Pages

31.1.18

Επίπονη και υπεύθυνη διαδικασία


Γράφει η Γεωργία Γαλανοπούλου


Η διασκευή των μεγάλων έργων του κλασικού λογοτεχνικού κανόνα για παιδιά είναι επίπονη και υπεύθυνη διαδικασία. Προϋποθέτει όχι μόνον γνώση των έργων, βιβλιογραφική έρευνα και συγγραφική ικανότητα, αλλά και επίγνωση των ευαισθησιών και των δυνατοτήτων του αναγνωστικού κοινού στο οποίο απευθύνεται τώρα. Ακόμα, απαιτεί μεράκι, έμπνευση κι έναν συνδυασμό τόλμης και σεβασμού απέναντι στα πρωτότυπα έργα. Ο Μάνος Κοντολέων, έμπειρος εδώ και χρόνια στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων και της παιδικής λογοτεχνίας, διαθέτει όλα τα παραπάνω. Ο λόγος για δυο ξεχωριστά βιβλία του των εκδόσεων Πατάκη, το Ζήσε όπως ο Δον Κιχώτης και το Βιβλίο της ζωής του Μεγάλου Γαργαντούα, ελεύθερες διασκευές των κλασικών έργων του Μιγκέλ ντε Θερβάντες και του Φρανσουά Ραμπελαί αντίστοιχα. Την εντυπωσιακή και καλαίσθητη ασπρόμαυρη εικονογράφηση και των δύο υπογράφει ο σκιτσογράφος, γελοιογράφος και εικονογράφος Βαγγέλης Παυλίδης.

Διασκευές του Δον Κιχώτη υπάρχουν άπειρες, ξενόγλωσσες ως επί το πλείστον, ήδη από τον 19ο αιώνα. Υπάρχουν επίσης για τον Γαργαντούα, το πρώτο μέρος από το ογκώδες ραμπελαισιακό έργο Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ, αν και λιγότερες σε αριθμό. Όμως οι διασκευές του Κοντολέων είναι διαφορετικές από όσες γνωρίσαμε στα παιδικά μας χρόνια, χάρη στο σύγχρονο ύφος και τα διακριτά επίπεδα κατανόησης της γραφής του, η οποία καθιστά την ανάγνωση προσιτή, ευχάριστη και ενδιαφέρουσα τόσο σε μικρότερες όσο και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Μπορεί, λοιπόν, οι θαυμάσιες αυτές εκδόσεις να απευθύνονται σε παιδιά 8-15 ετών, παράλληλα όμως είναι ελκυστικές και σε όσους ενήλικες είτε δεν είχαν την υπομονή να διαβάσουν ποτέ τα κλασικά αυτά έργα, είτε τα διάβασαν κάποτε διασκευασμένα και έχουν τη διάθεση να τα ξαναδούν μέσα από τη φρέσκια ματιά ενός καταξιωμένου Έλληνα δημιουργού.

Έργα-ορόσημα και τα δύο –καθένα και ένας ύμνος στην ελευθερία της ανθρώπινης σκέψης μέσα από την αναζήτηση της αλήθειας και της δικαιοσύνης– εξακολουθούν, για τέσσερις και πλέον αιώνες, να απασχολούν τους μελετητές και να εμπνέουν συγγραφείς. Η παρουσίαση των διασκευών τους, με αναφορές στα πρωτότυπα έργα και την εποχή τους, θα καταλάμβανε περισσότερο χώρο από εκείνον που συνήθως προσφέρεται για κριτικές. Θα επικεντρωθούμε γι’ αυτό τον λόγο μόνο σε ένα, στον ραμπελαισιακό Γαργαντούα, εστιάζοντας, επιδερμικά έστω, στο ίδιο το έργο και στην κατά τον Μάνο Κοντολέων προσέγγισή του.

Γνήσιος άνθρωπος της Αναγέννησης ο Ραμπελαί (1494-1553), μοναχός, γιατρός, συγγραφέας, ποιητής, προπάντων όμως ουμανιστής, είναι για τη Γαλλία ό,τι ο Θερβάντες (1547-1616) για την Ισπανία. Υπερασπίστηκε τον καθημερινό άνθρωπο χρησιμοποιώντας την πένα του ως όπλο απέναντι στην υποκρισία και το στείρο πνεύμα της εποχής του. Το έργο του, γιγάντιο όπως και οι ήρωές του, έθεσε τα θεμέλια για μια πραγματική επανάσταση στη Γαλλία του 16ου αιώνα, αλλά και για την κοινωνία στο σύνολό της σε οποιαδήποτε ιστορική περίοδο. Στόχος του η συντριβή των τότε πανίσχυρων αξιωμάτων και για την επίτευξή του δημιούργησε γίγαντες πέρα από κάθε λογική. Σε σύγκριση με τη μικρότητα της σκέψης και της ψυχής του φεουδαρχικού ανθρώπου, ο δικός του αναγεννησιακός άνθρωπος είναι ένας γίγαντας πνεύματος και καλοσύνης, αγνός και ελεύθερος από κάθε προκατάληψη, ικανός να παρασύρει στο διάβα του τίτλους και αξιώματα, να διασπάσει τους παλιούς κανόνες και να ισοπεδώσει την υποκρισία. Ως θεραπεία στον συντηρητισμό, την απαισιοδοξία, τη δυσαρέσκεια και τον ενοχικό ασκητισμό του Μεσαίωνα, ο Ραμπελαί συνταγογράφησε και χορήγησε τη σάτιρα και το γέλιο. Ήταν, άλλωστε, συν τοις άλλοις, γιατρός, και χρησιμοποιώντας αντί για νυστέρι την υπερβολή, τη λαϊκή αθυροστομία, γκροτέσκες περιγραφές του κάτω σώματος και ένα εξωφρενικό χιούμορ τουαλέτας, κατασκεύασε, συνδυάζοντας τον πεζό με τον ποιητικό λόγο, ένα τεράστιο μυθιστόρημα-μανιφέστο, που μέσω του γέλιου, της υπερβολής και της γελοιοποίησης των πάντων ανακούφιζε και απελευθέρωνε.

Το γέλιο, μας λέει ο Μιχαήλ Μπαχτίν στο περίφημο πόνημά του Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, «απελευθερώνει τον από χιλιετίες καλλιεργημένο εντός του ανθρώπου φόβο ενώπιον των αυταρχικών απαγορεύσεων […] της εξουσίας […] και ανοίγει τα μάτια για το νέο και για το μέλλον». Η υπερβολική σοβαρότητα, χαρακτηριστική της μεσαιωνικής Ευρώπης, «καταπίεζε, παρέλυε […] ψευδόταν και υποκρινόταν, ήταν τσιγκούνα και νηστίσιμη. Στη γιορταστική πλατεία, στο ευωχικό τραπέζι, ο σοβαρός τόνος αποτιναζόταν σαν μάσκα και άρχιζε να ακούγεται μια άλλη αλήθεια με τη μορφή του γέλιου, των βωμολοχιών, των βρισιών, της παρωδίας και διακωμώδησης. Όλοι οι φόβοι και τα ψεύδη διασκορπίζονταν μπροστά στον θρίαμβο της υλικο-σωματικής και γιορταστικής αρχής» [1].

Το έργο του Ραμπελαί γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα την εποχή που δημοσιεύτηκε. Σύντομα όμως λογοκρίθηκε για τις ανορθόδοξες ιδέες του και απαγορεύτηκε. Τον 18ο αιώνα λατρεύτηκε από τους εκπροσώπους της Γαλλικής Επανάστασης. Ωστόσο, δεν εκτιμήθηκε δεόντως από τους Διαφωτιστές. Ο Βολταίρος, ενώ επαίνεσε τον αντικληρικαλισμό του, το χαρακτήρισε ακατανόητο, αλλόκοτο, μια γυμνή και ευθεία σάτιρα και όλο το υπόλοιπο ένα περιττό βάρος [2]. Την ίδια εποχή γίνονται οι πρώτες συντομεύσεις του και οι λεγόμενες αποκαθάρσεις του από τις αθυροστομίες και το ακραίο για την αισθητική του 18ου αιώνα χιούμορ. Μερικά μόλις χρόνια αργότερα, οι συντομευμένες αυτές εκδοχές αποτέλεσαν τη βάση για τις πρώτες, αλλά και τις μετέπειτα, διασκευές του Γαργαντούα για παιδιά και νέους, απαλλαγμένες από «ακατάλληλες» λέξεις στο όνομα της ευπρέπειας.

Βεβαίως, και ο κατά τον Μάνο Κοντολέων Γαργαντούας προσφέρεται αποκαθαρμένος. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα: Δεν διασκεδάζουν τα παιδιά σήμερα με το χιούμορ τουαλέτας; Με δεδομένο ότι αυτό δεν λογοκρίνεται σήμερα όπως παλαιότερα, θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς –έστω και μερικώς αποκαθαρμένα– τα «κατορθώματα» του Γαργαντούα, από τα οποία άλλωστε εκπορεύεται το ραμπελαισιακό γέλιο. Να δει τις λέξεις –κάποιες έστω– να εκφέρονται με το πραγματικό όνομά τους, χωρίς περιστροφές, λέξεις που χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα τα παιδιά στην καθημερινότητά τους για να γελάσουν. Ο Κοντολέων, ωστόσο, αν και τολμηρός συγγραφέας σε θέματα ταμπού για την εποχή μας, συνειδητά δεν το επιχειρεί. Γιατί μπορεί να τολμά προκαλώντας συχνά με τις θεματικές του, αλλά τον συγγραφικό του λόγο τον εκφέρει με κοσμιότητα, πολλώ δε μάλλον όταν απευθύνεται στις μικρές ηλικίες.

Εδώ, λοιπόν, η προσέγγιση του Γαργαντούα επιτυγχάνεται αφαιρώντας, απλοποιώντας, προσθέτοντας και αναδημιουργώντας. Οι κουραστικές λεπτομέρειες, οι ακατανόητες και περιττές κατά τον Βολταίρο, απαλείφονται. Το ίδιο και οι γκροτέσκες περιγραφές, οι επεισοδιακές αφοδεύσεις και άλλες σχετικές εκκρίσεις εν είδει ορμητικών ποταμών. Ακόμη και το φαλλικό κέρατο που κοσμεί τα οπίσθια της παροιμιώδους φοράδας του μεταφέρεται και τοποθετείται στο μέτωπό της μετατρέποντάς τη σ’ έναν μονόκερο, τόσο γιγάντιο και μεγαλοπρεπή όσο και ο αναβάτης του. Αυτά που μένουν είναι τα απολύτως απαραίτητα για τη ροή της ιστορίας και την ανάδειξη του τελικού ζητούμενου: την ήττα της υποκρισίας και τη νίκη του απελευθερωμένου ανθρώπου απέναντι στην καταπίεση, τον φόβο, τον συντηρητισμό και την ταπείνωση.

Όλα αυτά όμως επιτυγχάνονται με τη σάτιρα, και σάτιρα μη αθυρόστομη είναι σαν άρμα μάχης παροπλισμένο. Αυτό το γνωρίζει καλά ο Κοντολέων και έτσι επινοεί έναν θαυμάσιο χαρακτήρα ο οποίος κατέχει, μαζί με τον κεντρικό ήρωα, πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι ο υπηρέτης του Γαργαντούα, ο άνθρωπος που βρίσκεται δίπλα του από τη στιγμή της γέννησής του, γνωρίζει κάθε του πράξη, τον νοιάζεται σαν να ήταν ο πραγματικός του πατέρας και, γέρος πια τώρα, γράφει την ιστορία του κυρίου του. Μέσα από τη δική του εικονοπλαστική φωνή, τρυφερή κι ευγενική όπως αρμόζει σ’ έναν ευπρεπή γέροντα της εποχής μας, η σάτιρα βρίσκει τον δρόμο της χωρίς να ασχημονεί αλλά υπαινισσόμενη, χωρίς να υβρίζει αλλά κρατώντας την ύβρη στην άκρη της γλώσσας να την παρεμφαίνει. Αυτή την κόσμια πατρική φωνή εμείς την απολαύσαμε. Όπως απολαύσαμε και τη ζηλευτή εικονογράφηση του Βαγγέλη Παυλίδη. Καιρός να εισπράξουν πολλοί ακόμη αυτή την απόλαυση.

Σημειώσεις
[1] Μιχαήλ Μπαχτίν, Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2017, μτφρ. Γιώργος Πινακούλας
[2] Voltaire, Lettres Philosophiques, Flammarion, Paris 1976


Πρώτη ανάρτηση: 




No comments:

Post a Comment