Pages

24.3.17

Now24 - Συνέντευξη στην Μαίρη Γκαζιάνη

Πρώτη δημοσίευση: http://now24.gr/manos-kontoleon-zo-grafontas-ke-grafo-zontas/





1.      Κύριε Κοντολέων γεννηθήκατε στην Αθήνα την δύσκολη δεκατία του ΄40. Πως θυμάστε τον εαυτό σας σαν παιδί και σαν έφηβο;
-Δύσκολη δεν μπορώ να πω πως την θυμάμαι εκείνη την εποχή. Δηλαδή από το 1946 που γεννήθηκα έως τις αρχές της δεκαετίας  του’60. Υπήρξα μοναχοπαίδι και οι γονείς μου, υπάλληλοι του δημόσιου τομέα, μου προσφέρανε όλα όσα έχει ανάγκη ένα παιδί για να μεγαλώσει  φυσιολογικά. Ηρεμία, αγάπη, στοργή, ασφάλεια  και πάνω απ΄ όλα την παρουσία τους. Διατηρώ, λοιπόν, μια ζεστή ανάμνηση.

2.      Σε ποια ηλικία ανακαλύψατε τη λογοτεχνία ως ανάγνωσμα;
-Από τότε που πρωτάρχισα να διαβάζω μόνος μου. Ακόμα υπάρχουν στη βιβλιοθήκη μου εκείνα τα πρώτα βιβλία και μάλιστα τα περισσότερα με αφιερώσεις της μητέρας μου, του πατέρα μου και της πρώτης μου δασκάλας.

3.      Και πότε ανακαλύψατε το ταλέντο σας στη συγγραφή;
-Καθώς τελείωνα το Δημοτικό. Έχασα ένα μικρό γατί και έτσι βρέθηκα για πρώτη φορά αντιμέτωπος με το γεγονός του θανάτου. Αυτό με έκανε να καταγράψω την εμπειρία μου εκείνη. Και από εκεί και πέρα ο δρόμος είχε πλέον ανοίξει.

4.      Έχετε σπουδάσει Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπάρχει σχέση μεταξύ της Φυσικής και της Λογοτεχνίας;
-Ναι μιας και οι δυο στην ουσία ασχολούνται και μελετούν νόμους της Φύσης. Και ο άνθρωπος μέλος της Φύσης είναι. Αλλά πέρα από αυτό, η Φυσική ως θετική επιστήμη με βοήθησε να κατανοήσω  το τι σημαίνει δομή σε μια κατασκευή . Και το κάθε λογοτεχνικό κείμενο είναι μια κατασκευή, άρα υπόκειται σε κάποιους νόμους.

5.      Έχετε ασχοληθεί σχεδόν με κάθε είδος γραφής, μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά, νουβέλες, μυθιστορήματα για νέους, παραμύθια κ.α. Υπάρχει κάποιο είδος που αγαπάτε περισσότερο;
-Όχι. Χρησιμοποιώ όλα αυτά τα είδη και με όλα τους καταγράφω τις ιδέες μου, τα συναισθήματά μου, τις αγωνίες και τις ελπίδες μου. Τα διαφορετικά είδη  τα επιλέγω κάθε φορά ανάλογα με τις προσωπικές μου διαθέσεις.

6.      Έχετε γράψει τόσα πολλά βιβλία που θα έλεγε κάποιος πως όλη τη ζωή σας γράφετε. Αφήνετε ποτέ την πένα από το χέρι σας;
-Την πένα την έχω εδώ και χρόνια αφήσει… Εννοώ πως πλέον γράφω χρησιμοποιώντας ένα πλητρολόγιο. Αλλά έτσι είναι… Ζω γράφοντας και γράφω ζώντας.

7.      Αν και έχετε γράψει πάρα πολλά βιβλία, σήμερα θα σας ρωτήσω για το παιδικό βιβλίο. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο παιδικό βιβλίο σας που περιλαμβάνει 2 ιστορίες, Η άτυχη μέρα του Λάκη και της Λόλας και Η τυχερή μέρα της θείας Λιλής. Ποια μηνύματα θέλετε να περάσετε στα παιδιά;
--Γενικά δε μου αρέσει να περνάω μηνύματα στα βιβλία μου.  Θέλω να πω πως αν ήθελα να νουθετήσω άλλον τρόπο έκφρασης θα επέλεγα. Εμένα μου αρέσει να γράφω με όσο πιο καλό τρόπο γίνεται λογοτεχνικά κείμενα. Η λογοτεχνία από μόνη της είναι ένα μήνυμα –μήνυμα αισθητικής, μήνυμα ιδεών.  Μια αξία είναι η ίδια η λογοτεχνία. Πάντως στο συγκεκριμένο βιβλίο (μιας και με ρωτάτε) τη μια ιστορία θέλησα να τη στηρίξω στην αξία της αξιοπρέπειας και την άλλη στην αξία της συμπαράστασης μας προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο.


8.      Από ποια ηλικία τα παιδιά μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει μαύρη αγορά, προλήψεις κλπ που αναφέρονται στο βιβλίο σας;
-Τα παιδιά κατανοούν τα πάντα με τον δικό τους τρόπο. Και ο συγγραφέας που θέλει να απευθυνθεί σε αυτά χρησιμοποιεί ακριβώς την τεχνική τη δική τους. Μαύρη αγορά ίσως να μην κατανοούν το τι σημαίνει, αλλά μπορούν απόλυτα να καταλάβουν τη σημαίνει αξιοπρεπής και έντιμη συμπεριφορά. Και όσον αφορά τις προλήψεις, αυτές όταν είμαστε παιδιά τις θεωρούμε παιχνίδια της φαντασίας. Όταν μεγαλώσουμε –κάποιοι από εμάς- το παιχνίδι μιας τέτοιας φαντασίας μπορεί να το θεωρήσουμε πραγματικότητα.


9.      Τι οφείλει να προσέχει ένας συγγραφέας παιδικών βιβλίων;
-Αυτό που πρέπει να προσέχει κάθε σωστός συγγραφέας. Να είναι ειλικρινής με το κοινό του.

10.  Πιστεύετε ότι ένα παιδικό βιβλίο είναι ο καλύτερος τρόπος για να εξηγήσουμε στα παιδιά κάποια πράγματα που είναι πέρα από την ηλικίας τους. Π.χ. ο θάνατος, η αρρώστια, ο χωρισμός, η διαφορετικότητα, κλπ;
-Ο καλύτερος ίσως είναι μεγάλη κουβέντα. Ένας από τους πιο καλούς –ναι. Γιατί μέσα από μια σωστά ειπωμένη ιστορία μπορεί κανείς να πλησιάσει με σοβαρότητα και ευαισθησία τέτοια δύσκολα θέματα. Και σίγουρα πολύ πιο ουσιαστικά από  ό,τι παρουσιάζονται σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές ή σε διάφορα έντυπα.

11.  Πόσο απαραίτητα είναι τα βιβλία στην παιδική ηλικία;
-Μετά την τροφή του σώματος που είναι αναγκαία για να συνεχίσουμε να ζούνε, έρχεται η τροφή της ψυχής, που είναι αναγκαία για να υπάρχουμε. Κι αυτό ισχύει και τον καιρό που είμαστε παιδιά κι όταν έχουμε πια ενηλικιωθεί. Λοιπόν αυτή την τροφή, την καλή  τροφή της ψυχής ένας από τους πιο σωστούς τρόπους για να την πάρουμε είναι και η λογοτεχνία.

12.  Από πού αντλείτε την έμπνευση για τα παιδικά βιβλία που γράφετε;
-Από αυτά που συμβαίνουν γύρω μου και που προσπαθώ από τη μια να τα βλέπω με το μάτι ενός παιδιού και από την άλλη με την γνώση ενός ενήλικου. Ο συγγραφέας που απευθύνεται και σε παιδιά διατηρεί ολοζώντανο μέσα του τον τρόπο που έβλεπε τον κόσμο όταν ήταν ο ίδιος παιδί.

13.  Ποια είναι η γνώμη σας για το ελληνικό παιδικό βιβλίο;
-Πολύ καλή. Αλλά εγώ δεν ικανοποιούμε εύκολα με τις επιτυχίες. Θέλω και ονειρεύομαι να υπάρξουν και καλύτερες μέρες.

14.  Στην εποχή της τεχνολογίας που ζούμε σήμερα, που τα περισσότερα παιδιά είναι κολλημένα στο διαδίκτυο, ποια είναι η άποψή σας για τις σχέσεις των παιδιών με το περιβάλλον τους; Χαλαρώνουν οι σχέσεις τους με τους γονείς, τους φίλους κλπ;
-Δεν ξέρω. Ομολογώ πως δεν ξέρω. Τα σημερινά μικρά παιδιά μεγαλώνουν μέσα σε μια τεχνολογική έκρηξη που μάλιστα θα συνεχιστεί, αλλά και που εγώ προσωπικά δεν μπορώ να ξέρω πως τελικά θα τα διαμορφώσει. Πολλές φορές αισθάνομαι πως τα βιβλία που αυτόν τον καιρό γράφουμε ίσως τα τελευταία του είδους. Βέβαια ο άνθρωπος πάντα θα έχει την ανάγκη μιας αφήγησης. Μα ποια μορφή θα πάρει στο μέλλον αυτή η αφήγηση δεν το ξέρω.

15.  Αφού σας ευχαριστήσω για το χρόνο που μου διαθέσατε, θα σας ζητήσω κα κλείσετε με μια δική σας φράση αυτή τη συνέντευξη.
-Όταν είμαι αισιόδοξος γράφω για παιδιά* όταν ονειρεύομαι μια επανάσταση  τότε γράφω για εφήβους* Όταν φοβάμαι, τότε είναι που γράφω για ενήλικες.



14.3.17

Τυχερές και άτυχες μέρες...

ΔΙΑΒΑΣΜΑΤΑ Γράφει η Έλενα Αρτζανίδου / συγγραφέας-εκπαιδευτικός /

http://www.thinkfree.gr/kontoleon-psichogios/



Η τυχερή μέρα της θείας Λιλής.

Λοιπόν, το να είναι κανείς προληπτικός είναι κουταμάρα μεγάλη. Μαύρες γάτες, σπασμένοι καθρέφτες και διάφορα άλλα – χαζομάρες όλα! Κι αν διστάζετε να συμφωνήσετε μαζί μου, διαβάστε πρώτα την ιστορία της θείας μου της Λιλής, και μετά τα ξαναλέμε…



Η άτυχη μέρα του Λάκη και της Λόλας.

Πάρτε πέντε γράμματα. Το Α, το Η, το Κ, το Λ και το Σ. Σχηματίστε, με αυτά, τα ονόματα που έχουν δύο συμμαθητές — Άλκης ο ένας, Λάκης ο άλλος. Δυο αγόρια, λοιπόν, με ονόματα που τα σχηματίζουν τα ίδια γράμματα. Αλλά τυχερός μόνο ο ένας είναι. Μαντεύετε ποιος;

Δυο ιστορίες σε ένα βιβλίο.

Στην πρώτη ιστορία της τυχερής μέρας ανακαλύπτουμε το παιδί «γούρι» της προληπτικής θείας Λιλής, που η εμμονή της με την καθαριότητα, οι φοβίες της και οι προκαταλήψεις της, αλλά και η αγάπη της για τα ζώα.

Ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων, για πολλοστή φορά τραβά το ενδιαφέρον του μικρού και μεγάλου αναγνώστη με τον κοφτό, άμεσο λόγο, τις σύντομες προτάσεις που κάνουν την ιστορία του απόλυτα ζωντανή, συγκινητική και με χιούμορ.

Μια πολύ ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη ιστορία που σε μια δυνατή σκηνή και μόνο θίγει το θέμα του άστεγου ανθρώπου που αξίζει το ενδιαφέρον μας, αλλά και της προσοχής μας με στόχο να αναρωτηθούμε και να πάρουμε θέση. Η ψυχική ένταση, σε αυτή την ολοζώντανη σκηνή, που γεννά η αιχμηρή πένα του συγγραφέα, προκαλεί ταραχή στον αναγνώστη ενώ παράλληλα τον αναγκάζει με το τέλος της ανάγνωσης να αναρωτηθεί, να δει στον καθρέφτη τον εαυτό του και να πει ειλικρινά πως ο ίδιος θα αντιδρούσε αν κάποιος άστεγος βρισκόταν στο ζεστό και περιποιημένο σαλόνι του;

Και αμέσως μετά από την τύχη, αλλά και το βάρος όσων η μια ιστορία γεννά, ο αναγνώστης γυρνά το βιβλίο ανάποδα και διαβάζει την άλλη ιστορία αυτή της άτυχης μέρας του Λάκη και της Λόλας.

Ο συγγραφέας με αμεσότητα παρουσιάζει τα θέλω και τα πρέπει. Τις αξίες που έχουν κάποιοι και εκείνοι που πατούν για να πάρουν ό,τι θέλουν.

Η αισθητική και η ομορφιά του ανάποδου βιβλίου, η χρυσή πένα του συγγραφέα που προτάσσει θέσεις και αξίες γεννούν ένα λογοτεχνικό έργο υψηλής αξίας.

Στο τέλος κάθε ιστορίας ο συγγραφέας έχει ένα σημείωμα που αποκαλύπτει τη σύλληψη της ιστορίας του αποδεικνύοντας πόσο παρατηρητικός είναι, αλλά και πόσο πιστεύει στην  αλήθεια.

Αλλά δεν φτάνουν μόνο αυτά αν δεν έχεις γνώση του τι γράφεις και πως το γράφεις και αυτό ο Μάνος Κοντολέων το έχει αποδείξει μέσα από τόσα, διαφορετικά έργα του.

Τα γκριζόμαυρα σχέδια της Ναταλίας Καπατσούλια, είναι αρμονικά δεμένα με το κείμενο. Εικόνες με αποκαλυπτικές εκφράσεις και κίνηση.

Τα δυο εξώφυλλα ελκυστικά και ευρηματικά με το μαύρο και το γκρίζο ανάλογα της τύχης και της ατυχίας!

Προτείνεται για το σπίτι για μοναχική, αλλά και παρεΐστικη ανάγνωση.

Στο σχολείο για πολλές συζητήσεις και στις Βιβλιοθήκες

8.3.17

Γαλάτεια Γρηγοριάδου Σουρέλη -το αποτύπωμα μιας συγγραφικής παρουσίας.



Αρχές Φθινοπώρου του 2016, η Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη έφυγε από κοντά μας.
Για το πρόσωπο της παιδικής –και όχι τελικά μόνο- λογοτεχνίας που εκείνη υπηρέτησε και που εμείς μαζί του μεγαλώσαμε, θα ήθελα σήμερα, λοιπόν, να μιλήσω.  
Τη λογοτεχνία εκείνη που παρουσιάζεται κάπου στα μέσα του ‘50 και συνεχίζει να εκφράζεται μέχρι σήμερα. Κοντά 70 χρόνια –μαζί της μεγαλώσανε αρκετές γενιές και συνεχίζουν και οι πιο πρόσφατες να μεγαλώνουν.
Τη λογοτεχνία εκείνη που είχε κληρονομήσει την Πηνελόπη Δέλτα και τον Ζαχαρία Παπαντωνίου. Που στην αρχή δείχνει ότι ακολουθεί πειθήνια εκείνων τα βήματα, αλλά που σιγά- σιγά καταγράφει κάποιες διαφοροποιήσεις.
Τους συγγραφείς της τους διακρίνει η διάθεση να κρατήσουν τα πιο έντονα χαρακτηριστικά των προηγουμένων δημιουργών – την έννοια της πατρίδας και της οικογένειας-  αλλά παράλληλα –και ο καθένας με το δικό του τρόπο- προχωρούν και πιο πέρα.
Θέματα όπως αυτά της οικολογίας, των ενδοοικογενειακών σχέσεων, των ναρκωτικών, της βίας γίνονται οι άξονες ανάπτυξης παραμυθιών ή μυθιστορημάτων. Ο έντονος διδακτισμός αν δεν εξαφανίζεται εξ  ολοκλήρου, σαφέστατα υποχωρεί, η λογοτεχνική οντότητα των κειμένων προβάλει με απαιτήσεις και ο τελικός αποδέκτης -το παιδί- αντιμετωπίζεται με μια δημοκρατική στάση κατανόησης και πλησιάσματος του.
Από τα έργα εκείνων των δημιουργών άλλα έχουν –δικαίως ή αδίκως- πλέον ξεχαστεί, άλλα όμως εξακολουθούν να κρατούν συντροφιά στα παιδικά μαξιλάρια. Οι ίδιοι οι συγγραφείς μπορεί να έχουν ποικιλότροπα άλλοι τους σιωπήσει, μα και άλλοι τους ποικιλότροπα επίσης να συνεχίζουν να εκφράζουν ένα δυναμικό παρόν.
Και καθώς τα χρόνια έχουν περάσει και οι όποιες επαναστατικές λίγο ή πολύ βελτιώσεις που επέφεραν στον τρόπο γραψίματος ενός παιδικού βιβλίου έχουν εδραιωθεί, είναι πια φυσικό να θέλουμε να δούμε όλη αυτή την πορεία και με μια ματιά περισσότερο κριτική, να αναρωτηθούμε αν ότι έγινε άξιζε έτσι να γίνει ή μήπως κάτι περισσότερο θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί.
Ο συγγραφέας εκφράζει την εποχή του –και η γενιά εκείνη που ξεκινά το έργο της κάπου στα μέσα του ‘50 έζησε στη συνέχεια πολλές κοινωνικές ανακατατάξεις, πολλά πολιτικά γεγονότα… Πόσο διαλεκτικά στάθηκε απέναντι όλων αυτών; Το έργο των συγγραφέων εκείνης της γενιάς  πέρα από την ιστορική του αξία, θα έχει και μια αντιστοίχηση με ότι ήδη συμβαίνει στις δομές της κοινωνίας και στις αντιδράσεις των ατόμων;


Με το ρίσκο να φανώ υποκειμενικός –λόγω αυτής της σημερινής μέρας της αφιερωμένης στο έργο μα και στη ζωή της Γαλάτειας - τολμώ να θεωρήσω ως την πλέον χαρακτηριστική εκπρόσωπο αυτής της γενιάς των συγγραφέων, τη Γρηγοριάδου – Σουρέλη.
Και σπεύδω να εξηγήσω τους λόγους μιας τέτοιας άποψης.
Η Γαλάτεια (στην αρχή μόνο ως Γρηγοριάδου) πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα το 1954. Και από τότε μέχρι πριν από λίγο καιρό  εκδίδει μια ολόκληρη σειρά βιβλίων που διαθέτουν μια πλουσιότατη γκάμα τόσο από πλευράς λογοτεχνικού είδους, όσο και από πλευράς θεματικής ανησυχίας.
Παραμύθια, μικρές ιστορίες, διηγήματα, μυθιστορήματα. Τα θέματά τους από την ιστορία, τη θρησκεία, τον προβληματισμό για το περιβάλλον, τις ανθρώπινες σχέσεις, το θάνατο, τον έρωτα, τη φιλία, τη βία, τη μετανάστευση, την εθνική ταυτότητα, …
Η Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη έγραφε  ακατάπαυστα και έγραφε με επιτυχία. Οι αναγνώστες της πολυπληθείς και φανατικοί. Το βιβλία της διαχρονικά best sellers. Και η ίδια άτομα ανήσυχο δεν σταματούσε να τρέχει εδώ και εκεί και να προπαγανδίζει την αξία της φιλαναγνωσίας. Ομιλίες, συζητήσεις, ραδιοφωνικές εκπομπές, δημοσιεύσεις, κριτικές – η δράση της Γαλάτειας Σουρέλη όλα τα ΜΜΕ έχει χρησιμοποιήσει.
Παράλληλα έχει αναγνωριστεί – διακρίσεις, βραβεία…
Τιμημένη από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, τον Δήμο Αθηναίων, το πανεπιστήμιο της Πάντοβα, την Ακαδημία Αθηνών και υποψήφια  για το Διεθνές Βραβείο Άντερσεν.
Αν κάποιος θέλει να γνωρίσει το πρόσωπο της παιδικής λογοτεχνίας με την οποία μεγαλώσαμε, δεν έχει παρά να κοιτάξει τους τίτλους των βιβλίων της  Γαλάτειας Γρηγοριάδου – Σουρέλη.
Είπαμε -παραμύθια, μικρές ιστορίες, διηγήματα, μυθιστορήματα… Άλλα από αυτά απευθύνονται σε μικρά παιδιά, άλλα σε μεγαλύτερα, άλλα σε εφήβους, άλλα σε ενήλικες…
Νομίζω πως ανήκε σ’ εκείνους τους συγγραφείς που δεν μπορούν να ταξινομηθούν αβίαστα σε ένα είδος της λογοτεχνικής γραφής .
Ασφαλώς τα περισσότερα έργα της είναι για παιδιά… Μα το ύφος της  είχε μια τόσο έντονη προσωπικότητα και η χρήση λέξεων και συντακτικού ακολουθούσε συχνά τόσο ριζοσπαστικούς δρόμους που σπάνια κανείς συναντά σε κείμενα της Π. Λ.

Σημαντικός αριθμός των έργων της ανήκει στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος.
Άλλωστε η ίδια συχνά το δήλωνε πως πίστευε στην ιστορική μνήμη. Και αυτή τη μνήμη προσπαθούσε να την μεταγγίσετε στον αναγνώστη της. Άλλοτε με διάθεση κριτικής αμφισβήτησης, αλλά κι άλλοτε  με απόλυτα παραδοχή των όσων έχει καταγράψει η επίσημη –και αν θέλετε η ελεγχόμενη- ιστορία.
Η Γαλάτεια Σουρέλη είχε και ως άνθρωπος και ως δημιουργός συγκλονιστικές μεταπτώσεις. Από τη μια επαναστάτρια ή και αναρχική και από την άλλη δεμένη με την παράδοση και τη θρησκεία.
Με ένα δικό της ολότελα τρόπο κατάφερε σε ένα μεγάλο βαθμό να συνταιριάξει όλες αυτές τις εκφράσεις.
Και μάλιστα με μια φράση –ξεκίνησε ως τίτλος μυθιστορήματός της και έγινε προσωπικό μότους – Εμένα με νοιάζει.

Ένα άλλο της πρόσωπο ήταν αυτό του σύγχρονου παραμυθά. Είχε γράψει πολλές συλλογές παραμυθιών που τις χαρακτηρίζει η διάθεση να αναπτύξουν σύγχρονους προβληματισμούς μέσα από τη φόρμα ενός παραμυθιού. Τί μπορεί να προσφέρει το παραμύθι στο σημερινό αναγνώστη του; Και τελικά ποιος είναι αυτός ο αναγνώστης; Μικρής μόνο ηλικίας ή και κάποιος ενήλικος;
Όταν κάποιος ξεφυλλίζει τα παραμύθια της Σουρέλη τέτοιες σκέψεις του δημιουργούνται. Γιατί η Γαλάτεια όταν έγραφε ένα παραμύθι, στην ουσία θεωρούσε πως ο πρώτος τη αναγνώστης θα ήταν κάποιο άτομα που θα της έμοιαζε –ένα άτομο που μαγευότανε σαν παιδί και στοχαζότανε ως ενήλικος.

Συχνά –όταν διαβάζω κάποιο παραμύθι ή μια μικρή ιστορία– αναρωτιέμαι αν ένα λογοτεχνικό έργο πρέπει να έχει ένα ξεκάθαρο μήνυμα; Μήπως τελικώς μια τέτοια διάθεση εκ μέρους του συγγραφέα, οδηγεί το έργο στο χώρο της στενής παιδαγωγικής;  Το κάνει , με άλλα λόγια, να χάνει την ανεξαρτησία του και την επαναστατικότητά του;
Αλλά τα παραμύθια της Σουρέλη ενώ σαφέστατα λένε με σαφήνεια τα πιστεύω της, την ίδια ώρα προσφέρουν τη δυνατότητα στον αναγνώστη τους να προβληματιστεί με τις απόψεις τους.

Είναι γνωστό πως γνώρισα τη Γαλάτεια όταν ήμουνα 14 χρονών. Και τη γνώρισα πολύ καλά.
Μέσα στο σπίτι της εκείνων των χρόνων –θρυλικών λογοτεχνικών οραμάτων το διαμέρισμα της οδού Γρηγοροβίου 12, στον Άγιο Λουκά Πατησίων- μυήθηκα στη καλή λογοτεχνία και στο τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας.
Η βιβλιοθήκη της όχι μόνο πλούσια, πλουσιοτάτη, αλλά και συνεχώς ανανεούμενη. Η Γαλάτεια δάνειζε βιβλία που ποτέ δεν της τα επέστρεφαν ενώ παράλληλα συνέχιζε να αγοράζει νέα.
Πολύ συχνά κατέβαζε από τα ράφια ένα τόμο  και με κάποιο απόσπασμα άλλου συγγραφέα υποστήριζε την δική της άποψη. Κι εγώ μάθαινα πως η λογοτεχνία δεν αρχίζει και τελειώνει μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου, αλλά μπαίνει μέσα στην καθημερινότητά μας και τη διαμορφώνει.
Συχνά με φώναζε δίπλα της και με έβαζε να ακούσω τις σελίδες που μόλις είχε γράψει.
Γράψιμο ολοζώντανο, ρέον, ατίθασο. Ακριβώς όπως η φωνή που εκείνη την ώρα το διάβαζε. Ακριβώς όπως η εικόνα εκείνης της γυναίκας με τα γυαλιά με τους χοντρούς φακούς και τα ατίθασα μαλλιά που μέσα τους ολοένα και μπλεκόντουσαν τα δάχτυλα του αριστερού χεριού της.
Κι έτσι από τη μια η ίδια η γραφή και από την άλλη η ίδια η δημιουργός, με έκαναν να πιστέψω πως τελικά μια και μόνο μια λογοτεχνία υπάρχει. Οι όποιοι διαχωρισμοί της σε παιδική, εφηβική ή ενήλικη μπορεί να στηρίζονται σε κάποια τεχνικής υφής ζητήματα, αλλά το πάθος και το ήθος τους είναι ένα και το αυτό.
Η αισθητική μέθεξη και η διάθεση να έχουν κοντά τους αναγνώστες μικρούς και μεγάλους.
Λογικό μου ακούγεται και το ότι τελικά κι εγώ ο ίδιος –πιστός μαθητής της Γαλάτειας- ποτέ δεν έπαψα να θέλω το κάθε μου έργο να συναρπάζει αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών.

Κάποτε, στα πλαίσια μιας εκπομπής του Γ Προγράμματος όπου είχα την ευθύνη της, είχα προσκαλέσει τη Γαλάτεια και μεταξύ των άλλων την είχα ρωτήσει πως βλέπει τις διαφορές στη συγγραφή ενός έργου για παιδιά και ενός έργου για μεγάλους.
Με είχε κοιτάξει με νόημα και χωρίς να θυμάμαι τα ακριβή λόγια της, δεν ξεχνώ πως η απάντησή της επιβεβαίωνε αυτό ακριβώς που ως έφηβος είχα πιστέψει καθώς την έβλεπα να δημιουργεί.
Στην ίδια εκείνη εκπομπή την είχα ρωτήσει ακόμα γιατί τα περισσότερα έργα της είναι για μικρούς αναγνώστες ή για εφήβους.
Η απάντηση που ακούστηκε τότε από τα ερτζιανά είχε να κάνει με την θέση της συγγραφέας πως επιζητά να διαμορφώσει την ψυχή του νέου και να την μυήσει σε διαχρονικές αξίες.
Αλλά αμέσως μετά και καθώς ένα τραγούδι μας έδινε το δικαίωμα να μιλήσουμε χωρίς κανείς να μας ακούει, είχε προσθέσει «Βέβαια να σου εξομολογηθώ και κάτι άλλο που με κάνει να θέλω περισσότερο να γράφω για παιδιά. Διότι έτσι κι εγώ αισθάνομαι πάντα νέα…»

Από τα πρώτα της έργα η τότε Γρηγοριάδου είχε δείξει πως ένας βασικός άξονας της ζωής της και τον ιδεών της ήταν η ορθόδοξη εκκλησία. Κι αυτός ο άξονας ερχότανε πάντα να συνυπάρχει με έναν άλλον –της ιδέας του ελληνισμού.
Άγιος Δημήτριος από τη μια, Καπετάν Κώττας από την άλλη.
Μα τα τελευταία χρόνια η Γαλάτεια αφιέρωσε τη ζωή και το έργο της κυρίως στην υπηρεσία του  στη ενός σκοπού. Στρατεύθηκε στη διάδοση της Ορθοδοξίας. Πολύ γρήγορα κάποιοι φρόντισαν να την κατατάξουν στην κατηγορία των χριστιανών συγγραφέων.
Χωρίς να δέχομαι αυτόν τον χαρακτηρισμό που της έχουν αποδώσει, δεν μπορώ παρά να ομολογήσω πως η όποιας μορφής συγγραφική στράτευση δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Για μένα –προσωπική άποψη εκφράζω- ο δημιουργός πρέπει την ίδια ώρα που μάχεται για μια ιδέα και ένα σκοπό, την ίδια ώρα να κρατά τις αποστάσεις του και να εκφράζει τις εντελώς προσωπικές του απόψεις και κρίσεις.
Εν αρχή είναι ο Λόγος –βασική άποψη μου.
Η Γαλάτεια με αυτής της κατηγορίας τα έργα της, αλλά και με μια σειρά άλλων παρεμβάσεών της πολλά πρόσφερε στην Εκκλησία μας.
Μα –μπορώ να διακινδυνέψω την πρόβλεψη- τα έργα της που θα την κρατήσουν σε μια υψηλή θέση στη λογοτεχνία μας είναι αυτά της πρώτης συγγραφικής της περιόδου.
Τα αναφέρω χωρίς αξιολόγηση και ίσως κάποια λάθος να τα αξιολογώ όπως και κάποια άλλα άδικα να σιωπώ.
Ο μικρός μπουρλοτιέρης
Χορεύοντας στο δάσος
Ο σπουργίτης με το κόκκινο γιλέκο
Τα σκυλιά του Αγίου Βερνάρδου
Εμένα με νοιάζει
Πριν από το τέρμα
Σκύλος με σπίτι
Κατερίνα
Καπετάν-Κώττας
Μνήμες της Σμύρνης
Ο μεγάλος αποχαιρετισμός
Είναι κανείς εδώ;

Τα τρία τελευταία ανήκουν εκδοτικά στη λογοτεχνία των ενηλίκων.
Και θα ήθελα με ένα διήγημα από της Μνήμες της Σμύρνης να κλείσουμε αυτή τη μάζωξη – τιμή στη μνήμη και το έργο της Γαλάτειας – Γρηγοριάδου Σουρέλη
Νομίζω πως με απόλυτα άξιο λογοτεχνικό τρόπο εκφράζει το συγγραφικό πάτημα της Γαλάτειας, το ανεξίτηλο –το εγώ, το εμείς και το Θείο.

Μάνος Κοντολέων

 Σημ. :Το παραπάνω κείμενο διαβάστηκε σε εκδήλωση – αφιέρωμα στην Γαλάτεια Γρηγοριάδου – Σουρέλη που διοργάνωσαν  τα Δ.Σ. των σωματείων ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ και ΜΗΤΕΡΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΠΟΛΥΤΕΚΝΕΣ, στον ΙΑΝΟ, στις 7 Μαρτίου 2017.
Για το έργο της και την προσωπικότητά της μίλησαν οι συγγραφείς:  Αγγελική Βαρελά, Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, Μάνος Κοντολέων, η κόρη της Νατάσα Δαρκαδάκη και οι συνεργάτιδές της Γεωργία Νικολαΐδου και Μαρία Παπαευαγγέλου.
Ο χώρος του καφέ του ΙΑΝΟΥ κατάμεστος. Η απουσία των ομοτέχνων της χαρακτηριστική των συνθηκών που διέπουν την εποχή μας.








4.3.17

Μια διπλή συνέντευξη



Η Γιούλη Τσακάλου συνομιλεί με τον Μάνο και την Κώστια Κοντολέων

Πρώτη ανάρτηση στο:
http://biblioparousiaseiskritikes.blogspot.gr/2017/03/blog-post.html?spref=fb

-Είχα πάντα την περιέργεια πώς είναι αλήθεια να συνυπάρχουν στο ίδιο σπίτι η μοναχική δουλειά δύο πολυβραβευμένων συγγραφέων; Επεμβαίνει ο ένας στη δουλειά του άλλου;
Μ- Από μικρό παιδί αγαπούσα το διάβασμα, από μικρός ξεκίνησα να γράφω, από το τέλος του ’70 η λογοτεχνία μπήκε συγκάτοικος στο σπίτι που έφτιαξα με την Κώστια. Δε θεωρώ πως στην οικογένειά μου συμβαίνει κάτι το ασυνήθιστο. Φαντάζομαι πως αν η Κώστια κι εγώ είμαστε γιατροί ή δικηγόροι κάπως παρόμοια θα ζούσαμε. Αν υπάρχει μια διαφορά –που ομολογώ πως είναι ουσιαστική- έχει να κάνει με το ότι η λογοτεχνία ως εμπειρία ζωής επεμβαίνει στην καθημερινότητά μας, μα και αυτή η τελευταία διαμορφώνει τις λογοτεχνικές μας εκφράσεις.
Κ- Για μένα είναι ευλογία αυτό που συμβαίνει στο σπίτι μας.   Η ζωή μας έχει μόνιμα πολλαπλά ενδιαφέροντα κι αυτό κάνει την συμβίωση μας ζωντανή και εξαιρετικά συντροφική.  Δεν έχουμε τον χρόνο να πλήξουμε, γιατί πάντα οι συζητήσεις μας γίνονται αφορμή για άλλες συζητήσεις και υπάρχει άφθονο υλικό που να μας κρατάει πάντα σε δημιουργική εγρήγορση.  Μπορεί η συγγραφή να είναι μοναχική δουλειά, αλλά όταν έρχεται η ώρα να ανταλλάξουμε τις απόψεις μας για τα πονήματα μας η μοναχικότητα γίνεται απίστευτη συντροφικότητα.  Η αντιπαλότητα είναι άγνωστη λέξη για μας και χαιρόμαστε ο ένας με τις επιτυχίες του άλλου.  

-H οικογένεια είναι όντως το πρόβλημα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας, ή "αποκούμπι", στήριγμα; Εχετε δυο θαυμάσια παιδιά ενα εκ των οποίων η κορη σας κι αυτή συγγραφέας.. Σας στηρίζουν ή τους στηρίζετε ;
Μ- Τα παιδιά μου υπήρξαν πηγή έμπνευσης καθώς μάλιστα ένα μεγάλο μέρος του έργου μου ανήκει στην παιδική λογοτεχνία.
Κ-Δεν θεωρώ πως τα μέλη μιας οικογένειας μπορούν και πρέπει να παίξουν τους ρόλους «αποκούμπι ή στήριγμα» για τους υπόλοιπους.  Πιστεύω στην ανεξαρτησία των ατόμων ακόμη κι αν αυτά ανήκουν στην ίδια οικογένεια.  Όταν υπάρχει ο σεβασμός στα θέλω και στις ανάγκες των άλλων η σχέση είναι αμφίρροπη ώστε αν κάποιος από όλους χρειαστεί κάποια στιγμή την βοήθεια των άλλων αυτοί οι άλλοι θα πρέπει να είναι έτοιμοι να την προσφέρουν.  Επειδή όπως λέτε η κόρη μας είναι και αυτή συγγραφέας, δεν θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να νιώθει το συγγραφικό βάρος των γονιών της.    


 -Ειναι δυνατόν σε μια κοινωνία όπου η πληροφορία είναι άφθονη και δωρεάν να υπάρχει τόση αμορφωσιά ;
Μ – Άλλο πληροφορία και άλλο παιδεία. Από την πρώτη έχουμε επάρκεια. Από την δεύτερη έχουμε έλλειψη.
Κ- Στην εποχή μας που η πληροφορία είναι άφθονη όπως πολύ σωστά λέτε η ροή των πληροφοριών είναι ανεξέλεγκτη κι έτσι αν δεν υπάρχει το υπόβαθρο της μόρφωσης, της συνεχούς και σωστής ενημέρωσης, και η πολιτιστική επάρκεια, οι νέοι άνθρωποι γίνονται αναπόφευκτα αποδέκτες τόνων άχρηστων και επιβλαβών σκουπιδιών μιας δήθεν πληροφόρησης που τα καταναλώνουν αδυνατώντας να αντιδράσουν και γι’ αυτό καταλήγουν να τα θεωρούν θέσφατα!!!    
  
-Κυρία Κώστια ενα βιβλίο με πολλούς χαρακτήρες είναι και ένα στοίχημα γι' αυτήν που το γράφει. Μου έκανε εντύπωση ότι αναπτύσσετε ισομερώς, σχεδόν μετρημένα, τους χαρακτήρες σας στο τελευταίο σας βιβλίο «Μέσα απ τις ζωές των άλλων». Πόσο δύσκολο είναι αυτό;
Κ- Δεν είναι εύκολο να αναπαραστήσει κανείς μια ολάκερη εποχή καθώς ο κίνδυνος να καταφύγει σε ωραιοποιημένες ή μελό καταστάσεις ελλοχεύει σε κάθε λέξη, κάθε περιγραφή, κάθε ανάλυση χαρακτήρων.  Πρέπει τα γεγονότα να είναι ρεαλιστικά, οι ήρωες πιστευτοί και ανθρώπινοι με τα προτερήματα και τα ελαττώματα τους, να είναι αναγνωρίσιμοι όπως οι γείτονες της διπλανής πόρτας ή ίσως οι δικοί μας άνθρωποι που αποτελούν τον πυρήνα της οικογένειας μας.   

  
-Πόσο σχετίζεστε με τους ήρωες σας;
Μ – όσο καιρό γράφω γι αυτούς γίνονται η σταθερή συντροφιά μου. Μέσα από αυτούς βλέπω και αισθάνομαι. Μετά, όταν πια έχω τελειώσει το βιβλίο τους, τότε γίνονται παρελθόν… Ή μάλλον εγώ γίνομαι γι αυτούς παρελθόν. Αν με ξεχνούνε δεν μπορώ να πω… Γιατί εσείς δεν τους ρωτάτε;
Κ- Το διάστημα που γράφω δημιουργώ μια ιδιαίτερη σχέση με τους ήρωες μου, άλλους τους αγαπώ και τους συμπονώ αν η ζωή τους φέρεται άσχημα και άλλους τους εχθρεύομαι γιατί τους θεωρώ υπεύθυνους για όσα άσχημα βιώνουν οι πρώτοι.  Όπως καταλαβαίνετε μάλλον περνώ μια περίοδο διχασμένης προσωπικότητας, γιατί η μετάβαση από την αγάπη στο μίσος και αντίστροφα είναι φοβερά επώδυνη διαδικασία.
  
-Το γράψιμο πότε εμφανίστηκε στη ζωή σας ως ιδέα και τι σας παρακίνησε να ασχοληθείτε με αυτό; Απο τα αυτά που γνωρίζω για σας εχετε και άλλες ασχολίες .. Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο γι αυτο;
Μ- Στις αρχές της πρώτης εφηβείας μου. Τότε ξεκίνησα να γράφω μικρά κείμενα όπου περιέγραφα συναισθηματικές μου αντιδράσεις πάνω σε πρωτοφανέρωτες καταστάσεις –για το ερωτικό σκίρτημα, το μέγα ερώτημα του θανάτου… Τέτοια. Και πολύ γρήγορα είχα αποφασίσει πως το να γράφω θα ήταν ο τρόπος με τον οποίο και θα ζούσα. Βέβαια εκείνα τα χρόνια δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο να βιοπορίζεται κανείς από τα λογοτεχνικά του κείμενα. Κι αν κάποιοι το τολμούσαν ήταν γιατί διέθεταν μια τόλμη που εγώ δεν την είχα. Κι έτσι φρόντισα να έχω μια σταθερή και ουδέτερη εργασία και τις υπόλοιπες ώρες της μέρας μου να τις ζω ως συγγραφέας. Τώρα αν με ρωτήσετε το κατά πόσο ήταν η πλέον σωστή επιλογή, δεν ξέρω να σας απαντήσω. Πάντα κανείς κάτι κερδίζει  στη ζωή και πάντα κάτι χάνει.
Κ-Η συγγραφή όπως και η μετάφραση μπήκαν με το έτσι θέλω στην ζωή μου.  Το να γράψω ήταν αναπόφευκτο γιατί είχα από παιδί συγκεντρώσει πληροφορίες και γνώσεις που πίεζαν ασφυκτικά να βγουν.  Έχω το χάρισμα ή το βάσανο… όπως εγώ το ονομάζω να παρατηρώ αυτά που οι άλλοι δεν βλέπουν όχι γιατί είναι αόρατα γι’ αυτούς αλλά γιατί δεν τα προσέχουν.  Εγώ από τότε που θυμάμαι τον κόσμο ρούφαγα σαν σφουγγάρι εμπειρίες, εικόνες, ανθρώπινες συμπεριφορές, κι όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου το σφουγγάρι στύφτηκε κι άρχισε το ξεκαθάρισμα, ότι γράφω έχει την ρίζα του σ’ εκείνο το σφουγγάρι που ακόμη και σήμερα συνεχίζει να με εφοδιάζει με απίστευτα άφθονο υλικό.    
    
-Κ. Μάνο Πηγαίνετε συχνά σε σχολεία και μιλάτε.Τι εισπράττετε από τους νέους με τους οποίους έρχεστε σε επαφή; από το βλέμμα των παιδιών  από τη δροσιά της έκφρασής τους καταλαβαίνετε αν έχουν αγάπη για τη λογοτεχνία ή έστω αν εχουν διαβάσει κατι δικό σας ; διακρίνεται κάποια αδιαφορία ;
Μ- Η συχνή επαφή μου με παιδιά όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης  - τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της δευτεροβάθμιας- με βοηθά να κατανοώ με τρόπο άμεσο αν όσα έχω γράψει βρίσκουν αποδέχτες και με ποιον τρόπο. Δεν ανήκω πάντως σε εκείνους τους συγγραφείς που επιζητούν να κερδίσουν την εύνοια του ανήλικου κοινού τους με γραφές επιφανειακές και επιπόλαιες. Αντίθετα προσπαθώ τα κείμενα μου για παιδιά να διαθέτουν μαζί με τη φαντασία, την ελπίδα, το χιούμορ, την διάθεση κατανόησης του κόσμου και την εξήγηση των μυστικών της ζωής, και την εσωτερικότητα που με αυτήν προικίζω και τη λογοτεχνία που γράφω για ενήλικες. Από ένα σημείο και μετά θα έλεγα πως για μένα δεν θα πρέπει το κείμενο να προσπαθεί να πάει να βρει το κοινό του, αλλά να στέκεται με σύνεση και συνέπεια και ευπρέπεια στη θέση του και να περιμένει να πάει να το βρει ο αναγνώστης που θα έχει ανάγκη την συντροφιά του και την ποιότητα με την οποία αυτή προσφέρεται.

  
-Οι ήρωες σας πάντα μα πάντα είναι στην εντέλεια καλοφτιαγμένοι, σχεδόν μπορούμε όχι απλώς να τους φανταστούμε σαν προσωπικότητες αλλά και να τους αγγίξουμε. Τι διαδικασία ακολουθείτε για την δημιουργία τους; Είναι καθαρά πλαστοί, χρησιμοποιείται στοιχεία ανθρώπων του περίγυρους σας, της δική σας προσωπικότητας ή είναι αποτέλεσμα γενικής παρατήρησης;
Μ- Όλα αυτά –και παρατηρώ και καταγράφω και διαισθάνομαι και δανείζω. Και από ένα σημείο και μετά μπαίνω στο πετσί του κάθε ήρωά μου και της κάθε ηρωίδας μου και καταγράφω τις αντιδράσεις και τα συναισθήματά τους.

-Τα βιβλία στην εποχή μας  είναι πάρα πολλά. Συγγραφείς κάθε χρόνο παρουσιάζουν και από ένα βιβλίο ,  άλλοι πάλι  αργούν περισσότερο. Πιστεύετε πως το καλό βιβλίο μπορεί  να γίνει "μπεστ σέλερ" επειδή απλώς είχε καλή τοποθέτηση στα βιβλιοπωλεία, καλό μάρκετιγκ από τον εκδότη και κυρίως "όνομα" Συγγραφέα ;
Μ- Η βιβλιοπαραγωγή όπως κάθε άλλη μορφή παραγωγής ενός προϊόντος (γιατί ας τολμήσουμε να ομολογήσουμε πως στην καπιταλιστική κοινωνία μας και το βιβλίο ένα προϊόν είναι) υπόκειται σε κάποιους κανόνες της αγοράς. Και λέγοντας αγοράς εννοώ όχι μόνο λαϊκές αγορές αλλά και ακριβές μπουτίκ. Ανάλογα με το τι είδος βιβλίου γράφεις (αν είσαι συγγραφέας), εκδίδεις (αν είσαι εκδότης) ή πουλάς (αν είσαι βιβλιοπώλης)  ακολουθείς και τους αντίστοιχους τρόπους βελτίωσης των πωλήσεών σου.
Αυτά όλα σε άλλες χώρες είναι και ξεκάθαρα και απόλυτα κατανοητά. Εδώ, όμως, στην Ελλάδα μας όπου όλα αποκτούν διαστάσεις τραγελαφικές, έχουμε μπερδέψει προϊόντα και τρόπους προώθησης. Και εκείνοι οι συγγραφείς που είναι (ή που θεωρούν πως είναι ποιοτικοί)  ζηλεύουν τις πωλήσεις όσων γράφουν εμπορική λογοτεχνία και από την άλλη αυτών  τελευταίων ‘ψηλώνει ο νους’ και νομίζουν πως όπου το πλήθος εκεί και η ποιότητα. Βέβαια υπάρχουν και οι συγγραφείς που κινούνται με ηρεμία και γράφουν με διάθεση καθαρής επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Οπότε…
 Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός, γυρεύοντας ομοιοκαταληξία. Mια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία έγινε της ζωής μας ο σκοπός –όπως είπε σημειώσει ο Κώστας Καρυωτάκης
Κ- Εγώ δεν θέλω να μιλήσω γενικά, αλλά κυρίως για τον εαυτό μου, γράφω όταν έχω κάτι ουσιαστικό να πω.  Αν αυτό το κάτι θα χρειαστεί  τέσσερα ή και περισσότερα χρόνια δεν θα το βιάσω να τελειώσει νωρίτερα, αν τον επόμενο χρόνο από τη έκδοση ενός βιβλίου είμαι έτοιμη, πράγμα σπάνιο, για ένα καινούργιο πόνημα τότε καλώς να ορίσει.  Δεν κυνηγώ την εμπορική επιτυχία, δεν με ενδιαφέρει αν θα μπω στις λίστες των βιβλίων με τις περισσότερες πωλήσεις.  Αυτό που κυρίως προσδοκώ είναι ο εκάστοτε αναγνώστης μου να κάνει δικούς του τους ήρωες μου, να τους αναγνωρίζει στον περίγυρο του και να αργήσει αρκετά να τους ξεχάσει.

      
-Υπάρχει για εσάς εποχή χρυσής Λογοτεχνίας;
Μ- Για μένα υπάρχει εποχή Χρυσής Παιδείας και Μόρφωσης, εποχή οραμάτων και αναζητήσεων. Η εποχή που εμείς ζούμε είναι μια τέτοια εποχή; Ας αναρωτηθούμε.
Ξέρετε θεωρώ πως αληθινά ζούμε τα πρώτα ακόμα χρόνια μια μεγάλης αλλαγής στην πορεία της ανθρωπότητας. Το τι σημαίνει παγκοσμιοποίηση δεν μπορούμε ακόμα να το κατανοήσουμε στην ολότητά του. Ίσως και να μην γνωρίζουμε τρόπους για να σχεδιάσουμε το μέλλον μας μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινότητα.
Κ-Αν ανατρέξει κανείς την πορεία της ανθρωπότητας θα βρει πως σε κάθε εποχή υπάρχουν λογοτεχνικά έργα υψίστης τεχνικής, άρτιας γλώσσας, υψηλής λογοτεχνικότητας.  Έργα που πέρασαν στην αθανασία, αριστουργήματα που δεν έχουν πάψει να συνεπαίρνουν τον υποψιασμένο και επαρκή αναγνώστη.  Θέλω να πιστεύω πως θα συνεχίσουν να υπάρχουν και αυτά αλλά και σύγχρονα έργα που έχουν κερδίσει επάξια την θέση τους στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι.    
   
-Στον χώρο σας, στον χώρο των Συγγραφέων, πιστεύετε πως υπάρχει υγιείς ανταγωνισμός; μπορεί να προκύψουν φιλίες μεταξύ σας η η άνοδος και η προώθηση της δουλειάς σας κάνει τους Συγγραφείς πιο κλειστούς στις σχέσεις τους;
Μ- Όλα αυτά συμβαίνουν. Και οι συγγραφείς είναι άνθρωποι.
Κ-Ξέρετε ο ανταγωνισμός που υπάρχει σήμερα στον χώρο μας, ούτε υγιής είναι σε μεγάλο ποσοστό, ούτε επιτρέπει να δημιουργηθούν γνήσιες φιλίες, λυκοφιλίες μπορεί, κατά το δοκούν.  Είναι κρίμα γιατί θα μπορούσαμε μέσα από μια ειλικρινή και υγιή σχέση μεταξύ μας να βοηθούσαμε εξελεγκτικά την πορεία της λογοτεχνίας.  Όταν υπάρχει δυσπιστία ανάμεσα σε αυτούς που κρίνουν και στους κρινόμενους θα υπάρχουν πάντα παράπονα ότι ο τάδε έχει ευνοηθεί και ο δείνα έχει αδικηθεί.  Αυτό οδηγεί σ’ ένα τέλμα την ίδια την λογοτεχνία που φοβάμαι πως θα φανεί αργότερα όταν θα κληθούμε να χωρίσουμε την ήρα από το σιτάρι.  
 
-Από τα εκατοντάδες βιβλία που έχετε διαβάσει , κάποιο σας έκανε να "ζηλέψετε" τον Συγγραφέα ; σε κάποιο έχετε αδυναμία;
Μ –Αδυναμία… ‘Όχι σε κάποιο. Πολλά αγάπησα. Πολλά ζήλεψα. Πολλά θεωρώ πως στάθηκαν δάσκαλοί μου. Πολλά που πιστεύω πως είναι παιδιά μου
Κ-Η «Εντολή» της Διδώς Σωτηρίου υπήρξε για μένα σταθμός στην ζωή μου, με άλλαξε σαν άνθρωπο και σ’ αυτήν οφείλω αυτό που είμαι σήμερα.  Πολλές φορές έχω ζηλέψει με την καλή έννοια ένα βιβλίο και αυτό με βοήθησε να βελτιωθώ η ίδια, όσοι γράφουμε έχουμε πάντα να κερδίσουμε από την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού διαμαντιού.

- Ποια είναι η γνώµη σας για την κριτική της λογοτεχνίας; Πιστεύετε ότι µόνο οι ειδικοί νοµιµοποιούνται να εκφέρουν άποψη ή ότι και ο εκάστοτε αναγνώστης έχει το δικαίωµα να κρίνει, ακόµα  και δηµόσια, ένα λογοτεχνικό έργο;
Μ- Μια ακόμα μεγάλη αλλαγή που διαμορφώνει την εποχή μας είναι η δυνατότητα του καθενός μας να δημοσιοποιεί τις απόψεις του για κάθε θέμα. Έτσι η εξουσία των ειδικών αμφισβητείται. Αλλά το ίδιο αμφισβητείται και  αυτή η κάπως ανορθόδοξη δημοκρατική ενημέρωση. Λοιπόν, όπως υπήρξαν και υπάρχουν ειδικοί ή «ειδικοί» που έκαναν και κάνουν κατάχρηση της θέσης τους, το ίδιο υπάρχουν και απλοί άνθρωποι που δε συνειδητοποιούν πως προτού εκφραστείς δημόσια για κάτι, καλό θα είναι να έχεις αποκτήσει τις γνώσεις για να το κάνεις.
Κ- Φυσικά και ο εκάστοτε αναγνώστης έχει δικαίωμα να κρίνει αυτό που διαβάζει ακόμη και αρνητικά αν μπορεί να τεκμηριώσει της αντιρρήσεις του.  Από την άλλη εκείνοι που αυτοπροσδιορίζονται ως επαΐοντες της λογοτεχνίας θα πρέπει να πείσουν τους αναγνώστες γιατί ανεβάζουν στα ύψη ένα λογοτεχνικό βιβλίο ή το γκρεμίζουν στα τάρταρα.  Μόνο έτσι θα αποκτήσουν το κύρος του ‘ειδικού’ που πραγματικά ενδιαφέρεται να προωθήσει την λογοτεχνία και όχι τα πονήματα φίλων ή γνωστών του!!!     

- Είναι τοξικός ο κόσμος του βιβλίου;
Μ- Τοξικός; Ναι… Αλλά και ιαματικός.
Κ- Είναι και δεν θα έπρεπε γιατί αυτός που βλάπτεται είναι η ίδια η λογοτεχνία. 

-Ποιο θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι το καλό και ποιο το κακό κομμάτι του χαρακτήρα σας;
Μ- Το πείσμα και η διάθεσή μου να υποστηρίζω την άποψή μου. Ανάλογα με τον τρόπο που κάθε φορά τα εκφράζω γίνονται άλλοτε προτερήματα κι άλλοτε ελαττώματα.
Κ- Δεν θα το ονόμαζα κακό αλλά αδυναμία μου, το γεγονός πως οι κάθε είδους αδικίες που βλέπω γύρω μου με φέρνουν ενίοτε στα όρια μου και το δείχνω.  Το καλό κομμάτι του χαρακτήρα μου είναι πως χαίρομαι με τις επιτυχίες των άλλων, δεν ζηλεύω, δεν συκοφαντώ, και δεν θεωρώ τον εαυτό μου κάτι περισσότερο από αυτό που πραγματικά είμαι.  

-Υπάρχουν κάποιες λέξεις στην ζωή σας που σας συνοδεύουν;
Μ- Αν εννοείται λέξεις που εκφράζουν αξίες, ναι υπάρχουν. Αλλά ας τις κρατήσω για τον εαυτό μου. Μπορεί αυτή η συζήτηση να μετατραπεί σε κάτι επικίνδυνο.
Κ-Μην αφήσεις ποτέ να ψηλώσει ο νους σου!!!
 
-Τι μήνυμα δίνετε εσείς, δύο άνθρωποι της λογοτεχνίας, στους ανθρώπους που βιώνουν σήμερα αυτή τη φοβερή κρίση;

Μ- Κανένα μήνυμα. Η λογοτεχνία με παρηγορεί. Αλλά μήνυμα στον άστεγο, στον απολυμένο, στον πρόσφυγα, στον άρρωστο χωρίς φροντίδα… Τι μπορεί να δώσει;
Κ- Πως μπορούμε εμείς που βιώνουμε την ίδια κρίση να δώσουμε αισιόδοξα μηνύματα στους συνανθρώπους μας, αντί να αλείψουμε με λάδι τις πληγές τους θα είναι σαν να τις κάνουμε βαθύτερες και πιο επώδυνες, η ωραιοποίηση μιας κατάστασης που τίποτα ωραίο δεν έχει δεν πρόκειται να πείσει κανέναν από τους χειμαζόμενους των ημερών μας.     

-Σε τι διαφέρει αυτή η κρίση από παλιότερες;
Μ –Πως δεν έχει ελπίδα… Άποψή μου ατό.
Κ-Πιστεύω πως η ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη από τρομακτικές περιόδους όπου ο άνθρωπος βρέθηκε στο στόχαστρο θρησκευτικών μισαλλοδοξιών, προλήψεων, ανελέητων αντιπαλοτήτων για την ανάληψη ακόμη και παγκόσμιας εξουσίας, με εκατόμβες θυμάτων.  Ωστόσο, το σκοτάδι ακολουθούσαν φωτεινές περίοδοι που η ανθρωπότητα προχωρούσε μπροστά.  Έτσι και τώρα στον οικονομικό πόλεμο που ζούμε ας κρατήσουμε μέσα μας την αισιοδοξία έστω και κουτσουρεμένη πως δεν θα αργήσει να έρθει και πάλι μια καινούργια φωτεινή περίοδος για όλους μας!!!

-Κλείνοντας και αφού σας ευχαριστήσουμε θερμά για την συνέντευξη θα θέλαμε να μας πείτε ποιες συμβουλές θα δίνατε σε έναν νέο συγγραφέα;   

Μ – Να διαβάζει με κριτική ματιά και να γράφει με διάθεση κατανόησης του άλλου μα και του εαυτού του.

Κ- Να διαβάζει παγκόσμια και ελληνική λογοτεχνία για να μαθαίνει τις τάσεις και τις τεχνικές καταξιωμένων συγγραφέων και να μην διστάζει να σκίζει ή να διαγράφει από το γραπτό του ότι σε μια δεύτερη ανάγνωση του φανεί περιττό.

1.3.17

Άτυχες και Τυχερές Ιστορίες


Ο Διονύσης Λεϊμονής στο bookia.gr




Δυο ιστορίες για την τύχη και την ατυχία, ένα διπλό βιβλίο για μικρούς και μεγάλους θα κερδίσει τις καρδιές των αναγνωστών  σπάζοντας τα ηλικιακά όρια της καλής λογοτεχνίας, δοσμένες με την πένα ενός ανθρώπου που χρόνια τώρα επιμένει να γράφει απολαυστικά, δυνατά και εκφραστικά, αποτελώντας για εμάς τους νεώτερους έναν καλό δάσκαλο γραφής.

Το καινούριο διπλό βιβλίο του Μάνου Κοντολέων που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ψυχογιός, θα μας γνωρίσει από τη μια  ένα παιδί «γούρι» μιας προληπτικής θείας, μιας θείας με τρεις αδυναμίες, την εμμονή της στην καθαριότητα, την αγάπη της για τα ζώα και τις φοβίες της για τις προλήψεις.

Με διακριτικό χιούμορ και λογοτεχνική καθαρότητα ο συγγραφέας ξεδιπλώνει καταστάσεις που μπορεί να έχουμε βιώσει όλοι, αναδεικνύοντας συμπεριφορές δικές μας ή δικών μας ανθρώπων οι οποίες συχνά δεν εξηγούνται λογικά, συμβαίνουν όμως γύρω μας.

Με έξυπνο τρόπο ο Μάνος Κοντολέων περιγράφει την τυχερή επιτέλους μέρα της θείας Λιλής, αντικαθιστώντας το μέχρι τώρα  «σιγουράκι γούρι» της, από ένα γούρι που ίσως θα ήταν καλό να αποδεχτούμε όλοι μας σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, που είναι ανάγκη να αφουγκράζεται, να αισθάνεται, να αγαπά… Μια ιστορία, απόκτημα-κληροδότημα προγενέστερων συγγραφέων, μιας γραφής, που κάποια στιγμή μπορεί να άγγιξε τις ευαίσθητες συγγραφικές μας χορδές.

Γυρνώντας από την ανάποδη το βιβλίο γνωρίζουμε μια άτυχη μέρα του Λάκη, την τυχερή μέρα του Άλκη, την άτυχη μέρα της Λόλας, την  τυχερή μέρα της αδερφής του Άλκη, με την τεχνική ίσως του αντιστραμμένου ειδώλου.

Τα «θέλω» και τα «πρέπει» αλλά και οι μέθοδοι κατάκτησης τους από μικρούς και μεγάλους δοσμένα μέσα από την εμπειρία ενός συγγραφέα που δεν παύει να ακούει και να μαθαίνει από τους αναγνώστες του μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες σε μια σχολική τάξη.

Συγκρούσεις, διαφορές, άλλες τεχνικές κι ένας αγώνας απόκτησης του ποθητού επάθλου αναδεικνύει πως για το φτάσιμο σε έναν προορισμό ανοίγονται δύο δρόμοι, δυο επιλογές κι ο καθένας επιλέγει το καλό ή το κακό. Και σ’ όλο αυτό το παιχνίδι η θεά Τύχη καιροφυλακτεί, παραμονεύει, επιβραβεύει και δωρίζει… Ιστορίες που αν και πλαστές, προϊόντα της φαντασίας του συγγραφέα, μοιάζουν πολύ αληθινές, κάποτε θαρρείς πως είναι αληθινές με λίγα ψήγματα φαντασίας και μυθοπλασίας.

Έτσι ο Μάνος Κοντολέων θαρρετά φανερώνει τη σχέση του με την αλήθεια, τη διαχείρισή της μέσα σε ιστορίες του νου και της φαντασίας, τη μετάπλαση που μπορεί να υποστεί η πραγματικότητά μας, όταν αυτή διηθείται από το συγγραφικό φίλτρο… αποκαλύπτοντας και αποκαλυπτόμενος αφήνοντας τον προβολέα να φωτίσει μυστικά συγγραφικά του στιγμιότυπα.


Τις ιστορίες έχει εικονογραφήσει θαυμάσια η ταλαντούχα σκιτσογράφος Ναταλία Καπατσούλια προσδίδοντας με γκριζόμαυρες φιγούρες την πολυχρωμία της καθημερινότητάς μας.






Ορισμός και Εκφάνσεις της “Αμαρτίας” στην Αμαρτωλή Πόλη του Μάνου Κοντολέων

http://fractalart.gr/amartwli-poli-manos-kontoleon/





Ορισμός και Εκφάνσεις της “Αμαρτίας”
στην Αμαρτωλή Πόλη του Μάνου Κοντολέων

ΜΑΡΙΟΝ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

Πώς μπορεί μια πόλη να είναι “αμαρτωλή”; Άραγε η “αμαρτία” που τη βαρύνει πηγάζει από το σύνολο των μελών της, ή μονάχα από μέρος του; Ο άνθρωπος, ως νοήμον και ταυτόχρονα συναισθηματικό ον, είναι φύσει ή θέσει “αμαρτωλός”; Μήπως είναι έτσι κι αλλιώς καταδικασμένος να γίνει θέσει “αμαρτωλός” εξαιτίας των συνθηκών, των περιστάσεων και των συγκυριών που τον εξωθούν;

Το κάθε τι στο σύμπαν, η μικρότερη δυνατή μονάδα ύλης, αποτελεί μικρογραφία ενός ευρύτερου σχηματισμού μέρος του οποίου είναι και η ίδια. Ο μακρόκοσμος αντικατοπτρίζεται στο μικρόκοσμο και το αντίστροφο. Μια πόλη είναι ένα σύστημα που αποτελεί μέρος της πλατύτερης ανθρώπινης κοινωνίας, ενώ απαρτίζεται και η ίδια από πολλά μικρότερα “υποσυστήματα”. Είναι μοιραίο, επομένως, ό,τι συμβαίνει στο περιέχον σύνολο να έχει αντίκτυπο στα υποσύνολά του, όπως και τα όσα διαδραματίζονται στο καθένα απ’ τα υποσύνολα να αντανακλώνται με κάποιον τρόπο – αν και όχι πάντα εξίσου επιδραστικό ή καταλυτικό – στο περιέχον σύνολο.

Η “αμαρτία”, τώρα, είναι λέξη με αναπόφευκτες θεολογικές συνδηλώσεις και προεκτάσεις. Η αρχική έννοια του “αμαρτάνω”, βέβαια, δεν ήταν φορτισμένη ηθικά ούτε συναισθηματικά – δήλωνε απλώς τη διάπραξη ενός σφάλματος, ενός λάθους που μπορούσε να είναι και ασήμαντο, χωρίς να στιγματίζει οπωσδήποτε ή με οποιονδήποτε τρόπο το “δράστη” του. Στα αρχαία Ελληνικά και στα αρχαία Εβραϊκά σήμαινε κυριολεκτικά “χάνω το στόχο” και προερχόταν από τους αγώνες ακοντισμού. Η σημερινή του σημασία οφείλεται στην παρέμβαση της θρησκείας (και ιδίως της χριστιανικής), η οποία έδωσε στη λέξη αυτή – και εδραίωσε στη συνείδηση του δυτικού πολιτισμού – τη σημασία του “παρεκκλίνω ηθικά”, αψηφώ δηλαδή τον επιβεβλημένο από τη θρησκευτική πίστη τρόπο ζωής, παραβαίνοντας είτε αθέλητα είτε εσκεμμένα τους κανόνες και τις εντολές της.

Στην Αμαρτωλή Πόλη του Μάνου Κοντολέων, “αμαρτία” είναι το σφάλμα, η ψευδαίσθηση ότι πάμε προς μια κατεύθυνση που μας ωφελεί ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Μια ψευδαίσθηση που οφείλεται στις πρόσκαιρες “θετικές παρενέργειες” του “κακού” – γιατί όπως ένα ιαματικό σκεύασμα μπορεί να έχει και βλαβερές ιδιότητες, έτσι και ένα φονικό δηλητήριο μπορεί να έχει και ωφέλιμες. Το θέμα είναι ότι ο άνθρωπος χάνει το μέτρο και αδυνατεί να χειριστεί μια εκρηκτική κατάσταση στην οποία έχει εμπλακεί ή την οποία έχει ο ίδιος δημιουργήσει. Η Στεφανία για παράδειγμα, η έφηβη ηρωίδα του βιβλίου, παρακινείται και στην ουσία, εξαναγκάζεται να πάρει από πολύ νωρίς τη ζωή στα χέρια της, επιλέγοντας έναν όχι και τόσο ενδεδειγμένο τρόπο για να γλιτώσει απ’ την εξαθλίωση. Το “εύκολο” χρήμα – που τελικά δεν είναι και τόσο “εύκολο” – δεν κερδίζεται χωρίς τίμημα: το τίμημα της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δυνατότητας επιλογής. Κατά άκρως ειρωνικό τρόπο, αυτά ακριβώς που θυσιάζει η Στεφανία είναι εκείνα για τα οποία αποφασίζει να ακολουθήσει το δρόμο της “αμαρτίας”. Προκειμένου να τα εξασφαλίσει στον εαυτό της αλλά και στα αγαπημένα της πρόσωπα, υποχρεώνεται να τα απαρνηθεί, έχοντας ωστόσο την – επίσης – τραγικά ειρωνική πεποίθηση ότι αυτά ακριβώς υπερασπίζεται.

Ένα άλλο αναπόφευκτο πεδίο αναφοράς και συνδήλωσης είναι τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα, στο καθένα από τα οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιστοιχούν σε γενικές γραμμές ένα ή και περισσότερα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Ο Κλεάνθης (ο πατέρας της Στεφανίας) βυθίζεται σε τόσο έντονη κατάθλιψη εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπισε ξαφνικά η οικογένειά του, ώστε να περιπέσει στο αμάρτημα της Οκνηρίας, ενώ η οριακά μεγαλομανής μητέρα της υπήρξε ανέκαθεν “θύμα” της Ματαιοδοξίας. Η ίδια η Στεφανία και ο παιδικός της φίλος Τονίνο παρασύρονται από την Αλαζονεία της νεαρής τους ηλικίας, ενώ ο δεύτερος, όπως και ο πατριός του (με το ευφημιστικό όνομα Θεοφάνης) ή ο εξ αγχιστείας θείος της Στεφανίας, δεν καταφέρνουν να αντισταθούν στον πειρασμό της Λαγνείας. Στην οποία, σε ποικίλους βαθμούς και με διαφορετικούς τρόπους, όλοι σχεδόν υποκύπτουν – καθώς και στην Απληστία, τη Λαιμαργία και τη Ζηλοφθονία (που είναι ούτως ή άλλως αλληλένδετες μεταξύ τους αλλά και με τη Λαγνεία, σε επίπεδο κυριολεξίας όσο και μεταφοράς).

Το μόνο πρόσωπο που μένει αμέτοχο στο “παιχνίδι” αυτό είναι ο φίλος της Στεφανίας, ο Κωνσταντής, του οποίου ως και το όνομα (από το λατινικό “constans”, σταθερός) δηλώνει ακεραιότητα και εμπνέει εμπιστοσύνη. Είναι μάλιστα τόσο αεροστεγώς “οχυρωμένος” μέσα στην ακεραιότητά του, ώστε θα μπορούσε να του καταλογιστεί το “αμάρτημα” της μακάριας άγνοιας για τα όσα συμβαίνουν δίπλα του, της έλλειψης ενσυναίσθησης και από ένα σημείο και πέρα, μιας αφέλειας που λειτουργεί βλαπτικά. Διότι όσο αγνές προθέσεις και αν έχει, όσο και να μην του περνά απ’ το νου το χειρότερο δυνατό σενάριο, δεν δικαιολογείται να μην υποψιάζεται, έστω – αν δεν είναι σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα – ότι κάτι δεν είναι έτσι όπως φαίνεται στη σχέση του, στη ζωή της κοπέλας που υποτίθεται ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της έγνοιας του, στην κορυφή των προτεραιοτήτων του. Ο Κωνσταντής είναι η προσωποποίηση μιας “ορθότητας” μάλλον ουτοπικής, αμετακίνητης και ανεξέλικτης, που υφίσταται στο περιθώριο της πραγματικότητας, αν όχι και εντελώς ερήμην της. Όπως άλλωστε οι περισσότεροι “καλοί άνθρωποι” που είναι “καλοί” μόνο και μόνο επειδή το “κακό” τους είναι αόρατο.

Σε μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή, αντί να είναι απόρροια των εγγενών αδυναμιών και ελαττωμάτων του είδους μας, εδώ η “αμαρτία” γίνεται η πηγή τους, ο καταλύτης που τα ενεργοποιεί: Πάθος, δύναμη, θυμός, αγωνία – όλα παιδιά της αμαρτίας”. Οι σκοτεινές, υπόγειες δυνάμεις και δυναμικές του κοινωνικού συστήματος οικειοποιούνται σε τέτοιο βαθμό την ηθική παραβατικότητα ώστε αυτή μετατρέπεται σε γενεσιουργό αίτιό τους. Δημιουργείται λοιπόν ένας φαύλος κύκλος στον οποίο εγκλωβίζονται οι παίκτες του δράματος, έχοντας τη λανθασμένη, φυσικά, εντύπωση ότι είναι ικανοί να επηρεάσουν την τροχιά του, να κατευθύνουν οι ίδιοι την πορεία των γεγονότων. Δεν συνειδητοποιούν ότι έχουν παγιδευτεί σε μια δίνη απ’ την οποία είναι πολύ συχνά αδύνατο να ελευθερωθούν, ή να της ξεφύγουν ανώδυνα έστω και αναίμακτα.

Μα και η ίδια η πόλη, από την άλλη, δεν είναι άμοιρη ευθυνών για τις “αμαρτίες” και τα “αμαρτήματα” των πολιτών της. Ένα οικοσύστημα το οποίο σχεδόν δεν παρέχει ούτε τα απολύτως απαραίτητα για τα έμβια όντα που κατοικούν σ’ αυτό, γίνεται αντί για καταφυγή εχθρός – ένα περιβάλλον γεμάτο κινδύνους αλλά δίχως κανένα μέσο για την αντιμετώπισή τους. Ο πολίτης είναι έρμαιο αντικρουόμενων δυνάμεων από κάθε πλευρά, που τον χτυπούν αλύπητα ώσπου να τον συνθλίψουν. Δεν είναι ακατανόητο λοιπόν το ότι αναγκάζεται να “αντιγράψει” τον εχθρό – να χρησιμοποιήσει τα “όπλα” του εχθρού προκειμένου να του αντισταθεί ακόμα και συμβολικά – σε απειροελάχιστη κλίμακα βέβαια και με έως μηδαμινές πιθανότητες να τον νικήσει στην έδρα του.

Παρά την ανενδοίαστα εύγλωττη κατάδειξη της πολύπλευρης φύσης και των επώδυνων συνεπειών της “αμαρτίας” στο μυθιστορηματικό σύμπαν της Αμαρτωλής Πόλης, ο συγγραφέας δεν ηθικολογεί. Δεν καταδικάζει τους ήρωές του, δεν τους μέμφεται ούτε τους οδηγεί στο τέλος βεβιασμένα, “επειδή έτσι πρέπει”, στον ίσιο δρόμο. Η κατάληξη του καθενός τους είναι απόρροια μιας αλυσίδας αποφάσεων και ενεργειών εκ μέρους του ίδιου αλλά και επιδράσεων από ισχυρότερούς του εξωτερικούς παράγοντες, που καθόρισαν την πορεία του και τον έφεραν σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση. Μέσα από αυτόν ακριβώς το συνδυασμό και τα βιώματα που έχει “χτίσει” για το κάθε πρόσωπο βγαίνει και η τελική αναγνώριση και παραδοχή του “αμαρτήματος”, της εσφαλμένης αρχικής εκτίμησης των πραγμάτων.

Έτσι, όταν η Στεφανία αντιλαμβάνεται το επικίνδυνο, δυνητικά θανάσιμο αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί, η πρώτη της ενστικτώδης αντίδραση είναι ο πανικός, η ανάγκη της δραπέτευσης, η αυτοσυντήρηση. Που όμως στη συνέχεια θα μετουσιωθεί σε πύρινη αγανάκτηση και έμπρακτη διαμαρτυρία. Αδέκαστη όσο και λυτρωτική, η Οργή (το μόνο “αμάρτημα” που σε ορισμένες περιπτώσεις αποδεικνύεται σωτήριο) θα κατακεραυνώσει τα κακώς κείμενα – και όχι μόνο στην προσωπική ζωή της ηρωίδας, αλλά σε γενικότερο πλαίσιο. Θα γίνει η καταιγίδα που αιφνιδιάζει και φοβίζει με τη σφοδρότητά της, αλλά ξεπλένει τα τραυματικά κατάλοιπα κάθε συνειδητοποιημένης ή ακούσιας ενοχής και όταν κοπάσει, αφήνει πίσω της ελπίδα και γαλήνη.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην εκδήλωση για την Αμαρτωλή Πόλη του Μάνου Κοντολέων που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη, 21 Φεβρουαρίου στο βιβλιοπωλείο “Σπόρος” στην Κηφισιά.