθιστόρημα
Εκδ. Ψυχογιός
Η Ρόζα μια ζωή προσπαθούσε να φεύγει… Πρώτα από τους γονείς της, που ήθελαν να ζήσει σύμφωνα με τις αυστηρές αρχές τους. Στη συνέχεια από τη ζωή της με τον Φλάβιο, τον άντρα που ερωτεύτηκε παθιασμένα και παντρεύτηκε μα που το πνεύμα του και το κορμί του την είχανε κάνει σκλάβα τους.
Ακόμα κι όταν η Ρόζα βρίσκει στον σεξουαλικά επαμφοτερίζοντα νεαρό Νικόλα τον άνθρωπο που μαζί του θα μπορούσε να ξεκινήσει κάτι καινούργιο, έρχεται και πάλι αντιμέτωπη με την τάση της για φυγή. Ούτε ο Φλάβιος δείχνει διατεθειμένος να την αφήσει ελεύθερη, αλλά ούτε και ο Νικόλας έχει την ωριμότητα να της προσφέρει ένα ουσιαστικό μέσο απόδρασης.
Και η Ρόζα σπαρταρά, ίδια με φυλακισμένο πουλί, αναζητώντας τον δικό της δρόμο. Θα τον βρει όταν αποδεχτεί ποιος τελικά υπήρξε ο άντρας της ζωής της. Και, κυρίως, όταν τολμήσει να ακούσει ως το τέλος εκείνον το θρύλο που μιλά για το πώς ένας μεγάλος έρωτας ολοκληρώνεται όταν γίνεται ένα μεγάλο έργο τέχνης.
*************************************
Μυθιστόρημα
Εκδ. Ψυχογιός
Η Ρόζα μια ζωή προσπαθούσε να φεύγει… Πρώτα από τους γονείς της, που ήθελαν να ζήσει σύμφωνα με τις αυστηρές αρχές τους. Στη συνέχεια από τη ζωή της με τον Φλάβιο, τον άντρα που ερωτεύτηκε παθιασμένα και παντρεύτηκε μα που το πνεύμα του και το κορμί του την είχανε κάνει σκλάβα τους.
Ακόμα κι όταν η Ρόζα βρίσκει στον σεξουαλικά επαμφοτερίζοντα νεαρό Νικόλα τον άνθρωπο που μαζί του θα μπορούσε να ξεκινήσει κάτι καινούργιο, έρχεται και πάλι αντιμέτωπη με την τάση της για φυγή. Ούτε ο Φλάβιος δείχνει διατεθειμένος να την αφήσει ελεύθερη, αλλά ούτε και ο Νικόλας έχει την ωριμότητα να της προσφέρει ένα ουσιαστικό μέσο απόδρασης.
Και η Ρόζα σπαρταρά, ίδια με φυλακισμένο πουλί, αναζητώντας τον δικό της δρόμο. Θα τον βρει όταν αποδεχτεί ποιος τελικά υπήρξε ο άντρας της ζωής της. Και, κυρίως, όταν τολμήσει να ακούσει ως το τέλος εκείνον το θρύλο που μιλά για το πώς ένας μεγάλος έρωτας ολοκληρώνεται όταν γίνεται ένα μεγάλο έργο τέχνης.
*************************************
Η ΚΩΣΤΙΑ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Το ΦΕΥΓΩ είναι το τέταρτο μυθιστόρημά της Έχει γράψει ακόμα και μια συλλογή διηγημάτων. Έχει μεταφράσει περισσότερα από πενήντα βιβλία, μεταξύ των οποίων έργα των: Τζόις Κάρολ Όουτς, Φίλιπ Πούλμαν, Τόμας Σάβατζ, Ρόαλντ Νταλ, Μάρκους Ζούσακ, Ρόμπερτ Κόρμιερ, Πένελοπ Φιτζέραλντ, Ρ.Κ. Νάραγιαν, Μάγια Αγγέλου, Μέλβιν Μπέρτζες κ.ά. Έχει τιμηθεί με διάφορα βραβεία· ανάμεσά τους ξεχωρίζουν το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης 1992 και η διπλή αναγραφή της στον Τιμητικό Πίνακα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα (IBBY).