Pages

20.1.17

Μυθιστόρημα ενηλικίωσης: γεφυρώνοντας το χάσμα

Μυθιστόρημα ενηλικίωσης: γεφυρώνοντας το χάσμα
Της Γεωργίας Γαλανοπούλου //




Λέγεται πως το μήνυμα βρίσκεται στη συσκευασία. Έτσι κι εδώ. Στο εξώφυλλο δεσπόζει η απεικόνιση νεαρής γυναίκας, με μάτια βουρκωμένα, στραμμένα στην οθόνη ενός κινητού. Στο πάνω μέρος, απόλυτος και κατηγορηματικός, κυριαρχεί ο τίτλος: Αμαρτωλή Πόλη. Και κάτω-κάτω δεξιά, μέσα σε διακριτικό πλαίσιο η σήμανση: Καμία Λογοκρισία, Λογοτεχνία Crossover. Σε συνδυασμό, τίτλος και εικόνα λειτουργούν απροκάλυπτα ως πομπός για να στείλουν αστραπιαία το σήμα: Η «αμαρτωλή πόλη» ευθύνεται για τα υπερχειλίζοντα δάκρυα του κοριτσιού. Μια δεύτερη ματιά στο φιλοτεχνημένο από το Φώτη Πεχλιβανίδη περίβλημα είναι καταλυτική για την πρόσληψη του αμέσως επόμενου μηνύματος, το οποίο προκύπτει διαμέσου συσχέτισής του με τα κόμικς, ίσως και τη γραφιστική νουβέλα, είδη-εκφραστές των κοινωνικών  προβληματισμών ενός νεανικού κοινού, συνήθως μη πολιτικοποιημένου. Σ’ ένα τέτοιο κοινό-προφανέστατα και όχι μόνον- απευθύνεται με το νέο του βαθυστόχαστο και αφυπνιστικό μυθιστόρημα ο Κοντολέων, έχοντας κατά νου, βεβαίως, και τους ενήλικες μόνιμους αναγνώστες του.  Άλλωστε, η σήμανση crossover αυτό προσδιορίζει: Το μυθιστόρημα που διασχίζει την ηλικιακή απόσταση ανάμεσα στην εφηβεία και την ενηλικίωση προσδοκώντας να αναγνωστεί τόσο από νέους όσο κι από τις πιο ώριμες ηλικίες.                                 Το crossover, επίσης γνωστό ως μυθιστόρημα ενηλικίωσης, είναι ένα είδος που κατέχει καλά ο Κοντολέων και το οποίο μας πρωτοπαρουσίασε τη δεκαετία του 90 με τη Γεύση Πικραμύγδαλου, αλλά και το βραβευμένο με κρατικό βραβείο μυθιστόρημα Μάσκα στο Φεγγάρι.  Έχοντας ήδη γράψει βιβλία για παιδιά, εφήβους αλλά και ενήλικες, είχε ίσως από τότε παρατηρήσει το χάσμα ανάμεσα στο avant-garde περιβάλλον της ενήλικης λογοτεχνίας και τις συντηρητικά καθορισμένες κατευθυντήριες γραμμές των βιβλίων για μικρές και μεσαίες ηλικίες. Στο νέο βιβλίο του, επιχειρώντας να γεφυρώσει περεταίρω το χάσμα, ενσωματώνει στη γραφή του  γλωσσικά στοιχεία φιλικά και οικεία προς τη νεολαία, απελευθερώνει την αφηγηματική τεχνική του από παραδοσιακές συμβάσεις, ενώ συχνά εκλαϊκεύει το λόγο του χωρίς ωστόσο να τον εκχυδαΐζει. Εστιάζει στη μέση οικογένεια, στους καθημερινούς ανθρώπους, σε χαρακτήρες με ιδιαιτερότητες, πάθη και αδυναμίες. Με την ψυχή στο στόμα, μα κι επικριτικά κάποτε, τους παρακολουθεί να ακροβατούν στην άκρη του γκρεμού ή να περνούν μέσα από τα επικίνδυνα στενά της ανεξέλεγκτης παραβατικότητας, της βίας, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, του φόβου που μεταμορφώνεται σε θυμό και αυτοκαταστροφική μανία. Καταστάσεις σκληρές για αλλοτινές εποχές σε σχέση με τα νεανικά βιβλία. Ωστόσο, ταμπού σαν κι αυτά είναι πλέον ξεπερασμένα από τους ίδιους τους νέους, διευκολύνοντας ακόμη περισσότερο τη διαγενεακή διέλευση της λογοτεχνίας από την ενήλικη στην εφηβική και αντίστροφα μέσω της κατηγοριοποίησης crossover.                                                                                                     Ο λόγος για την Αμαρτωλή Πόλη και το επαναλαμβανόμενο ρητορικό ερώτημα του παντογνώστη αφηγητή, που πλανάται σε όλη σχεδόν την έκταση του βιβλίου. ‘Πότε μια πόλη γίνεται αμαρτωλή; Μήπως είναι οι κάτοικοί της που αφού πρώτα οι ίδιοι αμαρτήσουν, στη συνέχεια μολύνουν και την πολιτεία που τους φιλοξενεί;’ Και τι είναι εντέλει η αμαρτία; ‘Είναι η αδικία’, μας λέει αρχικά ο αφηγητής σαν να βαδίζει ψάχνοντας, σαν να προσκαλεί τον αναγνώστη να ψηλαφίσει κι αυτός μαζί του, να σκεφτεί ανάμεσα σ’ εκείνο που σήμερα ο κοινός νους εκλαμβάνει ως βαρύ ηθικό ή θρησκευτικό ‘παράπτωμα’ και αυτό που ερμήνευαν ως αμαρτία προγενέστεροι, ανάλογα με τις εκάστοτε αντιλήψεις. Κι εκεί κάπου ανάμεσα στις τελευταίες 50 σελίδες, και έχοντας διασχίσει ήδη πάνω από τριακόσιες, με βεβαιότητα αποφαίνεται ο αφηγητής: ‘Αμαρτία μπορεί να σημαίνει και αδικία. Μπορεί παραπλάνηση. Ένα κάποιο-μοιραίο-λάθος’. Στεκόμαστε στο αρχαιοελληνικό ‘λάθος’. Από τη στιγμή που θα διαπραχθεί, ακούσια ή εκούσια, μας λέει ο Αριστοτέλης στην Ποιητική, μια αλυσίδα αναπόφευκτων γεγονότων ενεργοποιείται με αποτέλεσμα τη δυστυχία του τραγικού ήρωα ως και την τελική του πτώση. Έτσι κι εδώ. Το πρώτο λάθος οδηγεί στο δεύτερο, περνά αλυσιδωτά στο επόμενο, ο έλεγχος χάνεται, η ανωριμότητα υπερισχύει, ενώ οι ήρωες, από το ψηλό σκαλί που κάποτε βρίσκονταν κατακρημνίζονται στο τελευταίο.                                                                             Η πόλη, αν και σκόπιμα δεν κατονομάζεται, μας είναι γνώριμη και δεν εκπλήσσει. Είναι η παρηκμασμένη Αθήνα και κατ’ επέκταση ολόκληρη η χώρα της χρεωκοπίας και της εγκατάλειψης, των κλειστών καταστημάτων, των διαλυμένων οικογενειών, των οικονομικά κατεστραμμένων, των θυμωμένων πολιτών στους δρόμους και τις πλατείες. Οι αναθυμιάσεις της δυσοσμίας της, αλλά και της ανασφάλειας που αυτή εκπέμπει, διηθίζονται σε κάθε γωνιά της, διεισδύουν στα σπίτια, διαποτίζουν τις ζωές των πολιτών, γκρεμίζουν αξίες, ματαιώνουν όνειρα και απηχώντας στίχους από το εμβληματικό ποίημα του Άλλαν Γκίνσμπερκ (στην προμετωπίδα) , μετασχηματίζονται σε Ουρλιαχτό. Σ’ αυτό το ζοφερό- και καθόλου επίπλαστο- περιβάλλον τοποθετεί ο Κοντολέων τους ήρωές του, άλλους σε καλύτερη κι άλλους σε χειρότερη μοίρα, άλλους ν’ αφήνουν τον τόπο για να σπουδάσουν έξω, άλλους να διαλύουν την οικογένεια γιατί δεν αντέχουν να ζουν στη μιζέρια, άλλους να παγιδεύονται στη φτώχεια και την απραξία, άλλους να εκδίδονται για να τα βγάλουν πέρα ή να μετατρέπουν το θυμό και το φόβο τους σε όπλο κατά του εαυτού τους. Φοβισμένοι άνθρωποι και θυμωμένοι. Θύτες και θύματα, πολίτες μιας παρηκμασμένης πόλης.
Έξι είναι οι βασικοί ήρωες και οι πέντε από αυτούς διαπράττουν σφάλματα, κουβαλούν αμαρτίες δικές τους ή αυτές που τους φόρτωσαν κάποιοι άλλοι. Ο αφηγητής-συγγραφέας τους παρακολουθεί να ταλανίζονται βήμα-βήμα και αναμοχλεύοντας το παρόν με το παρελθόν τους, ξεσκεπάζει τις αδυναμίες τους, φωτίζει τις ιδιαιτερότητές τους, εστιάζει στην ανεπάρκειά τους να προσαρμοστούν στη νέα τάξη πραγμάτων. Σχολιάζει, στηλιτεύει, συμπαρίσταται και συμπονά ο αφηγητής, ενώ διαρκώς αμφιταλαντεύεται πάνω από την αμφιμονοσήμαντη απεικόνιση της πόλης-χώρας και των καθημαγμένων πολιτών-ηρώων του που την κατοικούνε.  Εντέλει, τα βάρη θα ριχθούν στην πόλη. Όχι άμεσα, μήτε από τον ίδιο τον αφηγητή, αλλά δια στόματος του νεαρού Τονίνο, ενός ήρωα, που παρά τις αδυναμίες του, στο τέλος αναδύεται ως ο θαρραλεώτερος όλων. ‘Ένοχοι και αθώοι όλοι μας’ αποφαίνεται. ‘Την αμαρτία χρέωσέ την στην πόλη!’

Πρώτη δημοσίευση:
http://fractalart.gr/amartwli-poli/
19 Ιανουαρίου 2017

No comments:

Post a Comment