Pages

31.1.18

Επίπονη και υπεύθυνη διαδικασία


Γράφει η Γεωργία Γαλανοπούλου


Η διασκευή των μεγάλων έργων του κλασικού λογοτεχνικού κανόνα για παιδιά είναι επίπονη και υπεύθυνη διαδικασία. Προϋποθέτει όχι μόνον γνώση των έργων, βιβλιογραφική έρευνα και συγγραφική ικανότητα, αλλά και επίγνωση των ευαισθησιών και των δυνατοτήτων του αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθύνεται τώρα. Ακόμα, απαιτεί μεράκι, έμπνευση κι έναν συνδυασμό τόλμης και σεβασμού απέναντι στα πρωτότυπα έργα. Ο Μάνος Κοντολέων, έμπειρος εδώ και χρόνια στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων και της παιδικής λογοτεχνίας, διαθέτει όλα τα παραπάνω. Ο λόγος για δυο ξεχωριστά βιβλία του των εκδόσεων Πατάκη, το Ζήσε όπως ο Δον Κιχώτης και το Βιβλίο της ζωής του Μεγάλου Γαργαντούα, ελεύθερες διασκευές των κλασικών έργων του Μιγκέλ ντε Θερβάντες και του Φρανσουά Ραμπελαί αντίστοιχα. Την εντυπωσιακή και καλαίσθητη ασπρόμαυρη εικονογράφηση και των δύο υπογράφει ο σκιτσογράφος, γελοιογράφος και εικονογράφος Βαγγέλης Παυλίδης.

Διασκευές του Δον Κιχώτη υπάρχουν άπειρες, ξενόγλωσσες ως επί το πλείστον, ήδη από τον 19ο αιώνα. Υπάρχουν επίσης για τον Γαργαντούα, το πρώτο μέρος από το ογκώδες ραμπελαισιακό έργο Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ, αν και λιγότερες σε αριθμό. Όμως οι διασκευές του Κοντολέων είναι διαφορετικές από όσες γνωρίσαμε στα παιδικά μας χρόνια, χάρη στο σύγχρονο ύφος και τα διακριτά επίπεδα κατανόησης της γραφής του, η οποία καθιστά την ανάγνωση προσιτή, ευχάριστη και ενδιαφέρουσα τόσο σε μικρότερες όσο και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Μπορεί, λοιπόν, οι θαυμάσιες αυτές εκδόσεις να απευθύνονται σε παιδιά 8-15 ετών, παράλληλα όμως είναι ελκυστικές και σε όσους ενήλικες είτε δεν είχαν την υπομονή να διαβάσουν ποτέ τα κλασικά αυτά έργα, είτε τα διάβασαν κάποτε διασκευασμένα και έχουν τη διάθεση να τα ξαναδούν μέσα από τη φρέσκια ματιά ενός καταξιωμένου Έλληνα δημιουργού.

Έργα-ορόσημα και τα δύο –καθένα και ένας ύμνος στην ελευθερία της ανθρώπινης σκέψης μέσα από την αναζήτηση της αλήθειας και της δικαιοσύνης– εξακολουθούν, για τέσσερις και πλέον αιώνες, να απασχολούν τους μελετητές και να εμπνέουν συγγραφείς. Η παρουσίαση των διασκευών τους, με αναφορές στα πρωτότυπα έργα και την εποχή τους, θα καταλάμβανε περισσότερο χώρο από εκείνον που συνήθως προσφέρεται για κριτικές. Θα επικεντρωθούμε γι’ αυτό τον λόγο μόνο σε ένα, στον ραμπελαισιακό Γαργαντούα, εστιάζοντας, επιδερμικά έστω, στο ίδιο το έργο και στην κατά τον Μάνο Κοντολέων προσέγγισή του.

Γνήσιος άνθρωπος της Αναγέννησης ο Ραμπελαί (1494-1553), μοναχός, γιατρός, συγγραφέας, ποιητής, προπάντων όμως ουμανιστής, είναι για τη Γαλλία ό,τι ο Θερβάντες (1547-1616) για την Ισπανία. Υπερασπίστηκε τον καθημερινό άνθρωπο χρησιμοποιώντας την πένα του ως όπλο απέναντι στην υποκρισία και το στείρο πνεύμα της εποχής του. Το έργο του, γιγάντιο όπως και οι ήρωές του, έθεσε τα θεμέλια για μια πραγματική επανάσταση στη Γαλλία του 16ου αιώνα, αλλά και για την κοινωνία στο σύνολό της σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο. Στόχος του η συντριβή των τότε πανίσχυρων αξιωμάτων και για την επίτευξή του δημιούργησε γίγαντες πέρα από κάθε λογική. Σε σύγκριση με τη μικρότητα της σκέψης και της ψυχής του φεουδαρχικού ανθρώπου, ο δικός του αναγεννησιακός άνθρωπος είναι ένας γίγαντας πνεύματος και καλοσύνης, αγνός και ελεύθερος από κάθε προκατάληψη, ικανός να παρασύρει στο διάβα του τίτλους και αξιώματα, να διασπάσει τους παλιούς κανόνες και να ισοπεδώσει την υποκρισία. Ως θεραπεία στον συντηρητισμό, την απαισιοδοξία, τη δυσαρέσκεια και τον ενοχικό ασκητισμό του Μεσαίωνα, ο Ραμπελαί συνταγογράφησε και χορήγησε τη σάτιρα και το γέλιο. Ήταν, άλλωστε, συν τοις άλλοις, γιατρός, και χρησιμοποιώντας αντί για νυστέρι την υπερβολή, τη λαϊκή αθυροστομία, γκροτέσκες περιγραφές του κάτω σώματος και ένα εξωφρενικό χιούμορ τουαλέτας, κατασκεύασε, συνδυάζοντας τον πεζό με τον ποιητικό λόγο, ένα τεράστιο μυθιστόρημα-μανιφέστο, που μέσω του γέλιου, της υπερβολής και της γελοιοποίησης των πάντων ανακούφιζε και απελευθέρωνε.

Το γέλιο, μας λέει ο Μιχαήλ Μπαχτίν στο περίφημο πόνημά του Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, «απελευθερώνει τον από χιλιετίες καλλιεργημένο εντός του ανθρώπου φόβο ενώπιον των αυταρχικών απαγορεύσεων […] της εξουσίας […] και ανοίγει τα μάτια για το νέο και για το μέλλον». Η υπερβολική σοβαρότητα, χαρακτηριστική της μεσαιωνικής Ευρώπης, «καταπίεζε, παρέλυε […] ψευδόταν και υποκρινόταν, ήταν τσιγκούνα και νηστίσιμη. Στη γιορταστική πλατεία, στο ευωχικό τραπέζι, ο σοβαρός τόνος αποτιναζόταν σαν μάσκα και άρχιζε να ακούγεται μια άλλη αλήθεια με τη μορφή του γέλιου, των βωμολοχιών, των βρισιών, της παρωδίας και διακωμώδησης. Όλοι οι φόβοι και τα ψεύδη διασκορπίζονταν μπροστά στον θρίαμβο της υλικο-σωματικής και γιορταστικής αρχής» [1].

Το έργο του Ραμπελαί γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα την εποχή που δημοσιεύτηκε. Σύντομα όμως λογοκρίθηκε για τις ανορθόδοξες ιδέες του και απαγορεύτηκε. Τον 18ο αιώνα λατρεύτηκε από τους εκπροσώπους της Γαλλικής Επανάστασης. Ωστόσο, δεν εκτιμήθηκε δεόντως από τους Διαφωτιστές. Ο Βολταίρος, ενώ επαίνεσε τον αντικληρικαλισμό του, το χαρακτήρισε ακατανόητο, αλλόκοτο, μια γυμνή και ευθεία σάτιρα και όλο το υπόλοιπο ένα περιττό βάρος [2]. Την ίδια εποχή γίνονται οι πρώτες συντομεύσεις του και οι λεγόμενες αποκαθάρσεις του από τις αθυροστομίες και το ακραίο για την αισθητική του 18ου αιώνα χιούμορ. Μερικά μόλις χρόνια αργότερα, οι συντομευμένες αυτές εκδοχές αποτέλεσαν τη βάση για τις πρώτες, αλλά και τις μετέπειτα, διασκευές του Γαργαντούα για παιδιά και νέους, απαλλαγμένες από «ακατάλληλες» λέξεις στο όνομα της ευπρέπειας.

Βεβαίως, και ο κατά τον Μάνο Κοντολέων Γαργαντούας προσφέρεται αποκαθαρμένος. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα: Δεν διασκεδάζουν τα παιδιά σήμερα με το χιούμορ τουαλέτας; Με δεδομένο ότι αυτό δεν λογοκρίνεται σήμερα όπως παλαιότερα, θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς –έστω και μερικώς αποκαθαρμένα– τα «κατορθώματα» του Γαργαντούα, από τα οποία άλλωστε εκπορεύεται το ραμπελαισιακό γέλιο. Να δει τις λέξεις –κάποιες έστω– να εκφέρονται με το πραγματικό όνομά τους, χωρίς περιστροφές, λέξεις που χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα τα παιδιά στην καθημερινότητά τους για να γελάσουν. Ο Κοντολέων, ωστόσο, αν και τολμηρός συγγραφέας σε θέματα ταμπού για την εποχή μας, συνειδητά δεν το επιχειρεί. Γιατί μπορεί να τολμά προκαλώντας συχνά με τις θεματικές του, αλλά τον συγγραφικό του λόγο τον εκφέρει με κοσμιότητα, πολλώ δε μάλλον όταν απευθύνεται στις μικρές ηλικίες.

Εδώ, λοιπόν, η προσέγγιση του Γαργαντούα επιτυγχάνεται αφαιρώντας, απλοποιώντας, προσθέτοντας και αναδημιουργώντας. Οι κουραστικές λεπτομέρειες, οι ακατανόητες και περιττές κατά τον Βολταίρο, απαλείφονται. Το ίδιο και οι γκροτέσκες περιγραφές, οι επεισοδιακές αφοδεύσεις και άλλες σχετικές εκκρίσεις εν είδει ορμητικών ποταμών. Ακόμη και το φαλλικό κέρατο που κοσμεί τα οπίσθια της παροιμιώδους φοράδας του μεταφέρεται και τοποθετείται στο μέτωπό της μετατρέποντάς τη σ’ έναν μονόκερο, τόσο γιγάντιο και μεγαλοπρεπή όσο και ο αναβάτης του. Αυτά που μένουν είναι τα απολύτως απαραίτητα για τη ροή της ιστορίας και την ανάδειξη του τελικού ζητούμενου: την ήττα της υποκρισίας και τη νίκη του απελευθερωμένου ανθρώπου απέναντι στην καταπίεση, τον φόβο, τον συντηρητισμό και την ταπείνωση.

Όλα αυτά όμως επιτυγχάνονται με τη σάτιρα, και σάτιρα μη αθυρόστομη είναι σαν άρμα μάχης παροπλισμένο. Αυτό το γνωρίζει καλά ο Κοντολέων και έτσι επινοεί έναν θαυμάσιο χαρακτήρα ο οποίος κατέχει, μαζί με τον κεντρικό ήρωα, πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι ο υπηρέτης του Γαργαντούα, ο άνθρωπος που βρίσκεται δίπλα του από τη στιγμή της γέννησής του, γνωρίζει κάθε του πράξη, τον νοιάζεται σαν να ήταν ο πραγματικός του πατέρας και, γέρος πια τώρα, γράφει την ιστορία του κυρίου του. Μέσα από τη δική του εικονοπλαστική φωνή, τρυφερή κι ευγενική όπως αρμόζει σ’ έναν ευπρεπή γέροντα της εποχής μας, η σάτιρα βρίσκει τον δρόμο της χωρίς να ασχημονεί αλλά υπαινισσόμενη, χωρίς να υβρίζει αλλά κρατώντας την ύβρη στην άκρη της γλώσσας να την παρεμφαίνει. Αυτή την κόσμια πατρική φωνή εμείς την απολαύσαμε. Όπως απολαύσαμε και τη ζηλευτή εικονογράφηση του Βαγγέλη Παυλίδη. Καιρός να εισπράξουν πολλοί ακόμη αυτή την απόλαυση.

Σημειώσεις
[1] Μιχαήλ Μπαχτίν, Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2017, μτφρ. Γιώργος Πινακούλας
[2] Voltaire, Lettres Philosophiques, Flammarion, Paris 1976


Πρώτη ανάρτηση: 




21.1.18

Συζητώντας με τα εγγόνια μου για τις αρχές της φιλοσοφίας και της επιστήμης στην Αρχαία Ελλάδα

Δημήτρης Λυπουρλής
«Συζητώντας με τα εγγόνια μου για τις αρχές της φιλοσοφίας και της επιστήμης στην Αρχαία Ελλάδα»
Εκδόσεις Ζήτρος

                                                                           

Όταν εγώ ήμουνα παιδί, ανάμεσά στα βιβλία που οι γονείς μου μού είχαν πάρει, από τα πλέον αγαπημένα ήσαν και οι 2 τόμοι της Εγκυκλοπαίδειας του Παιδιού (της Αντιγόνης Μεταξά – Εκδ. Αλυκιώτη)
Αν από τις ιστορίες με ιππότες , πειρατές ή παιδιά που  ζούσανε τις  δικές τους καθημερινές περιπέτειες μάθαινα να συνθέτω τα στοιχεία μιας μελλοντικής μου ταυτότητας , από το δίτομο έργο της Θείας Λένας  ανακάλυπτα τις αλήθειες που πάνω τους θα στήριζα τα νέα μου βήματα.
Μπορεί ο Τομ Σώγερ με χίλιες δυο σκέψεις και σκανταλιές να με συντρόφευε, αλλά και ο Θωμάς Έντισον  είχε κι αυτός να μου χαρίσει τη δική του συναρπαστική πορεία προς μια ανακάλυψη.
Συναίσθημα και Γνώση. Όπως κάθε παιδί ρουφούσα κι εγώ αυτά τα δύο έτσι όπως φρόντιζαν οι γονείς μου να μου τα προσφέρουν με τη βοήθεια των βιβλίων.
Μεγάλωσα, έγινα και εγώ ο ίδιος συγγραφέας, προσπαθώ μέσα από τις ιστορίες μου να κάνω το σημερινό παιδί να ζήσει τις ίδιες εμπειρίες ανακαλύψεων συναισθημάτων και ιδεών. Ποτέ μου δεν θέλησα να καταπιαστώ με ένα κείμενο που θα πρόσφερε σε κάποιον αναγνώστη μου τις μεγάλες στιγμές της ανθρωπότητας –εκείνες όπου νέες γνώσεις ερχόντουσαν να φωτίσουν το σκοτάδι, νέες ανακαλύψει ς φτάνανε για  να ανατρέψουν συντηρητικές δοξασίες.
Γράφω λογοτεχνικά βιβλία. Μα πάντα μου αρέσει να διαβάζω και βιβλία που μιλάνε για την περιπέτειας της ανθρώπινης γνώσης.
Κι όπως απαιτεί ιδιαίτερη ευαισθησία για να μυήσεις ένα παιδί στα διαχρονικά συναισθήματα (τη γέννηση, το θάνατο, τον έρωτα, τη φιλία) και τις πέρα από κάθε συζήτηση πολιτιστικές αξίες (τον αλληλοσεβασμό, την αξιοπρέπεια, την ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη), το ίδιο απαιτείται και ιδιαίτερη  γνώση για να αφηγηθείς τα επιτεύγματα του πολιτισμού μας.
Τα βιβλία που αυτό το τελευταίο επιχειρούν, τα ονομάζουμε Βιβλία Γνώσεων και στις μέρες μας αποτελούν ένα ιδιαίτερο -και ιδιαίτερα σημαντικό-  είδος των βιβλίων που απευθύνονται σε παιδιά.
Οι νέες δυνατότητες της τεχνολογίας βοηθούν στο να δημιουργούνται βιβλία γνώσεων με πολύ σύγχρονη εκδοτική εμφάνιση –φωτογραφίες, χάρτες, διαγράμματα, ποικίλοι πίνακες.
Αλλά η βάση και σε αυτά τα βιβλία είναι ο λόγος. Και ο λόγος σε ένα βιβλίο γνώσεων για να μπορεί να επιτελέσει το σκοπό του θα πρέπει ο συγγραφέας του και το θέμα να γνωρίζει σε βάθος και πλάτος, αλλά και να μπορεί με τη σαφήνεια της απλότητας να το καταγράφει.
Όπως ο πλέον σωστός γιατρός είναι εκείνος που  με τρόπο απλό και χωρίς περίπλοκες επιστημονικές ορολογίες,  εξηγεί στον ασθενή του την πάθηση από την οποία πάσχει, έτσι και ο επιστήμονας που γράφει ένα βιβλίο με στόχο να μιλήσει για την επιστήμη του σε παιδιά, θα πρέπει να καταγράψει τις σκέψεις και τις γνώσεις του με φράσεις απλές, περιεκτικές, και προσαρμοσμένες –μα όχι αβασάνιστα απλουστευμένες- στην δυνατότητα ενός μικρού αναγνώστη να κατανοήσει αυτό που η συγκεκριμένη επιστήμη υπηρετεί.
Ο Δημήτρης Λυπουρλής είναι μια επιστημονική προσωπικότητα που όλη της τη ζωή την αφιέρωσε στη μελέτη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και επιστήμης. Θεωρείται  από τους πλέον ειδικούς  πάνω στο έργο του Αριστοτέλη. Και όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν  ως Πανεπιστημιακό Διδάσκαλο, αλλά και εκείνοι  που είχαν την ευκαιρία φιλικά να τον συναναστραφούνε, μαρτυρούνε την πραότητα του ανθρώπου, την απλότητα και τη βαθιά του γνώση σε θέματα που αφορούν τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους.
Αυτά τα χαρακτηριστικά του –πραότητα, απλότητα, γνώση- χρησιμοποίησε για να γράψει αυτό το  τόσο ενδιαφέρον βιβλίο.
Και χωρίς να θέλει να κρύψει από πού ξεκίνησε αυτή του η διάθεση να μυήσει το νέο άνθρωπο στα μεγάλα επιτεύγματα των αρχαίων ελλήνων, δηλώνει από τον τίτλο κιόλας πως ως βασικούς αναγνώστες –ακροατές του είχε τα εγγόνια του.
Η τρυφερότητα ενός παππού  μαζί με την εμπειρία ενός επιστήμονα.
Κι έτσι με πόση άνεση ο κάθε αναγνώστης –ο κάθε μη ειδικός αναγνώστης και ανεξαρτήτου ηλικίας- μαθαίνει  για το έργο του Δημόκριτου, για τη διδασκαλία του Σωκράτη, για τα έργα του Αριστοτέλη, για τις ανακαλύψεις  του Πυθαγόρα! Οι μύθοι φωτίζονται με άλλη ματιά, οι θεοί αντιστοιχούνται με την ανθρώπινη τάση αναζήτησης μιας βαθύτερης αλήθειας, οι πρώτες καταγραφές των ιστορικών γεγονότων δείχνουν πως εδραιώθηκε η επιστημονική έρευνα.
Μπορεί οι εικόνες (χάρτες και προτομές κυρίως) να είναι ασπρόμαυρες, αλλά δεν είναι η πολυχρωμία μιας άψογης τεχνολογικά έκδοσης το στοίχημα που ο συγγραφέας έχει βάλει με τον εαυτό του. Προτίμησε μια κλασική μορφή έκδοσης.  Κι άλλωστε αλλού στρέφεται για να βοηθηθεί – σε λόγο απλό, διανθισμένο με ιστορικά ανέκδοτα. Κι έτσι κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του όποιου αρχίσει να διαβάζει το βιβλίο.
Κι ενώ σε παρασύρει η εξιστόρηση, σιγά – σιγά συνειδητοποιείς πως σε έχει παρασύρει η συναρπαστική πορεία της σκέψης της φιλοσοφίας και της επιστήμης έτσι όπως χαράχτηκε στα αρχαία χρόνια.
Ενδιαφέρον , ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο. Νομίζω πως καλύπτει ένα βασικό κενό στον χώρο των βιβλίο γνώσεων για παιδιά.
Μακάρι ο Δημήτρης Λυπουρλής να μας δώσει και άλλα παρόμοια έργα. Και μακάρι το παράδειγμά του να το ακολουθήσουν και άλλοι  επιστήμονες έτσι ώστε να έχουμε μια σειρά βιβλίων, από τα οποία  θα μάθουν τα παιδιά  (κι όχι μόνο!) τα ουσιαστικά επιτεύγματα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας και σε άλλους τομείς  (θέατρο, ποίηση, κ.α)


 Πρώτη ανάρτηση: http://www.thinkfree.gr/lypourlis-zitros-kontoleon/?doing_wp_cron=1516521596.4165940284729003906250



19.1.18

Ο Γαργαντούας με την μεγάλη καρδιά





Ο Γαργαντούας με την μεγάλη καρδιά

Toυ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΙΟΥΣΗ

Προτού γεννηθεί, έμεινε μέσα στην κοιλιά της μητέρας του όχι εννιά μήνες, αλλά έντεκα! Αυτός ήταν ο Γαργαντούας. Κι όταν πια μεγάλωσε, κατά τη διάρκεια μιας συνηθισμένης μέρας μασούλαγε ένα βόδι ή δυο πρόβατα και τριάντα κιλά πατάτες και τριάντα κιλά ντομάτες κι αγγούρια και πέντε με δέκα κιλά φρούτα διάφορα και καμιά ντουζίνα καρβέλια και έπινε κάμποσες κούπες γάλα στο πρωινό του και ασφαλώς κρασί στο γεύμα του! Αυτός ήταν ο Γαργαντούας. Και πήγαινε καβάλα με ένα άλογο –την Ελεφαντίνα– που την έφεραν από τη μακρινή πατρίδα της μήτε ένα μήτε δυο καράβια. Αλλά τέσσερα! Ε, αυτό το άλογο ταίριαζε στον Γαργαντούα – έναν γίγαντα. Γίγαντα στο σώμα, μα και στην ψυχή… Ένα διασκεδαστικό (και όχι μόνο) μυθιστόρημα-σταθμός στην παγκόσμια λογοτεχνία – για τη ζωή ενός ήρωα που εδώ και πολλά, πάρα πολλά χρόνια έχει συντροφέψει αναγνώστες κάθε ηλικίας. Τώρα σε μια σύγχρονη, εντελώς ελεύθερη και  πρωτότυπη διασκευή από τον Μάνο Κοντολέων, στο βιβλίο του «Το βιβλίο της ζωής του Μεγάλου Γαργαντούα όταν ακόμα ήταν παιδί και νέος άντρας (Ελεύθερη διασκευή του κλασικού έργου του Φρανσουά Ραμπελαί)» εκδόσεις Πατάκη.

-Ξαναγράφετε τα κλασσικά στον Πατάκη;

Μια νέα σειρά σε επίπεδο εκδοτικό ξεκίνησε. Λέω να τη συνεχίσω, αν και ακόμα δεν έχω καταλήξει ποιοι θα ακολουθήσουν τον Γαργαντούα και τον Δον Κιχώτη. Αλλά έτσι κι αλλιώς διανύω συγγραφικά μια περίοδο που με απασχολεί πολύ το πώς μπορεί ένας σημερινός συγγραφέας να ‘κοιτάξει’ όχι μόνο παλιά έργα, αλλά και κλασικούς χαρακτήρες.  Έτσι μέσα στην Άνοιξη το 2018 θα κυκλοφορήσει στη σειρά της  Ελληνικής Λογοτεχνίας –πάντα από τον Πατάκη- μια μυθιστορηματική βιογραφία  για την Κασσάνδρα. Έχω στηριχτεί σε παλιά κείμενα και πηγές, αλλά έχω πλάσει μια νέα –στην ουσία- ηρωίδα.

-Αφιερώνετε στη δασκάλα σας την αείμνηστη Δέσποινα Στασού, στη β και γ δημοτικού, τη διασκευή του Γαργαντούα… Τι θυμάστε από εκείνην σχετικά με τον Γαργαντούα;

Ναι, εκείνη μου είχε κάνει δώρο μια παλιά διασκευή αυτού του έργου και ακόμα την έχω και μπορώ να διαβάσω σε μια από τις πρώτες σελίδας, την αφιέρωσή της. Όλα αυτά τα χρόνια της συγγραφικής καριέρας μου, είχα δίπλα μου την αμέριστη συμπαράσταση πολλών φωτισμένων εκπαιδευτικών. Αφιερώνοντας αυτό το βιβλίο στην παλιά μου δασκάλα, θέλησα να εκφράσω την αγάπη μου προς αυτούς.

-Ηταν παιδί και νέος άντρας συνάμα;

Όχι. Υπήρξε ένα πολύ χαριτωμένο… γιγαντόσωμο παιδί και που εξελίχτηκε σε ένα καλόκαρδο γίγαντα.  Στη διασκευή μου τον παρακολουθώ από τη μέρα που γεννήθηκε, έως την εποχή που πλέον έχει ενηλικιωθεί.

-Αληθεύει ο,τι έτρωγε πολύ; Αδηφάγος και μέγας καταπιώνας;

Να σας παραθέσω ένα  συνηθισμένο του ημερήσιο μενού…

—Ένα βόδι ή δυο πρόβατα

—Τριάντα κιλά πατάτες

—Τριάντα κιλά ντομάτες κι αγγούρια

—Πέντε με δέκα κιλά φρούτα διάφορα

—Καμιά ντουζίνα καρβέλια

—Κάμποσες κούπες γάλα το πρωινό

—Και ασφαλώς κρασί… Πολύ κρασί!

-Λένε πως για άλογο είχε την Ελεφαντίνα…

Θέλετε κι αυτού του αλόγου  μια περιγραφή;

Λοιπόν…

Μεγάλο όσο έξι ελέφαντες μαζί – οι τρεις ο ένας πάνω στον άλλον κι οι άλλοι τρεις ο ένας δίπλα στον άλλον.

Τα νύχια των ποδιών της θυμίζανε γκρεμούς που σχηματίζονται από άγριους βράχους.

Τα αυτιά της ήταν το καθένα ίδιο με κεφάλι ταύρου.

Και στο κέντρο του μετώπου της… Αχ, τι θαυμαστό που ήταν εκείνο το μαύρο κέρατο!

Μαύρη και η χαίτη της – θύμιζε καταρράχτη κατάμαυρου νερού.

Το δέρμα της –γκρίζο το χρώμα του– το σκέπαζαν σκληρές τρίχες και είχε σε διάφορα σημεία του σώματός της μαύρες βούλες.

Και στο τέλος κάτι να πω και για την ουρά της… Αυτή η ουρά! Σκληρή και μακριά… Ποπό, πόσο μακριά ήταν! Και ήταν και χοντρή. Αλλά εκείνο που ήταν μοναδικό ήταν η φούντα στην άκρη της. Μια κατάμαυρη μπάλα από μαύρες βελόνες!

Καστρόπορτα μπορούσε να τσακίσει έτσι κι έπεφτε πάνω της.

-Γίγαντας με ωραίο λόγο που κατατρόπωνε τη βλακεία;

Ναι, γιατί ήξερε να διαλέγει τους συνεργάτες του. Κι ήξερε ακόμα να χαίρεται την κάθε μέρα του. Μεγάλη καρδιά σε μεγάλο σώμα.

-Ο Πανταγκρυέλ εμφανίζεται σε αυτό;

Όχι. Μόνο ο πατέρας του Γαργαντούα –ο Γκρανγκουζιέ.

-Ιστορίες της Αναγέννησης που αντέχουν ίσαμε σήμερα;

Οι ιστορίες εκείνες που στηρίζονται πάνω σε μεγάλες μορφές. Ναι, αυτές αντέχουν. Ας πούμε οι ιστορίες που αναφέρονται στα κατορθώματα του  Βασιλιά Αρθούρου… Του σερ Λάνσελοτ…  Του Τριστάνου και της Ιζόλδης…  Διαχρονικά τα πάθη τους και τα όνειρά τους.


http://www.presspublica.gr/manos-kontoleon-o-gargantouas-tin-megali-kardia/






15.1.18

Μάνος Κοντολέων: «Αυτούς θα πολεμούσε σήμερα ο Δον Κιχώτης»






Από Γιώργος Κιούσης - Ιανουάριος 8, 2018
http://www.presspublica.gr/manos-kontoleon-aftous-tha-polemouse-simera-o-don-kichotis/


Πέρασε όλη του τη ζωή διαβάζοντας ιπποτικά μυθιστορήματα και τελικά αποφάσισε πως αξίζει κανείς να ζήσει τη ζωή του μέσα από καθημερινά όνειρα. Φόρεσε μια σκουριασμένη πανοπλία, καβάλησε ένα γέρικο άλογο και, με τη συντροφιά ένας απλού και αγαθού χωρικού, ξεκίνησε να πείσει τους άλλους πως το όνειρο μπορεί να γίνει αλήθεια ή και το ανάποδο – η πραγματικότητα να μετατραπεί σε κάτι το μαγικό. Οι περιπέτειές του μας κάνουν άλλοτε να γελάμε κι άλλοτε να δακρύζουμε. Δον Κιχώτης – ένα σύμβολο ελεύθερης σκέψης. Αιώνες τώρα είναι που ζει. Πάντα ολότελα νέος παραμένει. Μια πρωτότυπη και ελεύθερη διασκευή ενός κλασικού αριστουργήματος.  «Ζήσε όπως ο Δον Κιχώτης», εκδόσεις Πατάκη.

Ο ΜΑΝΟΣ Μάνος Κοντολέων γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει περίπου 60 βιβλία (μυθιστορήματα, διηγήματα, θέατρο, μικρές ιστορίες και παραμύθια). Παράλληλα ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Είναι συνεργάτης περιοδικών, εφημερίδων καθώς και του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Κάποια έργα του έχουν διασκευαστεί και παρουσιαστεί στο θέατρο και στην τηλεόραση, ενώ κάποια άλλα έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ταϊλάνδη. Βιβλία του έχουν κερδίσει πολλές διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ έχει τιμηθεί επίσης δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας. Υπήρξε υποψήφιος για τα Διεθνή Βραβεία Άντερσεν και Άστριντ Λίντγκρεν.


 -Ήταν παιδικός σας ήρωας ο Δον Κιχώτης;

 Διαβάζω μυθιστορήματα από τον καιρό που ήμουνα ένα μικρό αγόρι.Ένα αγόρι που το συναρπάζανε περιπέτειες που κρυβόντουσαν μέσα σε βιβλία όπως Οι Ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης και Οι τρεις σωματοφύλακες.Λογικό, λοιπόν, ήταν οι αντίστοιχες περιπέτειες ενός ιππότη που τον χαρακτηρίζανε, μάλιστα, και ως Ιππότη της Ελεεινής Μορφής να με αφήνανε αδιάφορο. Μεγαλώνοντας έμαθα για τη θέση του ήρωα του Θερβάντες στην παγκόσμια λογοτεχνία. Φρόντισα να βάλω στη βιβλιοθήκη μου και το πλήρες έργο και μάλιστα σε αρκετές μεταφράσεις του. Αλλά –ναι, το ομολογώ– ο Δον Κιχώτης ποτέ δε μου είχε γίνει μια αγαπητή λογοτεχνική περσόνα. Αλλά… Αλλά εδώ και πολλά χρόνια έχω πάψει να θεωρώ πως αν κάποιον δεν τον αγάπησα, ο υπαίτιος είναι μόνο εκείνος. Κάπου θα φταίω κι εγώ.

 -Πως αποφασίσατε την ελεύθερη διασκευή στο έργο του Θερβάντες;

Είχα ολοκληρώσει την ανάπλαση του Γαργαντούα.  Οπότε,  όταν ήρθε η στιγμή να αναζητήσω ποιος θεμελιώδης ήρωας της παγκόσμιας λογοτεχνίας θα συντρόφευε  τον ήρωα του Ραμπελαί, λογικό ήταν να στραφώ στον Ιππότη της Μάντσα και να αρχίσω να αναζητώ αυτό που θα με έκανε να τον δω με μια άλλη ματιά, κάπως –αν και εν τέλει όχι και πολύ– διαφορετική από εκείνη με την οποία διάβαζε το μικρό αγόρι που κάποτε ήμουνα.
 Κι έτσι, ο Δον Κιχώτης μού αποκάλυψε αυτό που ίσως να είναι ό,τι περισσότερο εκτιμώ και αναζητώ να διαπιστώσω αν υπάρχει στη ζωή κάθε ανθρώπου. Η πίστη πως το όνειρο μπορεί να γίνει αλήθεια ή και το ανάποδο – η πραγματικότητα να μετατρέπεται σε φαντασία.
  
-Πόσο χρόνο σας πήρε;

 Σχεδόν ένα χρόνο πέρασα διαβάζοντας  πολλά θεωρητικά κείμενα σχετικά με τον Δον Κιχώτη, διέτρεξα πολλές φορές τις σελίδες του πρωτότυπου μυθιστορήματος, συμβουλεύτηκα πάμπολλες διασκευές για παιδιά.Τελικά αποφάσισα να φωτίσω αυτή τη διαχρονική προσωπικότητα με έναν τρόπο που νομίζω πως –στη γλώσσα μας, τουλάχιστον– κανείς πιο πριν δεν το έχει επιχειρήσει…

 -Ζήσε όπως ο Δον Κιχώτης… Πως δηλαδή;

 Ο δικός μου Δον Κιχώτης δε θέλει να αποτρέψει τον αναγνώστη του από το να πιστέψει σε μια μεγάλη ιδέα που όμως μπορεί να δημιουργεί στενοκεφαλιά και οπισθοδρόμηση – έτσι κάπως είδε ο Θερβάντες την αρρωστημένη προσήλωση των ανθρώπων της εποχής του προς την ιπποσύνη. Όχι! Ο δικός μου ήρωας αυτού του βιβλίου προσπαθεί ακριβώς το αντίθετο. Να πείσει τους άλλους πως αξίζει να ζούνε με έναν τρόπο σκέψης που δεν ομαδοποιεί, αλλά αναπτύσσει τη δημιουργική ατομικότητα.
 Αν και κράτησα σχεδόν ανέπαφη τη δομή των επεισοδίων του αρχικού έργου, εντούτοις κάποια από τα δευτερεύοντα πρόσωπα τα αγνόησα και κάποιων άλλων φρόντισα να αλλάξω θέσεις και απόψεις. Απόλυτα δικό μου δημιούργημα και ο αφηγητής – ο Τριστάνο, ο σκύλος. Κι όλα αυτά σε μια –ασφαλώς– διασκευή για παιδιά. Αλλά μήπως και όχι μόνο;
 Εκείνο το αγόρι που γύρναγε το πρόσωπο στον γέρο ιππότη που φορούσε για κράνος τη λεκάνη ενός μπαρμπέρη, ενώ την ίδια στιγμή ζωγράφιζε τις σιδερόφρακτες πανοπλίες του σερ Λάνσελοτ, δεν είναι το ίδιο άτομο με τον ώριμο συγγραφέα που υπογράφει αυτό το μυθιστόρημα; Ναι, ο ίδιος άνθρωπος είμαι κι αν σε κάτι διαφέρει η σημερινή σκέψη μου με την τοτινή, είναι πως ενώ τότε μόνο την υποψιαζόμουνα, τώρα καλά τη γνωρίζω αυτή τη φράση που έγινε και ο τίτλος της ελεύθερης απόδοσης του έργου του Θερβάντες: Ζήσε όπως ο Δον Κιχώτης
  
-Αν ζούσε σήμερα ο αγαπημένος μας ήρωας με ποιους θα τα έβαζε;

Με τον καθένα που θέλει να συνθλίβει την ικανότητα των ανθρώπων να μπορούν να ονειρεύονται. Με όσους δεν αποδέχονται την ιδιαιτερότητα του όποιου άλλου.  Με εκείνους που διαφημίζουν το σκουπίδι και καταφέρνουν να το πουλήσουν ως διαμαντάκι.

 -Τα προσωπικά μας όνειρα είναι αυτά που ποτέ δε θα μας προδώσουν;

Θα προτιμούσα να αναρωτιόμουνα αν εμείς κάποια στιγμή θα φτάσουμε στο σημείο να προδώσουμε τα προσωπικά μας όνειρα.

-Υπάρχουν ιδαλγοί τις μέρες μας;


Ιδαλγοί με την έννοια των ανθρώπων εκείνων που διαθέτουν μια έμφυτη αξιοπρέπεια και έχουν πάνω τους κάτι το ευγενικό, σίγουρα και υπάρχουν.  Μα ποιοι τους αναγνωρίζουν; Και ποιοι τους ακούνε;

Ανακαλύπτοντας νέες διαστάσεις σε κλασικά αναγνώσματα


Γαργαντούας και Δον Κιχώτης

Γράφει η Τέσυ Μπάιλα στο 

https://www.culturenow.gr/don-kixotis-kai-gargantoyas-anakalyptontas-nees-diastaseis-se-klasika-anagnosmata/



 «Είναι κλασικό ό,τι εμμένει να υπάρχει ως μακρινός θόρυβος, ακόμα και όπου κυριαρχεί η πιο παράταιρη επικαιρότητα», γράφει στους περίφημους αφορισμούς του για τη κλασική λογοτεχνία ο Ίταλο Καλβίνο και αυτή η φράση, περισσότερο ίσως από οποιαδήποτε άλλη, περιγράφει απόλυτα τη σημερινή συνθήκη, βάση της οποίας μπορούμε να καταλάβουμε ποιες ιδιότητες ακριβώς ορίζουν ένα έργο ως κλασικό, σε μια επικαιρότητα εντελώς ανεξέλεγκτη.

Ο Μάνος Κοντολέων, θεωρώντας ότι σήμερα, σε μια περίοδο στην οποία η πραγματικότητα με ραγδαίες ταχύτητες απενεργοποιεί οικουμενικές αξίες, ελπίδες και ιδέες με πανανθρώπινο χαρακτήρα, είναι πλέον ανάγκη να επαναπροσδιορίσουμε την πολιτισμική μας ταυτότητα, στηριζόμενοι σε μια πιο στέρεη βάση, στη σταθερότητα εκείνη που μας επιτρέπουν όσα αναγνώσματα άντεξαν στον χρόνο. Βέβαιος ότι για να προχωρήσει ένας πολιτισμός πρέπει να μην αποκοπεί από ό,τι τον ρίζωσε βαθιά στις ανθρώπινες συνειδήσεις, καθώς μόνο αυτό το στοιχείο μπορεί να λειτουργήσει ως προωθητική μηχανή επαναπροσδιορισμού του πολιτισμού αυτού.

Με πλήρη συνείδηση αυτής της ανάγκης ο Κοντολέων στρέφεται σε δυο εμβληματικούς ήρωες με διαχρονική αξία, οι οποίοι κουβαλούν στην πορεία του χρόνου τα ίχνη ενός απίστευτου αριθμού αναγνώσεων, ίχνη ορατά πλέον στον πολιτισμό και στη νοοτροπία των κοινωνιών που τους αγκάλιασαν. Ήρωες, οι οποίοι έχουν αφήσει το στίγμα τους στη ζωή αμέτρητων παιδιών και ενηλίκων και φυσικά στη δική του. Άλλωστε η συνάντησή του συγγραφέα στην παιδική του ηλικία μαζί τους φαίνεται πως έχει καθορίσει τις αναγνωστικές του αναφορές. Στην ωριμότητά του λοιπόν διατηρούν την ικανότητά τους να τον συγκινούν, να κινητοποιούν μέσα του τις δυνάμεις εκείνες που ενεργοποιούν την παροπλισμένη ελπίδα και το κυριότερο εξακολουθούν να είναι σύντροφοί του μέσα στον χρόνο, γι’ αυτό επιλέγει να τους καταστήσει γοητευτικούς με έναν μοναδικό, δικό του τρόπο, προβάλλοντας νέες, απροσδόκητες πλευρές των ιδιοτήτων τους.

Έτσι λοιπόν σκύβει με αγάπη στον Δον Κιχώτη, αγκάλιαζει με στοργή τον Γαργαντούα και τους χαρίζει ξανά γραμμένους με μια πιο σύγχρονη τεχνική, χωρίς να ξεφεύγει καθόλου από τον σεβασμό, τον οποίο έχει νιώσει για τους δημιουργούς τους. Με τη χαρακτηριστικά τρυφερή του γραφή στήνει τους ήρωες από την αρχή και τους παραδίδει στο αναγνωστικό κοινό που τους αγάπησε, σίγουρος ότι είναι, έτσι κι αλλιώς, κρυμμένοι μέσα στη συνείδηση του, καταγεγραμμένοι ως αλησμόνητοι στο διηνεκές και γι’ αυτό τόσο σημαντικοί.

Και παρόλο που αυτό ακριβώς κάνει το εγχείρημα να καταπιαστεί κανείς συγγραφικά με τα μεγέθη των δημιουργούν αυτών των ηρώων εξαιρετικά δύσκολο, ο Κοντολέων δε μοιάζει να χάνει στιγμή την αυτοπεποίηθησή του, ορμώμενος από μια ισχυρή ευθύνη να δώσει στους ήρωές αυτούς μια νέα διάσταση με σαφή προσανατολισμό στην πλήρη ανάδειξη της διαχρονικότητάς τους  και στην συναίσθηση ότι πρόκειται για φορείς αξιών, οι οποίες πρέπει να επαναπροσδιοριστούν στις μέρες μας.

Ο ασυμβίβαστος ρομαντισμός, η χαμένη αθωότητα, το αίσθημα της ελευθερίας, η αναγνώριση της ομορφιάς, η πάλη για την αυτογνωσία αναδεικνύονται όχι ως ουτοπικοί ανεμόμυλοι στις μέρες μας αλλά ως πραγματικότητες στις οποίες πρέπει να επιστρέψουμε για να μπορέσουμε να δούμε την αληθινή διάσταση της ζωής.

Αλλά ο Κοντολέων δεν είναι ένας τυχαίος συγγραφέας. Δεν πιάνει να ξαναγράψει τις περιπέτειες δυο μοναδικών λογοτεχνικών ηρώων που καθόρισαν σε τεράστιο βαθμό την εξέλιξη της λογοτεχνίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Κάτι τέτοιο δεν τον αφορά και δε θα είχε και κανέναν λόγο να το κάνει.

Τόσο ο Θερβάντες όσο και ο Ραμπελαί επανέρχονται σε μια διασκευή, αποτέλεσμα μιας επίπονης διαδικασίας μελέτης εκ μέρους του συγγραφέα, με έναν τρόπο που στρέφει το αναγνωστικό ενδιαφέρον από την περιπέτεια που προσέχει ένα παιδί, όταν διαβάζει ένα βιβλίο, στις σκέψεις που ενεργοποιούν τις πράξεις τους και στις ιδέες που τις υποκινούν. Στον πάντα ολόδροσο συμβολισμό τους και στην απίστευτη νεότητά τους. Σε όλα εκείνα τα στοιχεία δηλαδή που καθόρισαν την πορεία τους μέσα στον χρόνο και τον σημάδεψαν αναγνωστικά.


Η πολύχρονη εμπειρία του Κοντολέων, η λογοτεχνική υπευθυνότητα του και η αφηγηματική δύναμη που τον διακρίνει είναι η μεγάλη εγγύηση του αποτελέσματος αυτής της δουλειάς, η οποία κοσμείται από την εξαιρετική εικονογράφηση του Βαγγέλη Παυλίδη.



4.1.18

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

1
  

     


      κ. Κοντολέων, τι είναι ο Δον Κιχώτης στη ζωή μας και στη ζωή σας;

Ο Δον Κιχώτης –αυτός ο εμβληματικός ήρωας του Θερβάντες- πέρασε όλη του τη ζωή διαβάζοντας ιπποτικά μυθιστορήματα, μέχρις ότου αποφάσισε πως αξίζει ο ίδιος να ζήσει τη ζωή του ως ένας ιππότης της δικής του καθημερινότητας.
Φόρεσε, λοιπόν,  μια σκουριασμένη πανοπλία , καβάλησε ένα γέρικο άλογο και με τη συντροφιά ένας απλού και αγαθού χωρικού, ξεκίνησε να πείσει τους άλλους πως το όνειρο μπορεί να γίνει αλήθεια ή και το ανάποδο –η πραγματικότητα να μετατραπεί σε κάτι το μαγικό.
Οι περιπέτειες του –αιώνες τώρα- μας κάνουν άλλοτε να γελάμε κι άλλοτε να δακρύζουμε. Και εν τέλει να θεωρούμε τον Δον Κιχώτης  ως ένα σύμβολο ελεύθερης σκέψης.

Γιατί ειδικά αυτήν εδώ την εποχή «ξαναδιαβάζουμε τους κλασικούς»;

Νομίζω πως αναζητούμε να πατήσουμε σε κάτι σταθερό. Να ενεργοποιήσουμε τις ελπίδες μας για το αύριο με τη βοήθεια χαρακτήρων και αξιών που επιβεβαιώθηκαν από τα χρόνια. Κι όπως μάλιστα ζούμε μέσα σε πολύ γρήγορους ρυθμούς, η επιστροφή σε έργα κλασικά μας κάνει να αισθανόμαστε πως μπορούμε να πάρομε βαθιές όσο και ήρεμες ανάσες.

"   «Ζήσε όπως ο Δον Κιχώτης», «Το βιβλίο της ζωής του Μεγάλου Γαργαντούα όταν ακόμα ήταν παιδί και νέος άντρας», Θερβάντες και Ραμπελαί, γιατί ειδικά αυτά;

Τόσο ο Δον Κιχώτης, όσο και ο Γαργαντούας  ήταν –τα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας- ήρωες μυθιστορημάτων που κυριαρχούσαν τόσο στη δική μου ζωή, όσο και στις ζωές των φίλων μου.  Θέλησα, ώριμος πλέον, να τους συναντήσω ξανά και ξαφνιάστηκα που διαπίστωσα πως εξακολουθούν να έχουν την ικανότητα να μου κρατάνε μια ενδιαφέρουσα συντροφιά. Έτσι σκέφτηκα να τους χαρίσω κι εγώ ένα δώρο. Και τους έγραψα ξανά με τεχνικές που ταιριάζουν περισσότερο στις προσλαμβάνουσες ενός σημερινού παιδιού και νέου… Αλλά γιατί όχι και  του όποιου σημερινού μέσου αναγνώστη.


      Να θυμηθούμε όταν τα πρωτοδιαβάσατε παιδί;

Μια εποχή όπου κυριαρχούσαν τα κλασικά έργα για παιδιά σε ξεχωριστές διασκευές. Τα περισσότερα ήταν μεταφρασμένα και με πολύ υπεύθυνο τρόπο διασκευασμένα. Επίσης είχαν πολύ όμορφες εικόνες –συνήθως ασπρόμαυρες. Εντός από τον Δον Κιχώτη και τον Γαργαντούα, να θυμηθώ τον Γκιούλιβερ, τους Τρεις Σωματοφύλακες, τον Βασιλιά Αρθούρο, το Νησί των Θησαυρών, και βέβαια έργα του Ντίκενς, του Τουέιν, του Βερν…
Όλα τους έργα τόσο ΄δυνατά’, αλλά και με τόση υπευθυνότητα διασκευασμένα ώστε ο αναγνώστης των μέσων του 20ου αιώνα να μπορεί να αισθανθεί κοντά στους  ήρωές τους και να ενστερνισθεί τις αξίες τους.
Θέλω να πιστεύω πως και ο δικός μου τρόπος –μπορώ να εγγυηθώ πως εργάστηκα με παρόμοια υπευθυνότητα-  θα έχει το ίδιο αποτέλεσμα.

      Να υποθέσουμε- αν κρίνουμε από τη δική σας δουλειά και την εικονογράφηση του Βαγγέλη Παυλίδη- ότι τα ετοιμάζατε καιρό;

Ναι, καιρό. Συγκεκριμένα δυο χρόνια. Καθώς τα έγραφα μελετούσα τα πρωτότυπα, άλλες διασκευές, πολλές μελέτες… Και με τον Βαγγέλη Παυλίδη, αλλά και με την Έλενα Πατάκη αναζητούσαμε το ύφος όχι μόνο της εικονογράφησης αλλά και όλης της έκδοσης.
Θέλω να σταθώ στο σημείο αυτό. Τα δυο αυτά βιβλία ενώ δείχνουν ξεκάθαρα πως θέλουν να είναι μια συνέχεια παλιών παρόμοιων εκδόσεων, την ίδια στιγμή επίσης ξεκάθαρα φανερώνουν πως είναι σχεδιασμένα με μια πολύ σύγχρονη αισθητική ματιά. Νομίζω πως ενώνουν το χτες με το σήμερα.

    Τι βρήκατε σήμερα που όχι απλώς ξαναδιαβάσατε αλλά ξαναγράψατε αυτά τα έργα που δεν είχατε επισημάνει παλιά;

Μα σαν παιδί περισσότερο στεκόμουνα στα γεγονότα και οι όποιες βαθύτερες σκέψεις λειτουργούσαν με ένα υπόγειο τρόπο. Τώρα, καθώς πλέον ως ενήλικος έγραφα αυτές τις ιστορίες, ήταν οι σκέψεις και οι ιδέες που ενεργοποιούσαν όχι μόνο τις επιλογές της διασκευής, αλλά και την ίδια τη γραφή μου. Και έτσι έφτασα ακόμα και στο σημείο να ‘γεννήσω’ εγώ ένα νέο πρόσωπο – αφηγητή της κάθε ιστορίας, που κατά κάποιον τρόπο αποτελεί το alter ego μου -  και ήρθε κι αυτό να συγκατοικήσει με τα πρόσωπα του Θερβάντες και του Ραμπελαί.

     κ.Κοντολέων, θ’ ακολουθήσουν κι άλλα κλασσικά;

Θα το ήθελα… Αναζητώ τους συνεχιστές… Αλλά είναι πολύ νωρίς ακόμα για να έχω πάρει την όποια απόφαση.

     Μπορεί ένα βιβλίο να μας αλλάξει τη ζωή; Ένα τέτοιο βιβλίο μπορεί;

Ένα μόνο του βιβλίο  να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου;… Μάλλον αδύνατον. Πολλά βιβλία μαζί  -ναι μπορούν.



Δημοσιευτηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος (4/1/2018)