http://fractalart.gr/amartwli-poli-manos-kontoleon/
Ορισμός
και Εκφάνσεις της “Αμαρτίας”
στην
Αμαρτωλή Πόλη του Μάνου Κοντολέων
ΜΑΡΙΟΝ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
Πώς
μπορεί μια πόλη να είναι “αμαρτωλή”; Άραγε η “αμαρτία” που τη βαρύνει πηγάζει
από το σύνολο των μελών της, ή μονάχα από μέρος του; Ο άνθρωπος, ως νοήμον και ταυτόχρονα
συναισθηματικό ον, είναι φύσει ή θέσει “αμαρτωλός”; Μήπως είναι έτσι κι αλλιώς
καταδικασμένος να γίνει θέσει “αμαρτωλός” εξαιτίας των συνθηκών, των
περιστάσεων και των συγκυριών που τον εξωθούν;
Το
κάθε τι στο σύμπαν, η μικρότερη δυνατή μονάδα ύλης, αποτελεί μικρογραφία ενός
ευρύτερου σχηματισμού μέρος του οποίου είναι και η ίδια. Ο μακρόκοσμος
αντικατοπτρίζεται στο μικρόκοσμο και το αντίστροφο. Μια πόλη είναι ένα σύστημα
που αποτελεί μέρος της πλατύτερης ανθρώπινης κοινωνίας, ενώ απαρτίζεται και η
ίδια από πολλά μικρότερα “υποσυστήματα”. Είναι μοιραίο, επομένως, ό,τι
συμβαίνει στο περιέχον σύνολο να έχει αντίκτυπο στα υποσύνολά του, όπως και τα
όσα διαδραματίζονται στο καθένα απ’ τα υποσύνολα να αντανακλώνται με κάποιον
τρόπο – αν και όχι πάντα εξίσου επιδραστικό ή καταλυτικό – στο περιέχον σύνολο.
Η
“αμαρτία”, τώρα, είναι λέξη με αναπόφευκτες θεολογικές συνδηλώσεις και
προεκτάσεις. Η αρχική έννοια του “αμαρτάνω”, βέβαια, δεν ήταν φορτισμένη ηθικά
ούτε συναισθηματικά – δήλωνε απλώς τη διάπραξη ενός σφάλματος, ενός λάθους που
μπορούσε να είναι και ασήμαντο, χωρίς να στιγματίζει οπωσδήποτε ή με
οποιονδήποτε τρόπο το “δράστη” του. Στα αρχαία Ελληνικά και στα αρχαία Εβραϊκά
σήμαινε κυριολεκτικά “χάνω το στόχο” και προερχόταν από τους αγώνες ακοντισμού.
Η σημερινή του σημασία οφείλεται στην παρέμβαση της θρησκείας (και ιδίως της
χριστιανικής), η οποία έδωσε στη λέξη αυτή – και εδραίωσε στη συνείδηση του
δυτικού πολιτισμού – τη σημασία του “παρεκκλίνω ηθικά”, αψηφώ δηλαδή τον
επιβεβλημένο από τη θρησκευτική πίστη τρόπο ζωής, παραβαίνοντας είτε αθέλητα
είτε εσκεμμένα τους κανόνες και τις εντολές της.
Στην
Αμαρτωλή Πόλη του Μάνου Κοντολέων, “αμαρτία” είναι το σφάλμα, η
ψευδαίσθηση ότι πάμε προς μια κατεύθυνση που μας ωφελεί ενώ στην πραγματικότητα
συμβαίνει το αντίθετο. Μια ψευδαίσθηση που οφείλεται στις πρόσκαιρες “θετικές
παρενέργειες” του “κακού” – γιατί όπως ένα ιαματικό σκεύασμα μπορεί να έχει και
βλαβερές ιδιότητες, έτσι και ένα φονικό δηλητήριο μπορεί να έχει και ωφέλιμες.
Το θέμα είναι ότι ο άνθρωπος χάνει το μέτρο και αδυνατεί να χειριστεί μια
εκρηκτική κατάσταση στην οποία έχει εμπλακεί ή την οποία έχει ο ίδιος
δημιουργήσει. Η Στεφανία για παράδειγμα, η έφηβη ηρωίδα του βιβλίου,
παρακινείται και στην ουσία, εξαναγκάζεται να πάρει από πολύ νωρίς τη ζωή στα
χέρια της, επιλέγοντας έναν όχι και τόσο ενδεδειγμένο τρόπο για να γλιτώσει απ’
την εξαθλίωση. Το “εύκολο” χρήμα – που τελικά δεν είναι και τόσο “εύκολο” – δεν
κερδίζεται χωρίς τίμημα: το τίμημα της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της
δυνατότητας επιλογής. Κατά άκρως ειρωνικό τρόπο, αυτά ακριβώς που θυσιάζει η
Στεφανία είναι εκείνα για τα οποία αποφασίζει να ακολουθήσει το δρόμο της
“αμαρτίας”. Προκειμένου να τα εξασφαλίσει στον εαυτό της αλλά και στα αγαπημένα
της πρόσωπα, υποχρεώνεται να τα απαρνηθεί, έχοντας ωστόσο την – επίσης –
τραγικά ειρωνική πεποίθηση ότι αυτά ακριβώς υπερασπίζεται.
Ένα άλλο αναπόφευκτο πεδίο
αναφοράς και συνδήλωσης είναι τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα, στο καθένα από τα
οποία θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιστοιχούν σε γενικές γραμμές ένα ή και
περισσότερα πρόσωπα του μυθιστορήματος. Ο Κλεάνθης (ο πατέρας της Στεφανίας)
βυθίζεται σε τόσο έντονη κατάθλιψη εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών που
αντιμετώπισε ξαφνικά η οικογένειά του, ώστε να περιπέσει στο αμάρτημα της
Οκνηρίας, ενώ η οριακά μεγαλομανής μητέρα της υπήρξε ανέκαθεν “θύμα” της
Ματαιοδοξίας. Η ίδια η Στεφανία και ο παιδικός της φίλος Τονίνο παρασύρονται
από την Αλαζονεία της νεαρής τους ηλικίας, ενώ ο δεύτερος, όπως και ο πατριός
του (με το ευφημιστικό όνομα Θεοφάνης) ή ο εξ αγχιστείας θείος της Στεφανίας,
δεν καταφέρνουν να αντισταθούν στον πειρασμό της Λαγνείας. Στην οποία, σε
ποικίλους βαθμούς και με διαφορετικούς τρόπους, όλοι σχεδόν υποκύπτουν – καθώς
και στην Απληστία, τη Λαιμαργία και τη Ζηλοφθονία (που είναι ούτως ή άλλως
αλληλένδετες μεταξύ τους αλλά και με τη Λαγνεία, σε επίπεδο κυριολεξίας όσο και
μεταφοράς).
Το μόνο πρόσωπο που μένει αμέτοχο
στο “παιχνίδι” αυτό είναι ο φίλος της Στεφανίας, ο Κωνσταντής, του οποίου ως
και το όνομα (από το λατινικό “constans”,
σταθερός) δηλώνει ακεραιότητα και εμπνέει εμπιστοσύνη. Είναι μάλιστα τόσο
αεροστεγώς “οχυρωμένος” μέσα στην ακεραιότητά του, ώστε θα μπορούσε να του
καταλογιστεί το “αμάρτημα” της μακάριας άγνοιας για τα όσα συμβαίνουν δίπλα
του, της έλλειψης ενσυναίσθησης και από ένα σημείο και πέρα, μιας αφέλειας που
λειτουργεί βλαπτικά. Διότι όσο αγνές προθέσεις και αν έχει, όσο και να μην του
περνά απ’ το νου το χειρότερο δυνατό σενάριο, δεν δικαιολογείται να μην
υποψιάζεται, έστω – αν δεν είναι σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα – ότι κάτι
δεν είναι έτσι όπως φαίνεται στη σχέση του, στη ζωή της κοπέλας που υποτίθεται
ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της έγνοιας του, στην κορυφή των προτεραιοτήτων
του. Ο Κωνσταντής είναι η προσωποποίηση μιας “ορθότητας” μάλλον ουτοπικής, αμετακίνητης
και ανεξέλικτης, που υφίσταται στο περιθώριο της πραγματικότητας, αν όχι και
εντελώς ερήμην της. Όπως άλλωστε οι περισσότεροι “καλοί άνθρωποι” που είναι
“καλοί” μόνο και μόνο επειδή το “κακό” τους είναι αόρατο.
Σε
μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή, αντί να είναι απόρροια των εγγενών αδυναμιών και
ελαττωμάτων του είδους μας, εδώ η “αμαρτία” γίνεται η πηγή τους, ο καταλύτης
που τα ενεργοποιεί: “Πάθος, δύναμη, θυμός, αγωνία – όλα παιδιά της αμαρτίας”. Οι
σκοτεινές, υπόγειες δυνάμεις και δυναμικές του κοινωνικού συστήματος
οικειοποιούνται σε τέτοιο βαθμό την ηθική παραβατικότητα ώστε αυτή μετατρέπεται
σε γενεσιουργό αίτιό τους. Δημιουργείται λοιπόν ένας φαύλος κύκλος στον οποίο
εγκλωβίζονται οι παίκτες του δράματος, έχοντας τη λανθασμένη, φυσικά, εντύπωση
ότι είναι ικανοί να επηρεάσουν την τροχιά του, να κατευθύνουν οι ίδιοι την
πορεία των γεγονότων. Δεν συνειδητοποιούν ότι έχουν παγιδευτεί σε μια δίνη απ’
την οποία είναι πολύ συχνά αδύνατο να ελευθερωθούν, ή να της ξεφύγουν ανώδυνα
έστω και αναίμακτα.
Μα
και η ίδια η πόλη, από την άλλη, δεν είναι άμοιρη ευθυνών για τις “αμαρτίες”
και τα “αμαρτήματα” των πολιτών της. Ένα οικοσύστημα το οποίο σχεδόν δεν
παρέχει ούτε τα απολύτως απαραίτητα για τα έμβια όντα που κατοικούν σ’ αυτό,
γίνεται αντί για καταφυγή εχθρός – ένα περιβάλλον γεμάτο κινδύνους αλλά δίχως
κανένα μέσο για την αντιμετώπισή τους. Ο πολίτης είναι έρμαιο αντικρουόμενων
δυνάμεων από κάθε πλευρά, που τον χτυπούν αλύπητα ώσπου να τον συνθλίψουν. Δεν
είναι ακατανόητο λοιπόν το ότι αναγκάζεται να “αντιγράψει” τον εχθρό – να
χρησιμοποιήσει τα “όπλα” του εχθρού προκειμένου να του αντισταθεί ακόμα και
συμβολικά – σε απειροελάχιστη κλίμακα βέβαια και με έως μηδαμινές πιθανότητες
να τον νικήσει στην έδρα του.
Παρά
την ανενδοίαστα εύγλωττη κατάδειξη της πολύπλευρης φύσης και των επώδυνων
συνεπειών της “αμαρτίας” στο μυθιστορηματικό σύμπαν της Αμαρτωλής Πόλης,
ο συγγραφέας δεν ηθικολογεί. Δεν καταδικάζει τους ήρωές του, δεν τους μέμφεται
ούτε τους οδηγεί στο τέλος βεβιασμένα, “επειδή έτσι πρέπει”, στον ίσιο δρόμο. Η
κατάληξη του καθενός τους είναι απόρροια μιας αλυσίδας αποφάσεων και ενεργειών
εκ μέρους του ίδιου αλλά και επιδράσεων από ισχυρότερούς του εξωτερικούς
παράγοντες, που καθόρισαν την πορεία του και τον έφεραν σε μια συγκεκριμένη
θέση ή κατάσταση. Μέσα από αυτόν ακριβώς το συνδυασμό και τα βιώματα που έχει
“χτίσει” για το κάθε πρόσωπο βγαίνει και η τελική αναγνώριση και παραδοχή του
“αμαρτήματος”, της εσφαλμένης αρχικής εκτίμησης των πραγμάτων.
Έτσι,
όταν η Στεφανία αντιλαμβάνεται το επικίνδυνο, δυνητικά θανάσιμο αδιέξοδο στο
οποίο έχει οδηγηθεί, η πρώτη της ενστικτώδης αντίδραση είναι ο πανικός, η
ανάγκη της δραπέτευσης, η αυτοσυντήρηση. Που όμως στη συνέχεια θα μετουσιωθεί
σε πύρινη αγανάκτηση και έμπρακτη διαμαρτυρία. Αδέκαστη όσο και λυτρωτική, η Οργή
(το μόνο “αμάρτημα” που σε ορισμένες περιπτώσεις αποδεικνύεται σωτήριο) θα
κατακεραυνώσει τα κακώς κείμενα – και όχι μόνο στην προσωπική ζωή της ηρωίδας,
αλλά σε γενικότερο πλαίσιο. Θα γίνει η καταιγίδα που αιφνιδιάζει και φοβίζει με
τη σφοδρότητά της, αλλά ξεπλένει τα τραυματικά κατάλοιπα κάθε
συνειδητοποιημένης ή ακούσιας ενοχής και όταν κοπάσει, αφήνει πίσω της ελπίδα
και γαλήνη.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό διαβάστηκε στην
εκδήλωση για την Αμαρτωλή Πόλη του Μάνου Κοντολέων που πραγματοποιήθηκε
την Τρίτη, 21 Φεβρουαρίου στο βιβλιοπωλείο “Σπόρος” στην Κηφισιά.
No comments:
Post a Comment