Pages

22.1.12

Συνέντευξη στο Τaλκ -18.01.'12

Μάνος Κοντολέων: Ονειρεύομαι μιαν επανάσταση





της Δώρας Αμαραντίδου






Στο ξεκίνημα της συζήτησής μας θα ήθελα να μου πείτε ποια είναι η εικόνα της ψυχικής και σωματικής υγείας των ανήλικων πολιτών στην Ελλάδα εν τω μέσω μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Κατά πόσο έχει ταράξει τη ψυχολογία των παιδιών η απότομη μετάβαση από την υπερκατανάλωση στην μέγιστη μείωση καταναλωτικών προϊόντων στην οποία βρίσκεται σήμερα η μέση ελληνική οικογένεια και ποιους τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος προτείνετε;
Με κάθε ειλικρίνεια σας απαντώ… Δεν ξέρω! Όχι πως δεν έχω τι να πω, όχι πως δεν θα ήθελα κάτι να είχα να πω και να προτείνω, όχι πως δεν αναγνωρίζω την ύπαρξη του προβλήματος και το πόσο πιεστική αυτή η ύπαρξη είναι, αλλά… Αλλά δεν ξέρω τι να πω. Ξέρω όμως τι φοβάμαι και τι εύχομαι… Φοβάμαι τη βία που θα ακολουθήσει –ίσως και να έχει πλέον φτάσει- την κάθε μορφή πίεσης και στέρησης. Και εύχομαι… Ελπίζω σε μια Επανάσταση. Αλλά την ίδια τη στιγμή που εύχομαι κάτι τέτοιο, την ίδια στιγμή και το φοβάμαι.
Τώρα μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα πώς θα μεγαλώσουν τα παιδιά μας, οι έφηβοί μας; Τι να πω;… Σκέφτομαι πάντως πως τα τελευταία μου μυθιστορήματα σε τέτοιες κοινωνικές αναταραχές στηρίζονται. Άρα κάποιο λόγο προσπαθώ κι εγώ να αρθρώσω… Αδύναμος ο λόγος της Λογοτεχνίας; Μπορεί, αλλά είναι ο μόνος που εγώ ξέρω. Και ο μόνος τρόπος για να κάνω εγώ την επανάστασή μου.


Ποιος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των παιδιών και των νέων σε παγκόσμιο επίπεδο στις μέρες μας;
Πως οι μόνες αξίες που προβάλλονται είναι όσες έχουν να κάνουν με το χρήμα.


Θα ήθελε να μου μιλήσετε από τη θέση του αντιπροέδρου του ελληνικού τμήματος της UNICEF, για τις τρέχουσες προτεραιότητες στις δραστηριότητες της UNICEF και για την ανταπόκριση ή μη των Ελλήνων στο κάλεσμα σας;
Η Unicef έχει το πιο μεγάλο μέρος των προσπαθειών της στραμμένο στα παιδιά χωρών που έχουν προβλήματα επισιτισμού, υγιεινής διατροφής, μητρικής μέριμνας… Εμείς στην Ευρώπη, εμείς στην υπό πτώχευση Ελλάδα, όσο κι αν ζούμε το δικό μας δράμα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως είμαστε και θα είμαστε σε πολύ καλύτερη μοίρα σε τέτοια θέματα. Είναι λοιπόν και ένδειξη αντίστασης σε μια νοοτροπία που όλα τα μετρά με οικονομικούς όρους, να εκφράζουμε την ανθρωπιά μας και την συμπαράστασή μας σε συνανθρώπους μας που δεν τους απασχολεί στην ουσία το επιτόκιο δανεισμού, αλλά η ύπαρξη καθαρού νερού και εμβολιασμών. Με ρωτάτε αν ανταποκρίνονται οι Έλληνες. Απαντώ με ένα ξεκάθαρο ναι… Και το χαίρομαι αυτό το Ναι, ίσως γιατί σημαίνει πως ως λαός αντιστεκόμαστε.


Ποια πρέπει να είναι τα κριτήρια επιλογής ενός λογοτεχνικού βιβλίου για τα παιδιά και τους εφήβους ώστε να μάθουν να αγαπούν το βιβλίο και στην μετέπειτα ενήλικη ζωή τους;
Για να μάθει ένας νέος άνθρωπος να αγαπά το βιβλίο, θα πρέπει κατά τη διάρκεια όλης της μέρας του να μπορεί να το ανακαλύπτει δίπλα του. Δεν έχει πάντα σημασία το να διαβάζουμε ένα βιβλίο. Αξίζει να σκεφτούμε πως έχει αξία να το έχουμε έστω και δίπλα μας, κάπου μέσα στο σπίτι μας, μέσα στην τάξη του σχολείου μας. Έτσι εξοικειώνεται ο νέος άνθρωπος και μπορεί μόνος του να κάνει τις επιλογές του. Αλλά όλα αυτά αποκτούν μια άλλη διάσταση , καθώς η καθημερινότητά μας αλλάζει. Η διασκέδαση περιορίζεται και οι ώρες μέσα στο σπίτι θα είναι πολλές. Μόνο με τηλεόραση και με σερφάρισμα θα τις περνάει ο νέος; Η συνήθεια της ανάγνωσης λογοτεχνικών βιβλίων, γίνεται πλέον αναγκαία. Αξίζει να τη μάθουμε στα παιδιά μας… Αλλά θα πρέπει πρώτα εμείς να την εξασκήσουμε.


Ποιο θέμα πραγματεύεται το μυθιστόρημά σας για νέους ‘’Δε με λένε Ρεγγίνα… Άλεχ με λένε’’ και ποια η πηγή έμπνευσή σας για αυτό το βιβλίο;
Θέμα του η σεξουαλική εκμετάλλευση των εφήβων σε κοινωνίες όπου η δημοκρατικές αρχές έχουν καταπατηθεί ή και απλώς υποχωρήσει. Με άλλα λόγια σε κοινωνίες που δεν είναι κατ΄ ανάγκη και μόνο καταπιεσμένες από δικτατορικά καθεστώτα. Μέσα από τις ιστορίες ενός κοριτσιού κι ενός αγοριού, προσπάθησα να αναφερθώ σε κάτι που συμβαίνει δίπλα μας.
Πηγή έμπνευσής μου η πολυετής ενασχόλησή μου με τους στόχους της Unicef, αλλά και η επίσης πολυετής παρακολούθηση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου για Νέους, που διοργανώνεται στον Πύργο και όπου η Ελληνική Επιτροπή Unicef δίνει το δικό της βραβείο σε μια ταινία που στηρίζεται και υποστηρίζει τους στόχους της.
Μέσα από αυτές τις δυο μεγάλες εμπειρίες μου –εμπειρίες ζωής θα τις έλεγα- η συγγραφικές μου εμπνεύσεις έχουν σπάσει το κλειστό περιβάλλον της δικής μου και μόνο κοινωνίας και αναζητούν τρόπου επικοινωνίας με τους ανθρώπους -μικρούς και μεγάλους- όλου του κόσμου. Για μένα, ξέρετε, παγκοσμιοποίηση δεν είναι μόνο τα spreads, αλλά και ο ανθρώπινος πόνο, όπως και το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στο όνειρο.


Μιλήστε μου και για τα παραμύθια σας ‘’Πολύτιμα δώρα’’। Μέσα από αυτά ποια πορτούλα της παιδικής ψυχής ανοίγετε;


Μα και σε αυτά για τα ίδια θέματα μιλώ, για τα ίδια θέματα τα έχω γράψει. Την ανθρωπιά, την συμπαράσταση, την ειρήνη, τη δημιουργία, το δικαίωμα στον έρωτα. Προσπάθησα να τα γράψω με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να επικοινωνούνε και με μικρής ηλικίας αναγνώστες και με μεγαλύτερης. Χρησιμοποίησα μια γλώσσα λυρική για να κάνω πιο έντονη τη σκληράδα των περιγραφών. Χρησιμοποίησα σύμβολα για να δείξω πιο έντονα τα μεγάλα τα διαχρονικά πάθη και όνειρα. Ανοίγω, άραγε, πορτούλες και παραθύρια; Δεν είμαι εγώ αυτός που θα το πει αυτό. Εκείνο που μπορώ πάντως να δηλώσω είναι πως και τα «Πολύτιμα Δώρα» μου ευαγγελίζονται εκείνη την επανάσταση που πιο πριν σας περιέγραψα.
















20.1.12

Μάριος Χάκκας























Στην Εταιρεία Συγγραφέων ξεκινήσαμε μια Λέσχη Ανάγνωσης.
Έχουμε προγραμματίσει να διαβάσουμε βιβλία σύγχρονων μεν ελλήνων συγγραφέων (και λέγοντας σύγχρονων εννοούμε εκείνους που κυκλοφόρησαν το πρώτο τους βιβλίο μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο), αλλά που το έργο τους, λόγω θανάτου, είναι πλέον ολοκληρωμένο.
Στην Λέσχη αυτή συμμετέχουν και τα μέλη της ομάδας πεζογραφίας της Ε. Σ., αλλά και άλλα άτομα –αναγνώστες που ενδιαφέρονται να προσεγγίσουν και να συζητήσουν λογοτεχνικά κείμενα ελλήνων δημιουργών.
Η πρώτη συνάντηση ήταν στην ουσία μια συνάντηση γνωριμίας των μελών αναμεταξύ τους, αλλά βρέθηκε και ο χρόνος να συζητήσουμε και για το έργο που κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του, πρόλαβε να καταθέσει ο Μάριος Χάκκας.
Ο Μάριος Χάκκας είχε γεννηθεί το 1931 και πέθανε το 1972.
Μετά από μια ποιητική συλλογή, κυκλοφορεί το 1966 τη συλλογή διηγημάτων «Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού», το 1971 την επόμενη (που και τον καθιερώνει) «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες» και μια μέρα ακριβώς μετά την ταφή του, βλέπει το φως της δημοσιότητας η συλλογή «Το κοινόβιο».
Μέσα στα χρόνια της δικτατορίας, η ματιά του Χάκκα (κυρίως αυτή του ‘Μπιντέ’) δημιουργεί αίσθηση και στο λογοτεχνικό συνάφι, όσο και σ΄ ένα πλατύτερο κοινό. Όλοι ανακαλύπτουν στο διηγηματογράφο στοιχεία μιας νέας αριστερής ματιάς και μιας ιδιότυπης κριτικής αποτίμησης κοινωνικών αλλαγών.
Σαφώς το έργο του δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένο. Μα υπάρχουν στοιχεία σε αυτό που μας κάνουν να πιστεύουμε πως αν ο Μάριος Χάκκας είχε μια καλύτερη τύχη στη ζωή του και ζούσε περισσότερα χρόνια, θα είχε γράψει κείμενα που με εκείνη την απρόβλεπτη ματιά που συχνά ενεργοποιούσε την έμπνευσή του, θα ήταν από τα πλέον σημαντικά λογοτεχνικά έργα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας.
Αλλά –αξίζει ίσως να το επισημάνει κανείς- αυτά τα σύντομα αφηγήματα του Χάκκα (πχ Ο φωτογράφος) ήταν εκείνα που λιγότερα είχαν συνεισφέρει στην φήμη που τότε ο συγγραφέας τους είχε αποκτήσει.
Το τότε αναγνωστικό κοινό (και η κριτική σε πιο μεγάλο της μέρος) είχε περισσότερο εντυπωσιασθεί από τα αφηγήματα με κοινωνικό και ελεύθερα αριστερό περιεχόμενο. Κάθε εποχή έχει τις απαιτήσεις της, αλλά το ταλέντο του δημιουργού είναι εκείνο που τελικά θα διακρίνει από αυτές ποιες είναι επίκαιρες και ποιες διαχρονικές.
Ο Χάκκας μετά από την πρώτη του συλλογή όπου ψάχνει το προσωπικό του ύφος και προτού φτάσει στην τρίτη όπου ο επικείμενος θάνατος ενεργοποιεί την έμπνευσή του, προσφέρει (μέσα στη δεύτερη) τη δυνατότητα στην ελληνική πεζογραφία να δηλώσει παρούσα στα μεγάλα ευρωπαϊκά κινήματα της δεκαετίας του ’60.


19.1.12

Για τη Ρεγγίνα και τον Άλεχ

Η Μαρίζα Ντεκάστρο γράφει στο περιοδικό ΔΙΑΔΑΖΩ (Ιαν.२०१२) για το:








Ακουσα μια εκπαιδευτικό να λέει σε ένα σεμινάριο για τη λογοτεχνία στο σχολείο:
«Στην τάξη μου, B' Γυμνασίου, με ρώτησαν γιατί όλα τα βιβλία που προτείνω είναι
τόσο θλιβερά. Δεν βρήκα όμως κάτιπειστικό να τους απαντήσω!»
Ας διαβάσουμε τι προτείνουν οι δημιουργοί, εάν απαντούν και πώς στο ερώτημα.
Ο κοινωνικά ευαίσθητος Μάνος Κοντολέων απαντά γράφοντας ανθρώπινα για
τα δύσκολα της ζωής -θυμηθείτε το Μια ιστορία του Φιοντόρ για τους οικονομικούς
μετανάστες। Στο Δε με λένε Ρεγγίνα... Αλεχ με λένε γράφει για τη σεξουαλική
εκμετάλλευση των νέων σε μια κοινωνία που αξίες και δικαιώματα έχουν
διαρραγεί από τον πόλεμο και οδηγεί σε κανιβαλισμό για την επιβίωση και ευθύνες
ασήκωτες για τους ώμους τους। Δύο παράλληλες ιστορίες, από την πλευρά του
κοριτσιού και του αγοριού, καθρέφτης ο ένας του άλλου, που μπαίνουν στο κύκλωμα
της πορνείας για να μπορέσουν να αντεπεξέλθουν στα νέα δεδομένα που
ορίζουν τη ζωή τους σε συνθήκες που τα ξεπερνούν. Η πορεία τους προς την εξαθλίωση
κοινή, κορυφώνεται μέσω της επανάληψης των ίδιων λόγων, βλεμμάτων
και κινήσεων που παγιδεύουν τα θύματα.
Ακραίες καταστάσεις, οπωσδήποτε υπαρκτές και το παιχνίδι χαμένο! Αρκεί μια
βόλτα στο κέντρο της Αθήνας, πολύ κοντά μας. Ο Κοντολέων είναι από τους
συγγραφείς που σπάνια έχουν ψυχογραφήσει με τόση ευαισθησία και αποχρώσεις
τους χαρακτήρες των ηρώων